Τετάρτη 1 Μαΐου 2013
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Γεννάδιος, Ιουστινιάνης
XXXVIII 2. Ταυτόχρονα κατέφτασε από τη
Γένουα ένας άνδρας που ονομαζόταν Ιωάννης Λόγγος, της οικογένειας Ιουστινιάνι,
με δύο τεράστια πλοία, έχοντας βαρύ και αποτελεσματικό εξοπλισμό, συνοδευόμενος
από νέους ενόπλους Γενουάτες, γεμάτους πολεμικό μένος. Κι αυτός ο Ιωάννης ήταν
ικανότατος άνδρας και έμπειρος σε μάχες κατά παράταξη συνασπισμένων στρατών. Ο
βασιλιάς τον υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα, και έδωσε αμοιβή στους στρατιώτες του
και μεγάλες δωρεές στον ίδιο και του έδωσε τον τίτλο του πρωτοστράτορα. Ο
Ιουστινιάνης ανέλαβε την άμυνα των τειχών που βρίσκονταν κοντά στο παλάτι.
Έβλεπαν ότι ο τύραννος εκεί εγκαθιστούσε τις πετροβόλες μηχανές και τις
υπόλοιπες πολιορκητικές μηχανές για να επιτεθεί στα τείχη. Ακόμη ο βασιλιάς τον
ευεργέτησε παραχωρώντας του με χρυσόβουλο τη νήσο Λήμνο, αν αποκρουόταν ο
Μεχεμέτ και επέστρεφε άπρακτος, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να κυριεύσει την
Πόλη. Από τότε οι Λατίνοι μάχονταν ηρωικά μαζί με τον Ιωάννη, βγαίνοντας από
τις πύλες της Πόλης και παίρνοντας θέσεις στα εξωτερικά τείχη και στην τάφρο.
5. Πριν να έρθει ο
τύραννος, όταν ακόμα βρισκόταν στη Ανδριανούπολη, οι Γενουάτες του Γαλατά
έστειλαν πρέσβεις, αναγγέλοντάς του την αμετάθετη φιλία τους και ανανεώνοντας
τα έγγραφα που είχαν υπογράψει στο παρελθόν. Κι αυτός έλεγε σε απολογητικό τόνο
πως είναι φίλος τους και πως είναι αδιάσπαστη η αγάπη του προς αυτούς, αρκεί
μόνο να μη βρεθούν πως βοηθούσαν την Πόλη. Κι αυτοί το υποσχόντουσαν. Πλην όμως
ο ένας από τους δύο γελιόταν, όπως το έδειξε το τέλος. Γιατί οι Γενουάτες του
Γαλατά σκέφτονταν ότι και στο παρελθόν η Πόλη πολιορκήθηκε από τους προγόνους
του, οι οποίοι υποχώρησαν άπρακτοι χωρίς να έχουν καταφέρει τίποτα. Γι' αυτό
έδειχναν φιλία προς τους Τούρκους και βοηθούσαν παράλληλα τους κατοίκους της
Πόλης, καθώς πίστευαν ότι το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Ταυτόχρονα υποψιάζονταν
τη φιλία του τύραννου ως ψεύτικη και συμμαχούσαν με την Πόλη, κρυφά βέβαια. Ο
τύραννος πάλι έλεγε στον εαυτό του: «Ας αφήσω το φίδι να κοιμάται μέχρι να
σκοτώσω το δράκο και τότε με ένα ελαφρό χτύπημα στο κεφάλι και θα το φάει το
σκοτάδι». Πράγμα που έγινε.
8. [...] Διατάζει
ο τύραννος να ισοπεδώσουν τους λοφίσκους που βρίσκονταν πίσω από το Γαλατά,
στην ανατολική μεριά, κάτω από το Διπλό Κίονα ως την άλλη μεριά του Γαλατά που
βρισκόταν στο γιαλό του Κεράτιου Κόλπου, αντίκρυ από το Κοσμίδιο. Κι όταν
ομαλοποίησαν το δρόμο, όσο ήταν δυνατό, κι αφού ανέβασε τις διήρεις πάνω σε
τροχοφόρες εξέδρες και άνοιξε τα πανιά, διέταξε να τις σύρουν δια της ξηράς από
τον πορθμό του Ιερού Στομίου και να τις φέρουν μέσα στον Κεράτιο κόλπο. Πράγμα
που έγινε. [...]
9. Αυτά έκανε στη
θάλασσα. Στη στεριά έφερε εκείνο το τεράστιο κανόνι και το έστησε αντίκρυ στο
τείχος, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο κατασκευαστής του αφού βρήκε
κατάλληλη θέση, έσκαψε πλάι του δύο κοιλώματα, που χωρούσαν πέτρες βάρους ...
λιτρών τέλεια στρογγυλεμένες από τη φύση, και όταν ήθελε να ρίξει τη μεγάλη
πέτρα, έριχνε πρώτα μια μικρή, σημείωνε την τοποθεσία και αφού υπολόγιζε
σχολαστικά έριχνε τη μεγάλη. Κι όταν έριξε την πρώτη βολή και την άκουσαν οι
κάτοικοι της πόλης, έμειναν άφωνοι και ανέκραξαν το «Κύριε ελέησον».
8. Στις αρχές του
Μάρτη ο τύραννος έστειλε αγγελιαφόρους και κήρυκες σ' όλες τις επαρχίες,
καλώντας να έρθουν όλοι στην εκστρατεία εναντίον της Πόλης. Τα μισθοφορικά και
τα επιστρατευμένα στρατεύματα συνέρρεαν εκεί. Ποιος όμως μπορεί να αφηγηθεί για
το πόσα ήταν εκείνα τα άγραφα και μυριάριθμα; [...] Την Παρασκευή, λοιπόν, της
Διακαινησίμου έφτασε ο Ναβουχοδονόσορας στις πύλες της Ιερουσαλήμ και έστησε
τις σκηνές του απέναντι από την Πύλη του Χαρισίου, πίσω από το βουνό. Όλα τα
στρατεύματά του καταλάμβαναν το χώρο από την Ξυλόπορτα, που βρίσκεται κοντά στο
παλάτι, ως τη Χρυσή Πύλη προς το νότο και από την Ξυλόπορτα μέχρι το Κοσμίδιο.
Απλώνονταν σε πλάτος από το νότο μέχρι τον κάμπο, όπου υπήρχαν αμπελώνες, που
τους είχε ήδη καταστρέψει ο Καρατζίας. Και προχώρησε σε ολοκληρωτική πολιορκία
της Πόλης στις 6 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα.
10. Ο Γεννάδιος δε
σταματούσε ούτε στιγμή να διδάσκει και να γράφει εναντίον των Ενωτικών [...]
έχοντας συνεργό και ομοϊδεάτη τον πρωθυπουργό και μέγα δούκα, εκείνον που, όταν
είδαν οι Ρωμαίοι τον αναρίθμητο στρατό των Τούρκων να συγκεντρώνεται εναντίον
της Πόλης, τόλμησε να πει κατά των Λατίνων το περίφημο: "Είναι καλύτερο να
δούμε στο μέσο της Πόλης να βασιλεύει το φακιόλι των Τούρκων παρά σκουφί
λατινικό". Και μέσα στην απελπισία τους οι κάτοικοι της Πόλης έλεγαν:
"Μακάρι να παραδοθεί η Πόλη στα χέρια των Λατίνων που αναγνωρίζουν το
Χριστό και τη Θεοτόκο και να μην ξεπέσουμε στα χέρια των ασεβών". [...]
XXXIX 1 (Ο Μεχμέτ), αφού ετοίμασε τα
πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι
έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη
αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι
λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους
άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και
από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου
και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να
διασκορπιστεί σ' όλη τη γη;» Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν
θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την
ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και
τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό
ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε
πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και
ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ
νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την
Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της·
γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε
λυπόμαστε για τη ζωή μας».
6. Ξημέρωσε κι
εκείνος συνέχισε τον πόλεμο όχι μόνο μέχρι την ένατη ώρα, αλλά και μετά την
ένατη παρέταξε το στρατό από το παλάτι ως τη Χρυσή Πύλη. Παρέταξε και τα
ογδόντα πλοία από την Ξυλόπορτα μέχρι την Πλατέα Πύλη, ενώ τα υπόλοιπα που
στέκονταν στο Διπλοκιόνιο άρχισαν την περικύκλωση από την Ωραία Πύλη,
συνεχίζοντας στην Ακρόπολη του Μεγάλου Δημητρίου και τη Μικρή Πύλη που
βρίσκεται στη μονή της Οδηγήτριας. Προσπέρασαν το Μεγάλο Παλάτι και αφού
διέσχισαν το λιμάνι περικύκλωσαν μέχρι τις Βλάγκες. Καθένα από τα πλοία είχε
μια σκάλα ίσαμε τα τείχη και κάθε είδους πολεμοφόδια.
7. Ο ήλιος έδυσε,
ακούστηκε η κραυγή του πολέμου και ο ίδιος ο τύραννος ήταν έφιππος από το βράδυ
της Δευτέρας. Η παράταξη της μάχης ήταν τεράστια. Ο ίδιος πολεμούσε απέναντι
από τα γκρεμισμένα τείχη μαζί με τους πιστούς του δούλους και πανίσχυρους
νέους, που μάχονταν σαν λιοντάρια και ήταν πάνω από δέκα χιλιάδες. Πίσω τους
και στο πλάι ήταν παραταγμένοι καβαλάρηδες πάνω από 100.000, ενώ στην κάτω
μεριά μέχρι το λιμάνι της Χρυσής Πύλης βρίσκονταν άλλοι εκατό και παραπάνω, και
από την τοποθεσία όπου βρισκόταν ο ηγεμόνας ως τις άκρες του παλατιού άλλες
πενήντα χιλιάδες και στα πλοία και στη γέφυρα απειράριθμοι.
8. Κι αυτοί που
βρίσκονταν μέσα είχαν διαμοιραστεί. Ο βασιλιάς μαζί με τον Ιωάννη Ιουστινιάνη
βρισκόταν στα γκρεμισμένα τείχη, έξω από τον περίβολο του κάστρου, έχοντας μαζί
τους περίπου τρεις χιλιάδες Λατίνους και Ρωμαίους. Ο μεγάλος δούκας βρισκόταν
στη Βασιλική Πύλη με πεντακόσιους περίπου, ενώ στα θαλάσσια τείχη και στους
προμαχώνες από την Ξύλινη Πόρτα ως την Ωραία ήταν παραταγμένοι πάνω από
πεντακόσιους τζαγραφόροι και τοξότες. Από την Ωραία Πύλη σ' όλη την περιφέρεια μέχρι
τη Χρυσή Πύλη βρισκόταν σε κάθε προμαχώνα ένας ή τοξότης ή τζαγραφόρος ή
πετροβολιστής που πέρασαν άγρυπνοι όλη τη νύκτα, χωρίς να έχουν κοιμηθεί
καθόλου.
9. Και οι Τούρκοι
μαζί με τον ηγεμόνα τους προσπαθούσαν να πλησιάσουν τα τείχη, φέρνοντας υπεράριθμες
προκατασκευασμένες σκάλες. Ο τύραννος τρέχοντας στα μετόπισθεν της παράταξης
κρατούσε σιδερένια ράβδο κι άλλοτε κολάκευε με τα λόγια τους τοξότες κι άλλοτε
απειλώντας τους τους έστελνε προς τα τείχη. Οι υπερασπιστές της πόλης μάχονταν
γενναία, μ' όλη τους τις δυνάμεις. Ο Ιωάννης πολεμούσε γενναία μαζί με τους
συντρόφους του, έχοντας δίπλα του και το βασιλιά με όλα του τα
στρατεύματα.
Τραυματισμός
Ιουστινιάνη - Άλωση της Πόλης
10. Την ώρα που τα
ανδραγαθήματα της τύχης έμελλε ν' αρπάξουν τη νίκη από τα χέρια των Τούρκων
πήρε ο Θεός από το μέσο της παράταξης των Ρωμαίων το στρατηγό τους, το γίγαντα
και πανίσχυρο και υπεράνθρωπο πολεμιστή. Γιατί πληγώθηκε από μολυβδοβόλο στο
χέρι, πίσω από το βραχίονα, όταν ακόμα ήταν σκοτάδι. Η σφαίρα διαπέρασε τη σιδερένια
χλαμύδα που ήταν κατασκευασμένη όπως τα όπλα του Αχιλλέα και δεν μπορούσε να
ηρεμήσει από την πληγή. Και είπε στο βασιλιά: «Στάσου με θάρρος, εγώ θα πάω
μέχρι το πλοίο κι αφού γιατρευτώ θα επιστρέψω αμέσως». [...] Ο βασιλιάς, μόλις
είδε τον Ιωάννη να αναχωρεί, δείλισασε, το ίδιο και οι ακόλουθοί του· πλην όμως
συνέχισε να αντιστέκεται όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του.
11. Οι Τούρκοι
σιγά σιγά πλησίασαν τα τείχη καλυπτόμενοι πίσω από τις ασπίδες τους κι έστησαν
τις σκάλες. Δεν κατάφερναν όμως τίποτα, γιατί τους εμπόδιζαν οι λιθοβολιστές
από πάνω. Παρέμεναν λοιπόν καθώς εμποδίζονταν, ενώ οι Ρωμαίοι όλοι μαζί με το
βασιλιά αντιστέκονταν στους εχθρούς. Όλη τους η προσπάθεια και ο μόνος τους
στόχος ήταν να μην αφήσουν τους Τούρκους να περάσουν από τα γκρεμισμένα τείχη.
Λάθεψαν όμως, γιατί ήταν θέλημα Θεού να περάσουν από άλλη οδό. Γιατί, αφού
είδαν την πύλη, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, ανοικτή και αφού μπήκαν
μέσα πενήντα άνδρες από τους πιο ονομαστούς δούλους του τυράννου, ανέβηκαν πάνω
στα τείχη, ξεφυσώντας μανιασμένοι, σκότωσαν όσους συναντούσαν και κτυπούσαν
τους ακροβολιστές. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Από τους Ρωμαίους και Λατίνους
που εμπόδιζαν τους Τούρκους να στήσουν τις σκάλες στα τείχη, άλλοι σφαγιάστηκαν
κι άλλοι έκλειναν τα μάτια και πηδούσαν από το τείχος, συντρίβοντας τα κορμιά
τους και δίνοντας φρικτό τέλος στη ζωή τους. Και οι Τούρκοι ανενόχλητοι έστηναν
τις σκάλες και ανέβαιναν σαν αετοί πετούμενοι.
12. Οι Ρωμαίοι
μαζί με το βασιλιά δεν ήξεραν τι είχε γίνει, γιατί η είσοδος των Τούρκων έγινε
πιο μακριά και γιατί ο σκοπός τους ήταν να αντιμάχονται τους κατά μέτωπο
εχθρούς. Γιατί πολεμούσαν με άντρες δυνατούς, ένας Ρωμαίος εναντίον είκοσι
Τούρκων και δεν ήξεραν να πολεμούν όσο ένας, ο οποιοσδήποτε, Τούρκος. Σε
κείνους λοιπόν ήταν στραμμένη η προσοχή τους και η έννοια τους. Τότε ξαφνικά,
βλέπουν τα βέλη να πέφτουν από ψηλά και να τους σκοτώνουν. Γυρνούν κατά κει και
βλέπουν τους Τούρκους. Μόλις τους είδαν τρέχουν να φύγουν στο εσωτερικό. Και μη
μπορώντας να μπουν από την πύλη του Χαρσού, γιατί πιέζονταν από το πλήθος, όσοι
είχαν περισσότερη δύναμη, καταπατούσαν τους πιο αδύναμους και έμπαιναν. Τότε η
παράταξη του τυράννου, βλέποντας την υποχώρηση των Ρωμαίων, με μια κραυγή,
μπήκαν μέσα, καταπατώντας και κατασφάζοντας τους αξιολύπητους. Μόλις έφτασαν
στην πύλη, δεν μπόρεσαν να μπουν, γιατί είχε φράξει από τα πεσμένα σώματα των
νεκρών και των ετοιμοθάνατων. Έτσι λοιπόν έμπαιναν οι περισσότεροι από τα
γκρεμισμένα τείχη και όσους συναντούσαν τους κατέσφαζαν.
13. Τότε ο
βασιλιάς αποκαμωμένος, καθώς στεκόταν κρατώντας το σπαθί και την ασπίδα, είπε
λόγο σπαρακτικό: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» Είχε
απομείνει ολομόναχος. Τότε ένας Τούρκος τον κτύπησε κατά πρόσωπο· κι εκείνος
αντιγύρισε το κτύπημα στον Τούρκο· ένας άλλος όμως από πίσω τον κτύπησε καίρια
και έπεσε καταγής· δεν ήξεραν ότι είναι ο βασιλιάς, αλλά τον σκότωσαν σαν κοινό
στρατιώτη και τον παράτησαν.
14. Εκτός από
τρεις άνδρες δεν έχασαν κανέναν άλλο οι Τούρκοι κατά την εισβολή τους. Ήταν
ακόμη η πρώτη ώρα της ημέρας και δεν είχε ανατείλει ο ήλιος. Μόλις μπήκαν οι
Τούρκοι, διασκορπίστηκαν από την Πύλη του Χαρισού ως το παλάτι κι όποιον
συναντούσαν τον σκότωναν, το ίδιο και όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει. Έτσι,
κατέσφαξαν περίπου δύο χιλιάδες πολεμιστές. Γιατί οι Τούρκοι φοβούνταν καθώς
σκέφτονταν ότι βρίσκονται στην Πόλη περίπου πενήντα χιλιάδες πολεμιστές. Έτσι
έσφαξαν και τους δύο χιλιάδες. Αν ήξεραν ότι όλος ο στρατός δεν ξεπερνούσε τις
οκτώ χιλιάδες δε θα σκότωναν κανένα. γιατί τούτο το γένος είναι φιλοχρήματο κι
αν ακόμη ο φονιάς του πατέρα τους πέσει στα χέρια τους, θα τον απελευθέρωναν
αντί για χρυσάφι. Πόσο μάλλον αυτούς που δεν τους αδίκησαν, αλλά που αδικήθηκαν
απ' αυτούς. Εξάλλου μετά τον πόλεμο εγώ γνώρισα πολλούς που μου διηγήθηκαν ότι
"επειδή φοβόμασταν αυτούς που θα βρίσκαμε μπροστά μας, σφάζαμε όσους
συναντούσαμε· αν ξέραμε ότι τη λειψανδρία που υπήρχε στην Πόλη, όλους θα τους
ξεπουλούσαμε σαν τα πρόβατα.
24. Αυτός ο
όλεθρος, για τον οποίο μιλήσαμε, άναψε και κόρωσε από την Πύλη του Χαρσού και
του Αγίου Ρωμανού και σ΄ ένα μέρος από το παλάτι. Η αντίσταση όμως των πλοίων
από το λιμάνι δεν άφηνε περιθώρια στους Τούρκους να στήσουν τις σκάλες στα
τείχη. Οι Ρωμαίοι ήσαν επικρατέστεροι των Τούρκων, ρίχνοντας λίθους και βέλη
μέχρι την τρίτη ώρα της ημέρας, ως ότου έφτασε ένα μέρος απ' αυτούς που ρήμαζαν
από το πρωί μέσα στην πόλη και αφού είδαν τους Ρωμαίους να αντιστέκονται σ'
αυτούς που ήσαν έξω, έβγαλαν δυνατές φωνές μ' όση δύναμη είχαν, κι όρμηξαν
επάνω στα τείχη. Οι Ρωμαίοι, μόλις είδαν τους Τούρκους μέσα στην πόλη έβγαλαν
σπαρακτική φωνή· ένα "αλίμονο" και ρίχνονταν από το τείχος· γιατί
είχε χαθεί κάθε δύναμη και κάθε αντοχή στους Ρωμαίους. Τότε, κι αυτοί που ήσαν
στα πλοία, βλέποντας τους Τούρκους μέσα στην πόλη, κατάλαβαν ότι "ἡ πόλις ἐάλω",
τοποθετώντας γρήγορα τις σκάλες, σκαρφάλωναν πάνω και αφού έσπασαν τις πύλες,
έμπαιναν όλοι μέσα.
Λουκάς
Νοταράς
25. Κι ο μέγας
δούκας, που υπεράσπιζε τη Βασιλική Πύλη με πεντακόσιους, βλέποντας τους
Τούρκους να πλησιάζουν στο σημείο που βρισκόταν, παράτησε τη φύλαξή της και
μαζί με λίγους έφυγε για το σπίτι του. Κι όλοι οι Ρωμαίοι είχαν διασκορπιστεί·
άλλοι συλλαμβάνονταν πριν να φτάσουν στο σπίτι τους, ενώ άλλοι φτάνοντας στα
σπίτια τους τα έβρισκαν έρημα από τα παιδιά τις γυναίκες και τα πράγματά τους και,
πριν προλάβουν να αναστενάξουν και να κλάψουν, βρίσκονταν χεροδεμένοι
πισθάγκωνα. Άλλοι πάλι καθώς έφταναν στα σπίτια τους κι έβρισκαν τη γυναίκα
τους και τα παιδιά τους ήδη να να έχουν συλληφθεί, δένονταν κι αιχμαλωτίζονταν
με τους αγαπημένους τους και με τη σύζυγό τους. Τους γέροντας που έμεναν στο
σπίτι, γιατί δεν μπορούσαν να βγουν από το σπίτι είτε εξαιτίας κάποιας
αρρώστιας ή από γερατειά, οι Τούρκοι όλους και όλες τους έσφαζαν ανελέητα. Και
τα νεογέννητα βρέφη τα πετούσαν στις πλατείες.
26. Ο μέγας δούκας
βρήκε τις κόρες του, τους γιους του και τη γυναίκα του, που ήταν άρρωστη,
κλεισμένους στον πύργο, να εμποδίζουν την είσοδο στους Τούρκους. Τότε τον
συνέλαβαν μαζί με τους ακόλουθούς του. Ο τύραννος όμως είχε στείλει κάποιους να
φυλάνε τον ίδιο και τα υπάρχοντά του. Σ' όσους Τούρκους είχαν καταλάβει και
είχαν περικυκλώσει το σπίτι του δούκα, ο τύραννος τους έδωσε αρκετά χρήματα,
για να φανεί ότι τους εξαγόραζε, σύμφωνα με τον όρκο του. Έτσι φυλασσόταν ο
δούκας και η οικογένειά του.
28. Ο Ιωάννης ο
Ιουστινιάνης, για τον οποίο είπαμε προηγουμένως ότι είχε πάει στο πλοίο για να
θεραπεύσει την πληγή του, μόλις έφτασε στο λιμάνι, κάποιοι από τους δικούς του
καταδιωγμένοι έφτασαν τρέχοντας και του ανήγγειλαν ότι οι Τούρκοι μπήκαν στην
πόλη κι ότι ο βασιλιάς σφάχτηκε. Ακούγοντας τον πικρό και οδυνηρό λόγο,
διατάζει τους κήρυκες του να καλέσουν με τις σάλπιγγές τους υπασπιστές του και
συμπλωρίτες του.
29. Παρόμοια
προετοιμάζονταν και τα υπόλοιπα καράβια. Τα περισσότερα απ' αυτά είχαν χάσει
τους καπετάνιους τους, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί. Κι ήταν θέαμα ελεεινό
στην αποβάθρα του λιμανιού· άνδρες και γυναίκες, καλόγεροι και καλογριές να
φωνάζουν με σπαραγμό· να χτυπούν τα στήθια τους και να παρακαλάνε τους ναύτες
να τους πάρουν στα καράβια τους. Όμως αυτό δεν ήταν δυνατό· γιατί ήταν το
πεπρωμένο τους να πιουν ολόκληρο το ποτήρι της οργής του Κυρίου. Ακόμα κι αν τα
καράβια ήθελαν να τους σώσουν, αυτό δεν ήταν δυνατό. Κι αν τα πλοία του
τυράννου δεν απασχολούνταν με την λεηλασία και τη λαφυραγωγία της πόλης ούτε
ένα απ' τα πλοία δε θα είχε σωθεί. Αλλά οι Τούρκοι είχαν παρατήσει τα πλοία και
ήταν όλοι μέσα στην πόλη, κι έτσι οι Λατίνοι βρήκαν άδεια την έξοδο κι έφευγαν
από το λιμάνι. Ο τύραννος έτριζε τα δόντια του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει
τίποτα και χωρίς να το θέλει υπέμεινε την κατάσταση.
XL 3. Ἐξελθὼν οὖν ἐκ τοῦ βωμοῦ
ἐζήτησε τὸν μέγα δοῦκα καὶ αὖθις παρέστησαν αὐτόν. Ἐλθὼν οὖν καὶ προσκυνήσας, εἶπεν
αὐτῷ· «Καλῶς ἐποιήσατε τοῦ μὴ παραδοῦναι τὴν πόλιν; Ἰδὲ πόση ζημία ἐγεγόνει,
πόσος ὄλεθρος, πόση αἰχμαλωσία»· - Ὁ δὲ δοὺξ ἀπεκρίνατο· «Κύριε, οὐκ εἴχαμεν
τόσην ἡμεῖς ἐξουσίαν τοῦ διδόναι σοι τὴν Πόλιν, οὐδὲ ὁ βασιλεὺς αὐτός· ἄλλως ὅτι
καί τινες τῶν σῶν ἐνεδυνάμουν τὸν βασιλέα ἐν λόγοις γράφοντες· «Μη φοβοῦ, οὐ γὰρ
ἰσχύσει καθ’ ὑμῶν»· – Τοῦτο γοῦν ὑπέλαβεν ὁ τύραννος διὰ τὸν Χαλὶλ-πασιαν· ἦν γὰρ
τρέφων θυμὸν κατ’ αὐτοῦ. Τότε ἀκούσας τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως ἠρώτησεν, εἰ ὁ
βασιλεὺς ἀπέδρα σὺν ταῖς ναυσί, καὶ ὁ δοὺξ ἀπεκρίνατο, ὅτι οὐκ οἶδεν· ἦν γὰρ αὐτὸς
ἐν τῇ Βασιλικῇ Πύλῃ, τότε, ὅτε οἱ Τοῦρκοι συνήντησαν, εἰσελθόντες ἐν τῇ πύλῃ τῇ
Χαρσοῦ, τῷ βασιλεῖ. Ἀποσπασθέντες οὖν ἐκ μέσου τοῦ στρατοπέδου δύο νέοι, εἴρηκεν
ὁ εἷς τῷ τυράννῳ· «Κύριε, ἐγὼ τοῦτον ἀπέκτεινα· βιαζόμενος οὖν τοῦ εἰσελθεῖν καὶ
ἀρπάσαι σὺν τοῖς σὺν ἐμοί, ἔασα αὐτὸν νεκρὸν καταλείψας». - Ὁ δ’ ἄλλος εἶπεν· «Ἐγὼ
τοῦτον ἐπάταξα πρῶτον». – Τὸτε ὁ τύραννος στείλας καὶ τοὺς δύο, ἐνετείλατο
φέρειν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ· οἱ δὲ ταχυδρομήσαντες εὗρον καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ
τεμόντες, παρέστησαν τῷ ἡγεμόνι. Ὁ δὲ τύραννος ἔφη πρὸς τὸν μέγα δοῦκα· «Εἰπέ
μοι τὸ ἀληθές, εἰ ἡ κεφαλὴ αὕτη ἐστὶ τοῦ βασιλέως σου». Τότε καταστοχασάμενος αὐτὴν
εἴρηκεν· «Ἐκείνου ἐστί, κύριε». – Εἷδον οὖν αὐτὴν καὶ ἕτεροι καὶ ἐγνώρισαν.
Τότε προσήλωσαν αὐτὴν ἐν τῷ κίονι τοῦ Αὐγουσταίου καὶ ἵστατο ἕως ἑσπέρας. Μετὰ
δὲ ταῦτα ἐκδείρας καὶ ἀχύροις τὸ δέρμα στοιβάσας, ἔπεμψε πανταχοῦ δεικνύων τὸ τῆς
νίκης σύμβολον, τῷ τῶν Περσῶν ἀρχηγῷ καὶ τῶν Ἀράβων καὶ τοῖς ἄλλοις
Τούρκοις.
XL 3. (Ο τύραννος)
βγαίνοντας από το βωμό (της Αγίας Σοφίας) ζήτησε το μέγα δούκα κι αμέσως τον
έφεραν μπροστά του. Αφού πλησίασε και προσκύνησε τον ρώτησε: "Κάνατε καλά
που δε μου παραδώσατε την πόλη; Κοίτα τι ζημιά έγινε, πόσος όλεθρος, πόση
αιχμαλωσία". Κι ο δούκας αποκρίθηκε: "Κύριε, δεν είχαμε εμείς τόση
εξουσία να σου παραδώσουμε την Πόλη, ούτε ο ίδιος ο βασιλιάς· άλλωστε κάποιοι
από τους δικούς σου ενδυνάμωναν το βασιλιά με γραπτές επιστολές, λέγοντας:
"Μη φοβάστε, δε θα σας νικήσει".
Ο τύραννος θεώρησε
υπεύθυνο για τούτο το Χαλίλ πασά, εναντίον του οποίου έτρεφε θυμό. Τότε,
ακούγοντας το όνομα του βασιλιά, ρώτησε αν ο βασιλιάς απέδρασε μαζί με τα πλοία
και ο δούκας αποκρίθηκε ότι δεν ήξερε, γιατί ο ίδιος βρισκόταν στη Βασιλική
Πύλη τότε, όταν οι Τούρκοι μπαίνοντας από την Πύλη του Χαρσού, συνάντησαν το
βασιλιά. Δυο νέοι πετάχτηκαν από τον πλήθος του στρατού κι ο ένας απ' αυτούς
είπε στον τύραννο: "Κύριε, εγώ τον σκότωσα· επειδή όμως βιαζόμουνα να μπω
μέσα και να αρπάξω μαζί με τους συντρόφους μου, τον εγκατέλειψα νεκρό". Κι
ο άλλος είπε: "Εγώ πρώτος τον χτύπησα:. Τότε ο τύραννος τους έστειλε και
τους δύο και τους διέταξε να του φέρουν το κεφάλι του. Κι εκείνοι έτρεξαν
γρήγορα, βρήκαν το βασιλιά, κι αφού έκοψαν το κεφάλι του το έφεραν μπροστά στον
ηγεμόνα. Κι ο τύραννος είπε προς το μέγα δούκα: "Πες μου την αλήθεια, αν
αυτό είναι το κεφάλι του βασιλιά σου". Τότε αυτός, αφού το περιεργάστηκε
καλά, είπε: "Εκείνου είναι, κύριε". Το είδαν κι άλλοι και το
αναγνώρισαν. Τότε το έστησαν σ' ένα κίονα του Αυγουσταίου ως το βράδυ. Μετά, το
έγδαρε κι αφού το παραγέμισε με άχυρο, το έστειλε παντού, δείχνοντας το σύμβολο
της νίκης του, στον αρχηγό των Περσών και των Αράβων και στους υπόλοιπους
Τούρκους.
4. Άλλοι πάλι λένε
ότι ο δούκας βρισκόταν μαζί με τον Ορχάν στον πύργο του κάστρου των Φράγκων και
πως εκεί παραδόθηκαν στους Τούρκους, βλέποντας πως δεν ήταν πλέον δυνατό ν'
αντισταθούν. Μαζί με το δούκα βρίσκονταν εκεί και πολλοί ευγενείς. Ο Ορχάν
ζήτησε από κάποιο μοναχό τα ράσα του κι, αφού τα φόρεσε, έδωσε στο μοναχό τα
δικά του ρούχα και στη συνέχεια έφυγε από μια θυρίδα για τοξότες, κάτω από τη
γη, και βρέθηκε έξω από την πόλη. Τον συνέλαβαν όμως οι ναύτες κι αφού τον
έδεσαν τον έβαλαν μέσα στο πλοίο μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους. Παραδόθηκαν
κι αυτοί που βρίσκονταν στον πύργο και βρέθηκαν μέσα στο πλοίο. Τότε, ένας από
τους Ρωμιούς αιχμαλώτους, παζαρεύοντας την ελευθερία του, είπε στον καπετάνιο:
"Αν με ελευθερώσεις σήμερα, θα σου παραδώσω τον Ορχάν μαζί με το μέγα
δούκα". Τ' άκουσε ο καπετάνιος και του ορκίστηκε ότι θα τον ελευθερώσει.
Κι αυτός του έδειξε το μαυροντυμένο Ορχάνη κι εκείνος, όταν εξακρίβωσε ότι
όντως αυτός ήταν, του έκοψε το κεφάλι. Παίρνοντας το μέγα δούκα και το κεφάλι
του Ορχάν πήγε στον ηγεμόνα στο Κοσμίδιο. Εκείνος ευεργέτησε τον καπετάνιο
δίνοντάς του πλούσια δώρα και τον έδιωξε. Το μέγα δούκα τον διέταξε να καθίσει
και τον παρηγόρησε και διέταξε να διαλαληθεί στο φουσάτο και στα πλοία για τα
παιδιά και τη γυναίκα του. Αμέσως μεταφέρθηκαν μπροστά του. Τότε ο ηγεμόνας
έδωσε χίλια άσπρα για τον καθένα, τους έστειλε στο σπίτι του και το μέγα δούκα,
αφού τον ενθάρρυνε και τον παρηγόρησε πολύ, του είπε ότι: "Σκοπεύω να σου
αναθέσω τη διοίκηση αυτής της πόλης. Θα αποκτήσεις μεγαλύτερη δόξα απ' αυτή που
είχες στον καιρό του βασιλιά. Μη στενοχωριέσαι". Αυτός αφού τον
ευχαρίστησε και φίλησε το χέρι του, έφυγε για το σπίτι του. Ο τύραννος
κατέγραψε τα ονόματα των ευγενών που διέπρεψαν στο παλάτι ως αξιωματούχοι.
Ύστερα τους συγκέντρωσε από τα πλοία και το στρατόπεδο και τους εξαγόρασε
όλους, δίνοντας στους Τούρκους χίλια άσπρα για το καθένα τους.
7. Και λέει (ο
δούκας) στο δήμιο: "Κάνε αυτό που σε διέταξαν, αρχίζοντας από τους νέους.
Υπάκουσε ο δήμιος και έκοψε τα κεφάλια των νέων κι ο μέγας δούκας στεκόταν και
έλεγε το "Ευχαριστώ σοι Κύριε" και το "Δίκαιος ει, Κύριε".
Τότε είπε στο δήμιο: "Αδελφέ, δώσ' μου λίγη ώρα να να μπω και να
προσευχηθώ. Βρισκόταν σ' εκείνο τον τόπο ένα μικρός ναός. Κι αυτός τον άφησε
και μπήκε και προσευχήθηκε. Τότε, βγαίνοντας από την πύλη του ναού, ήταν εκεί
τα σώματα των παιδιών του που ακόμα σπάραζαν, κι αφού δοξολόγησε το Θεό του
έκοψαν το κεφάλι. Πήρε ο δήμιος τα κεφάλια και πήγε στο συμπόσιο, εμφανίζοντάς
τα στο αιμοβόρο θηρίο· τα σώματά τους τα παράτησε εκεί γυμνά και άταφα.
8. Παρόμοια, όσους
από τους ευγενείς και τους αξιωματούχους του παλατιού είχε εξαγοράσει, όλους,
αφού έστειλε το δήμιο, τους κατέσφαξε· διάλεξε μάλιστα τις γυναίκες και τα
παιδιά τους, τα όμορφα κορίτσια και τα ευειδή αγόρια και τα παρέδωσε στον
αρχιευνούχο να τα επιβλέπει. Τους υπόλοιπους αιχμαλώτους τους παρέδωσε να τους
φροντίζουν άλλοι, μέχρι να πάνε στη Βαβυλώνα, στην Αδριανούπολη.
9. Καὶ ἦν ἰδεῖν
τὴν ἅπασαν Πόλιν ἐν ταῖς σκηναῖς τοῦ φωσάτου, τὴν δὲ πόλιν ἔρημον, νεκρὰν
κειμένην, γυμνήν, ἄφωνον, μὴ ἔχουσαν εἶδος οὐδὲ κάλλος.
9. Κι έβλεπες
όλη την Πόλη να βρίσκεται στις σκηνές του στρατοπέδου, την πόλη έρημη,
ξαπλωμένη νεκρή, γυμνή, άφωνη, παραμορφωμένη, άσχημη.
Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’
ο Παλαιολόγος ή Κωνσταντίνος Δραγάσης (9 Φεβρουαρίου 1404 - 29 Μαΐου 1453 (49
ετών) ) ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1449
ως το 1453.
Γιος τού
αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου (1391-1425) από την Ελένη Δραγάτση (Jelena
Dragaš), κόρη του Σέρβου άρχοντα των Σερρών[1], και νεότερος αδελφός τού αυτοκράτορα
Ιωάννη Η' Παλαιολόγου (1425-1448). Γεννήθηκε το 1404. Όταν ήταν ακόμη νεαρός, ο
πατέρας του Μανουήλ του είχε αναθέσει τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου.
Ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1427 όπου ανέλαβε της δεσποτεία της Βοστίτσας
(σημερινού Αιγίου), και τελικά με τους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν
τη διοίκηση τού Δεσποτάτου του Μυστρά και ολοκλήρωσαν την ανάκτηση των
φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η παραμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο
δημιουργούσε οπωσδήποτε προβλήματα, οπότε ο Κωνσταντίνος πήγε στην
Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε από τον Σεπτέμβριο τού 1435 ως τον Ιούνιο τού
1436, για να συζητήσει σχετικά θέματα με τον αυτοκράτορα. Στο διάστημα
1435-1441 μετέβη στην Ιταλία, όπου μετείχε στις επιτροπές των Βυζαντινών, που
προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών (Ορθοδόξων-Καθολικών). Η ρήξη
με τον αδελφό του Θεόδωρο προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις και χρειάστηκαν
σύντονες προσπάθειες για να επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία και συνδιαλλαγή. Η
διοίκηση του δεσποτάτου αναλήφθηκε από τον Θεόδωρο και τον Θωμά, ο δε
Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπαρασταθεί στις
προσπάθειες τού Ιωάννη Η'.
Αντικατέστησε τον
αυτοκράτορα κατά την περίοδο τής μετάβασης του στη Δύση για τη συμμετοχή στη
Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 - 1 Φεβρουαρίου 1440), ενώ μετά
την άφιξη τού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος επίστρεψε και
πάλι στην Πελοπόννησο. Η στάση τού Δημητρίου Παλαιολόγου, που υποστηρίχθηκε οπό
τους Τούρκους, ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να σπεύσει και πάλι στην
Κωνσταντινούπολη (1442-1443), για να ενισχύσει τις δυνάμεις τού αυτοκράτορα.
Τον Οκτώβριο του
1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά και αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και
στρατιωτική αναδιοργάνωση τού δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της
άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του
Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου, και επέκτεινε το δεσποτάτο του
κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β' οργάνωσε μια μεγάλη
εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και
την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου
υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο.
Μετά τον θάνατο τού
Ιωάννη Η', στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) και πήγε στην
Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής
αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον
εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των
οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα
αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας τής πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και
στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον
διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στη εξουσία τού φιλόδοξου
σουλτάνου Μωάμεθ Β' (1451) έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την
Κωνσταντινούπολη. Η ανέγερση στον Βόσπορο τού υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και
οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων, συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση
τής πρωτεύουσας τής αυτοκρατορίας.
Οι εκκλήσεις τού
Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονταν με περίεργη
αδιαφορία. Ο Πελοποννήσιος καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας
Ισίδωρος, που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με ελάχιστες δυνάμεις, δεν μπορούσε
να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι,
από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, ήταν πολύ
λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού
στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την
απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα
εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά
από την ξηρά (υπερνεώλκηση) περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον
Κεράτιο κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική (22-23 Απριλίου 1453).
Στις 28 Μαΐου, ο
Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο
Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στον ναό της Αγίας Σοφίας,
ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης
επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των
απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη
υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με στο πλευρό των
στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη το πρωί της
29ης Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στον αλλόθρησκο κατακτητή και
έγινε πηγή θρύλων και παραδόσεων στη μνήμη τού λαού.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’
υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο οποίος με το φρόνημα και την
αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης. Ο αυλικός του
Γεώργιος Φραντζής διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού
αυτοκράτορα:
«Ο
βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα, είπε
λόγον λύπης άξιον "ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου
απ΄ εμού;" ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. τότε εις των Τούρκων δους αυτώ
κατά πρόσωπον και πλήξας, και αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο' των όπισθεν
δ΄ετέρος καιρίαν δους πληγήν, έπεσε κατά γης' ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς
εστιν, αλλ΄ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».
Σημειώσεις
Πρώτη δημοσίευση:
Πρακτικά τού Έκτακτου Πνευματικού Συμποσίου (Σπάρτη -Μυστράς 27-29 Μαΐου 1988),
Από την φωτεινή κληρονομιά τού Μυστρά στην Τουρκοκρατία, Αθήναι 1990, σ.
263-272 (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 16) (= στα γερμανικά με ασήμαντες διαφορές:
Dona Folcloristica, Festgabe fur Lutz Rohrich zu seiner Emeritierung 3, 1990.o.
77-85 [Beitrage zur Europaischen Ethnologie und Folklore, Rei-ne B:
Tagungsberichte und Materialien]).
1. Ν. Γ. Πολίτου,
Παραδόσεις 1, σ. 22, άρ. 33 και 2, ο. 658-674, όπου εκτενή σχόλια για την
παράδοση.
2. Βλ. πρόχειρα Ν.
Γ. Πολίτου, ο.π, σ. 662.
3. Θράκη,
Γκριτζάν-Ασάρ της περιοχής Κομοτηνής. Βλ. Στίλπ. Π. Κυριακίδου , θρακικαί
παραδόσεις, Ημερολ. Μεγάλ. Ελλάδος 1922, σ. 251.
4. Θράκη, Μάδυτος,
Αρχ. θρακ. Λαογρ. Γλωσσ. θησαυροί 3 (1936-37), σ. 117-118. Βλ. και Andre Mazon
, Contes Slaves de la Macedoine sud-occidentale, Paris 1923, σ. 87, 17 και σ.
182 (Μακεδονία, περιοχή Φλώρινας). Κατά την παραλλαγή αυτή ειδικώτερα ο Άγγελος
Κυρίου παρακαλεί τρεις φορές τον Κωνσταντίνον να πάρη το ξύλινο σπαθί, αν ήθελε
να κράτηση το βασίλειό του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προτρέπει τον Άγγελο να δώση
το σπαθί στον Τούρκο. Πρβλ. σχετικά και Στίλπωνα Κυριακίδη , Λαογραφία 8
(1921-25), σ. 604.
5. Θράκη,
Καστανιές, θρακικά 7 (1936), σ. 235.
6. Πόντος
(πρόσφυγες της περιοχής Κάρς). Σάββα Π. Παπαδοπούλου, Παραδόοεις-θρύλοι
περιοχής Κάρς, Αρχείον Πόντου 42 (1988-89), σ. 114, άρ. 14. Όπως αναφέρει ο
συγγρ., οι παραδόσεις που δημοσιεύει έχουν καταγραφή κατά τη χρονική περίοδο
1963-88, η δε παράδοση που μας απασχολεί, που την επιγράφει «Το σπαθίν», είναι
σύνθεση δύο διηγήσεων.
7. Δωδεκάνησος,
Κάλυμνος. Γιάννη Ζερβού, Παραδόσεις - Ιστορικά χαραμυθολογήματα [κλπ.], Δωδεκ.
Αρχείον 3 (1958), σ. 240.
8. Σάμος,
Παλαιόκαστρον. Στεφ.Ημέλλου, Έκθεση λαογραφικής αποστολής εις Σάμον (13 Ιουλ. -
14 Αύγ. 1964), Επετ. Λαογρ. Αρχείου 17 (1965), σ. 194-195. Εδώ αναφέρονται και
μερικές ακόμη από τις παραδόσεις για το ξύλινο σπαθί που εξετάζονται.
9. Ο.π.,σ. 195.
10. Σέριφος. ΚΛ,
χφ. 3190, σ. 38 (1967, Συλλ. Στεφ.Ημέλλου), πρβλ. Στέφ. Ήμελλον, Παρατηρήσεις
εξ επιτόπιου ερεύνης εις τον λαϊκόν πολιτισμόν των Νοτίων Κυκλάδων, Αθήναι
1974, σ. 41.
11. «Παραπόρτιον
εν... το δέ όνομα της κουφής εκείνης πύλης εκαλείτο ποτε Κερκόπορτα» Δούκας 39,
4 (Pertusi, σ. 168-170. 6λ. σχετικά και σ. 454, σημ. 12). Πρβλ. Γουσταύου
Σλουμβερζέ, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της
Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (μετάφρ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, εν
Αθήναις 1914), σ. 336, Ξ. Α. Σιδερίδου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου θάνατος, τάφος
και σπάθη, περιοδ. Μελέτη 2. 1908, ο. 65-66 κ.α.
12. Για την οποία
βλ: Η αναβίωση των τηγανισμένων ψαριών κατά την άλωση της Πόλης, ανωτέρω άρ. 2.
σ. 29 κέξ., όπου και η προηγούμενη βιβλιογραφία.
13. Βλ. σχετικά
Σπυρ. Π. Λάμπρου, Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ως σύζυγος εν τη ιστορία και τοις
θρύλοις, Νέος Ελληνομνήμων 4 (1907). σσ. 417-466 και ιδίως σ. 429 κέξ., όπου και
η παλαιότερη βιβλιογραφία, πρόσθ. και Νίκου Α. Βέη, Περί του ιστορημένου
χρησμολογίου, σ. 32ιδ' - 32ιζ', Γεωργίου θ. Ζώρα, Η άλωσις της
Κωνσταντινουπόλεως και η βασιλεία Μωάμεθ Β' τού κατακτητού κατά τον ανέκδοτον
ελληνικόν Βαρβερινόν κώδικα 111 της Βατικανής βιβλιοθήκης 1952, σ. 29-30
(ανατύπωσις εκ του KB' τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών)
(= τού ίδιου , Αι τελευταίοι στιγμαί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του
Μωάμεθ του κατακτητού (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111], Περί την
άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1959, σ.130-131).
14. Βλ. π.χ.:
Δούκας 39, 13 (Pertusi 2, σ. 176) που αναφέρει ότι κατά την τελευταία του
στιγμή ο Κωνσταντίνος πολεμούσε «ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα». Βλ. και
Σιδερίδη , ο.π., σ. 66 κ.α. passim, Νίκου Α. Βέη, Περί του ιστορημένου
χρησμολογίου, σ. 32 κβ' κέξ.
15. Βλ. Σιδερίδη,
ο.π., σ. 70 κέξ., Βέη,ο.π., Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις 2, ο.π., σ. 660-661, όπου
και βιβλιογραφία.
16. Σύμφωνα με
χρησμό που αναφέρει ο Δούκας(39, 18, Pertusi, σ. 180) μετά την εκπολιόρχηση της
Κωνσταντινουπόλεως και την παράδοση της στους Τούρκους «καταβάς άγγελος φέρων
ρομφαίαν παραδώσει την βασιλείαν συν τη ρομφαία ανωνύμω τινί ανδρί ευρεθέντι
τότε εν τω χίονι ισταμένω, λίαν απερίττω και πενιχρώ, και έρει αυτώ» «Λαβέ την
ρομφαίαν ταύτην και εκδίκησον τον λαόν τού Κυρίου». Τότε τροπήν ίξονται οι
Τούρκοι και οι Ρωμαίοι καταδιώξουσιν αυτούς κόπτοντες και εξελάσουσιν και εκ
της Πόλεως...», πρβλ. Χαλκοκονδύλης 8, 275-280 (Pertusi 2, σ. 216) και Nicolo
Barbaro (Pertusi 1, σ. 357, σημ. 89). Βλ. και Ν. Γ. Πολίτου , Δημώδεις δοξασίαι
περί αποκαταστάσεως του ελληνικού έθνους. Λαογραφικά Σύμμεικτα I, 1920, σ. 16,
του ίδιου , Παραδόσεις, 2, σ. 659. Πρβλ. ανάλογα από την χριστιανική γραμματεία
που σχετίζονται όμως με το ξύλο τού Σταυρού (= σταυρό τού Χριστού): «ώσπερ δια
ξύλου (ένν. της γνώσεως, του δένδρου της ζωής του Παραδείσου) η παράδοσις (ένν.
των Πρωτοπλάστων) ούτω δια ξύλου (ένν. τού Σταυρού) η σωτηρία»˙ «ο Αδάμ δια τού
ξύλου της βρώσεως κατεκρίθη και ο νέος Αδάμ ο Χριστός ο θεός δια τού ξύλου τού
σταυρού ημάς ενίσχυσεν» κ.α. (βλ. πρόχειρα Ν. Β. Τωμαδάκη, Αποθησαυρίσματα, 10,
Το ξύλον, Αθηνά 70 (1968), σ. 4, πρβλ. και σ. 7).
17. Βλ. Ν. Γ.
Πολίτου , Παραδόσεις 2, σ. 683. Εννοείται ότι το σπαθί είναι το κύριο όπλο με
το οποίο επιδεικνύει κανείς την ανδρεία του, στο οποίο ορκίζεται κτλ. (βλ.
πρόχειρα Ζω ρα, ο.π., σ. 25 (247-348), 27 (394), 29 (566-567). Εξ άλλου ο ίδιος
ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σε διάφορες γνωστές μέχρι σήμερα εικόνες του, που
όμως δεν είναι γνήσιες, παριστάνεται με ξίφος (βλ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, Αι εικόνες
Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, Νέος Ελληνομνήμων 3 (1906), σ. 229 κέξ., 239).
18. Πρβλ. το
σατιρικό τραγούδι για τον Κεφαλλονίτη, που φορούσε βρακί από τσουβάλι, γελέκο
από στουπί και ψάθινο καπέλο και ξύλινο σπαθί (ΚΛ, κφ. 475, σ. 9, Σπέτσες 1922)
η... βούρλινο σπαθί (ο.π., χφ. 1460, Αθήναι).
19. Jean Ρίο,
Νεοελληνικά παραμύθια, Copenhague 1879, σ. 131-132.
20. Γεωργ. Α.
Μέγα, Καλλιμάχου και Χρυσορρόης υπόθεσις, Λαογραφία 25 (1967), σ. 241.
21. Ο.π., πρβλ.
και Τωμαδάκη, ο.π., σ. 25. Η χρησιμοποίηση τού όρου ξύλον επί ξύλινου όπλου,
δηλ. ροπάλου από ξύλο, είναι μόνο ποιητική (Ο. Σολωμός, βλ. Τωμαδάκη , ο.π., σ.
15-16).
22. Στίλπωνος Π.
Κυριακίδου, ο.π., βλ. και Κυριακίδη, στη Λαογραφία 8 (1921-25), σ. 604.
23. Πρβλ. τον
χρησμό που μνημονεύει ο ιστορικός Δούκας (άνωτ., σ. 56, σημ. 16). Βλ.
περισσότερα με σχετικές παραπομπές στα κείμενα: Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις 2, σ.
664 κέξ., Νίκου Α . Βέη, Περί του ιστορημένου χρησμολογίου, σ. 32 κθ' κέξ.
24. Ο.π.
25. Νίκου Α. Β έη
, Περί τού ιστορημένου χρησμολογίου. σ. 32 λς'. Εξ άλλου η επιβίωση των χρησμών
για τον τελευταίο Παλαιολόγο υπήρξε μέχρι σήμερα ισχυρή (ο.π., σ. 3).
26. Βλ. Ελληνικά
Δημοτικά Τραγούδια (εκλογή), εν Αθήναις 1962, σ. 123-124 (Ακαδημία Αθηνών,
Δημοσιεύματα του Λαογραφικού Αρχείου, αριθμ. 7) και ανωτέρω, σ. 18, όπου
εκτενέστερος λόγος για το θέμα.
Πηγές
Γεωργίου Φραντζή,
Χρονικόν, Ελληνικό Αρχείο
"Χρονικό της
πολιορκίας",Νικολό Μπαρμπάρο
Μιχαήλ Δούκας ,
Βυζαντινοτουρκική ιστορία
ΤΑ ΝΕΑ
Εγκόλπιον
Wikipedia
users.gr/Ellinikos
Politismos
Γενική
Βιβλιογραφία:
Ιστορία Ελληνικού
Έθνους
V.Grecu, Georgius
Sphrantzes, Τα καθ' εαυτόν 1401-1477,In anexa, Pseudo-Phrantzes: Macarii
Meliseni, Chronicon 1258-1481, ss.149-591, Βουκουρέστι, 1966.
Ο Γεώργιος
Σφραντζής έγραψε Χρονικό σε δυο μορφές: Το χρονικό Minus (σε συνοπτική μορφή)
και το χρονικό Majus (σε εκτεταμένη μορφή). Πρόκειται για αξιόπιστη πηγή για
την Αλωση και τα γεγονότα πριν και μετά την Αλωση.
I. I. Sreznevskij,
"Povest o Caregrade" [Αφήγηση για την Κωνσταντινούπολη], Ucenije
zapiski vtorogo otdelenija Akademii Nauk [Πρακτικά του Β' συνεδρίου της
Ακαδημίας επιστημών],
1. ΙΙΙ, Αγία
Πετρούπολη, 1854. Πρόκειται για τη μαρτυρία του Nestor Iskander, ενός Ρώσου που
έλαβε μέρος στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης με το μέρος των Οθωμανών
Τούρκων.
Περιοδικό:
Στρατιωτική Ιστορία, Η άλωση της Κωνσταντινούπολης,
σειρά: Μεγάλες
μάχες * Αγία Σοφία, το σύμβολο της ορθοδοξίας
E.Darko, Laonici
Chalococandylae historiumdemonstrationes 1-2, Βουδαπέστη, 1922-1927 και στην
Patrologia Graeca, τομ.159, σσ.13-556.
Ο Λαόνικος
Χαλκοκονδύλης έγραψε την Απόδειξη ιστοριών. Αν και δεν ήταν παρών στην Αλωση
της Κωνσταντινούπολης, ωστόσο αποτελεί σημαντική πηγή για τα τελευταία χρόνια
του Βυζαντίου.
Γ.Θ Ζώρας, Χρονικόν
περί των Τούρκων Σουλτάνων (κατά Βαρβερινόν Ελληνικόν κώδικα 111), Αθήνα, 1958.
Ο Βαρβερινός κώδικας είναι ανώνυμο χρονικό του 16ου αι., ακέφαλο και ελλιπές
που διαπραγματεύεται τα γεγονότα των ετών 1373-1512. Είναι αξιόπιστη και
ακριβής πηγή.
http://thehistoryofgreece.blogspot.gr/p/4.html
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου