ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Τό χρονικό της δεύτερης άλωσης


Περ τς λώσεως τς Βασιλίδος τν πόλεων, πόλης Κωνσταντινούπολης

Καθηγητής Ν. Τωμαδάκης

Οκτώβριος 1448


Πεθαίνει ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄Παλαιολόγος

6 Ιανουαρίου 1449


Στέφεται στο Μυστρά ο αδελφός του Κωνσταντίνος, δεσπότης του Μορέως και γίνεται δεκτός “παρά πάντων ασπασίως” στην Κωνσταντινούπολη.


Χειμώνας 1451


Πεθαίνει ο τούρκος σουλτάνος Μουράτ Β΄. Διάδοχος του ανακηρύσσεται στην Αδριανούπολη ο γιος του Μωάμεθ (Μεχεμέτ, Μεχμέτης των βυζαντινών πηγών).Οι επαφές Βυζαντίου και Δύσης δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Ανανεώνεται η συνθήκη ειρήνης της Τουρκίας με τη Βενετία και τον Ιωάννη Ουνυάδη της Ουγγαρίας.

Μάρτιος – τέλη Αυγούστου 1452


Στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου χτίζεται το φρούριο Ρούμελη Χισάρ (ελληνιστί κεφαλοκόπτης) το οποίο αποκαλύπτει τις κατακτητικές βλέψεις του Μωάμεθ. Η δίοδος ελέγχεται πλέον απόλυτα από τους Τούρκους.

Ιούνιος /Ιούλιος 1452


Λεηλασίες των Τούρκων στον ευρύτερο χώρο του νέου φρουρίου αναγκάζουν τον Κωνσταντίνο να κλείσει τις θύρες της Πόλης.

Φθινόπωρο 1452


Οι Οθωμανοί επιτίθενται στο Δεσποτάτο του Μορέως. “Τεχνίτης δοκιμώτατος” αναλαμβάνει να κατασκευάσει για λογαριασμό των Τούρκων τεράστιο κανόνι αποτελεσματικό για τα τείχη της Βασιλεύουσας “χωνείαν μεγάλην πέτραν φέρουσαν υπεμεγέθη”.

Νοέμβριος -Δεκέμβριος 1452

Ενεργοποιούνται στοιχειωδώς η Βενετία και η Γένοβα μετά από σειρά τουρκικών προκλήσεων απέναντι σε πολίτες τους. Στις 12 Δεκεμβρίου ο Κωνσταντίνος κηρύσσει την ένωση των εκκλησιών σε κοινή λειτουργία. Οι Κωνσταντινουπολίτες ετοιμάζονται για πολιορκία επισκευάζοντας τα τείχη στη γη και στη θάλασσα. Οχυρώνουν τον Κεράτιο με τεράστια αλυσίδα. Συλλέγουν χρήματα και τροφές ενώ απευθύνουν εκκλήσεις προς τον Πάπα και τους Ιταλούς ηγεμόνες για βοήθεια.

Μέσα Δεκεμβρίου 1452

Αποφασίζεται να παραμείνουν στην Πόλη ενισχύοντας την άμυνα της όσα πλοία έχουν ελλιμενισθεί κατ΄εμπορίαν.

Αρχές Ιανουαρίου 1453

Κινητοποιούνται οι δυνάμεις του Μωάμεθ στην Αδριανούπολη. Δοκιμάζεται το μεγάλο κανόνι.

26 Ιανουαρίου 1453

Φθάνουν στην Πόλη δύο γενουατικά πλοία με περίπου 700 μισθοφόρους υπό τις διαταγές του Giovanni Gioustiniani Longo.

Φεβρουάριος / Μάρτιος 1453


Μεταφέρεται το μεγάλο κανόνι από την Αδριανούπολη, η μπομπάρδα. Σέρνεται από 30 βοιδάμαξες και 500 άνδρες με μηχανικούς. “Τέρας τι φοβερόν και εξαίσιον με ήχο βολής ουρανόβροντον: είναι πράγμα φοβερώτερον ιδείν και ες ακοήν όλων άπιστον τε και δυσπαράδεκτον”. Λέγεται ότι είχε μήκος 8 μέτρα, διάμετρο 75 εκ. και είχε δυνατότητα να εκτοξεύσει βλήμα 544 κιλών. Χρειαζόταν 3 ώρες για να ξαναγεμίσει. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα στο απόσπασμα της Βυζαντινής ιστορίας του Δούκα.

Αρχές Μαρτίου – 6 Απριλίου

Σταδιακή συγκέντρωση του στρατού και αποκλεισμός από ξηράς.

Μέσα – τέλη Μαρτίου


Οι Βυζαντινοί ενισχύουν τα τείχη. Η αντίθεση των ενωτικών και ανθενωτικών παραμένει αισθητή. Ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς είπε: “κρειττότερον εστίν ειδέναι εν μεση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν”. Καθορίζονται οι θέσεις άμυνας. Ο αυτοκράτορας υπερασπίζει την Πύλη του Ρωμανού όπου απέναντι έχει τοποθετηθεί το μεγάλο κανόνι και η σκηνή του Σουλτάνου. Το σύνολο των κατοίκων υπολογίζεται σε 50.000 ενώ οι μάχιμοι σε 5.000 Βυζαντινούς και 2.000 ξένους.

2 Απριλίου

Κλείνει με αλυσίδα η είσοδος του Κεράτιου κόλπου.

5-7 Απριλίου

Έναρξη της πολιορκίας. Πιθανότερος αριθμός τούρκων στρατιωτών 260.000-400.000.

12 Απριλίου

Αρχίζουν συνεχείς κανονιοβολισμοί, ημέρα και νύχτα. Γίνεται σταδιακή επιχωμάτωση της τάφρου. Ανοίγονται υπόγειες διαβάσεις κάτω από τα τείχη. Στις 12 έφθασε και ο τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη απαρτιζόμενος από 400 περίπου πλοία.

13 Απριλίου

Η κυβέρνηση της Γένοβας καλεί εγγράφως τους πολίτες της που βρίσκονται στην Ανατολή να συνδράμουν τον αυτοκράτορα.
18 Απριλίου
2-6 τα ξημερώματα γίνεται η πρώτη απώθηση των Τούρκων στα τείχη.

19 Απριλίου

Ξεκινάει από τη Βενετία γαλέρα με σκοπό να βοηθήσει αλλά να προσεγγίσει μετά τις 20 Μαΐου.

20 Απριλίου


Τρία εμπορικά γενοβέζικα πλοία μετά από τρίωρη μάχη μπαίνουν στον Κεράτιο. Ο Μωάμεθ οργισμένος ορμά έφιππος στη θάλασσα. Διορίζει νέο αρχηγό στόλου.

22 Απριλίου


Ο Μωάμεθ μεταφέρει δια ξηράς τουρκικά πλοία μέσα στον Κεράτιο από ειδική δίολκο. Ο σουλτάνος “την γην εθαλάσσωσε και την ξηράν ως υγράν διαβάς τους Ρωμαίους ηφάνισε”.

1-2 Μαΐου


Συνεχίζονται οι κανονιοβολισμοί. Οι Γενουάτες προδίδουν αμυντικούς σχηματισμούς του Ιουστινιάνη στους Τούρκους. γίνεται πλέον αισθητή η έλλειψη τροφίμων.

12 Μαΐου

Μεγάλη επίθεση με δύναμη 50.000 ανδρών τα μεσάνυκτα. Μεγάλες απώλειες.

15 Μαΐου


Η σύγκλητος της Βενετίας μετά από παπική πρόταση δέχεται να επανδρώσει πέντε πλοία για την ενίσχυση της Πόλης.

19 Μαΐου

Κατασκευάζεται γέφυρα στο μυχό του Κεράτιου από αγγεία που στρώθηκαν με σανίδες.

21 Μαΐου

Ο Κωνσταντίνος αρνείται να παραδώσει την πόλη με αντάλλαγμα την ελευθερία του και την περιουσία του. “Το δε την πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη κοινή γαρ γνώμη άπαντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισθόμεθα της ζωής ημών”.

20-25 Μαΐου

Τα τείχη αποδυναμώνονται από τους κανονιοβολισμούς και τις υπόγειες στοές.

25-26 Μαΐου


Διάφορα δυσοίωνα συμβαίνουν, πέφτει χαλάζι και γίνεται έκλειψη. Προετοιμάζεται η τελική τουρκική επίθεση.

27 Μαΐου


Προετοιμασία του τουρκικού στρατού με νηστεία και προσευχή. Θορυβώδεις νυχτερινοί εορτασμοί ανησυχούν τους πολιορκούμενους.

28 Μαΐου


Ο Μωάμεθ ανακοινώνει τη μεγάλη επίθεση. Υπόσχεται ανταμοιβές στους στρατιώτες ακολουθούν αλλεπάλληλοι κανονιοβολισμοί.

29 Μαΐου

Αρχίζει η μεγάλη επίθεση στις τρεις τη νύχτα με κύριο στόχο την Πύλη του Ρωμανού. Σχεδόν ταυτόχρονα επιτυγχάνεται η διείσδυση των Τούρκων από την Κερκόπορτα και την Πύλη του Χαρισίου. Ο Ιουστινιάνης τραυματίζεται και αποσύρεται με αποτέλεσμα να επικρατήσει χάος. Κοντά στην Πύλη του Ρωμανού σκοτώνεται και ο αυτοκράτορας. Ακολουθούν λεηλασίες και αγριότητες. Διαφεύγουν δεκαέξι πλοία και ελάχιστοι από τους έγκλειστους που κατέγραψαν την Άλωση, ο Γεώργιος Σφραντζής, ο Nicolo Barbaro.
Ο Μωάμεθ εισέρχεται έφιππος στην πόλη και την Αγία Σοφία.

31 Μαΐου


Ο Μωάμεθ διατάσσει τη διακοπή των βιαιοπραγιών, απομακρύνει τους στρατιώτες. “Την δε πόλιν έρημον νεκράν κειμένην, γυμνήν άφωνον μη έχουσαν είδος ουδέ κάλλος”.
Ο Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος ταξίδεψε στη Δύση για να ζητήσει βοήθεια. Ο Benozzo Gozzoli θυμάται την αυτοκρατορική επίσκεψη στη Φλωρεντία στις τοιχογραφίες του Palazzo Medici.
Οι αυτοκράτορες ποτέ δεν σκέφτηκαν να εγκαταλείψουν την Πόλη -έμεναν κλεισμένοι σα σε φυλακή…
Τα ταξίδια των αυτοκρατόρων ήταν αντίθετα στην αξιοπρέπεια του βυζαντινού λαού. Τα αποτελέσματά τους ήταν φτωχά. Προκάλεσαν οίκτο και αδιαφορία στη Δύση, δυσπιστία στο βυζαντινό λαό, εσωτερικές διαμάχες και μίσος για τους δυτικούς.
Ο Μανουήλ ο Β΄ ο Παλαιολόγος είχε ταξιδέψει δια μέσου της Ιταλίας στο Παρίσι και στην Αγγλία. Ο Αδάμ από το Ουσκ που εργαζόταν στην αυλή του Ερρίκου αναρωτιέται πόσο λυπηρό ήταν να αναγκαστεί ο χριστιανός ηγεμόνας να έρθει στα μακρινά δυτικά νησιά για να ζητήσει βοήθεια σωτηρίας και αναφωνεί: “Τι απέγινε Ρώμη, η παλιά σου δόξα;”
Από την άλλη ο Λουκάς Νοταράς αναφωνεί: “Είναι προτιμότερο να δω να κυριαρχεί στην αγορά της Πόλης το φακιόλι των Τούρκων παρά η καλύπτρα των Λατίνων”.

Οι στιγμές της άλωσης

Συμπληρώθηκαν 559 χρόνια από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ας πάμε να θυμηθούμε τις ώρες της άλωσης της Πόλης, όπως ξαναζωντανεύουν, ανάμεσα στην ιστορία και στους θρύλους, στην εξαιρετική περιγραφή του αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ…
Το πρωινό εκείνο της 29ης Μαΐου του 1453 το αποκάλεσαν «μοιραίο». Μετά από 1.129 περίπου χρόνια η αυτοκρατορία που γεννήθηκε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου το 324 μ.Χ., έσβησε ανίσχυρη και παρηκμασμένη επί Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου.
Το αν βέβαια υπήρξε μοιραία η πτώση ή νομοτελειακή είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές. Ωστόσο το σίγουρο είναι ότι τόσο πολύ συντάραξε τον κόσμο το γεγονός αυτό, ώστε δύσκολα συμβιβάστηκε με την ιδέα του. Γι’ αυτό κατέφυγε στους μύθους για τον Κωνσταντίνο που μαρμαρώθηκε και περιμένει να ζωντανέψει ξανά στην απελευθέρωση της Πόλης, για τη Θεία Λειτουργία που έμεινε στη μέση, όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Αγια – Σοφιά, για τα χρυσόψαρα που ζωντάνεψαν την ώρα που ψήνονταν στο τηγάνι, για την Αγία Τράπεζα που βρίσκεται στα νερά του Βοσπόρου και ένα σωρό άλλα…Οι θρύλοι συντηρούσαν την ελπίδα.
Αυτοί οι θρύλοι περιπλεγμένοι με την ιστορία ζωντανεύουν ξανά με τρόπο ιδιαίτερο στο έργο του αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάιχ(1881-1942). Ένα απόσπασμα από την περιγραφή της άλωσης, όπως το έχει περιλάβει στο βιβλίο του «Οι μεγάλες ώρες της ανθρωπότητας», παραθέτουμε στη συνέχεια, για να ανασύρουμε μνήμες, επ’ ευκαιρία της σημερινής ημέρας…
«…Στη μία μετά τα μεσάνυχτα, ο σουλτάνος δίνει το σύνθημα της επίθεσης. Υψώνουν μια γιγάντια σημαία και κραυγάζοντας «Αλλάχ, Αλλάχ, ιλ Αλλάχ» εκατό άνδρες οπλισμένοι, ορμούν προς τα τείχη του Βυζαντίου με σκάλες, σκοινιά και αρπάγες. Χτυπούν τα ταμπούρλα, στριγκλίζουν οι σάλπιγγες, χαλούν τον κόσμο τα κύμβαλα και οι πίπιζες, τα ουρλιαχτά των ανδρών και ο κρότος των κανονιών. Όλα αυτά ξεσπάνε σα θύελλα μανιασμένη.
Οι πρώτες δυνάμεις που ορμούν στα τείχη, αποκρούονται με τρομερές απώλειες. Είναι οι «μπάσι – μπουζούκοι» στρατιώτες άπειροι, που τα μισόγυμνα κορμιά τους παίζουν κατά κάποιο τρόπο το ρόλο βουλώματος στο σχέδιο επίθεσης του σουλτάνου. Η αποστολή τους συνίσταται στο να κουράσουν και να εξασθενίσουν το εχθρό προτού να κάνουν την αποφασιστική εξόρμησή τους τα εκλεκτά στρατεύματα. Οι άνθρωποι αυτοί, που τους έχουν προηγούμενα φανατίσει, τρέχουν με σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, τους γκρεμίζουν, ξανασκαρφαλώνουν ακούραστα γιατί δεν υπάρχει γι’ αυτούς πεδίο υποχώρησης. Πίσω από αυτό το ανθρώπινο κοπάδι που δεν αξίζει τίποτα και είναι προορισμένο να θυσιαστεί, στέκεται ο τακτικός στρατός που τους σπρώχνει ακατάπαυστα στο βέβαιο, σχεδόν θάνατο.
Οι αμυνόμενοι, βρίσκονται πάντοτε σε πλεονεκτική θέση, τα βέλη και οι πέτρες δε μπορούν να κάνουν τίποτα στα θωρακισμένα τους πλευρά. Αλλα τους παραμονεύει ένας τρομερός κίνδυνος : Η κούραση. Και πάνω σ’ αυτό ακριβώς υπολογίζει και ο Μωάμεθ. Πολεμώντας με τις βαρείες πανοπλίες τους στρατεύματα ελαφρά πού τους πιέζουν αδιάκοπα, τρέχοντας ακατάπαυστα απ’ το ένα σημείο της επίθεσης στο άλλο, εξαντλούν μεγάλο μέρος της δύναμής τους σ’ αυτόν το λυσσαλέο αγώνα. Κιόταν ύστερα από δυο ώρες – αρχίζει κι όλας να χαράζει – έρχεται το δεύτερο κύμα εφόδου, οι Ανατολίτες, ο αγώνας γίνεται ακόμα δυσκολότερος.
Αυτοί, είναι στρατεύματα πειθαρχημένα, καλοεκπαιδευμένα και ντυμένοι ομοιόμορφα με προστατευτικές πανοπλίες. Είναι επίσης πολύ περισσότεροι αριθμητικά και τελείως ξεκούραστοι. Παρ’ όλα αυτά οι πολιορκούμενοι τους απέκρουσαν κι’ αυτούς και ο σουλτάνος αναγκάστηκε να χρησιμοποίηση και την εφεδρεία του, τους Γενίτσαρους, που ήταν το ανθός του Οθωμανικού στρατού. Αναλαμβάνει αυτοπροσώπως τη διοίκηση αυτών των δώδεκα χιλιάδων νεαρών και. διαλεγμένων στρατιωτών που είναι ο καλύτερος στρατός πού γνώρισε ή Ευρώπη. Ορμούν με μια κραυγή κατά του εξαντλημένου αντιπάλου.
Είναι καιρός πια να χτυπήσουν οι καμπάνες της πάλης καλώντας στα τείχη κάθε άνθρωπο πού μπορεί να προσφέρει κάτι. Οι ναύτες, παρατάνε τα καράβια τους για να ενισχύσουν τον αριθμό των αμυνομένων, γιατί σε λίγο θ’ αρχίσει ή τελική μάχη.
Κατά κακή τύχη των Βυζαντινών, μια πέτρα βρίσκει, τον αρχηγό των Γενοβέζων, το γενναίο κοντοτιέρο Τζουστινιάνι, που τον παίρνουν πληγωμένο βαριά. Η απουσία του αποθαρρύνει για μια στιγμή τους αμυνόμενους.
Αλλα τώρα, τρέχει και ο ίδιος ο αυτοκράτορας στα τείχη και κατορθώνουν να ανατρέψουν ακόμα μια φορά τις σκάλες : Ή λύσσα των αμυνομένων είναι ισοδύναμη με τη λύσσα των πολιορκητών και για μια στιγμή ή πόλη φαίνεται πώς σώθηκε. Απ’ την απόγνωση της, άντλησε δύναμη κι’ απόκρουσε την πιο αγρία έφοδο. Αλλα τότε, ένα τραγικό ατύχημα, ένα απ’ τα μυστηριώδη εκείνα γεγονότα πού αναπηδούν στις ανεξιχνίαστες βουλές της ιστορίας, κρίνει ξαφνικά την τύχη του Βυζαντίου.
Έχει γίνει κάτι απίστευτο. Πολλοί τούρκοι μπήκαν μέσα στο πρώτο τείχος από ένα ρήγμα πού άνοιξαν σε ένα σημείο εφόδου. Δεν τολμούν να σκαρφαλώσουν στο δεύτερο τείχος. Αλλα, καθώς τριγύριζαν με περιέργεια στον ενδιάμεσο χώρο πού χωρίζει τα δυο τείχη, ανακάλυψαν ότι μια μικρή πορτούλα, η Κερκόπορτα, όπως την έλεγαν , έμενε ανοιχτή. Ήτανε μια μικρή είσοδος για να μπαίνουν μέσα στον καιρό της ειρήνης οι περαστικοί, όταν οι μεγάλες πύλες είχανε κλείσει. Καθώς φαίνεται, επειδή δεν είχε καμία στρατηγική σημασία, ξέχασαν την ύπαρξη της την τελευταία αυτή νύχτα, μέσα στη γενική ταραχή.
Οι τούρκοι τα έχασαν βρίσκοντας ένα τόσο εύκολο πέρασμα καταμεσής στο απροσπέλαστο τείχος και στην αρχή νόμισαν πώς είναι παγίδα και όχι αμέλεια. Πραγματικά, τους φαίνεται απίστευτο να μένει εδώ ορθάνοιχτη ήσυχα – ήσυχα μια πόρτα, τη στιγμή πού γύρω απ’ τις πόρτες, μπροστά στο παραμικρό ρήγμα και στον τελευταίο εξώστη του τείχους, μαζεύονταν εκατοντάδες άνδρες, ρίχνοντας βροχή πάνω στους επιτιθέμενους ακόντια καί βρασμένο λάδι.
Για κάθε ενδεχόμενο, ζητούν αμέσως ενισχύσεις. Ένα τάγμα ξεχύνεται έτσι στους δρόμους της πόλης και ρίχνεται ξαφνικά στα νώτα των ανυποψίαστων υπερασπιστών. Οι έλληνες στρατιώτες, βλέποντας τους τούρκους , μπήγουν τη μοιραία κραυγή: «Πάρθηκε η Πόλη!». «Πάρθηκε η πόλη», κραυγάζουν και οι Τούρκοι, ακόμα δυνατότερα.
Στους πολέμους, ή ψεύτικη είδηση προκαλεί πάντοτε μεγαλύτερες καταστροφές απ΄ τα κανόνια. Καί το νέο τούτο έσπασε κάθε αντίσταση. Οι μισθοφόροι, νομίζοντας πώς προδόθηκαν, εγκαταλείπουν τις θέσεις τους για να; καταφύγουν στο λιμάνι και στα καράβια, όσο είναι καιρός ακόμα. Μάταια ο Κωνσταντίνος, μαζί με μερικούς πιστούς του, ορμάει κατά πάνω στους εισβολείς : Σκοτώνεται σαν άγνωστος, μέσα στη γενική αναστάτωση. Και μόνο την άλλη μέρα θα αναγνωρίσουν το πτώμα του, ανάμεσα σ’ ένα σωρό άλλα, απ’ τα κόκκινα σανδάλια του, πού ήτανε στολισμένα με χρυσό αητό, καί θα καταλάβουν έτσι ότι ο τελευταίος Βυζαντινός αυτοκράτορας έπεσε ένδοξα, σα Ρωμαίος, μαζί με την αυτοκρατορία του. Η Κερκόπορτα, ένα σπυράκι σκόνης, καθάρισε την ιστορία του κόσμου.
Η ιστορία παίζει συχνά με τους αριθμού. Η λεηλασία του Βυζαντίου, έγινε 1000 ακριβώς χρόνια μετά τη μνημειώδη κατάληψη της Ρώμης από τους Βανδάλους. Μόλις νίκησε ο Μωάμεθ, κράτησε το φοβερό όρκο του. Μετά τη σφαγή, αφήνει στη διάκριση των πολεμιστών του τα πάντα: Σπίτια, εκκλησίες, μοναστήρια καί παλάτια, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Χιλιάδες στρατιώτες τρέχουν σα δαίμονες μέσα στους δρόμους, προσπαθώντας να ξεπεράσει ο ένας τον άλλο. Ή πρώτη έφοδος έγινε στις εκκλησίες που ήτανε γεμάτες διαμαντικά καί χρυσά σκεύη. Όταν μπαίνουν μέσα σ’ ένα σπίτι, κρεμάνε το λάβαρο τους στην πόρτα του, για να ειδοποιηθούν οι άλλοι ότι ή λεία του σπιτιού αυτού είναι δική τους. Εκεί μέσα, δε βρίσκουν μόνο στολίδια, υφάσματα καί κάθε είδους κινητά πλούτη. Βρίσκουν επίσης και γυναίκες που θα πουληθούν στα σαράγια, άντρες και παιδιά πού θα πάνε στα σκλαβοπάζαρα.
Με το καμτσίκι, βγάζουν έξω απ’ τις εκκλησιές κοπάδια – κοπάδια τους δυστυχισμένους πού κατέφυγαν εκεί μέσα, σφάζουν τους γέρους — πλάσματα περιττά και στόματα άχρηστα — καί περνούν τους νέους δεμένους σαν κτήνη. Συγχρόνως, καταστρέφουν τα πάντα με λύσσα και ηλιθιότητα. Όλα τα πολύτιμα κειμήλια και τα έργα τέχνης, πού περισώθηκαν απ” τη λεηλασία των σταυροφόρων, εξ ίσου, ίσως,- τρομερή, σπάζονται τώρα, γκρεμίζονται, γίνονται κομμάτια απ’ αυτούς τους παράφρονες. Καταστρέφουν πολύτιμους πίνακες, γκρεμίζουν με σφυριά τα θαυμαστότερα αγάλματα, σκίζουν ή βρωμίζουν τα βιβλία πού θα κληροδοτούσαν στο μέλλον τη σοφία των αιώνων, τον αθάνατο θησαυρό της ελληνικής σκέψης και ποίησης.
Ή ανθρωπότητα δε θα μπόρεση να εκτίμηση ποτέ σε όλη του την έκταση το κακό πού μπήκε απ’ την Κερκόπορτα εκείνη τη μοιραία ώρα, ούτε και το τι έχασε ο κόσμος του πνεύματος με την κατάληψη της Ρώμης, της “Αλεξάνδρειας και του Βυζαντίου.
Ό Μωάμεθ, μόνο το απόγευμα μπήκε στην πόλη, όταν τέλειωσε πια ή σφαγή. Περήφανος και σοβαρός, περνάει καβάλα στο υπέροχο άλογο του μπροστά απ’ τις άγριες σκηνές της λεηλασίας, χωρίς να γυρίσει καθόλου το κεφάλι του, παραμένοντας πιστός στην υπόσχεση του να μη διακόψει το τρομερό έργο των στρατιωτών του, πού του χάρισαν τη νίκη.
Ή πρώτη του πράξη είναι ανιδιοτελής, γιατί τώρα, εκπληρώθηκαν οι πόθοι του: Πορεύεται προς την Αγια- Σοφιά, προς την αστραφτερή καρδιά του Βυζαντίου. Πενήντα μέρες και περισσότερο, Έβλεπε απ’ τη σκηνή του με λαχτάρα, να λάμπει ο σταυρός πάνω στον τρούλο αυτής της εκκλησίας πού θα πέραση τώρα τις πύλες της νικητής. Αλλα συγκρατεί ακόμα μια φορά την ανυπομονησία του: θέλει να ευχαρίστηση πρώτα τον Αλλάχ, πριν του αφιέρωση οριστικά αυτή την εκκλησία. Κατεβαίνει απ’ το άλογο του καί γονατίζει ταπεινά στο έδαφος για να προσευχηθεί. Ύστερα, παίρνει μια χούφτα χώμα καί το ρίχνει στο κεφάλι του για να θυμηθεί πώς είναι κι’ αυτός θνητός και πως δεν πρέπει να υπερηφανεύεται για το θρίαμβο του. Μόνο αφού έδειξε έτσι στο θεό την ταπεινοφροσύνη του ανασήκωσε το κορμί του. Καί ο πρώτος υπηρέτης του Αλλάχ, μπαίνει στη μητρόπολη του Ιουστινιανού, στον ιερό ναό της Σοφίας του Θεού.
Ό Μωάμεθ, κοιτάζει με συγκινημένη περιέργεια το υπέροχο αυτό οικοδόμημα, με τους ψηλούς θόλους με τα αστραφτερά μάρμαρα καί μωσαϊκά, με τις λεπτές κολώνες που φαίνονται σα να ξεπηδάνε στο φως απ’ το σκοτάδι. Νιώθει πώς δεν ανήκει σ’ αυτόν τούτο το υπέροχο παλάτι της προσευχής, αλλά στο θεό. Καλεί αμέσως έναν ιμάμη που ανεβαίνει στον άμβωνα και κηρύσσει τη μουσουλμανική πίστη, ενώ ο ίδιος, με το πρόσωπο γυρισμένο κατά τη Μέκκα, απευθύνει στον Αλλάχ, τον κυρίαρχο του κόσμου, την πρώτη προσευχή που ειπώθηκε γι’ αυτόν μέσα σ’ αύτη τη χριστιανική εκκλησία.
Την άλλη μέρα, οι εργάτες διατάχθηκαν να εξαφανίσουν όλα τα σύμβολα της χριστιανικής πίστης. Καταστρέφουν το ιερό, σοβατίζουν τις θρησκευτικές παραστάσεις που είχανε γίνει με μωσαϊκά, και ο σταυρός πού δέσποζε στην Αγια-Σοφιά, κι άπλωνε χίλια χρόνια τα μπράτσα του για να αγκαλιάσει τον πανανθρώπινο πόνο, γκρεμίζεται με πάταγο.
Ό κρότος πού έκανε πέφτοντας, αντηχεί σε όλη την εκκλησία και πολύ μακρύτερα ακόμα. Με την πτώση του ανατριχιάζει ολόκληρη ή Δύση. Η είδηση αυτή, βρίσκει τρομερή απήχηση στη Ρώμη, στη Γένοβα, στη Βενετία κι εξαπλώνεται σαν απειλητικό μπουμπουνητό πάνω απ’ τη Γαλλία και τη Γερμανία. Η Ευρώπη, βλέπει τρέμοντας πώς με την ενοχή αδιαφορία της, εισέβαλε στο έδαφος της μια δύναμη καταστροφική, μια δύναμη που θα παράλυση την ισχύ της για πολλούς αιώνες.Αλλα στην ιστορία, όπως και στη ζωή των ανθρώπων, ή λύπη δεν επανορθώνει την απώλεια μιας στιγμής και χίλια χρόνια, δε μπορούν να εξαγοράσουν μια ώρα αμέλειας….»Ο Κωνσταντίνος Πα­λαιολόγος έπεσε μαχόμενος ηρω­ικά σαν απλός στρατιώτης. Προηγουμένως είχε απορρίψει πρόταση του Μωάμεθ να πα­ραδώσει την Πόλη με μια περίφημη φράση: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ’ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes