Τετάρτη 1 Μαΐου 2013
Η ΑΓΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ
Η ΑΓΩΝΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ
Του κ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΖΕΠΟΥ, Ομ. Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών-Ακαδημαϊκού
Η ΑΛΩΣΗ της Πόλης στις 29 Μαΐου 1453 υπήρξε το τέρμα της αγωνίας που εγνώρισεν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήδη από αρκετούς αιώνες πριν. Υπήρξεν η κάθαρση του δράματος που επαίχθη εις βάρος της υπερχιλιόχρονης Αυτοκρατορίας με πρωταγωνιστές τους κάθε λογής εχθρούς της σ’ Ανατολή και Δύση. Υπήρξεν ειδικώτερα το θλιβερό τέρμα της αγωνίας που εγνώρισεν η συρρικνωμένη Αυτοκρατορία στα χρόνια του τελευταίου αυτοκράτορος, στα χρόνια του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ του Παλαιολόγου, του ηρωικού αυτού ηγεμόνος, που με τον θάνατο και την θυσία του εσφράγισε το τέλος μιας εποχής δοξασμένης στην μακραίωνα ιστορία του Ελληνισμού.
Στην μακρά και πολύχρονη ιστορία της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία εγνώρισε εχθρούς, που από κάθε της πλευρά, από Βορρά και Νότο και από Ανατολή και Δύση, επροσπάθησαν να την καταλύσουν. Τους εχθρούς όμως αυτούς, εξ αρχής είχεν η Αυτοκρατορία την δύναμη να τους αποκρούση. Και στα χρόνια της δυναστείας των Μακεδόνων, η Αυτοκρατορία είχε φθάσει αναμφισβήτητα στην ακμή της.
Από τον 11ον όμως αιώνα αρχίζουν να φαίνονται τα σημάδια της κάμψεως. Και στην κάμψη αυτή, συνετέλεσαν μεν και λόγοι εσωτερικοί, λόγοι κοινωνικής και οικονομικής δομής, αλλά κυρίως και λόγοι εξωτερικοί, η εμφάνιση των Τούρκων στην Ανατολή και η εισβολή των Φράγκων από τη Δύση.
Επιδρομείς από τον 9ο και από τον 10ον αιώνα, οι Τούρκοι, λαός πολεμικός και θρησκευτικώς φανατισμένος, εκλόνισαν το Βυζαντινό Κράτος από την Ανατολή και διά πυρός και σιδήρου έγιναν κύριοι της Μικράς Ασίας από του 11ου και του 12ου αιώνος. Η μάχη του Ματζικέρτ κατά το 1071 και η μάχη του Μυριοκεφάλου κατά το 1176, ήταν μάχες αιφνιδιασμού και πανικού για τους βυζαντινούς, αλλά και σταθμοί ανεπανόρθωτοι για το κατρακύλισμα της Αυτοκρατορίας προς τον έκτοτε βαθμιαίον αφανισμό της. Από τον 12ον αιώνα, η Μικρά Ασία έπαυσε να είναι ο μεγάλος πνεύμων του Βυζαντινού Κράτους. Και σύντομα, από το 1204, η συμφορά συνεπληρώθη με την εισβολή των Φράγκων από την Δύση, των Φράγκων, που κατέλυσαν την εξουσία του αυτοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη και με σύστημα απογύμνωσαν την άλλοτε πανίσχυρη Αυτοκρατορία από τον κοινωνικό και τον οικονομικό της οπλισμό.
Έτσι, από τον 12ο και από τον 13ον αιώνα αρχίζει η συρρίκνωση και η απαθλίωση της Αυτοκρατορίας. Η συρρίκνωση και απαθλίωση που θα συνεχισθή και μετά την αποχώρηση των Φράγκων από την Πόλη, η οποία θα γνωρίση βέβαια στην συνέχεια μία καινούργια άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών, αλλά ως το τέλος δεν θα παύση να υποφέρη από επιθέσεις εχθρών εξωτερικών, αλλά και από εμφυλίους σπαραγμούς.
Κατά τον 14ον αιώνα το Βυζάντιο είναι ένα κράτος μικρό, με περιορισμένην έκταση και με ισχνά τα οικονομικά μέσα, ένα κράτος, το οποίο για να επιζήση γίνεται αντικείμενο του πολιτικού παιγνιδιού των γειτόνων του. Με τους Σλάβους στην Βαλκανική και με τους Φράγκους σε μεγάλες περιοχές της Ελλάδος και των νήσων, προ παντός όμως με τους Τούρκους στην Καλλίπολη, στο Διδυμότειχο και στην Αδριανούπολη, το Βυζάντιο αισθάνεται αποπνικτική την πίεση των εχθρών του. Και με τα οικονομικά του σχεδόν εκμηδενισμένα, την πολιτική του δύναμη εξουθενωμένη και την διπλωματία του σχεδόν ανίκανη να εύρη εύστοχες λύσεις, αναζητεί συμμάχους παντού, στους Σέρβους και στους Ρώσους, στους Φράγκους και άλλους, με την ελπίδα να σταματήση την τουρκική πλημμυρίδα.
Στις αρχές του μοιραίου 15ου αιώνος, το Βυζάντιο έχει περιορισθή στην μικρά έκταση γύρω από την Πόλη, σ’ ολίγες νήσους στο βόρειο Αιγαίο και στο Δεσποτάτο του Μορέως, όπου έλαμπε ακόμη ζωηρό το φως του βυζαντινού πολιτισμού, φως ελπιδοφόρο για όσους ακόμη πιστεύανε στο θαύμα της σωτηρίας της Αυτοκρατορίας. Ένα θαύμα όμως που εφαίνετο εντελώς απίθανο υπό την πίεση του ορμητικού και πολεμικού λαού των Τούρκων και κάτω από τις αμφιβολίες και τους εκβιασμούς των Φράγκων, που με σκέψη στενόκαρδη δεν έβλεπαν ή δεν ήθελαν να βλέπουν τι θα εσήμαινε και γι’ αυτούς ο αφανισμός του Βυζαντίου.
Όταν, την 31 Οκτωβρίου 1448 απέθνησκεν ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος, το Βυζάντιον ήτο απλή σκιά του άλλοτε ενδόξου Κράτους, - σκιά την οποία εβάρυνε ο όγκος του οργανωμένου στρατού των Τούρκων, που έσφιγγε την Πόλη από παντού και που είχε την δύναμη να αναμιγνύεται ακόμη και στα θέματα διαδοχής του θρόνου.
Όπως μας ιστορεί ο Γεώργιος Σφραντζής, την 6 Δεκεμβρίου απεστάλη ως πρέσβυς «προς τον αμηράν» διά να του αναγγείλη, ότι είχεν αποφασισθή να στεφθή αυτοκράτωρ ο αδελφός του Ιωάννου Κωνσταντίνος. Και ιστορεί ο Σφραντζής: «ως ουν ανήγγειλα αυτά των αμηρά, ακούσας επεκύρωσε και μετά τιμής και δώρων απέπεμψέ με». Ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου είχε κατ’ ουσίαν καταντήσει υποτελής του Τούρκου σουλτάνου. Και ο Τούρκος σουλτάνος όχι μόνον τυπικά αλλά και ουσιαστικά εκηδεμόνευε την ψυχορραγούσα Πόλη.
Την 6 Ιανουαρίου 1449 ο Κωνσταντίνος εστέφετο στον Μυστρά αυτοκράτωρ του Βυζαντίου. Και δύο μήνες αργότερα, την 12 Μαρτίου 1449, έφθανε στην Πόλη επί καταλωνικών τριήρεων ο εστεμμένος βασιλέας με την ακολουθία του. Άρχιζε έκτοτε η τελευταία πράξη του δράματος. Η τελευταία πράξη που διήρκησε κάτι περισσότερο από τέσσερα χρόνια, έως την μοιραία ημέρα της 29 Μαΐου 1453, όταν η Πόλη εχάθη και ο τελευταίος αυτοκράτωρ επλήρωσε με τη θυσία του τον φόρο της μεγάλης τιμής που ώφειλε στην υπερχιλιόχρονη ιστορία του Βυζαντίου.
Η ΠΟΛΗ, η θεοφρούρητη Πόλη, στην οποίαν ερχόταν να βασιλεύση ο Κωνσταντίνος στις 12 Μαρτίου του 1449, δεν ήτο πλέον το περίλαμπρον κόσμημα της Οικουμένης των παλαιών χρόνων της ακμής. Οι ταξιδιώτες που την επεσκέφθησαν στις αρχές του 15ου αιώνος, ή και λίγες δεκαετίες πριν από την άλωση, μας δίνουν ζωντανή την εικόνα της φτώχειας και του ξεπεσμού. Υπάρχουν βέβαια πάντοτε τα μεγαλοπρεπή κτήρια, οι αριστουργηματικοί στην αρχιτεκτονική και στην διακόσμησή τους ναοί, τα απέραντα παλάτια, τα λαμπρά μοναστήρια και τα μεγάλα αρχοντόσπιτα. Όμως πολλά απ’ αυτά φαίνονται εγκαταλειμμένα και παρηκμασμένα και ανάμεσά τους κυκλοφορεί ένας λαός αραιωμένος και πτωχός και κακομεταχειρισμένος από την ηγεσία των «δυνατών», των ισχυρών της φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Η Αυτοκρατορία είχε χάσει τον αναγκαίο ζωτικό της χώρο, οι θαλάσσιες επικοινωνίες της εγίνοντο κυρίως από ξένους, - ξένους, στους οποίους αλόγιστα παρείχοντο κάθε λογής προνόμια, που τελικά υπενόμευαν αυτή την ίδια την υπόσταση του Βυζαντινού Κράτους. Τα οικονομικά δε του Κράτους αυτού ήσαν άθλια, οι φόροι εισεπράττονταν, όταν εισεπράττονταν, με δυσκολία και ο στρατός, - στρατός μισθοφόρων από διάφορα έθνη -, εκακοπληρώνονταν και συχνά απέβαινε απείθαρχος ή και επικίνδυνος.
Η Πόλη, στην οποίαν ερχόταν να βασιλεύση ο Κωνσταντίνος, ήταν λοιπόν μία πόλη παρακμής. Ήταν όμως πάντοτε η μεγάλη και ένδοξη Πόλη με την μακραίωνα ιστορία, με τους θρύλους και με τις ισχυρές καταβολές και παραδόσεις της. Και δεν είναι παράξενο, ότι ακριβώς στην πόλη αυτή της παρακμής ο στοχασμός, η επιστήμη και η τέχνη εύρισκαν έδαφος πρόσφορο για ν’ αναπτύσσονται και για να συνεχίζουν την ελληνίζουσα παράδοση που είχαν σφυρηλατήσει και οι παλαιότεροι αυτοκράτορες, ιδίως όμως και οριστικώς οι Παλαιολόγοι μετά την απελευθέρωση της Πόλης από τους Φράγκους, εκατό πενήντα και περισσότερα χρόνια πριν.
Όταν ο Κωνσταντίνος ερχόταν ως αυτοκράτωρ στην Πόλη, έφερνε μαζί του τα ελληνίζοντα μηνύματα του Δεσποτάτου του Μορηά. Τα μηνύματα όμως αυτά εύρισκαν στην Κωνσταντινούπολη ελληνίζον περιβάλλον και ελληνίζουσα σκέψη και στοχασμό. Και αυτό υπήρξεν η τελευταία μεγάλη προσφορά του Βυζαντίου. Πριν σβήση, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε γίνει από καιρό και οριστικά αυτοκρατορία ελληνική. Και η ελληνική αυτή συνείδηση υπήρξεν η σπίθα που κρατήθηκε άσβεστη επί αιώνες μετά το 1453, για να γίνη φλόγα και φωτιά, όταν εσήμανε η μεγάλη στιγμή του 1821.
Αλλ’ ας γυρίσουμε στον Κωνσταντίνο και στα λίγα χρόνια της βασιλείας του στην Πόλη, πριν από το 1453.
Έξω από τα τείχη της Πόλης ο κλοιός των Τούρκων εγινόταν διαρκώς στενώτερος και ο Μωάμεθ ο Β΄, ο νέος φιλόδοξος σουλτάνος που διαδέχθηκε τον πατέρα του Μουράτ τον Β΄ κατά το 1451, με σύστημα προετοίμαζε τον οριστικό αφανισμό. Εντός όμως των τειχών, παρά την αγωνία και τον φόβο, συνεχιζόταν, όπως και παλαιότερα, η εκλεπτυσμένη συζήτηση επί θρησκευτικών ή φιλοσοφικών θεμάτων, διετηρείτο ο απόηχος της παλαιάς έριδος των Ησυχαστών και των Ζηλωτών και ακούονταν έντονα τα επιχειρήματα των πλατωνικών και των αριστοτελικών. Η Πόλη με τον αραιωμένο της πληθυσμό, αλλά και με ακμαίο το πνεύμα των στοχαζομένων κατοίκων της, εξακολουθούσε να συζητή και να φιλονικεί επί θεμάτων κάθε λογής, στην συζήτηση δε και φιλονικία αυτή οι αντιθέσεις εγίνονταν οξύτατες μεταξύ εκείνων που μπορούσαν να έχουν γνώμη. Στην συζήτηση και την φιλονικία αυτή, η αντίθεση των «ενωτικών» και των «ανθενωτικών» έπαιρνε τις μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι «ενωτικοί», έχοντες επίγνωση της επικειμένης καταστροφής, αναζητούσαν την σωτηρία στην συνεννόηση με την Δύση και με την καθολική Εκκλησία. Και οι «ανθενωτικοί» απέκλειαν κάθε προσέγγιση προς την Δύση και φοβούνταν την συνεννόηση με την καθολικήν Εκκλησία, γιατί επίστευαν, ότι η ανάμιξη της Ορθοδοξίας με τον Καθολικισμό θα οδηγούσε μοιραία στον αφανισμό της ορθοδόξου πίστεως και στην ανανέωση της παρουσίας των απ’ αιώνων μισητών Φράγκων.
Με φανατισμό προβάλλονταν τα επιχειρήματα της κάθε παρατάξεως. Και ο φανατισμός αυτός τρεφόταν βέβαια από το κοινό αίσθημα του φόβου και από συμφέροντα και από υπολογισμούς, στο βάθος όμως τρεφόταν ιδίως από το βαθύ θρησκευτικό αίσθημα, το οποίο στο Βυζάντιο είχε μείνει ακμαίο και με σημασία αποφασιστική μέχρι των τελευταίων ημερών του. Μπορούμε σήμερα να χαρακτηρίζομε προοδευτικούς τους ενωτικούς και συντηρητικούς τους ανθενωτικούς. Στα τελευταία όμως χρόνια του Βυζαντίου, η αντίθεση ενωτικών και ανθενωτικών εσήμαινε τον αγώνα για την διάσωση του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού από την καταστροφή την οποία όλοι προαισθάνονταν. Επίστευαν οι ενωτικοί, ότι με την βοήθεια της Δύσεως και της καθολικής Εκκλησίας θα περισώζονταν και ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός από τον αφανισμό που προετοίμαζε ο άπιστος Τούρκος. Και από την άλλη μεριά οι ανθενωτικοί επίστευαν, ότι ο Ελληνισμός και ο ορθόδοξος Χριστιανισμός θα μπορούσε να περισωθή ακόμη και αν ο Τούρκος κατελάμβανε την Πόλη. Για τους ενωτικούς η σωτηρία έπρεπε να ζητηθή στη Δύση. Για τους ανθενωτικούς η σωτηρία θα ανέβλυζε από την Ανατολή, όπου ο άπιστος κατακτητής δεν θα είχε λόγο ή και συμφέρον να εξαφανίση το Γένος των Ορθοδόξων Ελλήνων. Η ρήση που μας περιέσωσεν ο Δούκας: «κρειττότερον εστι ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν», εξέφραζε όλο τον φανατισμό των ανθενωτικών. Και από την άλλη πλευρά οι συνεχείς συνεννοήσεις των ενωτικών με τη Δύση απεδείκνυαν την ανυποχώρητο εμμονή στην αντίληψη, ότι μόνα τα χριστιανικά κράτη της Δύσεως μπορούσαν να προλάβουν την καταστροφή.
Ενωτικοί και ανθενωτικοί εχώριζαν σε δύο κόσμους τον πληθυσμό της Πόλης. Της Πόλης, στην οποίαν ηγεμόνευεν ο Κωνσταντίνος, βασιλεύς όλων, ενωτικών και ανθενωτικών, αρχηγός δε ενός ολιγαρίθμου στρατού, που απετελείτο από Έλληνες και από ξένους. Βασιλεύς συνετός, γενναίος και αποφασισμένος για όλα, ακμαίος ακόμη σε ηλικία και δοκιμασμένος αγωνιστής και πολεμιστής.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ είχε γεννηθή κατά το έτος 1405 από τον γάμο του Μανουήλ Β΄ του Παλαιολόγου με την σερβικής καταγωγής Ελένη Δράγα, - από το όνομα της οποίας και συχνά αποκλήθηκε Δραγάτσης. Όταν έφθασε σε κάποια ηλικία, ο πατέρας του τού έδωσε ως φέουδο μερικές από τις απομένουσες μικρές πόλεις της Θράκης. Ήλθε κατόπιν στην Πελοπόννησο, όπου, κατά το 1428, ίδρυσε το Δεσποτάτο της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Στον Μυστράν ηγεμόνευε ο αδελφός του Θεόδωρος, στα Καλάβρυτα ο άλλος αδελφός του Θωμάς και στην Πόλη αυτοκράτωρ ήταν ο πρωτότοκος αδελφός του Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος, τον οποίο και ανεπλήρωσε κατά την απουσία του στην Φλωρεντία. Από του 1443, μετά πολλές περιπέτειες και ύστερα από συνεννοήσεις με τους αδελφούς του, ο Κωνσταντίνος γίνεται δεσπότης του Μορέως με έδρα τον Μυστρά. Αγωνίζεται κατά των Τούρκων και κατά των Φράγκων και διακρίνεται για την πολεμική του ανδρεία σε μάχες εντός και εκτός της Πελοποννήσου. Εργάζεται για την προαγωγή της πνευματικής και της καλλιτεχνικής ζωής του Μυστρά, τον οποίο, εμπνεόμενος από την πάντοτε ζωντανή διδασκαλία του Γεωργίου Γεμιστού ή Πλήθωνος και από τις συμβουλές του Βησσαρίωνος, ονειρεύεται να καταστήση εστία Ελληνισμού, ικανή ν’ αντισταθή στην ορμή των Τούρκων. Πιστός δε στην ιδέα της σημασίας των γάμων πολιτικής σκοπιμότητος είχεν ήδη και προ της ελεύσεώς του στον Μυστρά συνάψει δύο γάμους, από τους οποίους όμως γρήγορα εχήρευσε.
Έτσι, την πρώτη φορά, κατά το 1428, όταν ίδρυσε το Δεσποτάτο της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου, νυμφεύεται την Θεοδώρα, ανεψιά του Καρόλου Α΄ του Τόκκου, δεσπότου τότε ακόμη και της Δυτικής Ελλάδος. Με την Θεοδώρα κατοικεί ευτυχής στην Γλαρέντζα και στο Χλεμούτσι. Κατά το 1429 όμως η Θεοδώρα αποθνήσκει, και τον θάνατο της «καλλίστης» αυτής συζύγου, όπως την περιγράφει ο Σφραντζής, θρηνούν όλοι, και ο σύζυγός της Κωνσταντίνος και οι άλλοι «αυτώ οικείοι».
Αργότερα, κατά το 1441, ο Κωνσταντίνος νυμφεύεται για δευτέρα φορά, με την Αικατερίνη Γατελούζαινα, του οίκου των γενουατών Gattilusio της Λέσβου. Αλλά και η δευτέρα αυτή σύζυγος αποθνήσκει κατά το 1443. Ο Κωνσταντίνος απομένει έτσι για δευτέρα φορά χήρος, ύστερα από δύο γάμους ατυχείς, χαρακτηριστικούς όμως για το γεγονός, ότι και οι δύο ήσαν γάμοι με συζύγους λατινικών οικογενειών που είχαν αρκετά χρόνια πριν εγκατασταθή στην ελληνική Ανατολή.
Οι γάμοι Ελλήνων με γυναίκες λατινικών οικογενειών δεν ήσαν και παλαιότερα σπάνιοι. Είχαν όμως γίνει συνηθέστεροι κατά τους χρόνους των τελευταίων Παλαιολόγων. Παρά την αντιπάθεια των Ελλήνων προς τους Λατίνους της Δύσεως, - αντιπάθεια που είχε την ρίζα της στην άδικη εισβολή των σταυροφόρων κατά τον 13ον αιώνα, - οι Έλληνες του 15ου αιώνος δεν απέστεργαν τους γάμους με συζύγους φραγκικής καταγωγής, τις περισσότερες φορές από λόγους πολιτικής σκοπιμότητος. Έλπιζαν έτσι, ότι αποκτούσαν κάποιο έρεισμα στον κόσμο της Δύσεως στον τραχύ αγώνα τους κατά των Τούρκων. Οι λατινικές δε οικογένειες αφθονούσαν ακόμη κατά τον 15ον αιώνα στην ελληνική Ανατολή, όπου εκτός από τους πανταχού παρόντες Ενετούς, οι φλωρεντινοί Ατσαγιόλες ηγεμόνευαν στο Δουκάτο των Αθηνών, οι γενουάτες Γκαττιλούσι στην Λέσβο, πολλοί Ιταλοί στον Μορέα, ανάμεσά τους και οι Τόκκοι, ηγεμόνες της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου. Όλοι αυτοί εζούσαν στην ελληνική Ανατολή και είχαν κοινό με τους Έλληνες τον φόβο του διαρκώς προελαύνοντος Τούρκου κατακτητού. Και κατά τον τρόπο αυτό, Έλληνες και Φράγκοι, παρά την απ’ αιώνων, αντιπάθεια και δυσπιστία τους προς αλλήλους, έστεργαν στην σύναψη συνοικεσίων που, όπως έλπιζαν, εδυνάμωναν την κοινή κατά του κατακτητού αντίσταση.
Στο κλίμα λοιπόν αυτό της ελληνοφραγκικής επιγαμίας δεν ήτο περίεργον ότι και ο Κωνσταντίνος είχεν νυμφευθή δύο φορές, και τις δύο δε φορές με συζύγους Φράγκισσες. Άλλωστε και οι άλλοι αδελφοί του είχαν ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο: ο Ιωάννης Η΄ ο Παλαιολόγος είχε πρώτη σύζυγο, αλλά για λίγο μόνο χρόνο, την άσχημη Σοφία την Μομφερρατική, ο Θωμάς την Αικατερίνη Zaccaria και ο Θεόδωρος, ο μέχρι του 1443 δεσπότης του Μορέως, είχε σύζυγο την περικαλλή Κλεώπα Malatcsta. Και οι γάμοι όλοι αυτοί υπήρξαν ενίοτε γάμοι ευτυχείς, έστω και αν μεταξύ των συζύγων εσοβούσε το παλαιό της ετεροδοξίας μίσος, έστω και αν οι Φράγκισσες αυτές πριγκίπισσες συχνά είχαν να αντιμετωπίσουν την δυσπιστία των βυζαντινών, οι οποίοι στις γυναίκες αυτές έβλεπαν την εισβολή ξένων και μάλιστα ξένων απεχθών, στο σώμα του Ελληνισμού, της Ορθοδοξίας.
Η τελευταία αυτή παρατήρηση είχε συχνά σημασία αποφασιστική για την εκτίμηση των βυζαντινών προς τους ηγεμόνες τους.
Για τον Κωνσταντίνο όμως τα πράγματα υπήρξαν κάπως αλλιώτικα! Είχε βέβαια και αυτός νυμφευθή δύο φορές με συζύγους Φράγκισσες. Ήταν όμως χήρος όταν ηγεμόνευσε στον Μυστρά και χήρος ήταν όταν εστέφθηκε αυτοκράτωρ και έφθασε στην Κωνσταντινούπολη. Κάτι περισσότερο: Όταν, αυτοκράτωρ πλέον στην Πόλη εσκέφθηκε να νυμφευθή για τρίτη φορά, ανέθεσε στον παιδικό του φίλο Γεώργιο Σφραντζή, τον μέγα λογοθέτη, να του εύρη σύζυγο στην Ανατολή. Και ο Σφραντζής διηγείται με πολλή χάρη στο χρονικό του, πώς απεστάλη υπό του Κωνσταντίνου στις αυλές του αυτοκράτορος της Τραπεζούντος και του πρίγκηπος της Ιβηρίας, δηλαδή της Γεωργίας του Καυκάσου, για να εύρη την κατάλληλη νύμφη, ακόμη και πως ο ίδιος εσκέφθηκε ως μελλόνυμφο την χήρα του σουλτάνου Μουτάρ, την ήδη πεντηκοντούτιδα κόρη του δεσπότου της Σερβίας! Και όλα μεν τα σχεδιασθέντα αυτά συνοικέσια τελικά εματαιώθηκαν, διότι είχε πλέον αρχίσει η αδυσώπητη πολιορκία της Πόλης από τον Μωάμεθ. Όμως ο σχεδιασμός των συνοικεσίων αυτών ίσως μαρτυρεί ότι ο Κωνσταντίνος, αυτοκράτωρ πλέον, έστρεφε την σκέψη του και προς την Ανατολή, όπου αναζητούσε σύζυγο, η οποία ασφαλώς δεν θα ερέθιζε την συντηρητική και ανθενωτική Εκκλησία.
Ήταν όμως ο Κωνσταντίνος πράγματι ανθενωτικός; Ή μήπως, αυτοκράτωρ αυτός τόσο των ενωτικών όσο και των ανθενωτικών, ίστατο υπεράνω των φανατισμένων αντιθέσεων και, ισοσταθμίζοντας τις συγκρουόμενες αντιλήψεις έθαλπε τους ανθενωτικούς, αλλά συγχρόνως ασκούσε την πολιτική του βαδίζοντας επάνω στα ίχνη των προκατόχων του στον θρόνο, οι οποίοι ως μόνη δυνατή βοήθεια έβλεπαν την αρωγή από την Δύση;
Το ερώτημα είναι δύσκολο και ακόμη δυσκολώτερη είναι η απάντησή του!
Ίσως όμως η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στο μέσον! Ο Κωνσταντίνος, τουλάχιστον κατά την αρχή της βασιλείας του, φαίνεται ότι έστρεφε την συμπάθειά του προς τους ανθενωτικούς. Συμμετείχε έτσι, ή τουλάχιστο συγκατένευεν στις λιτανείες και τις κατανυκτικές λειτουργίες των ιερωμένων, που προσπαθούσαν ν’ ανατρέψουν ή να εξορκίσουν την διαφαινομένη καταστροφή με παρακλήσεις και εκκλήσεις προς το Θείο. Έπειτα, όπως ελέχθηκε, αναζητούσε τρίτη σύζυγο στην Ανατολή και όχι στην Δύση. Ακόμη ήτο πάντοτε στενός και αδελφικός φίλος του ανθενωτικού Γεωργίου Σφραντζή. Και τέλος, ασφαλώς θα επηρεάζονταν από το γεγονός, ότι στην Πόλη, οι περισσότεροι ήταν ανθενωτικοί, για τον αυτοκράτορα, δε, ακόμη και στην απολυταρχουμένη Πόλη, η κοινή γνώμη δεν μπορούσε να είναι χωρίς σημασία.
Όταν, στις αρχές του Απριλίου 1453, ο Μωάμεθ έστηνε την πολεμική του σκηνή απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού και καθόριζε την διάταξη του στρατού του - μέσα στην Πόλη, πίσω από τα ισχυρά τείχη, που πρόσφατα είχαν επισκευάσει και ο Ιωάννης Η΄ και ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, η ζωή εκυλούσε με τον ίδιο βαρύ ρυθμό του φόβου και της αγωνίας, αλλά και του υπερηφάνου αποφασιστικού φρονήματος. Η Πόλη, με τις 70 ή 80 χιλιάδες των κατοίκων της, εναπέθετε πλέον τις ελπίδες της στην προστασία της Παναγίας και των Αγίων, που τόσες φορές την είχαν σώσει κατά το παρελθόν. Και με παρακλήσεις και λειτουργίες προσπαθούσε ν’ αποτρέψη την συμφορά, που, την φορά αυτή, εφαινόταν σχεδόν αναπόφευκτη.
Ο Κωνσταντίνος διέθετε ένα στρατό έξι χιλιάδων περίπου Ελλήνων και άλλων δύο περίπου χιλιάδων ξένων, στους οποίους συναριθμούνταν και οι επτακόσιοι Γενουάτες που είχαν φθάσει από τα τέλη Ιανουαρίου με αρχηγό τον γενναίο Ιωάννη Ιουστινιάνη. Άλλη στρατιωτική βοήθεια δεν εφαίνετο πλέον πιθανή, ούτε από την ξηρά ούτε από την θάλασσα, αφού στην Πόλη είχαν φθάσει ήδη προ της πολιορκίας όλες οι μικρές δυνάμεις που είχαν σταλή από την Δύση. Ο Κωνσταντίνος ήτο πλέον αναγκασμένος να αρκεσθή στις ασθενείς στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις του, για την συντήρηση των οποίων δεν είχε διστάσει να χρησιμοποιήση και τα σκεύη των εκκλησιών και τα αφιερώματα, δικαιολογώντας την πράξη του, όπως ιστορεί ο Σφραντζής, με την φράση: «αν ο Θεός την πόλιν λυτρώσηται, τετραπλούν αποδώσω τω Κυρίω μου».
Κλεισμένος μέσα στα ισχυρά τείχη της Πόλης, με τον στόλο του στον Κεράτιο Κόλπο, που εύκολα αποκλειόταν με την βαρειά αλυσίδα που έφραζε την είσοδό του, ο Κωνσταντίνος κατένειμε με στρατηγική σοφία τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ο ίδιος επιστατούσε την συνεχή συντήρηση των τάφρων και των τειχών. Τον ενοχλούσαν βέβαια οι συνεχιζόμενες έριδες μεταξύ Ελλήνων και ξένων, μεταξύ Ενετών και Γενουατών, ακόμη και μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών, και μάλιστα των ανθενωτικών που συνέχισαν το μίσος τους κατά των Φράγκων, αλλά που τώρα πλέον απέθεταν τις ελπίδες τους στην Ορθοδοξία και τον συντηρητικό κλήρο. Σώφρων όμως και συμβιβαστικός, καθησύχαζε και ηρεμούσε τα πνεύματα. Και το αποτέλεσμα ήταν ευπρόσδεκτο: ολόκληρη η Πόλη, ομόψυχη και με φρόνημα κοινό, αντιμετώπιζε τον εχθρό που την είχε ζώσει στενά γύρω από τα τείχη.
Έξω από τα τείχη αυτά, ο εχθρός ετοιμαζόταν πλέον για το μεγάλο εγχείρημα. Ο Μωάμεθ είχε συγκεντρώσει ένα στρατό που κατά τους μετριώτερους υπολογισμούς υπερέβαινε τις 150 χιλιάδες. Ο στόλος του είχεν ασφαλές αγκυροβόλιο στον Βόσπορο, προς την ευρωπαϊκή ακτή όχι πολύ μακρυά από τον Γαλατά και από το Πέραν. Προ παντός όμως είχε εξοπλίσει τον στρατό του με τα καλλίτερα όπλα της εποχής και με ισχυρό πυροβολικό, ακόμη και με το πρωτοφανές για την εποχή του μεγάλο πυροβόλο, το οποίο υπήρξε ικανό, μαζί με τις απεγνωσμένες επιθέσεις του στρατού του, να καταστρέψη μέρος του τείχους και στην κρίσιμη στιγμή να διανοίξη τον δρόμο των πολιορκητών προς την οχυρωμένη Πόλη.
Ο φανατισμένος στρατός των Τούρκων, οδηγούμενος από τον φιλόδοξο σουλτάνο του, άριστα εξοπλισμένος και αποφασισμένος για όλα, ουσιαστικά άρχισε την πολιορκία του στις 6 Απριλίου. Οι πρώτες ημέρες δεν ήσαν αποφασιστικές. Αλλά από της 20ής Απριλίου τα γεγονότα εξελίσσονται γοργότερα. Την ημέρα αυτή γίνεται η περίφημη ναυμαχία μεταξύ των τεσσάρων σκαφών που έφερναν εφόδια στην Πόλη και του τουρκικού στόλου, - η ναυμαχία που κατέληξε σε θρίαμβο ελληνικό και πανωλεθρία του στόλου του σουλτάνου. Όμως, δύο ημέρες αργότερα, ο σουλτάνος κατορθώνει να περάση διά ξηράς εβδομήντα και πλέον πλοία του στον Κεράτιο Κόλπο. Και η παρουσία αυτή του τουρκικού στόλου, στην οποία, φαίνεται, είχαν συνεργήσει οι διπλοπρόσωποι Γενουάτες του Γαλατά, απογοητεύει τους πολιορκημένους Έλληνες, οι οποίοι στην συνέχεια μάταια προσπάθησαν να πυρπολήσουν τα παρείσακτα τουρκικά πλοία. Οι πολιορκημένοι Έλληνες είχαν πλέον τον εχθρό προ των τειχών και στον Κεράτιο Κόλπο. Ο κίνδυνος όμως ερχόταν κυρίως από την ξηρά και όχι από την θάλασσα. Και από την ξηρά άρχισε η τελευταία δραματική φάση της πολιορκίας.
Από της 7ης Μαΐου επανειλημμένα οι Τούρκοι επετέθησαν κατά των τειχών της Πόλης και επανειλημμένα αποκρούσθηκαν από τους πολιορκουμένους. Το πυροβολικό του σουλτάνου προκαλούσε πολλά ρήγματα στα τείχη. Όμως οι πολιορκούμενοι με ταχύτητα επισκεύαζαν τις καταστροφές και μ’ ευστοχία κατόρθωναν να διατηρήσουν την άμυνά τους. Στον Κεράτιο Κόλπο οι αντίπαλοι στόλοι δεν επιχειρούσαν αποφασιστική αναμέτρηση. Και ο Μωάμεθ, αφού συνεσκέφθηκε με τους επιτελείς του και αφού μάλιστα ζήτησε την παράδοση της Πόλης από τον Κωνσταντίνο και αφού έκρινε ότι είχε κουράσει αρκετά τους πολιορκουμένους με τις επιθέσεις και με το πυροβολικό του, απεφάσισε την τελική έφοδο για την 29 Μαΐου. Η μοιραία ώρα της Πόλης είχε σημάνει. Και τα χαράματα της Τρίτης 29 Μαΐου εξαπολύθηκε η τρομερή έφοδος, με κραυγές και αλαλαγμούς των φανατισμένων μουσουλμάνων, οι οποίοι, οιστρηλατούμενοι από την υπόσχεση του σουλτάνου τους για τριήμερη λεηλασία, εξεχύθηκαν ορμητικοί και ακάθεκτοι με κάθε λογής πολιορκητικές μηχανές για να πατήσουν τα τείχη και να συντρίψουν την άμυνα των πολιορκουμένων.
Σύγχρονοι προς τα γεγονότα συγγραφείς, καθώς και μεταγενέστεροι Έλληνες και ξένοι ιστορικοί ή χρονικογράφοι, Ο Σφραντζής και ο Δούκας και ο Λατίνος Λεονάρδος ο Χίος, ο Κριτόβουλος, ο Χαλκοκονδύλης, το χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων, οι τουρκικές μαρτυρίες και άλλοι-, έχουν περιγράψει την τρομερή και μοιραία αυτή έφοδο, της οποίας δεν είναι ανάγκη να επαναληφθούν οι τραγικές λεπτομέρειες. Ο σκληρός αγών που διεξήχθη στα τείχη και ιδίως στις επάλξεις της πύλης του Αγίου Ρωμανού, η μνήμη της Κερκόπορτας που μας ιστόρησε ο Δούκας, η ολονυκτία στο ναό της Αγίας Σοφίας και ο πανηγυρισμός της μνήμης της οσιομάρτυρος Θεοδοσίας, που πάνδημος εορταζόταν την 29ην Μαΐου, ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη και η αποχώρησή του από τον αγώνα σε στιγμή κρίσιμη, καθώς και άλλες λεπτομέρειες, έχουν επανειλημμένα ιστορηθή και έχουν αποδοθή με ζωντάνια από όσους, Έλληνες ή ξένους, περιέγραψαν την Άλωση. Και όλοι οι ιστορικοί αυτοί, θρηνώντας την Άλωση, εθρήνησαν, αλλά και εξύμνησαν τον ηρωικό θάνατο του Κωνσταντίνου. Του Κωνσταντίνου, του οποίου υπήρξε συγκινητική η τελευταία δημηγορία, όπως μας παρεδόθηκε ότι εξεφωνήθηκε πιθανώς στο παλάτιο, καθώς και η μετάληψη των αχράντων μυστηρίων στον μεγάλο ναό της Αγίας Σοφίας την παραμονή της Αλώσεως.
ΟΤΑΝ, την Τρίτη 29 Μαΐου του 1453, ακούσθηκε η φρικτή κραυγή «Εάλω η Πόλις», έσβηνε οριστικά ο παλμός της καρδιάς του Βυζαντινού Κράτους και εστέρευε η πηγή του μεγάλου πολιτισμού του. Το φως του πολιτισμού αυτού διεδέχετο στην Πόλη το πυκνό σκοτάδι της κατακτήσεως. Και η Αγωνία που είχε προηγηθή της Αλώσεως έδινε την θέση της στην αρπαγή, στην σφαγή και την αιχμαλωσία, στο πένθος και στο θρήνο για την απώλεια της Πόλης, η οποία, κατά την φράση του Δούκα «πόλις έρημος, νεκρά κειμένη, γυμνή, άφωνος, μη έχουσα είδος ουδέ κάλλος».
Ο θάνατος του Κωνσταντίνου, ηρωικού μαχητού στην πρώτη γραμμή και τελευταίου αυτοκράτορος του υπερχιλιόχρονου Βυζαντίου, ήταν η μεγάλη θυσία της υστάτης ώρας της Πόλης. Ο θάνατος του μαχομένου αυτοκράτορος συνέπεσε με τον θάνατο της Πόλης και με το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η 29 Μαΐου 1453 υπήρξε το πολιτικό τέλος της Αυτοκρατορίας και του πολιτισμού της. Η βυζαντινή όμως ανάμνηση δεν έσβησε ποτέ. Και ο βυζαντινός πολιτισμός, έστω και ακέφαλος πλέον, επέζησε ακμαίος. Το Βυζάντιο, και μετά τον θάνατό του, συνέχισε την πολιτιστική του προσφορά. Και η προσφορά αυτή εξακολουθεί να ζη και να μας φωτίζη ακόμη και σήμερα. Να φωτίζη τον κόσμο ολόκληρο, από τα χρόνια της Αναγεννήσεως έως και σήμερα. Προ παντός όμως να φωτίζη το Γένος των Ελλήνων, το επί αιώνες ταλαιπωρούμενο Γένος των Ελλήνων, το οποίο και όταν εγγίζει τον αφανισμό, πάντοτε αναγεννάται και πάντοτε ζωντανεύει την ορμή του, για την συνέχιση της ενδόξου πορείας του στους αιώνες των αιώνων.
(Ομιλία στον «ΠΑΡΝΑΣΣΟ» την 3η Ιουνίου 1979 στον εορτασμό του συνδέσμου Μεγαλοσχολιτών)
Ετικέτες
Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑ´ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
Related Posts: Η ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ,
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑ´ Ο ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου