ΒΙΟΣ - ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ - ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ Θ.
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
«Ὁ νῦν
περιφανής ἀνήρ, παιδίον πενητεῦον καί ἄγνωστον εἰσήρχετο περί δείλην ὀψίαν εἰς
τήν Τριπολιτσάν φέρων ξύλα ἐπί ἡμιόνου, ὃτε καθ' ὁδόν ἐρραπίσθη ὑπό Ὀθωμανοῦ·
τό παιδίον καταλιπόν καί τά ξύλα καί τόν ἡμίονον προσέφυγεν εἰς τά ὄρη, καί
ὤμοσε ράπισμα ἀντί ραπίσματος. Καί ἰδού ἡ χείρ τοῦ ἀσήμου τούτου παιδίου μετ'
οὐ πολύ θέλει κολαφίσει Αὐτοκρατορίαν, ἣτις δυσκόλως θέλει ἀνασηκωθῆ μετά τό
κολάφισμα».
O θρυλικός «Γέρος του Μωριά»
γεννήθηκε στην Παλαιά Μεσσηνία. Να πως τον περιγράφει ο Βλαχογιάννης: 'Οψη
«αδύνατη και μαυρειδερή' μάτια βαθουλά, ματιά σκληρή και δυνατή' μεγάλο
μουστάκι μαύρο, γερακωτή μεγάλη μύτη' μαλλιά μακρυά κυματιστά. Μικρό κόκινο
φέσι στραβοφορεμένο. Τέλος, πρόσωπο που χτυπάει και ξαφνίζει, και που του κάκου
θα γύρευε κανείς να βρη σ' έναν Ευρωπαίο το ταίρι του».
Οι
Αρβανίτες έτρεμαν κυριολεκτικά το Κολοκοτρωναίκο σπαθί. Γι' αυτό κι' ο
φοβερώτερος όρκος τους ήταν: - Να μη γλυτώσω απ' το σπαθί του Κολοκοτρώνη!.
-Πόσο
μεγάλη είναι η χώρα που γεννήθηκες; τον ρώτησε κάποιος 'Αγγλος περιηγητής.
-'Εχει διακόσιους φούρνους! είπε γελώντας ο Κολοκοτρώνης. (Κάθε σπίτι στα χωριά
έχει και δικό του φούρνο).
Μια
γυναίκα του ζήτησε κάποια χάρη: -Αφέντη μου, τού'λεγε, κάνε μου αυτό το καλό,
και σκλάβα σου να γένω! -Τί λες, μωρή ζουρλή; Εμείς για τη λευτεριά πολεμούμε
κι' εσύ θέλεις να γίνης σκλάβα μου;
Του
είπαν κάποτε: -Κολοκοτρώνη, η πατρίδα θα σε ανταμείψη. -Το ξέρω, απάντησε'
εμένα θα πρωτοεξορίση.
Κάποτε
φιλοξένησε εν γνώσει του το φωνιά του αδερφού του, ο οποίος νόμιζε ότι δεν τον
ξέρει ο «Γέρος». -Παιδί μου! λέει η μάνα του, δίνεις να φάει ψωμί ο φονιάς του
παιδιού μου; -Σώπα μάννα' είπε ο στρατηγός. Αυτό είναι το καλύτερο μνημόσυνο
του σκοτωμένου.
Από
τη στιγμή, που ο Κολοκοτρώνης ανακατεύτηκε στην πολιτική, έχασε τα νερά του.
Πολύ γρήγορα όμως κατάλαβε το σφάλμα του και ξαναγύρισε στ' άρματα.
Διηγόταν
μάλιστα και το ακόλουθο μύθο, για να δείξη πως την έπαθε, όταν πήγε να γίνη
πολιτικός: 'Ενας λύκος άρπαξε ένα αρνί από το μαντρί και πήγε παραπέρα να το
φάει. -Κυρ λύκο, θα με φας, το ξέρω, είπε το αρνί. Γι' αυτό όμως το καλό, κάνε
μου και μένα αυτή τη χάρη: τραγούδα μου λιγάκι, γιατί έχεις πολύ γλυκιά φωνή
και μένα μου αρέσουν τα τραγούδια.
'Αφησε
ο λύκος το αρνί κι άρχισε να ουρλιάζη. Τον άκουσαν τότε τα σκυλιά και τον πήραν
στο κυνηγητό. Είδε κι έπαθε, ώσπου να γλυτώσει. Τότε στάθηκε ψηλά στη ράχη κι
αγναντεύοντας το μαντρί είπε: -Τί ήθελα εγώ να κάμω τον τραγουδιστή; Καλά να
πάθω!.
'Ελεγε
κι αυτόν το μύθο: Η κουκουβάγια είχε βρωμίσει πολύ τη φωλιά της κι αποφάσισε να
κατοικήση αλλού. Της λέει τότε ο κούκος: -Του κάκου βασανίζεσαι, όσο παίρνεις
μαζί σου και τον πισινό σου.
Οι
μεγάλοι καπεταναίοι της Επαναστάσεως είχαν διάφορα παρατσούκλια μεταξύ τους.
Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο τον έλεγαν Γερο-Χουλιάρα για τις πονηριές και τα τερτίπια
του' Γέροντα έλεγαν τον Γκούρα για την φρονιμάδα του' Γύφτο έλεγαν τον
Κολοκοτρώνη για το χρώμα του' Γύφτο έλεγαν και τον Καραϊσκάκη.
Καταδιωκόμενος
ο Κολοκοτρώνης από τα κυβερνιτικά στρατεύματα στον εμφύλιο πόλεμο του 1825,
στάθηκε κάτω από μια καρυδιά να ξεκουραστή. Και μονολογούσε λυπημένος: -Τί
έχεις, καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μη σε πετροβολάνε τα παιδιά; Είναι γιατί
έχεις τα καρύδια...
*
(Γνωστή και η λαϊκή παροιμία: «Το δέντρο πώχει τον καρπό όλο πετροβολιέται».
Ο
Κολοκοτρώνης σχολίασε τη δολοφωνία του Καποδίστρια με τον ακόλουθο μύθο:
Κάποτε, λέει, τα γαϊδούρια πήραν την απόφαση να σκοτώσουν το σαμαρά, για ν'
απαλλαγούν απ' τα σαμάρια κι απ' το φορτίο, που τους έβαζαν οι άνθρωποι. 'Ετσι
κι έγινε.
Αμέσως
όμως κατόπιν πήραν την πρωτοβουλία τα καλφάδια (οι μαθητευόμενοι) του σαμαρά,
μα δεν ήξεραν να κάμουν καλή τη δουλειά, γιατί έχασαν το μαστορά τους.
'Ετσι
τα κακοφτιαγμένα σαμάρια άρχισαν να χτυπάνε και να πλυγώνουν τα δυστυχισμένα
γαϊδούρια, που δεν άργισαν να καταλάβουν ότι με την ανόητη πράξη τους έπεσαν
από το κακό στο χειρότερο...
Στον
'Οθωνα, ο οποίος τον ρώτησε τι γνώμη είχε για το νέο πανεπιστήμιο, που άρχισε
να χτίζεται, απάντησε:
-Να
σας πω, μεγαλειότατε' μου φαίνεται ότι τούτο εδώ -κι έδειξε το Πανεπιστήμιο-
δεν έπρεπε να κτισθή κοντά σε κείνο -κι έδειξε το Παλάτι' διότι φοβούμαι ότι
τούτο θα φάει εκείνο..
'Ελεγε
«Οι 'Ελληνες είναι τρελλοί, αλλά έχουν θεόν φρόνιμον».
Μετά
την καταδίκη του τον πληροφόρησαν ότι ο βασιλιάς του χαρίζει τη ζωή και τον
αφήνει μόνο... 20 χρόνια φυλακή. -Θα γελάσω το βασιλιά! Δεν θα ζήσω τόσους!
Αποκρίθηκε.
Ο καημένος ο
"Γέρος", ο θρυλικός Κολοκοτρώνης, το καύχημα του σημερινού 'Ελληνα
και της Ιστορίας του '21. Ως μέχρι τα 52 του χρόνια έτρεχε σαν άγριο τσακάλι
από κορφούλα σε κορφή γιατί τον κυνηγούσαν στο Μοριά οι τούρκοι με την βοήθεια
ακόμη και των δικών του ..φίλων και ..κουμπάρων (βλέπε Απομνημονεύματα), για να
του πάρουν το κεφάλι -και γενιές ολόκληρες του είχαν ξεκληρίσει... Δεν είναι
ραχούλα στο Μοριά που να μην είναι θαμμένος εκεί Κολοκοτρώνης... 'Ετσι στο
τέλος αφού κατάφερε και γλίτωσε απ' τα κυνηγητά και την βασανισμένη του ζωή,
στα 52 του χρόνια μπήκε στην επανάσταση! Και φυσικά μπήκε "στο πόστο που
ήρμοζε εις τέτοιον άνδρα": Να είναι ο αρχηγός του σκλαβωμένου λαού.
"Σαν παλικάρι πολεμούσε και σαν φιλόσοφος οδηγούσε.." Και έτσι
βοήθησε για την λευτεριά της πατρίδας στα 1821.
Σήμερα για τους 'Ελληνες, αλλά και για όλο τον ελεύθερο
κόσμο, ο Κολοκοτρώνης αποτελεί σηματωρό της αιώνιας ελπίδας από τον άνθρωπο και
για τον άνθρωπο! 'Οτι δηλαδή για οτιδήποτε συμβαίνει γύρω σου φέρεις κι' εσύ
ευθύνη και όσο και αδύναμος και αν είσαι, μην κάθεσαι παρατηρητής στα γεγονότα,
πάρε μέρος σε ότι και με όποια δύναμη μπορείς, για την αξιοπρέπεια την
πραγματική ελευθερία, και τον σεβασμό των συνανθρώπων σου.
Κώστας
Δουρίδας
ΜΙΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ
ΔΙΑΘΗΚΗ
(Θεοδώρου
Κολοκοτρώνη)
Ο λόγος που έβγαλε ο
Κολοκοτρώνης στις 8 Οκτωβρίου 1838, ημέρα των Αγίων Ασωμάτων, ανεβασμένος στα βράχια της Πνύκας, όπου στα
παλιά τα χρόνια τόσοι τρανοί ρήτορες μίλησαν στους Αθηναίους, προς τους μαθητές
και τους δασκάλους του γυμνασίου της Αθήνας,
στέκεται η πνευματική διαθήκη του ήρωα στο έθνος. Απ’ αυτόν, όπως
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αιώνας» στις 13 του Νοέμβρη 1838, αναφέρουμε εδώ
κάμποσες από τις παρακαταθήκες του στα νιάτα χωρίς να προσθέσουμε ή να
αφαιρέσουμε ούτε ένα κόμμα, κάνοντας μόνο στο τέλος μία απαραίτητη εξήγηση για
να λείψει η παρεξήγηση :
«Παιδιά μου! Εις τον τόπο
τούτο, οπού εγώ πατώ σήμερα, επατούσαν και εδημιουργούσαν τον παλαιό καιρό
άνδρες σοφοί και άνδρες με τους οποίους δεν είμαι άξιος να συγκριθώ, και ούτε
να φθάσω τα ίχνη των. Εγώ επιθυμούσα να σας ιδώ, παιδιά μου, εις την μεγάλη
δόξα των προπατόρων μας, και έρχομαι να σας ειπώ, όσα εις τον καιρό του αγώνος
μας, και προ αυτού και ύστερα απ’ αυτόν, ο ίδιος επαρατήρησα, και απ’ αυτά να
κάμομε συμπερασμούς και δια την μέλλουσαν ευτυχίαν σας, μολονότι ο Θεός μόνος
ηξεύρει τα μέλλοντα. Και δια τους παλαιούς Ελλήνας, οποίας γνώσεις είχαν και
ποία δόξα και τιμήν έχαιραν κοντά εις τα άλλα έθνη του καιρού των, οποίους
ήρωας στρατηγούς, πολιτικούς είχαν, δια ταύτα σας λέγουν καθ’ ημέραν οι
διδάσκαλοί σας και οι πεπαιδευμένοι μας. Εγώ δεν είμαι αρκετός. Σας λέγω μόνον
πως ήτον σοφοί, και από εδώ επήραν και εδανείσθηκαν τα άλλα έθνη την σοφίαν των
(…..)
«Οι παλαιοί Ελληνες, οι
πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοια και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν
καιρό πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι, και τους υπόταξαν. Υστερα ήλθαν
και οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ότι ημπορούσαν, δια να αλλάξει ο λαός την πίστιν
του. Εκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ’ εστάθη αδύνατο να το
κατορθώσουν. Τον έναν έκοπταν, ο άλλος το Σταυρό του έκαμε. Σαν είδε τούτο ο
Σουλτάνος, διόρισε έναν Βιτσερέ (Αντιβασιλέα), έναν Πατριάρχη και του έδωσε την
εξουσία της εκκλησίας. Αυτός και ο λοιπός κλήρος *
έκαμαν ότι τους έλεγε ο
Σουλτάνος. Υστερον έγιναν οι Κοτζαμπάσηδες (προεστοί) εις όλα τα μέρη. Η τρίτη
τάξις, οι έμποροι, και οι προκομμένοι, το καλύτερον μέρος των πολιτών, μην
υποφέροντες τον ζυγό, έφευγαν και οι γραμματισμένοι επήραν και έφυγαν από την
Ελλάδα, την πατρίδα των, και έτσι έμεινε ο λαός, όστις στερημένος από τα μέσα
της προκοπής, εκατήντησεν εις άθλιαν κατάσταση, και αυτή αύξαινε κάθε ημέρα
χειρότερα. Διότι, αν ευρίσκετο μεταξύ του λαού κανείς με ολίγην μάθηση, τον
ελάμβανε ο κλήρος, όστις έχαιρε προνόμια, ή εσύρετο από τον έμπορο της Ευρώπης
ως βοηθός του, ή εγίνετο γραμματικός του προεστού. Και μερικοί, μην υποφέροντες
την τυραννίαν του Τούρκου και βλέποντες τες δόξες και τες ηδονές, οπού
ανελάμβαναν αυτοί, άφηναν την πίστην τους και εγίνοντο Μουσουλμάνοι. Και
τοιουτοτρόπως κάθε ημέρα ο λαός ελίγνευε και επτώχαινε.
«Εις αυτήν την δυστυχισμένη
κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις
την Ελλάδα βιβλία. Και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς
οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθαναν τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα
βιβλία, και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο
Αριστείδης, και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση
ευρισκόμεθα τότε. Οθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε, και να γίνομε
ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινεν και επροόδευσεν η Εταιρεία.
«Οταν αποφασίσαμε να κάμομε
την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε
άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας
φρόνιμος μας είπε ‘που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βάτσελα’, αλλά,
ως μία βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και
οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι
έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτόν το σκοπό, και εκάμαμε
την Επανάσταση.
«Εις τον πρώτο χρόνο της
Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια, και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν
εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εζύμωνε, το παιδί του
εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον. Και εάν αυτή η ομόνοια
εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την
Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε
τους Τούρκους, οπού άκουγαν Ελλήνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν
Ελληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι, μιαν αρμάδα. Αλλά δεν
εβάσταξεν. Ηλθαν μερικοί και ηθέλησαν να γένουν μπαρμπέρηδες εις του κασίδη το
κεφάλι. Μας πονούσε το μπαρμπέρισμά τους. Μα τι να κάμομε; Είχαμε και αυτουνών
την ανάγκη. Από τότε ήρχισεν η διχόνοια, και εχάθη η πρώτη προθυμία και
ομόνοια. Και όταν έλεγες τον Κώστα να δώσει χρήματα δια τας ανάγκας του έθνους,
ή να υπάγει εις τον πόλεμο, τούτος επρόβαλε τον Γιάννη (…) Και επειδή είμεθα
εις τέτοια κατάσταση, εξαιτίας της διχόνοιας, μας έπεσε η Τουρκιά επάνω μας και
κοντέψαμε να χαθούμε και εις τους στερινούς επτά χρόνους δεν κατορθώσαμε μεγάλα
πράγματα (…)
«Παιδιά
μου, να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και εις τα
μπιλιάρδα. Να δοθείτε εις τας σπουδάς σας, και καλύτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο
και τρεις χρόνους, και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά
να περάσετε τεσσάρους πέντε χρόνους τη νεότητά σας, και να μείνετε αγράμματοι.
Να σκλαβωθείτε εις τα γράμματά σας. Να ακούετε τας συμβουλάς των διδασκάλων και
γεροντοτέρων, και, κατά την παροιμία, μύρια ήξευρε και χίλια μάθαινε. Η προκοπή
σας και η μάθησή σας να μην γίνει σκεπάρνι μόνο δια το άτομό σας, αλλά να
κοιτάζει το καλό της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το
δικό σας. Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, εξαιτίας των περιστάσεων έμεινα
αγράμματος, και δια τούτο σας ζητώ συγχώρηση, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί
σας. Σας είπα όσα ο ίδιος είδα, ήκουσα και εγνώρισα, δια να ωφεληθήτε από τα
απερασμένα και από τα κακά αποτελέσματα της διχόνοιας, την οποίαν να
αποστρέφεσθε, και να έχετε ομόνοια. Εμάς, μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και
ο καιρός μας επέρασε. Και αι ημέραι της γενεάς, η οποία σας άνοιξε το δρόμο,
θέλουν μετ’ ολίγον περάσει. Την ημέραν της ζωής μας θέλει διαδεχθεί η νύχτα του
θανάτου μας, καθώς την ημέρα των Αγίων Ασωμάτων θέλει διαδεχθεί η νύχτα και η
αυριανή ημέρα. Εις εσάς μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού εμείς
ελευθερώσαμε.»
* { Εδώ εννοεί
τον ανώτερο κλήρο, καθόσον είναι γνωστό τι προσέφερε ο κατώτερος για τη διάσωση
της εθνικής συνείδησης, της γλώσσας κλπ. (Κοσμάς Αιτωλός, κλπ.), όπως επίσης
και τι προσέφερε στην έναρξη της Επανάστασης (Παπαφλέσσας, Δεσπότης Ησαίας,
κλπ.)}
"Ο ΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΟΡΙΑ
(γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης):
'Οταν απότυχε η επανάσταση του
1770, τα Ορλοφικά καθώς ονομάστηκαν, οι Τούρκοι ανελέητα έσφαζαν τον άμαχο
πληθυσμό. Ανάμεσα σε όσους έφευγαν για να γλιτώσουν είταν και η μάνα του
Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Αν και ετοιμόγεννη ροβόλησε, με το άλλο πλήθος, στη
Μεσσηνία κι' έπειτα πήρε το δρόμο ν' ανέβει στο Ραμοβούνι.Την έπιασαν οι πόνοι,
ξάπλωσε κάτω από δέντρο κι' έφερε στον κόσμο ένα αγόρι. 'Οταν πήγαν τα
συγχαρήκια στον παπού του, τον Γιάννη Κολοκοτρώνη, πως απόχτησε αρσενικό εγγόνι,
αντί να χαρεί κούνησε θλιβερά το κεφάλι του και είπε:
-Αυτό το παιδί, αν λάχει και
γλιτώσουμε τώρα από το Τούρκικο μαχαίρι, θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί, θα κάνει
παιδιά κι' εγγόνια, μα ένα δε θα δουν ούτε αυτός ούτε κι' εκείνα, τη λευτεριά μας.
Η άραχλη όμως πρόρηρή του δε
βγήκε σωστή. 'Επειτα από πενήντα χρόνια το παιδί που γεννήθηκε την ώρα της
φυγής, θα μπει νικητής και τροπαιούχος στην Τροπολιτσά, στρατάρχης του
Εικοσιένα. Και ύστερα, το 1822, θα σταθεί ο οργανωτής της πιο αποφασιστικής
νίκης της Επανάστασης στα Δερβενάκια.
Τρεις υπήρξαν οι εξέχουσες στρατιωτικές στην ξηρά
φυσιογνωμίες του μεγάλου εθνεγερτικού αγώνα: Ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, ο
Ανδρούτσος. Οι δυο τελευταίοι βρήκαν τραγικό θάνατο. Μα κι' ο Κολοκοτρώνης
παραλίγο γλίτωσε τη λαιμιτόμο. Σώθηκε από την έξοχη στάση δυο δικαστών, που θα
παραμείνουν αιώνιο καύχημα της Δικαιοσύνης του τόπου μας: Του Πολυζωίδη και του
Τερτσέτη. Οι νέοι καταχτητές, οι Βαυαροί, γύρευαν να χτυπήσουν στο πρόσωπό του
κάθε εθνική παρόρμηση του λαού μας. Ο Ν. Δραγούμης στις "Ιστορικές
αναμνήσεις" του γράφει, πως τον παρουσίαζαν ως τον "Βελζεβούλ και
άλλον Κύκλωπα μονόφθαλμον".
Τα Απομνημονεύματα που ο
Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γ. Τερτσέτη, ξεχωρίζουν κειμήλιο λόγου,
πατριωτισμού, παρατηρητικότητας, απλότητας, ζωντάνιας και αγνής λαϊκής
θυμοσοφίας. ....'Οσοι για πρώτη φορά θα διαβάσουν τα Απομνημονεύματα του
Κολοκοτρώνη είμαι βέβαιος πως θ' αναγαλιάσει η σκέψη τους, καθώς καλύτερα θα
νοιώσουν τις ρίζες της παράδοσής τους.".
Δημήτρης Φωτιάδης
ΓΙΑ ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΙΣ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ:
http://srv-gym-ovryas.ach.sch.gr/store/pg001.html
http://prodossia-neou-ellinismou.blogspot.gr/2013/06/blog-post_9255.html