Σάββατο 6 Απριλίου 2013
Αριστερά και Mικρά Ασία
Αριστερά
και Mικρά Ασία
Συγγραφέας: Βλάσης
Αγτζίδης - Άρδην τ. 38 -
39
Η Μικρασιατική Καταστροφή
υπήρξε η οδυνηρότερη στιγμή στην ιστορία των Ελλήνων. Η εκδίωξη του
χριστιανικού ελληνισμού από τις ιστορικές περιοχές της Δυτικής Μικράς Ασίας,
του Πόντου, της Καππαδοκίας και της Ανατολικής Θράκης, αποτελεί ένα πρωτοφανές
γεγονός. Ποτέ, στην πολυκύμαντη ιστορία τους, οι Έλληνες δεν βρέθηκαν εκτός του
μικρασιατικού εδάφους. Ούτε κατά τη διάρκεια της περσικής κατάκτησης στους
κλασικούς χρόνους, ούτε κατά τη διάρκεια της οθωμανικής εποχής. Πλήθος
μονογραφιών και άρθρων έχουν ως θέμα τη μεγάλη Καταστροφή. Στη σύγχρονη εποχή
άρχισε και η απομυθοποίηση των τελευταίων “απόκρυφων” θεμάτων που σχετίζονται
μ’ αυτήν. Ένα από τα θέματα αυτά είναι και η στάση της ελληνικής Αριστεράς.
Ήδη, η θεματολογία που αφορά τις αιτίες της Μικρασιατικής Καταστροφής
διευρύνεται. Η κατάρρευση των παραδοσιακών ιδεολογιών, μαζί με την άμβλυνση των
πολιτικών εντάσεων, κάνει εφικτή την αναθεώρηση των ερμηνευτικών σχημάτων που
κυριαρχούσαν για δεκαετίες.
Η περίοδος 1918-1922, όταν
διαδραματίστηκαν τα γεγονότα που καθόρισαν τη μορφή της τελικής λύσης του
Ανατολικού ζητήματος και της αντικατάστασης της πολυεθνικής μουσουλμανικής
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με εθνικά κράτη, ήταν η κρίσιμη εποχή για τη
διαμόρφωση της οριστικής μορφής της ελληνικής Αριστεράς.
Γληνός, Σκληρός και
Λούξεμπουργκ
Η ιδεολογία της εθνικής
ολοκλήρωσης υπήρξε η κυρίαρχη ιδεολογία καθ’ όλο τον 19ο αιώνα και μέχρι το
’22. Τόσο στο ελεύθερο κράτος που είχε δημιουργηθεί στον βαλκανικό Νότο, όσο
και στους υπόλοιπους Έλληνες που βρίσκονταν ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία
(Μικρά Ασία, Ανατολική Θράκη) και υπό βρετανική (Κύπρος). Η ιδεολογία αυτή,
όπως και οι απόψεις του ιταλικού γαριβαλδινού κινήματος, καθώς και η Κομμούνα
του Παρισιού, επηρέασαν αποφασιστικά την Αριστερά. Η απελευθέρωση των υπόδουλων
λαών από την οθωμανική απολυταρχία θεωρήθηκε προϋπόθεση για την ανάπτυξη των
κοινωνικών αγώνων. Στον αποτυχημένο πόλεμο του 1897 πολέμησαν μαζί τα μέλη της
Εθνικής Εταιρείας, οι Γαριβαλδινοί, οι Αριστεροί της εποχής και οι Ιταλοί
αναρχικοί. Ο σημαντικότερος Έλληνας σοσιαλιστής, ο Σταύρος Καλλέργης,
συμμετείχε, μαζί με τον Μαρίνο Αντύπα, στην εθνική Κρητική Επανάσταση και
εξελέγη αντιπρόσωπος της Επαναστατικής Συνέλευσης Αρκαδίου.
Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908
αντιμετωπίστηκε από τους κορυφαίους διανοητές του ελληνικού σοσιαλισμού, όπως ο
Γεώργιος Σκληρός –που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου– και ο Δημήτρης
Γληνός –από τη Σμύρνη της Ιωνίας– ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας
στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των
υπόδουλων λαών. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι και οι δύο προέρχονται από το
μικρασιατικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο ανδρώθηκε συγκρουόμενο με την
αυταρχική Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Γ. Σκληρός, ένας από τους
πρώτους Έλληνες μαρξιστές που εισάγει τη μαρξιστική μέθοδο στη μελέτη της
ελληνικής κοινωνίας, είχε κατανοήσει πλήρως τη σημασία του εθνικού ζητήματος
και τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν με την εμφάνιση του τουρκικού
εθνικισμού. Αποκάλυψε επιπλέον τις αυταπάτες περί ελληνο-οθωμανικής συνενόησης
που παρήγαγε ο εθνικισμός του βαλκανικού ελληνισμού και εξέφραζε ο Ίων
Δραγούμης. Θεωρούσε ότι ο ιστορικός ρόλος της Ελλάδας είναι η απελευθέρωση των
αλύτρωτων Ελλήνων. Σε ένα σημαντικό άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στο Νουμά,
υποστήριζε: “…Μόνο μια γενική ένωση όλων των μη τουρκικών στοιχείων σε ένα
πολιτικό συνασπισμό και μια ανάλογη πανβαλκανική συμμαχία και επιμαχία των
κρατών του Αίμου, θα μπορέσει να ισοφαρίση τις δυνάμεις του μουσουλμανικού
τουρκικού όγκου, και να βάλη από τη μια τις σωβινιστικές υπερβολές των
Νεοτούρκων σε ομαλά όρια, και από την άλλη να υποδείξη σε μερικές μεγάλες
Δυνάμεις, πώς το ζήτημα της Ανατολής είναι μονάχα ζήτημα των λαών της, που
έχουν πια αρκετά χειραφετηθή, ώστε να βρουν μόνοι τους τα κατάλληλα μέσα για
την περιφρούρηση των εθνικών τους δικαιωμάτων, δηλαδή αυτού του πολιτισμού
ολάκερης της Ανατολής”.
Ο Δ. Γληνός γράφει με μια
καταπληκτική οξυδέρκεια: “Εύρομεν ότι ο μόνος τρόπος αμύνης των μη Τούρκων κατά
του επιδιωχθησομένου αμειλίκτως εκτουρκισμού είνε η συστηματική διοργάνωσίς των
ως πολιτικών παραγόντων…η μόνη ultima ratio κατά του εσχάτου κινδύνου των εν
Τουρκία Χριστιανών… είνε η στρατιωτική και ναυτική οργάνωσις, η σκόπιμος και
τελεία και επί ωρισμένου σχεδίου προπαρασκευή προς δράσιν των περί την Τουρκία
χριστιανικών κρατών… Η τουρκική αστική τάξις θα φανή συμβιβαστική μόνον εάν
γνωρίζει ότι απέναντί της έχει ωργανωμένους και ισχυρούς αντιπάλους, έτοιμους
να αναλάβωσι τον περί πάντων αγώνα”.
Αντίστοιχες ήταν και οι
απόψεις ενός άλλου μεγάλου σοσιαλιστή, του Νίκου Γιαννιού από την Άνδρο, ο
οποίος ήταν αρχισυντάκτης στη σοσιαλιστική εφημερίδα Ο Λαός που εκδιδόταν στην
Κωνσταντινούπολη. Σε ένα κεντρικό άρθρο, μετά τη νεοτουρκική επανάσταση,
προειδοποιούσε: “Σήμερα με το σύνταγμα το τουρκικό, αν έχετε ακόμα τα ίδια
μυαλά, αν προσπαθάτε με το φανατισμό και τον τουρκισμό να πνίξετε κάθε ξέχωρη
εθνική ζωή, θα χυθεί αίμα πολύ κι από τα δύο μέρη και η Ευρώπη θα σας καθίσει
στο σβέρκο. Τούρκοι που τυραννάτε τους λαούς της Αυτοκρατορίας, να μάθετε πώς
κανείς δεν είναι τόσο πρόστυχος και ελεεινός, που να δέχεται να τυραννιέται και
να κυβερνιέται από τον τύραννό του, τον ξένο, τον αλλόφυλο”.
Οι θέσεις αυτές ήταν βαθύτατα
ριζωμένες σε όσους προέρχονταν από τον μικρασιατικό χώρο. Για παράδειγμα, στα
κείμενα της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού, προβάλλει αβίαστα η πίστη
ότι η Τραπεζούντα, η Μικρά Ασία και η Κωνσταντινούπολη αποτελούσαν
αδιαμφισβήτητες ελληνικές περιοχές.
Οι απόψεις αυτές βρίσκονταν σε
απόλυτη συμφωνία με τις θέσεις μιας σημαντικής επαναστάτριας της εποχής και
σκληρής διεθνίστριας, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, η οποία έγραφε: “Η σημερινή μας
θέση στο Ανατολικό ζήτημα είναι να αποδεχτούμε τη διαδικασία διάλυσης της
Τουρκίας σαν μια υπαρκτή πραγματικότητα και να μην κάνουμε τη σκέψη ότι θα
μπορούσε ή θα έπρεπε κανείς να τη σταματήσει και να εκδηλώσουμε στους αγώνες
για την αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την αμέριστη συμπαράστασή μας.”
Η θέση αυτή της Λούξεμπουργκ
είναι εξαιρετικά σημαντική για την κατανόηση των ευρύτερων συνθηκών, καθώς η
ίδια υπήρξε σκληρή πολέμιος των εθνικών διεκδικήσεων, –όπως στην περίπτωση της
πολωνορωσικής αντιπαράθεσης– όταν θεωρούσε ότι αυτές αντίκεινται στα συμφέροντα
της εργατικής τάξης και εγκλωβίζουν το επαναστατικό κίνημα σε λάθος στόχους.
Φεντερασιόν και ΣΕΚΕ
Αντίθετες θέσεις από αυτές της
Λούξεμπουργκ εισβάλλουν στο ελλαδικό σοσιαλιστικό κίνημα μετά τους βαλκανικούς
πολέμους. Η επαφή με το ισχυρότερο βουλγαρικό κομμουνιστικό κίνημα, που
φλέρταρε με τη σλαβική εθνική ιδέα και διεκδικούσε πολιτικό χώρο από τον
βουλγαρικό εθνικισμό, καθώς και με τη θεσσαλονικιώτικη Φεντερασιόν του ακραίου
εβραϊκού διεθνισμού, οδηγεί σε δρόμους διαφορετικούς. Σε αυτό συνέβαλε
αποφασιστικά το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο των ακτιβιστών του ελλαδικού
κινήματος, ενώ από την άλλη η Φεντερασιόν ήταν η μεγαλύτερη σοσιαλιστική
οργάνωση του ελληνικού χώρου και διέθετε στελέχη υψηλού επιπέδου. Οι απόψεις
των Σκληρού, Γληνού και Γιαννιού βαθμιαία υποσκελίζονται από θέσεις που
διεκδικούν την αυτονομία της Μακεδονίας και της Θράκης, την υπεράσπιση της
ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κ.ά.
Η οργανωτική προσπάθεια –που
οδήγησε στο ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας), το οποίο μετεξελίχθηκε
στη συνέχεια σε ΚΚΕ– θα στηριχθεί κυρίως στη Φεντερασιόν, ενώ ο ηγέτης της, ο
Αβραάμ Μπεναρόγια, θα παίξει σημαντικό ρόλο. Στη σκληρή ιδεολογική διαπάλη που
θα ακολουθήσει, όσοι προσπάθησαν να συνδέσουν το κοινωνικό πρόβλημα της Ελλάδας
με το ανεπίλυτο εθνικό ζήτημα θα βρεθούν εκτός του Κόμματος. Η Οκτωβριανή
Επανάσταση θα επιτρέψει την κυριαρχία των νέων απόψεων και θα θέσει τη βάση για
την πλήρη ιδεολογική, αλλά και οργανωτική, εξάρτηση του ελλαδικού
κομμουνιστικού κινήματος, ειδικά μετά την ίδρυση της Κομιντέρν, τον Μάρτιο του
1919.
Το ΣΕΚΕ θεωρούσε ότι δεν
υπήρχαν εθνικά ζητήματα ούτε ανάγκη εθνικής απελευθέρωσης. Θεωρούσε ότι το
επιχείρημα για την απελευθέρωση των “υπόδουλων αδελφών” ήταν μόνο για τη
μεγαλύτερη εκμετάλλευση του λαού από τους αστούς και την ολοκλήρωση της
εξάρτησης της χώρας από τους ξένους. Στις αναλύσεις του δεν υπάρχει καμιά
αναφορά στους Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Οι πληθυσμοί
αυτοί δεν υπάρχουν! Το μόνο που υπάρχει είναι τα συμφέροντα “της αγγλογαλλικής
κεφαλαιοκρατίας”. Ο μικρασιατικός και ο θρακικός χώρος αντιμετωπίζονται σαν
ένας ξένος και απόμακρος χώρος, όπου οι Έλληνες της Ελλάδας (οι μόνοι που
υπάρχουν στον κόσμο αυτό) αποστέλλονται για να υπερασπίσουν τα ιμπεριαλιστικά
συμφέροντα! Στα έγγραφα του ΣΕΚΕ που δημοσιεύτηκαν στο πεντάτομο έργο Το ΚΚΕ.
Επίσημα κείμενα, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά για ύπαρξη ελληνικών πληθυσμών
στη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη. Μόνο μετά την καταστροφή και την
έλευση των προσφύγων στην Ελλάδα θα αρχίσουν να εμφανίζονται αναφορές στους
Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης.
Με αυτή την ιδεολογική
προσέγγιση, το ΣΕΚΕ αντιτάχθηκε πλήρως στη μικρασιατική εκστρατεία,
υποστηρίζοντας την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κυνική
φιλοτουρκική εξωτερική πολιτική της τότε νεαρής Σοβιετικής Ένωσης μετατράπηκε
σε ιερό και απόλυτο δόγμα. Η ενίσχυση του εθνικιστικού κεμαλικού κινήματος
έγινε υποχρέωση και για το ελλαδικό ΣΕΚΕ. Η συμμαχία με τον κεμαλισμό αποτελεί
μια από τις πλέον μελανές σελίδες στην ιστορία του ελλαδικού κομμουνιστικού
κινήματος. Σημειωτέον, παρότι το ΣΕΚΕ και η Κομμουνιστική Διεθνής συνεργάστηκαν
απόλυτα με τον κεμαλισμό, δεν είχαν ξεκάθαρη άποψη για τη φυσιογνωμία του. Ο
Άγις Στίνας γράφει: “Το κίνημα του Κεμάλ είχε δημιουργήσει πολύ ενοχλητικούς
πονοκεφάλους στους θεωρητικούς της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Δεν έμπαινε σε
κανένα από τα γνωστά, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, καλούπια των ιστορικών
κινημάτων. Εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα μόνο του δε λέει τίποτα. Δεν είναι αυτός
ταξικός ορισμός… Πρόκειται στο βάθος για αστικοδημοκρατική επανάσταση; Αλλά
όλες τις επιχειρήσεις στην Τουρκία τότε τις είχαν Έλληνες, Αρμένηδες και
Εβραίοι. Αυτοί ήταν η αστική τάξη. Αλλά αυτή την αστική τάξη ο Κεμάλ την
περνούσε δια πυρός και σιδήρου. Με το νικηφόρο τέρμα του κινήματός του ούτε
ίχνος από αυτούς δεν θα έμενε στο έδαφος της Τουρκίας… Δηλαδή δεν υπήρχε
Τούρκικη αστική τάξη. Τότε τι είναι αυτό το κίνημα; ‘Ιδιοτροπία της ιστορίας;
Κακό παιχνίδι της διαλεκτικής;’ Στο τέλος, αφού το κίνημα δεν έμπαινε σε κανένα
από τα γνωστά καλούπια, ο φάκελος ‘Κεμαλικό Κίνημα’ μπήκε στο αρχείο”.
Στο μέτωπο
Η αντιπολεμική εκστρατεία του
ΣΕΚΕ άρχισε με τη δημοσίευση σκληρών άρθρων κατά του πολέμου στην εφημερίδα Η
φωνή του εργάτη. Είχε προηγηθεί έκκληση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής
Ομοσπονδίας, η οποία βρισκόταν υπό βουλγαρικό έλεγχο, προς τους κομμουνιστές
στρατιώτες να αντισταθούν στην εκστρατεία. Σταθμό στην αντιπολεμική στρατηγική
αποτελεί η εκλογική συμμαχία με την, επίσης αντιπολεμική, αντιβενιζελική
βασιλική παράταξη. Τα συνθήματα ήταν: “Οίκαδε”, “επιστροφή από το μέτωπο”,
“αποχώρηση του στρατού από τη Μικρά Ασία”. Αποκαλυπτικό σύνθημα της εποχής για
την παράδοξη βασιλοκομμουνιστική συμμαχία υπήρξε το: “σφυρί δρεπάνι/ ελιά
στεφάνι”.
Η νίκη του αντιπολεμικού
μετώπου στις εκλογές του Νοεμβρίου του ’20 καθόρισε ουσιαστικά τις εξελίξεις
στο μικρασιατικό μέτωπο. Η συνέχιση της εκστρατείας από τη νέα κυβέρνηση
προκάλεσε τα αντιπολεμικά αντανακλαστικά του ΣΕΚΕ. Την πρωτομαγιά του 1921
οργανώνει στη Θεσσαλονίκη μεγάλες διαδηλώσεις στις οποίες επικρατούν τα
συνθήματα: “Κάτω ο πόλεμος” και “Συναδέλφωση των λαών πάνω από σύνορα και
πατρίδες”. Γίνονται συγκρούσεις με τη χωροφυλακή στο Κουλέ Καφέ, στο Τσινάρ και
στις εβραϊκές συνοικίες. Το σπουδαιότερο όμως γεγονός που προκλήθηκε είναι η άρνηση
ενός συντάγματος στρατού να επιβιβαστεί στα πλοία για τη Μικρά Ασία.
Η αντιπολεμική δράση
επεκτάθηκε και στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Τον Μάιο του 1921 ιδρύθηκε από το
Κόμμα μια ειδική τριμελής Κεντρική Επιτροπή των Κομμουνιστών Στρατιωτών του
Μετώπου, με σκοπό τον συντονισμό των αντιπολεμικών ενεργειών. Σε όλες σχεδόν
τις μονάδες δημιουργούνται κομμουνιστικοί πυρήνες. Υπεύθυνος της κομμουνιστικής
οργάνωσης στο μέτωπο είναι ο Παντελής Πουλιόπουλος. Ο Άγις Στίνας αναφέρει ότι
η “δουλειά” δεν οργανώθηκε από το Κόμμα, αλλά από τη δική τους “φράξια”, η
οποία θα οδηγήσει αργότερα σε αρχειομαρξιστικά και ντεφετιστικά (άρνησης
πολέμου) κινήματα. Ο ρόλος των πυρήνων στο μέτωπο ήταν να υπονομεύσουν την
πολεμική προσπάθεια, να επιταχύνουν την “ήττα των ιμπεριαλιστών”, δηλαδή τη
νίκη του κεμαλικού στρατού επί των Ελλήνων και να διαδώσουν τις ιδέες για μια
κομμουνιστική επανάσταση.
Το κλειδί για κατανόηση της
στάσης του ελλαδικού κομμουνιστικού κινήματος υπήρξε η στάση των μπολσεβίκων
και της Μόσχας. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό σε μια προκήρυξη της Κεντρικής
Επιτροπής των Κομμουνιστών Στρατιωτών: “Δεν μπορείτε να έχετε εσείς πατρίδα
ούτε ιδανικά. Τα ιδανικά σας και η πατρίδα σας είναι κλεισμένα μέσα στο
σιχαμερό συμφεροντολογικό σας εγώ που την κτηνώδη απληστία του χορταίνει η
θυσία του ανθρώπινου αίματος. Η πατρίδα αυτή που την περιτριγυρίζετε μ’ ένα
γελοίο πλασματικό φωτοστέφανο είναι η δική μας η Πατρίδα. Και αληθινοί
πατριώτες είμαστε εμείς. Όχι γιατί σκοτωθήκαμε και σκοτώσαμε άλλους ανθρώπους
και ματώσαμε και ταλαιπωρηθήκαμε για τα συμφέροντά σας κάτω από την πίεση της
βίας σας, αλλά γιατί το κήρυγμα της μεγάλης αλήθειας που ‘ρχεται βροντόφωνο από
κει πάνω (σ.τ.σ. τη σοβιετική Ρωσία) μας σφυρηλάτησε την καρδιά μας με τη
θέληση της αγαπημένης πατρίδας μας, αναγεννημένης και ευτυχισμένης, με τη
δύναμη την ακαταμάχητη που χρειάζεται στους μεγάλους απολυτρωτικούς αγώνες…”
Οι επιπτώσεις της πολιτικής
του ΣΕΚΕ
Ο Αβραάμ Μπεναρόγια περιέγραψε
ως εξής την οργάνωση των κομμουνιστικών αντιπολεμικών πυρήνων στο μέτωπο: “Μια
ευρεία αντιπολεμική προπαγάνδα εις το μέτωπον και τα μετόπισθεν αναπτύσσεται.
Οργανώνονται ενιαχού στρατιωτικοί κύκλοι προς μελέτη και συζήτηση. Ένα κόμμα
αντιπολεμικό δημιουργείται στο μέτωπο”.
Οι πυρήνες, που οργανώνονται
στις μονάδες, καταφέρνουν να έχουν καλή λειτουργία και να εκδίδουν ακόμα και
εφημερίδες. Το σύνθημα “Στα σπίτια μας” αρχίζει να επικρατεί στο μέτωπο. Οι
Κομμουνιστικοί Πυρήνες παίρνουν υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο μέρος των
σιδηροδρόμων του μετώπου, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά των
λιποτακτών. Ο Δ. Λιβιεράτος στο βιβλίο του Το ελληνικό εργατικό κίνημα
1918-1923 γράφει: “Μέσα σε λίγες εβδομάδες ολόκληρο το Μέτωπο καταρρέει, όχι
τόσο από τα χτυπήματα του αντιπάλου, όσο γιατί οι Έλληνες στρατιώτες βαρέθηκαν
να πολεμάνε και γυρίζουν στα σπίτια τους. Κάνουν ‘απεργία πολέμου’ κατά μια
έκφραση της εποχής.” Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Αβραάμ Μπεναρόγια στη βιογραφία
του: “Η απεργία του στρατού στο μέτωπο έλυσε τη μικρασιατική τραγωδία”.
Ο σοβιετικός καθηγητής Α. Νόβιτσεφ,
στο βιβλίο του Turtsia: Kratkayia Istoria (σελ.161), γράφει: “Χάρη στην
εκτεταμένη προπαγάνδα του Ελληνικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που συνεργάστηκε
με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Τουρκίας …100.000 φυγόστρατοι ή λιποτάκτες
απέφυγαν τον ελληνικό στρατό… Ομάδες των κομμουνιστών παλαιμάχων της Μικράς
Ασίας καυχώνταν ότι είχαν παίξει ‘οργανικό’ ρόλο διαδίδοντας τη σύγχυση και τον
πανικό ανάμεσα στις ελληνικές μονάδες, τις κρίσιμες μέρες του Αυγούστου του
1922, όταν ο τουρκικός στρατός διέσπασε τις ελληνικές γραμμές… Αν και η
αποτελεσματικότητα των κομμουνιστών πρακτόρων την κρίσιμη στιγμή δεν πρέπει να
υπερτιμηθεί, συνέβαλαν στην περαιτέρω διάσπαση του μετώπου όταν η τουρκική
επίθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της”.
Αντίστοιχη άποψη για τη
μειωμένη αποτελεσματικότητα των Πυρήνων εκφράζει και ο Νίκος Ψυρρούκης, ο
οποίος υποστηρίζει ότι η πολιτική επιρροή των κομμουνιστών ηγετών δεν ήταν τόσο
αποφασιστική ώστε να καθορίσει τις εξελίξεις.
Πάντως, αρκετά χρόνια μετά, ο
ηγέτης του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδης, σε άρθρο του στην εφημερίδα Ριζοσπάστης θα
γράψει: “Η Μικρασιατική Εκστρατεία δεν χτυπούσε μόνο τη νέα Τουρκία, μα
στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του ελληνικού λαού. Γι’ αυτό
και μεις, όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρά Ασία
μα και την επιδιώξαμε.”
Το απόσπασμα αυτό, από άρθρο
που γράφτηκε στις 12 Ιουλίου 1935, είναι άκρως αποκαλυπτικό μιας απίστευτης
αλλοτρίωσης και μιας τερατώδους ιδεολογικής κατασκευής. Γιατί, ενώ στην
περίπτωση των Σλαβομακεδόνων –ακόμα και όταν το 1929 ήταν μικρή μειοψηφία στον
ελληνομακεδονικό χώρο– η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν “ανεξάρτητη
Μακεδονία”, στην περίπτωση του μικρασιατικού ελληνισμού η στάση ήταν ακριβώς
αντίθετη. Παρόλο που η ίδια η Σοβιετική Ένωση την άνοιξη του 1922 –μετά τις
συμφωνίες που είχε υπογράψει με το Λονδίνο η κεμαλική κυβέρνηση– αναγνώρισε την
ύπαρξη μικρασιατικού προβλήματος και ζήτησε να μεσολαβήσει για τη διασφάλιση
των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Δυτικής Μικράς Ασίας με τη δημιουργία μιας
αυτόνομης ζώνης.
Η στάση των μπολσεβίκων
Η Οκτωβριανή Επανάσταση και τα
ιδιαίτερα συμφέροντα των μπολσεβίκων, δηλαδή της νέας τάξης πραγμάτων,
καθόρισαν τις γεωπολιτικές ισορροπίες. Εκτός από την ανατροπή των παραδοσιακών
πολιτικών συσχετισμών των μεγάλων δυνάμεων, σημαντική επίπτωση είχαν τα ίδια τα
συμφέροντα των μπολσεβίκων. Η προσπάθεια εξευμενισμού των πολυάριθμων
μουσουλμανικών και τουρκογενών πληθυσμών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και η
συμμαχία με το ισχυρό παντουρκιστικό κίνημα της Κεντρικής Ασίας κατά των
αντιμπολσεβικικών δυνάμεων όρισαν τις αρχικές κατευθύνσεις εξωτερικής
πολιτικής: “Η Κωνσταντινούπολη πρέπει να μείνει στα χέρια των Τούρκων” και “Η
συμφωνία για τη διανομή της Τουρκίας (σ.τ.σ. η μυστική αγγλορωσική συνθήκη του
1915) και την προσάρτηση της Αρμενίας σκίστηκε και ακυρώθηκε”.
Στις 13 Ιανουαρίου του 1918
διατυπώνεται στην εφημερίδα Πράβδα το νέο “δόγμα ακεραιότητας της Τουρκίας”. Οι
μπολσεβίκοι τήρησαν με απόλυτη συνέπεια τη γραμμή αυτή όλα τα επόμενα χρόνια.
Κατ’ αρχάς, με τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ το Μάρτιο του 1918, παραδίδουν
στην Τουρκία τον Ανατολικό Πόντο και τις περιοχές Καρς και Αρνταχάν του
Καυκάσου. Παράλληλα, παραχώρησαν στους Γερμανούς όλη σχεδόν την Ουκρανία. Μόνον
η νίκη της Αντάντ επιτρέπει στους Σοβιετικούς να επανακτήσουν και πάλι τις δυτικές
περιοχές της εκπεσούσης Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Παράλληλα, αντιδρούν στις
προσπάθειες απελευθέρωσης των υπόδουλων εθνών και την αντικατάσταση της
νεοτουρκικής εθνικιστικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με εθνικά κράτη. Παρότι σε
σοβιετικά κείμενα αναγνωριζόταν ότι το κέντρο του τουρκικού έθνους βρισκόταν
στις εσωτερικές περιοχές της Ανατολίας, εν τούτοις, για λόγους εξωτερικής
πολιτικής, υποστηρίζουν τον πλήρη μετασχηματισμό ολόκληρου του χώρου σε εθνικό
τουρκικό κράτος. Στη σοβιετική Παγκόσμια Ιστορία αναγράφεται: “Πριν ακόμα
υπογραφεί το σύμφωνο της Μόσχας (σ.τ.σ. Απρίλιος 1920), η σοβιετική κυβέρνηση
είχε αρχίσει να βοηθά τον τουρκικό λαό. Αργότερα η βοήθεια αυξήθηκε και
πλάτυνε, παρόλο που η ίδια η Σοβιετική χώρα δοκίμαζε τεράστιες στερήσεις. Η
σοβιετική κυβέρνηση έδωσε δωρεάν στον τουρκικό λαό πάνω από 10 εκατομμύρια
χρυσά ρούβλια, σημαντικές ποσότητες από όπλα, πυρομαχικά κ.ά. Η ανιδιοτελής
σοβιετική ενίσχυση βοήθησε την Τουρκία να συγκεντρώσει δυνάμεις, να οργανώσει
τακτικό στρατό και να ανακόψει την επίθεση των Άγγλων και Ελλήνων εισβολέων.”
Σοβιετικοί ιστορικοί αναφέρουν
στην Παγκόσμια Ιστορία ότι με τη σοβιετοτουρκική συνθήκη φιλίας την περίοδο της
Μικρασιατικής Εκστρατείας: “…ο τουρκικός λαός είδε ότι δεν ήταν μόνος του στον
αγώνα του και πως μπορούσε να λογαριάζει στη φιλία και στη βοήθεια του
σοσιαλιστικού κράτους”. Ο ίδιος ο Β. Ι. Λένιν γράφει: “Η λεηλασία, στην οποία
οι ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις καταδίκασαν την Τουρκία, προκάλεσε μια τέτοια
αντίδραση που ανάγκασε τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη να μαζέψουν τα χέρια
τους”. Χαρακτηριστικές είναι οι οδηγίες που δίνει ο Λένιν στον πρώτο σοβιετικό
πρέσβη που αποστέλεται στη Άγκυρα: “Ο Μουσταφά Κεμάλ Πασά δεν είναι
σοσιαλιστής. Πάντως φαίνεται ότι είναι υπέροχος οργανωτής, έξυπνος, ηγήθηκε της
αστικοδημοκρατικής επανάστασης και τα έβαλε με τους ιμπεριαλιστές επιδρομείς…
Είναι ανάγκη να βοηθηθεί. Και αυτό είναι σημαντική δουλειά προς τους Τούρκους
εργάτες και αγρότες. Να ποιο είναι το νόημα της δουλειάς σας: Να σέβεστε την
τουρκική κυβέρνηση, τον τουρκικό λαό, να μην είστε υπεροπτικός και προπάντων να
μην αναμειγνύεστε στις εσωτερικές υποθέσεις.”
Όμως λίγο αργότερα, ο Μουσταφά
Κεμάλ Πασά, αυτός ό “υπέροχος οργανωτής” σύμφωνα με τον Λένιν, ήταν τόσο
“έξυπνος” ώστε να επιχειρήσει να προσεγγίσει τους Δυτικούς και να εκφράσει τα
συμφέροντά τους στον χώρο της Εγγύς Ανατολής, κάτι που απέτυχε να το κάνει η
Ελλάδα λόγω των εσωτερικών της αντιδικιών.
Έτσι, ένα χρόνο περίπου μετά
από την υπογραφή της σοβιετοτουρκικής συνθήκης φιλίας, στη 18η συνεδρίαση του
4ου Συνεδρίου της, η Κομμουνιστική Διεθνής θα καταγγείλει την κεμαλική
κυβέρνηση: “Μετά τις συνθήκες του Λονδίνου, η κυβέρνηση της Άγκυρας είναι
κυβέρνηση προδοτική”.
Ήταν όμως πολύ αργά για τους
Έλληνες της Μικράς Ασίας και για τους άλλους λαούς. Η κεμαλική κυβέρνηση, που
είχε ισχυροποιηθεί με τα σοβιετικά μέσα, ακολούθησε το δικό της δρόμο. Η
πολιτική αδυναμία της Ελλάδας, που προκλήθηκε από τον Διχασμό, επέτρεψε στον
κεμαλικό στρατό να νικήσει τον πολυαριθμότερο και καλύτερα εξοπλισμένο ελληνικό
και να επιβάλει τη σιωπή του τάφου σε όλη τη μικρασιατική χερσόνησο.
Τα ιδεολογήματα
Μετά το τέλος του πολέμου και
την ολοκλήρωση της ανταλλαγής των πληθυσμών, η Αριστερά συγκροτεί και
προπαγανδίζει συστηματικά ένα πλήρες σύστημα ερμηνείας των γεγονότων που
προηγήθηκαν. Σύμφωνα μ’ αυτό:
– Η Ελλάδα, ως όργανο του
δυτικού ιμπεριαλισμού, ευθύνεται για την επίθεση κατά της Τουρκίας.
– Η Ελλάδα κατέλαβε εδάφη της
Τουρκίας.
Το κεμαλικό κίνημα υπήρξε
προοδευτικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα.
– Ο τουρκικός λαός αντέδρασε
στην ελληνική κατοχή του εδάφους του με έναν εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο.
Το συγκεκριμένο σύστημα
ερμηνείας αγνοεί πλήρως τα εξής δεδομένα:
– Με το τέλος του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου ηττήθηκε η φεουδαρχική πολυεθνική μουσουλμανική Οθωμανική
Αυτοκρατορία.
– Φυσιολογική εξέλιξη της
κατάρρευσης της Αυτοκρατορίας ήταν η αντικατάστασή της από εθνικά κράτη.
– Την περίοδο 1919-1922 δεν
υπήρχε τουρκικό κράτος, το οποίο ιδρύθηκε το 1923.
– Η επίσημη τουρκική ιδεολογία
δεν θεωρεί το εθνικό τουρκικό κράτος, τη σύγχρονη Τουρκία, ως συνέχεια της
πολυεθνικής μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
– Το κεμαλικό κίνημα δεν
εξέφρασε την ανύπαρκτη τουρκική αστική τάξη, αλλά τα στρατιωτικά στρώματα τα
οποία οικειοποιήθηκαν τα εδάφη και τον πλούτο των χριστανικών ομάδων που υπέστησαν
τη γενοκτονία.
– Η κυριαρχία των Τούρκων
εθνικιστών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά το πραξικόπημα του 1908 είχε
διαταράξει τις παραδοσιακές ισορροπίες των κοινωνικών και εθνοτικών ομάδων.
– Από τον Οκτώβριο του 1911 η
τουρκική κυβέρνηση, που συγκρότησε η εθνικιστική οργάνωση “Ένωση και Πρόοδος”,
είχε αποφασίσει σε επίσημο συνέδριο την αφομοίωση ή την εξόντωση των χριστιανών
της Αυτοκρατορίας από εξοπλισμένες μουσουλμανικές παρακρατικές ομάδες.
– Με αφορμή την έναρξη του Α΄
Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η συστηματική εξόντωση των χριστιανικών ομάδων
(Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυρίων κ.ά.) με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα.
– Η αποβίβαση του ελληνικού
στρατού στη Σμύρνη τον Μάϊο του 1919 ήταν συνέχεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
και της αναπόφευκτης διευθέτησης των μεταπολεμικών γεωπολιτικών ισορροπιών,
κατά συνέπεια ο ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν προκλήθηκε από την Ελλάδα.
– Οι Έλληνες αποτελούσαν
σημαντικές πολυάνθρωπες κοινότητες και όχι απλά μειονότητες σε συγκεκριμένα
σημεία του οθωμανικού εδάφους, όπως η Σμύρνη, η Κωνσταντινούπολη με την
Ανατολική Θράκη και ο Πόντος στον μικρασιατικό βορρά.
– Οι Έλληνες της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας είχαν δικές τους αυτόνομες πολιτικές εκφράσεις (Μικρασιατική
Άμυνα στην Ιωνία και Εθνοσυνέλευση του Πόντου στον Βορρά), μέσω των οποίων
διεκδικούσαν τη χειραφέτηση από την οθωμανική απολυταρχία και το νεοτουρκικό
εθνικισμό.
– Μετά το τέλος του πολέμου,
με δεδομένο την πραγματοποίηση γενοκτονίας την περίοδο 1914-1918, δεν υπήρχε
καμιά περίπτωση να νιώσουν ασφαλείς οι Έλληνες της καθ’ ημάς Ανατολής σ’ ένα
τουρκικό εθνικό κράτος ως μειονότητες.
– Η Ελλάδα, ως ελεύθερο κράτος
των Ελλήνων, δεν μπορούσε να αδιαφορεί για την πολιτική μοίρα των πολυάνθρωπων
ελληνικών κοινοτήτων της Ανατολής, τη στιγμή που ο γεωπολιτικός χάρτης
βρισκόταν υπό διαμόρφωση.
Η αλλοτρίωση
Η προσέγγιση αυτή καθόρισε
όλες τις γενιές των Ελλήνων Αριστερών, με αποτέλεσμα την παραμόρφωση της
εικόνας που έχουν για την πρόσφατη ιστορία και τον περιβάλλοντα κόσμο. Η
ελλειπτική συνείδηση που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο ελληνισμό διαμορφώθηκε σε
μεγάλο βαθμό από τα ιδεολογήματα αυτά, καθώς και τις αποσιωπήσεις που
διαχύθηκαν σ’ ολόκληρη τη νεοελληνική κοινωνία. Επίσης, μεγάλο μέρος της
νεοελληνικής ιστοριογραφίας επηρεάστηκε απολύτως.
Μέχρι σήμερα, οι ιδεολογικοί
απόγονοι του ΣΕΚΕ αναπαράγουν την οπτική αυτή. Κάποιοι Ελλαδίτες κομμουνιστές
ερευνητές προβάλλουν την ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία (βλ. Η Μικρασιατική
εκστρατεία και καταστροφή, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή), άλλοι, πιο
εκσυγχρονισμένοι, επιλέγουν να αποσιωπούν πλήρως την παράμετρο “Ελλήνες της
Ανατολής”, τη σημασία της Μικρασιατικής Καταστροφής, να περιφρονούν τις απόψεις
αλλά και τη σύγχρονη παρουσία των προσφύγων και των απογόνων, εκφράζοντας με
τον πιο έντονο τρόπο την Ιστορία μόνο σχετικά με το κράτος της Ελλάδας,
εμπεδώνοντας έτσι πλήρως της ελλειπτική εικόνα του πρόσφατου παρελθόντος στον
Έλληνα πολίτη (βλ. Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό, δίτομο, εκδ. Βιβλιόραμα).
Τραγικότερη όμως επιβίωση της παραδοσιακής αντιμικρασιατικής στάσης υπήρξε η
αρνητική πολιτική παρέμβαση κύκλων του Συνασπισμού και της Αυγής, των
“εκσυγχρονιστών” του Μπίστη, του Ελεφάντη και άλλων, μαζί με ερευνητές του
Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, όταν η κοινωνία των Μικρασιατών στην Ελλάδα
διεκδίκησε την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστη από τον τουρκικό
εθνικισμό.
* Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι
διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας
http://www.ardin.gr/?q=node/1283
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου