Σάββατο 6 Απριλίου 2013
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ὁ Φώτιος Κόντογλου, γεννήθηκε στὶς Κυδωνίες (Ἀϊβαλί) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας,
στὶς 8 Νοεμβρίου 1895, ὡς τὸ τέταρτο παιδὶ τῆς οἰκογενείας
τοῦ Νικολάου Ἀποστολέλη καὶ τῆς Δέσποινας
Κόντογλου. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ γέννησή του πεθαίνει ὁ πατέρας του καὶ τὴν
κηδεμονία του ἀναλαμβάνει ὁ θεῖος του ἱερομόναχος π. Στέφανος Κόντογλου, ἡγούμενος τοῦ οἰκογενειακοῦ μονυδρίου τῆς Ἁγίας
Παρασκευῆς. Ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ θείου του, ἔλαβε ὡς ἐπώνυμο, τὸ ἐπίθετο
τῆς οἰκογένειας
τῆς μητέρας του. Τὸ 1906 τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο τῆς
Κάτω Χώρας καὶ ἐνεγράφη
στὸ γυμνάσιο τοῦ Ἀϊβαλί. Πρὶν ἀκόμα τελείωσει τὸ γυμνάσιο μαζὶ μὲ
τοὺς συμμαθητές του Στρατῆ Δούκα καὶ Πάνο Βαλσαμάκη, ἐξέδωσε τὸ πολυγραφημένο περιοδικὸ «Μέλισσα». Τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1913 ὁ θεῖος
του τὸν ἐγγράφει
στὴ Σχολὴ
Καλῶν Τεχνῶν. Κατὰ τὴ
διάρκεια τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ οἰκογένειά του ἀναγκάζεται νὰ τοῦ
διακόψει τὸ ἐπίδομα
σπουδῶν καὶ
μαζὶ μὲ τὸ συμμαθητή του Σπύρο Παπαλουκᾶ, ἐργάζονται σὲ φωτογραφεῖα καὶ βάφουν θεατρικὰ σκηνικά. Μὲ τὴν
καταστροφὴ τοῦ Ἀϊβαλίου (1914–1917) χάνει τὴ
μητέρα καὶ τὸ
θεῖο του, διακόπτει τὶς σπουδές του καὶ μεταβαίνει στὴν Εὐρώπη ὅπου
ἐργάζεται ὡς ἀνθρακωρύχος. Παραμένει στὸ Παρίσι καὶ συνεργάζεται μὲ τὴν ἐφημερίδα
Illustration. Τὸ 1919 ἐπιστρέφει στὸ Ἀϊβαλὶ ὅπου διδάσκει γαλλικὰ στὸ Παρθεναγωγεῖο τῆς πόλης. Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ (1922) ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στὴν Ἀθήνα. Ἀρχίζει νὰ δημιουργεῖ καὶ νὰ ὀργανώνει τὶς πρῶτες ἐκθέσεις
ἔργων του.
ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Σήμερα νομίζεται καλὸς σὲ ὅλα,
ὅποιος εἶναι ἀδιάφορος, ὅποιος δὲν νοιάζεται γιὰ τίποτα, ὅποιος δὲν νιώθει καμιὰ εὐθύνη.
Ἀλλιῶς
τὸν λένε σωβινιστή, τοπικιστή,
μισαλλόδοξο, φανατικό. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὴν
χώρα μας, τὰ ἤθη
καὶ ἔθιμά
μας, τὴν παράδοσή μας, τὴν γλώσσα μας, θεωρεῖται
ὀπισθοδρομικός. Οἱ ἀδιάφοροι παιρνοῦν γιὰ φιλελεύθεροι ἄνθρωποι, γιὰ ἄνθρωποι
ποὺ ζοῦνε
μὲ τὸ
πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ ἔχουν γιὰ πιστεύω τὴν καλοπέραση, τὸ εὔκολο κέρδος, τὶς εὐκολίες, τὶς ἀναπαύσεις, κι ἂς μὴν ἀπομείνῃ τίποτα ποὺ νὰ
θυμίζῃ σὲ
ποιὸ μέρος βρισκόμαστε, ἀπὸ ποὺ
κρατᾶμε, ποιοὶ ζήσανε πρὶν ἀπὸ μᾶς στὴν
χώρα μας. Ἡ ξενομανία μᾶς ἔγινε τώρα σωστὴ ξενοδουλεία, σήμερα περνᾶ
γιὰ ἀρετή,
κι ὅποιος ἔχῃ τούτη τὴν ἀρρώστεια πιὸ βαρειὰ παρμένη, λογαριάζεται γιὰ σπουδαῖος ἄνθρωπος.
Κάθε χρόνο ο Άγιος
Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε
χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά.
Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής,
ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’
ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν
τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την
απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής
έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε
πεινούσε, ούτε κρύωνε.
Εἴπαμε πώς, ἐδῶ
στὴν Ἑλλάδα,
ὄχι μοναχὰ δὲν διαβάζουμε, ἀλλὰ κἄν
δὲν ξέρουμε ἂν ὑπάρχουνε οἱ μυστικοὶ Πατέρες ποὺ φωτίσανε τὴν Ὀρθοδοξία.
Γιὰ τοὺς
θεολόγους ἡ Ὀρθοδοξία
κατάντησε μιὰ κούφια λέξη, ἀφοῦ ἡ
μυστικὴ οὐσία
της τοὺς εἶναι
ἄγνωστη, ὅπως κι' ἡ παράδοσή τους. Οἱ δικοί μας θεολόγοι παίρνουνε τὰ φῶτα ἀπὸ τὴ Δύση, γιατί ἐκεῖ ἡ θεολογία ἔχει γίνει ἐπιστήμη, κ' ἡ ματαιοδοξία τους κολακεύεται ἀπ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Ἡ
πίστη, γι' αὐτούς, δὲν ἔχει καμμιὰ σημασία. Θὰ μοῦ πῆτε, "θεολογία χωρὶς
πίστη, γίνεται;" Μὰ κ' ἐγὼ σᾶς ρωτῶ,
μὲ τὴν ἴδια ἀπορία, "γίνεται θεολογία χωρὶς πίστη;"
Ὁ τύπος τῆς Γεννήσεως στοὺς βυζαντινοὺς εἶναι τοῦτος: Στὴ μέση στέκεται ἕνα σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στὸ μαῦρο ἄνοιγμά
του εἶναι μία φάτνη καὶ μέσα βρίσκεται ἕνα μωρὸ φασκιωμένο, ὁ Χριστός, κι’ ἀπό-πάνω του τὸν ἀχνίζουνε
μὲ τὸ
χνῶτο τους ἕνα βόδι κ’ἕνα γαϊδοῦρι εἴτε ἄλογο.
Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγι στὸ
τέκνο της ἀπάνω σ' ἕνα στρωσίδι, ὅπως συνηθίζουνε στὴν Ἀνατολή. Στὸ ἀπάνω μέρος ἀπό τὰ δεξιὰ εἶναι χορὸς Ἀγγέλων
σὲ στάση δεήσεως, ενῶ ἀπὸ
τ’ἀριστερὰ ἕνας ἄλλος
ἄγγελος μὲ φτερὰ ἀνοιχτά,
μιλᾶ μὲ
τοὺς τσομπάνηδες σὰν νὰ τοὺς
λέγει ταὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση.
Στο κάτω μέρος απὸ τὰ
δεξιὰ παριστάνεται ὁ γέρο Ἰωσὴφ
καθισμένος σ’ἕνα κοτρόνι καὶ συλλογίζεται μὲ τὸ
κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέγει «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι
αὐτήν», καθ’ὅσον δὲν ἤθελε
να ἐκθέσει την Παναγία ποὺ γέννησε δίχως νἄναι δικό του τὸ παιδί.
Η Ορθοδοξία είναι η
πηγή απ’ όπου τρέχουνε να ξεδιψάσουνε άνθρωποι που δεν ευρήκανε την αλήθεια
ούτε στον Καθολικισμό, ούτε στον Προτεσταντισμό, ούτε σε καμμιά άλλη από τις
μυριάδες αιρέσεις που υπάρχουνε σήμερα.
Εάν ο άνθρωπος
απελπισθεί από κάθε άλλη βοήθεια και δέσει σφιχτά την ελπίδα του στον Θεό
μοναχά, και ταπεινωθεί και δεν λογαριάζει για τίποτα τον εαυτό του, τότε θα
νοιώσει να τον σκεπάζει η θεϊκή ευσπλαχνία και να του δίνει κάποια δύναμη ώστε
να μην υπάρχει τίποτα πια για να τον φοβερίζει, κι’ ούτε καμμιά ανάγκη για να
τον κάνει να τη συλλογισθεί.
Όλα του φαίνονται σαν
να μην υπάρχουνε, κι’ αυτός ελαφρός σαν πνοή γεμάτη δύναμη, χαρά, ελπίδα και
αγάπη (γιατί η αληθινή αγάπη βγαίνει από την πίστη κι’ από την ελπίδα), πετά
υψηλά, γλυτωμένος από το βάρος της σαρκός κι’ από τις μάταιες φροντίδες τις
σαρκικής διάνοιας, ήγουν τη φιλοδοξία, τον μωρό ζήλο να ερευνήσει το μυστήριο
του κόσμου, κι’ όλες τις άλλες μικρολογίες με τις οποίες είναι δεμένη η ζωή
μας.
H πάντιμος τέχνη της
Εικονογραφίας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι μία ιερά τέχνη και
λειτουργική, όπως είναι όλαι αι εκκλησιαστικαί τέχναι, όπου έχουν σκοπόν
πνευματικόν. Αι άγιαι αυταί τέχναι δεν θέλουν να στολίσουν μόνον τον ναόν με
ζωγραφικήν δια να είναι ευχ άριστος και τερπνός εις τους εκκλησιαζομένους, ή να
τέρψουν την ακοήν των με την μουσικήν, αλλά να τους ανεβάσουν είς τον μυστικόν
κόσμον της πίστεως με την πνευματικήν κλίμακα, όπου έχει διαβαθμίδας ήγουν
σκαλούνια, τας ιεράς τέχνας, την υμνολογίαν, την ψαλμωδίαν, τήν οικοδομήν, την
αγιογραφίαν και τας λοιπάς τέχνας, οπού συνεργούν, όλες μαζί, εις το να μορφωθή
μέσα εις τας ψυχάς των πιστών ο μυστικός Πράδεισος, ο ευωδιάζων με πνευματικήν
ευωδίαν. Δια τούτο, τά έργα των εκκλησιαστικών τεχνών της Ανατολικής Εκκλησίας
είναι υπομνήματα εις τον θείον λόγον.
Στὸν καιρό μας βγήκανε πολλὲς
νέες θρησκεῖες, θρησκεῖες, ποὺ τὶς
πρεσβεύουνε οἱ ἄπιστοι
κι οἱ ἄθεοι.
Μιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς
εἶναι κι ὁ τουρισμός, ποὺ τὸν
γέννησε ἡ κούφια καὶ χασομέρικη περιέργεια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ σκαλίζει καὶ νὰ
μαθαίνει χωρὶς νὰ
δίνει καμμιὰ σημασία σ᾿ ἐκεῖνο
ποὺ βλέπει κι ἀκούει. Οἱ περισσότεροι τουρίστες βαριοῦνται τὴ ζωή τους καὶ θέλουνε νὰ περάσουνε τὴν ὥρα τους, χωρὶς νὰ σκοτίζουνται μήτε γιὰ τὰ μνημεῖα, μήτε γιὰ τὰ ἱστορικὰ ποὺ
τοὺς λένε οἱ ξεναγοί, ποὺ μοιάζουνε σὰν νὰ περιποιοῦνται σ᾿ ἕνα
τραπέζι κάποιους ἀνθρώπους ποὺ ἔχουνε ἀνορεξία. Ὅσα λένε, ἀπὸ τὅνα
τ᾿ αὐτὶ τοὺς μπαίνουν κι ἀπὸ τ᾿ ἄλλο βγαίνουν.
Τὴ Λαμπροδευτέρα τὸ βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρὶν νὰ πλαγιάσω γιὰ νὰ κοιμηθῶ, βγῆκα στὸ
μικρὸ περιβολάκι ποῦ ἔχουμε πίσω ἀπὸ τὸ
σπίτι μας, καὶ στάθηκα γιὰ λίγο, κοιτάζοντας τὸ
σκοτεινὸ οὐρανὸ μὲ τ' ἄστρα.
Σὰν νὰ τὸν ἔβλεπα πρώτη φορά. Μοῦ
φάνηκε πολὺ βαθύς, καὶ Σὰν νὰ ἐρχότανε ἀπὸ
πάνω μία μακρινὴ ψαλμωδία. τὸ στόμα μου εἶπε σιγανά: «Ὑψοῦτε Κύριον τὸν Θεὸν ἠμῶν, καὶ προσκυνεῖτε τῷ ὑποπόδιο
τῶν ποδῶν
αὐτοῦ».
'Ἕνας ἁγιασμένος
γέροντάς μου εἶχε πεῖ
μία φορὰ πῶς
κατὰ τοῦτες
τὶς ὧρες
ἀνοίγουνε τὰ οὐράνια. Ὃ ἀγέρας μοσκοβολοῦσε ἀπὸ τὰ λουλούδια κι ἀπὸ τὰ ἅγιοχορταρα, ποῦ ἔχουμε φυτέψει. «Πλήρης δ οὐρανὸς καὶ ἢ γῆ τῆς
δόξης τοῦ Κυρίου».
Μεγάλο, πολὺ μεγάλο καὶ σπουδαῖο εἶναι ἕνα
ζήτημα ποὺ δὲν
τοῦ δώσανε σχεδὸν καθόλου προσοχὴ οἱ
περισσότεροι Ἕλληνες. Κι αὐτὸ εἶναι
τὸ ὅτι
ἀπὸ
καιρὸ ἀρχίσανε
κάποιοι δικοί μας κληρικοὶ νὰ
θέλουν καὶ νὰ ἐπιδιώκουν νὰ δέσουν στενὲς σχέσεις μὲ τοὺς
παπικούς, ποὺ ἐπὶ τόσους αἰῶνες μᾶς
ρημάξανε. Γιατί, στὰ ἀληθινά,
δὲν ὑπάρχει
πιὸ μεγάλος ἀντίμαχος τῆς φυλῆς
μας, κι ἐπίμονος ἀντίμαχος, πού, σώνει καὶ
καλά, θέλει νὰ σβήσει τὴν Ὀρθοδοξία.
Τὸν καιρὸ ποὺ
δούλευα στὸν Μυστρᾶ, τύχαινε πολλὲς φορὲς
νὰ βρεθῶ
μοναχὸς μέσα στὴν Περίβλεπτο. Τ᾿ ἀπόγεμα
ἡ ἐκκλησία
σκοτείνιαζε κι ἀγρίευε. Ἀπὸ πάνου ἀπὸ τὴν
σκαλωσιὰ ἄκουγα
πατήματα. «Κανένα φάντασμα θὰ περπατᾷ», συλλογιζόμουνα, καὶ
γύριζα τὸ κεφάλι μου πάντα κατὰ τὸ μέρος ποὺ στεκόντανε ζωγραφισμένοι οἱ
στρατιῶτες καὶ οἱ πολεμάρχοι. Στεκόντανε στὴ σειρὰ ἕνα
γῦρο, λίγο ψηλότερα ἀπὸ τὸ χῶμα, οἱ περισσότεροι μὲ βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στὸ
στῆθος, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς κομματιασμένοι ἀπὸ τὶς
σπαθιές. Σὲ πολλὰ
κεφάλια εἶχε ἀπομείνει
γερὸ ἕνα
μάτι μοναχά, μὰ κεῖνο
τὸ μάτι ἔβλεπε σὰν δέκα ζωντανά.
Τί ἤτανε, ἀληθινά, ἐκεῖνο τὸ
Βυζάντιο, ἐκείνη ἡ Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! Ὄχι μοναχὰ ἡ ἀρχαία πολιτεία, μὰ κι ἡ
καινούρια, ὡς τοῦ
σουλτὰν-Χαμὶτ
τὰ χρόνια. Εἶχα γνωρίσει ἕναν χριστιανὸ Ἀνατολίτη κοσμογυρισμένον, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴν Εὐρώπη
καὶ στὴν Ἀμερική, στὴ Λόντρα, στὸ Παρίσι, στὴ Ρώμη, στὴ Νέα Ὑόρκη. «Ὅλες αὐτὲς
οἱ μεγάλες πολιτεῖες, μοῦ ἔλεγε,
εἶναι σπουδαῖες, μὰ σὰν
τὴν Κωνσταντινόπολη δὲν ὑπάρχει ἄλλη στὴν οἰκουμένη,
κι οὔτε βρίσκεται στὸν ντουνιὰ τέτοια ἐπίσημη ἀρχοντικιὰ καὶ βασιλικὴ πολιτεία».
Η Παναγία είναι το
πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη
μητέρα, η παρηγορήτρια κ’ η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση.
Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια,
παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι’ ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα
βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και
πνευματική ευωδία της. Μέσα στο καθένα απ’ αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο
εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε
ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας
βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν
εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων
πολλών». Το κάλλος της Παναγίας δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά πνευματικό,
γιατί εκεί που υπάρχει ο πόνος κ’ η αγιότητα, υπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό.
Το σαρκικό κάλλος φέρνει τη σαρκική έξαψη, ενώ το πνευματικό κάλλος φέρνει
κατυάνυξη, σεβασμό κι’ αγνή αγάπη. Αυτό το κάλλος έχει η Παναγία.
«Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ
ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων. χείλη δε πιστών τη Θεοτόκω ασιγήτως φωνήν του
αγγέλου αναμέλποντα, εν αγαλλιάσει βοάτω: Όντως ανωτέρα πάντων υπάρχεις,
Παρθένε αγνή». «Εσένα που είσαι ζωντανή κιβωτός του Θεού, ας μη σε αγγίζει
ολότελα χέρι άπιστο, αλλά χείλια πιστά ας ψάλλουνε δίχως να σωπάσουνε τη φωνή
του αγγέλου (ο υμνωδός θέλει να πει τη φωνή του αρχαγγέλου Γαβριήλ, που είπε
«ευλογημένη συ εν γυναιξί») κι ας κράζουνε: «Αληθινά, είσαι ανώτερη απ’ όλα
Παρθένε αγνή».
Ἅμα χαλαστεῖ ὁ ἄνθρωπος,
ἀρχίζει νὰ σιχαίνεται τὰ ἁπλὰ καὶ τὰ
φτωχὰ πράγματα. Μὰ πολλὲς φορὲς
ξανάρχεται στὸν παλιὸ ἑαυτό του, σὰν τὸν μεθυσμένον ποὺ ξεμέθυσε, καὶ τότε καταλαβαίνει πάλι μεγάλη ὄρεξη γιὰ τὴν ἁπλότητα, καὶ χαίρεται μέσα του καὶ εἰρηνεύει, καὶ θέλει νὰ ζεῖ
ταπεινὰ καὶ ἥσυχα. Τότε τοῦ ἀρέσουνε
πάλι τὰ ταπεινὰ καὶ τ᾿ ἀπονήρευτα πράγματα, καὶ
νοιώθει μέσα του τὴν γλυκύτητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ εἶναι μέσα στὸ Εὐαγγέλιο.
Γιατί χωρὶς ἁπλὴ
καρδιά, ἀληθινὸς
χριστιανὸς δὲν
γίνεται κανένας. Αὐτὸ θὰ τὸ νοιώσεις ἀπὸ κάποια λόγια τῶν ἁγίων ποὺ λένε: «Ὅποιος δὲν γνώρισε τὴν εἰρήνη,
δὲν γνώρισε τὴ χαρά. Ἂν ἀγαπᾶς τὴν πραότητα, ζῆσε μὲ εἰρήνη·
κι ἂν ἀξιωθεῖς τὴν εἰρήνη,
θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε καιρό. Ἄνθρωπος μὲ πολλὲς ἔγνοιες,
δὲν εἰμπορεῖ νὰ γίνει πράος καὶ ἠσύχιος.
Τα Χριστούγεννα, τα
Φώτα, η Πρωτοχρονιά, κι άλλες γιορτές, για πολλούς ανθρώπους δεν είναι καθόλου
γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε θλίψη και δοκιμασία.
Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση να χαρούνε, σε καιρό που οι
άλλοι χαίρουνται.
Παρεκτός από τους
ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους χαροκαμένους,
τους αρρώστους, οι περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι που τους στενεύει η
ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι.
Πολλοί απ’ αυτούς
μπορεί να μη δίνουνε σημασία στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για
να δώσουνε τη χαρά στα παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’
αυτούς. Οι τέτοιοι κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο
μεγάλοι μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το
πικροβότανο.
Τοὺς ἐλαφρούς, κούφιους καὶ νευρικοὺς ἀνθρώπους
τοὺς ἐνοχλεῖ ἡ μονοτονία. Ὁλοένα παραπονιοῦνται γι᾿ αὐτὴ
καὶ θέλουνε πάντα κάποια ποικιλία,
κάποια ἀλλαγή, κάποιο καινούριο καὶ διαφορετικό, ὅπως λένε. Πλήττουν καὶ κουράζονται γρήγορα. Ποθοῦνε
τὴν ἀλλαγή,
κι ἂς εἶναι
καὶ πρὸς
τὰ χειρότερα. Αὐτοὶ εἶναι
ποὺ ἐνθουσιάζονται
γιὰ τοὺς
νεωτερισμούς, σ᾿ ὅλα
τὰ πράγματα. Ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἐβγῆκε ἡ μόδα, τούτη ἡ τυραννικὴ ἀνοησία,
κατὰ τὴν ὁποία τὸ ὄμορφο
ἀλλάζει κάθε τόσο, μ᾿ ἕνα σύνθημα. Στὶς μέρες μας, κατάντησε κι ἡ
τέχνη σὰν τὴ
μόδα.
Δὲν λέγω πὼς κάθε τί ποὺ εἶναι μονότονο, εἶναι καλὸ καὶ
σπουδαῖο. Ἡ
φύση, ὅμως, μὲ τὶς τέσσερες ἐποχὲς τοῦ χρόνου,
μὲ τὶς ἀλλαγὲς τοῦ
καιροῦ, μὲ τὶς θάλασσες, μὲ τὰ
βουνὰ καὶ μὲ τὰ δάση της, ἔχει μία μονοτονία μεγαλόπρεπη καὶ ἱερή.
Ὁ καιρὸς
εἶναι ἕνα
πρᾶγμα ἄπιαστο
καὶ κατὰ
βάθος ἀκατανόητο. Τὸ μυαλό μας κ᾿ ἡ
καρδιά μας τὸν νοιώθουνε ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ
γίνονται στὸν κόσμο. Μὰ κάποιες ἀλλαγὲς
μπορεῖ νὰ
γίνουνε πολὺ γρήγορα, ἀπὸ μιὰ
μέρα σὲ ἄλλη,
ὅπως ἡ
παραμόρφωση τοῦ ἄνθρωπου
ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια, ἢ ἕνας
ξαφνικὸς θάνατος ποὺ μέσα σὲ μιὰ
στιγμὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἕνα ἀγνώριστο κουφάρι. Τὸν καιρὸ τὸν
νοιώθουμε πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τὸ πάλιωμα κι ἀπὸ τὸ γῆρας, ποὺ ἀλλάζουνε τὰ νεαρὰ καὶ τὰ ζωντανὰ πλάσματα, κι αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ τὴν
καταλαβαίνουμε σκληρά. Τὸν νοιώθουμε κι ἀπὸ τὴν
καινούργιεψη τοῦ κόσμου, μὰ πιὸ δυνατὰ τὸν νοιώθουμε ἀπὸ τὴ
φθορά· καὶ τὸν
νοιώθουμε ἀπ᾿ αὐτὴ πιὸ
δυνατά, γιατὶ πονᾶμε,
κι ὁ πόνος εἶναι πιὸ βαθὺς ἀπὸ τὴ
χαρά.
Γι᾿ αὐτὸ
στεκόμαστε περίφοβοι μπροστὰ στὸν
καινούργιο χρόνο, μπροστὰ σ᾿ ἕνα τεχνητὸ χώρισμα, ποὺ βάλαμε στὸ πέλαγος τοῦ καιροῦ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι,
σὰν νὰ μὴν εἶναι ἡ
κάθε μέρα ἀρχὴ
καινούργιου χρόνου. Σ᾿ αὐτὸν τὸν ἀτελείωτον
ὠκεανὸν
δὲν ὑπάρχει
μήτε νησί, μήτε στεριὰ γιὰ νὰ ἀράξεις. Τὰ ρεύματα σέρνουνε τὸ
καράβι σου μέρα-νύχτα καὶ τὸ πᾶνε παραπέρα, εἴτε θέλεις εἴτε δὲν θέλεις, ὣς ποὺ νὰ σὲ πετάξουνε ἀπάνω σὲ μιὰ ξέρα, ἢ νὰ σὲ πᾶνε σ᾿ ἕνα
λιμάνι ἀπ᾿ ὅπου δὲν θὰ
ξαναβγεῖς πιά.
«Ἡ ἀλήθεια ἦλθεν, ἡ σκιά παρέδραμε» ή μέρα πού
γεννήθηκε ὁ Χριστός, πόσα ἑκατομμύρια παιδιά γεννηθήκανε στό Ρωμαϊκό κράτος; Ποιά ἤτανε; Τί γινήκανε; Μονάχα ἕνα
ἀπόμεινε καί θ’ ἀπομείνει στόν αἰῶνα, ὁ
Χριστός, τό πιό φτωχό, τό πιό παραπεταμένο, αὐτό
πού γεννήθηκε μέσα στό πα χνί πού τρώγανε τά βόδια, σ’ ἕνα ψωροχώρι τῆς Ἰουδαίας.
Ποιός ἔδω σε προσοχή σ’ αὐτό τό φτωχαδάκι, σέ καιρό πού γεννιότανε ἕνα σωρό ἀρχοντόπουλα μέσα σέ παλάτια
ρωμαϊκά, σέ ζεστά μεταξωτά κρεβάτια καί γιορτάζανε οἱ γονειοί τους καί ξοδεύανε πλούτη ἀρίφνητα γιά τή χαρά πού τούς ἦρθε;
Ποῦ εἶναι
ὅλα αὐτά
τά πολυχαϊδεμένα; Τά κατάπιε ὁ ἄσπλαχνος
δράκος ὁ καιρός κι οὔτε φανήκανε. Καί μολαταῦτα,
μ’ αὐτές τίς ἴδιες τίς ψευτιές θαρρεῖ
πάντα ὁ ἄνθρωπος
πώς θά γίνη εὐτυ χισμένος κι ὁλοένα στά ἴδια καταγίνεται. Τί μᾶς ἔφερε ὁ
Χριστός πού ἦρθε στόν κόσμο μέσα στό παχνί; Τί μᾶς δίδαξε; Μᾶς δίδαξε πώς ὅλα τά ἁπλᾶ
πράγματα εἶναι ἀπό
τό Θεό, κι ὅλα τά περιπλεγμένα εἶναι ἀπό τό Σατανᾶ. Πρίν νἄρθει ὁ
Χριστός στόν κόσμο οἱ ἄνθρωποι
πιστεύανε μονάχα στά σαρκικά, στή δύναμή τους, στήν ἀλαζονεία τους, στήν ἐξυπνάδα
τους. Ὁ Χριστός μεγάλωσε τήν καρδιά τῶν ἀνθρώπων, πού τήν εἶχε στενέψει ἡ περηφάνεια καί μέ τήν ταπείνωση
τήν πλάτυνε. Γιά τοῦτο εἶπε
ὁ προφήτης:
«Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ»...
Με μεγάλη μας έκπληξη
διαπιστώσαμε πως πρόσφατα (Νοέμβριος 2011) διανεμήθηκε προς διδασκαλία, στα
δημοτικά σχολεία της χώρας μας ένα καινούργιο βιβλίο γραμματικής, για την Ε΄
και ΣΤ΄ τάξη, αντικαθιστώντας την μέχρι τώρα ισχύουσα γραμματική του Μανώλη
Τριανταφυλλίδη, η οποία εδιδάσκετο πλέον των 30 χρόνων.
Σύμφωνα με την
καινούργια γραμματική που συντάχθηκε από τους: κ.
Ειρήνη Φιλιππάκη – Warburton, κ. Μιχάλη Γεωργιαφέντη, κ. Γεώργιο Κοτζόγλου και
την κ.Μαργαρίτα Λουκά και εκδόθηκε από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών
Βιβλίων, με την ευθύνη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ανακαλύπτουμε πως: τα
φωνήεντα της Ελληνικής Γλώσσας είναι 5 (πέντε)!!!
Η ΡΩΜΑ·Ι·ΚΗ
αυτοκρατορία δεν κατόρθωσε να διατηρήση την ενότητα της οικουμένης, για την
οποία είχεν αγωνισθή ο Μέγας Αλέξανδρος. Η ριζική αναδιοργάνωση και ο κατ'
ουσίαν διαμελισμός της αυτοκρατορίας από τον Διοκλητιανό εξέφρασε την
αναγνώριση του γεγονότος ότι η οικουμένη διακρινόταν ήδη σε δύο ζώνες: την
ελληνοκεντρική καί τη λατινοκεντρική. Εις πείσμα του οικουμενικού πνεύματός
του, ο χριστιανισμός έπεσε στην αρχή θύμα αυτής της διακρίσεως και, αμέσως
μετά, έγινε ο πρωταγωνιστής της.
Αὐτὸ τὸ
κακὸ δαιμόνιο καθότανε σ᾿ ἕνα μοναστήρι λεγόμενο Καταβύθιση,
μέσα στὴν ἔρημο
Δραμούγκα. Ἐκεῖ
πέρα ἤτανε κ᾿ ἡ Ζυγαριὰ τῆς Σωτηρίας, μὲ τὴν ὁποία
ζυγιάζανε τοὺς προσκυνητὲς κατὰ πόσο ἤτανε ἄξιοι νὰ σωθοῦνε.
Τρέχανε λοιπὸν ἀπὸ
κάθε χώρα χιλιάδες προσκυνητὲς νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι. Περπατούσανε βιαστικά,
πεινασμένοι, διψασμένοι, σκελεθρωμένοι, μὲ
ποδάρια πληγωμένα. Αὐτὸ τὸ κοπάδι, ποὺ στὴν ἀρχὴ ἤτανε
τόσο μεγάλο, μὲ τὸν
καιρὸ λιγόστευε ἀντὶς νὰ
πληθαίνει, ἐπειδὴς
αὐτοὶ οἱ χατζῆδες δὲν
τρώγανε ὁλότελα, μὴν τύχει καὶ παχύνουνε, καὶ πεθαίνανε ἀπὸ τὴν πείνα κι ἀπὸ τὴν κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ.
Πῶς παίρνει ὁ ἄνεμος
τὸν καπνό, ἔτσι τρέχανε αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι μέσα στοὺς κάμπους καὶ στὰ
βουνά. Σκύλοι μαλλιαροὶ κι ἀγριεμένοι
γαβγίζανε ἀπὸ
πίσω τους.
«Σὲ βεβαιώνω πὼς αἰσθάνομαι
στεναχώρια καὶ θλίψη ὅποτε δημοσιευθεῖ τίποτα γιὰ μένα. Ἀνέκαθεν ἀπέφευγα τὰ δοξάρια. Πολὺ φτηνὸ πράγμα. Ἀφοῦ εἶπα
πολλὲς φορὲς
νὰ μὴ
γράψω πιὰ νὰ μὲ ξεχάσουν. Τί ὄμορφο πράγμα νὰ ζεῖς ξεχασμένος!»[1]. Ναί· ξεχασμένος ἀλλὰ καὶ
χαρούμενος, γιατὶ ὅπως
λὲς «ἡ
χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι
μία θέρμη τῆς διάνοιας καὶ ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς ποὺ τὶς ἀξιώνονται ὅσοι θέλουνε νὰ μὴν
τοὺς ξέρουνε οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς
ξέρει ὁ Θεός»[2].
Θὰ σὲ ὑπακούσουμε
εὐγνωμόνως. Θὰ μᾶς ἐπιτρέψεις
ὅμως νὰ
καταθέσουμε ἐρανίσματα ἀπὸ τὸ ἔργο σου καὶ τὴν
κριτικὴ αὐτῶν, ποὺ σὲ
γνώρισαν. Γιὰ τὴ
δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνον, ποὺ ἦταν τὸ
κέντρο τῆς ζωῆς
σου καὶ σὲ ἀνέδειξε σὲ μία νευραλγικὴ γιὰ τὴν
οἰκουμένη ἐποχή, ὅταν ἄρχιζε
ἡ κρίση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, καὶ σὲ ἔθεσε «εἰς κεφαλὴν γωνίας» τῆς ἱστορίας
τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ.
Σύγχυση καὶ ταραχὴ καὶ
χάος ἀνάμεσα στὰ ἔθνη! Ταραχὴ καὶ σάστισμα καὶ χάος καὶ στοὺς ἀνθρώπους, ἕναν - ἕναν. Ποῦ νὰ
βρεθεῖ κανένας νὰ πορεύεται στὴ ζωὴ
του μ' ἕναν ὑψηλὸν σκοπό, μὲ σταθερότητα καὶ ἐλπίδα! Σπάνιο πράγμα.
Οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι
ἔχουνε γίνει οἱ περισσότεροι κάποια πλάσματα ἄδεια
ἀπὸ
κάθε ζωντανὴ ἰδέα,
ποὺ νὰ
τοὺς κάνει νὰ ἀρμενίζουνε μέσα στὸ πέλαγος τῆς ζωῆς
χαρούμενοι καὶ ζωηροί, σὰν τὸ καράβι ποὺ εἶναι φορτωμένο μὲ καλὸ φορτίο, καί, γεμάτο ἐλπίδα καὶ λαχτάρα, τραβᾶ κατὰ τὸ
περιπόθητο λιμάνι, ἀνάμεσα σὲ ξέρες κι ἄγρια βραχόνησα.
Σήμερα βρίσκει κανένας
συχνὰ μπροστά του ἀνθρώπους ποὺ εἶναι
τόσο κούφιοι ἀπὸ
κάθε τι, ποὺ νὰ ἀπορεῖ, γιατί δὲν πίστευε νὰ ὑπάρχει
στὸν κόσμο τόση ἀνοησία, τόση στενομυαλιά, τόση στενοκάρδια καὶ μικρολογία. Σ' αὐτὲς
τὶς στεγνὲς ψυχὲς δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ σὲ ζεστάνει, ἂς εἶναι
καὶ τὸ
παραμικρό. Δὲν μιλῶ
γιὰ ἐξαιρετικὰ αἰσθήματα, γιὰ κάποια σπάνια εὐαισθησία. Ὄχι! Μιλῶ γιὰ τὰ συνηθισμένα αἰσθήματα, ποὺ ἄλλη φορὰ βρισκόντανε σὲ ὅλους
τους ἀνθρώπους. Ναί, σήμερα δὲν ὑπάρχουνε. Σχεδὸν ὅλοι οἱ
σημερινοὶ ἄνθρωποι
περνᾶνε τὴ
ζωὴ τους ξεπλυμένοι ἀπὸ κάθε οὐσία, δίχως κανέναν ἀληθινὸν σκοπό, δίχως ἀληθινὴ
χαρὰ καὶ εὐχαρίστηση, δίχως καμμιὰ
πίστη, καὶ γιὰ
τοῦτο, δίχως ἐλπίδα. Εἶναι γαντζωμένοι ἀπάνω σὲ κάποια πράγματα, ποὺ θέλουνε νὰ τὰ
παραστήσουνε γιὰ σπουδαῖα, ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτα. Κι οἱ χαρές τους κι οἱ εὐτυχίες
τους καὶ τὰ
γλέντια τους, κι οἱ διασκεδάσεις τους, κι οἱ κουβέντες τους καὶ τὰ ἀστεῖα
τους, εἶναι ὅλα
ἄνοστα καὶ ψεύτικα. Γιατί λείπει τὸ ἁλάτι ποὺ τὰ ἄρτυζε ἄλλη φορά.
«Ὁ Νουμᾶς», σελ. 584-586
Εἶμαι καλὰ ἐδῶ ἀπάνου στὴν καρέκλα μου. Εἶμαι λιγάκι στενόχωρα καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶμαι καλύτερα· ἔτσι δείχνει λιγώτερο ἡ
φτώχια μου.
Ἀπ᾿ τὸ φεγγίτη δὲ φαίνεται τίποτα γιὰ νὰ καταλάβῃ κανένας πὼς βρίσκεται τόσο ψηλά, μ᾿ ἄλλα λόγια στὸ ἕχτο πάτωμα. Μάλιστα. Βρίσκουμαι ἀπὸ πάνου ἀπ᾿ ἕνα
σωρὸ λογιῶν
λογιῶν ἀνθρώπους.
Ἐγὼ ὁ ἴδιος τὄχω ξεχάσει κάθε ἄλλη ὥρα,
ὄξω ἀπὸ τούτη ποὺ τὸ
λέω. Μοναχά, πότε πότε τὴ νύχτα, μέσα ἀπ᾿ τὸ
κρεββάτι μου, συλλογίζουμαι πὼς κοιμᾶμαι τόσο ἀψηλὰ
μέσα στὸν ἀγέρα,
ἀπάνου ἀπ᾿ τὸ
μεγάλο δρόμο...
Ἄραγες πόσοι εἶναι κεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ περνοῦν ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τοὺς τέτοιες παράξενες ἀνοησίες!... Τότες βέβαια ὁ
νοῦς μου δὲν εἶναι σὲ
μιὰ καλὴ
κατάσταση. Ὅπως κι ἂν εἶναι, ἐγὼ δὲν ἄκουσα
κανέναν νὰ μοῦ
μιλήση γιὰ τέτοια πράματα. Ἐμένα ὅμως, ὁ
Θεὸς ξαίρει γιατὶ μέσα ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι μου τὸ μυαλό μου κατεβαίνει καὶ ψάχνει, ὅπως τὸ
σκαντάλι μέσα στὸ νερό. Μοῦ φαίνεται πὼς περνῶ σιμὰ ἀπ᾿ τὶς πέτρες τοῦ τοίχου, ὅπως εἶναι
στοιβαγμένες ἡ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη,
ἴσαμε κάτου στὰ θεμέλια
Για του Χριστού την
πίστιν την αγίαν,
για της πατρίδος την
ελευθερίαν,
γι’ αυτά τα δύο πολεμώ,
γι’ αυτά να ζήσω επιθυμώ,
κι αν δεν τα αποκτήσω
τι μ’ ωφελεί να ζήσω;
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
του 1821 έχει μια πνοή αγιασμένη, κι η ιστορία της είνε σαν συναξάρι. Η Ελλάδα
μπορεί να παρασταθεί σαν τη μητέρα των Μακκαβαίων που είδε να βασανίζονται και
να σφάζονται μπροστά της τα παιδιά της ένα-ένα. Από τον καιρό που χάθηκε η
Κωνσταντινούπολη, η πατρίδα μας μαυροφόρεσε σαν χαροκαμένη χήρα· οι άνδρες
ήτανε σαν ασκητές, οι γυναίκες σαν καλογρηές, τα τραγούδια μας γεμάτα πόνο και
ελπίδα, τη λεγόμενη «χαρμολύπη», σαν χερουβικά, σαν τροπάρια.
Ἡ γνήσια ἑλληνικὴ τέχνη
«Ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ
πλούσια». Αὐτὰ τὰ θαυμάσια λόγια εἶναι παρμένα ἀπὸ τὸ
τροπάρι τοῦ ἁγίου
Νικολάου καὶ λένε πὼς αὐτὸς ὁ ἅγιος ἀπέκτησε
μὲ τὴν
ταπείνωση τὰ ὑψηλά,
δηλαδὴ ἀξιώθηκε
νὰ πάρει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα μὲ τὴν
ταπείνωση, καὶ μὲ τὴ φτώχεια πλούτισε τὴν
ψυχή του μὲ οὐράνιους
θησαυρούς.
Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ
λόγια εἶναι καὶ γενικὰ σύμβολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα
καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ εἶναι ἡ
θρησκευτικὴ ἔκφρασή
της. Τὸ «τῇ
πτωχείᾳ τὰ
πλούσια» εἶναι παρόμοιο μὲ τὸ ἀρχαῖο ρητὸ «καλλιτεχνοῦμεν μετ᾿ εὐτελείας»,
ποὺ ἐξηγεῖ τὴν ἁπλότητα,
τὴν λιτότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν τέχνη μας, καὶ γενικὰ σὲ ὅλα
μας.
Πολλά έχουν γραφή για
τα ράσα και τα γένια των κληρικών. Οι περισσότεροι απ' εκείνους που δεν τα
χωνεύουνε, είναι κάποιοι που θέλουνε να φαίνονται ελεύθεροι και νεωτεριστικά
πνεύματα. Αυτοί όλοι είναι πάντα «πρακτικοί» άνθρωποι, που κρίνουνε τα της
θρησκείας με το πρακτικό και πεζό μυαλό τους, ενώ η χριστιανική θρησκεία δεν
έχει καμιά σχέση με τα πρακτικά μυαλά, γιατί είναι η βαθύτερη ποίηση, η άβυσσος
της ποίησης. Η κακοδαιμονία της Εκκλησίας μας έχει την αιτία της, κατά την
γνώμη μου, στο ότι λείψανε απ' αυτήν οι ποιητικές ψυχές, με την πραγματική
σημαία της ποίησης, και γέμισε από «πρακτικούς» ανθρώπους, ήγουν από ξεραΐλα
και το μέγα έλεος.
Εἶναι πάντα εὐπρόσδεκτο καὶ παρήγορο νὰ ἐμφανίζονται
κείμενα ποὺ δίνουν ἀφορμὴ στοὺς Ἕλληνες νὰ ξαναθυμηθοῦν τὶς μεγάλες στιγμὲς τῆς ἱστορικῆς τους διαδρομῆς. ἰδιαίτερα
στὴν ἐποχή
μας, ὅπου ἡ
νέα παγκοσμιοποίηση, ἀναδυόμενη μέσα ἀπὸ καθαρὰ ὑλιστικά, ἐξουσιαστικὰ καὶ
πλουτοκρατικὰ ὁράματα,
σπρώχνει σὲ δεύτερη μοίρα μακραίωνες
παραδόσεις πίστης καὶ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ.
Τὸ κομψὸ αὐτὸ τομίδιο, μὲ τὴν
πάλλουσα κοντόγλεια περιγραφὴ τῆς Ἅλωσης καὶ τὴν
εὐαίσθητη εἰκονογράφηση, ὑψώνει φωνὴ ἀναβαπτίσεως σ᾿ αὐτὴν
τὴ μνήμη.
Θεωροῦμε ὅτι θὰ ἦταν σκόπιμο νὰ δώσουμε μιὰ ἁδρομερῆ καταγραφὴ τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου μέσα στὸ ὁποῖο
δημιουργήθηκαν οἱ συνθῆκες
ποὺ ὁδήγησαν
τελικὰ στὸ
«πάρσιμο τῆς Πόλης».
«Ταύτα λελάληκα υμίν
ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χαρά υμών πληρωθή» (Ιω. ΙΕ’.11). «Η γυνή
όταν τίκτη, λύπην έχει, ότι ήλθεν η ώρα αυτής· όταν θα γεννήση το παιδίον,
ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως, διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον
κόσμον. Και υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε· πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται
υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών.» (Ιω. ΙΣΤ’. 20).
Αληθινή
κι’ όχι ψεύτικη χαρά νοιώθει μονάχα όποιος έχει τον Χριστό μέσα του, κ’ είναι
ταπεινός, πράος, γεμάτος αγάπη. Αληθινή χαρά έχει μονάχα εκείνος που
ξαναγεννήθηκε στην αληθινή ζωή του Χριστού. Κι’αυτή η αληθινή χαρά βγαίνει από
καρδιά που πονά και θλίβεται για τον Χριστό, και βρέχεται από το παρηγορητικό
δάκρυο το οποίο δεν το γνωρίζουνε οι άλλοι άνθρωποι, κατά τον άγιο λόγο που
είπε το στόμα του Κυρίου : «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται»
(Ματθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι όσοι είναι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε.» Κι’
αλλού λέγει : «Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε.» (Λουκ. ΣΤ’. 21).
Όποιος λυπάται και υποφέρνει για τον Χριστό, πέρνει παρηγοριά ουράνια και
ειρήνη αθόλωτη.
Ετικέτες
Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ,
Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ,
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΑ,
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΡΩΜΗΟΥ,
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Related Posts: Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ,
Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ,
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΑ,
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΡΩΜΗΟΥ,
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου