ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Σάββατο 6 Απριλίου 2013

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ



ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Φώτιος Κόντογλου, γεννήθηκε στς Κυδωνίες (ϊβαλί) τς Μικρς σίας, στς 8 Νοεμβρίου 1895, ς τ τέταρτο παιδ τς οκογενείας το Νικολάου ποστολέλη κα τς Δέσποινας Κόντογλου. να χρόνο μετ τ γέννησή του πεθαίνει πατέρας του κα τν κηδεμονία του ναλαμβάνει θεος του ερομόναχος π. Στέφανος Κόντογλου, γούμενος το οκογενειακο μονυδρίου τς γίας Παρασκευς. π γάπη κα εγνωμοσύνη πρς τ πρόσωπο το θείου του, λαβε ς πώνυμο, τ πίθετο τς οκογένειας τς μητέρας του. Τ 1906 τελείωσε τ δημοτικ σχολεο τς Κάτω Χώρας κα νεγράφη στ γυμνάσιο το ϊβαλί. Πρν κόμα τελείωσει τ γυμνάσιο μαζ μ τος συμμαθητές του Στρατ Δούκα κα Πάνο Βαλσαμάκη, ξέδωσε τ πολυγραφημένο περιοδικ «Μέλισσα». Τ Σεπτέμβριο το 1913 θεος του τν γγράφει στ Σχολ Καλν Τεχνν. Κατ τ διάρκεια το Α´ Παγκοσμίου Πολέμου οκογένειά του ναγκάζεται ν το διακόψει τ πίδομα σπουδν κα μαζ μ τ συμμαθητή του Σπύρο Παπαλουκ, ργάζονται σ φωτογραφεα κα βάφουν θεατρικ σκηνικά. Μ τν καταστροφ το ϊβαλίου (1914–1917) χάνει τ μητέρα κα τ θεο του, διακόπτει τς σπουδές του κα μεταβαίνει στν Ερώπη που ργάζεται ς νθρακωρύχος. Παραμένει στ Παρίσι κα συνεργάζεται μ τν φημερίδα Illustration. Τ 1919 πιστρέφει στ ϊβαλ που διδάσκει γαλλικ στ Παρθεναγωγεο τς πόλης. Μετ τ Μικρασιατικ Καταστροφ (1922) γκαταστάθηκε μόνιμα στν θήνα. ρχίζει ν δημιουργε κα ν ργανώνει τς πρτες κθέσεις ργων του.


ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ



Σήμερα νομίζεται καλς σ λα, ποιος εναι διάφορος, ποιος δν νοιάζεται γι τίποτα, ποιος δν νιώθει καμι εθύνη. λλις τν λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. ποιος γαπ τν χώρα μας, τ θη κα θιμά μας, τν παράδοσή μας, τν γλώσσα μας, θεωρεται πισθοδρομικός. Ο διάφοροι παιρνον γι φιλελεύθεροι νθρωποι, γι νθρωποι πο ζονε μ τ πνεμα τς ποχς μας, πο χουν γι πιστεύω τν καλοπέραση, τ εκολο κέρδος, τς εκολίες, τς ναπαύσεις, κι ς μν πομείν τίποτα πο ν θυμίζ σ ποι μέρος βρισκόμαστε, π πο κρατμε, ποιο ζήσανε πρν π μς στν χώρα μας. ξενομανία μς γινε τώρα σωστ ξενοδουλεία, σήμερα περν γι ρετή, κι ποιος χ τούτη τν ρρώστεια πι βαρει παρμένη, λογαριάζεται γι σπουδαος νθρωπος.


Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.



Επαμε πώς, δ στν λλάδα, χι μοναχ δν διαβάζουμε, λλ κν δν ξέρουμε ν πάρχουνε ο μυστικο Πατέρες πο φωτίσανε τν ρθοδοξία. Γι τος θεολόγους ρθοδοξία κατάντησε μι κούφια λέξη, φο μυστικ οσία της τος εναι γνωστη, πως κι' παράδοσή τους. Ο δικοί μας θεολόγοι παίρνουνε τ φτα π τ Δύση, γιατί κε θεολογία χει γίνει πιστήμη, κ' ματαιοδοξία τους κολακεύεται π' ατ τ πργμα. πίστη, γι' ατούς, δν χει καμμι σημασία. Θ μο πτε, "θεολογία χωρς πίστη, γίνεται;" Μ κ' γ σς ρωτ, μ τν δια πορία, "γίνεται θεολογία χωρς πίστη;"


τύπος τς Γεννήσεως στος βυζαντινος εναι τοτος: Στ μέση στέκεται να σπήλαιο σν π κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στ μαρο νοιγμά του εναι μία φάτνη κα μέσα βρίσκεται να μωρ φασκιωμένο, Χριστός, κι’ πό-πάνω του τν χνίζουνε μ τ χντο τους να βόδι κ’να γαϊδορι ετε λογο. Παναγία εναι ξαπλωμένη πλάγι στ τέκνο της πάνω σ' να στρωσίδι, πως συνηθίζουνε στν νατολή. Στ πάνω μέρος πό τ δεξι εναι χορς γγέλων σ στάση δεήσεως, εν π τ’ριστερ νας λλος γγελος μ φτερ νοιχτά, μιλ μ τος τσομπάνηδες σν ν τος λέγει τα χαροποι τν εδηση. Στο κάτω μέρος απ τ δεξι παριστάνεται γέρο ωσφ καθισμένος σ’να κοτρόνι κα συλλογίζεται μ τ κεφάλι κουμπισμένο στ χέρι του, κατ τ Εαγγέλιο πο λέγει «βουλήθη λάθρα πολσαι ατήν», καθ’σον δν θελε να κθέσει την Παναγία πο γέννησε δίχως νναι δικό του τ παιδί.


Η Ορθοδοξία είναι η πηγή απ’ όπου τρέχουνε να ξεδιψάσουνε άνθρωποι που δεν ευρήκανε την αλήθεια ούτε στον Καθολικισμό, ούτε στον Προτεσταντισμό, ού­τε σε καμμιά άλλη από τις μυριάδες αιρέσεις που υπάρχουνε σήμερα.
Εάν ο άνθρωπος απελπισθεί από κάθε άλλη βοήθεια και δέσει σφιχτά την ελπίδα του στον Θεό μοναχά, και ταπεινωθεί και δεν λογαριάζει για τίποτα τον εαυτό του, τότε θα νοιώσει να τον σκεπάζει η θεϊκή ευσπλαχνία και να του δίνει κάποια δύναμη ώστε να μην υπάρχει τίποτα πια για να τον φοβερίζει, κι’ ούτε καμμιά ανάγκη για να τον κάνει να τη συλλογισθεί.
Όλα του φαίνονται σαν να μην υπάρχουνε, κι’ αυτός ελαφρός σαν πνοή γεμάτη δύναμη, χαρά, ελπίδα και αγάπη (γιατί η αληθινή αγάπη βγαίνει από την πίστη κι’ από την ελπίδα), πετά υψηλά, γλυτωμένος από το βάρος της σαρκός κι’ από τις μάταιες φροντίδες τις σαρκικής διάνοιας, ήγουν τη φιλοδοξία, τον μωρό ζήλο να ερευνήσει το μυστήριο του κόσμου, κι’ όλες τις άλλες μικρολογίες με τις οποίες είναι δεμένη η ζωή μας.


H πάντιμος τέχνη της Εικονογραφίας της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι μία ιερά τέχνη και λειτουργική, όπως είναι όλαι αι εκκλησιαστικαί τέχναι, όπου έχουν σκοπόν πνευματικόν. Αι άγιαι αυταί τέχναι δεν θέλουν να στολίσουν μόνον τον ναόν με ζωγραφικήν δια να είναι ευχ άριστος και τερπνός εις τους εκκλησιαζομένους, ή να τέρψουν την ακοήν των με την μουσικήν, αλλά να τους ανεβάσουν είς τον μυστικόν κόσμον της πίστεως με την πνευματικήν κλίμακα, όπου έχει διαβαθμίδας ήγουν σκαλούνια, τας ιεράς τέχνας, την υμνολογίαν, την ψαλμωδίαν, τήν οικοδομήν, την αγιογραφίαν και τας λοιπάς τέχνας, οπού συνεργούν, όλες μαζί, εις το να μορφωθή μέσα εις τας ψυχάς των πιστών ο μυστικός Πράδεισος, ο ευωδιάζων με πνευματικήν ευωδίαν. Δια τούτο, τά έργα των εκκλησιαστικών τεχνών της Ανατολικής Εκκλησίας είναι υπομνήματα εις τον θείον λόγον.


Στν καιρό μας βγήκανε πολλς νέες θρησκεες, θρησκεες, πο τς πρεσβεύουνε ο πιστοι κι ο θεοι. Μι π᾿ ατς εναι κι τουρισμός, πο τν γέννησε κούφια κα χασομέρικη περιέργεια το νθρώπου πο θέλει ν σκαλίζει κα ν μαθαίνει χωρς ν δίνει καμμι σημασία σ᾿ κενο πο βλέπει κι κούει. Ο περισσότεροι τουρίστες βαριονται τ ζωή τους κα θέλουνε ν περάσουνε τν ρα τους, χωρς ν σκοτίζουνται μήτε γι τ μνημεα, μήτε γι τ στορικ πο τος λένε ο ξεναγοί, πο μοιάζουνε σν ν περιποιονται σ᾿ να τραπέζι κάποιους νθρώπους πο χουνε νορεξία. σα λένε, π τνα τ᾿ ατ τος μπαίνουν κι π τ᾿ λλο βγαίνουν.


Τ Λαμπροδευτέρα τ βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρν ν πλαγιάσω γι ν κοιμηθ, βγκα στ μικρ περιβολάκι πο χουμε πίσω π τ σπίτι μας, κα στάθηκα γι λίγο, κοιτάζοντας τ σκοτειν οραν μ τ' στρα.
Σν ν τν βλεπα πρώτη φορά. Μο φάνηκε πολ βαθύς, κα Σν ν ρχότανε π πάνω μία μακριν ψαλμωδία. τ στόμα μου επε σιγανά: «ψοτε Κύριον τν Θεν μν, κα προσκυνετε τ ποπόδιο τν ποδν ατο». 'νας γιασμένος γέροντάς μου εχε πε μία φορ πς κατ τοτες τς ρες νοίγουνε τ οράνια. γέρας μοσκοβολοσε π τ λουλούδια κι π τ γιοχορταρα, πο χουμε φυτέψει. «Πλήρης δ ορανς κα γ τς δόξης το Κυρίου».


Μεγάλο, πολ μεγάλο κα σπουδαο εναι να ζήτημα πο δν το δώσανε σχεδν καθόλου προσοχ ο περισσότεροι λληνες. Κι ατ εναι τ τι π καιρ ρχίσανε κάποιοι δικοί μας κληρικο ν θέλουν κα ν πιδιώκουν ν δέσουν στενς σχέσεις μ τος παπικούς, πο π τόσους αἰῶνες μς ρημάξανε. Γιατί, στ ληθινά, δν πάρχει πι μεγάλος ντίμαχος τς φυλς μας, κι πίμονος ντίμαχος, πού, σώνει κα καλά, θέλει ν σβήσει τν ρθοδοξία.


Τν καιρ πο δούλευα στν Μυστρ, τύχαινε πολλς φορς ν βρεθ μοναχς μέσα στν Περίβλεπτο. Τ᾿ πόγεμα κκλησία σκοτείνιαζε κι γρίευε. π πάνου π τν σκαλωσι κουγα πατήματα. «Κανένα φάντασμα θ περπατ», συλλογιζόμουνα, κα γύριζα τ κεφάλι μου πάντα κατ τ μέρος πο στεκόντανε ζωγραφισμένοι ο στρατιτες κα ο πολεμάρχοι. Στεκόντανε στ σειρ να γρο, λίγο ψηλότερα π τ χμα, ο περισσότεροι μ βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στ στθος, πολλο π᾿ ατος κομματιασμένοι π τς σπαθιές. Σ πολλ κεφάλια εχε πομείνει γερ να μάτι μοναχά, μ κενο τ μάτι βλεπε σν δέκα ζωντανά.


Τί τανε, ληθινά, κενο τ Βυζάντιο, κείνη Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! χι μοναχ ρχαία πολιτεία, μ κι καινούρια, ς το σουλτν-Χαμτ τ χρόνια. Εχα γνωρίσει ναν χριστιαν νατολίτη κοσμογυρισμένον, πο ζησε πολλ χρόνια στν Ερώπη κα στν μερική, στ Λόντρα, στ Παρίσι, στ Ρώμη, στ Νέα όρκη. «λες ατς ο μεγάλες πολιτεες, μο λεγε, εναι σπουδαες, μ σν τν Κωνσταντινόπολη δν πάρχει λλη στν οκουμένη, κι οτε βρίσκεται στν ντουνι τέτοια πίσημη ρχοντικι κα βασιλικ πολιτεία».


Η Παναγία είναι το πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη μητέρα, η παρηγορήτρια κ’ η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση. Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι’ ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της. Μέσα στο καθένα απ’ αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών». Το κάλλος της Παναγίας δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά πνευματικό, γιατί εκεί που υπάρχει ο πόνος κ’ η αγιότητα, υπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Το σαρκικό κάλλος φέρνει τη σαρκική έξαψη, ενώ το πνευματικό κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμό κι’ αγνή αγάπη. Αυτό το κάλλος έχει η Παναγία.


«Ως εμψύχω Θεού κιβωτώ ψαυέτω μηδαμώς χειρ αμυήτων. χείλη δε πιστών τη Θεοτόκω ασιγήτως φωνήν του αγγέλου αναμέλποντα, εν αγαλλιάσει βοάτω: Όντως ανωτέρα πάντων υπάρχεις, Παρθένε αγνή». «Εσένα που είσαι ζωντανή κιβωτός του Θεού, ας μη σε αγγίζει ολότελα χέρι άπιστο, αλλά χείλια πιστά ας ψάλλουνε δίχως να σωπάσουνε τη φωνή του αγγέλου (ο υμνωδός θέλει να πει τη φωνή του αρχαγγέλου Γαβριήλ, που είπε «ευλογημένη συ εν γυναιξί») κι ας κράζουνε: «Αληθινά, είσαι ανώτερη απ’ όλα Παρθένε αγνή».


μα χαλαστε νθρωπος, ρχίζει ν σιχαίνεται τ πλ κα τ φτωχ πράγματα. Μ πολλς φορς ξανάρχεται στν παλι αυτό του, σν τν μεθυσμένον πο ξεμέθυσε, κα τότε καταλαβαίνει πάλι μεγάλη ρεξη γι τν πλότητα, κα χαίρεται μέσα του κα ερηνεύει, κα θέλει ν ζε ταπειν κα συχα. Τότε το ρέσουνε πάλι τ ταπειν κα τ᾿ πονήρευτα πράγματα, κα νοιώθει μέσα του τν γλυκύτητα το Χριστο κα τν ερήνη πο εναι μέσα στ Εαγγέλιο.
Γιατί χωρς πλ καρδιά, ληθινς χριστιανς δν γίνεται κανένας. Ατ θ τ νοιώσεις π κάποια λόγια τν γίων πο λένε: «ποιος δν γνώρισε τν ερήνη, δν γνώρισε τ χαρά. ν γαπς τν πραότητα, ζσε μ ερήνη· κι ν ξιωθες τν ερήνη, θ χαίρεσαι σ κάθε καιρό. νθρωπος μ πολλς γνοιες, δν εμπορε ν γίνει πράος κα σύχιος.


Τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, η Πρωτοχρονιά, κι άλλες γιορτές, για πολλούς ανθρώπους δεν είναι καθόλου γιορτές και χαρούμενες μέρες, αλλά μέρες που φέρνουνε θλίψη και δοκιμασία. Δοκιμάζονται οι ψυχές εκείνων που δεν είναι σε θέση να χαρούνε, σε καιρό που οι άλλοι χαίρουνται.
Παρεκτός από τους ανθρώπους που είναι πικραμένοι από τις συμφορές της ζωής, τους χαροκαμένους, τους αρρώστους, οι περισσότερο, πικραμένοι, είναι εκείνοι που τους στενεύει η ανάγκη να γίνουνε τούτες τις χαρμόσυνες μέρες ζητιάνοι, διακονιαρέοι.
Πολλοί απ’ αυτούς μπορεί να μη δίνουνε σημασία στη δική τους ευτυχία, μα γίνουνται ζητιάνοι για να δώσουνε τη χαρά στα παιδιά τους και στ’ άλλα πρόσωπα που κρέμουνται απ’ αυτούς. Οι τέτοιοι κρυφοκλαίνε από το παράπονό τους κι’ αυτοί είναι οι πιο μεγάλοι μάρτυρες, που καταπίνουνε την πίκρα τους μέρα νύχτα, σαν το πικροβότανο.


Τος λαφρούς, κούφιους κα νευρικος νθρώπους τος νοχλε μονοτονία. λοένα παραπονιονται γι᾿ ατ κα θέλουνε πάντα κάποια ποικιλία, κάποια λλαγή, κάποιο καινούριο κα διαφορετικό, πως λένε. Πλήττουν κα κουράζονται γρήγορα. Ποθονε τν λλαγή, κι ς εναι κα πρς τ χειρότερα. Ατο εναι πο νθουσιάζονται γι τος νεωτερισμούς, σ᾿ λα τ πράγματα. π᾿ ατος κα γι᾿ ατος βγκε μόδα, τούτη τυραννικ νοησία, κατ τν ποία τ μορφο λλάζει κάθε τόσο, μ᾿ να σύνθημα. Στς μέρες μας, κατάντησε κι τέχνη σν τ μόδα.
Δν λέγω πς κάθε τί πο εναι μονότονο, εναι καλ κα σπουδαο. φύση, μως, μ τς τέσσερες ποχς το χρόνου, μ τς λλαγς το καιρο, μ τς θάλασσες, μ τ βουν κα μ τ δάση της, χει μία μονοτονία μεγαλόπρεπη κα ερή.


καιρς εναι να πργμα πιαστο κα κατ βάθος κατανόητο. Τ μυαλό μας κ᾿ καρδιά μας τν νοιώθουνε π τς λλαγς πο γίνονται στν κόσμο. Μ κάποιες λλαγς μπορε ν γίνουνε πολ γρήγορα, π μι μέρα σ λλη, πως παραμόρφωση το νθρωπου πο γίνεται π τν ρρώστεια, νας ξαφνικς θάνατος πο μέσα σ μι στιγμ κάνει τν νθρωπο να γνώριστο κουφάρι. Τν καιρ τν νοιώθουμε πι δυνατ π τ πάλιωμα κι π τ γρας, πο λλάζουνε τ νεαρ κα τ ζωνταν πλάσματα, κι ατ τν λλαγ τν καταλαβαίνουμε σκληρά. Τν νοιώθουμε κι π τν καινούργιεψη το κόσμου, μ πι δυνατ τν νοιώθουμε π τ φθορά· κα τν νοιώθουμε π᾿ ατ πι δυνατά, γιατ πονμε, κι πόνος εναι πι βαθς π τ χαρά.
Γι᾿ ατ στεκόμαστε περίφοβοι μπροστ στν καινούργιο χρόνο, μπροστ σ᾿ να τεχνητ χώρισμα, πο βάλαμε στ πέλαγος το καιρο μες ο νθρωποι, σν ν μν εναι κάθε μέρα ρχ καινούργιου χρόνου. Σ᾿ ατν τν τελείωτον κεανν δν πάρχει μήτε νησί, μήτε στερι γι ν ράξεις. Τ ρεύματα σέρνουνε τ καράβι σου μέρα-νύχτα κα τ πνε παραπέρα, ετε  θέλεις ετε δν θέλεις, ς πο ν σ πετάξουνε πάνω σ μι ξέρα, ν σ πνε σ᾿ να λιμάνι π᾿ που δν θ ξαναβγες πιά.


« λήθεια λθεν, σκιά  παρέδραμε» ή μέρα πού γεννήθηκε Χριστός, πόσα κατομμύρια παιδιά γεννηθήκανε στό Ρωμαϊκό κράτος; Ποιά τανε; Τί γινήκανε; Μονάχα να πόμεινε καί θ’ πομείνει στόν αἰῶνα, Χριστός, τό πιό φτωχό, τό πιό παραπεταμένο, ατό πού γεννήθηκε μέσα στό πα­ χνί πού τρώγανε τά βόδια, σ’ να ψωροχώρι τς ουδαίας. Ποιός δω­ σε προσοχή σ’ ατό τό φτωχαδάκι, σέ καιρό πού γεννιότανε να σωρό ρχοντόπουλα μέσα σέ παλάτια ρωμαϊκά, σέ ζεστά μεταξωτά κρεβάτια καί γιορτάζανε ο γονειοί τους καί ξοδεύανε πλούτη ρίφνητα γιά τή χαρά πού τούς ρθε; Πο εναι λα ατά τά πολυχαϊδεμένα; Τά κατάπιε σπλαχνος δράκος καιρός κι οτε φανήκανε. Καί μολατατα, μ’ ατές τίς διες τίς ψευτιές θαρρε πάντα νθρωπος πώς θά γίνη ετυ­ χισμένος κι λοένα στά δια καταγίνεται. Τί μς φερε Χριστός πού ρθε στόν κόσμο μέσα στό παχνί; Τί μς δίδαξε; Μς δίδαξε πώς λα τά πλ πράγματα εναι πό τό Θεό, κι λα τά περιπλεγμένα εναι πό τό Σαταν. Πρίν νρθει Χριστός στόν κόσμο ο νθρωποι πιστεύανε μονάχα στά σαρκικά, στή δύναμή τους, στήν λαζονεία τους, στήν ξυπνάδα τους. Χριστός μεγάλωσε τήν καρδιά τν νθρώπων, πού τήν εχε στενέψει περηφάνεια καί μέ τήν ταπείνωση τήν πλάτυνε. Γιά τοτο επε προφήτης:
«Λύτρωσιν πέστειλε Κύριος τ λα ατο»...


Με μεγάλη μας έκπληξη διαπιστώσαμε πως πρόσφατα (Νοέμβριος 2011) διανεμήθηκε προς διδασκαλία, στα δημοτικά σχολεία της χώρας μας ένα καινούργιο βιβλίο γραμματικής, για την Ε΄ και ΣΤ΄ τάξη, αντικαθιστώντας την μέχρι τώρα ισχύουσα γραμματική του Μανώλη Τριανταφυλλίδη, η οποία εδιδάσκετο πλέον των    30 χρόνων.
Σύμφωνα με την καινούργια γραμματική που  συντάχθηκε  από τους:  κ.  Ειρήνη Φιλιππάκη – Warburton, κ. Μιχάλη Γεωργιαφέντη, κ. Γεώργιο Κοτζόγλου και την κ.Μαργαρίτα Λουκά και εκδόθηκε από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, με την ευθύνη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ανακαλύπτουμε πως: τα φωνήεντα της Ελληνικής Γλώσσας είναι 5 (πέντε)!!!


Η ΡΩΜΑ·Ι·ΚΗ αυτοκρατορία δεν κατόρθωσε να διατηρήση την ενότητα της οικουμένης, για την οποία είχεν αγωνισθή ο Μέγας Αλέξανδρος. Η ριζική αναδιοργάνωση και ο κατ' ουσίαν διαμελισμός της αυτοκρατορίας από τον Διοκλητιανό εξέφρασε την αναγνώριση του γεγονότος ότι η οικουμένη διακρινόταν ήδη σε δύο ζώνες: την ελληνοκεντρική καί τη λατινοκεντρική. Εις πείσμα του οικουμενικού πνεύματός του, ο χριστιανισμός έπεσε στην αρχή θύμα αυτής της διακρίσεως και, αμέσως μετά, έγινε ο πρωταγωνιστής της.


Ατ τ κακ δαιμόνιο καθότανε σ᾿ να μοναστήρι λεγόμενο Καταβύθιση, μέσα στν ρημο Δραμούγκα. κε πέρα τανε κ᾿ Ζυγαρι τς Σωτηρίας, μ τν ποία ζυγιάζανε τος προσκυνητς κατ πόσο τανε ξιοι ν σωθονε.
Τρέχανε λοιπν π κάθε χώρα χιλιάδες προσκυνητς ν πνε στ μοναστήρι. Περπατούσανε βιαστικά, πεινασμένοι, διψασμένοι, σκελεθρωμένοι, μ ποδάρια πληγωμένα. Ατ τ κοπάδι, πο στν ρχ τανε τόσο μεγάλο, μ τν καιρ λιγόστευε ντς ν πληθαίνει, πειδς ατο ο χατζδες δν τρώγανε λότελα, μν τύχει κα παχύνουνε, κα πεθαίνανε π τν πείνα κι π τν κακοπάθηση το κορμιο.
Πς παίρνει νεμος τν καπνό, τσι τρέχανε ατο ο νθρωποι μέσα στος κάμπους κα στ βουνά. Σκύλοι μαλλιαρο κι γριεμένοι γαβγίζανε π πίσω τους.


«Σ βεβαιώνω πς ασθάνομαι στεναχώρια κα θλίψη ποτε δημοσιευθε τίποτα γι μένα. νέκαθεν πέφευγα τ δοξάρια. Πολ φτην πράγμα. φο επα πολλς φορς ν μ γράψω πι ν μ ξεχάσουν. Τί μορφο πράγμα ν ζες ξεχασμένος!»[1]. Ναί· ξεχασμένος λλ κα χαρούμενος, γιατ πως λς « χαρ ληθιν εναι μία θέρμη τς διάνοιας κα λπίδα τς καρδις πο τς ξιώνονται σοι θέλουνε ν μν τος ξέρουνε ο νθρωποι, γι ν τος ξέρει Θεός»[2].
Θ σ πακούσουμε εγνωμόνως. Θ μς πιτρέψεις μως ν καταθέσουμε ρανίσματα π τ ργο σου κα τν κριτικ ατν, πο σ γνώρισαν. Γι τ δόξα το Χριστο κα μόνον, πο ταν τ κέντρο τς ζως σου κα σ νέδειξε σ μία νευραλγικ γι τν οκουμένη ποχή, ταν ρχιζε κρίση το Νέου λληνισμο, κα σ θεσε «ες κεφαλν γωνίας» τς στορίας το νεοελληνικο πολιτισμο.


Σύγχυση κα ταραχ κα χάος νάμεσα στ θνη! Ταραχ κα σάστισμα κα χάος κα στος νθρώπους, ναν - ναν. Πο ν βρεθε κανένας ν πορεύεται στ ζω του μ' ναν ψηλν σκοπό, μ σταθερότητα κα λπίδα! Σπάνιο πράγμα.
Ο σημερινο νθρωποι χουνε γίνει ο περισσότεροι κάποια πλάσματα δεια π κάθε ζωνταν δέα, πο ν τος κάνει ν ρμενίζουνε μέσα στ πέλαγος τς ζως χαρούμενοι κα ζωηροί, σν τ καράβι πο εναι φορτωμένο μ καλ φορτίο, καί, γεμάτο λπίδα κα λαχτάρα, τραβ κατ τ περιπόθητο λιμάνι, νάμεσα σ ξέρες κι γρια βραχόνησα.
Σήμερα βρίσκει κανένας συχν μπροστά του νθρώπους πο εναι τόσο κούφιοι π κάθε τι, πο ν πορε, γιατί δν πίστευε ν πάρχει στν κόσμο τόση νοησία, τόση στενομυαλιά, τόση στενοκάρδια κα μικρολογία. Σ' ατς τς στεγνς ψυχς δν πάρχει τίποτα πο ν σ ζεστάνει, ς εναι κα τ παραμικρό. Δν μιλ γι ξαιρετικ ασθήματα, γι κάποια σπάνια εαισθησία. χι! Μιλ γι τ συνηθισμένα ασθήματα, πο λλη φορ βρισκόντανε σ λους τους νθρώπους. Ναί, σήμερα δν πάρχουνε. Σχεδν λοι ο σημερινο νθρωποι περννε τ ζω τους ξεπλυμένοι π κάθε οσία, δίχως κανέναν ληθινν σκοπό, δίχως ληθιν χαρ κα εχαρίστηση, δίχως καμμι πίστη, κα γι τοτο, δίχως λπίδα. Εναι γαντζωμένοι πάνω σ κάποια πράγματα, πο θέλουνε ν τ παραστήσουνε γι σπουδαα, ν δν εναι τίποτα. Κι ο χαρές τους κι ο ετυχίες τους κα τ γλέντια τους, κι ο διασκεδάσεις τους, κι ο κουβέντες τους κα τ στεα τους, εναι λα νοστα κα ψεύτικα. Γιατί λείπει τ λάτι πο τ ρτυζε λλη φορά.


« Νουμς», σελ. 584-586

Εμαι καλ δ πάνου στν καρέκλα μου. Εμαι λιγάκι στενόχωρα κα γι᾿ ατ εμαι καλύτερα· τσι δείχνει λιγώτερο φτώχια μου.
π᾿ τ φεγγίτη δ φαίνεται τίποτα γι ν καταλάβ κανένας πς βρίσκεται τόσο ψηλά, μ᾿ λλα λόγια στ χτο πάτωμα. Μάλιστα. Βρίσκουμαι π πάνου π᾿ να σωρ λογιν λογιν νθρώπους. γ διος τχω ξεχάσει κάθε λλη ρα, ξω π τούτη πο τ λέω. Μοναχά, πότε πότε τ νύχτα, μέσα π᾿ τ κρεββάτι μου, συλλογίζουμαι πς κοιμμαι τόσο ψηλ μέσα στν γέρα, πάνου π᾿ τ μεγάλο δρόμο...
ραγες πόσοι εναι κενοι ο νθρωποι, πο περνον π᾿ τ κεφάλι τος τέτοιες παράξενες νοησίες!... Τότες βέβαια νος μου δν εναι σ μι καλ κατάσταση. πως κι ν εναι, γ δν κουσα κανέναν ν μο μιλήση γι τέτοια πράματα. μένα μως, Θες ξαίρει γιατ μέσα π᾿ τ κρεββάτι μου τ μυαλό μου κατεβαίνει κα ψάχνει, πως τ σκαντάλι μέσα στ νερό. Μο φαίνεται πς περν σιμ π᾿ τς πέτρες το τοίχου, πως εναι στοιβαγμένες μι πάνω στν λλη, σαμε κάτου στ θεμέλια


Για του Χριστού την πίστιν την αγίαν,
για της πατρίδος την ελευθερίαν,
γι’ αυτά τα δύο πολεμώ,
γι’ αυτά να ζήσω επιθυμώ,
κι αν δεν τα αποκτήσω
τι μ’ ωφελεί να ζήσω;

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ του 1821 έχει μια πνοή αγιασμένη, κι η ιστορία της είνε σαν συναξάρι. Η Ελλάδα μπορεί να παρασταθεί σαν τη μητέρα των Μακκαβαίων που είδε να βασανίζονται και να σφάζονται μπροστά της τα παιδιά της ένα-ένα. Από τον καιρό που χάθηκε η Κωνσταντινούπολη, η πατρίδα μας μαυροφόρεσε σαν χαροκαμένη χήρα· οι άνδρες ήτανε σαν ασκητές, οι γυναίκες σαν καλογρηές, τα τραγούδια μας γεμάτα πόνο και ελπίδα, τη λεγόμενη «χαρμολύπη», σαν χερουβικά, σαν τροπάρια.


γνήσια λληνικ τέχνη

«κτήσω τ ταπεινώσει τ ψηλά, τ πτωχεί τ πλούσια». Ατ τ θαυμάσια λόγια εναι παρμένα π τ τροπάρι το γίου Νικολάου κα λένε πς ατς γιος πέκτησε μ τν ταπείνωση τ ψηλά, δηλαδ ξιώθηκε ν πάρει μεγάλα πνευματικ χαρίσματα μ τν ταπείνωση, κα μ τ φτώχεια πλούτισε τν ψυχή του μ οράνιους θησαυρούς.
λλ ατ τ λόγια εναι κα γενικ σύμβολα γι τν λλάδα κα γι τν ρθοδοξία, πο εναι θρησκευτικ κφρασή της. Τ «τ πτωχεί τ πλούσια» εναι παρόμοιο μ τ ρχαο ρητ «καλλιτεχνομεν μετ᾿ ετελείας», πο ξηγε τν πλότητα, τν λιτότητα πο πάρχει στν τέχνη μας, κα γενικ σ λα μας.


Πολλά έχουν γραφή για τα ράσα και τα γένια των κληρικών. Οι περισσότεροι απ' εκείνους που δεν τα χωνεύουνε, είναι κάποιοι που θέλουνε να φαίνονται ελεύθεροι και νεωτεριστικά πνεύματα. Αυτοί όλοι είναι πάντα «πρακτικοί» άνθρωποι, που κρίνουνε τα της θρησκείας με το πρακτικό και πεζό μυαλό τους, ενώ η χριστιανική θρησκεία δεν έχει καμιά σχέση με τα πρακτικά μυαλά, γιατί είναι η βαθύτερη ποίηση, η άβυσσος της ποίησης. Η κακοδαιμονία της Εκκλησίας μας έχει την αιτία της, κατά την γνώμη μου, στο ότι λείψανε απ' αυτήν οι ποιητικές ψυχές, με την πραγματική σημαία της ποίησης, και γέμισε από «πρακτικούς» ανθρώπους, ήγουν από ξεραΐλα και το μέγα έλεος.


Εναι πάντα επρόσδεκτο κα παρήγορο ν μφανίζονται κείμενα πο δίνουν φορμ στος λληνες ν ξαναθυμηθον τς μεγάλες στιγμς τς στορικς τους διαδρομς. διαίτερα στν ποχή μας, που νέα παγκοσμιοποίηση, ναδυόμενη μέσα π καθαρ λιστικά, ξουσιαστικ κα πλουτοκρατικ ράματα, σπρώχνει σ δεύτερη μοίρα μακραίωνες παραδόσεις πίστης κα πνευματικο πολιτισμο.
Τ κομψ ατ τομίδιο, μ τν πάλλουσα κοντόγλεια περιγραφ τς λωσης κα τν εαίσθητη εκονογράφηση, ψώνει φων ναβαπτίσεως σ᾿ ατν τ μνήμη.
Θεωρομε τι θ ταν σκόπιμο ν δώσουμε μι δρομερ καταγραφ το στορικο πλαισίου μέσα στ ποο δημιουργήθηκαν ο συνθκες πο δήγησαν τελικ στ «πάρσιμο τς Πόλης».


«Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χαρά υμών πληρωθή» (Ιω. ΙΕ’.11). «Η γυνή όταν τίκτη, λύπην έχει, ότι ήλθεν η ώρα αυτής· όταν θα γεννήση το παιδίον, ουκέτι μνημονεύει της θλίψεως, διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εις τον κόσμον. Και υμείς ουν λύπην μεν νυν έχετε· πάλιν δε όψομαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών.» (Ιω. ΙΣΤ’. 20).
Αληθινή κι’ όχι ψεύτικη χαρά νοιώθει μονάχα όποιος έχει τον Χριστό μέσα του, κ’ είναι ταπεινός, πράος, γεμάτος αγάπη. Αληθινή χαρά έχει μονάχα εκείνος που ξαναγεννήθηκε στην αληθινή ζωή του Χριστού. Κι’αυτή η αληθινή χαρά βγαίνει από καρδιά που πονά και θλίβεται για τον Χριστό, και βρέχεται από το παρηγορητικό δάκρυο το οποίο δεν το γνωρίζουνε οι άλλοι άνθρωποι, κατά τον άγιο λόγο που είπε το στόμα του Κυρίου : «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι όσοι είναι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε.» Κι’ αλλού λέγει : «Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε.» (Λουκ. ΣΤ’. 21). Όποιος λυπάται και υποφέρνει για τον Χριστό, πέρνει παρηγοριά ουράνια και ειρήνη αθόλωτη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes