Πρίν και μετά τήν Άλωση
Τα τείχη του Γαλατά
Οι Γενουάτες είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή του Γαλατά το
1160 με την έγκριση του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Το 1261 ο Μανουήλ
(Παλαιολόγος;), που επιθυμούσε να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τους
Λατίνους, υπέγραψε με τους Λατίνους τη συνθήκη του Νυμφαίου.
Οι Γενουάτες τους παραχώρησαν τον στόλο που χρειαζόταν, αλλά
πήραν το δικαίωμα να επεκτείνουν την παρουσία τους στο Γαλατά και να χτίσουν
γύρω από τα σπίτια τα πρώτα τείχη. Ο Γαλατάς γρήγορα πήρε από την Κων/πολη το
μεγαλύτερο μέρος της διακίνησης των εμπορευμάτων από τη μια ήπειρο στην άλλη.
Οι Γενουάτες συνέχισαν να οχυρώνουν την πόλη.
Ετσι το 1349 έχτισαν τον Πύργο του Γαλατά και τα βόρεια
τείχη του Γαλατά, μετά τα τείχη της περιοχής Karakoy, το 1387 περιτείχισαν τις
περιοχές Kuledibi eae Sishane και το 1397 ολοκλήρωσαν την οχύρωση με το χτίσιμο
τείχους στην περιοχή Azapkap_s_-Sishane. Τέλος το 1404 ένωσαν το Τοχανέ με το
Καράκιοι.
Ο Πύργος του Γαλατά ήταν ο κύριος αμυντικός πύργος της
οχύρωσης. Σώζεται ακόμη και σήμερα. Είναι δωδεκαόροφος και έχει 61 μέτρα ύψος.
Οι Γενουάτες του είχαν δώσει την ονομασία Πύργος του Ιησού. Στα πρώτα χρόνια
της οθωμανικής κατάκτησης χρησιμοποιούνταν ως φυλακή. Σήμερα έχει ανακαινιστεί
και χρησιμοποιείται ως μουσείο και ως εστιατόριο.
Αν και ο Γαλατάς δημιουργήθηκε με προνόμια που απέσπασαν οι
Γενουάτες από τους Βυζαντινούς σε κρίσιμες γι αυτούς ώρες και στα τείχη του
ήταν ανηρτημένα τα σύμβολα του Βυζαντίου, ωστόσο στις κρίσιμες ώρες του 1453
έμεινε ουδέτερος και δεν βοήθησε καθόλου στην άμυνα της Κων/πολης. Τα επόμενα
χρόνια πέρασε στην κυριαρχία των Τούρκων.
Το φρούριο της Ρούμελης
Χτίστηκε το 1452 από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β' τον Πορθητή στην
ευρωπαική ακτή του Βοσπόρου για να περισφίξει ακόμη περισσότερο την
Κωνσταντινούπολη πριν την τελική επίθεση και να εμποδίσει την έλευση
οποιασδήποτε βοήθειας προς τους πολιορκημένους.
Αρχικά είχε ονομαστεί Bogaz-kesen (αυτό που κόβει το στενό
[του Βοσπόρου]. Αργότερα ονομάστηκε Ρούμελι Χισάρ, δηλαδή το φρούριο της
ευρωπαικής ακτής. Κτίστηκε στο πιο στενό σημείο του Βοσπόρου, στη θέση της
εκκλησίας των Αρχαγγέλων. Για την κατασκευή του επιστρατεύθηκαν χιλιάδες
κτίστες και ολοκληρώθηκε σε τέσσερις μήνες, αν και οι Βυζαντινοί προσπάθησαν
επανειλημμένα να εμποδίσουν την ολοκλήρωση της κατασκευής του. Είχε τρεις
πύργους, οι οποίοι πήραν τα ονόματα των τριών μεγάλων βεζύρηδων του Μωάμεθ Β',
Χαλίλ πασά, Ζαγάνος Πασά, και Σαρίτσα πασά.
Στο φρούριο εγκαταστάθηκε φρουρά 400 στρατιωτών με κανόνια,
με αποτέλεσμα να απομονώσει ακόμη περισσότερο την Κωνσταντινούπολη. Tο φρούριο
Ανατολού Χισάρ χτίστηκε στο πιο στενό σημείο του Βοσπόρου. Η απόσταση μεταξύ
των δυο ακτών δεν ξεπερνά τα 700 μ. Χτίστηκε το διάστημα 1390-1393 από τον σουλτάνο Γιλντιρίμ Βαγιαζήτ, τον
επονομαζόμενο και Α', στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου για να ενισχύσει την
παρουσία των Οθωμανών στην περιοχή του Βοσπόρου πριν από την κατάκτηση της
Κων/πολης.
Η Κωνσταντινούπολη τον 15ο αι. ήταν περιτειχισμένη και από
ξηρά και από θάλασσα. Η αρχική οχύρωση της πόλης είχε γίνει από τον Μέγα
Κωνσταντίνο, αλλά είχε καταστραφεί από σεισμό το 412. Τότε ο αυτοκράτορας
Θεοδόσιος Β' οχύρωσε εκ νέου την Κωνσταντινούπολη στο διάστημα 408-413. Αυτή η
οχύρωση διατήρησε το άβατο στην Κων/πολη για 1000 χρόνια.
Τα τείχη χωρίζονταν στα χερσαία και στα θαλάσσια. Τα χερσαία
αποτελούνταν από το κύριο ισχυρό τείχος, με ύψος 11 μ. πάχος 4-5 μ., το οποίο
ενισχύονταν κατά διαστήματα από 120 αμυντικούς πύργους. Επίσης υπήρχε ένα
δεύτερο τείχος με ύψος περίπου 8,5 μ. πάχος 2 μ. και 71 πύργους. Το 447
ενισχύθηκε με ένα πιο χαμηλό προτείχισμα και μια τάφρο, πλάτους 15-20 μ., η
οποία γέμιζε με νερό τις δύσκολες ώρες. Τα χερσαία τείχη είχαν μήκος 6.632
μέτρα και πολλές πύλες από τις οποίες οι σημαντικότερες ήταν η Χρυσή Πύλη, του
Ξυλοκέρκου, της Πηγής (Σηλυμβρίας), του Αγίου Ρωμανού, του Πέμπτου, του
Χαρισίου (Αδριανουπόλεως), Καλλιγαριά, και η Πύλη του Πολυανδρίου.
Τα θαλάσσια τείχη είχαν μήκος 8.260 μέτρα, και ήταν πιο
χαμηλά από τα χερσαία, διότι οι κίνδυνοι από τη θάλασσα δεν ήταν τόσο έντονοι.
Είχαν κτιστεί σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα και προστατεύονταν από βράχους
και υφάλους. Οι σημαντικότερες πύλες του θαλάσσιου τείχους ήταν η Ξυλόπορτα, η
Βασιλική, του Κυνηγού, των Πηγών, των Δρουγγαρίων, του Νεωρίου, της Αγίας
Βαρβάρας, του Αγίου Αιμιλιανού, της Ψαμαθιάς, και του Ιωάννη Στουδίτη.
Τα τείχη επισκευάστηκαν πολλές φορές στο πέρασμα των αιώνων
και απέκρουσαν τις επιθέσεις των Σλάβων (540, 559, 581), Περσών και Αβάρων
(626), Αράβων (669-79 και 717-18), Βουλγάρων (813, 913 και 924) και Ρώσων
(τέσσερις επιθέσεις μεταξύ 860-1043).
Στη δεκαετία του 1980 εκπονήθηκε από τις τουρκικές αρχές ένα
σχέδιο αποκατάστασης των βυζαντινών τειχών, το οποίο χρηματοδοτήθηκε από την
UNESCO. Όμως η επέμβαση της δημοτικής αρχής της πόλης δημιούργησε προβλήματα
στο σχέδιο. Την αποκατάσταση ανέλαβαν έντεκα εργολάβοι με ένα μόνον
επιστημονικό συνεργάτη, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να επιβλέψει ταυτόχρονα όλες
τις εργασίες. Ετσι σε πολλά σημεία τα τείχη δεν έχουν την πραγματική μορφή
τους. Η πλήρης ανακατασκευή των τειχών δίνει μια ξεκάθαρη άποψη της οχύρωσης
στον επισκέπτη, αλλά δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα.
Τα προοίμια
της Αλώσεως
Στις 5
Απριλίου 1453 οι γενίτσαροι έστησαν τη σκηνή του σουλτάνου απέναντι από την
πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του Λύκου. Το θέαμα που αντίκρισαν οι
πολιορκημένοι ήταν επιβλητικό. Πίσω από τις κόκκινες σημαίες παρατάχθηκαν
δεκάδες χιλιάδες άνδρες, έτοιμοι να απαντήσουν θετικά στην πρόκληση της
τριήμερης λεηλασίας που υποσχέθηκε ο σουλτάνος, σύμφωνα με το μουσουλμανικό
εθιμικό. Πόσοι ήταν; Δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση, κατά πάσα πιθανότητα ο
Μωάμεθ πρέπει να διέθετε 250.000 άνδρες. Αιχμή του δόρατος ήταν οι 12.000
γενίτσαροι, το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα με εκπαιδευμένους άνδρες. Ακολουθούσαν
οι 30.000 σπαχήδες, οι ιππείς, που ήταν εκπαιδευμένοι, αλλά οι συνθήκες της
πολιορκίας δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη τους. Οι ιππείς του σουλτάνου
υποχρεώθηκαν να πολεμούν ως πεζικάριοι, ενώ σε ανοιχτό πεδίο μάχης διέθεταν
συντριπτική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους.
Ο Μωάμεθ
ήταν ο πρώτος στρατηλάτης της ιστορίας που διέθετε δύναμη πυροβολικού. Είχε
προσλάβει έναν Ούγγρο τεχνίτη, τον Ουρμπάν, ο οποίος δούλευε για τους
Βυζαντινούς, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως ο σουλτάνος πλήρωνε καλύτερα. Ο Ουρμπάν
και οι αξιωματικοί των οθωμανών συγκρότησαν την πρώτη μοίρα πυροβολικού στην
παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Αποτελείτο από 14 πυροβολαρχίες. Κάθε
πυροβολαρχία είχε τέσσερα μεγάλα κανόνια και αρκετά μικρότερα, όλα παραταγμένα
απέναντι από τα αδύναμα αρχαία τείχη της Κωνσταντινούπολης. Απέναντι από την
πύλη του Αγίου Ρωμανού τοποθετήθηκε η μεγάλη μπομπάρδα, το τέρας που
δημιούργησε ο Ουρμπάν για το σουλτάνο. Ήταν ένα κανόνι που σκόρπισε τον τρόμο
πολύ πριν εμφανιστεί έξω από τα τείχη. Η πρώτη βολή του έγινε στην
Ανδριανούπολη και οι Βυζαντινοί είχαν πληροφορηθεί την ισχύ του. Η κάνη του
είχε μήκος 8 μέτρα και μπορούσε να εκτοξεύσει μία πέτρα βάρους 250 κιλών σε
απόσταση 1.500 μέτρων. Μέσα στα τείχη της Πόλης οι χριστιανοί απηύθυναν κατάρες
προς τον Ουρμπάν, τον εξωμότη. Ο Ούγγρος σκοτώθηκε σε ατύχημα κατά τη διάρκεια μίας
βολής.
Οι
βασιβουζούκοι ήταν η αναλώσιμη δύναμη του σουλτάνου, οι άτακτοι που έτρεχαν
πρώτοι στα τείχη και είχαν ως σκοπό να κουράζουν τους αμυνόμενους και να
προετοιμάζουν την επίθεση των σπαχήδων. Πολλοί ήταν άοπλοι, απλώς πετούσαν
πέτρες και σίδερα προς τα τείχη κατά τις απελπισμένες επιθέσεις τους. Τα
πτώματα τους έμεναν στην τάφρο που είχαν ανοίξει οι Βυζαντινοί και τα
χρησιμοποιούσαν οι επιτιθέμενοι ως προγεφύρωμα.
Στη
θάλασσα η υπεροχή του σουλτάνου ήταν επίσης επιβλητική και ο αποκλεισμός αποτελεσματικός,
αν και ένα περιστατικό οδήγησε στον ευτελισμό του οσμανλίδικου στόλου και στην
απομάκρυνση του καπτάν πασά, του Βούλγαρου Μπαλτάογλου. Οι ιστορικές αναφορές
δεν συμφωνούν για το μέγεθος της ναυτικής δύναμης που είχε στη διάθεση του ο
Μωάμεθ. Κάποιοι κάνουν λόγο για 300 καράβια, άλλοι περιορίζουν τον αριθμό στα
145. Κατά πάσα πιθανότητα υπήρχαν 15 γαλέρες και 80 φούστες. Τα υπόλοιπα ήταν
παρανδαρίες και μπριγκαντίνια. Ο στόλος του σουλτάνου έμεινε στην ιστορία για
την επίδοση του... στην ξηρά. Στις 22 Απριλίου, 72 πλοία διέσχισαν την ξηρά και
έπεσαν από τον Βόσπορο στα νερά του Κεράτιου. Οι άνδρες του σουλτάνου είχαν
κατασκευάσει μία δίολκο μήκους 8 χιλιομέτρων που περνούσε από τους λόφους του
Πέρα και κατέληγε στον Κεράτιο. Δύο μέρες νωρίτερα τέσσερα χριστιανικά καράβια
υπό την καθοδήγηση του καπετάνιου Φλαντανελά κατάφεραν να μπουν στον Κεράτιο
ντροπιάζοντας όλο τον τουρκικό στόλο. Ο Μπαλτάογλου απομακρύνθηκε και γλίτωσε
το κεφάλι του χάρη στην παρέμβαση άλλων αξιωματούχων του σουλτάνου.
Η πολιορκία
της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Όμως οι
προετοιμασίες είχαν αρχίσει τον Ιανουάριο του ίδιου έτους με την μεταφορά των
κανονιών και τον Μάρτιο με την έλευση του οθωμανικού
στρατού κάτω από τα τείχη της
Πόλης.
Οι πολιορκητές ανέρχονταν σε 150.000 στρατιώτες και πλαισιώνονταν από τεχνίτες,
εργάτες, υπηρέτες, κλπ. και μεγάλο πλήθος ατάκτων. Ηταν άριστα οργανωμένος και
εκπαιδευμένος και φανατισμένος από τους δερβίσηδες (Τούρκους μοναχούς), που
κυκλοφορούσαν στο στρατόπεδο και τόνωναν την πολεμική ορμή του πλήθους. Ο
πολεμικός στόλος αποτελούμενος από 400 πλοία έφθασε στο Βόσπορο στις 12
Απριλίου.
Ο Μωάμεθ
έστησε τη σκηνή του απέναντι από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Για τον αποκλεισμό
της πόλης χρησιμοποίησαν τα κάστρα που είχαν χτίσει στις δυο πλευρές του
Βοσπόρου, το Ανατολού και το Ρούμελη.
Μέσα από
τα τείχη η κατάσταση ήταν πολύ διαφορετική. Η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει όλη
τη λάμψη του παρελθόντος. Ηταν μια ερειπωμένη πόλη, που μόνο το Παλάτι, ο
Ιππόδρομος, και οι μεγάλες εκκλησίες θύμιζαν το λαμπρό παρελθόν. Ο πληθυσμός
της δεν ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες ανέρχονταν σε
5.000 και 2.000 οι ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Μάλιστα 700 Γενουάτες
είχαν φθάσει με δυο καράβια στις 26 Ιανουαρίου 1453 και αρχηγό τον έμπειρο
Ιωάννη Ιουστινιάνη. Τα τείχη είχαν επισκευαστεί βιαστικά, και εκβαθύνθηκε η
τάφρος. Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, ενώ τα κειμήλια των εκκλησιών δόθηκαν για να
κοπούν νομίσματα και να πληρωθούν οι στρατιώτες. Επίσης είχαν σταλεί επιστολές
βοήθειας σε όλους τους χριστιανούς ηγεμόνες. Οι Γενουάτες στα τείχη του Γαλατά
έμειναν ουδέτεροι και δεν βοήθησαν καθόλου στην άμυνα της πολης.
Η
τουρκική επίθεση άρχισε με βολές πυροβολικού, που άνοιγαν τρύπες στα τείχη, τις
οποίες όμως κατάφερναν να κλείσουν οι αμυνόμενοι. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να
σπάσουν την αλυσίδα του Κερατίου κόλπου, αλλά δεν τα κατάφεραν . Μάλιστα στις
20 Απριλίου κατόρθωσαν να περάσουν ένα βυζαντινό και τρία γενουατικά καράβια με
αρχηγό τον Φλαντανελλά διαλύοντας την αντίσταση των Τούρκων. Δυο μέρες αργότερα
οι Οθωμανοί κατασκεύασαν διόλκο δώδεκα χλμ. από τον Βόσπορο στον Κεράτιο και
πέρασαν με αυτό τον τρόπο 70 πλοία στον Κεράτιο κόλπο.
Στις 21
Μαίου ο Μωάμεθ ζήτησε
την παράδοση της πόλης και υπόσχονταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι
θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε να
πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας -πλήρωνε 300.000 ασημένια νομίσματα
ετησίως-, αλλά να κρατήσει υπό την κατοχή του την Κωνσταντινούπολη: "Το δε
την πόλιν σοι δούναι, ούτ' εμόν έστιν ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη.
Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής
ημών".
Η Αλωσις
Στις 27
Μαίου άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός. Δυο μέρες αργότερα ξεκίνησε η τελική επίθεση
σε πολλά μέρη των τειχών, αλλά με επίκεντρο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, διότι εκεί
το τείχος είχε σχεδόν καταπέσει. Ο σουλτάνος έδωσε το σύνθημα της επίθεσης μετά
τα μεσάνυχτα της 29ης Μαΐου. Η πολιορκημένη Πόλη συγκλονίστηκε από τις κραυγές
των επιτιθέμενων, τα σήμαντρα και οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν
και να καλούν τον κόσμο στα τείχη. Η βασική γραμμή άμυνας ήταν είδη
παρατεταγμένη και οι άνδρες ξύπνησαν από τον ταραγμένο ύπνο τους.
Ο Μεχμέτ
είχε οργανώσει την έφοδο κατά κύματα, υιοθετώντας την προσφιλή τακτική του.
Έστειλε πρώτα τους άτακτους με σκοπό να κουράσουν τους αμυνόμενους, αλλά και
για να δημιουργήσουν, με τα σώματα τους, προγεφύρωμα για τα επίλεκτα τμήματα
του στρατού. Από πίσω τους έστειλε στρατονόμους που σκότωναν όποιον επιχειρούσε
να υποχωρήσει. Η νύχτα φωτίστηκε από τις φωτιές, οι κραυγές έδιναν φωνή στον
εφιάλτη. Οι επιτιθέμενοι ήταν τόσοι πολλοί ώστε στριμώχτηκαν κάτω από τα τείχη
και έγιναν εύκολη λεία στις πέτρες και στα βέλη των αμυνομένων. Για δύο ώρες
αλλεπάλληλα κύματα επιθέσεων πολιορκούσαν τα τείχη της Πόλης, αλλά οι
χριστιανοί απαντούσαν αποτελεσματικά. ΄Αρχισαν να ελπίζουν πως μπορούσαν να
κρατήσουν την πόλη και αυτή τη φορά. Οι από θαλάσσης επιθέσεις δεν ήταν
αποτελεσματικές, ήταν προσχηματικές για να απασχολούν άνδρες στα τείχη.
Ο
σουλτάνος έδωσε εντολή στους άτακτους να υποχωρήσουν και να μαζέψουν τα
χιλιάδες πτώματα από το πεδίο της μάχης. Ακολούθησε το ασκέρι της Ανατολής του
Ισχάκ πασά, αλλά και πάλι τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά για τους
οθωμανούς. Η πυκνή διάταξη επέτρεπε στους χριστιανούς να βάλλουν στα τυφλά και
να τους θερίζουν.
Η τακτική των Τούρκων βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στον όγκο των δυνάμεων
που μπορούσαν να διαθέσουν. Οι επιτιθέμενοι έφεραν σκάλες και μηχανισμούς που
θα τους επέτρεπαν να υψώσουν ανεμόσκαλες στα τείχη. Παράλληλα, σημάδευαν με
βέλη τους χριστιανούς πίσω από τα τείχη. Ήταν, τελικά, μία μάχη που κρίθηκε από
το πυροβολικό. Αν ο σουλτάνος δεν διέθετε τη δύναμη πυρός δεν θα μπορούσε να
εισέλθει στην πόλη. Μοναδική επιλογή θα ήταν ο αποτελεσματικός αποκλεισμός που
θα έφερνε τους πολιορκημένους στα όρια της λιμοκτονίας.
Λίγο
πριν το ξημέρωμα το μεγάλο κανόνι κατάφερε να γκρεμίσει ένα μεγάλο τμήμα του
εξωτειχίου στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τριακόσιοι οσμανλήδες πέρασαν μέσα από
τα τείχη, αλλά αποδεκατίστηκαν από τους άνδρες του Παλαιολόγου. Τότε, όταν ο ήλιος
άρχισε να φωτίζει το πεδίο της εφιαλτικής μάχης, ο σουλτάνος διέταξε την έφοδο
των γενίτσαρων. Οι εξαντλημένοι χριστιανοί αξιοποιούσαν στο μέγιστο βαθμό το
αμυντικό πλεονέκτημα των υψηλών τειχών και μπορούσαν να κρατούν τους
γενίτσαρους μακριά. Όλα έδειχναν πως η άμυνα μπορούσε να συγκρατήσει την
επίθεση. Στην τρίτη τουρκική έφοδο, ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και αποσύρθηκε
από τη μάχη. Αλλά τότε κάποιος ειδοποίησε τον αυτοκράτορα πως ο Ιουστινιάνης
πληγώθηκε. Πόσο σοβαρός ήταν ο τραυματισμός; Οι πηγές δεν συμφωνούν. Ο
Φραντζής, ο οποίος αποτελεί την κύρια πηγή ιστορικής καταγραφής, υποστηρίζει
πως ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε ολίγον τι. Αργότερα βενετσιάνοι χρονικογράφοι
υποστήριξαν πως δείλιασε, άλλοι έγραψαν πως πληγώθηκε στο πόδι και άλλοι πως
χτυπήθηκε στο στέρνο. Οι άνδρες του ετοιμάστηκαν να τον μεταφέρουν στο πλοίο
του και άρχισαν να εγκαταλείπουν τη γραμμή άμυνας. Η αποχώρησή του έφερε
σύγχυση στους αμυνόμενους και οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη. Ο Παλαιολόγος
έσπευσε να εκλιπαρήσει τον αδελφό του να κάνει υπομονή, αλλά ο πρωτοστράτορας
είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης.
Επιστρέφοντας
στα τείχη, ο αυτοκράτορας πέταξε τα αυτοκρατορικά διάσημα και ρίχθηκε στη μάχη.
Ο σουλτάνος διέκρινε την αναταραχή και διέταξε το πυροβολικό να πλήξει εκ νέου
τα τείχη. Από το ρήγμα η επίλεκτη ομάδα του γίγαντα γενίτσαρου Χασάν πέρασε
στον περίβολο του εξωτειχίου. Ο Χασάν σκοτώθηκε, αλλά κάποιοι κατάφεραν να
ανέβουν στα τείχη. Την ίδια στιγμή η σημαία του σουλτάνου φάνηκε να κυματίζει
επάνω από την Κερκόπορτα, την οποία, κατά την κρατούσα άποψη, οι βυζαντινοί
είχαν ξεχάσει να κλειδώσουν. Εάλω η Πόλις! Εκατοντάδες γενίτσαροι άρχισαν να
περνούν στην πόλη και να καταστρέφουν την αμυντική διάταξη. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος
ΙΑ', ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, έπεσε στα τείχη
σαν απλός στρατιώτης. Ο Παλαιολόγος χάθηκε στη μάχη. Κανένας δεν τον ξανάδε. Η
Πόλις εάλω!
Με θρήνο
και τρόμο η Πόλη υποδέχθηκε τον κατακτητή. Η περιγραφή του φιλότουρκου
Κριτόβουλου, είναι χαρακτηριστική: ΄Αμα σφάξανε πλήθος ανθρώπων και είδανε πως
κανένας δεν αντιστεκόταν, σκέφτηκαν το διαγούμισμα. Μπουλούκια μπουλούκια
τρέξανε να μπουν στα μέγαρα των δυνατών, άλλοι προτίμησαν τις εκκλησίες και
άλλοι σκορπίστηκαν στα σπίτια του κοσμάκη, αρπάζοντας, βουτώντας,
πλιατσικολογώντας, σκοτώνοντας, ατιμάζοντας, σκλαβώνοντας άνδρες, γυναίκες,
παιδιά, γέρους, νέους, παπάδες, καλόγερους, ανθρώπους κάθε ηλικίας και τάξης.
Ακολούθησε η σφαγή στην Αγία Σοφία και τη νύχτα ο σουλτάνος μπήκε στην πόλη και
κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη εκκλησία. Κατόπιν εντολής του, ο μεγαλύτερος σε
ηλικία ιμάμης ανέβηκε στον άμβωνα και ευχαρίστησε τον Αλλάχ. Ο Μωάμεθ βγήκε από
την Αγία Σοφία και κατευθύνθηκε προς το παλιό παλάτι των Αυτοκρατόρων. Καθώς τα
πασούμια του πατούσαν επάνω στα μωσαϊκά, λέγεται πως ψιθύρισε τους στίχους ενός
Πέρση ποιητή: «Η αράχνη υφαίνει τα πέπλα της στο παλάτι των Καισάρων. Η
κουκουβάγια καλεί τους φρουρούς στα κάστρα της Αφρασίας». Ηταν μόλις 21 ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου