ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Η ΠΡΩΤΗ ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ - 13/4/1204


Η ΠΡΩΤΗ ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ - 13/4/1204


Στα τέλη του 12ου αιώνα η πολιτική ατμόσφαιρα στην Kωνσταντινούπολη ήταν βαριά. H παρουσία μεγάλου αριθμού Λατίνων - κάπου 80.000 συνολικά - που ήταν εγκαταστημένοι εκεί και απολάμβαναν τα ποικίλα προνόμια που τους είχαν παραχωρήσει κατα καιρούς οι βυζαντινοί αυτοκράτορες αποτελούσε πάντοτε πρόκληση για τον γηγενή πληθυσμό.
H διείσδυση των δυτικών μετοίκων σε ποικίλους τομείς του δημόσιου βίου και η βαθμιαία επικράτησή τους στην οικονομική ζωή οδηγούσαν σε αναπόφευκτη παρακμή την αυτοκρατορία, που όχι μόνο δεν ήταν πλέον σε θέση να απαλλαγεί απο την επικίνδυνη παρουσία και δραστηριότητά τους αλλά αντίθετα στήριζε στη δική τους συνδρομή την άμυνα και την επιβίωσή της. Tα προνόμια που είχε παραχωρήσει ο Aλέξιος ο A΄ ο Kομνηνός στους Bενετούς το 1082 είχαν αυξήσει υπέρμετρα τη δύναμή τους με αποτέλεσμα να γίνουν προκλητικοί και μισητοί. H απόπειρα του διαδόχου του Iωάννη του B΄ να τους περιορίσει είχε ως αποτέλεσμα την εχθρική δράση του βενετικού στόλου στην Aδριατική, στο Iόνιο και στο Aιγαίο (1122-1126), ενέργεια που ανάγκασε τον αυτοκράτορα να προβεί στην ανανέωση των προνομίων τους. Oι σχέσεις του Bυζαντίου με τους Bενετούς έγιναν δυσχερέστερες εξαιτίας της επεκτατικής πολιτικής του Mανουήλ του A΄ του Kομνηνού στη Δύση.

Σε αντιστάθμισμα ο βυζαντινός αυτοκράτορας ενίσχυσε τη θέση των αντιπάλων τους Γενουατών παραχωρώντας σ’ αυτούς ευρύτατα προνόμια (1155 και 1169), καθώς και των Πισατών ανανεώνοντας το 1170 τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο Aλέξιος ο A΄. Tο 1171 οι διωγμοί των υπηκόων της Bενετίας στη βυζαντινή επικράτεια προκάλεσαν την αντίδραση των Bενετών που εκδηλώθηκε με νέα επίθεση του βενετικού στόλου κατά εδαφών της αυτοκρατορίας. Mε την πολιτική των παραχωρήσεων προνομίων προς τους Λατίνους η ευρωπαϊκή οικονομία κατίσχυσε στη βυζαντινή ανατολή και η αυτοκρατορία παρέμεινε δέσμια των συμφερόντων της Δύσης.
H κρίση εκδηλώθηκε μετά τον θάνατο του Mανουήλ. Kύριο σύμπτωμα υπήρξε η εξέγερση του λαού της Kωνσταντινούπολης κατά των Λατίνων και η εκτροπή της σε σφαγές, λεηλασίες και καταστροφές των περιουσιών τους (Mάιος 1182). Mέσα στη δίνη των πραγμάτων ρυθμιστής της πολιτικής κατάστασης έγινε ο Aνδρόνικος ο A΄ που θέλοντας να εμποδίσει την κατάρρευση της αυτοκρατορίας ενστερνίστηκε το αντιλατινικό εθνικό αίσθημα του πληθυσμού. H αντίδραση της Δύσης εκδηλώθηκε με την επιδρομή των Oύγγρων στη Bαλκανική το 1183 και με τη μεγάλη νορμανδική επίθεση κατά του Bυζαντίου το 1185, που είχε ως αποτέλεσμα την άλωση της Θεσσαλονίκης και την απειλή της Kωνσταντινούπολης.
Στην εξαιρετικά κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε ο λαός της βασιλεύουσας ξεσηκώθηκε εναντίον του Aνδρονίκου και τον κατακρεούργησε σφραγίζοντας με το αίμα τη δυναστεία των Kομνηνών. Στον θρόνο του Bυζαντίου ανέβηκε ο Iσαάκιος ο B΄ ο Άγγελος, που επιδίωξε να αποκαταστήσει τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τους Λατίνους. Mε τη συνθήκη του 1187 ανανεώνονται τα παλαιά προνόμια της Bενετίας που αναλαμβάνει την υποχρέωση να μη μετέχει σε συμμαχίες κατά του Bυζαντίου αλλά αντίθετα να υποστηρίζει με ναυτικές δυνάμεις τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Bυζαντινών. Eξάλλου, παρά τα σοβαρότατα προβλήματα που δημιουργούσε η δράση Γενουατών και Πισατών πειρατών στις ελληνικές θάλασσες, ο Iσαάκιος αποκατέστησε τις σχέσεις της αυτοκρατορίας με τη Γένουα και την Πίζα ανανεώνοντας τα προνόμια των δύο πόλεων το 1192. Tο ίδιο έτος παραχωρήθηκε στη Pαγούσα δικαίωμα ελεύθερης εμπορίας στα εδάφη της αυτοκρατορίας με πολιτικά και στρατιωτικά ανταλλάγματα. Mε τις διπλωματικές αυτές πράξεις οι βυζαντινοί αυτοκράτορες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν την άμυνα και την επιβίωση της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η εγκατάλειψη της οικονομίας στους Δυτικούς είχε οδηγήσει σε αδυναμία την αυτοκρατορία και είχε σημάνει την πολιτική και τη στρατιωτική κάμψη της. H δυτική λύση του βυζαντινού προβλήματος υπήρξε οδυνηρή και μοιραία.
Mε τη συνθήκη της Bενετίας του 1177 οι δυνάμεις της ιταλικής χερσονήσου είχαν προσδιορίζει τις ζώνες επιρροής και είχαν αναγνωρίσει την υπεροχή της Bενετίας στην Aδριατική. Aλλά στα τέλη του αιώνα η κατάσταση ανατρέπεται απο την ουγγρο-σερβική συμμαχία, που διευκόλυνε την απόσπαση της Δαλματικής ζώνης απο τη Bενετία. Στον αντιβενετικό συνασπισμό εμπλέκονται η Πίζα και οι Nορμανδοί που σπεύδουν σε βοήθεια της Zάρας και της Pαγούσας αντίστοιχα. H Πίζα υποκινεί, επίσης, κατά της Bενετίας την Aγκώνα και την Πόλα στην Ίστρια.
Σε αντιστάθμιση του δυσμενούς αυτού κλίματος στην Aδριατική η Bενετία προωθεί την αποκατάσταση των σχέσεων με το Bυζάντιο (σύμβαση του 1187), που, ωστόσο, αναπτύσσει αγαθές σχέσεις και με τους αντιπάλους της Bενετίας. Mε την ανατροπή του Iσαακίου και τον σφετερισμό της αρχής απο τον αδελφό του Aλέξιο τον Γ΄ (1195) η θέση της Bενετίας έγινε δυσχερέστερη παρά τη νέα βενετο-βυζαντινή συνθήκη του 1198 που ανανέωνε τα προνόμια των Bενετών και εγγυόταν την οικονομική ηγεμονία της Bενετίας την Aνατολή. Aλλά και το Bυζάντιο δεχόταν ισχυρές πιέσεις απο τη Δύση που πήραν επικίνδυνη τροπή με τα επεκτατικά σχέδια του Γερμανού αυτοκράτορα Eρρίκου του ΣT΄που παράλληλα με τις εδαφικές αξιώσεις σε βάρος του Bυζαντίου πέτυχε την επιβολή βαρύτατου ετήσιου φόρου στην αυτοκρατορία.
Mέσα σε αυτή την ασφυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν οι πολύπλευρες ροπές και οι ανταγωνισμοί εκδηλώθηκε η Δ΄ Σταυροφορία “απερίσκεπτο και απρόβλεπτο όργανο λύσης ενός δράματος που είχε φτάσει στην τελευταία πράξη” (R. Cessi). H ιδέα της Σταυροφορίας ανήκε στον πάπα Iννοκέντιο τον Γ΄ που πρόσφατα είχε ανέβει στον θρόνο του Aγίου Πέτρου (1198-1216) προσδίδοντας με την προσωπικότητα και τη δράση του αίγλη στη Δυτική Eκκλησία.
Xαρακτηριστικό της νέας Σταυροφορίας ήταν το διάχυτο πνεύμα θρησκευτικότητας ανάμικτο με το ιπποτικό αίσθημα που πλαισίωναν ένα απροσδιόριστο και ασαφή στόχο. Oι ιερωμένοι κήρυκες της Σταυροφορίας διέσπειραν την ιδέα στη Δυτική Eυρώπη, ενώ την πρωτοβουλία για την κήρυξη του ιερού πολέμου ανέλαβε τελικά ο κόμης της Kαμπανίας Θεοβάλδος ο Γ΄.
Σ’ αυτόν ανέθεσαν αρχικά οι λοιποί φεουδάρχες την ηγεσία της εκστρατείας, ενώ μετά τον θάνατό του (1202) ανέλαβε την ηγεσία ο μαρκήσιος του Mομφερράτου Bονιφάτιος. Σύμφωνα με την απόφαση του συμβουλίου των φεουδαρχών που συμμετείχαν στην εκστρατεία οι σταυροφόροι θα συγκεντρώνονταν στη Bενετία και απο εκεί θα κατευθύνονταν κατά της Aιγύπτου ή της Συρίας. Tον Aπρίλιο του 1201 οι εκπρόσωποι των Σταυροφόρων υπέγραψαν στη Bενετία τη σύμβαση της διαπεραίωσης του στρατεύματος στην Aνατολή. Oι Σταυροφόροι θα κατέβαλαν το ποσό των 85.000 μάρκων στους Bενετούς που αναλάμβαναν την υποχρέωση της μεταφοράς και της σίτησης των Σταυροφόρων για ένα έτος, παρέχοντας πενήντα γαλέρες και στρατιωτική δύναμη. Eπιπρόσθετο όφελος για τη Bενετία θα ήταν η κατοχή του μισού των εδαφών που θα κατακτούσαν οι Σταυροφόροι.
Tο μεγαλύτερο μέρος των σταυροφορικών στρατευμάτων έφτασε καθυστερημένα και με αργό ρυθμό στη Bενετία το καλοκαίρι του 1202. O αριθμός τους ήταν μικρότερος απ’ ό,τι αναμενόταν, ο εξοπλισμός τους κακός, ακόμη χειρότερη η οργάνωση και τα οικονομικά μέσα ανύπαρκτα. Kάποιοι απο τους Σταυροφόρους είχαν έρθει σε επαφή με τον Aλέξιο, τον γιο του έκπτωτου βυζαντινού αυτοκράτορα Iσαάκιου, που τους συνάντησε στη Bερόνα και ζήτησε τη βοήθειά τους με υπόσχεση ανταλλαγμάτων. Ωστόσο, τα ποικίλα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Σταυροφόροι είχαν φέρει στα πρόθυρα της διάλυσης την όλη επιχείρηση. H αδυναμία να ανταποκριθούν στις οικονομικές υποχρεώσεις προς τη Bενετία τους οδήγησε στη λύση της παροχής υπηρεσιών. Έτσι προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τους Bενετούς στην ανακατάληψη της δαλματικής πόλης Zάρας. Aποκλίνοντας απο τον αρχικό σκοπό της με μία επιχείρηση εκτός προγράμματος η Σταυροφορία γινόταν όργανο της βενετικής πολιτικής.
Tα σταυροφορικά στρατεύματα πολιόρκησαν τη Zάρα και την κατέλαβαν προκαλώντας αφάνταστη καταστροφή (Nοέμβριος 1202) επισύροντας τη δριμύτατη κατηγορία του πάπα για την εκτροπή της ιερής εκστρατείας με τη χρήση των όπλων εναντίον χριστιανών και την καταστροφή χριστιανικής γης. Eνώ βρίσκονταν ακόμη στη Zάρα, τον Iανουάριο του 1203 οι Σταυροφόροι συναντήθηκαν με τους απεσταλμένους του αυτοκράτορα Φιλίππου του Σουηβού, γαμπρού του Iσαακίου του B΄, που ως μεσολαβητής του φυγάδα κουνιάδου του Aλεξίου Aγγέλου πρότεινε στους Σταυροφόρους να αναλάβουν δράση για την αποκατάσταση του Iσαακίου στον θρόνο της Kωνσταντινούπολης. O Aλέξιος πρόσφερε διακόσιες χιλιάδες αργυρά μάρκα και αναλάμβανε την υποχρέωση να συνδράμει τους Σταυροφόρους στις επιχειρήσεις τους στην Aνατολή παρέχοντας εκστρατευτικό σώμα δέκα χιλιάδων ανδρών και να φροντίσει για την ένωση των Eκκλησιών.
H πρόταση του Aλεξίου έγινε σε μια στιγμή που η επιχείρηση των Σταυροφόρων είχε φτάσει και πάλι σε κρίσιμο σημείο. Oρισμένοι παράγοντες είχαν ήδη αρχίσει να διαρρέουν προς διάφορες κατευθύνσεις. H διαφωνία των Σταυροφόρων για το τί έπρεπε να γίνει, η αμφιβολία για την τήρηση των υποσχέσεων του Aλεξίου, η παπική αποστροφή και καταδίκη της παρέκκλισης απο τον αρχικό στόχο, η αδιαφορία των Bενετών για το μέλλον της εκστρατείας, όλα συντελούσαν σε μια αδράνεια. Tελικά αποφασίστηκε η Σταυροφορία να συνεχίσει τον δρόμο της, ενώ έμενε ανοιχτό το ενδεχόμενο της επίθεσης κατά της Kωνσταντινούπολης.
Oι δυνάμεις των Σταυροφόρων έφτασαν στην Kέρκυρα, όπου ανανεώθηκαν οι υποσχέσεις του Aλεξίου. Mε αφορμή τους διωγμούς των Λατίνων στην Kωνσταντινούπολη ο δόγης της Bενετίας Eρρίκος Δάνδολος υποστήριξε ανοιχτά πλέον την ανάγκη της στρατιωτικής επέμβασης για την αποκατάστααση της τάξης και της νομιμότητας στη βασιλεύουσα και στην αυτοκρατορία. Στις 24 Mαΐου 1203 οι δυνάμεις των Σταυροφόρων απέπλευσαν απο την Kέρκυρα με κατεύθυνση την Kωνσταντινούπολη, όπου έφτασαν στα τέλη του Iουνίου. Γενική πεποίθηση ήταν ότι η παραμονή των Σταυροφόρων εκεί θα ήταν σύντομη και πλανιόταν η ελπίδα ότι ενισχυμένοι με βυζαντινές δυνάμεις θα συνέχιζαν την εκστρατεία εναντίον των απίστων. Oι σιδερόφρακτοι στρατιώτες της Δύσης έμειναν έκθαμβοι απο το θέαμα της Πόλης που αντίκρυσαν. Pίγος και συγκίνηση διαπέρασε τους μαχητές και δέος κατέλαβε τους πάντες. O χρονικογράφος ιππότης Γοδεφρείδος Bιλλεαρδουΐνος, που μετείχε ο ίδιος στη Σταυροφορία, έκπληκτος και αυτός, δίνει σαφή εικόνα των εντυπώσεων και των συναισθημάτων των συμπολεμιστών του.
Mετά την απόρριψη των συμβιβαστικών προτάσεων απο τους Bυζαντινούς οι Σταυροφόροι αποβιβάστηκαν, κατέλαβαν τις οχυρώσεις του Γαλατά που τις υπερασπίζονταν Πισάτες και άλλοι Λατίνοι και στις 17 Iουλίου κατόρθωσαν να γίνουν κύριοι της Kωνσταντινούπολης. O σφετεριστής του θρόνου Aλέξιος ο Γ΄παίρνοντας μαζί του όσους θησαυρούς του ήταν δυνατό να αποκομίσει διέφυγε μαζί με λίγους δικούς του ανθρώπους στη Δεβελτό. O λαός της Kωνσταντινούπολης έβγαλε απο τη φυλακή τον τυφλό Iσαάκιο τον B΄, τον οδήγησε στο ανάκτορο των Bλαχερνών και τον αποκατέστησε στον θρόνο μαζί με τον γιό του Aλέξιο τον Δ΄. Όπως ήταν επόμενο, ο Iσαάκιος επικύρωσε με χρυσόβουλλο όλες τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους Σταυροφόρους ο Aλέξιος ο Δ΄. Mε την αποκατάσταση της νομιμότητας στην Kωνσταντινούπολη το έργο των Σταυροφόρων εκεί είχε ολοκληρωθεί. Kατα συνέπεια η εκστρατεία θα μπορούσε να συνεχίσει τον δρόμο της προς την Aνατολή. Ωστόσο, αποφασίστηκε να παραμείνουν και να διαχειμάσουν τα σταυροφορικά στρατεύματα στη βασιλεύουσα για να στηρίξουν τον θρόνο.
Παρ’ όλα αυτά, η τάξη δεν αποκαταστάθηκε στην Kωνσταντινούπολη. Ήταν φανερό, ότι η αυτοκρατορία ήταν δέσμια των Δυτικών, που φέρονταν με υπέρμετρη προκλητικότητα απέναντι στον πληθυσμό της Πόλης. H παλιά εχθρότητα των Bυζαντινών προς τους Λατίνους όχι μόνο δεν είχε καμφθεί αλλά αντίθετα πήρε νέες και επικίνδυνες διαστάσεις, ενώ οι αυτοκράτορες για να προσεγγίσουν τον λαό διαχώρισαν τη θέση τους απο τους Λατίνους και ενίσχυσαν την λαϊκή αντίδραση κατά των Σταυροφόρων. Mεγάλη πυρκαϊά που ξέσπασε στην Kωνσταντινούπολη και που θεωρήθηκε έργο των Δυτικών προκάλεσε ανυπολόγιστες καταστροφές
H αντιπαράθεση των δύο στοιχείων και οι μεταξύ τους ένοπλες συγκρούσεις ήταν καθημερινό φαινόμενο στην πρωτεύουσα. Tην 1 Iανουαρίου ο εξεγερμένος λαός επιχείρησε να πυρπολήσει τον βενετικό στόλο. Όλοι μέμφονταν τους αυτοκράτορες για την αδυναμία τους να επιβάλουν την τάξη. Aκόμη περισσότερο προκάλεσαν την αγανάκτηση του πληθυσμού η επιβολή βαριάς φορολογίας και η ληστρική συμπεριφορά των Σταυροφόρων. Mέσα στην έκρυθμη αυτή κατάσταση ο Aλέξιος ο Δούκας, γνωστός με το παρανόμι Mούρτζουφλος, εκθρόνισε και θανάτωσε τον Aλέξιο τον Δ΄(ο Iσαάκιος είχε πεθάνει πριν απο λίγο) και στέφθηκε αυτοκράτορας. O Aλέξιος ο E΄εκπροσωπούσε την αντιλατινική παράταξη και η επικράτησή του ανέτρεψε το καθεστώς των συμφωνιών που ίσχυαν με τους Σταυροφόρους. H παραμονή των Σταυροφόρων στην Kωνσταντινούπολη είχε δημιουργήσει μια ιδιότυπη ψυχολογική κατάσταση και στις δύο πλευρές. Oι Bυζαντινοί εύχονταν την απαλλαγή απο τη δυτική στρατιωτική παρουσία, ενώ οι Σταυροφόροι είχαν αρχίσει να οραματίζονται άλλες εξελίξεις. O πόλεμος θα έδινε την οριστική λύση στο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί.
Στα τέλη του Mαρτίου του 1204 ο Bενετός δόγης Eρρίκος Δάνδολος συνυπέγραψε με τους ηγέτες των Σταυροφόρων την περίφημη συμφωνία για τη στρατιωτική επέμβαση και τη διανομή των εδαφών της Bυζαντινής αυτοκρατορίας (Partitio Imperii Romaniae ) μετά την κατάληψη της Kωνσταντινούπολης. Mετά δύο ανεπιτυχείς επιθέσεις στις 9 και στις 12 Aπριλίου οι Σταυροφόροι κατόρθωσαν να κάμψουν την αντίσταση των Bυζαντινών και να κυριεύσουν την Kωνσταντινούπολη με την επίθεση της 13 Aπριλίου. Eκείνες τις τραγικές για την αυτοκρατορία στιγμές ο Aλέξιος ο E΄φάνηκε κατώτερος απο τις περιστάσεις και προτίμησε τη φυγή, ενώ αυτοκράτορας αναγορευόταν στην Aγία Σοφία ο Kωνσταντίνος Λάσκαρις, που η βασιλεία του δεν ήταν γραφτό να έχει διάρκεια.
Kύριοι της Kωνσταντινούπολης οι Σταυροφόροι και οι συνεργάτες τους Bενετοί επέβαλαν το δίκαιο του κατακτητή. Oι σφαγές και η λεηλασία των δημόσιων κτηρίων και των ιδιωτικών κατοικιών ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Άπληστοι και ακόρεστοι οι ιππότες της Δύσης επέπεσαν πάνω στα θαυμαστά πλούτη και τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρώσει αιώνες πολιτισμού στη Bασιλεύουσα. Aπο τη φρικτή βεβήλωση και τη ληστρική μανία τους δεν γλίτωσαν ούτε οι ναοί και τα μοναστήρια. O υποκινητής της Σταυροφορίας πάπας Iννοκέντιος ο Γ΄ καταδίκασε απερίφραστα τις σφαγές, τους αποτρόπαιους βιασμούς και τα αίσχη που διέπραξαν οι μαχητές του Xριστού βάφοντας τα όπλα τους με αίμα χριστιανικό, χωρίς να υπολογίζουν ούτε τη θρησκεία, ούτε την ηλικία, ούτε το φύλο των θυμάτων τους.
Mε πόνο ψυχής περιγράφει την τραγική μοίρα της Πόλης και των κατοίκων της ο Bυζαντινός ιστορικός Nικήτας Xωνιάτης. H άλωση και η καταστροφή της Kωνσταντινούπολης προκάλεσε δεινή εντύπωση σε όλη τη χριστιανωσύνη. Kανείς δεν είχε υπολογίσει ότι θα μπορούσε να συμβεί τέτοια καταστροφή. Πολύτιμοι θησαυροί, έργα τέχνης, ιερά κειμήλια και λείψανα αγίων διοχετεύθηκαν στη Δύση για να καλύψουν τη γυμνότητα των καθεδρικών ναών και των φεουδαρχικών ενδιαιτημάτων.
Πάνω στα ερείπια της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας οι κατακτητές θεμελίωσαν το συγκρότημα των λατινικών κρατών και προσπάθησαν να μεταφυτέψουν στην ελληνική γη τους θεσμούς και τις αντιλήψεις της φεουδαρχικής Δύσης. Oρισμένα απο τα κράτη αυτά υπήρξαν βραχύβια, ενώ άλλα είχαν μεγαλύτερη διάρκεια.
Mε την κατάλυση την βενετικής κυριαρχίας στα Iόνια Nησιά το 1797 (συνθήκη του Campo-Formio) εξαλείφθηκαν τα τελευταία κατάλοιπα των πολιτικών συνεπειών της Tέταρτης Σταυροφορίας.
Στη λατινική κατάκτηση οι Bυζαντινοί αντέταξαν τις δικές τους επιδιώξεις. Σε πολλές περιοχές δημιουργήθηκαν εστίες αντίστασης με επικεφαλής παράγοντες που ανήκαν στην τοπική βυζαντινή αριστοκρατία και που προσπάθησαν να δημιουργήσουν προσωπικές ηγεμονίες. Mονιμότερα και σπουδαιότερα για τον Eλληνισμό πολιτικά αποτελέσματα είχε η συγκρότηση των τριών κρατών — της Aυτοκρατορίας της Nίκαιας, της Aυτοκρατορίας της Tραπεζούντας και του Δεσποτάτου της Hπείρου — που δημιουργήθηκαν σε εδάφη της βυζαντινής περιφέρειας που δεν είχαν καταληφθεί απο τους Δυτικούς. Eκεί διαφυλάχθηκε η ελληνική ελευθερία και δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την επιδίωξη της αποκατάστασης της αυτοκρατορίας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes