Τρίτη 26 Μαρτίου 2013
"΄Συστήματα Σόρος" - "Υπόθεση Σόρος" και διεθνικά-διεθνοαναρχικά φαινόμενα
"΄Συστήματα Σόρος" - "Υπόθεση
Σόρος" και διεθνικά-διεθνοαναρχικά φαινόμενα
Π.
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Η παρούσα σελίδα αφορά το "σύστημα Σόρος"
ή οποιοδήποτε συναφές με αυτό φαινόμενο. Κτίζει πάνω σε στοιχεία που φωτίζονται
ολοένα και περισσότερο μέσα από δηλώσεις, αποκαλύψεις, βιβλία, έρευνα στο
διαδίκτυο και έγκυρες δημοσιεύσεις στον τύπο ή στο διαδίκτυο. Αφορά ευθέως ένα
από τα σημαντικότερα ζητήματα των διακρατικών σχέσεων, τις διανεμητικές
συνέπειες των ΜΚΟ διεθνικού χαρακτήρα.
Οι αναλύσει που ακολουθούν είναι
καταγεγραμμένες σκέψεις στο τελικό στάδιο που εντάσσονται σε μια ευρύτερη
μελέτη και διαρκή συγγραφή που οδεύει προς πολλές αυτόνομες μονογραφίες και
άλλες δημοσιεύσεις στην ελληνική και αγγλική γλώσσα επί ζητημάτων που αφορούν,
μεταξύ άλλων, τον ρόλο του έθνους-κράτους και των διεθνών θεσμών την ύστερη
εποχή, την ηθική κρίση περί την εξωτερική πολιτική, τον ρόλο των διεθνικών ΜΚΟ
στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα και την πολλαπλών επιπέδων περιπτωσιολογική
μελέτη του σχεδίου Αναν σε αναφορά με το ελληνικό πολιτικό σύστημα, τους
ακαδημαϊκούς και τον ρόλο των διεθνών θεσμών.
Οι αναλύσεις που περιέχει η
παρούσα σελίδα για τα "συστήματα Σόρος" δεν προσωποποιούνται, κατ'
ανάγκη, σε αναφορά με τον γνωστό διεθνικό και αντιφατικό μεγαλομανή κερδοσκόπο.
Ως διεθνικοί δρώντες τόσο ο ίδιος όσο και οι οργανισμοί που άμεσα ή έμμεσα
σχετίζονται μαζί του αποκτούν ενδιαφέρον επειδή μια σειρά από φορείς, φαινόμενα
και συμβάντα αφορούν ζωτικά την ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Ενδιαφέρουν,
επίσης, οι ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές και διπλωματικές προεκτάσεις, ιδιαίτερα
όσον αφορά την λαϊκή κυριαρχία, τον ρόλο των διεθνών θεσμών και την σταθερότητα
των διακρατικών σχέσεων. Για να το θέσουμε επακριβώς, ενώ οι ανθρώπινες σχέσεις
στο διεθνές σύστημα ρυθμίζονται από τους οντολογικά θεμελιωμένους θεσμούς του
έθνους-κράτους και των συμπαρομαρτούντων διεθνών θεσμών, τα διεθνικά φαινόμενα
σ' όλες τις εκδηλώσεις τους επηρεάζουν τις διεθνείς σχέσεις με ένα ρευστό, δυνητικά
ανορθολογικό και συχνότατα αποσταθεροποιητικό τρόπο. Τόσο στις θετικές
εκδηλώσεις τους όπως για παράδειγμα τις οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος
όσο και στις αδιαμφισβήτητα εγκληματικές του εκδηλώσεις όπως για παράδειγμα η
τρομοκρατία, τα διεθνικά φαινόμενα αναμφίβολα οφείλονται στα ελλείμματα
ενδοκρατικής και διακρατικής διακυβέρνησης.
Εύλογα, το ενδιαφέρον εστιάζεται
στο "σύστημα Σόρος" επειδή πρόκειται για μια από τις γνωστότερες και
πιο πολυσυζητημένες περιπτώσεις εξωπολιτικού διεθνικού δρώντα στην εποχή της
παγκοσμιοποίησης. Ως φαινόμενο, εμπεριέχει πολλά άλλα ανάλογα και αντίστοιχα
φαινόμενα που εκδηλώνονται υπό διαφορετικές μορφές, διαφορετικά περιεχόμενα και
διαφορετικές βαθμίδες. Μεταξύ άλλων: τα ιδρύματά του, οι "συναρτημένοι"
με αυτόν ΜΚΟ και διεθνικές δραστηριότητές τους, οι διασυνδέσεις του με νυν,
πρώην και ενδεχομένως αυτονομημένους αξιωματούχους διαφόρων
"υπηρεσιών", τα φιλοσοφήματά του, η επιρροή του σε κοινωνίες της
περιφέρειας στην οποία ανήκει η Ελλάδα αλλά και ευρύτερα, ο διεθνικός
χαρακτήρας σχεδόν όλων των δραστηριοτήτων του, οι αλλοπρόσαλλα εναλλασσόμενες
σχέσεις του με διάφορους ηγέτες, οι κερδοσκοπικές του επιδόσεις, οι
φιλανθρωπικές του βιτρίνες και κυρίως, η βαθύτατη ασυμβατότητα των διεθνικών
του δραστηριοτήτων με την έννοια πολιτική όπως αυτή είναι κλασικά
νοηματοδοτημένη και οικουμενικά και καθολικά αποδεκτή. Το φαινόμενα Σόρος, θα
υποστηριχτεί πιο κάτω, είναι διεθνοπολιτική ανωμαλία λόγω ελλειμμάτων
ορθολογιστικής διεθνούς διακυβέρνησης.
Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο,
όπως εξηγώ πιο κάτω, το "φαινόμενο Σόρος" αποτελεί το ανώτατο
στάδιο μιας νέας έννοιας, του "διεθνοαναρχισμού": Πρόκειται για
διεθνικούς φορείς διανεμητικών δυνατοτήτων οι οποίοι εν μέρει ή εν όλω δεν
θέτουν τις πολιτικές τους δραστηριότητές τους υπό την αίρεση της λαϊκής
κυριαρχίας κάποιου κυρίαρχου κράτους. Ούτως ή άλλως, αυτό είναι δύσκολο ή
αδύνατο να γίνει λόγω του διεθνικού και εξωπολιτικού χαρακτήρα αυτών των
δραστηριοτήτων. Οι διανεμητικές δραστηριότητες, εξάλλου, δεν υπόκεινται ή δεν
υπόκεινται σε επαρκείς κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις. Η
διαφυγή των συντεταγμένων κανονιστικών ελέγχων, εξάλλου, συνοδεύεται με λόγια,
ιδέες και πράξεις που καθιστούν σαφές ότι δεν συμφωνούν με τις κυριαρχικές
οριοθετήσεις των διακρατικών σχέσεων. Κατά κάποιο παράδοξο τρόπο, στο ανώτατο
διανοητικό στάδιό του αυτό το φαινόμενο ενσαρκώνεται από ακαδημαϊκά
μεταμφιεσμένες ιδέες των "κριτικών κονστρουκτιβιστών".
Εν ολίγοις, αν και οι
φορείς κινούνται διαμέσου ή εντός των κρατών, οι διανεμητικού χαρακτήρα
πνευματικές και υλικές δραστηριότητες του "συστήματος Σόρος"
ουσιαστικά βρίσκονται εκτός πολιτικής όπως οριοθετείται
και οροθετείται στο πλέγμα σχέσεων "κοινωνίας και εξουσίας"
οποιουδήποτε συγκεκριμένου κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Μπορεί να έχει έδρες,
ινστιτούτα, ανθρώπους, ιδρύματα και άλλους φορείς διεσπαρμένους σε συγκεκριμένα
κράτη, ο διεθνικός όμως χαρακτήρας των δραστηριοτήτων τα καθιστά εν πολλοίς -αν
όχι πλήρως- εξωκοινωνικά και εξωπολιτικά. Αν και πασίδηλα πρόκειται για την
κορυφή του παγόβουνου, τα στοιχεία για τους διεθνικούς φορείς με τους οποίους
σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό εμπλέκεται ο βαθύπλουτος κερδοσκόπος και τα
ιδρύματά του είναι ήδη πολλά. Για τους σκοπούς της παρούσης ανάλυσης, τα όσα
είναι ήδη γνωστά επαρκούν για να μας δώσουν μια ικανοποιητική εικόνα των
συνεπειών των δράσεών του.
Ο Σόρος, τα ιδρύματά του και τις
δραστηριότητές του, θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο σημαντικών
περιπτωσιολογικών μελετών για τα διεθνικά φαινόμενα και τις διανεμητικές τους
συνέπειες. Μεταξύ άλλων, το κράτος των Σκοπίων που φαίνεται πως ολοένα και
περισσότερο μετατρέπεται σε κρατίδιο επηρεαζόμενο από τον μεγαλομανή
κερδοσκόπο, οι δραστηριότητές στην υπόθεση του Κοσόβου, οι παρεμβάσεις
σχετιζόμενων με αυτόν ιδρυμάτων με το σχέδιο Αναν στο Κυπριακό, οι σχέσεις του
με "υπηρεσίες" ηγεμονικών δυνάμεων, η σχέση του με την
"στρατηγική μαλακής ισχύος" των ΗΠΑ, οι παρεμβάσεις του στα
πολιτιστικά δρώμενα κτλ.
Πιο ενδιαφέροντα όμως είναι τα
στοιχεία που αποκαλύφτηκαν για τις σχέσεις του με "ερευνητικούς
πυρήνες" των οποίων οι δραστηριότητες αφορούν τόσο διεθνή ζητήματα όσο και
ζητήματα ενδοκρατικής τάξης, δικαιοσύνης και ηθικών ή κοσμοθεωρητικών
διαμορφώσεων. Είναι για παράδειγμα εξόχως ενδιαφέρον σε μια χώρα όπως η
Ελλάδα με εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές της ελευθερίας στον βωμό του αγώνα
ανεξαρτησίας (αγώνα για εσωτερική αυτοδιάθεση, εξωτερική-εσωτερική
κυριαρχία, κοινωνική-πολιτισμική ετερότητα) να βλέπει κάποιους πυρήνες
διεθνικών διανοουμένων που σχετίζονται με ένα άκρως αμφιλεγόμενο κερδοσκόπο
όπως ο Σόρος να επιχειρούν ρητά και διακηρυγμένα να ροκανίσουν τα θεμέλια της
ελληνικής εθνικής-κοινωνικής, συνειδησιακής και πολιτισμικής ετερότητας.
Είναι πλέον απολύτως επαληθευμένο
ότι σε συναθροίσεις "συστημάτων Σόρος" δημιουργούνται εκρηκτικά
μείγματα τα οποία ενδέχεται να αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για την ενδοκρατική και
διακρατική ζωή των ενδιαφερομένων κοινωνιών. Μια νέα διεθνική ομαδοποίηση
αυτής της μορφής παρακάμπτει τις κοινωνίες και τα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένα
συστήματα εξουσίας καταργώντας έτσι την πολιτική. Συμμετέχουν
ετερόκλητα, ανομοιογενή και στοχαστικά αξιοπερίεργα άτομα ή φορείς, οι οποίοι
εκτείνονται σ' όλο το φάσμα μιας κοινωνίας: καθηγητές πανεπιστημίου,
αξιωματούχοι κρατικών "υπηρεσιών", τράπεζες, εφοπλιστές, άλλοι
επιχειρηματίες, αντιπρόσωποι διεθνών θεσμών, νεαροί προσοντούχοι που αναζητούν
απασχόληση, κερδοσκόποι, ακτιβιστές διεθνικών προβλημάτων, σύλλογοι προσφύγων,
εκκλησιαστικοί παράγοντες και πολλοί άλλοι. Αναμφίβολα, πολλοί από αυτούς είναι
αφελή και ανυποψίαστα παρακολουθήματα. Αυτό όμως δεν έχει σημασία και δεν
ενδιαφέρει την παρούσα ανάλυση (ενδιαφέρει σίγουρα πιο άμεσα τόσο τους ίδιους
όσο και τους επηρεαζόμενους από αυτούς).
Αυτό που έχει σημασία για την
παρούσα ανάλυση, είναι το γεγονός ότι αναπτύσσονται εξωκοινωνικά και
εξωπολιτικά διεθνικά τέρατα τα πλοκάμια των οποίων διεισδύουν στα μέσα
επικοινωνίας, σε πανεπιστήμια, στο υπόλοιπο εκπαιδευτικό σύστημα, σε ινστιτούτα
"προτάσεων πολιτικής", σε υπουργεία άμυνας, σε υπουργεία εξωτερικών,
σε επιτελικούς θεσμούς εξωτερικής πολιτικής, σε σχολές ενόπλων δυνάμεων και
διπλωματικών υπηρεσιών και αναπόφευκτα στα σε ηγετικά στρώματα των πολιτικών
συστημάτων. Χαρακτηριστικά, τα τελευταία, ενώ σιγά-σιγά ενσωματώνονται σ' ένα
κοινωνικοπολιτικό σύστημα, η ουσιαστική αναφορικότητά τους είναι τέτοιοι
διεθνικοί δρώντες από τους οποίους αντλεί δύναμη και επιρροή. Έτσι, κάποιος θα
μπορούσε, υπεριπτάμενος της κοινωνίας και ενδεχομένως ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένος
-οπότε λόγω της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας, διττά εξωπολιτικός-, να κατακτά
μεγάλες διανεμητικές αρμοδιότητες για τις τύχες μιας κοινωνίας. Δύο ακόμη
συναφή ζητήματα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα για ένα ακαδημαϊκό αλλά
πιθανότητα και για κάθε ενεργό και πληροφορημένο πολίτη.
Πρώτον, το γεγονός εξωπολιτικοί
δρώντες αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη διαδικαστική νομιμοποίηση.
Αυτού του είδους η νομιμοποίηση δεν αντλεί άμεσα και ουσιαστικά από το
κοινωνικοπολιτικό σύστημα που ανήκει και επηρεάζει αλλά από διεθνικά ή διεθνικά
εξαρτώμενους δρώντες. Οι διανεμητικές συνέπειες του ρόλου και της θέσης είναι
εν τούτοις δραστικές και ουσιαστικές. Στο παρελθόν τέτοιες ασυμβατότητες όταν η
ξένη εξάρτηση ενός κράτους βάθαινε σε τέτοιο σημείο που αναιρούσε την λαϊκή
κυριαρχία και επέβαλλε πολιτικές ηγεσίες (ή και φανερές δικτατορίες)
διαδικαστικά νομιμοποιημένες αλλά ασύμβατες με το κοινωνικό υπόστρωμα.
Δεύτερον, η πολιτική, ιδιαίτερα στην εξωτερική πολιτική,
καταργείται και αντικαθίσταται με "προτάσεις πολιτικής"
διεθνικών εξωπολιτικών δρώντων. Δεν είναι καθόλου τυχαίος ο πολλαπλασιασμός
ΜΚΟ ινστιτούτων "προτάσεων πολιτικής" που σχετίζονται με
"συστήματα Σόρος" και που κατορθώνουν να διατυμπανίζουν ακαδημαϊκά
μεταμφιεσμένες αλλά επιστημονικά διάτρητες "συνταγές διπλωματίας". Η
Ελλάδα, χωρίς η κοινωνία να έχει την δυνατότητα να γνωρίζει τα δρώμενα στον
αχανή διεθνικό χώρο μελετών και προτάσεων πολιτικής συχνά υπόκειται βαρύτατες
συνέπειες με ύστερη περίπτωση το σχέδιο Αναν. Εύκολα, τέτοιες προτάσεις
πολιτικής επηρεάζονται από άνομα και καταχρηστικά συμφέροντα (όχι ασφαλώς με
την νομική-ποινική έννοια του όρου, ζήτημα που δεν αφορά τον υποφαινόμενο), από
φορείς συμφερόντων όπως ξένες κυβερνήσεις, κερδοσκόποι και εγκληματίες που
έχουν την δυνατότητα να οργανώνονται διεθνικά και να παρακάμπτουν με αδιαφάνεια
τις εθνικές και διεθνείς κανονιστικές δομές. Δηλαδή, να παρακάμπτουν τα
κοινωνικοπολιτικά συστήματα και τους διεθνείς θεσμούς.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που θα ήθελα να
αναφέρω εισαγωγικά είναι οι επιστημολογικά ανατριχιαστικές προσεγγίσεις
συγγραφής "νέας ιστορίας" με όρους και έννοιες που εμπίπτουν
πλήρως στην κατηγορία των "κριτικών κονστρουκτιβιστικών"
ιδεολογημάτων και θεωρημάτων, για τα οποία εξάλλου αναρτώ ξεχωριστό σημείωμα.
Όπως θα υποστηρίξω πιο κάτω δεν πρόκειται για επιστημονική αλλά πολιτική
δραστηριότητα που απερίφραστα στοχεύει στην κατάλυση των κρατών, πιο
συγκεκριμένα στην "αποσυναρμολόγηση", όπως γράφουν, των κοσμοθεωριών,
της ιστορικής μνήμης, των ιστορικών κοσμοεικόνων, των εθνικών ταυτοτήτων, των
εθνικών μύθων και εν γένει των θεμελίων και εποικοδομημάτων του σύγχρονου
έθνους-κράτους. Αναμενόμενα, το εκπαιδευτικό σύστημα και τα μέσα ενημέρωσης
βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των ενδιαφερόντων. Ακόμη πιο σημαντικό, αυτά τα
διεθνοαναρχικά ιδεολογήματα και θεωρήματα στοχεύουν με πολύ συγκεκριμένο τρόπο
στο ροκάνισμα στρατηγικών θεσμών όπως τα Υπουργεία Εξωτερικών και τα Υπουργεία
άμυνας.
Τέλος, για ένα ακαδημαϊκό που ανήκει στο ολισθηρό
γνωστικό πεδίο των διεθνών σχέσεων, τα ζητήματα που θίγονται στην παρούσα
σελίδα είναι ερεθιστικά για ένα ακόμη σημαντικό λόγο. Αφορούν διεθνή φαινόμενα
για τα οποία αν και διυποκειμενικά αντιληπτά δεν προσφέρονται, εν τούτοις, για
ακαδημαϊκή ανάλυση. Αυτό γιατί ελλείπει επαρκής θεμελίωση, γεγονός που δυνατό
να προκαλέσει διολίσθηση προς την κατεύθυνση αβάσιμων συνομωσιολογικών
ερμηνειών. Πληροφορίες που ερμηνεύουν συμπεριφορές και ενέργειες εξωτερικής
πολιτικής που δεν είναι επαρκώς διαφανείς, κατά κανόνα ερμηνεύονται μετά από
πολλές δεκαετίες και μόνο εάν και όταν ανοιχτούν κάποια αρχεία. Σε ελάχιστες
περιπτώσεις ο διεθνολόγος αποδεικνύεται πιο τυχερός. Μια τέτοια περίπτωση
είναι η αποκάλυψη των εξαγορών συνειδήσεων δυτικογερμανών από τις μυστικές
υπηρεσίες της της πρώην ΕΣΣΔ και της πρώην Ανατολικής Γερμανίας κατά την
διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Τότε παίχτηκε η τύχη του κόσμου όταν στις
συμπληγάδες Ανατολής-Δύσης παρ' ολίγο να "πέσει" η Δυτική Γερμανία
και να ανατραπεί η πλάστιγγα θέτοντας την Δυτική Ευρώπη -όπως είχαν υποστηρίξει
πολλοί ηγέτες και στοχαστές, συμπεριλαμβανομένων τω Μιτεράν και κομμουνιστών
ηγετών- στην σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης. Τελικά σήμερα γνωρίζουμε,
ότι τα κίνητρα πολλών δεν ήταν φιλειρηνικά αλλά φιλάργυρα. Μια ακόμη
περίπτωση αφορά την διαρροή στο διαδίκτυο της έκθεσης Nathan για τις
μεθοδεύσεις και τις χρηματοδοτήσεις των αμερικανών με σκοπό τον εξαναγκασμό των
κυπρίων να δεχθούν την απώλεια της ελευθερίας τους την περίοδο 2002-4.
Αβασάνιστα, θα έλεγα ότι τα στοιχεία που ολοένα και περισσότερο έρχονται στην
επιφάνεια για τα "συστήματα Σόρος", δείχνουν ακριβώς ότι αυτές οι
μεθοδεύσεις των αμερικανών και άνομων διεθνικών δρώντων έχουν μεγαλύτερο βάθος
απ' ότι τότε υποψιαστήκαμε. Απλά, τότε, δηλαδή την περίοδο 2001-2004, όταν δώσαμε
μάχη κατά ακραίων και εξτρεμιστικών στοιχείων που υποστήριζαν το ανελεύθερο
σχέδιο Αναν για να υποστηρίξουμε την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα ως
κοινό τόπο όλων των ενδιαφερομένων για ειρηνική επίλυση του κυπριακού (με
συνέπεια να εισπράττουμε άθλιους-συστηματικούς χαρακτηρισμούς είδος δολοφονίας
χαρακτήρα), δεν μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε επακριβώς τα αίτια της εκδήλωσης
ενός βαθύτατου και ευρύτατου ακαδημαϊκού και πολιτικού ανορθολογισμού. Δεν
μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε επαρκώς την ηχηρή σιωπή πολλών καλοπληρωμένων
επιστημόνων, την επιστημονική διαστροφή μπροστά στον βιασμό της κοινοτικής
έννομης τάξης πολλών που τρέφονται εργολαβικά με θεσμικά λεφτά της ΕΕ, τις
απίστευτα λανθασμένες ασυναρτησίες συνταγματολόγων, νομικών και άλλων πολιτικών
επιστημόνων, την ευκολία με την οποία συμβατικά επιφανείς διανοούμενοι
διολίσθησαν στην υποστήριξη ανελεύθερων-φασιστοειδών καθεστώτων, το μίσος, την
ακρότητα και την εμπάθεια κατά της κυπριακής κοινωνίας στα μέσα ενημέρωσης όπου
την εμφάνιζαν ως θύτης αντί ως θύμα που πραγματικά είναι, τα ιστορικά ψεύδη με
τα οποία βομβάρδιζαν την ελληνική κοινή γνώμη, τον κατήφορο της πλειονότητας
της ελληνικής και κυπριακής πολιτικής ηγεσίας και την ολιγωρία πολλών άλλων που
φέρουν ακαδημαϊκή και πολιτική ευθύνη. Τώρα, λοιπόν, γνωρίζουμε καλύτερα .... :
Όποια πέτρα και αν σηκώσει κάποιος (και πολλές σηκώνονται όσο περνάει ο χρόνος)
βρίσκει συναρτήσεις "προτάσεων πολιτικής" με κάποιο "σύστημα
Σόρος" και τις αναρίθμητες διεθνικές διακλαδώσεις του. Χωρίς τον
κίνδυνο, λοιπόν, της παραμικρής έκπτωσης στο επίπεδο της θεμελίωσης, οι
πληροφορίες που ταχύρυθμα ρέουν, προσφέρουν την πολυτέλεια στον διεθνολόγο να
παρέχει πιο εύρωστες και πιο περιεκτικές ερμηνείες, που δείχνουν το βάθος και
το πλάτος των εξωπολιτικών φαινομένων που αναπτύσσονται στον αχανή διεθνικό
χώρο της διεθνούς πολιτικής και που στην συνέχεια διασπείρονται στις
ανυποψίαστες κοινωνίες-στόχους. Ακόμη, ο αξιολογικά ελεύθερος διεθνολόγος
μπορεί πλέον να φωτίσει περισσότερο τους κινδύνους για την ελευθερία, για τους
διεθνείς θεσμούς, για τους κρατικούς θεσμούς, για την ειρήνη, για την
σταθερότητα και κυρίως για την ασφάλεια λιγότερο ισχυρών κρατικών δρώντων του
διεθνούς συστήματος.
Εκτιμώ ότι, οι αναλύσεις της παρούσης σελίδας
ενδιαφέρουν ζωτικά τις εξής ομάδες:
1) Όποιους προβληματίζονται γενικότερα για τα
διεθνικά φαινόμενα και την εξωτερική πολιτική.
2) Εκείνους τους πανεπιστημιακούς που δεν θα ήθελαν
το ακαδημαϊκό λειτούργημα να διολισθήσει στο τέλμα στρατεύσεων και
προπαγανδιστικών πρακτικών.
3) Την πολιτική ηγεσία που δεν θα ήθελε το
κοινωνικοπολιτικό σύστημα να κυριαρχηθεί από εξωπολιτικές και εξωκοινωνικές
δραστηριότητες, πολλές εκ των οποίων είναι διεθνοαναρχικές με την έννοια που
ορίζεται πιο κάτω.
4) Την πολιτική και μόνιμη ηγεσία κρατικών θεσμών
όπως τα Υπουργεία άμυνας και εξωτερικών που δεν θα ήθελαν ανεξέλεγκτες
διεισδύσεις που υπονομεύουν τον ορθολογισμό τους.
5) Τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ που δεν θα ήθελαν να
καταστούν τα μέσα πληροφόρησης εργαλείο διεθνοαναρχικών δραστηριοτήτων.
6) Τους ακτιβιστές των ΜΚΟ που δεν θα ήθελαν οι
θεμιτές δραστηριότητές τους να επιστρατευτούν από εξωπολιτικούς διεθνικούς
δρώντες.
7) Τους υπεύθυνους για νομοθετικές ρυθμίσεις περί
τους ΜΚΟ.
8) Τέλος, πιστεύω ότι οι αναλύσεις της παρούσης
σελίδας αφορούν ζωτικά μια συγκεκριμένη ευπαθή ομάδα νεοεισερχομένων
επιστημόνων που είτε ήδη κατέχουν είτε είναι υποψήφιοι για ακαδημαϊκή θέση:
Ιδιαίτερα τα στελέχη των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών (και πάνω απ' όλους
τους διεθνολόγους και τους ιστορικούς) έχουν κάθε συμφέρον να αποφύγουν ή να
εγκαταλείψουν εν πολλοίς εξωκοινωνικούς και εξωπολιτικούς χώρους που εν δυνάμει
διαφθείρουν τον επιστημονικό στοχασμό τους και που τους παγιδεύουν σε συναναστροφές
με κερδοσκόπους, αξιωματούχους ξένων κρατών et al. Τέτοια ολισθήματα οδηγούν σε
παρασιτισμό, υπονόμευση των επιστημονικών τους φιλοδοξιών, αναπόδραστες
αντικοινωνικές στάσεις και τελικά πνευματική αποκτήνωση ή αντίστροφα οδυνηρές
τύψεις συνειδήσεως. Εν τέλει, μεταξύ της ασκητικής (και ενδεχομένως
"φτωχής" αλλά αξιοπρεπούς) αφοσίωσης στα επιστημονικά-ακαδημαϊκά
καθήκοντα και των διεθνικών σειρήνων κάποιων "συστημάτων Σόρος" ή των
εξαρτημάτων τους παραγωγής εξωπολιτικών "προτάσεων πολιτικής", οι
νεοεισερχόμενοι ακαδημαϊκοί έχουν συμφέρον να κλείσουν τ' αυτιά τους στις
διεθνικές σειρήνες. Τα όποια "απτά οφέλη" -αμοιβές ερευνητικών
προγραμμάτων, ταξιδάκια συμμετοχής σε "συνέδρια κοινωνικοπολιτικού
χαρακτήρα, διαμονές σε πολυτελή ξενοδοχεία, πλουσιοπάροχα δείπνα, κτλ - δεν
μετράνε μπροστά σ' αυτό που πραγματικά αναζητά κάποιος που αποφασίζει να
αφιερώσει αρκετές δεκαετίες της ζωής του: μεταξύ άλλων, την επιστημονική
καταξίωση, την αξιολογικά ελεύθερη στοχαστική συνεισφορά, την αδιάφθορη και
ανεπηρέαστη καλλιέργεια ολοένα και πιο σπουδαίων ιδεών, την συνεισφορά στην
οικουμενική προσπάθεια οικοδόμησης γνώσης, την αξιολογικά ελεύθερη επιμόρφωση
φοιτητών, την εμπέδωση πάγιων κωδίκων ακαδημαϊκής δεοντολογίας και την
υπεράσπιση εάν και όταν χρειαστεί κατακτήσεων του πολιτικού πολιτισμού όπως η
ανθρώπινη ελευθερία. Για τα τελευταία, σημειώνω, ότι οι ακαδημαϊκοί της Ευρώπης
αλλά και ευρύτερα διαθέτουμε πλέον ένα αμείλικτο δείκτη ακριβοδίκαιης εκτίμησης
των επιδόσεών μας, των ποιοτικών μας προδιαγραφών. Αυτός ο δείκτης είναι οι
στάσεις, λόγια, γραπτά κείμενα ή η ηχηρή σιωπή γύρω από το σχέδιο Αναν, που
αποτελεί ίσως και την καλύτερη περιπτωσιολογική μελέτη των κοινωνικών επιστημών
της ιστορίας των διεθνών σχέσεων της ύστερης εποχής [βλ. και σχετική ανάλυση
γι' αυτό το σημείο στο Αποκαλύψεις
εφημερίδων. και Μια
ακαδημαϊκή άποψη: Ξένες χρηματοδοτήσεις, ινστιτούτα, μΚΟ. (Π.Ήφαιστος)].
Π.Ήφ.
Μάιος 2006
«Υπόθεση Σόρος»: «Συστήματα
Σόρος» και φρικώδη διεθνικά δίκτυα βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων στους
τομείς της άμυνας, της διπλωματίας και της εκπαίδευσης
-----------------------------------------------------------------------------
Γνωστά
γεγονότα και νέες πληροφορίες που φωτίζονται ολοένα και περισσότερο, βεβαιώνουν
την ύπαρξη μιας σοβαρής απειλής που πλανάται πάνω από την Ελλάδα και τους
γείτονές της. Η απειλή
ενσαρκώνεται στο φαινόμενο George
Soros. Το «φαινόμενο» αυτό δεν αφορά μόνο τον Σόρος ως φυσικό
πρόσωπο αλλά και πολλά άλλα άτομα και υπηρεσίες που δραστηριοποιούνται διεθνικά
και διανεμητικά. Ουσιαστικά, στις διάφορες εκδοχές και εκδηλώσεις του, το
φαινόμενο Σόρος αποτελεί σοβαρή διεθνοπολιτική ασθένεια της παγκοσμιοποίησης. Το
διεθνικό οικοδόμημά που αναπτύσσεται διαμέσου και εντός των κρατών συμβολίζει,
συνοψίζει και περιγράφει όλες τις σύγχρονες διεθνοπολιτικές διαστροφές του
αχανούς και εν πολλοίς ακυβέρνητου διεθνούς χώρου. Σε πολλές τουλάχιστον
περιπτώσεις στεγάζονται ή συνστεγάζονται κερδοσκόποι, πρώην και νυν
αξιωματούχοι ηγεμονικών κρατών, επιχειρηματίες, τραπεζίτες, εφοπλιστές,
διανοούμενοι και πολλοί άλλοι οι οποίοι για ποικίλους λόγους γίνονται
συνεταίροι ή παρακολουθήματα ενός δαιδαλώδους διεθνικού δικτύου οργανώσεων οι
οποίες στερούνται κοινωνικής αναφορικότητας και τα ακριβή θεσμικά και
λειτουργικά όρια των οποίων είναι δύσκολο να εξακριβωθούν. Επειδή φασισμός
σημαίνει κανονιστικά προστάγματα και διανεμητικές αρμοδιότητες που δεν
προσδιορίζονται κοινωνικοπολιτικά, τα «φαινόμενα Σόρος» αποτελούν πολιτικά
τέρατα ή αλλιώς εν δυνάμει αυγά του φασισμού που εκκολάπτονται στο
εσωτερικό αυτού που συμβατικά ονομάζεται
παγκοσμιοποίηση.
Με όρους οικουμενικής και διαχρονικής
κατανόησης της πολιτικής, τέτοια φαινόμενα συνιστούν σημαντικές
διεθνοπολιτικές διαστροφές. Επηρεάζουν τόσο την διακρατική όσο και την
ενδοκρατική ζωή: Μια πολυκέφαλη και αόρατη λερναία ύδρα γεννά διαρκώς αυγά που
εκκολάπτονται, κυρίως, στις κοινωνίες ασθενών κρατών της περιοχής μας, αλλά και
ευρύτερα. Διασπείρονται και διαχέονται ακόμη και σε στρατηγικούς τομείς των
κοινωνικοπολιτικών συστημάτων όπως η διπλωματία, οι Ένοπλες Δυνάμεις, ο
περίγυρος προέδρων και πρωθυπουργών, τα συμβούλια εξωτερικής πολιτικής και
κυρίως το εκπαιδευτικό σύστημα. Το εκπαιδευτικό σύστημα είναι και ο
στρατηγικός στόχος που διευκολύνει την διείσδυση και τον πολιτικό έλεγχο.
Χαρακτηριστικό των παραδόξων της εποχής μας, είναι το γεγονός πως αυτά τα
φαινόμενα δεν σχετίζονται με οποιαδήποτε συνωμοτική ερμηνεία της διεθνούς
πολιτικής. Οποιοσδήποτε οξυδερκής ερευνητής, σε γενικές τουλάχιστον
γραμμές, εντοπίζει τις εν λόγω δραστηριότητες στο διαδίκτυο. Πόσοι, όμως, είναι
εκείνοι που διαθέτουν την τεχνογνωσία, το ενδιαφέρον και το κίνητρο να τις
εντοπίσουν και ακόμη περισσότερο να αναλύσουν τις οικονομικές, πολιτικές και
γεωπολιτικές συνέπειές τους. Ας μη ξεχνάμε ότι η εξωτερική πολιτική για τον
μέσο πολίτη είναι απόμακρη, δυσκολονόητη και άγνωστη. Δρώντες όπως ο Σόρος, εξάλλου,
διαθέτουν διεσπαρμένες βιτρίνες που εξ αντικειμένου φανερώνουν μόνο την κορυφή
του παγόβουνου των κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτων διεθνικών δράσεων. Το
έλλειμμα υγιούς διεθνούς διακυβέρνησης στην βάση του διεθνούς δικαίου και του
εξυπακουόμενου απόλυτου σεβασμού της κυριαρχίας, καθώς και το έλλειμμα
αποτελεσματικότητας των διεθνών θεσμών, διευκολύνει και ενδεχομένως
«νομιμοποιεί» άνομους διεθνικούς δρώντες ως δήθεν «αναγκαίο κακό της
παγκοσμιοποίησης». Έτσι, αυτή η διεθνοπολιτική ανωμαλία που ζημιώνει καίρια τα
λιγότερο ισχυρά κράτη διευρύνεται και βαθαίνει ολοένα και περισσότερο.
Το «σύστημα Σόρος»,
επιπλέον, υπό την σκεπή ωραιοποιημένων επιστημονικοφανών ερευνητικών
προγραμμάτων που πασίδηλα τυγχάνουν οργανωμένης στήριξης αξιωματούχων και
θεσμών των ηγεμονικών κρατών –ή κυβερνητικών παρακολουθημάτων τους στους
διεθνείς θεσμούς και στις κυβερνήσεις ασθενών κρατών–, περίτεχνα κατορθώνει
στο όνομα της «ανοικτής κοινωνίας» να επιστρατεύει πλήθος ανυποψίαστων και
καλόπιστων ατόμων. Εκτεταμένες, άγνωστες και ελάχιστα διαφανείς διεθνικές
διαπλοκές δημιουργούν ένα δίκτυο στο εσωτερικό του οποίου κανείς εντοπίζει
πάντοτε κάποια «δόση Σόρος» περίτεχνα περιτυλιγμένη με ιδρύματα «ανοικτής
κοινωνίας» του –κατ’ ουσία κοινωνικά ανέντακτου– διεθνικού κερδοσκόπου.
Διαπιστώνεται, πάντως ότι, τράπεζες, μεγάλοι επιχειρηματίες και διεθνείς
θεσμοί, κατά τα άλλα πέραν κάθε υποψίας, για κάποιους μυστήριους και
ακατανόητους λόγους πείθονται να χρηματοδοτούν τις δραστηριότητες που
αναπτύσσονται γύρω από το «σύστημα Σόρος». Έτσι, ενώ ένα πέπλο αδιαφορίας
και μακάριου εφησυχασμού απλώνεται, το «σύστημα Σόρος» και οι
σύμμαχοί του –κυρίως οι διαπλοκές του με «υπηρεσίες» και «ιδρύματα» σε διάφορες
χώρες– επηρεάζουν βαθύτατα τις διπλωματικές εξελίξεις, τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις
και τα εκπαιδευτικά συστήματα. Αναμενόμενα,
τα τελευταία αποτελούν και τον κύριο μέσο ροκανίσματος και πολιτικών
υπονομεύσεων.
Το «σύστημα Σόρος» και τα
χρηματοδοτούμενα από αυτόν διασπαρμένα διεθνικά εκτρώματά του
είναι, κοινωνικοπολιτικά μιλώντας, φρικώδεις ανορθολογικοί δρώντες. Το «σύστημα
Σόρος» αντιβαίνει στην πολιτική
με οποιονδήποτε τρόπο και αν κατανοηθεί. Κλασική, μεσαιωνική,
νεωτερική, φιλελεύθερη, κομμουνιστική ή άλλες νοηματοδοτήσεις της πολιτικής
αφορούν τις συναρτήσεις μεταξύ της κοινωνίας και της σχετιζόμενης με αυτή
εξουσίας. Γ’ αυτό, είναι ένα πράγμα η κοινωνική διαμάχη στην βάση εναλλακτικών
νοηματοδοτήσεων του πολιτικού γεγονότος και άλλο η κατάργηση της
πολιτικής από κοινωνικά ανέντακτους δρώντες του αχανούς διεθνικού παρασκηνίου.
Στο εσωτερικό των διεθνοπολιτικών παρασκηνίων αναπτύσσονται δραστηριότητες
διανεμητικού και αναδιανεμητικού χαρακτήρα, ελάχιστα ή καθόλου κοινωνικά
ελεγχόμενες. Στους δαιδαλώδεις λαβύρινθους αυτών των παρασκηνίων δεν
κυκλοφορούν μόνο καλόπιστοι περιβαλλοντολόγοι, αβλαβείς αναρχικοί στοχαστές ή
περιφερόμενοι τουρίστες. Κυκλοφορούν και δρουν, επίσης, κερδοσκόποι, πράκτορες
(πρώην και νυν), τυχοδιώκτες, τρομοκράτες, εγκληματίες και άλλες ανωμαλίες της
διεθνούς ζωής.
Κάτι δεν πάει καθόλου καλά, λοιπόν, εάν ομάδες που θα μπορούσαν να περιέχουν
τέτοιους διεθνικούς –και γι’ αυτό εκτός κοινωνικών ελέγχων– δρώντες
οργανώνονται με κονδύλια που προέρχονται από την κερδοσκοπία και άλλες ελάχιστα
ή καθόλου διαφανείς «επιδοτήσεις» αποθρασύνονται και δημόσια πλέον αξιώνουν να
επηρεάσουν διανεμητικά την διπλωματία, την πνευματική ζωή, την πληροφόρηση, την
ιστορική γνώση, την πανεπιστημιακή γνώση και την εν γένει εκπαίδευση. Είναι
εξάλλου αλλόκοτο εάν κυβερνήσεις, διεθνείς θεσμοί και επιχειρήσεις ενισχύουν
τέτοιους πολιτικά τερατώδεις διεθνικούς οργανισμούς. Τα φιδάκια που γεννούν
τέτοιοι οργανισμοί κανείς δεν πρέπει να βοηθά. Όλα μαζί συνεργαζόμενα και
διαπλεγμένα αποτελούν πολιτικά και πνευματικά εκτρώματα που διαστρέφουν την πολιτική,
υπονομεύουν καίρια τον πολιτικό ορθολογισμό, ακυρώνουν την δημοκρατία, αναιρούν
την λαϊκή κυριαρχία και αποδυναμώνουν κάθε δυνατότητα διεθνούς διακυβέρνησης
βασισμένης στην διεθνή νομιμότητα όπως προβλέπεται από την οντολογικά
θεμελιωμένο καθεστώς διεθνών σχέσεων. Ακόμη, τέτοια κυριολεκτικά φρικώδη
φαινόμενα που περίτεχνα και εξεζητημένα αναιρούν ή θίγουν κάθε έκφανση του
πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων, είναι γεγονός πως δεν επηρεάζουν όλα τα
κράτη με τον ίδιο τρόπο: Οι ανακατανομές συμφερόντων που επιφέρουν
δυναμώνουν κάποια κράτη, αποδυναμώνουν κάποια άλλα και μερικά ενδεχομένως τα
αποσυναρμολογούν διαλύοντάς τα. Η δημιουργία πολλών εξαρτημένων κρατιδίων
που θα ελέγχονται διαμέσου ενός δικτύου βαθιά ριζωμένης «μαλακής ισχύος»,
εξάλλου, φαίνεται να είναι πλέον διακηρυγμένος σκοπός συγκεκριμένων δυνάμεων.
Στο
σημείο αυτό, είναι ίσως σκόπιμο να τονιστεί ότι η ύστερη παραφιλολογία περί
παγκοσμιοποίησης είναι εξαιρετικά αποπροσανατολιστική όσον αφορά την διεθνή
ζωή. Προγενέστερες σοβαρές αναλύσεις των δεκαετιών του 1970 και 1980 για το
φαινόμενο της αλληλεξάρτησης και των συνεπειών της τεχνολογικής προόδου άνοιξαν
τον δρόμο για μια γνωστή από τα παλιά συζήτηση που κυριαρχούν εξομοιωτικού
χαρακτήρα ηγεμονικά, διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα και θεωρήματα.
Ρητά ή άρρητα –υπό το πρίσμα πάντοτε ετερογενών και ανομοιογενών σκοπών–
αξιολογικά φορτισμένες αναλύσεις οι οποίες αναμασούν αυτονόητες και πασίδηλες
πραγματικότητες που υπονομεύουν την κρατική κυριαρχία των λιγότερο ισχυρών
κρατών παρουσιάζονται ως καταλύτες μιας ακάθεκτα επερχόμενης παγκόσμιας
εξομοίωσης. Όμως, συχνότατα αν όχι πάντοτε παραβλέπεται ή παρακάμπτεται το
γεγονός ότι η αποδυνάμωση των κυριαρχικών ελέγχων κάποιων κρατών δεν καταργεί
το διακρατικό σύστημα. Απλά αποδυναμώνει κάποια κράτη ή τα διασπά και
ενδυναμώνει κάποια άλλα. Αν και στο εσωτερικό του διακρατικού συστήματος
συντελούνται ανακατανομές ισχύος, συμφερόντων και σπανιότερα συνόρων, μορφικά
το διεθνές σύστημα παραμένει το ίδιο: Υπό το καθεστώς της κυριαρχίας
συνυπάρχουν συναλλασσόμενες η ανταγωνιζόμενες ανεξάρτητες πολιτείες ο αριθμός
των οποίων αυξάνεται αλλά όχι δραματικά (και πλέον μόνο όταν διασπώνται μη
βιώσιμα κράτη). Ιδιαίτερα αν αναφερόμαστε σε διεθνικούς φορείς όπως
κερδοσκόποι, τρομοκράτες, λαθρομετανάστες και εγκληματίες οι οποίοι αναπτύσσουν
δραστηριότητες διαφεύγοντας τους κρατικούς κανονιστικούς ελέγχους επηρεάζοντας
διανεμητικά τις διακρατικές σχέσεις, αυτό που χρειάζεται είναι απλό αν και
δύσκολο να συμφωνηθεί λόγω αιτιών πολέμου: Εύρωστες κρατικές δομές και ισχυρούς
διεθνείς θεσμούς.
Η ύπαρξη τέτοιων ανορθολογικών δρώντων διανεμητικών συνεπειών αποτελεί υπέρτατη
πολιτική διαστροφή επειδή βασικά το κριτήριο της πολιτικής όπως είναι
κλασικά και καθολικά παραδεκτό απουσιάζει σχεδόν πλήρως. Η ύπαρξή τους και οι
δραστηριότητές τους μόνο ζημιές μπορούν να προκαλέσουν και ποτέ δεν θα
οδηγήσουν σε οποιουδήποτε είδους παγκόσμια ενότητα ή εξομοίωση. Για να υπάρξει
κάτι τέτοιο απαιτείται παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα που θα νομιμοποιεί
ένα παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης. Η επίδρασή τους στην ζωή των
ανθρώπων είναι ευθέως ανάλογη και αντίστοιχη της αναποτελεσματικότητας των
κρατικών θεσμών και των ελλειμμάτων διεθνούς διακυβέρνησης. Μέχρι να
αντιμετωπιστούν αυτά τα ελλείμματα με συμπεφωνημένες διακρατικές ρυθμίσεις τα
διεθνικά φαινόμενα θα βλάπτουν κάποιους και θα ωφελούν κάποιους άλλους.
3. Το «σύστημα Σόρος» ως διεθνική και διεθνοπολιτική
ανωμαλία: Ενσάρκωση της οπισθοδρόμησης σε προ-πολιτικές εποχές
Οι σκοποί και οι δράσεις του «συστήματος
Σόρος» ή άλλων παρόμοιων φαινομένων, αποτελούν, ουσιαστικά, την
ύστερη (μεταμοντέρνα) διεθνιστική-κοσμοπολίτικη εξομοιωτική αξίωση κατά της
ετερότητας των δύο εκατοντάδων κοινωνιών του πλανήτη. Αν και του ίδιου
περιεχομένου –στρέφονται κατά των ελέγχων που οριοθετούν και διαφυλάττουν το
σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κάθε χώρας κατά άνομων και καταχρηστικών
αξιώσεων–, η μορφή είναι διαφορετική επειδή ενδύονται διαφορετικά ιδεολογήματα
και θεωρήματα. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων
αξιώσεων όλων των εποχών είναι ότι παρακάμπτουν ή παραβλέπουν τις οντολογικά
θεμελιωμένες κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές κατακτήσεις των κυρίαρχων
κοινωνιών όπως ενσαρκώνονται στους θεσμούς εθνικής ανεξαρτησίας. Στόχος τους
είναι και θα συνεχίσει να είναι η οντολογικού περιεχομένου αξίωση
ελευθερίας-ανεξαρτησίας των κοινωνιών οι πλείστες εκ των οποίων σήμερα είναι
κυρίαρχες-ανεξάρτητες.
Όλα τα απροσμέτρητης ποικιλομορφίας εξομοιωτικά διεθνιστικά-κοσμοπολίτικα
δόγματα, εξάλλου, πάντα ήταν και πάντα θα είναι η κύρια μεταμφίεση των
ηγεμονικών αξιώσεων. Πάντα ήταν και πάντα θα είναι, επιπλέον, το κύριο αίτιο
πολιτικών ανωμαλιών διεθνικού ή διακρατικού χαρακτήρα που σε ύστατο
επίπεδο βλάπτει όλους εκτός από κάποιους απάτριδες που κερδοσκοπούν και
κινούνται υπονομευτικά διαφεύγοντας τους κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους.
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, συνιστά υπέρτατο παραλογισμό, εάν και όταν φορείς
που υποτίθεται ότι προορίζονται να λειτουργούν ορθολογιστικά –πολίτες,
κυβερνήσεις, διεθνείς θεσμοί, επιχειρήσεις, διανοούμενοι, ακαδημαϊκοί–
συμπράττουν με αυτά τα κλασικού χαρακτήρα εκτρωματικά πολιτικά φαινόμενα ή με
τα κατά τόπους ποικιλόμορφα μεταμφιεσμένα παρακολουθήματά τους. Το υπέρτατο
στάδιο του πολιτικού παραλογισμού, βεβαίως, είναι η εκκόλαψη αυτών των
πολιτικών όφεων στο εκπαιδευτικό σύστημα, στις ένοπλες δυνάμεις, στα υπουργεία
εξωτερικών και σε άλλους κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους δημόσιους φορείς ή
άλλους οργανισμούς δημοσίου συμφέροντος.
Ορθολογιστικά μιλώντας, το «σύστημα Σόρος» και άλλα ανάλογα ή αντίστοιχα
διεθνικά φαινόμενα, είναι κυριολεκτικά ανωμαλίες της διεθνούς και ενδοκρατικής
ζωής. Τα αίτια της ύπαρξης
πολιτικών ανωμαλιών που εκκολάπτουν αντιδημοκρατικά και αντικοινωνικά φίδια
είναι πολλά. Κατά κύριο λόγο, όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα,
υπάρχουν ατέλειες κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης στην ενδοκρατική ζωή και
τεράστια ελλείμματα διεθνούς διακυβέρνησης. Αν και τα σχέδιά και οι πράξεις
δρώντων όπως ο Σόρος είναι βαθύτατων διανεμητικών συνεπειών, εξ ορισμού
στερούται πολιτικής και ηθικής νομιμοποίησης επειδή στερούνται σταθερής κοινωνικής
αναφορικότητας. Εξ αντικειμένου, φορείς διεθνικών πολιτικών σχεδίων
διανεμητικών προεκτάσεων σε τομείς όπως η οικονομία, η διπλωματία και η
πνευματική ζωή, είναι πρακτικά αδύνατο να εντοπιστούν και να φωτιστούν πλήρως,
λόγω ακριβώς των άπιαστων διεθνικών διασυνδέσεων του αχανούς διεθνούς χώρου και
της απουσίας διεθνών κανονιστικών ρυθμίσεων αντιμετώπισης των διαβρωτικών
δραστηριοτήτων τους. Σ’ αυτό τον αχανή χώρο οι μόνοι που διαθέτουν οργανωτικά
ερείσματα και δυνατότητες αποτελεσματικών δράσεων είναι οι υπηρεσίες των
ισχυρών κρατών της κάθε ιστορικής συγκυρίας, οι πολυεθνικές εταιρείες ή άλλοι
διεθνικοί ΜΚΟ και κερδοσκόποι και/ή απατεώνες και τρομοκράτες.
Τα
ζητήματα που τίθενται είναι πολλά: Ποιος και πως ελέγχει, για παράδειγμα, ένα
πρώην αξιωματούχο των υπηρεσιών ασφαλείας των ΗΠΑ ο οποίος ενώ αναπόφευκτα
συντηρεί σχέσεις με την «εταιρεία» ως επικεφαλής ενός ινστιτούτου «προτάσεων
πολιτικής» θα μπορούσε να αναπτύσσει διεθνικές δράσεις με «ιδρύματα ανοικτής
κοινωνίας» του Σόρος στα οποία συρρέουν πολλοί άλλοι πρώην, νυν κα ενδεχομένως
αυτονομημένοι αξιωματούχοι «υπηρεσιών» διαφόρων κρατών; Ποιος ελέγχει κάποιο
ουρανοκατέβατο ακαδημαϊκό που κολυμπά αθώα σε κάποια πισίνα του εξοχικού του
στην Ύδρα ή στην Μαγιόρκα και που στα διαλείμματα της τεμπελιάς του κάνει
μηνιαίως ένα-δύο μαθήματα σε κάποιο πανεπιστήμιο πριν συναντηθεί με διεθνικούς
δρώντες όπως τους προαναφερθέντες; Ποιος ελέγχει την αναξιοπιστία του ίδιου
τεμπέλη όταν ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένος περίπου εξαποστέλλει φιρμάνια σε
κάποιους κύπριους ή κοσοβάρους να αποδεχθούν τις ηγεμονικές αξιώσεις και να
εγκαταλείψουν την κυριαρχία τους «για να τελειώνουμε»; Ποιος και πως ελέγχει
την επιστημονικότητα κάποιου βιβλίου –υπονομευτικής των κοσμοθεωρητικών
θεμελίων– ιστορικής ανεκδοτολογίας όταν οι πλείστοι πλέον που θα πρέπει
να το κάνουν συγκροτούν μια παρέα ομοϊδεατών του κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτου
διεθνικού περίγυρου με ισχυρές προσβάσεις στον πανεπιστημιακό χώρο και άφθονους
πόρους; Πόσο επηρεάζονται οι ακαδημαϊκές κρίσεις –και κατά συνέπεια η επέκταση
και η περαιτέρω εμβάθυνση ενός διαβρωμένου παρασιτικού ακαδημαϊκού ασύλου– αν
σε χώρες όπως αυτές των Βαλκανίων που βρίσκονται «σε μετάβαση» καθηγητές,
λέκτορες και δόκτορες χέρι-χέρι με «σόρους», «σοράκια», υπαλλήλους κρατικών
υπηρεσιών ηγεμονικών κρατών και άλλους λιγότερο ή περισσότερο αδιαφανώς
κινούμενους διεθνικούς δρώντες συναθροίζονται για να «μελετούν» και να
ρυπαίνουν το πολιτικό περιβάλλον με «προτάσεις πολιτικής» επί ζητημάτων
εσωτερικής κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης κοινωνιών-στόχων στο Κόσσοβο, στην
FYROM, στην Παλαιστίνη και στην Κύπρο;
Αν πάρουμε το «σύστημα Σόρος» ως παράδειγμα, παρατηρούμε ότι, ο γνωστός
κερδοσκόπος, εκμεταλλευόμενος φαινόμενα που εμπίπτουν σ’ αυτό που
σχηματοποιώντας πολλοί ονομάζουν παγκοσμιοποίηση, ραδιουργεί και μηχανορραφεί
κερδοσκοπώντας έτσι απέραντα, συμπηγνύει διεθνικές οργανώσεις ποικιλόχρωμα
μεταμφιεσμένες και χρηματοδοτεί διεθνικούς ΜΚΟ βαθύτατων διανεμητικών
προεκτάσεων σ’ όλους τους τομείς της ζωής των κρατών που αποτελούν στόχους του.
Ακόμη, συμμαχεί με μυστικές υπηρεσίες πολλών κρατών, παρεμβαίνει στις
εσωτερικές υποθέσεις ακόμη και μεγάλων χωρών, επιστρατεύει ή συνεργάζεται με
νυν ή πρώην υψηλόβαθμα στελέχη κρατικών υπηρεσιών, παρεμβαίνει σε πολιτικά
ζητήματα όπως το «μακεδονικό», το Κόσσοβο και το κυπριακό και συμμετέχει σε
μυστικές λέσχες της διεθνούς εξωκυβερνητικής και εξωπολιτικής διαπλοκής. Ακόμη,
επηρεάζει γεωπολιτικές ανακατατάξεις, «εξαγοράζει» μικρά και παραπαίοντα
κρατίδια (FYROM από το οποίο μάλιστα απαιτεί να είναι αδιάλλακτο απέναντι στην
Ελλάδα) διαθέτοντας γι’ αυτό δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, οργανώνει
«επαναστάσεις» που προκαλούν καθεστωτικές αλλαγές και κατατμήσεις κρατών,
οργανώσεις που σχετίζονται με αυτόν συντάσσουν δύσοσμες εκθέσεις (ICG για το
κυπριακό που παρουσίασε το συνεργαζόμενο ΕΛΙΑΜΕΠ στην καρδιά της Αθήνας τον
Μάρτιο 2006) και χρησιμοποιεί ή σχετίζεται αδιαφανώς και ποικιλοτρόπως με
αξιωματούχους διεθνών θεσμών και κρατικούς λειτουργούς. Ιδρύει διεθνικά
«πανεπιστήμια», χρηματοδοτεί διεθνικούς ακτιβιστές που αναμοχλεύουν μειονοτικά
προβλήματα, συσκοτίζει ξοδεύοντας τα «κλεμμένα» της διεθνούς κερδοσκοπίας σε
«πολιτική φιλανθρωπία», επιδοτεί μεταρρυθμίσεις δημοσίων υπηρεσιών, δίνει
υποτροφίες σε φοιτητές για «διατριβές» με συγκεκριμένους ιδεολογικοπολιτικούς
σκοπούς, αναμιγνύεται σε διεθνικά κινήματα γυναικών, νεολαιών και πολιτισμικών
διοργανώσεων και επιδοτεί –η Ελλάδα είναι ήδη στο στόχαστρο– αλλαγές των
ιστορικών βιβλίων για να συμπίπτουν οι κοινωνικές πεποιθήσεις με τα
διεθνοαναρχικά ιδεολογήματά του (αλλά και για να διευκολυνθεί τόσο η
«στρατηγική μαλακής ισχύος» των συνενόχων του ηγεμονικών κρατών όσο και η δική
του διείσδυση για κερδοσκοπία και καταχρηστικές οικονομικές ή άλλες
δράσεις). Όλως περιέργως πολλά από τα ιδρύματα που συνεργάζεται (Freedom House,
National Endowment et al) είναι γνωστές «παράγκες» των μυστικών υπηρεσιών με
τις οποίες είναι κοινό μυστικό –ένα από τα λίγα που οι κοινωνίες γνωρίζουν με
βεβαιότητα– ότι συνεργάζεται εδώ και δεκαετίες, κυρίως στις αποσταθεροποιητικές
«νεωτεριστικές επαναστάσεις στην «βαλκανική γειτονιά μας» αλλά και ευρύτερα. Η
συσκότιση και ο πολιτικός ανορθολογισμός κορυφώνεται όταν άλλοτε διασώζει την
πολιτική τιμή του Προέδρου Μπους και άλλοτε τον καταπολεμεί, ενώ, όπως είναι
φανερό για να μπορεί να λειτουργεί τόσο βαθιά και τόσο εκτεταμένα θα πρέπει
λογικά να διατηρεί και συντηρεί κάποια συντονιστική υπηρεσία αναλύσεων,
εκτιμήσεων και αποφάσεων μπροστά στην οποία ακόμη και μυστικές υπηρεσίες
ισχυρών κρατών ίσως ωχριούν. Το όργιο διεθνικών δράσεων βαθύτατων διανεμητικών
συνεπειών που μόλις περιγράψαμε, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι προέρχεται από
μεγαλομανή άτομο που κάνει δηλώσεις του είδους: «Ναι διαθέτω εξωτερική πολιτική. Ο σκοπός μου είναι να γίνω η συνείδηση
του πλανήτη» ή ότι «όταν
ασχολούμαι με τις διεθνείς χρηματαγορές δεν με απασχολούν ηθικής φύσης
ζητήματα». Ακόμη και ο παραμικρός πολιτικός ρόλος σε άτομο με τέτοιες
διεστραμμένες ιδέες οπισθοδρομεί τον πολιτικό μας πολιτισμό στην εποχή της
βαρβαρότητας. Και όμως: εμπλεκόμενοι με αυτόν θεσμοί συμμετέχουν σε στρατηγικούς
θεσμούς βαλκανικών χωρών (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) και θέλουν
ξαναγράψουν την ιστορία για να είναι συμβατή με τέτοιες διεθνικές πνευματικές
διαστροφές.
Επαναλαμβάνεται και τονίζεται: Φιδάκια τέτοιων πολιτικών τεράτων μπορεί να
εκκολάπτονται και να διασπείρονται σε πολλά κράτη και σε καίριες υπηρεσίες
τους, ακόμη και στους στρατηγικούς τομείς της διπλωματίας, της άμυνας και της
εκπαίδευσης. Με κάθε κριτήριο νοηματοδότησης της πολιτικής, τέτοια
φαινόμενα οπισθοδρομούν τις κοινωνίες σε προ-πολιτικές αν όχι βαρβαρικές εποχές
και κανένα κρυφτούλι πίσω από την «παγκοσμιοποίηση» ή την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση
δεν διασώζει όσους φέρουν ευθύνη στον ακαδημαϊκό χώρο και στο κοινωνικοπολιτικό
σύστημα.
4. Η καταστολή του
κοινωνικού ανοσιολογικού συστήματος. Ιστορική ανεκδοτολογία και το ελληνικό
εκπαιδευτικό σύστημα
Η
βαθμίδα δημοκρατίας ενός κυρίαρχου πολιτειακού συστήματος συναρτάται, εν
πολλοίς, με την πυκνότητα των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων και
με το κατά πόσο το σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης εδράζεται σε
κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς. Έτσι λοιπόν, υπό συνθήκες «εσωτερικής-εξωτερικής
κυριαρχίας» (στην κλασική ονομαζόταν «ιδεώδες της ανεξαρτησίας» ενώ σήμερα
αποτελεί την θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου) διεξάγεται ο συλλογικός κατ’
αλήθειαν βίος που διαμορφώνει διαρκώς τον συλλογικό τρόπο ζωής, δηλαδή την
σχέση της εξουσίας με την υποκείμενη κοινωνία. Είναι πλέον επαληθευμένο ότι φρικώδεις διεθνικοί δρώντες και προεκτάσεις
τους στο εσωτερικό πολλών βαλκανικών κρατών, αναπτύσσουν διανεμητικού χαρακτήρα δραστηριότητες. Στην Ελλάδα,
όπως φαίνεται από την πρόσφατη δημοσίευση του περιοδικού Άρδην
(Μάρτιος-Απρίλιος 2006), επηρεάζονται δραστικά στρατηγικοί θεσμοί του κράτους
όπως το Υπουργείο Εξωτερικών, το Υπουργείο Άμυνας και το Υπουργείο Παιδείας.
Ο διανεμητικός τους ρόλος, εν τούτοις, δεν τίθεται υπό την αίρεση της λαϊκής
ετυμηγορίας και ασφαλώς δεν υπόκεινται σε επαρκείς κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους
(τόσο λόγω του διεθνικού τους χαρακτήρα όσο και λόγω ακαδημαϊκών μεταμφιέσεων
οι φορείς των οποίων σχεδόν μεταφυσικά αξιώνουν εγκυρότητα και αξιοπιστία επί
ζητημάτων όχι περιγραφής και ερμηνείας αλλά αποφαινόμενοι επί αξιολογικά
φορτισμένων «προτάσεων πολιτικής».). Αφήνοντας κατά μέρος δραστηριότητες που
εμπίπτουν αυστηρά στην ιδιωτική σφαίρα και που δεν σχετίζονται με δημόσιους
φορείς, δύο περιπτώσεις είναι εξαιρετικά προβληματικές.
Πρώτον, όταν ακαδημαϊκοί
λειτουργοί εμπλέκονται σε χρηματοδοτήσεις στις οποίες συμμετέχουν οργανισμοί
διεθνικών δρώντων όπως ο Σόρος. Έτσι, για παράδειγμα, στο όνομα ιστορικών λαθών
που ενδεχομένως περιέχουν κάποια εγχειρίδια και που θα μπορούσαν κάλλιστα να
διορθωθούν στο πλαίσιο μιας αξιολογικά ελεύθερης επιστημονικής έρευνας υπό
αυστηρά ακαδημαϊκό πρίσμα, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε επιστημονικά
απίστευτες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις σε σύγκριση με τις οποίες ακόμη και
ιστοριογραφικές προσεγγίσεις ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι ακίνδυνες. Προαποφασίζεται
ιδεολογικά το είδος της ιστορίας που κάποιοι θέλουν και στην συνέχεια αυτή η
προγραμματικά δηλωμένη προκατειλημμένη γνώμη καθοδηγεί την επιλογή των πηγών,
την μεθοδολογία και ασφαλώς τα συμπεράσματα: «περιεχόμενο ελεύθερο από
στερεότυπα …, επικεντρώνεται στην διαφορετικότητα … Η ιστορία της καθημερινής
ζωής πρέπει να προκρίνεται έναντι της αναφοράς στα ιστορικά γεγονότα …».
Βεβαίως, κάθε επιστήμονας των κοινωνικών επιστημών που σέβεται στοιχειώδη
κριτήρια επιστημονικής αντικειμενικότητας θα έστελλε το προϊόν τέτοιων
ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων στον σκουπιδοτενεκέ. Κάθε στοιχειωδώς
καταρτισμένος διεθνολόγος, βεβαίως, γνωρίζει την πηγή τέτοιων στρεβλών
θεωρημάτων. Πρόκειται για μεταμοντέρνα κριτικά κοντστρουκτιβιστικά
ιδεολογήματα-θεωρήματα, δηλαδή φτωχούς συγγενείς αναρχικών μαρξιστικών
αναλύσεων. Όπως υποστηρίζουν –βλ. ξεχωριστό σημείωμα– σκοπός των αναλύσεών τους
είναι η «διάβρωση των ιδεολογικών
και άλλων δομών των εθνών-κρατών, εκφυλισμό της κρατικής κυριαρχίας ως έννοιας,
απονομιμοποίηση και αποσυναρμολόγηση των κανονιστικών συστημάτων και
εξουσιαστικών δομών των εθνών-κρατών και ανάδειξη μιας «παγκόσμιας κοινωνίας»
εντός ενός κατακερματισμένου παγκόσμιου χώρου στο εσωτερικό του οποίου η
εξουσία θα διαχέεται στο «μικροεπίπεδο». Παρανοϊκές δηλαδή ανοησίες που
παραβλέπουν την κοινωνικοπολιτική οντολογία αιώνων και που αποτελούν το ανώτατο
στάδιο του διεθνοαναρχισμού όπως ορίστηκε πιο πάνω. Το γεγονός βεβαίως ότι
τέτοια ανόητα, ανελεύθερα και φασιστοειδή ιδεολογήματα είναι ενδεδυμένα
ακαδημαϊκούς μανδύες, αποτελεί μια άλλη μεγάλη και πονεμένη ιστορία που για
ακόμη μια φορά ταλανίζει τις κοινωνικές επιστήμες και ιδιαίτερα την ήδη
αδιέξοδη προσπάθεια «επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων».
Το ζήτημα που τίθεται εδώ είναι
άλλο, άμεσο και σοβαρότερο: Ότι ολόκληρες παρέες ομοϊδεατών που συσπειρώνονται
πλέον σε ακαδημαϊκούς χώρους και ταυτόχρονα παρακλάδια φρικωδών διεθνικών
συστημάτων όπως αυτό του Σόρος αλληλοτροφοδοτούνται και επηρεάζουν διανεμητικά
και αποσταθεροποιτικά την ενδοκρατική και διακρατική ζωή. [Εκτός και αν η
διάσπαση της Σερβίας –με καθωσπρέπει βεβαίως διασφάλιση … των μοναστηριών της
στο Κόσσοβο– ή η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι άνευ σημασίας
ιστορικές λεπτομέρειες ή ατυχήματα]
Δεύτερον και συναφές
βαθύτατο πρόβλημα, είναι η περίπτωση ελληνικών διεθνικών ΜΚΟ που σχετίζονται με
διεθνικά «συστήματα Σόρος» και οι οποίοι στην συνέχεια εκτείνονται και
βαθαίνουν σ’ όλο το κοινωνικοπολιτικό φάσμα. Οι βαθύτατα διανεμητικές
δραστηριότητες τέτοιων ΜΚΟ εξ αντικειμένου ούτε τίθενται υπό την αίρεση της
λαϊκής ετυμηγορίας ούτε υπόκεινται σε επαρκείς κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους.
Υπό το κάλυμμα τόσο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας όσο και «διεθνικών δράσεων
λόγω παγκοσμιοποίησης» διαπλέκονται δημοσιογράφοι, ιδρύματα ή ινστιτούτα
αναλύσεων, ακαδημαϊκοί λειτουργοί, ποικιλόχρωμοι διανοούμενοι, πρώην πρέσβεις
πρώην επιτελικά στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, νυν και πρώην στελέχη κομμάτων,
τραπεζίτες, εφοπλιστές και άλλοι επιχειρηματίες.
Ερωτώ: Εάν ένα τέτοιο διεθνικά διαπλεγμένο «σύστημα» οργανωθεί και
διασυνδεθεί με αδιαφανή ηγεμονικά κέντρα, κερδοσκόπους και ιδιοτελή ενδοκρατικά
συμφέροντα ποικίλων επιπέδων και αποχρώσεων πως και σε ποιο βαθμό θα επηρεάζει
το σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης της Ελλάδας ή άλλων κρατών της περιοχής; Είναι
μια τέτοια κατάσταση συμβατή με την προαναφερθείσα ορθολογιστική και κλασική
νοηματοδότηση της πολιτικής που συναρτά την κοινωνία με την εξουσία και
το κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης; Δεν
ενδιαφέρουν τέτοια φαινόμενα την κοινωνία, τα πνευματικά ελίτ, τους
διανοουμένους, τους αριστερούς, τους δεξιούς και τους κεντρώους που συχνά
νοιάζονται ή κόπτονται για την «εθνική ανεξαρτησία», τη δυνατότητά δηλαδή μιας
κοινωνίας να λειτουργεί κυρίαρχα στο εσωτερικό και να συμμετέχει ορθολογιστικά
και ισόρροπα στην διεθνή ζωή; Είναι δυνατό η εκπαίδευση, τα βιβλία της
ιστορίας, η διπλωματία μας, οι ένοπλες δυνάμεις, η οικονομία ή οποιασδήποτε
άλλος διανεμητικός θεσμός να σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με ένα τέτοια φρικώδη
διεθνικά «πολιτικά» ανοσιουργήματα;
Ίσως είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι δεν αναφέρομαι σε συμπτωματικές
διαβρώσεις που οφείλονται στην περιβόητη «παγκοσμιοποίηση» ή σε κάποια
περιφερόμενη ασθενή ακαδημαϊκή ψυχή που ανοητολογεί χωρίς κανείς να τον
λαμβάνει υπόψη. Αναφέρομαι σε εν δυνάμει συστηματική, οργανωμένη και καλά
σχεδιασμένη στρατηγική εξωγενών διεθνικών δρώντων άνομων και καταχρηστικών
συμφερόντων οι δράσεις των οποίων επηρεάζουν διανεμητικά το πολιτικό σύστημα
της Ελλάδας και άλλων Βαλκανικών κρατών. Τέτοιοι ανορθολογικοί διεθνικοί
δρώντες –τα προαναφερθέντα «μείγματα ενός κάποιου συστήματος Σόρος»–,
κυριολεκτικά ως διεθνικές ύαινες, πρώτα φροντίζουν να εξασθενίσουν τα υποψήφια
θύματά τους και στην συνέχεια να τα κατασπαράξουν, κερδοσκοπώντας εις βάρος
τους, διασπώντας τα και εξανεμίζοντάς τα. Ενώ βεβαίως ανυποψίαστα μέλη
κοινωνιών θα υπόκεινται τις συνέπειες της απροσεξίας τους και της
επιπολαιότητάς τους, κάποια από αυτά τα ακαδημαϊκά εξαρτήματα –παραφράζοντας
τον Γκράμψι, θα τους ονόμαζα «οργανικούς
διανοούμενους φρικωδών διεθνικών ανωμαλιών»– θα κολυμπούν στην
πισίνα τους σε κάποια Μαγιόρκα ή κάποια Ύδρα. Πενιχρές και ματαιόδοξες ηδονές,
ασφαλώς, δραστών που δεν φαίνεται να νοιάζονται τις συνέπειες για τις δικές
τους πατρίδες («ας τραβήξουμε μια γραμμή κάτω από το κυπριακό» και ας
τελειώσουμε με αυτή την κουραστική υπόθεση έστω και αν αυτό σημαίνει την
παντοτινή υποδούλωση εκατοντάδων χιλιάδων συνανθρώπων μας.
Πλανάται στην ατμόσφαιρα, λοιπόν, το ερώτημα:
Είναι η Ελλάδα ανεξάρτητη-κυρίαρχη ή διολισθαίνει πλέον στην κατηγορία
κρατών-στόχων των οποίων τα θεμιτά και νομιμοποιημένα συμφέροντα
κατασπαράζονται από ύαινες της διεθνικής και διεθνοπολιτικής διαπλοκής;
Καλά θα κάνουμε να παρατηρήσουμε ξανά ότι η παρ’ ολίγον παντοτινή υποδούλωση
εκατοντάδων χιλιάδων κυπρίων με το διεθνοφασιστικό σχέδιο Αναν δεν είναι άσχετη
υπόθεση με τα «συστήματα Σόρος», τις υπόγειες διατλαντικές διασυνδέσεις τους
και τα θλιβερά παρακολουθήματά τους στην Ελλάδα, στην Τουρκία και στα υπόλοιπα
κράτη της περιφέρειάς μας (ή ακόμη και ευρύτερα). Βασικά, μελετώντας τα
στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στο τεύχος 58 του περιοδικού Άρδην
(Μάρτιος-Απρίλιος 2006), ειλικρινά διερωτώμαι κατά πόσο σύντομα είναι ήδη πολύ
αργά και κατά πόσο το πρόβλημα διορθώνεται μόνο με δραστικές κοινωνικοπολιτικές
αποφάσεις. Διερωτώμαι κατά πόσον διεθνοαναρχικά-μεταμοντέρνα πνευματικά
σκουπίδια σχετιζόμενα μεν τις προαναφερθείσες φρικώδεις χρηματοδοτήσεις
διεθνικών δρώντων, μολύνουν ανεπίστροφα με λανθασμένες αναλύσεις το κοινωνικό,
πολιτικό και εκπαιδευτικό μας σύστημα. Ήδη, διεθνικοί ΜΚΟ σχετιζόμενοι με το
προαναφερθέν δίκτυο φαίνεται ότι, ενδεχομένως λόγω αμέλειας του πολιτικού μας
συστήματος και ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών φορέων, νομιμοποιούνται διαδικαστικά
με συνχρηματοδοτήσεις και συνεργασίες δημόσιων φορέων συμπεριλαμβανομένων των
Ενόπλων Δυνάμεων και των Διπλωματικών υπηρεσιών. Ακόμη και εξ αντικειμένου
ανυποψίαστοι φορείς όπως τράπεζες, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκοί θεσμοί και
διεθνείς θεσμοί στους οποίους η Ελλάδα συμμετέχει κυρίαρχα, εμφανίζονται ως
συνχρηματοδότες. Δηλαδή, το συντεταγμένο κοινωνικοπολιτικό και ακαδημαϊκό
σύστημα αντικαθίσταται αργά αλλά σταθερά από ένα άλλο διεθνικά επηρεαζόμενο
σύστημα εξωπολιτικού χαρακτήρα βαθύτατων όμως διανεμητικών προεκτάσεων.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται ότι η προηγηθείσα εύλογη περιγραφή ενός προβληματικού συστήματος διεθνικών
δραστηριοτήτων δεν αφορά τις προθέσεις του καθενός, την
νομιμότητα, ενδεχόμενα ποινικά αδικήματα ή οτιδήποτε παρόμοιο, ζητήματα που δεν
ενδιαφέρουν την παρούσα ανάλυση. Αφορά κάτι πολύ πιο ουσιαστικό: Πρώτον, τον πολιτικό ανορθολογισμό
των διεθνικών δραστηριοτήτων αυτού του είδους, δεύτερον το έλλειμμα ουσιαστικής κοινωνικοπολιτικής
νομιμοποίησης δραστηριοτήτων βαθύτατων διανεμητικών συνεπειών για την
οντολογικά θεμελιωμένη κυριαρχία-ανεξαρτησία της Ελλάδας και άλλων γειτονικών
κρατών. Τρίτον, τις
διαβρωτικές συνέπειες για την ακαδημαϊκή διαδικασία στον ευαίσθητο και
ταυτόχρονα κρίσιμο τομέα των κοινωνικών επιστημών και ιδιαίτερα τις
πανεπιστημιακού επιπέδου διεθνών σπουδών.
Τυχόν νομικές ή άλλες πτυχές που αφορούν την εφαρμογή των κανονιστικών
διατάξεων και την ευνομία-ορθολογισμό του κοινωνικοπολιτικού συστήματος
εμπίπτουν στην δικαιοδοσία των αρμόδιων θεσμών των ενδιαφερομένων κρατών και
όχι του υποφαινόμενου.
Η σχέση κοινωνίας και εξουσίας οριοθετούν την
αρχή, το τέλος και το περιεχόμενο της πολιτικής. Μεταφυσικά και/ή
εξωκοινωνικά προσδιορισμένα κριτήρια εκτός αυτών των οριοθετήσεων είναι
πολιτική θεολογία που σηματοδοτεί επιστροφή στον Μεσαίωνα ή και πιο πίσω στην
βαρβαρική προ-πολιτική εποχή. Αν βεβαίως ο «σύστημα Σόρος» ή οποιοδήποτε
ανάλογο φαινόμενο διαβρώσει, συρρικνώσει ή και διαλύσει μια κοινωνία ο κόσμος
δεν θα αποκτήσει μια «παγκόσμια ανοικτή κοινωνία». Αυτό που θα συμβεί είναι η
συρρίκνωση ή διάλυση μερικών κρατών και η ενίσχυση κάποιων άλλων ή ο πλουτισμός
κάποιων διεθνοαναρχικών κερδοσκόπων.
Οι ανισορροπίες μεταξύ κρατών λόγω αλληλεξάρτησης και τα διεθνικά παράθυρα που
διανοίγει η τεχνολογία ή τα ελλείμματα της διεθνούς και κρατικής διακυβέρνησης
δεν αποτελούν ανεπίστροφη νομοτέλεια αλλά ατέλεια που θα μπορούσε να
αντιμετωπιστεί με εξορθολογισμό της εθνικής-κρατικής ζωής και των διεθνών
θεσμών. Εάν αυτό δεν γίνει ή μέχρι να γίνει θα ζούμε σε ένα ατελέστατο διεθνές
σύστημα, κάτι που θα πρέπει να εκτιμηθεί ορθά από τα μέλη κάθε κυρίαρχης και
φιλειρηνικής κοινωνίας. Κυρίως, να ληφθεί σοβαρά υπόψη η αλάνθαστη κλασική θέση
του πολιτικού ρεαλισμού ότι κανένα κράτος δεν επιβιώνει ή επιβιώνει με μεγάλες
ζημιές δεν γίνονται κατανοητά 5 κριτήρια:
1. Τα κράτη είναι οι σημαντικότεροι και κυριότεροι δρώντες των διεθνών
σχέσεων. [Κατά συνέπεια προκρίνονται οι κρατικοί στους μη κρατικούς δρώντες
οι δε δεύτεροι –οικείοι ΜΚΟ– επιδιώκεται να εκπληρώνουν το εθνικό συμφέρον].
2. Το διεθνές σύστημα τιμωρεί σκληρά όσα κράτη παραμελούν ή αποτυγχάνουν
να διασφαλίσουν τα ζωτικά συμφέροντα ή όταν οι σκοποί τους κείνται πέραν των
δυνατοτήτων τους.
3. Η διεθνής αναρχία (το γεγονός της απουσίας νομιμοποιημένης παγκόσμιας
εξουσίας) είναι ο κυριότερος διαμορφωτικός παράγοντας των εθνικών συμφερόντων,
των κρατικών συμπεριφορών και των ενεργειών των κυβερνήσεων. [Ισχυρές
συμμαχίες, επαρκής ισχύς, χαμόγελα μόνο όταν δείχνεις σιδερένια δόντια]
4. Υπό συνθήκες ύπαρξης αιτιών πολέμου τα βιώσιμα κράτη είναι ορθολογιστικοί
δρώντες ευαίσθητοι στο κόστος–όφελος εναλλακτικών συμπεριφορών, αγωνίζονται για
ισχύ, θέση και ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις και δεν συνεργάζονται ή
συναλλάσσονται πάντοτε ειρηνικά [ισχυρή αποτροπή κατά απειλών, πελατειακές
σχέσεις με τα ισχυρότερα κράτη στην πλάστιγγα του κόστους-οφέλους εναλλακτικών
στρατηγικών, ενεργοί δρώντες στην διαμόρφωση των περιφερειακών ισορροπιών].
5. Οι διεθνείς θεσμοί, αν και σημαντικοί προσανατολισμοί σύμφυτοι με την
ύπαρξη των κρατών είναι και αυτοί, λόγω αιτιών πολέμου, εξαρτημένες μεταβλητές
της ισχύος.
Πολιτικά ανώμαλες δραστηριότητες διανεμητικών
συνεπειών λόγω των προαναφερθέντων ατελειών της κρατικής και διεθνούς
διακυβέρνησης αναιρούν ριζικά και καθολικά τις πολιτικές προϋποθέσεις
ορθολογιστικής λειτουργίας κάθε συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης κάθε είδους
καθεστώτος και κάθε ιδεολογικών προσανατολισμών.
Το ζήτημα που τίθεται, ακριβώς, δεν είναι η αναζήτηση μιας ιδεατής διεθνούς διακυβέρνησης
αλλά η κατανόηση της μορφής, του χαρακτήρα και των ατελών λειτουργιών του
διεθνούς συστήματος. Κυρίως, η κατανόηση του γεγονότος ότι η πλήρης εφαρμογή
του διεθνούς δικαίου και των συμπαρομαρτούντων διεθνών κανονιστικών ρυθμίσεων
–τότε μόνο θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι προσεγγίζουμε την Ιθάκη μιας
αποτελεσματικής διεθνούς διακυβέρνησης– δυνατό να αργήσει ή να μην εκπληρωθεί
ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, είτε κοντεύουμε να φθάσουμε σε αυτή την Ιθάκη είτε
όχι, πολιτικός ορθολογισμός σύμφωνα με οντολογικά θεμελιωμένες κανονιστικές
ρυθμίσεις σύμφυτες με το ιστορικό γεγονός της ύπαρξης κυρίαρχων κοινωνιών, δεν
μπορεί να παρά να σημαίνει, πολιτική ενταγμένη σε μια ανεξάρτητη
Πολιτεία, δηλαδή μια εσωτερικά και εξωτερικά κυρίαρχη Πολιτεία που λειτουργεί
υπό καθεστώς εσωτερικής αυτοδιάθεσης και που κατορθώνει να συναλλάσσεται
ισότιμα και ισόρροπα με τα υπόλοιπα κράτη σε διμερές επίπεδο και πολυμερές
επίπεδο εντός και εκτός των διεθνών θεσμών.
Το διεθνές πολιτικό γεγονός
με την έννοια εύρυθμης και στερημένης αιτιών πολέμου διακρατικής ζωής
προοιωνίζεται, δυστυχώς, να είναι ελλειμματικό στο ορατό μέλλον. Αν δεν υπήρχαν
αίτια πολέμου –βλ. κάτω μέρος του παρεμβαλλόμενου πίνακα– οι διεθνείς θεσμοί θα
ήταν προικισμένη τόσο με ικανότητα αδέκαστων αποφάσεων για την διεθνή τάξη αλλά
ενδεχομένως και με δικαιοδοσίες κατά προσέγγιση έστω διακρατικής δικαιοσύνης.
Σε μια τέτοια μάλλον ιδεατή και ανέφικτη στο ορατό μέλλον κατάσταση οι διεθνείς
θεσμοί με τους οποίους είναι προικισμένο το διακρατικό σύστημα δεν έχουν την
παραμικρή σχέση με διεθνισμούς, κοσμοπολιτισμούς και πολύ περισσότερο
ηγεμονισμούς (αντίθετα, αποτελούν οντολογικά θεμελιωμένους αντι-διεθνιστικούς,
αντι-κοσμοπολίτικους και αντι-ηγεμονικούς θεσμούς). Αν απουσίαζαν τα αίτια
πολέμου οι διεθνείς θεσμοί θα μετουσίωναν σε πράξη τις οντολογικά θεμελιωμένες
ιστορικές αποφάσεις των κοινωνιών για εθνική-κρατική ελευθερία-ανεξαρτησία,
διακρατική ισοτιμία, μη επέμβαση, εσωτερική αυτοδιάθεση και ειρηνική επίλυση
των διαφορών (όπως εξάλλου ορίζει το διεθνές δίκαιο και οι καταστατικοί χάρτες
των διεθνών θεσμών).
Γι’ αυτούς τους πολύ ουσιαστικούς λόγους, η κατάκτηση διακρατικής ισοτιμίας και
ισόρροπων σχέσεων είναι ένας διαρκής αδυσώπητος αγώνας κατοχύρωσης της εθνικής
ανεξαρτησίας των λιγότερο ισχυρών κρατών απέναντι σε ισχυρότερα ή ίσης ισχύος
κράτη [Αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη αντιπαλότητα αλλά κυρίως σοβαρότητα,
εμμονή στην εκπλήρωση των θεμιτών συμφερόντων και εξεζητημένες πελατειακές
σχέσεις στους εκατέρωθεν δίσκους της εκατέρωθεν πλάστιγγας συμφερόντων, κόστους
και οφέλους.] Ακριβώς, αυτός ο αναγκαίος και μη εξαιρετέος αγώνας –ο οποίος
θα συνεχιστεί μέχρις ότου εξαλειφτούν τα αίτια πολέμου, δηλαδή όχι στο κοντινό
μέλλον–, σημαίνει ότι κάθε κυρίαρχη κοινωνία και κυρίως κάθε φιλειρηνικό κράτος
απαιτείται να επαγρυπνεί για την διασφάλιση της εθνικής της κυριαρχίας κατά
εξωγενών διαβρωτικών εισροών. Επειδή ακριβώς η εθνική ανεξαρτησία είναι
συνώνυμη της συλλογικής ελευθερίας των πολιτών ενός κράτους, ποτέ δεν
πρέπει να λησμονείται ότι είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε ιδέα αντιβαίνει στην
έννοια της κυριαρχίας και η οποία εξ ορισμού είναι ανέφικτη (γιατί μόνο μια
παγκόσμια κοινωνική ολοκλήρωση θα μπορούσε να δημιουργήσει εναλλακτικό διεθνές
καθεστώς, κάτι που η εμπειρία δείχνει πως επιτυγχάνεται μόνο γενοκτονικά. Η
εθνική ανεξαρτησία, δηλαδή η συλλογική ελευθερία μιας κοινωνίας, υπονομεύεται
από κάθε εξωγενές διεθνιστικό ή κοσμοπολίτικο θεώρημα, ιδεολόγημα ή ηγεμονική
προπαγάνδα που συχνά είναι δύσκολο να αντικρουστεί. Αυτό, ακριβώς, γιατί όχι
σπάνια διεθνοπολιτικές και ενδοκρατικές ανωμαλίες που καταργούν την πολιτική,
εγκαθιδρύουν ένα έξωθεν
κατασκευασμένο πέπλο άγνοιας, σύγχυσης, φόβου, καταστολής της ελευθερίας
έκφρασης, ενοχών και αποπροσανατολισμού απλώνεται πάνω από τις κοινωνίες και
τους ανυποψίαστους πολίτες τους. Επειδή ένα τέτοιο πέπλο, όπως
τονίστηκε στο τέλος της προηγούμενης ενότητας, δεν αφορά κατ’ ανάγκη ζητήματα
νομιμότητας, η προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας μιας φιλειρηνικής κοινωνίας
συναρτάται με την εύρυθμη και ορθολογιστική λειτουργία σε όλα τα επίπεδα της
κοινωνίας και του κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Είναι για να το πούμε
διαφορετικά, ένα κοινωνικό και στοχαστικό άθλημα διαρκούς αναμέτρησης με πλήθος
προκλήσεων η αντιμετώπιση των οποίων οριοθετεί και τον πολιτικό και κοινωνικό
ορθολογισμό στην ενδοκρατική και διακρατική ζωή.
Είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους συλλογικές
οντότητες ή ορθολογιστικά σκεπτόμενοι πολίτες προικισμένοι με ένα κυρίαρχο
κοινωνικοπολιτικό σύστημα και κοσμοθεωρητικά θεμέλια εμποτισμένα στις
κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού, θα άφηναν διεθνοαναρχικούς δρώντες να
ροκανίζουν τα πολιτειακά τους θεμέλια. Αρκεί διάβασμα μερικών μόνο εδαφίων
αναλύσεις ατόμων όπως ο Σόρος για να κατανοήσει κανείς την πολιτικά αρρωστημένη
αυθαιρεσία, την χρησιμοθηρική νοηματοδότηση της έννοιας πολιτική, την
υπόταξής της στις επιταγές της κερδοσκοπίας και την παρανοϊκή αντίληψη των
διεθνών και ενδοκρατικών σχέσεων ως συνάρτηση προσωποποιημένων προ-πολιτικών
εξουσιαστικών δικαιοδοσιών διανεμητικού χαρακτήρα. Με τέτοιες πολιτικά
αρρωστημένες νοηματοδοτήσεις των πολιτικών σχέσεων καμιά ιδεολογία, κανένα
πολιτικό καθεστώς, καμιά αντίληψη κοινωνικής δικαιοσύνης, καμιά ηθική επιταγή
και καμιά φιλοσοφία δεν μπορεί να είναι συμβατή.
Κατά βάση, όταν πιο πάνω σημείωσα ότι πολιτικά ανώμαλες διεθνικές αντιλήψεις
ενσαρκώνουν την ύστερη εξομοιωτική εκδοχή διεθνιστικών-κοσμοπολίτικων
ιδεολογημάτων, αυτό ακριβώς εννοούσα. Ότι δηλαδή την πρόοδο στην καθιέρωση
κριτηρίων πολιτικού πολιτισμού της ενδοκρατικής και διακρατικής ζωής
προσαρμοσμένων και συμβατών με την κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική
ετερότητα των διακριτών κοινωνιών, την αντιμάχονται αναχρονιστικά ιδεολογήματα
και θεωρήματα τα οποία προκαλούν οπισθοδρόμηση προς προ-πολιτικές αν όχι προς
βαρβαρικές εποχές.
Αναπτύσσουν συγκεκαλυμμένες κατεξουσιαστικές τυραννίες που κτίζονται στις
ενδοκρατικές και διακρατικές κανονιστικές δομές και είναι κύριο εργαλείο των
ποικιλόχρωμων διεθνικών δραστών άνομων διεθνικών δραστηριοτήτων διανεμητικών
συνεπειών. Όσες κοινωνίες δεν προσέξουν με αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί το
πολιτικό τους σύστημα λόγω εξωγενών εισροών, λόγω τεχνητών και λόγω μεθοδικά
επιβαλλόμενων ανθρωπολογικών, πολιτισμικών και συνειδησιακών αλλοιώσεων, η
συνέπεια θα είναι αναπόφευκτη: θα παρακμάζουν, παραπαίουν, συρρικνώνονται και
συχνά διασπώνται και κατακρημνίζονται. Όταν αυτό συμβαίνει οι απόγονοί τους
πιθανότατα θα διαπληκτίζονται για να κατανοήσουν τα αίτια των καταστροφών (για
παράδειγμα, μετά από πολλές δεκαετίες να κατανοήσουν τα αίτια της Μικρασιατικής
καταστροφής, της χούντας της περιόδου 1967-1974, της κυπριακής τραγωδίας του
1974 και της υποβολής του ανελεύθερου σχεδίου Αναν αντί μιας πρότασης συμβατής
με την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα).
Όσον αφορά τον πολιτικό ορθολογισμό του πολιτικού και ακαδημαϊκού συστήματος,
όμως, σημασία έχει όχι να μαθαίνουμε μετά από πολλές δεκαετίες κατά πόσο ο Κ, ο
Β ή ο Η ακαδημαϊκός ανέλυε την διεθνή πολιτική λανθασμένα. Αυτό που έχει
σημασία είναι, σε χρόνο ενεστώτα, να βεβαιωνόμαστε πάντοτε ότι βρισκόμαστε σε
σωστό προσανατολισμό υπερασπιζόμενοι ορθολογιστικά την εθνική μας ανεξαρτησία
και την διεθνή νομιμότητα. Για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα του δικού μου
ακαδημαϊκού χώρου, διαβάζοντας το βιβλιαράκι των Κουλουμπή / Βερέμη, Ελληνική
Εξωτερική Πολιτική, προοπτικές και προβλήματα (Σιδέρης, Αθήνα 1994),
ειλικρινά μένω άφωνος [το κάνω όπως αναφέρω και αλλού στο πλαίσιο μελέτης της
εξέλιξης των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα]. Όχι για τις αναρίθμητες προτάσεις
πολιτικής που ντύθηκαν ακαδημαϊκά ούτε για τις εκτιμήσεις για την πορεία των
διεθνών σχέσεων που οι δύο συγγραφείς, είμαι σχεδόν σίγουρος θα προτιμούσαν να
μην είχαν κάνει. Μένω άφωνος όταν στην συνέχεια ξεφυλλίζοντας το αρχείο μου
βρίσκω το πλήθος των προσωπικών επιθέσεων εναντίον του γράφοντος και άλλων
συναδέλφων στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο πριν δέκα περίπου χρόνια. Αυτές οι
προσωπικές επιθέσεις εμφανέστατα γίνονταν όχι για να αντικρούσουν τις
αξιολογικά ελεύθερες και όπως αποδεικνύεται μετά από μια δεκαετία αλάνθαστες
επιστημονικές εκτιμήσεις επί μια σειρά ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής –όπως
η υποβολή αίτησης ένταξης, η τουρκική πολιτική, την ευρωπαϊκή πολιτική, η
αξιοπιστία της ελληνικής αποτρεπτικής στρατηγικής, η ευρωπαϊκή λύση του
κυπριακού και η εξέλιξη των διεθνών θεσμών– αλλά για να αποδυναμωθεί η
επιστημονική μας παρουσία στον ακαδημαϊκό και δημόσιο διάλογο. Αφήνουν κάθε
αντικειμενικό παρατηρητή άφωνο οι απρόκλητοι χαρακτηρισμοί που συνιστούν με
κλασικά και αντικειμενικά κριτήρια «δολοφονία επιστημονικού χαρακτήρα»
("ακραίος", κλαουζεβιτσιανός", κτλ). Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι
αν σήμερα αναζητήσουμε τους "κακούς" και "καλούς"
επιστήμονες της περασμένης δεκαετίες αλλά να εμποδίσουμε επανάληψη τέτοιων
ζημιογόνων καταστάσεων. Αναμφίβολα, τα αίτια της τεράστιας ζημιάς που
προκλήθηκε λόγω παγίδευσης της Ελλάδας, της Κύπρου, της Τουρκίας και κάθε άλλου
ενδιαφερομένου στο σχέδιο Αναν (αντί της υποβολής προτάσεων συμβατών με την
διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα που θα οδηγούσαν σίγουρα σε επίλυση του
προβλήματος) θα πρέπει να τις αναζητήσουμε στις πολιτικές αποφάσεις και στις
«ακαδημαϊκές αναλύσεις» της περασμένης δεκαετίας. Όπως θα πρέπει να
αναζητήσουμε κάθε συμμετοχή ακαδημαϊκών σε συναντήσεις «συστημάτων Σόρος»
[«συναντήσεις", «σεμινάρια" κτλ], που προετοίμαζαν το τερατώδες
σχέδιο Αναν αντί επεξεργασίας ενός σχεδίου συμβατού με την διεθνή νομιμότητα.
Πέραν ιστορικών και επιστημονικών αναδρομών, όμως, την αποφυγή επανάληψης
παρόμοιων τεράστιων μελλοντικών λαθών θα πρέπει να την επιδιώξουμε σε χρόνο ενεστώτα
και μάλιστα όχι τόσο σε ακαδημαϊκό αλλά κυρίως σε πολιτικό επίπεδο. Δηλαδή, να
αντιμετωπιστούν οι ακαδημαϊκίζουσες διεθνικές συνάξεις κάποιων «συστημάτων
Σόρος» στις οποίες εκκολάπτονται «κριτικά κονστρουκτιβιστικά»
ιδεολογήματα και θεωρήματα τα οποία, μεταξύ άλλων, εκτός από προσπάθειας
νεκρανάστασης τους ενός ή του άλλου σχεδίου Αναν, γράφονται απίστευτες
ιστορικές ανεκδοτολογίες που εμμέσως πλην σαφώς από-ενοχοποιούν την Οθωμανική
Αυτοκρατορία εις βάρος των θυμάτων παρελθόντων δυναστικών καθεστώτων. Μια
τέτοια αντιμετώπιση σημαίνει, εκτός από άμεσους επιστημονικούς ελέγχους εκ
μέρους των μελών της υπόλοιπης επιστημονικής κοινότητας, την εκ μέρους της
πολιτικής ηγεσίας διαφύλαξη του δημόσιου συμφέροντος σε στρατηγικούς θεσμούς
του κράτους και του εκπαιδευτικού συστήματος.
Σε τελευταία ανάλυση, ο καθείς είναι ελεύθερος να γράφει για τους εμφύλιους και
για τα τοπικά γεγονότα αντί για τα επικά γεγονότα και να βαφτίζει αυτές τις
τεχνητές κατασκευές ιστορία, κάθε άλλος, όμως, επίσης, απαιτείται να διατηρεί
το δικαίωμα να το μην το διαβάσει ή ακόμη και να εξαποστέλλει τέτοια προϊόντα
διεθνικών συνάξεων τύπου Σόρος στον σκουπιδοτενεκέ.
Ο μέσος πολίτης που δεν τα γνωρίζει όλα αυτά –τονίζω με νόημα: αρκετές
εβδομάδες μετά την δημοσίευση των συγκλονιστικών στοιχείων στο περιοδικό Άρδην
Μαρτίου-Απριλίου 2006, εκτός και αν μου διαφεύγει, κανένα μεγάλο μέσο
ενημέρωσης ή κρατικός θεσμός δεν άγγιξε ακόμη αυτό τα τεράστια πολιτικά,
κοινωνικά και επιστημονικά ζητήματα–, μάλλον δεν πρόκειται να κάνει διαδηλώσεις
για να διασώσει την εθνική του ανεξαρτησία κατά κάποιου «συστήματος Σόρος». Οι
δυνητικές ζημιές όμως οικοδομούνται, κυρίως εις βάρος της ειρήνης και της
σταθερότητας στην περιφέρειά μας (διάσπαση Σερβίας, μακεδονικός αναθεωρητισμός,
όξυνση του τουρκικού αναθεωρητισμού, συνέχιση της περιφρόνησης της διεθνούς και
ευρωπαϊκής νομιμότητας στην Κύπρο). Ο υποφαινόμενος, λοιπόν, κάνει στον
ακαδημαϊκό στίβο αυτό για το οποίο έχει χρέος να κάνει και οι υπόλοιποι θα
πρέπει να εκπληρώσουν το δικό τους χρέος.
Πάντως, όποιος αμφιβάλλει για το πόσο σοβαρά είναι τα πράγματα, δεν έχει παρά
να είναι πιο προσεκτικός όταν ανοίγει την τηλεόραση ή όταν διαβάζει επιφυλλίδες
ή ξεφυλλίζει βιβλία στα ράφια των βιβλιοπωλείων. Παντού πλέον, κανείς βρίσκει
«δόσεις Σόρος» ποικίλων βαθμίδων και ποσοτήτων. Αναπόφευκτα σύντομα θα τις
βρίσκει και στα κατώτατα και μέσα επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος. Για
κάποιον που ενδεχομένως θα νομίσει ότι υπάρχει και η παραμικρή λεκτική ή άλλη
υπερβολή σε τέτοιες επισημάνσεις, καλά θα κάνει, αφενός, να πληροφορηθεί τι
συμβαίνει στο εσωτερικό των ακαδημαϊκών ασύλων στους τομείς των κοινωνικών
επιστημών, και αφετέρου, να πληροφορηθεί κατά πόσον «ιστορικά» εγχειρίδια η
συγγραφή των οποίων ενδέχεται να σχετίζονται με εξωπολιτικές-διεθνικές
συχρηματοδοτήσεις κάποιου «συστήματος Σόρος», διασπείρονται πλέον σε όλα τα
επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος των κρατών των Βαλκανίων.
Εκχείλιση τέτοιων διεθνικών φαινομένων από τα "συστήματα Σόρος" προς
τα πανεπιστήμια και από εκεί προς το υπόλοιπο εκπαιδευτικό σύστημα, ακριβώς, θα
σήμαινε δομικά κατασκευασμένη πνευματική αναπηρία που θα αφήνει την
συλλογική ελευθερία των μελών μιας κοινωνίας έρμαιο της εκάστοτε ηγεμονικής ή
διεθνικής ύαινας. Θα προηγείται η συστηματική διαστροφή των
κοινωνικοπολιτικών συντεταγμένων του συλλογικού βίου των ασθενών
κοινωνιών-στόχων και θα ροκανίζεται η πίστη στην κοινωνική λειτουργικότητα της
ορθολογιστικής σκέψης. Θα αποδυναμώνεται κατά συνέπεια ή θα εξουδετερώνεται με
προληπτικά κτυπήματα η ορθολογιστική εκδοχή του Πολιτειακού βίου ως συλλογικού
κατ’ αλήθειαν βίου θεμελιωμένου σε στέρεες, κοσθμοθεωρητικές, πολιτισμικές και
ανθρωπολογικές βάσεις σφυρηλατημένες στον χρόνο και θα αποδυναμώνεται η
δυνατότητα των κοινωνιών να στηρίξουν το πολυτιμότερο αγαθό με το οποίο
προικίστηκαν αφετηριακά όλες οι κυρίαρχες κοινωνίες, δηλαδή την εσωτερική και
εξωτερική τους κυριαρχία (βλ. ξεχωριστό σημείωμα για τις μεταμοντέρνες
«κριτικές κονστρουκτιβιστικές» προσεγγίσεις και τον τρόπο που αυτές ενσωματώνονται
στην στρατηγική μαλακής ισχύος των σημερινών ισχυρών κρατών).
Bασικά
κάθε «σύστημα Σόρος» και τα διεθνικά
εξαρτήματά του που παράγουν εξωπολιτικές «προτάσεις πολιτικής» και επιστημονικά
αμφιλεγόμενα ιστοριογραφήματα, ισοδυναμούν με συστηματική εκθεμελίωση της εθνικής τους ανεξαρτησίας και
συνιστούν πλέον σταθερές εισροές ποταμών πολιτικού ανορθολογισμού στην
ενδοκρατική και διακρατική ζωή. Ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα διεθνοαναρχικά θεωρήματα, ποικιλόχρωμα
αστεία ιδεολογήματα, ιστορικές ανεκδοτολογίες περίτεχνα κατασκευασμένες στα
εξωκοινωνικά-εξωπανεπιστημιακά διεθνικά εργαστήρια κάποιου «συστήματος George
Soros» και άλλα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα είναι οι κύριες πηγές ποταμών
επιστημονικού και πολιτικού ανορθολογισμού.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι, για ένα «σύστημα Σόρος» αρκούν μερικές σταγόνες
από την μεγάλη δεξαμενή πόρων που αποκτήθηκαν με κερδοσκοπικές δραστηριότητες,
κονδύλια μυστικών υπηρεσιών και άλλες λιγότερο ή περισσότερο διαφανείς πηγές
για να συγκροτηθούν πολιτικά και επιστημονικά τερατώδη διεθνικά μίγματα
αποτελούμενα, μεταξύ άλλων, από ακαδημαϊκολογούντες, επιστημολογούντες, από
αργόσχολους φορείς σαπισμένων διεθνοαναρχικών αντιλήψεων, από πρώην και νυν
αξιωματούχους ηγεμονικών χωρών, από ενδεχομένως αυτονομημένους από τις κεντρικές
τους υπηρεσίες αξιωματούχους, από διεθνοαναρχικούς κερδοσκόπους, από φορείς
αντικοινωνικών ελιτίστικων αντιλήψεων στερούμενων κοινωνικής αναφορικότητας και
κυρίως πλέον από ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένους διεθνολογούντες ειδικευμένους στις
προπαγανδιστικού χαρακτήρα «προτάσεις πολιτικής».
Το πολιτικό γεγονός, λοιπόν, αντί να ενσαρκώνεται σ’ ένα συγκροτημένο
και συντεταγμένο κοινωνικοπολιτικό γεγονός στο εσωτερικό ενός κυρίαρχου
πολιτειακού συστήματος, διαστρέφεται, διαμορφώνεται ανώμαλα, αναδιαμορφώνεται
και μετεξελίσσεται ανάλογα με τις κατά συγκυρία εξωπολιτικές διεθνικές επιρροές
και μετατρέπεται σε τυπική διαδικασία συμμόρφωσης σε αυθαίρετες και ανελαστικές
εξωγενείς προτροπές και επιταγές. Έτσι, η διαρκής και οργανική μετοχή ενός
ενεργού και συνειδητοποιημένου πολίτη στο συλλογικό γίγνεσθαι υπό συνθήκες
αέναου συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου όπου κυρίαρχα διαμορφώνεται ο συλλογικός
τρόπος ζωής, υποκαθίσταται από την περίτεχνη και εξεζητημένη επιβολή αυτών των
εξωγενών προτροπών και επιταγών.
Κανείς βεβαίως δεν χρειάζεται να ψάξει πολύ για να ανακαλύψει τυπικές
περιπτώσεις που εξωθούν αυτές τις πολιτικά αρρωστημένες τάσεις ίσαμε τις
ακραίες συνέπειές τους. Το σχέδιο Αναν, επαναλαμβάνεται, αποτελεί την πλήρη
ενσάρκωση τέτοιων τερατόμορφων και εκτρωματικών πολιτικών κατασκευών. Κανείς
στην Ευρώπη δεν δικαιούται –αν βεβαίως διεκδικεί επαξίως την ιδιότητα του πολίτη–
να παραβλέψει το γεγονός ότι στο σχέδιο αυτό καταγράφηκε ότι προτάθηκε αφενός η ολοκληρωτική καταστολή της συλλογικής
ελευθερίας μιας κυρίαρχης κοινωνίας της ΕΕ και η εκμηδένιση κάθε έννοιας πολιτικής.
Όσοι παρασύρθηκαν λόγω επιπολαιότητας οφείλουν να ζητήσουν συγνώμη. Όσοι
πολίτες αδιαφόρησαν οφείλουν να κατανοήσουν ότι αυτό αποτελεί ένα εξίσου σοβαρό
και ανεπίτρεπτο πολιτικό ατόπημα (ανάλογο αν όχι σοβαρότερο με ανάλογες
περιπτώσεις «αδιαφορίας» ή σύμπραξης σε περιπτώσεις ξένης κατοχής ή
δικτατορίας). Όσα μέλη της πολιτικής ηγεσίας έσφαλλαν οφείλουν να αναλογιστούν
δημόσια τρόπους αντιστάθμισης των ζημιών που προκάλεσαν. Όσοι ακαδημαϊκοί
περιέπεσαν σε τέτοιο επιστημονικό παράπτωμα που δεν επιτρέπεται ούτε για
φοιτητές οφείλουν είτε να αλλάξουν επάγγελμα είτε να διακηρύξουν ευθαρσώς και
γενναία παραδοχή επιστημονικού σφάλματος (και όχι όπως έγινε πρόσφατα από τον
πρόεδρο του ΕΛΙΑΜΕΠ, να επικαλείται διαφορετικές πολιτικές εκτιμήσεις και
προτιμήσεις ως το αίτιο επιστημονικών σφαλμάτων τα οποία εξάλλου δεν
παραδέχεται ευθέως και ευθαρσώς).
Οι
επαναστάσεις είναι πολιτικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε περιπτώσεις ύπαρξης
κυρίαρχων κρατών των οποίων οι ενδοκρατικές κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες είναι
ευπαθείς και ασταθείς. Τα αίτια ποικίλουν κατά περίπτωση αλλά κύριο γνώρισμά
τους είναι το χαμηλό επίπεδο κοινωνικοπολιτικής νομιμοποίησης του καθεστώτος το
οποίο η επανάσταση αποσκοπεί να ανατρέψει και να αντικαταστήσει με άλλο. Στις
βιώσιμες πολιτείες νέες κοινωνικοπολιτικές ισορροπίες που ενσαρκώνονται σε νέα
ή εξελιγμένα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης προσαρμοσμένα στην μετεξέλιξη
των ηθικοκανονιστικών δομών που ρυθμίζουν τις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας,
απορρέουν από τις λειτουργίες του πολιτειακού συστήματος. Κυρίως, απορρέουν από
τις κοινωνικοπολιτικές διαδράσεις και από τους κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους οι
οποίοι όσο περισσότερο αναπτύσσονται και βαθαίνουν τόσο περισσότερο βαθαίνει η
άσκηση λαϊκής κυριαρχίας και τόσο περισσότερο ενώνονται νήματα που συρράπτουν
κοινούς σκοπούς, κοινά ηθικά κριτήρια και κοινές κανονιστικές δομές.
Οι εκάστοτε και κατά περίπτωση συνισταμένες των συλλογικών βουλήσεων που
ενσαρκώνονται στους συνταγματικούς χάρτες, στους νόμους και στις διοικητικές
προσεγγίσεις, προσδιορίζουν τον συλλογικό τρόπο ζωής κάθε συγκυρίας, δηλαδή το
εκάστοτε καθεστώς που περιέχει κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες ηθικές
επιταγές, θεσμικές δομές, νομικά συστήματα και εθιμικές πρακτικές ρύθμισης του
συλλογικού βίου. Σύμφωνα με πάγια και καθολικά αποδεκτά κριτήρια νοηματοδότησης
του πολιτικού-πολιτειακού γεγονότος, αποστολή των κανονιστικών δομών
μιας Πολιτείας και των κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και διαδράσεων που
αναπτύσσονται, είναι να δυναμώνουν την Πολιτεία, την λαϊκή κυριαρχία, την
δημοκρατία, την ανεξαρτησία και τον πολιτικό ορθολογισμό στο ενδοκρατικό και
διακρατικό επίπεδο.
Η κυριαρχία, ως αρχή, ως κανονιστική έννοια και ως πολιτική έννοια που
ενσαρκώνει το ιδεώδες της ανεξαρτησίας-ελευθερίας, καθιστά εφικτές συνεχείς
προόδους στην εφαρμογή των κατακτήσεων πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων.
Συντομογραφικά, αυτό σημαίνει ότι από το επίπεδο άσκησης αυταρχικής και
δυναστικής εξουσίας ή το επίπεδο άσκησης βίας για λόγους εκδικήσεως, ο άνθρωπος
πέρασε στην εποχή των πολιτικά οργανωμένων συλλογικών οντοτήτων και των
κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών. Το κοινωνικά ενταγμένο πολιτικό
γεγονός και οι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι αποτελούν θεμέλιο ενδοκρατικού
και διακρατικού ορθολογισμού που αποδυναμώνεται τόσο περισσότερο όσο
περισσότερο εξωπολιτικά κριτήρια και παράγοντες τα αποδυναμώνουν και τα
υπονομεύουν. Ιδιαίτερα στην διεθνή ζωή των Νέων Χρόνων που θεμελιώνεται
στον αντι-διεθνισμό, στον αντι-κοσμοπολιτισμό και στον αντι-ηγεμονισμό, εύρωστη
και χρηστή διεθνής διακυβέρνηση σημαίνει ορθολογιστική ενδοκρατική ζωή και
διεθνείς θεσμούς που λειτουργούν αυστηρά υπό το πρίσμα των συμπεφωνημένων
καταστατικών διατάξεών τους. Σημαίνει επίσης ότι πρόσωπα όπως ο Σόρος που δηλώνουν με προπέτεια ότι «ναι διαθέτω
εξωτερική πολιτική, ο σκοπός μου είναι να γίνω η συνείδηση του πλανήτη» ή
οργανισμοί που σχετίζονται με αυτόν δεν πρέπει να έχουν την παραμικρή
δυνατότητα να επηρεάζουν την διεθνή ζωή και πολύ περισσότερο την ενδοκρατική
ζωή μιας κυρίαρχης κοινωνίας. Αν ο διεθνισμός, ο κοσμοπολιτισμός και ο
ηγεμονισμός είναι φαινόμενα που αντιβαίνουν στους διεθνείς θεσμούς, συγκριτικά
μιλώντας, οι ανορθολογισμοί και οι παραλογισμοί τύπου Σόρος αποτελούν το
υπέρτατο στάδιο διεθνοπολιτικής ανωμαλίας που οπισθοδρομεί την διεθνή ζωή στην προ-πολιτική
αν όχι βαρβαρική εποχή. Σόρος, διεθνικά «σοράκια» και κατά κράτος «σορακόπουλα»
είναι ανορθολογικοί δρώντες στις δραστηριότητες των οποίων πρέπει να
καιροφυλακτούμε ούτως ώστε να μη διαβρώσουν τους κοινωνικοπολιτικά
προσδιορισμένους σκοπούς και θεσμούς της ενδοκρατικής και διαρκατικής ζωής.
Έχοντας πλήρη συνείδηση του γεγονότος πως υιοθετώντας τις πιο πάνω θέσεις
θίγεται βαθύτατα κάθε ηγεμονική, διεθνιστική και ανορθολογική κοσμοπολίτικη
ιδέα, υποστηρίζω και τονίζω ότι αναιρείται η έννοια της πολιτικής σε
όλα τα επίπεδα όταν λόγια, πράξεις ή παραλείψεις υπονομεύουν τα θεμέλια των
κατακτήσεων του πολιτικού πολιτισμού στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις.
Για τον γράφοντα δεν υπάρχει αμφιβολία –και έχει ήδη υποστηριχθεί σε πολλές μονογραφίες–
ότι το μεγαλύτερο ίσως αίτιο πολέμου
των νέων χρόνων είναι οι ιδέες, ενέργειες ή παραλείψεις που αναιρούν
αποδυναμώνουν τον οντολογικά θεμελιωμένο κοινωνιοκεντρικό χαρακτήρα του
διεθνούς συστήματος όπως διαμορφώθηκε μέσα από τους αντι-ηγεμονικούς και
αντι-διεθνιστικούς αγώνες ανεξαρτησίας-ελευθερίας των κοινωνιών.
Τους τελευταίους αιώνες, ακριβώς, ενώ οι λαοί αγωνίστηκαν για να συντρίψουν τον
εξομοιωτικό διεθνισμό επιτυγχάνοντας την συντριβή των πολυεθνικών
αυτοκρατοριών, ένα πέπλος σύγχυσης και αποπροσανατολισμού συνεχίζει να
απλώνεται πάνω από τον κόσμο: Ηγεμονικά, διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα
ιδεολογήματα συνδυάζονται προκαλώντας αποπροσανατολισμό, σύγχυση και
ανορθολογισμό, με αποτέλεσμα να
υπονομεύεται η οντολογικά θεμελιωμένη κοινωνιοκεντρική-εθνοκεντρική πορεία του
κόσμου. Δηλαδή το εθνικό και διεθνές πολιτικό γεγονός που έχει στον πυρήνα του
την κοινωνική ετερότητα και τον ανεξάρτητο πολιτειακό βίο εντός του οποίοι οι
κοινωνίες απολαμβάνουν αυτή την ετερότητα.
Αν
και δεν είναι του παρόντος επειδή θα αποτελέσει αντικείμενο εκτενέστερης
μελέτης, τονίζεται ότι κύριοι δράστες ηγεμονικών, διεθνιστικών και
κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων και θεωρημάτων που αντιστρατεύονται την
κοινωνιοκεντρικά θεμελιωμένη ανεξαρτησία-ελευθερία των λαών είναι τόσο
συμβατικά επιφανείς φιλόσοφοι πελώριων επιστημονικών και λογικών σφαλμάτων όσο
και ο μεγαλύτερος ίσως πνευματικός εμπαιγμός στην ιστορία των ιδεών που στην
ύστερη εποχή ενσαρκώνεται στον όρο «κοινωνικές επιστήμες». Αν και υπάρχουν
μερικές τιμητικές εξαιρέσεις, δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο οι λεγόμενες
κοινωνικές επιστήμες να εξελίσσονται σε θεσμική κατοχύρωση ανελεύθερων και
αντικοινωνικών δραστηριοτήτων ατόμων που ανακηρύσσονται επιστήμονες
αμφισβητώντας την οντολογικά θεμελιωμένη κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου.
Εκατοντάδες χιλιάδες άτομα που κατά βάση εκφέρουν ασύστολες γνώμες με τις
οποίες αμφισβητούν το πολιτικό γεγονός όπως θεμελιώθηκε τους τελευταίους
αιώνες, αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο θεσμικό και πνευματικό «δικαίωμα» να
οχυρώνονται πίσω από την ακαδημαϊκή ελευθερία και να επιδίδονται –κατά πόσο
αυτό είναι συνειδητό ή ασυνείδητο είναι επιστημονικά αδιάφορο– σε πνευματικές
δήθεν δραστηριότητες που εξεζητημένα και ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα υπονομεύουν
την κοινωνιοκεντρική πορεία των κυρίαρχων κοινωνιών καλλιεργώντας αντικοινωνικά
και ανελεύθερα δόγματα. Η αιχμή του δόρατος αυτών των μεταμφιεσμένων
δραστηριοτήτων είναι οι λεγόμενοι «διεθνολόγοι». Συναφώς, δεν είναι τυχαίο
το γεγονός ότι, το υπέρτατο στάδιο του πολιτικού ανορθολογισμού που
ενσαρκώνεται στα διεθνικά «συστήματα Σόρος» στα οποία έγινε αναφορά πιο
μπροστά, συναθροίζονται, κατά κύριο λόγο, διεθνολογούντες και ειδικοί της
ιστορικής ανεκδοτολογίας. Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι αλληλοενισχυόμενα
συστήματα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων συμφερόντων που συσπειρώνονται σε
διεθνικούς ΜΚΟ, ντύνουν τις δραστηριότητές τους με την κατά τα άλλα αθώα φράση
«προτάσεις πολιτικής». «Προτάσεις
πολιτικής», λοιπόν, επεξεργασμένες εξωκοινωνικά και διεθνικά-εξωπολιτικά, είναι
ουσιαστικά η ύστερη εκδοχή ανορθολογισμού που υπονομεύει καίρια την πολιτική
και το συναρτημένο με αυτή Πολιτειακό γεγονός.
Ανεξαρτήτως ευρύτατα διαδεδομένων παραλογισμών που καλλιεργούνται από
παρασιτικούς ακαδημαϊκούς των πανεπιστημίων διεθνώς και των πνευματικών
παρασυναγωγών «τύπου Σόρος», η πολιτική με την κλασική έννοια της
ανεξάρτητης πολιτειακής ζωής, δεν επηρεάζεται από πρόσφατα συμβατικά
ιδεολογήματα και θεωρήματα που διεκδικούν το μονοπώλιο της αλήθειας περί
κοινωνικοπολιτικής δικαιοσύνης υπό το πρίσμα ηγεμονικής, διεθνιστικής και
κοσμοπολίτικης πολιτικής θεολογίας. Στο αέναο άθλημα για κοινωνική
δικαιοσύνη και δίκαιες-βιώσιμες ισορροπίες μεταξύ των μελών και των ομάδων κάθε
κοινωνίας, η κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι υπόθεση μεταφυσικά προσδιορισμένων
αξιώσεων που εκκολάπτονται στους τρικυμισμένους εγκέφαλους μερικών πολιτικών
φιλοσόφων. Είναι, όπως ήδη
αναφέρθηκε, υπόθεση του διαρκούς συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου που
διαρκώς προσδιορίζει και επαναπροσδιορίζει συλλογικούς τρόπους ζωής
–καθεστώτα, θρησκεία, ηθικά πρότυπα, νόμους, διοικητικές νόρμες, ήθη, έθιμα
κτλ– προσαρμοσμένους στις κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές συνθήκες κάθε
κυρίαρχης κοινωνίας. Αυτά απαιτεί το γεγονός της
ανεξαρτησίας-κυριαρχίας, αυτά απαιτεί η ύπαρξη των διεθνών θεσμών και κυρίως
αυτά απαιτεί η βαθύτατα ριζωμένη αξίωση των μελών όλων των κυρίαρχων κοινωνιών
για ανεξαρτησία και ελευθερία. Αυτή ακριβώς την πορεία προς την πρόοδο, την
ευημερία, την σταθερότητα και την ειρήνη, είναι που αποσταθεροποιούν διαρκώς τα
κατά καιρούς ποικιλόχρωμα εξομοιωτικά ηγεμονικά, διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα
ιδεολογήματα που προκαλούν ποταμούς αποσταθεροποιητικών εισροών στην
ενδοκρατική και διακρατική ζωή. Η ύστερη και υπέρτατη πολιτική ανωμαλία,
επαναλαμβάνεται, αποτελούν τα διεθνικά «συστήματα Σόρος» και οι συσπειρώσεις σε
μεταμοντέρνες ομάδες που βάλλουν κατά της κοινωνικής ετερότητας των συγχρόνων
εθνών-κρατών.
Στοιχειώδης πολιτικός ορθολογισμός, αν και ομολογουμένως σπανίζει στο
επίπεδο πολλών διανοουμένων και μερικών πολιτικών προσώπων, απαιτεί καλλιέργεια ιδεών, στάσεων και
συμπεριφορών που προασπίζονται την ενσάρκωση της ανθρώπινης ελευθερίας, δηλαδή
το «Πολιτειακό αγαθό» με το οποίο προικίστηκε κάθε σημερινή κυρίαρχη κοινωνία
στην φάση απόκτησης της ανεξαρτησίας της. Μια τέτοια θέση, ασφαλώς,
είναι ηθικά βάσιμη και διόλου αξιολογικά φορτισμένη, επειδή είναι οντολογικού περιεχομένου η ανθρώπινη
ελευθερία. Και η εθνική ανεξαρτησία και η εθνική ετερότητα στις διεθνείς
σχέσεις είναι το αντίστοιχο της ελευθερίας στις ενδοκρατικές σχέσεις. Αυτή η
ετερότητα είναι που βάλλεται, ακριβώς, όταν βάλλεται ο εθνοκεντρισμός στην βάση
εξεζητημένων μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων που στοχεύουν στην αποδυνάμωση και
αποσυναρμολόγηση των εθνών-κρατών. Η αξίωση για ανεξαρτησία και ετερότητα, αποτελεί,
επίσης, την έσχατη συλλογική παραδοχή κάθε κοινωνίας, η οποία όταν δεν
εκπληρώνεται δεν είναι εφικτός ο Πολιτειακός κατ’ αλήθειαν βίος. Δεν μπορεί
επίσης να υπάρξει διακρατικός, ευρύτερα διεθνής και διεθνικός ορθολογιστικός
βίος αν οι κύριοι συντελεστές του διεθνούς συστήματος, δηλαδή τα κυρίαρχα
κράτη, είτε εκτρέπονται σε αναθεωρητισμούς και ηγεμονισμούς είτε παραπαίουν
μετατρεπόμενα σε έρμαιο άνομων και καταχρηστικών διεθνοπολιτικών
δραστηριοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, εύρωστη διεθνής διακυβέρνηση σημαίνει
εύρωστα, ευημερούντα και φιλειρηνικά κράτη που απολαμβάνουν την συλλογική
ετερότητά τους.
Η
σπανιότητα του αγαθού του πολιτικού ορθολογισμού θα μπορούσε να αναζητηθεί σε
πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων και οι εξής:
1) Ο μέσος πολίτης δεν κατανοεί τα αίτια των διεθνών διενέξεων –ένας από τους
λόγους είναι επειδή όπως προαναφέρθηκε πολλοί ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι
τσαρλατάνοι διεθνολογούντες τον αποπροσανατολίζουν– γεγονός που συχνά τον
παρασύρει σε στάσεις κατά της Πολιτείας του ή σε αμέλεια προάσπισής της.
2) Αυτό το γεγονός το εκμεταλλεύονται οι εκάστοτε ηγεμονικές δυνάμεις που
σπεύδουν να προωθήσουν άνομα και καταχρηστικά συμφέροντα.
3) Αν και η συντριπτική πλειονότητα των κυρίαρχων κοινωνιών έχουν την δυνατότητα
να είναι ελεύθερες-ανεξάρτητες, είναι αληθές ότι μερικές εξ αυτών είναι
ασθενείς και παραπαίουσες. Αυτό οφείλεται στο ιστορικό γεγονός της δημιουργίας
τεχνητών κρατών χωρίς στέρεα κοσμοθεωρητικά θεμέλια κατά την διάρκεια της
από-αποικιοποίησης και στο γεγονός ότι μερικά πολυεθνικά κράτη της ύστερης
εποχής αναπόφευκτα κατάρρευσαν οδηγώντας σε αστάθεια που άλλες περιφέρειες
γνώρισαν τον 19ον αιώνα. Ακόμη, όσων κοινωνιών οι ηγέτες και οι
πολίτες αποδείχθηκαν απρόσεκτοι, έγιναν ή συνεχίζουν να γίνονται έρμαιο
υπονομεύσεων που τα αποδυναμώνει και διασπά (τέτοια θα ήταν η τύχη των κυπρίων
αν υπέκυπταν στις αφόρητες πιέσεις καταργώντας την Πολιτεία τους όπως πρόβλεπε
το σχέδιο Αναν).
4) Πολλές κοινωνίες, ακόμη, αν και κατά βάση εδραίες, συχνά συνθλίβονται στις
συμπληγάδες των ηγεμονικών συγκρούσεων με αποτέλεσμα να υπόκεινται τις
συνέπειες της αδυναμίας τους ή της απροσεξίας τους.
5) Το προαναφερθέν γεγονός ότι στον πνευματικό χώρο οι λεγόμενες κοινωνικές
επιστήμες προκαλούν εισροές ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων αντικοινωνικών και
ανελεύθερων ιδεολογημάτων και θεωρημάτων που υπονομεύουν τους κοινωνικοπολιτικά
προσδιορισμένους θεσμούς και διευκολύνουν εξωγενείς άνομες και καταχρηστικές
διαβρώσεις.
6) Το τελευταίο πρόβλημα επιτείνεται σε ανίατη ασθένεια όταν η διάβρωση φθάσει
σε τέτοιο σημείο που εξωκοινωνικά και εξωπολιτικά διεθνικά «συστήματα Σόρος»
κατορθώνουν να υπονομεύσουν την ανεξαρτησία μιας ή περισσοτέρων κοινωνιών.
Γίνονται έτσι έρμαια δραστηριοτήτων κερδοσκόπων και πρώην ή νυν –και
ενδεχομένως αυτονομημένων από της κυβερνήσεις τους– αξιωματούχων διαφόρων
«υπηρεσιών». Αναμφίβολα, τα «συστήματα Σόρος» και τα κατά χώρα εξαρτήματα
εργολαβικής παραγωγής προτάσεων πολιτικής και ιστορικών ανεκδοτολογιών, είναι
και τα πιο θανατηφόρα μικρόβια του αχανούς διεθνικού χώρου που εξ αντικειμένου
δεν εντάσσεται σε οποιοδήποτε πολιτικό γεγονός.
7. Νομιμότητα, ουσία και κελύφη νομιμοποίηση:
Εξουσία-κοινωνία, πολιτική και οι συνέπειες εξωπολιτικών διεισδύσεων
Οτιδήποτε
κείται εκτός της πολιτικής ως κοινωνικά ενταγμένου φαινομένου που
οροθετεί και οριοθετεί τις σχέσεις κοινωνίας και εξουσίας, αποτελεί
οπισθοδρόμηση στην βαρβαρική προ-πολιτική εποχή.
Εάν λοιπόν εξωγενείς και/ή εξωπολιτικοί παράγοντες εισρεύσουν και κυριαρχήσουν
σε στρατηγικούς τομείς μιας Πολιτείας όπως είναι η άμυνα, η διπλωματία, η
οικονομία και η εκπαίδευση, οι συνέπειες θα είναι πολλές, αμφίδρομες και
αμφίπλευρες. Εκτός των αυτονόητων υπονομεύσεων του πολιτικού ορθολογισμού, της
ευρυθμίας και της αποτελεσματικότητας του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, αυτό
που κυριολεκτικά θα διαστραφεί είναι θα είναι η έννοια της νομιμοποίησης. Ο δρόμος που οδηγεί στην νόθευση της
πολιτικής νομιμοποίησης ενός πολιτειακού βίου είναι και ο δρόμος που οδηγεί
στον πολιτικό από-συντονισμό, στην ιδεολογική σύγχυση, στην νόθευση των
κοινωνικοπολιτικών ελέγχων, στο ροκάνισμα στης λαϊκής κυριαρχίας, στην
υιοθέτηση ανορθολογικών κανονιστικών ρυθμίσεων, στην αποδυνάμωση και στην
ευπάθεια σε έξωθεν άνομες και καταχρηστικές αξιώσεις.
Ιδεατά, η πολιτική νομιμοποίηση εκπληρώνεται πλήρως όταν η λαϊκή κυριαρχία
και η δημοκρατία λειτουργούν στην εντέλεια και με τρόπο που αποτυπώνεται
επακριβώς η συνισταμένη των συλλογικών βουλήσεων ενημερωμένων και
συνειδητοποιημένων πολιτών. Η αναίρεση της πολιτικής και όλων των
συμπαρομαρτούντων λειτουργιών της και η απονέκρωσή της από εξωκοινωνικά
εξωπολιτικά άνομα ή μεταφυσικά προσδιορισμένα κριτήρια που στην συνέχεια
κυριαρχούν στους θεσμούς, στα μέσα επικοινωνίας και στον πνευματικό κόσμο, θα
αποτελούσε, ουσιαστικά άλωση εκ των έσωθεν. Οι κατά τα άλλα ελεύθεροι πολίτες που πρέπει να κρίνουν, να ελέγξουν και
να λειτουργήσουν πολιτικά, άθελά τους μετατρέπονται σε θύτες των εαυτών τους.
Η νόθα νομιμοποίηση είναι, κατά
βάση, ιός που αναπτύσσει στο εσωτερικό της κοινωνίας συλλογικά αυτοκτονικά
ένστικτα.
Συναφώς, ήδη έγινε αναφορά στην στρατηγική
«μαλακής ισχύος» των κυβερνήσεων των ΗΠΑ που σκοπό έχουν τον
πνευματικό και τελικά πολιτικό έλεγχο ασθενών κοινωνιών που παραπαίουν και
ψυχορραγούν. Σκοπός της στρατηγικής μαλακής ισχύος είναι, αντί η πολιτική
να μεγιστοποιεί και βελτιστοποιεί τα κοινωνικοπολιτικά αγαθά, να αντιστραφούν
οι όροι σκέψης των πολιτών και λειτουργίας των θεσμών. Έτσι, μια έξωθεν καλλιεργημένη νόθα
νομιμοποίηση αλλότριων συμφερόντων ή ανορθολογικών «πεποιθήσεων» για τον κόσμο,
λειτουργεί εις βάρος του ενδοκρατικού ορθολογισμού καθιστώντας το κράτος έρμαιο
αλλότριων συμφερόντων.
Το σχέδιο Αναν προσφέρεται ακόμη μια φορά ως το καλύτερο παράδειγμα τέτοιων
πολιτικών διαστροφών. Προς στιγμή όντως ως ιδέα κατακτούσε μια κίβδηλη νομιμοποίηση
επειδή για ένα μεγάλο αριθμό λόγων που δεν είναι άσχετοι με τα διεθνικά
«συστήματα Σόρος» κατακτούσε ολοένα και μεγαλύτερο έδαφος με ευρέως
προπαγανδισμένους παραλογισμούς όπως είναι «το λιγότερο κακό», είναι «κακό μεν
αλλά βελτιώσιμο στην ΕΕ», είναι «υποχρεωτικό λόγω λαθών μας» και «είναι
καλό επειδή ο κόσμος … εισέρχεται στην μεταεθνική εποχή και θα αποτελέσουμε …
πρωτοπόρο πείραμα». Όσο και αν σήμερα αυτά φαίνονται εξωφρενικά και απίστευτα, η συντριπτική πλειονότητα των «πνευματικών
ανθρώπων» με πρόσβαση στα μέσα πληροφόρησης εξέπεμπαν ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένες
αντιδημοκρατικές και ανελεύθερες εκλογικεύσεις αυτού του είδους και
χονδροειδείς ανακρίβειες που προκαλούσαν σύγχυση στην κοινωνία και μια γενική
τάση αποδοχής και συμμόρφωσης στις έξωθεν άνομες και καταχρηστικές επιταγές.
Πολιτικά νομιμοποιημένη κατάντησε να είναι εν τέλει και η περιδεής
υποστηρικτική στάση πολλών πολιτικών ηγετών οι οποίοι παρασύρθηκαν από το
ορμητικό ποτάμι λανθασμένων αναλύσεων και/ή εξωγενώς χρηματοδοτούμενης προπαγάνδας
συνοδευόμενης από απειλές (βλ. χρηματοδοτήσεις UNOPS και συναρτήσεις των
«συστημάτων Σόρος»). Πρόκειται όμως όχι για μια υγιή νομιμοποίηση απόρροια όπως
προλέχθηκε ενός κατ’ αλήθειαν ανεξάρτητου πολιτειακού βίου, αλλά για εξωγενείς
εισροές κίβδηλης νομιμοποίηση οφειλόμενης στην πανθομολογούμενη ξένη εξάρτηση,
ξένη διείσδυση και ξένη προπέτεια. Η τελευταία εκδηλώνεται μόνο αν οι πολίτες
ενός κράτους μεταδώσουν την εικόνα ότι οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους και
τα συμφέροντά τους αναλώσιμα. Είναι τραγικό, εάν πρωτοπόροι ενός τέτοιου
κατήφορου είναι η "πνευματική ηγεσία" ενός τόπου ..
Σκοπός ακριβώς του πέπλου σύγχυσης που απλώθηκε ήταν να αναιρεθεί η πολιτική
για να εξυπηρετηθούν άνομα και καταχρηστικά συμφέροντα που εκτείνονται από την
διαιώνιση νεοιμπεριαλιστικών στρατιωτικών βάσεων στην Κύπρο μέχρι την
εξυπηρέτηση των διεστραμμένων κερδοσκοπικών σκοπιμοτήτων κάποιου διεθνικού
Σόρος. Για να επιτύχουν τέτοιοι πολιτικά μακάβριοι σκοποί έπρεπε να ακυρωθεί η
πολιτική νομιμοποίηση που στηρίζει τα φιλειρηνικά και θεμιτά συμφέροντα σύμφωνα
με την διεθνή νομιμότητα και να καλλιεργηθούν "μεταεθνικοί" και
"μεταμοντέρνοι" μύθοι που αποπροσανατολίζουν την κοινωνία και
νομιμοποιούν την πολιτική ανωμαλία. Είναι
γνωστό, βεβαίως, ότι για κάποιους ανερμήνευτους λόγους που κρύβονται στον
υπαρξιακό πυρήνα μιας βιώσιμης συλλογικότητας και που βγαίνουν στην επιφάνεια
όταν κινδυνεύει, η κυπριακή κοινωνία στις 24 Απριλίου 2004 παραμέρισε τους
διανοούμενούς της, τους περιδεείς πολιτικούς της ηγέτες και τους ακαδημαϊκούς
της και ψήφισε υπέρ της επιβίωσής της.
Αν αντίστροφα, η πολιτική ήταν υγιής και εδραία εμπεδωμένη –πίστη και
νομιμοφροσύνη στην εθνική ανεξαρτησία, ορθολογιστική λειτουργία των θεσμών,
γνώση της διεθνούς νομιμότητας και του νομικοπολιτικού κεκτημένου της ΕΕ,
συνειδητοποιημένοι και ορθά πληροφορημένοι πολίτες, αντικειμενικοί
δημοσιογράφοι, σοβαροί ακαδημαϊκοί, αξιολογικά ελεύθεροι επιστήμονες,
κοινοβούλιο που λειτουργεί και ελέγχει την πολιτική ηγεσία, κοινωνικοπολιτικοί
έλεγχοι και εξισορροπήσεις, πολιτικές ηγεσίες που είναι αδιάλλακτοι
υπερασπιστές των θεμιτών εθνικών συμφερόντων και επιστμονικοί έλεγχοι που
περιθωριοποιούν τους "μεταμοντέρνους ρύπους"–, ενδέχεται να είχε
επιλυθεί ένα δύσκολο διεθνές πρόβλημα και να είχε υπάρξει πρόοδος ειρήνης και
σταθερότητας στην ευρύτερη περιφέρεια. Αυτό θα συνέβαινε αν η ελληνική
πλευρά πρότασσε την διεθνή και
ευρωπαϊκή νομιμότητα ως προϋπόθεση υποβολής προτάσεων επίλυσης του
κυπριακού. Όμως, αυτή η επιστημονική οριοθέτηση με άμεσες και ορθολογιστικές
πολιτικές προεκτάσεις έγινε μόνο μερικά χρόνια μετά (το 2005) από μια διεθνή
ομάδα αντικειμενικών και αξιολογικά ελεύθερων επιστημόνων στο πλαίσιο της Επιτροπής
για μια Ευρωπαϊκή λύση του Κυπριακού. Γιατί δεν έγιναν όλα αυτά την περίοδο
2001-2004; Γιατί οι καλοπληρωμένοι έλληνες ακαδημαϊκοί των κοινωνικών επιστημών
δεν το έκαναν την περίοδο 2000-2004 και γιατί οι νομικές υπηρεσίες των δημόσιων
θεσμών δεν οριοθέτησαν την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα ως βάση επίλυσης
ενός διεθνούς προβλήματος; Απάντηση θα υπάρξει αργά ή γρήγορα. Σίγουρα, όπως
γίνεται κατανοητό, τα «συστήματα Σόρος» και οι σχετιζόμενοι με αυτούς ντόπιοι
ΜΚΟ προτάσεων πολιτικής ήταν σε κάποια δόση και πάλι ενεργοί δράστες για τους
ποταμούς επιστημονικού και πολιτικού ανορθολογισμού. Το ζήτημα είναι το πώς,
μέχρι να εξεταστούν τα πλήρη αίτια και πριν υπάρξουν πολύ μεγαλύτερες ζημιές,
θα αντιμετωπιστούν οι πολιτικές και επιστημονικές ανωμαλίες που ριζώνουν
και αναπτύσσονται στους θεσμούς, στον ακαδημαϊκό χώρο και ευρύτερα στο ευρύτερο
πολιτικό χώρο.
Υπό
το πρίσμα των πιο πάνω επισημάνσεων, οποιοδήποτε κοινωνικοπολιτικό σύστημα που
διαβρώθηκε πνευματικά και πολιτικά με αποτέλεσμα να βλέπει τον κόσμο ανάποδα, η
παρακμή που ενσαρκώνεται στις σάπιες μεταμοντέρνες ιδέες κατά της συλλογικής ανθρώπινης
ελευθερίας θα είναι ενδεχομένως ανεπίστροφη αν νομιμοποιείται επίπλαστα και
ιδιαίτερα αν κυριαρχήσουν εξωπολιτικά κριτήρια και παράγοντες στους δημόσιους
θεσμούς και στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η πλειονότητα πλέον κατά καιρούς θα
αποφασίζει να αυτοκτονεί συλλογικά. Πνεύματα και σκέψεις που αλώθηκαν
εξωγενώς και εξωπολιτικά θα δέχονται την ακύρωση της εσωτερικής και εξωτερικής
κυριαρχίας, δηλαδή ακύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας-ελευθερίας, τουτέστιν στην
δική μας περίπτωση την ακύρωση των αποτελεσμάτων του αγώνα ελευθερίας του 1821
για εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία σύμφωνα με την διεθνή νομιμότητα.
Μέχρι να πάθουμε μεγάλες ζημιές –κανείς μπορεί να θυμηθεί την Χούντα,
τους πολλούς χειροκροτητές της Χούντας την περίοδο 1967-74, την απόλυτη υποταγή
τον χρόνο της επικράτησης του δικτάτορα Ιωαννίδη και τους κωμικοτραγικούς
πανηγυρισμούς αμέσως μετά γιατί δήθεν η εξέγερση των φοιτητών έφερε την
δημοκρατία ενώ η αλήθεια πως την έφερε η καταστροφή της Κύπρου– μια
διαδικαστική νομιμότητα και νομιμοποίηση θα συντηρεί τον πολιτικό ανορθολογισμό
και την πολιτικό παραλογισμό. Ένας τέτοιος παραλογισμός θα ήταν να
υποστηριχθεί πως είναι δήθεων νομιμοποιημένοι κάποιοι να συμμετέχουν
ανενόχλητοι στους κρατικούς θεσμούς άμυνας, ασφάλειας και διπλωματίας, να
μονοπωλούν τα μέσα ενημέρωσης, να γράφουν ιστορικές ανεκδοτολογίες και να
εκτοξεύουν εξωπολιτικές «προτάσεις πολιτικής», την στιγμή που όλα αυτά
σχετίζονται με διεθνικές εξωπολιτικές συναναστροφές, μεταξύ άλλων, με
κερδοσκόπους, πρώην και νυν και ενδεχομένως αυτονομημένους αξιωματούχους
«υπηρεσιών». Είναι βεβαίως ελεύθεροι να συναναστρέφονται όποιον θέλουν και να
έτσι να εκτίθενται όσο θέλουν. Οι δημόσιοι θεσμοί και το εκπαιδευτικό σύστημα,
όμως, δεν πρέπει να επηρεάζονται και οι έχοντες την επιλογή να απορρίψουν μια
τέτοια επιρροή θα πρέπει να διαφυλάξουν το δημόσιο συμφέρον παίρνοντας
ορθολογιστικές αποφάσεις. Η ακαδημαϊκή κοινότητα, επίσης, θα πρέπει να
εκπληρώσει το χρέος της κάνοντας επιστημονικούς ελέγχους που περιορίζουν αυτά
τα φαινόμενα.
Ένα κράτος στο οποίο νοσηρά φαινόμενα βαθαίνουν και επεκτείνονται μόνο κατ’
όνομα είναι ανεξάρτητο και κυρίαρχο. [Η ανεξαρτησία μιας κυρίαρχης
κοινωνίας, υπενθυμίζω, είναι έσχατη λογική που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα]
Όταν η ανεξαρτησία μιας κοινωνίας συρρικνωθεί η αναξιοπρέπεια, η ανυποληψία και
οι ζημιές παραμονεύουν σε κάθε έκφανση της ενδοκρατικής και διακρατικής της
ζωής. Είτε λόγω εξάρτησης η πολιτεία θα υποκύπτει αναξιοπρεπώς και ζημιογόνα σε
κάθε έξωθεν κατεξουσιαστική επιταγή είτε θα υπάρχουν σπασμωδικές αντιδράσεις
που θα προκαλούν ταλαντώσεις μεταξύ πλήρους εγκατάλειψης και ακραίων αμυντικών
συμπεριφορών (τέτοιες καταστάσεις, ακριβώς, είναι και τα αίτια στροφής της
κοινωνίας προς εθνικιστικές-σοβινιστικές αμυντικές στάσεις). Ακόμη και μια κατά
βάση βιώσιμη κοινωνία θα υπόκειται τις συνέπειες τέτοιων ταλαντώσεων αν στο
επίπεδο των πνευματικών και πολιτικών ελίτ κυριαρχήσει ένα ομότροπα
παρακμασμένο σύνολο που υπερίπταται της κοινωνίας και το οποίο είτε θα
επηρεάζει διανεμητικά τις κοινωνικοπολιτικές επιλογές προς όφελος έξωθεν
κατεξουσιαστικών αξιώσεων είτε θα εξωθεί σε πλήρη και ανορθολογική υποταγή σε
πολιτικά προστάγματα εξωγενών και εξωκοινωνικών καταβολών.
Αν και το κέλυφος της πολιτικής νομιμοποίησης και της μακάβριας συναίνεσης
του ομότροπα παρακμασμένου ηγετικού συνόλου θα προσδίδει νομιμότητα σε ιδέες,
προτάσεις και πράξεις πολιτικά θανάσιμες, ο κατήφορος δεν θα σταματά χωρίς
μεγάλες ζημιές όπως κοινωνική αναταραχή, απόλυτη ξένη εξάρτηση, απώλεια ζωτικών
εξωτερικών ερεισμάτων, απειλές κατά ομοεθνών και ενδεχομένως απώλεια
κυριαρχικού χώρου. Τέτοιες καταστροφές η Ελλάδα τις γνώρισε συχνά στο
παρελθόν, γεγονός που ξενίζει γιατί δεν μάθαμε από τα παθήματά μας, το τι
σημαίνει δηλαδή άσκοπη πολιτική υποδούλωση σε ξένα συμφέροντα εις βάρος της
εθνικής ανεξαρτησίας. Αν βεβαίως πρόκειται για τα συμφέροντα κάποιου «διεθνικού
συστήματος» όπου εντοπίζονται κερδοσκόποι όπως ο Σόρος, η ευτέλεια και η
αναξιοπρέπεια δεν έχει όρια.
Το
πιο σύνηθες σφάλμα με βαθύτερες προεκτάσεις είναι η ποικίλων βαθμίδων
αμφισβήτηση της ίδιας της πατρίδας και των θεμιτών της συμφερόντων. Μια τέτοια
«φιλοσοφική» στάση οδηγεί συνήθως σε προσφορά εκδουλεύσεων στις προαναφερθείσες
διεθνοπολιτικές ύαινες και σε εύκολη προσχώρηση σε αυτοκαταστροφικά ιδεολογήματα και θεωρήματα που κυμαίνονται
από την απόλυτη διαστροφή μέχρι την απόλυτη αφέλεια. Έτσι, μια
κοινωνία και τα πολιτικά της ελίτ θα δέχονταν και θα διαφήμιζαν –αντί να
εξαποστείλουν στο καλάθι των αχρήστων– συγγραφή ιστορικής ανεκδοτολογίας σε
διαδικασίες όπου εμπλέκεται το «σύστημα Σόρος». Αυτονόητα, ένα τέτοιο προϊόν θα
κηρύττει κατά βάση αντικοινωνικά δόγματα απόρροια εξεζητημένων πολιτισμικών
κατασκευών και στρεβλών ιστορικών παραστάσεων που πασίδηλα αντιβαίνουν στην
ιστορική αυτογνωσία των λαών και που είναι ασύμβατα με την αυταπόδεικτη
διϋποκειμενική ιστορική εμπειρία. Αυτή η κοινωνική ασθένεια καθίσταται
επάρατος νόσος, βεβαίως, αν τέτοια πνευματικά σκουπίδια διοχετευτούν όχι
μόνο στα Πανεπιστήμια –εκεί τουλάχιστον τα θύματα είναι ενήλικες και όχι σπάνια
υποψιασμένοι– αλλά και στην δημοτική και μέση εκπαίδευση. Έτσι, στο όνομα της
«ανοικτής κοινωνίας» –και ακόμη πιο μακάβρια στο όνομα της «κοινωνίας των
πολιτών»– μια κοινωνία θα
μπορούσε να καταστεί θλιβερό υποχείριο εξωγενών και διεθνικών εξωπολιτικών αποφάσεων
που θα θρέφουν και αναπαράγουν την παρακμή και την εξάρτηση.
Ήδη, μερικά πρώην κράτη και νυν κρατίδια της περιοχής μας εξελίσσονται σε είδος
κερδοσκοπικών υποκαταστημάτων των ιδρυμάτων Σόρος. Στους χρηματοδοτούμενους από
τον Σόρος διεθνικούς οργανισμούς και τα προϊόντα του δαιδαλώδους δικτύου
«ερευνητικών προγραμμάτων» που δύσκολα ανιχνεύονται, παρασύρθηκαν και
συμμετέχουν ενδεχομένως «ανυποψίαστες» τράπεζες, κρατικοί θεσμοί, διεθνείς
θεσμοί, ακαδημαϊκοί και οπωσδήποτε ανυποψίαστοι νεαροί που έχοντας ολοκληρώσει
τις σπουδές τους δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν το υπόβαθρο των διεθνοπολιτικών
παρασκηνίων, κερδοσκοπικών και άλλων. Τα προϊόντα αυτού του εν πολλοίς
εξωκοινωνικού και διεθνικού εξωπολιτικού συστήματος εύκολα διαχέονται και διασπείρονται
στα πανεπιστήμια, στο υπόλοιπο εκπαιδευτικό σύστημα, στα μέσα ενημέρωσης και
στο σύστημα θεσμών και αποφάσεων προκαλώντας αναδιανεμητικά αποτελέσματα
βαθύτατων συνεπειών.
Η πολιτική, με την προαναφερθείσα κλασσική, διαχρονικά αναλλοίωτη,
καθολική και οικουμενικά αποδεκτή έννοιά της, δηλαδή της πραγμάτωσης του κατ’
αλήθειαν πολιτειακού βίου υπό καθεστώς ανεξαρτησίας –στην κλασική εποχή το ιδεώδες
της ανεξαρτησίας, στην σημερινή εποχή το διεθνές δίκαιο–,θα αντικατασταθεί
με προκατασκευασμένες προγραμματικές εξαγγελίες που εκπληρώνουν αλλότρια, άνομα
και καταχρηστικά συμφέροντα εξωγενών και εξωπολιτικών καταβολών. Θα έχουν
προηγηθεί ανθρωπολογικές, θρησκευτικές και πολιτισμικές αλλοιώσεις και
διαβρώσεις ενάντια στις οποίες η ολοένα και περισσότερο απονευρωμένη και
πατερναλιστικά ελεγχόμενη κοινωνία θα είναι αδύνατο να αντισταθεί. Δηλαδή,
επαναλαμβάνεται, σηματοδοτείται έτσι η οπισθοδρόμηση σε προ-πολιτικές
καταστάσεις με αποτέλεσμα ανήμπορους κοινωνικοπολιτικούς σχηματισμούς έξωθεν
εξαρτώμενους και έξωθεν κατευθυνόμενους από διεθνικούς οργανισμούς που
σχετίζονται με διεθνικούς κερδοσκόπους, κατεξουσιαστικές ηγεμονικές αξιώσεις
και ντόπια θλιβερούς μεταπράτες εξωπολιτικών «προτάσεων πολιτικής».
Ίσαμε τις ακραίες συνέπειες τέτοιων διεθνοπολιτικών και ενδοκρατικών ανωμαλιών
που νοθεύουν και διαστρέφουν την έννοια της πολιτικής, οδηγούμαστε στην
υποβάθμιση της κλασικής έννοιας του πολίτη και στην μετατροπή του σε απρόσωπη
μονάδα, πνευματικά απονευρωμένη, χωρίς ιστορική συνείδηση, χωρίς ταυτότητα,
χωρίς συγκροτημένο Πολιτειακό πολιτισμό και έρμαιο κερδοσκοπικών αξιώσεων,
ηγεμονικών αξιώσεων και σχεδιασμών που αποσκοπούν σε άνομες γεωπολιτικές
ανακατατάξεις. Ακόμη, τον καθιστούν
έρμαιο ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων επικοινωνιακών τεχνασμάτων που θα τον
καταναγκάζουν να αισθάνεται ένοχος και ταυτόχρονα ευγνώμων που έστω και
υποτελής είναι τουλάχιστον βιολογικά ζωντανός. Αυτές είναι
αναμενόμενες καταστάσεις αν ενώσουν τις δυνάμεις τους άτομα ή ομάδες που υπό
τις προαναφερθείσες πολιτικά ανώμαλες συνθήκες απλώνουν ένα πέπλο
αυτοαναφορικής προπαγάνδας επαναλαμβανόμενων αναληθών ισχυρισμών που
συνοδεύονται από προπαγανδιστικά συνθήματα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα.
Μήπως όμως στην Ελλάδα του 21ου αιώνα όλα αυτά είναι ήδη γεγονός; Η
απάντηση είναι ενδεχομένως καταφατική, αν λάβουμε υπόψη πως συχνά ακούμε πως οι
έλληνες φταίνε δήθεν για το κυπριακό, φταίνε δήθεν για το Αιγαίο, φταίνε δήθεν
για το μακεδονικό, είναι δήθεν ρατσιστές, είναι δήθεν ξενοφοβικοί, οι ήρωες της
ελευθερίας είναι δήθεν ψεύτικες κατασκευές, φταίνε δήθεν εν τέλει για την
ελληνική επανάσταση κατά της αγαθής και αγαθοεργούς Οθωμανικής αυτοκρατορίας
και γι’ αυτό, εξυπακουόμενα, είναι δήθεν ανάξιοι να είναι ανεξάρτητοι. Πρέπει
λοιπόν προγραμματικά να υποβαθμιστούν τα επικά γεγονότα (μιας και η
ελευθερία δεν τους άξιζε), να τονιστούν οι εμφύλιοι πόλεμοι (μιας και
αυτό υπονομεύει την ενότητά τους) και να εξεταστούν τα τοπικά γεγονότα (μιας
και αυτό θα συντείνει στην εκπλήρωση των μεταμοντέρνων σκοπών για
αποσυναρμολόγηση και διάλυση των εθνών-κρατών) Αυτά περίπου θα μπορούσε(;)
να υποβάλει στο υποσυνείδητο της χειμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας η
συναρτημένη με τις «ερευνητικές ομάδες της ανοικτής κοινωνίας» ύστερη εκδοχή
ιστορικής ανεκδοτολογίας και διεθνολογικού τσαρλατανισμού, η οποία αρχίζοντας
από την πανεπιστημιακή μόρφωση ενδέχεται να ρέει πλέον και στα υπόλοιπα
στρώματα του εκπαιδευτικού συστήματος.
8. Το σύστημα Σόρος ως ενσάρκωση της βαθύτατης
εξάρτησης και η αναγκαιότητα κοινωνικών αντιστάσεων ως προϋπόθεση ελευθερίας
και ανεξαρτησίας
Ανεξαρτήτως
ιδεολογικών απόψεων, οι πολίτες ενός κράτους και ιδιαίτερα οι υγιείς
πνευματικές και πολιτικές δυνάμεις –αυτές δηλαδή που στηρίζουν την λαϊκή
κυριαρχία, την δημοκρατία και την ιδέα της ελευθερίας–, απαιτείται να
βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση κατά διεθνικών δραστηριοτήτων που διαβρώνουν και
υπονομεύουν την εθνική κυριαρχία-ανεξαρτησία. Να απαιτούν διαρκώς να
απαλλάσσονται οι θεσμοί και κάθε δημόσιος φορέας από κάθε ίχνος επιρροής
ατόμων, ινστιτούτων, ιδρυμάτων ή άλλων διεθνικών ΜΚΟ που σχετίζονται με
ελάχιστα διαφανείς εξωκοινωνικές και εξωπολιτικές διεθνικές δράσεις. Αυτονόητα,
τέτοια ινστιτούτα, ιδρύματα ή άλλοι ΜΚΟ να αποκλειστούν από κάθε χρηματοδότηση
δημόσιων πόρων και να αποκλειστούν από προσβάσεις σε στρατηγικούς δημόσιους
θεσμούς όπως το Υπουργείο Άμυνας και το Υπουργείο Εξωτερικών. Το μέγεθος του
προβλήματος συνειδητοποιείται, επίσης, αν κάποιος αναλογιστεί ότι εμπλέκονται
πολλοί ακαδημαϊκοί και ότι παραδοσιακά το πανεπιστήμιο και οι κάθε είδους
ακαδημίες ή θεσμοί επιστημονικής δραστηριότητας είναι το εργαστήρι πνευματικής
και τεχνολογικής ανάπτυξης που διαμορφώνει και τους υπόλοιπους τομείς του
εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και ευρύτερα την κοινωνία. Πάγιοι ακαδημαϊκοί
κώδικες εν τούτοις –αλλά και το πνεύμα και γράμμα του νόμου–, επιτάσσει όπως οι
ακαδημαϊκοί διακρίνονται ως ασκητικοί υπηρέτες της επιστημονικής έρευνας,
συγγραφής και διδασκαλίας και όχι ως πρωταθλητές εξωπολιτικών δραστηριοτήτων οι
οποίες εξ αντικειμένου τους εμποδίζουν να φέρουν εις πέρας την υψηλή αποστολή
τους. Πως θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά χρονικά, εξάλλου, ιδιαίτερα αν
λάβουμε υπόψη ότι η προσήλωση σε αξιολογικά ελεύθερες θεωρητικές αναζητήσεις
απαιτεί απέραντο χρόνο έρευνας και στοχασμού και ότι το ίδιο ισχύει όσον αφορά
τις υποχρεώσεις απέναντι στους φοιτητές και στο πανεπιστήμιο.
Η απειλή να καταστούν τα πανεπιστήμια εστία παραγωγής παρακμιακών θεωρημάτων
και ιδεολογημάτων είναι πλέον άμεση λόγω της ύστερης μόδας μεταμοντέρνων
ιστορικών κατασκευών μεταφυσικά ή εξωπολιτικά προσδιορισμένων και ακαδημαϊκά
μεταμφιεσμένων. Όπως ήδη τονίστηκε, δεν αποτελούν επιστημονικές ιστορικές
περιγραφές εκείνα τα κείμενα των οποίων οι συγγραφείς επιλέγουν προγραμματικά
τις πηγές, επιλέγουν αυθαίρετα τις θεματικές, τονίζουν εκείνες τις πτυχές που
βολεύουν τα δόγματα πολιτικής θεολογίας του δικού τους υποκειμενικού κόσμου και
των οποίων η διαδικασία συγγραφής διαφθείρεται προκαταρτικά από διεθνικές
εξωπολιτικές και εξωπανεπιστημιακές χρηματοδοτικές και άλλες λιγότερο ή
περισσότερο αμφιλεγόμενες χρηματοδοτικές εισροές. Δεν είναι τυχαίο ότι, όπως
ήδη αναφέρθηκε, οι συγγραφείς τέτοιων κειμένων ιστορικής ανεκδοτολογίας
προπετώς και προγραμματικά δηλώνουν πως σκοπός τους είναι η παραγωγή
προκατασκευασμένων συμπερασμάτων βαθύτατων πολιτικών και ιδεολογικών
προεκτάσεων που στοχεύουν σε κοινωνικές αλλοιώσεις. Για να είμαι πιο ακριβής,
τέτοια ιστοριογραφήματα ούτε καν ιστορική ανεκδοτολογία δεν είναι (με
την οποία θα μπορούσαμε, τουλάχιστον, να γελάσουμε). Επιτήδεια διοχετευμένη
αποτελεί ιδεολογικό δηλητήριο συνειδησιακής απονεύρωσης και πολιτισμικής
αποδυνάμωσης. Τι άλλο μπορεί να είναι όταν επιχειρείται τεχνητή και συνειδητή
αλλοίωση της διυποκειμενικής ιστορικής εμπειρίας!
Έτσι, δηλώνεται προγραμματικά, πως θα πρέπει «να τονιστούν οι εμφύλιοι και να
αποδυναμωθούν τα επικά γεγονότα». Ακόμη και επιστημονικά νήπια γνωρίζουν, εν
τούτοις, ότι οι πλείστοι εμφύλιοι πόλεμοι, ιδιαίτερα σε ιστορικές κοινωνίες
όπως αυτές των Βαλκανίων, είναι λιγότερο προϊόν κάποιων κακότροπων πολιτών και
περισσότερο απόρροια των κυριοτέρων αιτιών πολέμου, δηλαδή των ηγεμονικών ανταγωνισμών
στο πλαίσιο των στρατηγικών διαίρει και βασίλευε. Για να απορρίψει κάποιος
αυτό το διϋποκειμενικό ιστορικό γεγονός θα πρέπει προηγουμένως να καταρρίψει
την πασίδηλη ιστορική γνώση των ηγεμονικών συμπεριφορών της ιστορικής
διαχρονίας, να αντικρούσει την δεδηλωμένη από τα ίδια τα ηγεμονικά κράτη ύπαρξη
στρατηγικών διαίρει και βασίλευε και να αποδείξει ως αναληθή γνωστότατα
γεγονότα, όπως για παράδειγμα τα αίτια και τις συνέπειες των εισβολών
των γερμανών στην Ελλάδα, των γαλλοβρετανών στο Σουέζ, των αμερικανών στο
Βιετνάμ, των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν και των τούρκων στην Κύπρο. [Και
όμως, για το τελευταίο, διεθνολογικά ρυπογραφήματα που διδάσκονται ακόμη και σε
πανεπιστήμια υποβαθμίζουν ή μηδενίζουν τόσο την βρετανική στρατηγική διαίρει
και βασίλευε όσο και τον τουρκικό επεκτατισμό που οι ίδιοι οι τούρκοι δεν
κρύβουν, ενώ διόλου τυχαία κύριος στόχος των πνευματικών ρύπων είναι οι ήρωες
ελευθερίας του έπους 1955-59 οι οποίοι σύμφωνα με ιδεολογικά προκατειλημμένο
εγκέφαλό τους είναι … συντηρητικοί και … εθνικιστές].
Η
συνειδητή επιστημολογική επιλογή υποβάθμισης των επικών αγώνων ελευθερίας είναι
όντως μια αφελής ομολογία που καταμαρτυρεί το μέγεθος του προβλήματος και την
έκταση της πνευματικής παρακμής στον χώρο των κοινωνικών επιστημών. Φθάσαμε
όντως στην έσχατη κατάντια κάποια ή κάποιος να δηλώνει προγραμματικά ότι θα
συγγράψει ιστορία σύμφωνα με τις ιδεολογικές ορέξεις της καθεμιάς ή του καθενός
–«υποβάθμιση επικών αγώνων, τονισμός τοπικών γεγονότων και έμφαση στους
εμφύλιους πολέμους"–, και αυτό να μην τυγχάνει αυστηρότατων επιστημονικών
και κοινωνικών ελέγχων. Όμως, δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι αποτελεί
πρόβλημα η υποβάθμιση της οντολογικού περιεχομένου και ηθικά αμάχητης αξίωσης
ελευθερίας και εθνικής ανεξαρτησίας στην βάση ολοφάνερα διάτρητων
επιστημολογικών επιλογών. Είναι επίσης και το γεγονός ότι στόχοι τέτοιων
ακαδημαϊκά αντιδεοντολογικών και επιστημονικά διάτρητων ιστοριογραφημάτων είναι
οι κοινωνικές αντιστάσεις κατά των συχνών εξωγενών κατεξουσιαστικών αξιώσεων.
Για να το επιτύχουν, οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» –διότι κατ’ ουσία περί
αυτού του διεθνοαναρχικού ρεύματος σκέψης πρόκειται, βλ. ξεχωριστό σημείωμα–
στοχεύουν συνειδητά στον κοσμοθεωρητικό αφοπλισμό των κοινωνιών-στόχων, δηλαδή
εκείνων των κοινωνιών που δεν διαθέτουν μια εύρωστη πνευματική και επιστημονική
κοινότητα. Εκθεμελιώνοντας τα κοσμοθεωρητικά θεμέλια, σημαίνει βασικά
εκθεμελίωση της ιστορικής αυτογνωσίας και εκμάθηση της κοινωνίας να σκέφτεται
στρεβλά για την εξωτερική πολιτική. Υπονομεύοντας την κύρια ιδιότητα των
σύγχρονων Πολιτειών, δηλαδή την κοινωνική
ετερότητα που πλήττεται με ονοματολογίες που εκτοξεύονται ως κατηγορίες
όπως «εθνοκεντρισμός» -τις οποίες αυθαίρετα χαρακτηρίζουν αρνητικά- οι δράστες
της διεθνολογικής και ιστοριογραφικής παρακμής δεν προκαλούν, όπως ενδεχομένως
θα ήθελαν, μια οποιαδήποτε διεθνή κοσμογονία που θα έφερνε ένα καινούργιο κόσμο
απαλλαγμένου από τα αίτια πολέμου. Το έθνος-κράτος, είναι και θα παραμείνει η
βασική μονάδα και το καθεστώς των διεθνών σχέσεων. Ο εθνοκεντρισμός ως
φιλοπατρία, καθώς επίσης και η προσήλωση στην κοινωνική ετερότητα, είναι και θα
παραμείνουν τα κύρια γνωρίσματα του διεθνούς συστήματος. Έμμονες ιδεολογικές
προκαταλήψεις υπέρ της επιστροφής στην εποχή των αυτοκρατοριών ή υπέρ του
κατακερματισμού των κρατών στην βάση των τοπικών πολιτισμών και η επιστροφή
στον Μεσαίωνα, μόνο ανόητες και αφελείς μπορούν να θεωρηθούν. Το ίδιο ανόητη
και αφελής είναι κάθε διεθνιστική ή κοσμοπολίτικη ιδέα για κατάργηση των
εθνών-κρατών και η κοινωνική εξομοίωση του πλανήτη μέσα από την πνευματική
καταστροφή των κοσμοθεωρητικών και ηθικών περιεχομένων των σημερινών βαθύτατα
διαμορφωμένων κοινωνιών. Ο κόσμος είναι θα να συνεχίσει να είναι ολοένα και θα
βαθύτερα εθνοκεντρικός. Όχι «εθνοκεντρικός» με την διεστραμμένη έννοια που προσδίδουν
στις σύγχρονες κοινωνίες οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» αλλά με την έννοια της
κοινωνικής ετερότητας και της προσήλωσης των λαών στην ανάδειξη και εφαρμογή
των κατακτήσεων του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων. Για να το θέσουμε
διαφορετικά, διεθνές καθεστώς εναλλακτικό της κυριαρχίας και του έθνους-κράτους
ως κύρια συλλογική μονάδα δεν μπορεί να υπάρξει επειδή η ιστορία –και η ιδέα
της ελευθερίας-ανεξαρτησίας που ενσαρκώνει το έθνος-κράτος και που αναγνωρίζει
το διεθνές δίκαιο– δεν αντιστρέφεται. Γι’ αυτό, όσο περισσότερο βαθαίνει
το εθνικό-κρατικό σύστημα τόσο περισσότερο θα προοδεύει ο σύγχρονος κόσμος και
τόσο καλύτερα θα αντιμετωπίζονται τα αίτια πολέμου. Το πρόβλημα δεν είναι το
φιλειρηνικό ανεξάρτητο έθνος-κράτος –και η συντριπτική πλειονότητα των κρατών
είναι φιλειρηνικά– αλλά τα αίτια πολέμου τα οποία κείνται μεταξύ του διεθνούς
δικαίου και της σταθερότητας (βλ. πίνακα πιο πάνω)
Εναλλακτικά διεθνή σχήματα πρέπει να αναζητηθούν όχι στην καταστροφή του
σύγχρονου διεθνούς συστήματος (το οποίο είναι θεμελιωμένο στην ιδέα της
ελευθερίας-ανεξαρτησίας), αλλά στην αναζήτηση ορθολογιστικής διεθνούς
διακυβέρνησης. Δηλαδή, της διεθνούς διακυβέρνησης που θα διεξάγεται
σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του διεθνούς δικαίου και των καταστατικών
διατάξεων των διεθνών θεσμών. Αναμφίβολα, βρισκόμαστε πολύ μακριά από την
στιγμή που θα εξαλειφτούν τα αίτια πολέμου, θα εφαρμοστεί ευθύγραμμα το διεθνές
δίκαιο και θα διασφαλιστεί μια ορθολογιστική διεθνής διακυβέρνηση. Μέχρι
τότε, η πατρίδα κάθε λαού είναι το ιερό του άσυλο και ο θεσμός συλλογικής
ελευθερίας. Γι’ αυτό υπέρτατο κριτήριο ηθικής εξωτερικής πολιτικής και
δεσμευτικό δεοντολογικό κριτήριο κάθε επιστημονικής ενασχόλησης είναι ο
απόλυτος σεβασμός της οντολογικού περιεχομένου αξίωσης ελευθερίας κάθε
κοινωνίας όπως ενσαρκώνεται στην έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας.
Αν βεβαίως κάποιος γνωρίζει κάτι περισσότερο πέραν διεστραμμένων εξομοιωτικών
διεθνιστικών ιδεολογημάτων και μπορεί να θεμελιώσει την δυνατότητα μιας μη
γενοκτονικής κοινωνικής και κοινωνικοπολιτικής εξομοίωσης του πλανήτη είναι
ελεύθερος να μας το πει. Αρκετά όμως δεν ταλαιπωρήθηκαν οι κοινωνίες από
μεταφυσικά προσδιορισμένα εξομοιωτικά θεωρήματα και ιδεολογήματα: «εταιρικές
κοινωνίες», «υλιστική ενοποίηση του κόσμου» και κάθε άλλη μεταφυσικά
προσδιορισμένη νοηματοδότηση της συλλογικής ανθρώπινης ζωής που αντιβαίνει στον
θεμελιώδη και σήμερα οντολογικά θεμελιωμένο κοινωνιοκεντρικό χαρακτήρα της.
Δεν
είναι λοιπόν διόλου τυχαίο το γεγονός της ύστερης εξομοιωτικής μόδας που θέλει
τα βαθύτατα διαμορφωμένα και κυρίαρχα κοινωνικά σύνολα να μετατραπούν υποχείρια
και ιδεολογικά πειραματόζωα κάποιου «συστήματος Σόρος». Κάποιου συστήματος,
επαναλαμβάνεται, το οποίο εξυπηρετεί ένα ευρύ φάσμα εξωκοινωνικών και διεθνικών
εξωπολιτικών συμφερόντων που ταυτίζονται ή υπηρετούν το μεγαλύτερο αίτιο
πολέμου, τις ηγεμονικές αξιώσεις που διευκολύνονται με την κοσμοθεωρητική και
ηθική αποδυνάμωση των λιγότερο ισχυρών κυρίαρχων κρατών. Ο θεσμός συλλογικής
ελευθερίας των τελευταίων –το έθνος-κράτος– και οι αντιστάσεις που στηρίζουν
την ανεξαρτησία του, εδράζονται πάνω στις έσχατες κοσμοθεωρητικές παραδοχές οι
οποίες έχουν τις ρίζες τους στον αγώνα ελευθερίας-ανεξαρτησίας. Γι’ αυτό, δεν
είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα επιστημονικά μεταμφιεσμένα ύστερα
διεθνοαναρχικά ιδεολογήματα που συνομαδώνονται στους μεταμοντέρνους κριτικούς
κονστρουκτιβιστικούς παραλογισμούς (βλ. παράρτημα), κατά κύριο λόγο στοχεύουν
τον πυρήνα των έσχατων κοσμοθεωρητικών παραδοχών με την υπονόμευση της
«εθνοκεντρικής» νοηματοδότησής τους. Όταν ροκανίζονται οι επικές μνήμες που
λύτρωσαν τους λαούς από τους δυναστικούς κατεξουσιασμούς, βάλλονται έτσι στον
πυρήνα τους το φρόνημα και η πίστη των μελών της κοινωνίας που αποδυναμωμένες
πλέον γίνονται εύκολη βορά της κάθε ηγεμονικής ή κερδοσκοπικής ύαινας. Διόλου
τυχαία, τα ίδια επιστημονικά μεταμφιεσμένα ρυπογραφήματα καταβάλλουν
προγραμματικά διακηρυγμένη προσπάθεια εξεζητημένου εξωραϊσμού των δυναστικών
αυτοκρατορικών συστημάτων, στην περίπτωσή μας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Κανείς
δεν έχει την πολυτέλεια (ή ακόμη και το ηθικό δικαίωμα) να λησμονεί το
διυποκειμενικό ιστορικό γεγονός ότι ο κάθε αγώνας ελευθερίας-ανεξαρτησίας είναι
η υπέρτατη στιγμή μιας κυρίαρχης συλλογικής οντότητας. Ως προς ένα τουλάχιστον
ζήτημα, επιπλέον, ο αγώνας
ελευθερίας-ανεξαρτησίας δεν επιδέχεται παρά μόνο μια ανάγνωση:
Αναπόδραστα, σε κάθε αγώνα ανεξαρτησίας από την μια πλευρά βρίσκονται ηθικά
αμάχητοι αγωνιστές της ελευθερίας των οποίων οι ατομικές και ανθρώπινες
αδυναμίες καθαγιάζονται από την οντολογικού περιεχομένου αξίωση ελευθερίας
και από την άλλη πλευρά το πολυεθνικό κατεξουσιαστικό σύστημα με τον οποίο
κανένας απολύτως ηθικός ή επιστημονικός συμβιβασμός δεν χωρεί. Η θανάσιμη σύγκρουση μεταξύ της δυναστικής
πολυεθνικής αυτοκρατορίας και των αγωνιστών της ελευθερίας είναι απόλυτη
διϋποκειμενική αλήθεια ηθικά αμάχητη που δημιουργεί επιστημονική δεοντολογία
για κάθε ιστορικό ή άλλο επιστήμονα. Είναι επίσης διϋποκειμενική
αλήθεια βαθύτατα ριζωμένη σε κάθε κυρίαρχη κοινωνία μπροστά στην οποία κάθε επιστήμονας
ή «επιστήμονας» είναι δεοντολογικά και ηθικά υποχρεωμένος να γονατίζει, να
σέβεται και με δέος να αναλογίζεται το γεγονός ότι ο ίδιος μπροστά στην αξίωση
ελευθερίας-ανεξαρτησίας είναι σπιθαμιαίου ηθικού αναστήματος.
Για τους πιο πάνω και για πολλούς άλλους εξαιρετικά σημαντικούς λόγους
που αφορούν τον πυρήνα της σύγχρονης τάξης, της σύγχρονης δικαιοσύνης και της
σύγχρονης διεθνούς ηθικής όπως ενσωματώνονται στους θεσμούς του έθνους-κράτους,
στην κυριαρχία τους και στο πνεύμα και το γράμμα του διεθνούς δικαίου, είναι αναγκαίο
κάποιος να διακρίνει μεταξύ κάποιων ιστορικών ανακριβειών ή λεκτικών υπερβολών
–μερικές φορές κοινωνικά κατασκευασμένων για να στηρίξουν τους αγώνες
ανεξαρτησίας που ακολούθησαν τους αγώνες ελευθερίας-ανεξαρτησίας, και οι
οποίες, σε κάθε περίπτωση, είναι ανώδυνες για άλλους λαούς αν οι ίδιοι σήμερα
συμπεριφέρονται φιλειρηνικά– και ιστορικών διαστροφών που μετατρέπουν την
ιστορική συγγραφή σε απολογία των δυναστικών-ανελεύθερων καθεστώτων του
παρελθόντος. Αυτά τα δυναστικά καθεστώτα, τα οποία φαίνεται πως κάποιοι
αναπολούν και νοσταλγούν μαζοχιστικά, αποσυναρμολογήθηκαν και διαλύθηκαν
ανεπίστροφα στην φάση των ιστορικών αγώνων ελευθερίας. Δυστυχώς αν και διόλου
τυχαία, απολογητές των δυναστικών καθεστώτων δύσκολα βρίσκει κανείς στο
εσωτερικό των κοινωνιών των κρατών που διαδέχθηκαν τις ηγεμονικές
αυτοκρατορίες, ενώ βρίσκει πάρα πολλούς στις μικρότερες και παραπαίουσες
ασθενείς κοινωνίες.
Δεν είναι λοιπόν χωρίς λόγο, επαναλαμβάνεται, που οι υπονομευτές της
ανεξαρτησίας των λιγότερο ισχυρών κρατών –είτε πρόκειται για υπαλλήλους
ηγεμονικών κρατών, είτε για κάποιο «σύστημα Σόρος» ή για χρηματοδοτούμενα
ακαδημαϊκά παρακολουθήματα του τελευταίου ή άλλων αδιαφανών διεθνικών δρώντων
του διεθνούς συστήματος– στοχεύει τον πυρήνα όλων των κοινωνικών αντιστάσεων,
δηλαδή τις έσχατες κοσμοθεωρητικές κατασκευές, τις κοσμοεικόνες, τις πολιτικές
διαμορφώσεις, τα ανθρωπολογικά συστήματα και την ιστορική αυτογνωσία. Στην
κομβική ιστορική στιγμή του αγώνα ελευθερίας-κυριαρχίας κάθε κοινωνικής ένωσης
αποφασίζονται, διαμορφώνονται, σμιλεύονται και θεμελιώνονται οντολογικά τα
κοσμοθεωρητικά θεμέλια, δηλαδή οι κεντρικοί πολιτισμικοί, πνευματικοί,
ανθρωπολογικοί και άλλοι συλλογικοί στρατηγικοί προσανατολισμοί. Εν τέλει, ενώ ο σεβασμός της ηθικά αμάχητης
αξίωσης ελευθερίας και της συνεπακόλουθης αξίωσης ανεξαρτησίας –που εξάλλου
αποτελεί κύρια αποστολή των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου– είναι
δεοντολογική υποχρέωση κάθε κοινωνικού επιστήμονα. Το αντίστροφο, δηλαδή η
περιφρόνησή του ή η σκόπιμη υποβάθμισή τους ματαιώνει και μηδενίζει εκ
προοιμίου κάθε αξίωση επιστημονικών προδιαγραφών.
Είναι σε κάθε περίπτωση κατανοητοί οι λόγοι για τους οποίους μεγαλομανείς
διεθνικοί κερδοσκόποι και διεθνοπολιτικοί πράκτορες των ηγεμονικών αξιώσεων
χρηματοδοτούν ιστοριογραφήματα που βάλλουν κατά του πυρήνα των αξιώσεων
ελευθερίας, δηλαδή κατά του θεσμού συλλογικής ελευθερίας και διεθνούς
τάξης-δικαιοσύνης που τις ενσαρκώνει και που επικράτησε να ονομάζεται
έθνος-κράτος. Δεν είναι όμως κατανοητό γιατί να συνδράμουν με
συνχρηματοδοτήσεις τέτοια ανοσιουργήματα δημόσιοι θεσμοί, διεθνείς θεσμοί,
επιχειρηματίες, εφοπλιστές και κοινωφελή ιδρύματα.
Ίσως είναι σκόπιμο να τονιστεί το ιστορικό γεγονός ότι στην πορεία των τελευταίων
αιώνων, η συντριβή των πολυεθνικών αυτοκρατορικών συστημάτων μπροστά τις
αξιώσεις και στους αγώνες ελευθερίας, προκάλεσε κοσμογονία τάξης και
δικαιοσύνης που μόνο συνειδητοί ή αφελείς νοσταλγοί της βαρβαρότητας και του
μεσσιανισμού θα ήθελαν να αντιστρέψουν καλλιεργώντας, είτε αντιλήψεις υπέρ μιας
παρωχημένης ηγεμονικής τάξης (χάριν «παγκοσμιοποίησης», δήθεν), είτε
εξομοιωτικά διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα περί μιας επερχόμενης
(πάλιν, λόγω «παγκοσμιοποίησης», δήθεν) νεφελώδους παγκόσμιας ενότητας εις
βάρος των σημερινών οντολογικά θεμελιωμένων κρατών.
Ιστορία,
διεθνολογία και ευρύτερα κοινωνική επιστήμη υψηλών προδιαγραφών δεν μπορεί να
υπάρξει όταν απορρέει από σαθρές επιστημονικές επιλογές που συνοδεύονται από
προκατειλημμένες ιδέες οι οποίες θανατώνουν προγραμματικά κάθε πρόσχημα
επιστημονικής ανεξαρτησίας και αξιολογικής ελευθερίας. Τι άλλο μπορεί να
σημαίνει, επαναλαμβάνεται, όταν παρατηρείται προγραμματική δήλωση πως η
συγγραφή της ιστορίας αποσκοπεί στην αποδυνάμωση των «εθνοκεντρικών προτύπων» και
στην «υπονόμευση του σκληρού πυρήνα της εθνοκεντρικής ιστορίας». Μήπως, μπορεί
κάποιος επαξίως να ονομάζεται κοινωνικός επιστήμονας όταν δηλώνει προγραμματικά
ότι «πρέπει η ιστορία της καθημερινής ζωής να προκρίνεται έναντι της αναφοράς
σε επικά γεγονότα»; Κυριολεκτικά, μιλάμε για μια γιγαντιαία αντιστροφή
σημασιών, για συγκεκριμένους μάλιστα και προγραμματικά δεδηλωμένους
ιδεολογικούς σκοπούς. Το ίδιο ισχύει όταν ακόμη πιο έκδηλα και σκόπιμα ο
ιστοριογράφος στρέφεται κατά της διυποκειμενικής ιστορικής γνώσης μεθοδεύοντας
–αν είναι δυνατό ένα τέτοιο κείμενο να ονομάζεται επιστημονικό– την «έμφαση
στην τοπική ιστορία» για να υπονομευθεί ο πατριωτισμός και να προωθηθεί, δήθεν,
η κατανόηση του άλλου και η πολύπολιτισμικότητα.
Στο σημείο αυτό, είναι χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι είναι ένα πράγμα η πολυπολιτισμική
κοινωνία και άλλο το ιδεολόγημα του εσωτερικά κατακερματισμένου φανταστικού
πολυπολιτισμικού κράτους που πουθενά δεν υπήρξε και που δεν μπορεί να
υπάρξει. Αυτό που τίθεται επί τάπητος δεν είναι η μετατροπή των κρατών σε
κρατίδια με τον κατακερματισμό τους στην βάση των πολλών ομάδων που τα
συνθέτουν, αλλά η εφαρμογή συμβάσεων όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων
Δικαιωμάτων που εφαρμόζουν και εμπεδώνουν τον πολιτικό πολιτισμό των ανθρώπων.
Δεν είναι τυχαίο ότι, οι διεθνολογούντες δράστες των ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων
ιστορικών ανεκδοτολογιών είναι περίπου οι ίδιοι που μαζί με τις διεθνικές τους
παρέες και υπαλλήλους «υπηρεσιών» ηγεμονικών κρατών πρωτοστάτησαν στην
προσπάθεια επιβολής του ανελεύθερου σχεδίου Αναν, στην μετατροπή της εδραίας
Κυπριακής Δημοκρατίας σε κρατίδιο, στον εσωτερικό κατακερματισμό της, στην
κοσμοθεωρητική απονεύρωση τόσο της μειονότητας όσο και της πλειονότητας που
κουρελόπανα που ονόμασαν σημαίες, στην διαιώνιση των νεοιμπεριαλιστικών βάσεων
και στην παντοτινή καταστολή της λαϊκής κυριαρχίας.
Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις όπως οι πιο πάνω δεν είναι μόνο λανθασμένες
επιστημολογικά και αβάσιμες δεοντολογικά. Αγνοούν επίσης στοιχειώδεις πτυχές
της δομής και της λειτουργίας του σύγχρονου κόσμου καθώς και τα κύρια αίτια που
τον αποσταθεροποιούν προκαλώντας πολέμους και εκατόμβες. Όπως προαναφέραμε,
η αξίωση ελευθερίας και η συνεπακόλουθη απόσχιση από τα κατεξουσιαστικά
πολυεθνικά συστήματα με την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας ήταν βαθύτατων
διαμορφωτικών προεκτάσεων και θεμελίωσαν οντολογικά τις σύγχρονες πολιτειακές
δομές. Κυρίως, έθεσαν τον κόσμο σε τροχιά τάξης και δικαιοσύνης αναδεικνύοντας
την κυριαρχία και το διεθνές δίκαιο ως τους προσανατολισμούς ειρηνικών
συναλλαγών στον πλανήτη στην βάση της ελεύθερης ύπαρξης κάθε κυρίαρχης
κοινωνίας.
Τα διεθνοφασιστικά ηγεμονικά κατάλοιπα αυτής της φάσης του ιστορικού γίγνεσθαι
–δηλαδή εκείνα τα κράτη των οποίων οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να εγείρουν
ηγεμονικές και αναθεωρητικές αξιώσεις–, ακριβώς, ενώ τα ίδια στις κοινωνίες
τους καλλιεργούν τον εθνικιστικό σοβινισμό που συνοδεύεται από ιμπεριαλισμό,
αξιώσεις διεθνών κατεξουσιασμών, καθημερινές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου
και αδιάκοπες ηγεμονικές στρατηγικές διαίρει και βασίλευε, ταυτόχρονα, παγίως
επιδιώκουν να επιφέρουν ηθική και κοσμοθεωρητική αποδυνάμωση των λιγότερο
ισχυρών κρατών που αποτελούν το σύνηθες πεδίο των ηγεμονικών ανταγωνισμών.
Αυτή την στρατηγική, η οποία στην σύγχρονη διεθνολογική βιβλιογραφία ονομάζεται
«στρατηγική μαλακής ισχύος» (και που αποσκοπεί στην αποδυνάμωση των υποψήφιων
θυμάτων των ηγεμονικών αξιώσεων), αδιάφορο αν μερικοί κοινωνικοί επιστήμονες το
κάνουν συνειδητά επειδή κάποιος τους χρηματοδοτεί ή ασυνείδητα γιατί αποτελούν
αφελή παρακολουθήματα κάποιου ινστιτούτου «προτάσεων πολιτικής»), είναι που
υπηρετούν οι μεταμοντέρνες ιστορικές ανεκδοτολογίες και τα άλματα εκτιμήσεων
ποικίλων διεθνολογούντων. Για να εξυπηρετηθεί αυτή η στρατηγική, φτιάχνονται ή
διευκολύνονται στην δημιουργία και ανάπτυξή τους τα προαναφερθέντα τερατώδη
διεθνοπολιτικά «μείγματα Σόρος» αποτελούμενα, μεταξύ άλλων, από νυν και πρώην
αξιωματούχους υπηρεσιών των ηγεμονικών κρατών, από νεοαναρχικούς διανοητές
(μεταμοντέρνοι, «κριτικοί κοσντρουκτιβιστές») και από υπαλλήλους των
«ιδρυμάτων» διεθνοαναρχικών χρηματιστών όπως ο Georgos Soros. Τα προϊόντα
τέτοιων εξωπολιτικών διεθνικών δράσεων αναπόδραστα είναι πνευματικό δηλητήριο
που αποδυναμώνει τις αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας των
κοινωνιών-στόχων.
Πρέπει πάντως να ομολογήσουμε ότι η «στρατηγική μαλακής ισχύος» ειναι
μοναδικής αποτελεσματικότητας και ως διανοητική σύλληψη κυριολεκτικά διαβολική:
Στο όνομα ενός κίβδηλου αντι-εθνικισμού που με προπέτεια αξιώνεται να ισχύει
μόνο για τις ασθενείς κοινωνίες (στις οποίες ο εθνικισμός-σοβινισμός είναι
ουσιαστικά ανύπαρκτος, επειδή ως φαινόμενο χαρακτηρίζει μόνο εκείνα τα ισχυρά
κράτη που συμπεριφέρονται κατεξουσιαστικά και διεθνοσοβινιστικά). Σκοπός είναι
η υπονόμευση της αξίωσης συλλογικής ελευθερίας, δηλαδή ο αναγκαίος και μη
εξαιρετέος πατριωτισμός που στηρίζει την ανεξαρτησία κάθε κυρίαρχης κοινωνίας.
Διευκολύνεται έτσι η διάδοση προπαγανδιστικών εκλογικεύσεων που βολεύουν τις
διεθνοαναρχικές και διεθνοσοβινιστικές διεισδύσεις των φορέων ηγεμονικών
αξιώσεων και των διεθνοπολιτικών ανωμαλιών που αυτές παράγουν, όπως για
παράδειγμα η ύστερε εκδοχή του «συστήματος Σόρος» που σκιαγραφήσαμε πιο
πάνω.
Υστερόγραφο:
Πολλά
γεγονότα στα οποία αναφέρεται η ανάλυση που προηγήθηκε ή ρητορικά ερωτήματα που
τέθηκαν πιο πάνω, αντλούν από πρόσφατες δημοσιεύσεις που αφορούν διεθνικούς
δρώντες, την στρατηγική μαλακής ισχύος των ΗΠΑ και το φαινόμενο Σόρος. Ο
ενδιαφερόμενος θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ανατρέξει στους συνδέσμους στην
αρχή της παρούσας σελίδας. Δύο πρόσφατες σημαντικές έρευνες οι οποίες
παραπέμπουν και σε πολλές άλλες, είναι του Jonathan Mowat και του περιοδικούς Άρδην
για τα οποία παρατίθενται σύνδεσμοι στην πρώτη σελίδα. Επιπρόσθετα, η
ιδιομορφία του θέματος αυτού είναι πως τα πλείστα στοιχεία που αναφέρονται εδώ
εντοπίζονται στους δικτυακούς τόπους των εξωπολιτικών διεθνικών οργανισμών.
Αυτό δεν σημαίνει διαφάνεια για τέσσερις τουλάχιστον λόγους. 1. Ελάχιστοι
διαθέτουν τεχνογνωσία –τόσο τεχνολογική όσο και γνωστική εποπτεία όσον αφορά
τις λειτουργίες του διεθνούς συστήματος– για να προχωρήσουν σε έρευνα αναφορικά
με αυτά τα φαινόμενα. Τα περισσότερα μέλη μιας κοινωνίας, εξάλλου, είτε δεν τα
γνωρίζουν είτε για ποικίλους λόγους δεν ενδιαφέρονται. Σε κάθε περίπτωση
κάποιες περιγραφές σε κάποια ιστοσελίδα που ενδέχεται να είναι ελλειμματικές ή
και παραπλανητικές, δεν πρέπει να συγχέονται με τους κοινωνικούς ελέγχους και
την άσκηση λαϊκής κυριαρχίας στο εσωτερικό συντεταγμένων κοινωνικοπολιτικών
συστημάτων. 2. Το ζήτημα δεν είναι να βρίσκεις κάποιες περιγραφές σε κάποιες
ιστοσελίδες που κανείς δεν γνωρίζει ή ελέγχει σε ποιες χώρες είναι
«ανεβασμένες» ή κατά πόσο το περιεχόμενό τους είναι αληθές και οι πληροφορίες
που παρατίθενται πλήρεις. Το ζήτημα είναι κατά πόσο είναι εφικτοί
κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι και κατά πόσο οι φορείς δράσεων που λειτουργούν
διανεμητικά θέτουν τον ρόλο τους και τις θέσεις τους υπό την αίρεση της λαϊκής
ετυμηγορίας των θιγόμενων κοινωνιών. 3. Ρόλοι, δράσεις και θέσεις αν και
ελάχιστα ή καθόλου επιστημονικές, είναι εν τούτοις συχνά ακαδημαϊκά
μεταμφιεσμένες και διεθνικά συνδεδεμένες, με αποτέλεσμα πολλές διεθνικές
εξωπολιτικές πτυχές να είναι σε κάθε περίπτωση ελάχιστα διαφανείς. 4. Ιδιαίτερα
σε μικρά και παραπαίοντα κράτη ένα σύνηθες φαινόμενο είναι οι διανοούμενοι και
μερικοί πολιτικοί ηγέτες να επικαλούνται κάποια «εξωτερική έκτακτη ανάγκη» ή
σοφία που τα μέλη της κοινωνίας αγνοούν και που επιβάλλει, δήθεν,
«εκσυγχρονισμό» και συμμόρφωση με έξωθεν πρότυπα και επιταγές. Συχνότατο είναι
για παράδειγμα το φαινόμενο ακόμη και ακαδημαϊκοί αποστολή των οποίων είναι
γεννούν πρωτότυπες και σπουδαίες σκέψεις να γράφουν γενικόλογα: «όπως πολλοί
σοβαροί αναλυτές του εξωτερικού υποστηρίζουν …», «πρέπει να πάψουμε να είμαστε
βαλκάνιοι και να γίνουμε ευρωπαίοι» κτλ. Ακόμη χειρότερα, ακαδημαϊκοί που
δραστηριοποιούνται σε κάποιο «σύστημα Σόρος» και στο οποίο αναπτύσσουν φιλίες,
εξαρτήσεις, συνάφειες και ιδεολογικές συγγένειες αλληλοπαραπέμπονται
αυτοαναφορικά και στην συνέχεια αυτό θεωρείται «διεθνής αναγνώριση». Σε μερικές
βαλκανικές χώρες, για παράδειγμα, η «νέα ιστορία» «κριτικών
κονστρουκτιβιστικών» προδιαγραφών κατά του … εθνοκεντρισμού την οποία ασμένως
υποστηρίζουν αμερικανικοί θεσμοί για τους «ιθαγενείς των Βαλκανίων» στο πλαίσιο
«συστημάτων Σόρος», στην ίδια την Αμερική θα ήταν περίπου απαγορευμένη και
σίγουρα περιθωριοποιημένη. Στα Βαλκάνια, σερβίρεται ως περίπου υποχρεωτική
διεθνής επιστημονική μόδα και ως αιχμή δήθεν, επιστημονικής ανάλυσης.
--------------------------------------------------------------------------------------
3. "Κριτικοί
Κονστρουκτιβιστές" και διεθνικά φαινόμενα. Ζενίθ διεθνοαναρχικών
δραστηριοτήτων: Το νέο
–κυρίαρχο– διεθνοαναρχικό ιδεολόγημα. Σόρος, η «νέα ιστορία» και το
κοσμοπολίτικο «όραμα» «αποσυναρμολόγησης» των εθνών-κρατών
-------------------------------------------------------------------------------------------------
Το
παρόν κείμενο αντλεί από προηγούμενες εισαγωγικές μονογραφίες στις οποίες υπό
το πρίσμα της θεωρίας διεθνών σχέσεων εξέτασα τις λεγόμενες «κριτικές
κονστρουκτιβιστικές» αναλύσεις, μια δηλαδή συνονθυλευματική ομαδοποίηση
στοχαστικών δραστηριοτήτων περισσότερο ιδεολογικού και λιγότερο επιστημονικού
χαρακτήρα (για την τελευταία εκδοχή αυτών των κειμένων βλ. Οι διεθνείς
σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό,
διαδρομή, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα
2005). Για εκτενέστερη και λεπτομερέστερη ανάλυση των πτυχών που ακολουθούν ο
ενδιαφερόμενος θα πρέπει να ανατρέξει σ’ αυτές τις προγενέστερες δημοσιεύσεις.
Αν
και όπως συμβαίνει σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις συνονθυλευματικών
επιστημονικοφανών ιδεολογικών ρευμάτων, μερικοί «κονστρουκτιβιστές», ο αριθμός
των οποίων δεν ξεπερνά τα δάκτυλα των δύο χεριών, ενδέχεται να συνεισφέρουν
θετικά στην επιστημονική ανάλυση συγκεκριμένων πτυχών του κοινωνικού επιστητού.
Όμως, κατά την εκτίμησή μου, η συντριπτική πλειονότητα ενσαρκώνει την ύστερη
εκδοχή αυτοκαταστροφικών αναρχικών τάσεων στον χώρο των διανοουμένων στην
Ελλάδα, στην Ευρώπη και ευρύτερα. Στην σύγχρονη διεθνική εκδοχή τους, αποτελούν
και την πλέον επικίνδυνη τάση «διεθνοαναρχισμού» των Νέων Χρόνων. Δεν πρόκειται
περί ατόμων που εμπίπτουν στην σφαίρα εισαγγελικών και αστυνομικών
αρμοδιοτήτων, αν και αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί (όπως δεν μπορεί να
αποκλειστεί για κανένα άλλο). Αυτή η νέα εκδοχή αναρχιστών, ή καλύτερα
«διεθνοαναρχιστών», δραστηριοποιούνται διεθνικά και ενίοτε οργανώνονται θεσμικά
από ελάχιστα διαφανείς ή αόρατους και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτους πυρήνες
απίθανων ομαδοποιήσεων που συμπεριλαμβάνουν διανοούμενους, πολιτικούς,
αξιωματούχους και άλλους περιπατητές του αχανούς διεθνούς χώρου.
Αποτελούν επικίνδυνη τάση για την διεθνή και ενδοκρατική ζωή για ένα πολύ απλό
λόγο: Στην πλάστιγγα της πολυσχιδούς διεθνούς πολιτικής, ενώ στον ένα δίσκο οι
περισσότεροι πολίτες όλων των κρατών αγωνίζονται για ειρήνη, σταθερότητα,
κοινωνική πρόοδο, δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία και ισόρροπες διακρατικές σχέσεις
στην βάση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών ή συμβάσεων, στον
άλλο δίσκο ρέουν ποταμοί πολιτικού ανορθολογισμού απόρροια τόσο
συγκεχυμένων και ανόητων ή αφελών ισοπεδωτικών και απλουστικών ιδεών για
παγκόσμια ενότητα όσο και ύπουλων ηγεμονικών εκλογικεύσεων ακαδημαϊκά
μεταμφιεσμένων που τις εκμεταλλεύονται.
Η
ύστερη εκδοχή των απροσάρμοστων –με την κοινωνικοπολιτική οντολογία– ιδεών αν
και μορφικά πιο πολύχρωμη και ρευστή, δεν διαφέρει από ανάλογες προγενέστερες
τάσεις. Διαφέρει μόνο το επιστημονικοφανές περιτύλιγμα, η απίστευτης
ποικιλομορφίας σύνθεση των ομαδοποιήσεων και οι εξεζητημένες προσεγγίσεις που
χρησιμοποιούν μερικές κυβερνήσεις για να τους εντάξουν στην στρατηγική
εκπλήρωσης άνομων και καταχρηστικών συμφερόντων. Ακόμη, σε σύγκριση με το
παρελθόν η (διεθνο)αναρχική διεθνική τους δράση αυτή την φορά δεν βλάπτει όλους
ισομερώς αλλά σχεδόν αποκλειστικά τα λιγότερο ισχυρά κράτη και ασθενείς
κοινωνίες. Από επιστημονική και επιστημολογική άποψη, επίσης, δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι όπως σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις του παρελθόντος, αυτές οι
επιστημονικοφανείς ομαδοποιήσεις έρχονται και παρέρχονται χωρίς στο τέλος να
τις θυμάται κανείς. Πριν αυτό συμβεί, όμως, λαμβάνουν χώρα πάμπολλες ανθρώπινες
καταστροφές και άνομες ανακατανομές. Αναμφίβολα, κάτι που δείχνει και το βαθμό
παρακμής των κοινωνικών επιστημών, η εξαφάνισή τους δεν σημαίνει ότι ο επιστημονικός
ανορθολογισμός εξαφανίζεται. Νέοι επιστημονικοφανείς παραλογισμοί θα έρχονται
και θα παρέρχονται μέχρι την στιγμή που οι κοινωνικές επιστήμες θα εκτοπίσουν
τις μεταφυσικά προσδιορισμένες κατασκευές και θα αποδεχθούν ως επιστημονική
δεοντολογική βάση την κοινωνικοπολιτική οντολογία του διεθνούς συστήματος. Το
άμεσο κρίσιμο ερώτημα, είναι αφενός, το κατά πόσο θα περιοριστούν οι συνέπειες
της νέας στοχαστικής επιδημίας των κριτικών κονστρουκτιβιστικών επελάσεων και
αφετέρου, κατά πόσο κράτη-στόχοι των διεθνικών επιστρατεύσεων θα υποστούν
ζημιές και μάλιστα ανεπίστροφες. Το ζήτημα που τίθεται όσον αφορά την
Ελλάδα πιο συγκεκριμένα, εξάλλου, είναι σε πιο νέο πεδίο θα οργιάσουν πολιτικά
μετά την καταστροφική τους επίδραση στην υπόθεση του σχεδίου Αναν για το
κυπριακό.
Ο
κριτικός κονστρουκτιβισμός είναι η νέα εκδοχή αναρχικών ιδεών που δεν
προσαρμόζεται στην κοινωνικοπολιτική οντολογία των Νέων Χρόνων. Αυτή η θέση
ίσως χρήζει σύντομης έστω διασαφήνισης. Συντομογραφικά, παρατηρείται ότι τα Νέα
Χρόνια –κατά την διάρκεια δηλαδή των τεσσάρων τελευταίων αιώνων– οι αγώνες
ελευθερίας κατά των δυναστικών πολυεθνικών αυτοκρατοριών δημιούργησαν και
θεμελίωσαν οντολογικά το εθνικό-κρατικό σύστημα. Αυτό σημαίνει
κυρίαρχα-ανεξάρτητα, δηλαδή συλλογικά ελεύθερα πολιτειακά συστήματα συμβατά με
τις κοσμοθεωρητικές και ηθικοκανονιστικές παραδοχές των υποκείμενων κοινωνιών.
Οι κοινωνίες που κατάκτησαν την ανεξαρτησία τους προικίστηκαν με πολύτιμη για
την κυριαρχία τους πολιτική κυριαρχία αναγνωρισμένη από τα υπόλοιπα κράτη. Το
διεθνές σύστημα, επίσης, προικίστηκε με το διεθνές δίκαιο και τους διεθνείς
θεσμούς που θεμελιώνονται στο δόγμα της κυριαρχίας, δηλαδή, την αρχή που η
ιστορική της αποστολή συνίσταται στην αντίκρουση κάθε είδους ηγεμονικής και/ή
εξομοιωτικής διεθνιστικής-κοσμοπολίτικης οργάνωσης της διεθνούς ζωής. Τα ίδια
τα μέλη –ομάδες και πολίτες– όλων ανεξαιρέτως των κοινωνιών, εξάλλου,
ενστικτωδώς επιδεικνύον πίστη και νομιμοφροσύνη στην πολιτική κυριαρχία του
έθνους-κράτους στο οποίο η ιστορία τους ενέταξε ή στο οποίο οι ίδιοι επέλεξαν
να διεξάγουν τον κοινωνικοπολιτικό τους βίο.
Παρά αυτή την πασίδηλη κοσμογονία πνευματικών και αισθητών εξελίξεων των
Νέων Χρόνων, την ύστερη εποχή παρατηρείται το πλέον ανεξήγητο φαινόμενο της
ανθρώπινης ιστορίας: Στον στοχαστικό κυρίως χώρο αλλά συχνά με προεκτάσεις στην
ενδοκρατική και διακρατική ζωή, υπάρχει πλήθος διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων
ιδεολογημάτων και θεωρημάτων που αμφισβητούσαν –και συνεχίζουν να αμφισβητούν–
την οντολογικά θεμελιωμένη διεθνή κοινωνία εθνών-κρατών. Ανεξαρτήτως απόχρωσης,
καταβολών, κινήτρων και προθέσεων, αυτές οι αμφισβητήσεις βρίσκονται στον
πυρήνα των αιτιών πολέμου και της δυστυχίας πολλών κοινωνιών. Κάποιος δεν έχει
παρά να σκεφτεί τους ύστερους παραλογισμούς –διεθνιστικούς κομμουνισμούς, διεθνιστικούς
ή κοσμοπολίτικους φιλελευθερισμούς, ναζισμούς, φασισμούς, παγκοσμιοποιήσεις,
νεοφιλελευθερισμούς, αναρχισμούς, διεθνοαναρχισμούς, «Σορισμούς– που σε μεγάλο
βαθμό ευθύνονται για την αστάθεια των διακρατικών σχέσεων την ύστερη εποχή,
επειδή τις περιπλέκουν σε ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, που προκαλούν
περιφερειακές διενέξεις και που γεννούν διεθνικά φαινόμενα όπως οι τρομοκράτες
ή ο κερδοσκόπος Σόρος.
Έστω και αν αυτό θίγει όσους συνειδητά ή ασυνείδητα παγιδεύονται σε
διεθνιστικούς και κοσμοπολίτικους παραλογισμούς, πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι
οι διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδεολογίες που σχεδόν πάντοτε αποτελούν
μεταμφιέσεις ηγεμονικών αξιώσεων αποτελούν την μεγαλύτερη πνευματική και
πολιτική ασθένεια της σύγχρονης εποχής. Αρχίζοντας από τα αναρίθμητα ρεύματα
μαρξιστικών καταβολών μέχρι και τους φιλελεύθερους διεθνιστές, που στην ύστερη
εκδοχή τους ακούνε στο όνομα «νεοφιλελευθερισμός», πλήθος διανοουμένων, για
λόγους που ποικίλουν ανάλογα με την ιστορική συγκυρία, αμφισβητούσαν και
συνεχίζουν να αμφισβητούν το έθνος-κράτος ως θεσμό συλλογικής
ελευθερίας-ανεξαρτησίας και ως την οντολογικά πλέον θεμελιωμένη Πολιτειακή
μονάδα οργάνωσης των ανθρωπίνων σχέσεων ενδοκρατικά και διακρατικά.
Δεν είναι του παρόντος να εξηγηθεί το αμείλικτα αληθές –και θλιβερό για τα
εκατομμύρια διεθνιστών-κοσμοπολιτών όλων των αποχρώσεων– γεγονός ότι πάντοτε
είτε ακούσια ως αφελή παρακολουθήματα είτε εκούσια ως συνειδητοί δράστες όλα
αυτά τα ρεύματα λειτουργούσαν και συνεχίζουν να λειτουργούν εξυπηρετικά των
ηγεμονικών αξιώσεων. Θρέφουν τα κυριότερα αίτια πολέμου, προκαλούν αστάθεια και
ευθύνονται για εκατόμβες. Τα νήματα που ενώνουν τα ποικιλόχρωμα ηγεμονικά,
διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα νήματα κάθε ιστορικής συγκυρίας δημιουργούν
πάντοτε εκρηκτικά μείγματα θεωρημάτων και ιδεολογημάτων που επιστρατευμένα
ενέχουν βαθύτατες πολιτικές προεκτάσεις για την διεθνή και ενδοκρατική ζωή. Αν
και αναπόδραστα είναι πλήρη λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων η ακαδημαϊκή
μεταμφίεση –αυτή η μεγάλη πνευματική ανωμαλία της ιστορίας των ιδεών που
ονομάζονται «κοινωνικές επιστήμες» και που κατά κύριο λόγο θρέφουν
αντικοινωνικά και ανελεύθερα ζιζάνια, ζήτημα στο οποίο θα επανέλθω– τους
προσδίδει πολιτικά σημαντική αλλά επιστημονικά κίβδηλη εγκυρότητα. Επίσης,
κυρίως λόγω ατελειών στο επίπεδο της αφετηριακής ανθρωπολογικής βάσης και
κοσμοθεωρητικής θεμελίωσης πολλών σημερινών κυρίαρχων κοινωνιών –δημιουργία
τεχνητών κρατών, ευθύγραμμες χαράξεις συνόρων στην φάση της αποαποικιοποίησης,
στρατηγικές διαίρει και βασίλευε, προβληματικές συνταγματικές ρυθμίσεις– και
των συνεχών εξωγενών υπονομεύσεων, τα ρεύματα αυτά βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε
ασθενείς και ασταθείς πολιτείες. Απελπισμένες και διηρημένες κοινωνίες βρίσκουν
καταφύγιο σε κοσμοπολίτικες και διεθνιστικές ψευδαισθήσεις και εκκολάπτουν
φανατικές ομάδες οπαδών της μιας –όλως περιέργως πάντοτε μιας, μοναδικής και
για τους οπαδούς αλάνθαστης– εξομοιωτικής οικουμενικής αλήθειας, η οποία όλως
περιέργως πάντοτε είναι εξωκοινωνικά, εξωπολιτικά και μεταφυσικά προσδιορισμένη.
Αυθόρμητοι αλλά και στρατευμένοι κήρυκες μορφικά ίδιων αλλά κατά περίπτωση
διαφορετικού περιεχομένου δογμάτων πολιτικής θεολογίας, περιφρονούν αδίστακτα
τις ιστορικές κοσμοθεωρητικές και συνειδησιακές διαμορφώσεις των υποκείμενων
κοινωνιών διαταράσσοντας έτσι διαρκώς την ενδοκρατική και διακρατική ζωή.
Επιλέγοντας αυθαίρετα πηγές και θέματα με κριτήριο αντικοινωνικές και βαθύτατα
υποκειμενικά βεβαρημένες γνώμες για το πώς «πρέπει να είναι ο κόσμος», κτίζουν
ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένες ιστορικές ανεκδοτολογίες με προγραμματικά δεδηλωμένο
σκοπό την αποσυναρμολόγηση της οντολογικά θεμελιωμένης εθνοκεντρικής ιστορικής
διαμόρφωσης των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων. Ασφαλώς αυτοί οι
«αποσυναρμολογητές» (deconstructionists) των κοινωνικοπολιτικών συστημάτων ούτε
επιστήμονες είναι ούτε μπορούν να επιτύχουν πολλά πράγματα παρά μόνο εφήμερη
σύγχυση, αποπροσανατολισμό, αναταραχή, αναδιανομές συμφερόντων και ζημιές εις
βάρος ασθενών και απρόσεκτων κοινωνιών. Για να το θέσουμε διαφορετικά, αντί
οι κοινωνικές επιστήμες να προσηλωθούν στην ουσία, δηλαδή στην εξέταση και
ανάλυση των διλημμάτων και προβλημάτων του κοινωνιοκεντρικά θεμελιωμένου
διεθνούς συστήματος, πολλοί ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι αναρχικοί –και η ύστερη
εκδοχή τους οι διεθνοαναρχικοί «κριτικοί κονστρουκτιβιστές»– αντιμάχονται την
ανθρώπινη οντολογία και κατ’ επέκταση την συλλογική ανθρώπινη ελευθερία. Το
μονότονα επαναλαμβανόμενο γεγονός, είναι ότι πάντοτε στο τελικό στάδιο
εξυπηρετούν τις αποσταθεροποιητικές ηγεμονικές αξιώσεις.
Οι τελευταίες, παρά τις κατακτήσεις πολιτικού πολιτισμού των διεθνών σχέσεων
στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών, θρέφουν και
αναπαράγουν τα αίτια πολέμου υπονομεύοντας τις ειρηνικές και ισόρροπες διεθνείς
συναλλαγές. Στον κόμβο που ενώνει τα νήματα του προαναφερθέντος
συνονθυλεύματος ηγεμονικών, διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεολημάτων και
θεωρημάτων αναμενόμενα υπάρχει μεγάλη ποικιλομορφία ατόμων, ομάδων,
κινήτρων, προθέσεων και μεθοδεύσεων: «ιδεαλιστικά απεγνωσμένοι»
ιεραπόστολοι της διεθνούς εξομοίωσης, τρικυμισμένοι διεθνολογικοί εγκέφαλοι
ακαδημαϊκά καλοβολεμένοι, αναρχικοί όπως η 17 Νοέμβρη ή οι ομάδες όπως οι
Μπάντερ Μάϊχοφ, αργόσχολοι αναρριχητές του πολιτικού περιθωρίου, καλόπιστοι
διεθνικοί ακτιβιστές οργανωμένοι σε διεθνικά ΜΚΟ, νυν, πρώην και ενδεχομένως
αυτονομημένοι αξιωματούχοι ηγεμονικών κρατών, επιχειρήσεις, τράπεζες,
εφοπλιστές, αμέριμνοι αντιπρόσωποι διεθνών θεσμών και παντελώς κοινωνικά
ανέντακτοι μεγαλομανείς κερδοσκόποι της «παγκοσμιοποίησης» που εξυπηρετούν τις
παρασιτικές δραστηριότητές τους.
Ποταμοί ανορθολογισμού που εισρέουν ορμητικά στον ένα δίσκο της πλάστιγγας της
διεθνούς πολιτικής επενεργούν βλαπτικά και αποσταθεροποιητικά κυρίως προς την
κατεύθυνση των ασθενέστερων και πιο ασταθών κρατών σε περιφέρειες όπως τα
Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή. Στο τέλος, φυσικά, όλοι βλάπτονται, ακόμη και οι
δράστες ηγεμονικών κρατών που βλέπουν τα πρόσκαιρα κέρδη τους να εξανεμίζονται
μπροστά στις θύελλες που προκαλούν οι άνομες και καταχρηστικές δραστηριότητές
τους.
2. Περιγραφή των «κριτικών
κονστρουκτιβιστών». Ιστορία, διεθνολογία, άμυνα, ασφάλεια και διπλωματία ως οι
κύριοι «στόχοι».
Εάν
προσπαθήσουμε να περιγράψουμε τους «κριτικούς κονστρουκτιβιστές», των οποίων οι
απόψεις, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, υιοθετούνται από την πλειονότητα του
ακαδημαϊκού και πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα –και οι οποίες βρίσκονται στον
πυρήνα της μεθοδολογίας της «νέας ιστορίας» που χρηματοδοτείται ακόμη και από
οργανώσεις ενός κερδοσκόπου όπως ο George Soros–, θα μπορούσαμε να πούμε πως αποσκοπούν
στη διάβρωση των ιδεολογικών και άλλων δομών των εθνών-κρατών, στον εκφυλισμό
της κρατικής κυριαρχίας ως έννοιας, στην απονομιμοποίηση των κανονιστικών
συστημάτων και των εξουσιαστικών δομών και στην ανάδειξη μιας «παγκόσμιας
κοινωνίας» εντός ενός κατακερματισμένου παγκόσμιου χώρου στο εσωτερικό του
οποίου η εξουσία θα διαχέεται στο «μικροεπίπεδο».
Συνήθεις όροι και έννοιες οι οποίες αναφέρονται στην κονστρουκτιβιστική
βιβλιογραφία είναι «αποσυναρμολόγηση» «αποολοκλήρωση», «αποκέντρωση»,
«κατακερματισμός» κτλ. Έτσι, πιστεύουν οι ιδεολογικοί ακτιβιστές του
κονστρουκτιβισμού –γιατί, έστω και αν μεταμφιέζονται ακαδημαϊκά με την ευκολία
που αυτό γίνεται σήμερα στον πανεπιστημιακό χώρο, κατά το πλείστον περί
πολιτικών ακτιβιστών και προπαγανδιστών πρόκειται, και όχι περί επιστημόνων–, αλλάζει
ο τρόπος σκέψης, επέρχεται ιδεολογικός μετασχηματισμός των συλλογικών οντοτήτων
προς μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της ταυτότητας των ατόμων ως «πολιτών του
κόσμου» και μεταλλάσσεται ο τρόπος με τον οποίο άτομα και συλλογικές οντότητες
«βλέπουν» αλλήλους [Δεν είναι τυχαίο ότι κύριος στόχος των κριτικών
κονστρουκτιβιστών είναι η συγγραφή ιστορικών βιβλίων που εξωθούν τις κοινωνίες
προς αυτούς τους ανορθολογικούς διεθνοαναρχικούς «πολιτικούς» σκοπούς].
Όσοι τουλάχιστον αναμιγνύονται καλόπιστα σ’ αυτές τις ιδεολογικοπολιτικές
δραστηριότητες, πιστεύουν ότι κύρια εμπόδια για την παγκόσμια ειρήνη δεν είναι
τα αίτια πολέμου που αναφέρουν οι πολιτικοί ρεαλιστές αλλά τα έθνη-κράτη αυτά
καθαυτά, τα οποία και για τον λόγο αυτό «θα πρέπει» να αποσυναρμολογηθούν και
κατακερματιστούν. Στο ίδιο πλαίσιο, οι «εθνοκεντρικές» κοσμοθεωρίες,
ταυτότητες, ιστορικές μνήμες και ιστορικές συνειδήσεις «θα πρέπει» να
υπονομευτούν, αποδυναμωθούν και εξανεμιστούν. Κύριος στόχος αυτών των
διεθνοαναρχικών ακτιβιστών, είναι οι εθνικές κοσμοθεωρητικές παραδοχές, οι
εθνικές κοσμοεικόνες, οι επικές αναμνήσεις των αγώνων ελευθερίας, οι εθνικές
ταυτότητες, οι εθνικές ιδιαιτερότητες, οι ιστορικές μνήμες και γενικότερα
οτιδήποτε χαρακτηρίζει την εθνική-κρατική ετερότητα, την οποία με ιδιάζουσα
πολιτική προκατάληψη και χυδαιότητα ονομάζουν «εθνοκεντρισμό», όρο τον οποίο
στην συνέχεια φορτίζουν με αυθαίρετα προσδιορισμένα περιεχόμενα δημιουργώντας
σκιάχτρα με τα οποία στην συνέχεια αναλώνονται σκιαμαχώντας.
Στην Ελλάδα, αλλά απ’ ότι γνωρίζουμε και αλλού στα Βαλκάνια, οι «κριτικοί
κονστρουκτιβιστές», οι οποίοι είναι πολύ καλά οργανωμένοι στα πανεπιστήμια, στα
μέσα ενημέρωσης και σε ποικιλότροπα χρηματοδοτούμενους διεθνικούς ΜΚΟ, εκτελούν
αδίστακτες επιθέσεις κατά του «εθνοκεντρισμού», δηλαδή, κατά της αξίωσης για
ελευθερία, εσωτερική αυτοδιάθεση, εθνική ανεξαρτησία και κοινωνική ετερότητα
στην βάση των ιστορικών διαμορφώσεων. Η έννοια του εθνοκεντρισμού η οποία σε
κάθε βιώσιμο κράτος παραπέμπει σε τιμητική φιλοπατρία στην Ελλάδα πολλοί πλέον
την αναφέρουν ως περίπου υβριστικό χαρακτηρισμό. Αυθαίρετα και αυτοαναφορικά
αλληλοενισχυόμενες ομάδες ακτιβιστών των πιο ακραίων τάσεων του διεθνοαναρχικού
κονστρουκτιβισμού βυσσοδομούν στα πανεπιστήμια, στις επιφυλλίδες και στις
τηλεοράσεις αυθαίρετα εξισώνοντας την φιλοπατρία με τον εθνικισμό, την
προάσπιση της ελληνικής πολιτικής κυριαρχίας με ακραία συμπεριφορά, την αξίωση
απόλαυσης της ιστορικής πολιτισμικής ετερότητας με ρατσισμό και την αντίσταση
κατά του αναθεωρητισμού ως περίπου αναχρονιστικό φανατισμό.
Αν και πιο προσεκτικά και εξεζητημένα κρυμμένοι πίσω από αυτοαναφορικά
αυτοονομαζόμενες «ήπιες αναλύσεις» και «ψύχραιμες εκτιμήσεις», αδιάφορο αν αυτό
γίνεται συνειδητά ή ασυνείδητα, ο σκοπός αυτών των αναλύσεων είναι να
αποδυναμωθούν και αποσυναρμολογηθούν οι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες
εθνικές-κρατικές δομές. Αν και όχι πάντοτε πρόδηλο για όσους δεν είναι
ενημερωμένοι για την επικίνδυνη διεθνοαναρχική ιδεολογία που υποκρύπτουν τα
κριτικά κονστρουκτιβιστικά θεωρήματα, τονίζεται ότι συνειδητά κύριος στόχος
τους είναι να πλήξουν θανάσιμα την πίστη και την νομιμοφροσύνη στις εθνικές
πολιτικές άμυνας, ασφάλειας και διπλωματίας. Οι επιτυχημένοι «κριτικοί
κονστρουκτιβιστές» είναι όσοι θα κατόρθωναν να διεισδύσουν ως δούρειοι ίπποι
στους θεσμούς άμυνας, ασφάλειας, διπλωματίας και στον χώρο των επιφυλλίδων και
άλλων μέσων που μετατρέπουν σε μέσο μαζικής κονστρουκτιβιστικής
(από)πληροφόρησης.
Σε κάθε περίπτωση ένα από τα κύρια γνωρίσματα του κριτικού κονστρουκτιβιστικού
λόγου είναι ο ρητός οραματισμός υπέρ της κατάργησής των υπουργείων Άμυνας, των
υπουργείων εξωτερικών, των συμμαχιών και οποιουδήποτε θεσμού σχετίζεται με την
άμυνα και την ασφάλεια των κρατών (κυρίως των κρατών στα οποία ένας έκαστος εξ
αυτών ανήκει). Εξυπακούεται, στο ίδιο πλαίσιο, ότι η συγγραφή «νέας ιστορίας»
που θα αποσυναρμολογεί την κοσμοθεωρητική και ηθική ετερότητα μιας κοινωνίας
αποτελεί υπέρτατη προτεραιότητα του κριτικού κονστρουκτιβιστικού λόγου.
Αυτονόητα, ο στόχος αυτός εκπληρώνεται –και σίγουρα οι κριτικοί
κονστρουκτιβιστές σαρκάζουν σαρδόνια– αν κατορθώσουν μαζί με χρηματοδοτήσεις
του ενός ή του άλλου «συστήματος Σόρος» να (συν)χρηματοδοτούνται και από τους
ίδιους τους κρατικούς θεσμούς που θέλουν να διαλύσουν και εξανεμίσουν.
Τέτοια φοβερά παράδοξα, όπως είναι φυσικό, είναι δυνατό να συμβούν σε
παραπαίουσες ασθενείς κοινωνίες-στόχους εάν και όταν κάποιο «σύστημα Σόρος»
μαζί με ποικίλες υπηρεσίες, επιχειρηματίες και άλλους άσχετους με αυτά τα
θέματα φορείς, τους χρηματοδοτούν στις συγγραφή αυτών των κατά βάση
διεθνοαναρχικών προπαγανδιστικών βιβλίων που στην συνέχεια προωθούνται σ’ όλα
τα επίπεδα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ανεξαρτήτως
του πόσο είναι εφικτοί τέτοιοι στόχοι της ύστερης (διεθνο)αναρχικής μόδας, ή
ανεξαρτήτως του ποιες είναι οι επιπτώσεις επί της άμυνας-ασφάλειας ενός κράτους,
οι θεσμοί του οποίου είναι αφύλακτοι και έρμαιο μακάβριων δραστηριοτήτων, με
«κονστρουκτιβιστικούς» όρους ο πόλεμος και ο ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων, ομάδων
ή κρατών είναι αξιολογικά και εκ προοιμίου αποκλειόμενοι ακόμη και αν
εξυπηρετούν αμυντικούς σκοπούς. Αυτό το γεγονός καθιστά, για τους κριτικούς
κονστρουκτιβιστές τη στρατιωτική δύναμη και τα συναφή ζητήματα άμυνας και
ασφάλειας αχρείαστα. Σε κάθε περίπτωση, αν και δεν προτείνεται τελικός
πολιτικός προορισμός, η διαδικασία ορίζεται μάλλον επαρκώς. Όπως εξηγεί ένας
από τους πιο αντιπροσωπευτικούς κονστρουκτιβιστές, ο Cox R. (στο «Labor and
Hegemony: a Reply», International Organization, Winter 1980, βλ. επίσης
Cox Robert, «Hegemony and International Relations: An Essay in Method», Millennium:
Journal of International Studies, vol. 12, 1983), «η κριτική
αντίληψη εστιάζεται στη διαδικασία της αλλαγής ανεξάρτητα από τον τελικό σκοπό.
Εστιάζεται περισσότερο στις δυνατότητες συγκρότησης κοινωνικών κινημάτων
[συλλογικής δράσης] παρά στο τι θα μπορούσαν να επιτύχουν αυτά τα κινήματα.
Ουτοπικές προσδοκίες-προσμονές πιθανών να είναι ένα στοιχείο κινητοποίησης των
πολιτών, αλλά τέτοιες προσδοκίες σχεδόν ποτέ δεν εκπληρώνονται. Οι συνέπειες
της δράσης που αποσκοπούν στην αλλαγή είναι απρόβλεπτες».
Είναι σαφές ότι αυτά τα διεθνοαναρχικά ρεύματα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων
πολιτικών ακτιβιστών που με ενάργεια περιγράφει ο Cox –ένας κατά τα άλλα
αξιοπρόσεκτος στοχαστής–, επιζητούν την ανάπτυξη μιας διαδικασίας συνεχούς
αποδυνάμωσης των διεθνών δομών κυρίως το κράτους και των κοσμοθεωρητικών
θεμελίων του, με σκοπό να οδηγήσουν τον κόσμο στον μαγικό παράδεισο των
φαντασιώσεών τους. Με πραγματικούς όρους και όπως αναφέρεται στην
κονστρουκτιβιστική βιβλιογραφία, αυτό σημαίνει δημιουργία χιλιάδων μικρών
αυτόνομων κοινοτήτων εσωτερικά ανομοιογενών (αυτό ακριβώς εννοούν με τις
έννοιες «διαφορετικότητα» και «πολυπολιτισμικότητα», οι οποίες στον συνήθη
πρακτικό πολιτικό λόγο που δεν σχετίζεται με τον κριτικό κοστρουκτιβισμό έχουν
άλλη έννοια, δηλαδή την κατοχύρωση της πολιτισμικής ετερότητας και των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μειονοτήτων κατά πιθανών διακρίσεων εκ μέρους της
κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας). Ολίγον ενδιαφέρει τους «κριτικούς
κονστρουκτιβιστές –μπροστά στον ιδεολογικό φανατισμό των οποίων παρελθόντα
εξομοιωτικά δόγματα ωχριούν– για το γεγονός ότι ο κόσμος πιθανότατα ποτέ δεν θα
φτάσει στον κατά τα άλλα ελάχιστα προσδιορισμένο ποθητό παράδεισο των
ψευδαισθήσεών τους ή για το γεγονός ότι στην πορεία το δικό τους κράτος θα
αποσυναρμολογηθεί, διαλυθεί και γίνει βορά ισχυρότερων δρώντων του διεθνούς
συστήματος, οι οποίοι αναμενόμενα παραμονεύουν για να εξυπηρετήσουν και
επεκτείνουν τα συμφέροντά τους.
Αν
και εξόχως ουτοπικές και φαντασιόπληκτες, οι προσδοκίες των «κριτικών
κονστρουκτιβιστών» είναι εν τούτοις άκρως επικίνδυνες για την ενδοκρατική ζωή
και τις εξωτερικές σχέσεις, κυρίως των φιλειρηνικών κρατών. Έτσι, προσδοκούν
πως, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αποκέντρωσης και ανάπτυξης του
«κοινοτισμού», η παραδοσιακή πίστη-νομιμοφροσύνη προς το έθνος-κράτος θα αντικαθίσταται
σταδιακά από την «κοινοτική ηθική», ενώ το «αίσθημα ευθύνης» απέναντι στα άτομα
της υπόλοιπης οικουμένης και στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν θα εκτοπίζει
την εθνική συνείδηση των λαών. Οι προαναφερθείσες μεθοδεύσεις για την
εκπλήρωση συγκεκριμένων σκοπών γίνονται πιο ευκρινείς αν αναφερθούμε σε μια
ακόμη ανάλυση που τις περιγράφει επακριβώς. Σύμφωνα με τους «κριτικούς
κονστρουκτιβιστές», σημειώνει ο Ronnie Lipschutz, μετά τον ψυχρό πόλεμο και την
κατάρρευση της κομουνιστικής ιδεολογίας «οι εναλλακτικές επιλογές φαίνεται ότι
εκλείπουν (…) Στο επίπεδο των διεθνών δομών η κυριαρχία-αναρχία ως η
κανονιστική αρχή οργάνωσης του διεθνούς συστήματος [δηλαδή το σύστημα που
στηρίζεται στην εθνική-κρατική κυριαρχία] εξανεμίζεται (…) και γίνεται ολοένα
πιο αποδεκτός ο φιλελευθερισμός ως το παγκόσμιο “λειτουργικό σύστημα”. (…) Το
“λειτουργικό σύστημα” στην παγκόσμια πολιτική –ο φιλελευθερισμός με το άτομο
στον πυρήνα του– έρχεται να εκπληρώσει ρόλο παρόμοιο με το σύστημα κανόνων της
Καθολικής Εκκλησίας πριν τη Βεστφαλία. (…) Η φροντίδα για ασφάλεια εκ μέρους
των κρατών έγινε προβληματική όχι μόνον λόγω της καταστροφικού χαρακτήρα των
όπλων νέας τεχνολογίας αλλά επίσης λόγω της “πυκνότητας” του παγκόσμιου
συστήματος. Αυτό, παραδόξως, προσφέρει τον πολιτικό χώρο σε μη κρατικούς
δρώντες να αναπτύξουν συμμαχίες και διασυνδέσεις διαμέσου των συνόρων και σε
όλη την υδρόγειο, οι οποίες, μακροπρόθεσμα, θα υπηρετήσουν τον σκοπό
υπονόμευσης των “ιστορικών δομών” [δηλαδή των εθνών-κρατών] και θα επιφέρουν
ορατές αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική» [Lipschutz Ronnie, «Reconstructing
World Politics: The Emergence of Global Civil Society», ό.π., σελ.
405,406,407,418,419] [έμφαση δική μου].
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση των ΗΠΑ, κράτος το οποίο έχει ήδη από καιρό
και διακηρυγμένα ενσωματώσει πλήρως στην στρατηγική του την κονστρουκτιβιστική
ανάλυση που ιδιαίτερα μετά τον ψυχρό πόλεμο αποτελεί το κύριο εργαλείο της
στρατηγικής της «μαλακής ισχύος». Για τις ανάγκες της παρούσης ανάλυσης
αρκεί ίσως να παρατεθεί εδάφιο των διακεκριμένων αμερικανών συναδέλφων
Katzenstein/Keohane/Krasner, οι οποίοι αποτιμώντας την ανάλυση διεθνών σχέσεων
των τελευταίων δεκαετιών περιγράφουν επακριβώς την θέση των κριτικών
κονστρουκτιβιστών στην διεθνή σκακιέρα στρατηγικών ανταγωνισμών, ανακατανομών
συμφερόντων και ηγεμονικού πλιάτσικου: «Iσχυρότερα κράτη είναι δυνατό να
κατορθώσουν να αλλάξουν τις παραστάσεις με βάση τις οποίες οριοθετούνται οι
ιδεολογικές πεποιθήσεις σε λιγότερο ισχυρά κράτη ή ηττημένες πολιτείες. Oι
Hνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, πίεσαν συστηματικά και επίμονα για τη
διάδοση συγκεκριμένων πεποιθήσεων ως προς το πώς πρέπει να είναι το όραμα της
διεθνούς κοινωνίας [που τις συνέφερε] μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και
ανανέωσαν και το αναζωογόνησαν την μεταψυχροπολεμική εποχή. O σκοπός δεν
ήταν απλώς να προωθήσουν συγκεκριμένους στόχους, αλλά να αλλάξουν τον τρόπο με
τον οποίο οι συγκεκριμένες κοινωνίες βλέπουν τα οικεία συμφέροντα. H έμφαση
αυτού που ο Nye ονομάζει “μαλακή ισχύς” σχετίζεται τόσο με ρεαλιστικούς φόβους
[κατανομής ισχύος] για τη σχετική ισχύ όσο και με την [“κριτική”]
κονστρουκτιβιστική ανάλυση για συλλογικά πιστεύω, πεποιθήσεις και ταυτότητες» (International
Organization, vol. 52. 4 1998 p. 673).
Εκτιμώντας
επακριβώς τον ρόλο της επιστράτευσης ιδεολογημάτων και θεωρημάτων για την
εκπλήρωση των σκοπών της εθνικής στρατηγικής των σύγχρονων ηγεμονικών δυνάμεων,
με τον ένα ή άλλο τρόπο οι κριτικές κονστρουκτιβιστικές δραστηριότητες
βρίσκονται στην αιχμή της διακρατικής διαμάχης. Ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι
ιστοριογραφούντες και διεθνολογούντες, δυνατό να είναι στις μέρες μας το
κυριότερο εργαλείο εκπλήρωσης των πιο ακραίων διεθνοφασιστικών αξιώσεων. Πλήθος
εξαιρετικά σοβαρών αναλύσεων που καμιά σχέση δεν έχουν με οποιαδήποτε
συνωμοσιολογική ερμηνεία της διεθνούς πολιτικής, θεμελιωμένα εξηγούν αυτή την
αμείλικτη πραγματικότητα για την οποία οι έντιμοι ακαδημαϊκοί –ιδιαίτερα στον
χώρο των ιστορικών αναλύσεων και της ανάλυσης των διεθνών σχέσεων– που είναι
προσηλωμένοι σε πάγια κριτήρια επιστημονικής δεοντολογίας, ασφαλώς δεν θα
αισθάνονται ευτυχισμένοι γι’ αυτή την διολίσθηση του κλάδου τους στο τέλμα του
παρασιτισμού και των αντικοινωνικών δραστηριοτήτων.
Για ένα τουλάχιστο σημαντικό λόγο, κανένας ορθολογιστής ακαδημαϊκός δεν θα
ήθελε να ταυτιστεί με κακόφημους κερδοσκόπους περιπλεγμένος σε χρηματοδοτήσεις
που κάλλιστα εμπίπτουν στην προαναφερθείσα παρακμιακή σφαίρα των κριτικών
κονστρουκτιβιστικών δραστηριοτήτων. Όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στον
χώρο των κοινωνικών επιστημών, ίσως ένας απρόσεκτος ακαδημαϊκός να μπορεί να
καταστεί εργαλείο εκπλήρωσης διεθνοαναρχικών ή μεγαλομανών σκοπών κερδοσκόπων
όπως ο George Soros του οποίου τα «ιδρύματα ανοικτής κοινωνίας» σε συνεργασία
με υπηρεσίες των ΗΠΑ και ενδεχομένως άλλων κρατών «όλως περιέργως» στηρίζουν με
ιδιάζοντα ζήλο θεωρήματα, ιστοριογραφήματα κι ιδεολογήματα όπως τα πιο πάνω.
Για τον σκληρό πυρήνα των ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων και ιδεολογικά φανατισμένων
κριτικών κονστρουκτιβιστών, πάντως, οι διεθνοαναρχικοί σκοποί που βρίσκονται
στον πυρήνα των στοχαστικών τους δραστηριοτήτων δεν επιτρέπουν αμφιβολίες και
αμφιταλαντεύσεις: «Ο “σκοπός” αποσυναρμολόγησης των εθνών-κρατών αγιάζει τα
μέσα». Ακόμη και η διάλυση του δικού τους κράτους, επαναλαμβάνουμε, δεν μετρά
γιατί σκοπός της ζωής τους είναι όχι όπως θα όφειλαν η κατανόηση του κόσμου
αλλά η πάση θυσία αποσυναρμολόγηση των οντολογικών θεμελίων των εθνών-κρατών τα
οποία με περισσή προπέτεια ονομάζουν «μεταφυσικές κατασκευές».
Για
τους «κριτικούς κονστρουκτιβιστές» το μέσο δεν είναι μόνο οι ιδέες αλλά και
συγκεκριμένες ενέργειες ιεραποστολικού χαρακτήρα οι οποίες σε συνδυασμό με
άλλες εξελίξεις εξωθούν προς μια ακραίας μορφής ιδεολογική τάξη πραγμάτων εις
βάρος του έθνους-κράτους (ή εκείνων των εθνών-κρατών που θα δεχθούν να συρθούν
σε τέτοιες περιπέτειες). Το «έθνος-κράτος» ως ο κυριότερος ιδεολογικός
αντίπαλος πρέπει να καταπολεμηθεί και να υπονομευθεί με κάθε μέσο, χωρίς
αναστολές και χωρίς έγνοιες για το ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες. Τα
υπουργεία Άμυνας και οι θεσμοί ασφαλείας, ανεξάρτητα αν εξυπηρετούν αμυντικούς
ή επιθετικούς σκοπούς, αποτελούν έναν από τους βασικούς στόχους έναντι των
οποίων οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» τρέφουν αισθήματα που κυμαίνονται από
αντιπάθεια μέχρι έκδηλη εχθρότητα που συνοδεύεται από συγκεκριμένες δράσεις
υπονόμευσής τους ή και κατακερματισμού τους. Ακόμη πιο σημαντικό, το
εκπαιδευτικό σύστημα αποτελεί προνομιακό και προτιμητέο πεδίο δράσης που θα
έφερναν αυτές τις υπονομεύσεις επειδή, ακριβώς, εκεί επαναδιαμορφώνεται και
μετεξελίσσεται η συλλογική ετερότητα κάθε κοινωνίας.
Βέβαια, ας μη νομίσει κανείς ότι ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα πλάσματα που φέρονται
ως «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» είναι κάποια ισχυρά και αήττητα τέρατα. «Επιστημονικά
τέρατα» σίγουρα είναι, στον βαθμό δηλαδή που στοχαστικά συμβολίζουν μια μακρά
παράδοση πολλών που ονομάζονται κοινωνικοί επιστήμονες, μερικοί εκ των οποίων
εν τούτοις δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να εξάπτουν την φαντασία αφελών
και ανυπεράσπιστων φοιτητών ή αναγνωστών που εντυπωσιάζονται από κενούς
περιεχομένου ακαδημαϊκούς τίτλους. Αν και όπως υποστηρίχθηκε πιο πάνω οι
κοντστρουκτιβιστικές ιδεολογικοπολιτικές δραστηριότητες αν κυριαρχήσουν σ’ ένα
κράτος ή μια περιφέρεια δυνατό να προκαλέσουν μεγάλες ανακατανομές συμφερόντων
εις βάρος λιγότερο ισχυρών και/ή απρόσεκτων κρατών, οι κριτικοί
κονστρουκτιβιστές είναι εξ ορισμού –μια και προγραμματικά δηλώνουν
υποκειμενικά, αξιολογικά και ιδεολογικά φορτισμένοι και προκατειλημμένοι–
επιστημονικά μηδενικά. Και επιστημονικά μηδενικά μόνο ασθενείς ψυχές θα
μπορούσαν να έχουν, διαφορετικά θα επέλεγαν όχι να ανοητολογούν μεταφυσικά αλλά
να καταπιαστούν με τα δύσκολα ζητήματα που περιγράφουν και ερμηνεύουν τα αίτια
πολέμου. Μια τέτοια σκληρή στοχαστική αναμέτρηση με την πραγματικά, όμως, είναι
δύσκολη υπόθεση και δεν μπορεί να την κάνεις αν προγραμματικά δηλώνεις ότι
σκοπός δεν είναι να ερμηνεύσεις αλλά να ανατρέψεις το διακρατικό σύστημα. Το
γεγονός ότι συχνά μεταμφιέζονται ακαδημαϊκά μπορεί να εντυπωσιάσει μόνο όσους
είναι απληροφόρητοι για τον λανθασμένο δρόμο στον οποίο οδηγούνται οι
κοινωνικές επιστήμες. Στα ισχυρά κράτη κανείς δεν τους λαμβάνει υπόψη ενώ στις
λιγότερο ισχυρές κοινωνίες, είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι, είναι εργαλεία
«μαλακής ισχύος» της στρατηγικής άλλων κρατών (βλ. Kazenstein et al
ό.π.).
Όσον
οι κοινωνικές επιστήμες παραπαίουν και ταλαντεύονται μεταξύ φθοράς και
αφθαρσίας θα υπάρχουν παρασιτικές επιστημονικές δραστηριότητες που είτε
ενδύονται το όνομα "κριτικός κονστρουκτιβισμός" ή κάποια άλλη
ονομασία θα έχουν ως κοινό γνώρισμα συγκεκριμένες και ευδιάκριτες ιδιότητες. Θα
είναι πάντοτε μεταμφιέσεις ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων, θα αναπτύσσουν
αντικοινωνικές και ανελεύθερες ιδέες και αν και εξεζητημένα διατυπωμένες θα
είναι επιστημονικά αβάσιμες. Όπως σημειώνει εύστοχα ο John Mearsheimer σε μια
σημαντική συγκριτική ανάλυσή του, οι κριτικοί κονστρουκτιβιστές «αν και
προτείνουν θεμελιακές αλλαγές … τίποτα δεν μαρτυρεί ότι οι υποθέσεις τους είναι
βάσιμες» («International Security vol. 19, σ. 46-7). Όπως ήδη τονίστηκε, λογικά
μιλώντας, πρόκειται για συνήθεις ασθενείς στοχαστικές ψυχές μιας και αντί να
καταπιαστούν με τα κεντρικά ζητήματα της επιστημονικής μελέτης των διεθνών
σχέσεων –δηλαδή τα αίτια πολέμου που είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού και που
μας περιβάλλουν απειλώντας μας ζωτικά και καθημερινά– μετατρέπονται σε
αξιοθρήνητα παρακολουθήματα, συχνά με το αζημίωτο, διεθνοφασιστικών αξιώσεων.
Όντως, είναι εύκολο να στοχεύει κάποιος ασθενείς και παραπαίουσες κοινωνίες με
χρήματα κερδοσκόπων όπως του Σόρος ή άλλων εξίσου αμφιλεγόμενων πηγών, αλλά
δύσκολο να αφοσιωθεί στην μελέτη της θεωρίας που αναλύει τα αίτια πολέμου που
κείνται μεταξύ του διεθνούς δικαίου και της ειρήνης και σταθερότητας. Είναι πιο
ανταποδοτικό αντί μιας τέτοιας σκληρής δουλειάς είτε να προσποιείται ότι δεν
υπάρχουν αίτια πολέμου αλλά ένα ανθόσπαρτο διεθνές σύστημα είτε ότι φταίνε για
τα προβλήματα τα θύματα των αιτιών πολέμου. Είναι εύκολο να οργιάζει κάποιος
ιδεολογικοπολιτικά εις βάρος «ώριμων θυμάτων» – που κάποια στιγμή αφού δεχτούν
μύρια διεθνοφασιστικά πλήγματα παραπαίουν πλήττοντας τις κοσμοθεωρίες
τους και τις εθνικές ταυτότητές τους– αλλά δύσκολο να αμφισβητήσει τα ορατά
αίτια που αποσταθεροποιούν τους διεθνείς θεσμούς και τις διακρατικές σχέσεις.
Είναι εύκολο να καταπολεμά κάποιος την εθνική κρατική ύπαρξη των λιγότερο
ισχυρών κρατών, την κοινωνική ετερότητά τους, τα κοσμοθεωρητικά τους θεμέλια,
τις ιστορικές τους διαμορφώσεις και την πολιτική τους κυριαρχία στο σύνολό της
και δύσκολο να αμφισβητήσει τις ηγεμονικές αξιώσεις που προκαλεί διεθνοπολιτικά
εγκλήματα.
Καταληκτικά,
πλήθος εμπειριών των τελευταίων ετών και θεμελιωμένων πλέον στοιχείων μαρτυρούν
για την ύπαρξη και δράση εξαιρετικά οργανωμένων διεθνικών ομάδων με κακόφημες
συναναστροφές όπως το «σύστημα Σόρος» και τα σχετιζόμενα με αυτό ιδρύματα. Στο
εσωτερικό αυτών των διεθνικών ομάδων που βρίσκονται πλέον προ των πυλών πολλών
ανυποψίαστων κοινωνιών που παραπαίουν σε ασταθείς περιφέρειες, οι κριτικοί
κονστρουκτιβιστές αναμενόμενα κατέχουν προνομιακή θέση. Πανεπιστήμια, κρατικοί
θεσμοί, τα μέσα ενημέρωσης, όλως ιδιαιτέρως οι θεσμοί άμυνας, ασφάλειας και
διπλωματίας και το εκπαιδευτικό σύστημα αποτελούν προνομιακούς στόχους
δραστηριοτήτων απερίγραπτων ομάδων και συσπειρώνουν ιδεολογικά ή χρησιμοθηρικά
διεθνοαναρχιστές, κερδοσκόπους, ειδικούς της ιστορικής ανεκδοτολογίας,
νοσταλγούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διψασμένους για διεισδύσεις
επιχειρηματίες, αδιάφορους και ανήξερους τραπεζίτες, περιφερόμενους απάτριδες
υπαλλήλους διεθνών θεσμών που αυτονομούνται λόγω δημοκρατικού ελλείμματος των
οργανισμών στους οποίους ανήκουν και πρώην αξιωματούχους των υπηρεσιών
ασφαλείας των ΗΠΑ.
Στην αιχμή των δραστηριοτήτων –όπως περίτρανα απέδειξαν τα διαμειφθέντα περί το
διεθνοφασιστικό σχέδιο Αναν– βρίσκονται «εκστρατευτικά σώματα στοχαστών» που
συμβατικά θεωρούνται πέραν πάσης υποψίας και που ειδικεύονται σε «προτάσεις
πολιτικής», καθώς και σε άλλες επιστημονικά μεταμφιεσμένες αναλυτικές
δραστηριότητες βαθύτατων διανεμητικών συνεπειών. Δεν πρέπει να ξενίζει αν το
Πανεπιστήμιο μετατραπεί σε πάρεργο τέτοιων δραστηριοτήτων, αν το εκπαιδευτικό
μας σύστημα γαλουχηθεί στις μεγάλες ιδέες της αγαθής Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
αν ήρωες της ελευθερίας όπως ο Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα και ο Αυξεντίου
διασύρονται από κονδυλοφόρους ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένους και αν «κριτικοί
κονστρουκτιβιστές» ντυμένοι προβιές προβάτου (ή καλύτερα ινστιτούτων «προτάσεων
πολιτικής») διεισδύσουν σε στρατηγικούς κρατικούς θεσμούς όπως οι Ένοπλες
Δυνάμεις και τα Υπουργεία εξωτερικών. Δεν πρέπει να ξενίζει, τέλος, αν η
επιστημονική ανάλυση των διεθνών σχέσεων που με τόσους σπάνιους πόρους συντηρεί
ο φορολογούμενος πολίτης εκτοπιστεί πλήρως για να αντικατασταθεί από
απροσδιόριστου επιστημονικού αντικειμένου και πανταχόθεν περιφερόμενους ακαδημαϊκούς
που μιλούν επί παντός επιστητού και που αφ’ υψηλού προτάσσουν υπέρτατες
επιταγές για διχοτόμηση της Κύπρου, παντοτινή υποδούλωση της κυπριακής
κοινωνίας, ανεπίστροφη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, τάισμα μέχρι
κορεσμού του τουρκικού αναθεωρητικού θηρίου, αναγνώριση του αναθεωρητισμού των
Σκοπίων, διάσπαση της Σερβίας και καλλοπισμού αυτής της διάσπασης με …
προστασία των μοναστηριών της τελευταίας. Τον λόγο έχουν οι φύλακες, δηλαδή, η
ακαδημαϊκή κοινότητα, η πνευματική ηγεσία και η πολιτική ηγεσία και ευρύτερα το
κοινωνικό σύνολο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου