Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013
Η διαμάχη για το Ρήγα
Η διαμάχη
για το Ρήγα
Συγγραφέας: Γιώργος Καραμπελιάς
Ο Ρήγας συνιστά κυριολεκτικώς
τον «γόρδιο δεσμό» και την εμβληματικότερη μορφή της νεοελληνικής ιδεολογίας.
Αν για τη νεώτερη εθνομηδενιστική
και παγκοσμιοποιητική «ιστοριογραφία» ο Ρήγας είναι ένα ον χωρίς εθνικότητα,
ένα δημιούργημα του «Διαφωτισμού», το οποίο αγωνιζόταν για μια παραδειγματική
«Δημοκρατία της Αρετής», για τον Κορδάτο του 1930 υπήρξε ο «πρόδρομος του
νεοελληνικού ιμπεριαλισμού», απέναντι και ενάντια στους λοιπούς βαλκανικούς
λαούς τους οποίους επιθυμούσε να ενσωματώσει1, ενώ το 1945 μεταβάλλεται σε
πρόδρομο της βαλκανικής ομοσπονδίας2. Και αυτό διότι το 1931 η γραμμή του ΚΚΕ
ήταν μάλλον η καταγγελία του «ελληνικού ιμπεριαλισμού», ενώ, το 1945, η
επιδίωξη μιας «βαλκανικής ομοσπονδίας» υπό σοβιετική ομπρέλα. Τέλος, για την
επίσημη ιδεολογία του παραδοσιακού μετεμφυλιακού κράτους υπήρξε μόνον ένας
ήρωας της ελευθερίας, αποσιωπώντας τις δημοκρατικές και κυρίως τις βαλκανικές
διαστάσεις της απόπειράς του, δεδομένου ότι η αντιμετώπιση του «από βορράν
κινδύνου» αποτελούσε το κύριο μέλημα του ελληνικού κράτους.
Δηλαδή, κάθε ιδεολογική
αντίληψη, κάθε πολιτική και ιδεολογική επιδίωξη, προσπαθεί να φωτίσει κάτω από
διαφορετικό πρίσμα τον Ρήγα και τη θέση του, ακριβώς διότι ο Ρήγας βρίσκεται
στη συμβολή απόψεων, ρευμάτων και τάσεων, που στη συνέχεια θα διαφοριστούν, θα
συγκρουστούν ή θα συγκλίνουν. Επιπλέον, η σύντομη επαναστατική σταδιοδρομία και
το μαρτύριό του δεν επέτρεψαν να διευκρινιστούν οι τάσεις και απόψεις του Ρήγα.
Έτσι παρέμεινε ένα σύμβολο εσαεί για όλους, επομένως και μια πιθανή πηγή
ιδεολογικής νομιμοποίησης.
Ο Ρήγας έζησε και έδρασε όταν
μπαίναμε στο απόγειο και ταυτοχρόνως στην τελική φάση της επέκτασης της
ελληνικής διασποράς στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, η οποία μετά την
επανάσταση του 1821 θα αρχίσει να συρρικνώνεται.
Παρότι κατάγεται από την
κεντρική Ελλάδα έχει ανδρωθεί μέσα στο φαναριώτικο περιβάλλον, τόσο στην
Κωνσταντινούπολη, όσο και στις ηγεμονίες, την εποχή της διαφωτιστικής τους
έξαρσης, έχει μαθητεύσει κοντά σε λογίους μεγάλου διαμετρήματος, τον Καταρτζή
και πιθανότατα τον Μοισιόδακα, ενώ έχει γίνει και ο ίδιος γαιοκτήμονας και
επιχειρηματίας. Τέλος έφθασε ακόμα και μέχρι την Αυλή της Αυστρίας, όπου τον
είχε δεχθεί ο ίδιος ο αυτοκράτορας, μαζί με τον κύριό του, τον Μέγα Σερδάρη
Χριστόδουλο Κιρλιάνο, ο οποίος, για τις υπηρεσίες του προς τους Αυστριακούς,
τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα με τίτλο ευγενείας και έγινε βαρόνος του
Langenfeld. Τόσο στη Βιέννη όσο και στις ηγεμονίες, οι αντίπαλοί του, ο Μιχαήλ
Περδικάρης και ο Κύριλλος Λαυριώτης, θα τον ψέγουν για την «άσωτη» προσωπική
ζωή του και τις ερωτικές του παρεκτροπές. Απολύτως φυσιολογικά, όπως όλοι οι
φωτισμένοι Έλληνες της εποχής του και της τάξης του, κινείται μεταξύ
αρχαιολατρίας, γαλλικού διαφωτισμού, βυζαντινού κλέους και ρωσοφιλίας, μεταξύ
ρομαντικού ενθουσιασμού και νεανικών παρεκτροπών. Και, πάντα παρούσα, η
επιθυμία της απελευθέρωσης του γένους. Οι πρώτες εκδόσεις του, στα 1790-1791,
το Φυσικής Απάνθισμα, το Σχολείον των Ντελικάτων Εραστών, και πιθανότατα Οι
Προφητείες του Αγαθάγγελου, δεν ξεφεύγουν από αυτό το ιδεολογικό σχήμα,
αντίθετα το επιβεβαιώνουν3.
Ωστόσο, αιφνιδίως, μια μεγάλη
θύελλα ξεσπάει σε όλη την Ευρώπη, η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση. Ιδιαίτερα μετά
το 1793 και την εκτέλεση των Λουδοβίκων, η Επανάσταση ξεφεύγει από τα πλαίσια
του ήπιου διαφωτισμού ενός Βολτέρου, φίλου και συμβουλάτορα της Μεγάλης
Αικατερίνης, για να περάσει στα χέρια του Ροβεσπιέρου, του Σαιν ΖΥστ, του Μαρά,
και εξαπολύει τρομοκρατία κατά των ευγενών. Όλες οι εστεμμένες κεφαλές και οι
ευγενείς της Ευρώπης τρέμουν. Όταν μάλιστα σε ελάχιστα χρόνια ο στρατηγός
Βοναπάρτης εμφανίζεται ως η ρομφαία της Επανάστασης, που θέλει να αναθεμελιώσει
την τάξη ολόκληρης της Ευρώπης, οι παραδοσιακές συμμαχίες ανατρέπονται. Παντού
ανά την ήπειρο οι καταπιεζόμενοι λαοί, οι φωτισμένοι διανοούμενοι, θα περάσουν
μια περίοδο έντονης γαλλοφιλίας και ανατρεπτικής διάθεσης. Οι Έλληνες πάνω απ’
όλους. Στα Επτάνησα θα υποδεχθούν με ενθουσιασμό τον στρατηγό Ζαντιγό και θα
κάψουν το λίμπρο ντ’όρο, γεγονός που θα γεμίσει ενθουσιασμό τον Ρήγα, θεωρώντας
τι ως τον προάγγελο μιας εξόρμησης των γαλλικών επαναστατικών στρατιών προς τα
ανατολικά. Αντίθετα οι Ρώσοι για πρώτη φορά θα συμμαχήσουν με την Τουρκία στα
1798, μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Αμπουκίρ, και θα καταλάβουν τα Επτάνησα.
Υπό αυτές τις συνθήκες του
επαναστατικού ενθουσιασμού, ο Ρήγας θα κάνει ένα άλμα προς τα μπρος. Θα
διαμορφώσει το σχέδιο της απελευθέρωσης της Ελλάδας και όλων των Βαλκανίων από
τον οθωμανικό ζυγό, ελπίζοντας ή προσδοκώντας σε βοήθεια από τον Ναπολέοντα, ο
οποίος με τις στρατιές του είχε ήδη ανατρέψει την ηγεμονία της Αυστρίας στην
Ιταλία, είχε «απελευθερώσει» τα Ιόνια Νησιά και ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει
στην Αίγυπτο και να καταλάβει τη Μάλτα. Όταν λοιπόν ο Ρήγας στον Θούριο φθάνει
μέχρι την Αίγυπτο και την απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό, δεν
αναφέρεται σε κάποιο γεγονός απλώς παραδειγματικής σημασίας, αλλά το εντάσσει
μέσα στη γεωπολιτική πραγματικότητα της εποχής του και μοιάζει ωσάν να
προβλέπει γεγονότα που θα συμβούν μερικούς μήνες μετά τη δολοφονία του.
Μὲ ᾿μᾶς καὶ σεῖς Μαλτέζοι γενῆτ᾿ ἕνα
κορμί,
Κατὰ τῆς τυραννίας ριχθῆτε μὲ ὁρμή.
Τοῦ Μισιργιοῦ ἀσλάνια,
γιὰ πρώτη σας δουλειὰ,
Δικόν σας ἕνα βέη κάμετε βασιλιά.
Χαράτσι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ᾿ ἄς μὴ φανῆ,
Γιὰ νὰ ψοφήσ᾿ ὁ λύκος, ὁποῦ σᾶς τυραννεῖ.
Το 1798 ο Ναπολέων Βοναπάρτης,
καθ’ οδόν προς την Αίγυπτο κατέλαβε και τη νήσο Μάλτα, καταλύοντας τη
μακρόχρονη κυριαρχία των Ιπποτών!
Το σχήμα του Ρήγα –που έχει
αντικαταστήσει τη Ρωσία της Αικατερίνης με τη ναπολεόντειο Γαλλία– θα
επαναλάβει, υπερθεματίζοντας, την ίδια περίοδο ο Κοραής, όταν μιλάει στο
Σάλπισμα Πολεμιστήριον για ένα νέο έθνος, τους «Γραικογάλλους». Μέσα σε αυτό το
πλαίσιο της συνολικής ανατροπής της οθωμανικής κυριαρχίας εντάσσεται προφανώς
και η έκκληση του Ρήγα για επανάσταση σε όλη την έκταση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας:
Μὲ μία καρδιὰν ὅλοι,
μία γνώμην, μία ψυχή,
Κτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ρίζαν νὰ χαθῆ.
Ν᾿ ἀνάψωμεν μία φλόγα, σὲ ὅλην τὴν
Τουρκιά,
Νὰ τρέξ᾿ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιά.
Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, σηκῶστε τὸν Σταυρόν,
Καὶ σὰν ἀστροπελέκια,
κτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Προφανώς ο Ρήγας και στον
Θούριο και στη Νέα Πολιτική Διοίκησι έχει δύο κλίμακες αναφοράς. Η μία αφορά
στην πλήρη κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την απελευθέρωση όλων των
λαών που στενάζουν κάτω από τους σουλτάνους, είτε πρόκειται για Έλληνες είτε
για «Αραπάδες», και η δεύτερη παραπέμπει στη συγκρότηση της Ελληνικής
Δημοκρατίας, που αποτελεί μέρος των υπό οθωμανική κατοχή εδαφών. Από εκεί
πηγάζουν και οι «αντιφάσεις» των αναφορών του, όταν επί παραδείγματι μετά την
«Αραπιά», καλεί τους επαναστάτες να σηκώσουν «τὸν
σταυρόν».
Στη δεύτερη περίπτωση
πρόκειται πλέον για την Ελληνική Δημοκρατία η οποία θα έχει ως έμβλημα τον
σταυρό, παρότι θα περιλάβει και Οθωμανούς στο εσωτερικό της. Και πάλι:
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους ποῦ τὸν ζυγὸν βαστοῦν,
Καὶ Χριστιανοὺς καὶ
Τούρκους, σκληρὰ τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς καὶ τοῦ πελάγου
νὰ λάμψῃ ὁ Σταυρός,
Καὶ εἰς τὴν
δικαιοσύνην νὰ σκύψῃ ὁ ἐχθρός,
Ο Ρήγας αναπτύχθηκε και έζησε
μέσα στο πολυεθνικό σχήμα των Φαναριωτών και την περίοδο της πνευματικής και
εμπορικής κυριαρχίας των Ελλήνων στα Βαλκάνια. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχοντας
ανασυγκροτήσει, τουλάχιστον γεωγραφικά, και κάποτε υπερκεράσει εδαφικά τη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία, έμοιαζε να επαναφέρει στην επιφάνεια τη χαμένη
οικουμενικότητα του ελληνισμού. Διότι, όπως έχουμε δείξει αλλού4, μετά τον 12ο
αιώνα στα Βαλκάνια έχουν αρχίσει να συγκροτούνται, αν δεν έχουν ήδη
συγκροτηθεί, οι νεώτερες εθνικές ταυτότητες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Έλληνες,
Αρμένιοι κ.λπ. Η τελευταία περίοδος του Βυζαντίου είναι η πρώτη περίοδος του
ελληνικού έθνους-κράτους. Γι’ αυτό και οι Βυζαντινοί των τελευταίων αιώνων της
Αυτοκρατορίας διεκδικούν ανοικτά την ελληνική τους ταυτότητα. Ωστόσο, η
οθωμανική κατάκτηση δημιούργησε εκ νέου οικουμενικές συνθήκες, συγκροτώντας μια
πολυεθνική αυτοκρατορία, όπου οι εθνότητες και τα έθνη που είχαν αρχίσει να
συγκροτούνται αναμειγνύονται και πάλι.
Για τους ορθόδοξους
χριστιανικούς πληθυσμούς διαμορφώνονται συνθήκες οιονεί βυζαντινές. Οι Έλληνες
κυριαρχούν στο Πατριαρχείο και την Ορθόδοξη Εκκλησία και συγκροτούν τον πυρήνα
μιας βαλκανικής πνευματικής ηγεσίας, που πολύ σύντομα θα επεκταθεί και στη
θύραθεν παιδεία. Αυτή η πρωτοκαθεδρία θα επιβεβαιωθεί και στο πεδίο της
οικονομίας, κατά βάση του εμπορίου, καθώς και της διοίκησης, με τον εκτεταμένο
ρόλο που παίζουν οι Φαναριώτες στην οθωμανική διοίκηση. Παράλληλα μοιάζει να
υποχωρεί η εθνική συνείδηση των λοιπών βαλκανικών λαών, ιδιαίτερα των Βουλγάρων
και των Ρουμάνων, τουλάχιστον μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, εξαιτίας
της θρησκευτικής και της μορφωτικής/εκπαιδευτικής ηγεμονίας των Ελλήνων,
δεδομένου ότι πλέον ο γραπτός λόγος παίζει αποφασιστικό ρόλο για τη συγκρότηση
της νεωτερικής εθνικής συνείδησης5.
Πάντως, ενώ οι άρχουσες τάξεις
των λοιπών βαλκανικών λαών υπόκειντο σε μια διαδικασία μερικού εξελληνισμού,
την ίδια στιγμή στο πεδίο των αγροτικών πληθυσμών οι σλαβόφωνοι επεκτείνονταν
εις βάρος των ελληνόφωνων, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μακεδονίας, δεδομένου ότι
οι ελληνικοί πληθυσμοί μετανάστευαν και αστικοποιούνταν ταχύτατα, αφήνοντας το
έδαφος ελεύθερο στους σλαβόφωνους και συμπαρασύροντας στη σλαβοφωνία ακόμα και
ελληνόφωνους αγροτικούς πληθυσμούς.
Η προφανής οικονομική,
πνευματική και πολιτική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου, ιδιαίτερα στα
ανατολικά Βαλκάνια, Μολδοβλαχία, Βουλγαρία, Μαύρη Θάλασσα, παράλληλα με τους
συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς της Ανατολικής Θράκης και της
Κωνσταντινούπολης, αποτελούσε τη βάση του οικουμενισμού και του βαλκανικού
οράματος τόσο του Ρήγα, όσο και της Φιλικής Εταιρείας στη συνέχεια, που στην
πραγματικότητα προσπάθησε να κάνει πράξη το όραμα του Ρήγα.
Υπό αυτή την έννοια, δεδομένης
της παρουσίας εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων στην Αυστροουγγαρία, τα Βαλκάνια και
τη Μαύρη Θάλασσα, μέχρι τη Νότια Ρωσία, οι Έλληνες θεωρούσαν σχεδόν δεδομένη τη
διατήρηση της γεωπολιτικής ενότητας αυτού του χώρου. Είτε υπό την Οθωμανική
Αυτοκρατορία, οι πιο τουρκόφρονες Φαναριώτες, κληρικοί και λόγιοι, είτε ως
αυτόνομη περιοχή υπό τη σκέπη της Ρωσίας, όπως ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης ή
ορισμένοι πατριάρχες και κληρικοί, όπως ο Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας, είτε στην
επαναστατική εκδοχή του Ρήγα ή της Φιλικής ως μιας νέας ελληνικής δημοκρατίας,
η οποία όμως θα προσέφερε ισονομία και δημοκρατικά δικαιώματα σε όλους τους
πολίτες της.
Υπάρχουν δύο επάλληλα στοιχεία
στην πολιτική σκέψη και την πνευματική συγκρότηση του Ρήγα. Το ένα είναι το
γεγονός της ήδη συγκροτημένης, από αιώνες, νεώτερης ελληνικής εθνικής
ταυτότητας, που τον κάνει να βλέπει ως επίκεντρο των επαναστατικών του
αποπειρών και ως φορείς της εξέγερσης κατ’ εξοχήν τους Μανιάτες, τους
Σουλιώτες, την Πελοπόννησο, και εκεί θέλει να στείλει τα κιβώτια με τα βιβλία
που έχει τυπώσει, δηλαδή στο εθνικό κέντρο του νέου ελληνισμού, και από την
άλλη, το πιο πρόσφατο στρώμα της νέας οικουμενικότητας που είχε προσδώσει στον
ελληνισμό η οθωμανική πραγματικότητα. Αυτά τα δύο στοιχεία, εξίσου υπαρκτά, θα
θελήσει να συναρθρώσει σε ένα ενιαίο πρόγραμμα, που θα επιχειρήσει να βάλει σε
κίνηση με τη βοήθεια κάποιου εξωγενούς από μηχανής Θεού. Ο Ναπολέοντας και η
Γαλλική Επανάσταση θα του προσφέρουν αυτό το ελλείπΟν υπομόχλιο, για ένα τόσο
μεγαλεπήβολο σχέδιο, κατά τον ίδιο τρόπο που είκοσι πέντε χρόνια αργότερα οι
ρωσικές δυνάμεις θα προσφέρουν τον ίδιο φανταστικό μοχλό στη Φιλική Εταιρεία
και την Επανάσταση του ’21.
Το ’21 θα καταδειχθούν τα όρια
αυτού νέου ελληνικού βαλκανικού οικουμενισμού. Οι δυνάμεις του ελληνισμού της Μολδοβλαχίας
ήταν ικανές να προκαλέσουν το ξέσπασμα μιας επανάστασης που αφορούσε κυρίως τον
ελληνικό πληθυσμό και ένα μικρό μέρος του ρουμανικού και του βουλγαρικού
πληθυσμού, αλλά δεν είχαν τη δύναμη να στηρίξουν μια μακρόχρονη και νικηφόρα
επανάσταση, όπως θα γίνει στην Πελοπόννησο, τη Ρούμελη και τα νησιά. Ακριβώς
διότι ο ελληνισμός ήταν μειοψηφία και μόνο μια κοινή επανάσταση με τους
Ρουμάνους θα είχε δυνατότητες επιτυχίας. Όμως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Ο
ρουμανικός λαός δεν είχε φθάσει στο σημείο της επαναστατικής έκρηξης. Η Φιλική
Εταιρεία ήταν μια κατ’ εξοχήν ελληνική συνωμοτική εταιρεία, έστω και εάν τους
τελευταίους μήνες πριν την έκρηξη της επανάστασης έγιναν μέλη της και αρκετοί
άλλοι Βαλκάνιοι και Ρουμάνοι, όπως ο Βλαδιμηρέσκου6. Και προφανώς όλοι οι
σύντροφοι του Ρήγα που τον ακολούθησαν στο μαρτύριο ήταν Έλληνες. Το εγχείρημα
της Φιλικής, η επανάσταση στη Μολδοβλαχία, είχε ως μοναδική προϋπόθεση για την
ευόδωσή της, την επέμβαση των ρωσικών στρατευμάτων, την οποία προσπάθησε
ανεπιτυχώς να προκαλέσει7. Κατά τον ίδιο τρόπο και η ευόδωση του αντίστοιχου
εγχειρήματος του Ρήγα είχε ως προϋπόθεση τη Γαλλική επέμβαση στην Ανατολή. Για
τον Ρήγα, μετά την εκστρατεία στην Ιταλία και την κατάληψη των Ιονίων Νήσων,
αυτή ήταν σχεδόν βέβαία. Γι’ αυτό και με πυρετώδεις ρυθμούς ετοιμάζει τον
Θούριο, τυπώνει τους χάρτες του νέου κράτους, ετοιμάζει το Σύνταγμα, εκδίδει το
στρατιωτικό εγκόλπιο. Ο ελληνισμός πρέπει να είναι έτοιμος ώστε να
εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή συγκυρία που προσφέρει ο Μπουοναπάρτε.
Όμως, όχι μόνον ο Βοναπάρτης
δεν διέλυσε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως ήλπιζε ο Ρήγας και ο Κοραής, αλλά
αντίθετα πολύ σύντομα η Γαλλία επανήλθε στην παραδοσιακή φιλοτουρκική πολιτική
των Βουρβώνων. Και η ειρωνεία της ιστορίας, με τραγικές συνέπειες για τη μοίρα του
ελληνισμού, είναι πως, αυτό που αποτελούσε την επαναστατική προσδοκία του Ρήγα,
θα αποτελέσει το υπόβαθρο για την κατάρρευση της ανάλογης απόπειρας της Φιλικής
Εταιρείας, μόλις 25 χρόνια μετά! Διότι η ανάδυση της επαναστατικής Γαλλίας στο
προσκήνιο των ευρωπαϊκών πραγμάτων μέχρι το 1815 θα αποτελέσει τη βάση για τη
σύμπηξη της Ιεράς Συμμαχίας και την επικράτηση της γραμμής Μέτερνιχ στο ζήτημα
της «ακεραιότητας» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Και όμως, ο Ρήγας που
προανήγγελε την έκδοση του Πνεύματος των Νόμων του Μοντεσκιέ, το οποίο είχε
μεταφράσει, πρέπει να γνώριζε όχι μόνο το «ανθελληνικό παραλήρημα» του μεγάλου
Γάλλου στοχαστή, είτε από το πρωτότυπο είτε από την ελληνική μετάφραση του
Γεωργίου Εμμανουήλ που ήδη κυκλοφορούσε8, αλλά και τις θέσεις του υπέρ της
ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
Η τουρκική αυτοκρατορία
βρίσκεται σήμερα σε ανάλογο βαθμό αδυναμίας με αυτόν στον οποίον βρίσκονταν οι
Έλληνες. Αλλά θα επιβιώσει για πολύ καιρό. Γιατί άν ο οποιοσδήποτε ηγεμόνας
θέσει σε κίνδυνο αυτή την αυτοκρατορία, συνεχίζοντας τις κατακτήσεις του, οι
τρεις εμπορικές δυνάμεις της Ευρώπης,που γνωρίζουν πολύ καλά τα
συμφέροντά τους και θα αναλάβουν αμέσως την υπεράσπισή της. [Έτσι, τα σχέδια
κατά του Τούρκου, όπως αυτά που μπήκαν σε εφαρμογή από τον πάπα Λέοντα Χ,
σύμφωνα με τα οποία ο αυτοκράτορας θα εξεστράτευε μέσω της Βοσνίας στην
Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς της Γαλλίας μέσω της Αλβανίας και της Ελλάδας και
άλλοι ηγεμόνες θα ξεκινούσαν από τα λιμάνια τους, αυτά τα σχέδια, το
επαναλαμβάνω, δεν ήταν σοβαρά, ή έγιναν από ανθρώπους που δεν έβλεπαν το
συμφέρον της Ευρώπης.]9
Ο διαφωτιστής Μοντεσκιέ, ο
ιδεολογικός πρόδρομος της Γαλλικής Επανάστασης, σε ανύποπτο χρόνο διατυπώνει το
δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αγνοώντας την καταπιεστική
φύση του καθεστώτος της, επί τη βάσει των κρατικών γαλλικών συμφερόντων, δόγμα
που θα κατευθύνει τη γαλλική πολιτική από την εποχή του Φραγκίσκου Α΄
(François I) (1494-1547), ο οποίος συμμάχησε με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή,
έως τον… Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι καθεστωτικές αλλαγές και οι επαναστάσεις στη
Γαλλία ελάχιστα θα επηρεάσουν αυτή τη σταθερά της γαλλικής εξωτερικής
πολιτικής. Ίσως ο Ρήγας ήλπιζε πως η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση θα ανέτρεπε
αυτές τις γεωπολιτικές σταθερές.
Εντέλει δε, ο «μεγάλος
ασθενής», τον οποίο Ρωσία και Αυστρία προετοιμάζονταν να διαμελίσουν, θα
διασωθεί εξαιτίας μιας επανάστασης που κήρυττε ακριβώς τις αντίθετες αξίες από
εκείνες που χαρακτήριζαν το οθωμανικό οικοδόμημα10!
Το όραμα μιας βαλκανικής υπερεθνικής
επανάστασης, έστω και με υπεροχή του ελληνικού στοιχείου, θα αποδειχθεί
ουτοπικό. Και όχι μόνον, ή απλώς, όπως γράφαμε παλιότερα, διότι «εισήχθη στην
περιοχή μας» από τη Δυτική Ευρώπη η εθνοκρατική λογική, η οποία και εντέλει
κυριάρχησε, αλλά διότι η «οικουμενική» φάση της οθωμανικής κυριαρχίας δεν
μπορούσε να ανατρέψει μηχανισμούς εθνικής διαμόρφωσης και εθνικής
διαφοροποίησης των βαλκανικών εθνών που είχαν εγκαινιαστείπολλούς αιώνες πριν,
ίσως και πριν από εκείνες της Δυτικής Ευρώπης. Και οι νεώτεροι Έλληνες δεν
διέθεταν την αφομοιωτική ικανότητα να συγκροτήσουν ένα διευρυμένο ελληνικό
έθνος, το οποίο θα περιελάμβανε και ένα μέρος των λοιπόν Βαλκανίων,
ευρισκόμενοι οι ίδιοι κάτω από την οθωμανική κατοχή. Εξάλλου η ίδια η γεωγραφία
των Βαλκανίων δεν ευνοούσε κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και ήδη από την ύστερη
βυζαντινή εποχή θα αρχίσει ο διαμελισμός των Βαλκανίων, ενώ οι Έλληνες
Βυζαντινοί δεν θα επιτύχουν την ενσωμάτωση /αφομοίωσή τους.
Οι Έλληνες έμποροι, οι
Φαναριώτες, οι λόγιοι στα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη δεν είχαν ρίζες στην
εγχώρια παραγωγή –γενικότερα οι Έλληνες δεν διέθεταν πληθυσμούς ριζωμένους στην
αγροτική και τη βιοτεχνική παραγωγή– και όπου δοκίμασαν να αποκτήσουν, όπως στη
Μοσχόπολη, εξοντώθηκαν από το οθωμανικό σύστημα. Οι Έλληνες της βαλκανικής
διασποράς κινούνταν στην επιφάνεια των ανταλλαγών, της διοίκησης, της
εκπαίδευσης. Και μια μακρόχρονη επανάσταση μπορούσε να διεξαχθεί μόνο με τη
συμμετοχή, την επιμονή, τις θυσίες των λαϊκών μαζών, της αγροτιάς πριν απ’ όλα,
γι’ αυτό και η ελληνική επανάσταση θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος στη Νότια
Ελλάδα και τα νησιά.
Εξάλλου, σε πλήρη αντίθεση με
τις σχηματικές αντιλήψεις πολλών «εθνοαποδομιστών», ο Ρήγας δεν «συμμάχησε» με
τους Γάλλους και τη Γαλλική Επανάσταση, ούτε ενστερνίστηκε την ιδεολογία της,
για να εγκαταλείψει τη σταθερά της ρωσοτουρκικής αντιπαράθεσης, που τόσο βάθος
είχε στην ιστορία και τις γεωπολιτικές πραγματικότητες της περιοχής:
Ο «πόλεμος των τριών
ιμπερίων», όπως τον έλεγαν τότε, κι όπως ο ίδιος ο Ρήγας τον ονομάζει, η εκστρατεία
δηλαδή της ρωσικής και της αυστριακής αυτοκρατορίας για τον διαμελισμό της
οθωμανικής (1787-1792), θεωρήθηκε, όπως ήταν πολύ φυσικό, κοσμοϊστορικό γεγονός
για την εποχή εκείνη και αποφασιστική καμπή για το μέλλον της Βαλκανικής. Οι
Έλληνες με συγκρατημένη ανάσα παρακολουθούν την εξέλιξή του και ο Ρήγας
σημειώνει στους χάρτες του τους μεγάλους σταθμούς των πολεμικών αυτών
επιχειρήσεων. Στη μεγάλη Χάρτα του, αν και τυπώθηκε αργότερα (1797), βλέπουμε
με συγκίνηση να σημειώνονται τα πεδία των μαχών του αυστρορωσοτουρκικού
πολέμου. Τα πολεμικά αυτά γεγονότα, που τα ’ζησε ο ίδιος από πολύ κοντά, του
είχαν προξενήσει τόση εντύπωση!... Μια λόγχη κι ένα γιαταγάνι, τοποθετημένα
χιαστί, το όνομα του τόπου, ημερομηνία και χρονολογία πλάι τους, παριστάνουν τα
πεδία των μαχών του κοσμοϊστορικού αυτού πολέμου [ ] Εκτός από τα πεδία των
μαχών, με μια λόγχη και ένα γιαταγάνι πάλι, τοποθετημένα όμως όρθια και
παράλληλα και πλεγμένα μ’ έναν κλάδο ελιάς, παριστάνει επίσης και σημειώνει στη
Χάρτα τους τόπους όπου υπογράφτηκαν οι συνθήκες ανακωχής των επιχειρήσεων ή οι
συνθήκες ειρήνης. [ ] Πιο κάτω, στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, στα νοτιοδυτικά
της Βάρνας, δεν έχει παραλείψει το ασήμαντο χωριό όπου υπογράφτηκε η συνθήκη
ειρήνης του προηγούμενου ρωσοτουρκικού πολέμου, η γνωστή συνθήκη του Κιουτσούκ
Καϊναρτζή.[ ]
Είναι αναμφισβήτητο λοιπόν ότι
έζησε από κοντά ο Ρήγας τα πολεμικά αυτά γεγονότα και τα θεώρησε
αξιομνημόνευτους ιστορικούς σταθμούς για την εποχή του και για το μέλλον της
Βαλκανικής και του ελληνισμού ιδιαίτερα. Στους χάρτες του [ ] σημείωσε ακριβώς
τα δυσάρεστα για την Τουρκία πολεμικά γεγονότα και φρόντισε να απαθανατίσει
τόπους, χρονολογίες και γεγονότα που είχαν αναπτερώσει κάποτε τις ελπίδες των
υποδούλων κι εξακολουθούσαν πάντα να θυμίζουν τις νίκες των χριστιανικών όπλων
κατά του σουλτάνου11.
Ωστόσο όμως τα γεγονότα
βιάζουν, καλπάζουν, τον Ιούνιο του 1797 ο στρατηγός Ζαντιγύ, ο περιβόητος
«Γεντίλης», αποβιβάζεται στην Κέρκυρα και κυκλοφορεί μια προκήρυξη όπου, αφού
καλούσε τους Έλληνες να αποδώσουν «εἰς τό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων
τήν πρώτη του λαμπρότητα καί δόξαν, κάμνοντες νά ἀποκτήση πάλιν τήν παλαιάν του δύναμιν καί ἐνέργειαν!», τους υποσχόταν «έξ ὀνόματος
τοῦ Γενεράλη Βοναπάρτε καί τῆς Ρεπούβλικας τῶν Φραντζέζων, ἡ ὁποία εἶναι
φυσική σύμμαχος καί βοηθός ὀλωνῶν τῶν ἐλευθέρων λαῶν, μεγάλες καί ἐπίσημες εὐεργεσίες».
Ο Ρήγας αποφασίζει να περάσει στην ανοικτή επαναστατική δράση και ετοιμάζει
πυρετωδώς την επαναστατική του Προκήρυξη, τη Νέα Πολιτική Διοίκησι και τον
Θούριο τα οποία τυπώνει κρυφά τις νύκτες του Οκτωβρίου στο τυπογραφείο των
αδελφών Πουλίου. Στην τελευταία του επιστολή προς τον σύντροφό του Κορωνιό,
στην Τεργέστη, αφού έχει πληροφορηθεί την «απελευθέρωση» των Ιονίων, στις 5
Αυγούστου 1797, ο τόνος γίνεται πλέον ασθματικός και επείγων, «δὲν εἶναι πλέον καιρὸς διὰ βιβλία»:
Ἀπὸ
Βουκουρέστι μὲ γράφουν οἱ φίλοι
μας Θεσσαλοί, Ἠπειρώταις καὶ Ἀθηναίοι· βρυχώνται ὡσὰν λιοντάρια! Μὲ λέγουν ὅτι δὲν εἶναι πλέον καιρὸς διὰ
βιβλία, ἀλλὰ πρέπει
να πλεύσω εἰς τὴν
πατρίδα καὶ να γράψω εἰς αὐτοὺς τὴν ὥραν τῆς ἀναχωρήσεώς
μου, ἐπειδὴ καὶ αὐτοὶ
μισεύουν ὀγλήγορα εἰς τὸν τόπον τους12.
Η τετρασέλιδη προκήρυξη είναι
ένα επαναστατικό μανιφέστο που έχει ως προμετωπίδα τα συνθήματα της Γαλλικής
Επανάστασης, «Ἐλευθερία-Ἰσοτιμία-Ἀδελφότης» και καλεί σε εξέγερση τον λαό «ἀπόγονο τῶν Ἑλλήνων ὅπου κατοικεῖ τήν Ρούμελην, τήν Μικρὰν Ἀσίαν, τὰς
Μεσογείους Νήσους καί τήν Βλαχομπογδανίαν» και όλους «ὄσοι στενάζουν ὑπό τήν δυσφορωτάτην τυραννίαν τοῦ οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμοῦ». Ἡ Νέα Πολιτική Διοίκησις τῶν κατοίκων τῆς Ρούμελης, τῆς Μ. Ἀσίας, τῶν
Μεσογείων Νήσων καί τῆς Βλαχομπογδανίας που ακολουθεί,
περιγράφει το νέο Σύνταγμα της «Ελληνικής Δημοκρατίας», που στηρίζεται στις
αρχές της ανεξιθρησκείας, της ισότητας, της ελευθερίας, της αντιπροσώπευσης,
της κατάργησης των χρεών, του δικαιώματος στην εκπαίδευση, και περιλαμβάνει,
όπως φαίνεται από τον τίτλο της, την «Ρούμελη», δηλαδή την ελληνική χερσόννησο,
τη Μ. Ασία, τα νησιά και τις ηγεμονίες, δηλαδή τον «βυζαντινό» ελληνικό χώρο.
Στο πρώτο άρθρο περί της Δημοκρατίας του κυρίως «Συντάγματος», που ακολουθεί τα
«δικαιώματα του ανθρώπου», τονίζεται πως «Ἡ Ἑλληνική Δημοκρατία εἶναι
μία, μ’ ὅλον ὅπου
συμπεριλαμβάνει εἰς τόν κόλπον της διάφορα γένη καί
θρησκείας[ ] εἶναι ἀδιαίρετος,
μ’ ὅλον ὅπου
ποταμοί καί πελάγη διαχωρίζουν τές ἐπαρχίες
της, αἱ ὁποίαι ὅλαι εἶναι ἕνα
συνεσφιγμένον ἀδιάλυτον σῶμα»13.
Ο Θούριος είναι το ιδεολογικό
πρόγραμμα του Ρήγα, η μεταγραφή της Πολιτικής Διοικήσεως σε στίχους, και
παράλληλα μια παρέμβαση στη γενικότερη ιδεολογικοπολιτική συγκυρία:
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
Νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον ἐπάνω στὸ Σταυρόν.
Σᾶς κράζει ἡ πατρίς μας, σᾶς θέλει, σᾶς πονεῖ,
Ζητᾶ τὴν συνδρομήν σας μὲ μητρικὴν φωνήν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμόν,
Νὰ βάλλωμεν εἰς ὅλα νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Ὁ νόμος ν᾿ ἆν᾿ ὁ πρῶτος καὶ μόνος ὁδηγός.
Καὶ τῆς πατρίδος ἕνας νὰ γείνῃ ἀρχηγός,
Γιατί κ᾿ ἡ ἀναρχία ὁμοιάζει τὴ σκλαβιά,
Νὰ ζῶμεν σὰ θηρία, εἶνε σκληρὴ φωτιά.[ ]
Ὦ Βασιλεῦ τοῦ Κόσμου ὁρκίζομαι σὲ Σὲ,
Στὴν γνώμην τῶν τυράννων νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους νὰ μὴ παραδοθῶ.
Ἐνόσω ζῶ στὸν Κόσμον ὁ μόνος μου σκοπὸς,
Γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὰ ἧναι
σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν
Πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγὸν,
Ἀχώριστος γιὰ νὰ ἧμαι ἀπὸ τὸν Στρατηγόν.
Εδώ όντως βρίσκεται
συμπυκνωμένο ένα πρόγραμμα δημοκρατικής διακυβέρνησης, μιας «Ελληνικής
Νομαρχίας», όπως θα πει ο Ανώνυμος μερικά χρόνια αργότερα: Ο «όρκος στον
σταυρό», οι «νόμοι», οι εκπρόσωποι του λαού, οι «σύμβουλοι» που λογοδοτούν, η
άρνηση της τυραννίας. Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να υποπτευθεί ότι οι αναφορές
στην «αναρχία» και την πίστη στον «στρατηγό» δεν αποτελούν μόνον ή απλώς
ιδεολογικές αναφορές, όπως υπογραμμίζουν πολλοί μελετητές, αλλά και πιθανές
νύξεις πάνω στις εξελίξεις της Γαλλικής Επανάστασης: Ο Ρήγας, τωόντι, μοιάζει
να καταδικάζει την τρομοκρατία (την «αναρχία») και να υποστηρίζει τον
Ναπολέοντα, όπως εξάλλου κάνει την ίδια περίοδο στη Γαλλία και ο Αδαμάντιος
Κοραής. Αν όχι άμεσα, αλλά τουλάχιστον ως γενική ιδεολογική αναφορά. Μια τέτοια
εύλογη και μάλλον προφανής ερμηνεία ενισχύει τη διασύνδεση που επιχειρήσαμε ήδη
ανάμεσα στις ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις του Ρήγα της τελευταίας περιόδου
και τις εξελίξεις της Γαλλικής Επανάστασης. Όσο δε για τη σχέση με τη Ρωσία,
στον στρατό της οποίας πολλοί Έλληνες υπηρετούσαν, παύει πλέον να αποτελεί την
παραδειγματική «πατρίδα» των Ελλήνων. Οι Έλληνες πρέπει να επιστρέψουν στη δική
τους πατρίδα και να πάψουν να κρεμούν «φούντα, για ξένον στο σπαθί»:
Ὅσ᾿ ἀπ᾿ τὴν
τυραννίαν, πῆγαν στὴ
ξενιτειά,
Στὸν τόπον του καθένας ἂς ἔλθῃ τώρα πιά.
Ἡ Ῥούμελη τοὺς κράζει μ᾿ ἀγκάλαις ἀνοικτὰς,
Τοὺς δίδει βιὸ καὶ τόπους, ἀξίας καὶ τιμάς.
Οι Έλληνες πρέπει να πάψουν να
προσβλέπουν σε απελευθέρωση από τους Ρώσους αποκλειστικά· εξάλλου για τον Ρήγα
η σχέση με τη νέα «ιδεολογική» πατρίδα, την επαναστατική Γαλλία, δεν φτάνει στη
δημιουργία ενός καινούργιου έθνους, τους «Γραικογάλλους», που οραματίζεται στον
ενθουσιασμό του ο Κοραής, αλλά στη χρήση της συγκυρίας από τους Έλληνες: ο
Βοναπάρτης ως μοχλός για την ανατροπή της οθωμανικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό καλεί
και τους «οφφικιάλους» των ξένων βασιλέων να επιστρέψουν στη «δική τους φυλή»
και να γίνουν «στύλοι» της. Ο Λάμπρος Κατσώνης, συνταγματάρχης του ρωσικού
στρατού, λίγα χρόνια πριν, το 1792, θα αψηφήσει τη Συνθήκη του Ιασίου με την
οποία η Ρωσία έκλεινε ειρήνη με την Τουρκία αγνοώντας τους επαναστατημένους
Έλληνες και θα κυκλοφορήσει την Φανέρωσι τοῦ ἐξοχότατου χιλιάρχου καί ἰππέος Λάμπρου Κατσώνη, με την οποία
διαμαρτυρόταν για την ρωσοτουρκική ειρήνη, και θα συνεχίσει μόνος του, για ένα
διάστημα, τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Αυτόν τον Έλληνα ήρωα, που είχε και
πάλι καταφύγει στη Ρωσία, χρειάζεται μαζί του ο Ρήγας όταν απευθύνεται στους
Έλληνες άμεσα, συγκεκριμένα, σε ένα άσμα πολεμιστήριο και εθνεγερτικό· εκεί
αναφέρει σχεδόν έναν προς έναν τους καπετανέους και τους κλέφτες που με το όπλο
στο χέρι πολεμούν τους Τούρκους και γίνεται «εθνοκεντρικά» σαφής και αιχμηρός:
Ὕμνος πατριωτικός της Ἑλλάδος
καί ὅλης της Γραικίας
πρός ξαναπόκτησιν τῆς αὐτῶν Ἐλευθερίας
Ὅλα τά ἔθνη
πολεμοῦν / καί στούς Τυράννους
τους ὁρμοῦν,
ἐκδίκησιν γυρεύουν / καί τούς ἐξολοθρεύουν·
καί τρέχουν γιά τήν δόξαν / μέ
χαρά στή φωτιά!
Ὁ Μπότζαρης ἀνδρείως /
Ἐνίκησε μέ δόξαν /
Τήν Τουρκιά, μπρέ παιδιά
Μπουκουβαλαίοι ξακουστοί[ ]
/Τυράννους Ὀθωμά-νους/
Τούς ἔχουν σά γαϊδάρους
Ὁ Δράκος εἶναι
τρομερός /
Κι ὁ Καραϊσκος τολμηρός
Ὁρμοῦν εἰς τήν Τουρκίαν/ Χωρίς καμμίαν δειλίαν,
Σκοτώνουν τούς Τυράννους [ ]
Διὲς τόν Κολοκοτρώνη / Πόσους ἐχθρούς σκοτώνει [ ]
Ἁρπάξατε τώρα σπαθιά / καί τρέξατε σάν τά
θεριά.
Χυθῆτε στήν Γραικίαν, / βγάλτε τήν Τυραννίαν
Καί δότε Λευθερίαν, / μέ χαρά,
μπρέ παιδιά!
Παράλληλα δε με τον Θούριο,
που μέσα σε λίγους σχετικά στίχους καταγράφει με εκπληκτική πυκνότητα και
σαφήνεια ολόκληρο το ιδεολογικό πρόγραμμα του Ρήγα, ετοιμάζει τη Μεγάλη Χάρτα
σε δώδεκα φύλλα, έναν άθλο γνώσης, πολυμάθειας και τυπογραφικής επιστήμης. Και
το πρώτο φύλλο είναι η Επιπεδογραφία της Κωνσταντινουπόλεως.
Μνημείο πραγματικό για την
εποχή του το μεγαλόπνοο αυτό έργο του Ρήγα και άθλος εκδοτικός, έργο
ακατάβλητης υπομονής και εργατικότητας, πολύχρονης μελέτης και καταπληκτικής
πολυμαθείας, ερχόταν να δείξει παραστικότατα την έκταση και την ακτινοβολία του
αρχαίου και νέου ελληνισμού, ν’ αναγράψει τις αρχαίες ελληνικές ονομασίες πλάϊ
στα σημερινά ονόματα, να θυμίσει όλα τα ιστορικά γεγονότα, πολέμους και νίκες
«κατά των βαρβάρων», πολιτείες, κάστρα και λείψανα της προγονικής δόξας, να
διδάξει στον υπόδουλο ελληνισμό «τι έχασε, τι έχει, τι του πρέπει». Πραγματική
πατριδογνωστική εγκυκλοπαίδεια, είναι κατάφορτη από κάθε λογής πληροφορίες,
σχεδιαγράμματα, αρχαία νομίσματα, καταλόγους ενδόξων ανδρών, βυζαντινών
αυτοκρατόρων κ.λπ. Τίποτε δεν έχει μείνει κενό. Στα περιθώρια, στις θάλασσες,
σε κάθε γωνία έχουν τοποθετηθεί ιστορικές παραστάσεις, [ ] κάθε τι που μπορούσε
ν’ ανακαλέσει στη μνήμη των ραγιάδων την προγονική τους ιστορία και δόξα14.
Ανάλογα λοιπόν με την εποχή,
την ιδεολογική και πολιτική συγκυρία, φωτίζονται διαφορετικές πλευρές ενός
έργου, που παρά την πολύ σύντομη ενεργό εκδοτική και πολιτική δραστηριότητα του
Βελεστινλή (από το 1790-91 έως το 1798) πρόλαβε κιόλας να είναι πολύπλευρο και
συνθετικό: εκδότης, διαφωτιστής, συγγραφέας, συνωμότης, επαναστάτης και
μάρτυρας. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης ο Ρήγας, και απολύτως φυσιολογικά,
ήταν σχεδόν αποκλειστικά ο πρόδρομος, ο μάρτυρας της εθνικής ιδέας, ο
συγγραφέας του Θούριου που βρισκόταν στα χείλη όλων των Ελλήνων. Σε ένα μεγάλο
μέρος του 19ου αιώνα, πριν αρχίσει η διαμάχη για το Μακεδονικό, θα γίνει ο
απόστολος και ο πρόδρομος της βαλκανικής ιδέας, της Βαλκανικής Ομοσπονδίας, που
θα συνεγείρει τον Παναγιώτη Πανά, τον Ανδρέα Ρηγόπουλο και τόσους άλλους
δημοκράτες και επαναστάτες. Το ίδιο θα συμβεί και πάλι στον Μεσοπόλεμο, χωρίς
όμως ποτέ να χάσει την ταυτόχρονη ιδιότητα του Έλληνα πρωτομάρτυρα της
Επανάστασης15. Ακριβώς γι’ αυτό ο Κορδάτος, στη «μακεδονική» φάση του ΚΚΕ16, θα
τον ανακηρύξει, όπως δείξαμε, «πρόδρομο του ελληνικού ιμπεριαλισμού στα
Βαλκάνια», διότι έβλεπε ελληνική πρωτοκαθεδρία στην κοινή βαλκανική προσπάθεια
που οραματιζόταν. Το 1945, όταν η ελληνική Αριστερά θα έχει αναβαπτιστεί στην
Αντίσταση θα έχει ηγηθεί στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και ενώ θα προωθείται
το αίτημα μιας υπό σοσιαλιστική ηγεσία βαλκανικής ομοσπονδίας, ο Κορδάτος θα…
ξαναγράψει το ίδιο βιβλίο, επιμένοντας πλέον σε θετική αποτίμηση του Ρήγα.
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα ο
Ρήγας θα παραμένει σύμβολο της Αριστεράς, ως εκφραστής μιας ριζοσπαστικής
δημοκρατικής αντίληψης και φορέας ενός πνεύματος βαλκανικής συνεννόησης, τη
στιγμή που η Δεξιά θα επικεντρώνει στον σλαβικό κίνδυνο, για την οποία ο Ρήγας
θα είναι απλώς ο πρωτομάρτυρας της «εθνικής επανάστασης».
Κανείς ωστόσο δεν
είχε διανοηθεί να αποτολμήσει μια συνολική στρέβλωση του Ρήγα και όχι απλώς τον
τονισμό ενός ή άλλου σημείου όμοιου με εκείνον που θα πραγματοποιήσουν οι
αποδομιστές της μεταπολιτευτικής περιόδου. Από κείμενο σε κείμενο, από μελέτη
σε μελέτη, από βιβλίο σε βιβλίο, ο Ρήγας μεταβάλλεται σταδιακώς σε έναν απλό
οπαδό των Δυτικών Φώτων, εμμανή της Γαλλικής Επανάστασης, οικουμενιστή χωρίς
εθνική ταυτότητα, που προπαγάνδιζε την αδελφοσύνη των λαών, ακόμα και με τους
Τούρκους κατακτητές, ιδεοτυπικό σύμβολο μιας εθνοαποδομητικής ιστοριογραφίας.
Διότι βέβαια ο τουρκοφάγος Κολοκοτρώνης, ο εθνοκεντρικός Μακρυγιάννης ή ο
Καραϊσκάκης με τη διαβόητη πυραμίδα του, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως
ανάλογα σύμβολα. Γι’ αυτό θα χαθούν από το προσκήνιο της «νέας ιστοριογραφίας»
της μεταπολίτευσης, και τη θέση τους θα καταλάβουν σταδιακώς οι λόγιοι. Πλέον
δεν πρόκειται για την εποχή της Παλιγγενεσίας, αλλά εκείνη του «Διαφωτισμού»…
Οι γραφιάδες έπαιρναν την εκδίκησή τους από τους αγωνιστές! Γι’ αυτό και θα πρέπει
να αμβλυνθούν οι αγωνιστικές διαστάσεις του Ρήγα, να διογκωθεί η σημασία του
μεταφραστικού του έργου, να υποτιμηθεί ή να αμφισβητηθεί η σημασία άλλων
εκδόσεών του (όπως εκείνη του Αγαθάγγελου), να ξεχαστεί η προτεραιότητα της
επαναστατικής του πρακτικής και του μαρτυρίου του. Εντέλει να αποκρυβεί η
συνθετικότητα της μορφής και του έργου του.
Ετικέτες
ΕΞΕΧΟΝΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΥΠΟΔΟΥΛΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ,
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ 21,
Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ,
Η ΡΩΜΑΝΙΑ,
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ,
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ,
ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ
Related Posts: ΕΞΕΧΟΝΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΥΠΟΔΟΥΛΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ,
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ 21,
Η ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ,
Η ΡΩΜΑΝΙΑ,
Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ,
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ,
ΡΗΓΑΣ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗΣ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου