Δευτέρα 13 Μαΐου 2013
Ο τελευταίος αιώνας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1354-1453)
Ο τελευταίος αιώνας της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1354-1453)
Tό έτος 1354 στό
θρόνο της Βασιλεύουσας βρίσκεται ο Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος, γιός του
Ανδρόνικου Γ' καί της Άννας της Σαβοΐας. Όμως τό κράτος πού διοικεί είναι μόνο
κατ'όνομα αυτοκρατορία καί στήν πραγματικότητα είναι υποτελές στούς Τούρκους. Η
παρακμή είναι αποκαρδιωτική. Η ηγεσία είναι ανάξια, διεφθαρμένη, άτολμη,
εκλιπαρεί τή Δύση γιά βοήθεια καί υπακούει τυφλά στόν Οθωμανό σουλτάνο. Ο λαός
είναι μαλθακός, χωρίς εθνική συνείδηση, δέν μάχεται τόν εισβολέα ο οποίος
κατακτά τήν μία πόλη μετά τήν άλλη καί έχει πλέον εισβάλει καί στά ευρωπαϊκά
εδάφη του Βυζαντίου.
(Η κατάσταση
των παραγμάτων του 14ου αιώνα αυτόματα παραπέμπει τόν αναγνώστη στήν σημερινή
πραγματικότητα. Καί σήμερα έχουμε ένα διεφθαρμένο κράτος χωρίς θαρραλέα ηγεσία
πού υπακούει τυφλά τήν Δύση καί ασπάζεται τίς επιθυμίες των Οθωμανών οι οποίοι
διακαώς επιζητούν νά εισχωρήσουν στήν Ευρώπη. Ο λαός είναι ανιστόρητος,
αδιάφορος, τόν ενδιαφέρει η καλοπέραση, η ευκαιριακή αύξηση του μισθού καί σάν
υπνωτισμένος παρακολουθεί τίς εξελίξεις. Οι ηγέτες του επιθυμούν δυνατή καί
Ευρωπαϊκή Τουρκία, αλλά δύσμοιρη Ρωμιοσύνη, ισχυρά Τουρκία σημαίνει ασθενής
Ελλάδα.
Οι ηγέτες
επιθυμούν παγκοσμοιοποίηση καί πολιπολιτισμό, αλλά δύσμοιρε λαέ ο πολυπολιτισμός
πού σου υπόσχονται είναι αντίστοιχος του πολιπολιτισμού πού ζήσαμε στά χρόνια
της Τουρκοκρατίας. Ανελεύθερος, δεσποτικός καί βάρβαρος. Σου λένε νά ζήσουμε
χωρίς σύνορα, χωρίς σημαίες, χωρίς θρησκείες, χωρίς εθνικότητα, νά συνυπάρξουμε
πολλοί λαοί μαζί, όπως τότε, μόνο πού τώρα θά είμαστε όχι κάτω από τήν σκέπη
του σουλτάνου αλλά κάτω από τήν σκέπη των πολυεθνικών, των εταιρειών
πετρελαίου, των βιομηχανιών του πολέμου, του αμπεπλουτισμένου ουρανίου καί του
λευκού φωσφόρου, του Αμερικανικού Πενταγώνου, των υποκριτών της Ευρωπαϊκής
Επιτροπης. Ξεχνούν νά σου πούνε μία λεπτομέρεια. Οτι μαζί μέ τόν εθνισμό μας
καί τήν ταυτότητά μας θά χάσουμε τήν Δημοκρατία καί μαζί μέ αυτή τήν Eλευθερία
μας. Ελευθερία καί Δημοκρατία πού κερδίσαμε όταν κάναμε τήν Eθνικιστική μας
Eπανάσταση καί επαναφέραμε τήν σημαία μας, τήν θρησκεία μας, τά σύνορά μας καί
τίς παραδόσεις μας. Νά μήν ξεχνάμε ότι η παγκοσμοιοποιήση εφαρμόστηκε μέ τό
όνομα διεθνισμός από τούς κομμουνιστές καί οδήγησε σέ ένα σύστημα πού παρήγαγε
σκλάβους. Θά πετύχουν τώρα οι καπιταλιστές πιό δίκαιο διεθνιστικό σύστημα;)
Εν τω μεταξύ, στόν
14ο αιώνα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων ξεπουλά τήν πίστη του καί εξισλαμίζεται
γιά νά ζήσει μέ άνεση καί ασφάλεια κάτω από τήν αιγίδα της νέας αυτοκρατορίας
πού γεννιέται πάνω στό σώμα της παλιάς πού αργοπεθαίνει. Η Εκκλησία αγκυλωμένη
στά δόγματα της, ενδιαφέρεται μόνο νά διατηρήσει τά κτήματά της καί τόν πλούτο
των μοναστηριών της, μοναστήρια πού είναι γεμάτα από νέους ανθρώπους οι οποίοι
αντί νά πολεμήσουν γιά τό χώμα των πατεράδων τους, ζούν άνετα από τόν κόπο των
αγροτών πού καλλιεργούν τά απέραντα εκκλησιαστικά κτήματα.
Ο Ιωάννης ήταν
πεπεισμένος πως μόνο μέ βοήθεια από τήν χριστιανική Δύση θά μπορούσε νά διώξει
τους Τούρκους εισβολείς. (Ένα ολέθριο λάθος τό οποίο τό πληρώνε καί τό πληρώνει
ακριβά η Ρωμιοσύνη). Έτσι άρχισε νά μεταβιβάζει τμήματα της αυτοκρατορίας του
στούς δυτικούς.
Τό 1355 παρεχώρησε
τή Λέσβο στόν Γενουάτη Gattilusio καί τήν Χίο στή οικογένεια του επίσης
Γενουάτη Ιουστινιάνη. Τό ίδιο έτος έστειλε επιστολή στόν πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ'
ζητώντας ενισχύσεις καί δίδοντας ταυτόχρονα υπόσχεση γιά τήν υποταγή της
Ορθόδοξης Εκκλησίας στήν εξουσία της Ρώμης. Στό μεταξύ στή Θράκη η πίεση των
Τούρκων γίνoταν πιό αισθητή. Ο γιός του σουλτάνου Ορχάν, Σουλεϊμάν, λεηλατούσε
τίς πόλεις της Θράκης, παίρνοντας μαζί του αιχμαλώτους καί γυναίκες γιά τά
χαρέμια του, ενώ τό 1360 κατέλαβε τό Διδυμότειχο, τό 1362 τήν Αδριανούπολη,
καί τό 1363 τή Φιλιππούπολη.
Είχε προηγηθεί η Καλλίπολη
τό 1354, όταν επωφελούμενος από ένα ισχυρό σεισμό πού κατέστρεψε τά τείχη
της, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά, τήν κατέλαβε καί εγκαταστάθηκε φέρνοντας μαζί του
πολλούς Τούρκους εποίκους. Η επίκοιση συνηθίζονταν από τους Οθωμανούς ώστε νά
οικοιοποιούνται ευκολότερα τίς περιοχές πού κυρίευαν. Τό 1362 πέθανε ο Ορχάν
καί τόν διαδέχτηκε ο επίσης δραστήριος γιός του Μουράτ ο οποίος έκανε τήν Αδριανούπολη
πρωτεύουσά του καί εγκατέστησε στήν περιοχή Τούρκους διώχνοντας από εκεί τους
ντόπιους πού μεταφέρθηκαν βίαια στή Μικρά Ασία.
Ο Ιωάννης προσπάθησε μέσω
συμμαχιών νά αντιμετωπίσει τήν κατάσταση καί έστειλε στίς Σέρρες τόν πατριάρχη
Κάλλιστο, νά διαπραγματευτεί μέ τή χήρα του Δουσάν. Ο ξαφνικός όμως θάνατος του
πατριάρχη δεν επέτρεψε τήν ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Οι συνεννοήσεις
επίσης μέ τίς ιταλικές ναυτικές δυνάμεις δέν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Τό μόνο
πού πέτυχε στή φάση αυτή ο Ιωάννης Ε' ήταν νά υποκινήσει μία δυτική σταυροφορία
μετά από επαφές μέ τόν πάπα Ουρβανό Ε' (1362-70) μέ επικεφαλής τό βασιλιά της
Κύπρου, Πέτρο Α'.
Η Σταυροφορία όμως
πού ξεκίνησε τό 1365 στράφηκε κατά της Αιγύπτου καί όχι εναντίον των Τούρκων
απογοητεύοντας έτσι τίς προσδοκίες του Ιωάννη.
Μετά τήν αποτυχία των πρώτων
διπλωματικών ενεργειών ο Έλληνας βασιλιάς αποφάσισε νά μεταβεί αυτοπροσώπως
στήν Ουγγαρία, γιά νά ζητήσει βοήθεια. Αυτό δέν είχε προηγούμενο γιατί κανένας
προηγούμενος Βυζαντινός αυτοκράτορας δέν είχε ρίξει τήν υπερηφάνεια του ή τήν
αξιοπρέπεια του σέ τέτοιο βαθμό. Θεωρούταν δεδομένο ανέκαθεν οι μικρότεροι
πρίγκιπες νά υποβάλλουν τά σέβη τους στόν ένα καί αληθινό αυτοκράτορα της
Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ιωάννης Ε' έφτασε στή Βούδα τήν άνοιξη του 1366, οι
συζητήσεις όμως με τό βασιλιά της Ουγγαρίας Λουδοβίκο βρήκαν εμπόδιο στο ζήτημα
της Ένωσης που ο τελευταίος έθετε ως προϋπόθεση γιά οποιαδήποτε κίνηση εναντίον
των Τούρκων. Χωρίς νά πετύχει τίποτε ουσιαστικά ο Ιωάννης Ε' έφυγε από τή
Βούδα. Καθώς βάδιζε όμως πρός τήν Κωνσταντινούπολη αναγκάστηκε νά σταματήσει
στό Βιδίνιο, επειδή οι Βούλγαροι του απαγόρευσαν τή δίοδο από τά εδάφη τους.
Από τή δύσκολη θέση έβγαλε τό βυζαντινό αυτοκράτορα ο εξάδελφός του κόμης Αμεδαίος
Στ' της Σαβοΐας. Ο επονομαζόμενος "πράσινος κόμης" παρουσιάστηκε
τόν Ιούλιο του 1366 στόν Ελλήσποντο (Δαρδανέλια), απέσπασε από τους Τούρκους
τήν Καλλίπολη καί στή συνέχεια στράφηκε εναντίον της Βουλγαρίας καί υποχρέωσε
τους Βουλγάρους νά απελευθερώσουν τον Ιωάννη Ε' καί επιπλέον νά αναγνωρίσουν
τήν κυριαρχία των Βυζαντινών στή Σωζόπολη, τή Μεσημβρία καί τήν Αγχίαλο.
Στις αρχές του 1367,
ο Ιωάννης Ε' γύρισε στήν Κωνσταντινούπολη. Λίγο αργότερα έφτασε εκεί καί ο
Αμεδαίος Στ', γιά νά συνεχίσει τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις εναντίον των
Τούρκων. Δέ διέθετε ωστόσο αρκετές δυνάμεις καί γι' αυτό αναγκάστηκε τό
καλοκαίρι του 1367 νά επιστρέψει στή χώρα του, αφού πρώτα παρότρυνε τόν Ιωάννη
Ε' νά αποτανθεί γιά βοήθεια στόν πάπα προωθώντας ενωτικές διαπραγματεύσεις.
Για άλλη μια φορά ο Ιωάννης Ε' ανέλαβε νά ταξιδέψει ο ίδιος για νά ζητήσει
βοήθεια. Το καλοκαίρι του 1369 ξεκίνησε για τή Ρώμη καί στίς 18 Οκτωβρίου του
ίδιου έτους υπέγραψε εκεί τήν ομολογία της καθολικής πίστης. Ο ιστορικός Donald
Nicol μάς περιγράφει γλαφυρά τήν τελετή πού έλαβε χώρα: "Ο πάπας
περιστοιχιζόμενος απ'όλους τούς Καρδινάλιους, κάθισε στό θρόνο του, στήν κορυφή
των σκαλοπατιών του Αγίου Πέτρου γιά νά δεχτεί τήν ταπεινή υποταγή του
Αυτοκράτορα των Γραικών. Ο Ιωάννης γονάτισε τρείς φορές καί φίλησε τό πόδι του
πάπα, τά χέρια καί τό στόμα."
Οποία αισχύνη γιά τόν διάδοχο των Μακεδόνων καί των Κομνηνών! Οι απόγονοι των αρχόντων έγιναν ζητιάνοι καί οι δικοί τους
απόγονοι θά γίνονταν ραγιάδες.
Παρ'όλη τήν ντροπή
καί τήν ταπείνωση ουδέποτε οργάνωσε η Δύση μία σοβαρή σταυροφορία γιά νά διώξει
τούς ασιάτες εισβολείς από τά χώματα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας.
Ο Ιωάννης Ε' τόν Μάρτιο του
1370 άφησε τήν Ρώμη, πέρασε τήν Νεάπολη, τήν Αγκόνα καί έφτασε στήν Βενετία.
Ήταν ο πρώτος Βυζαντινός αυτοκράτορας πού επισκέπτοταν τήν Βενετία. Ο Δόγης
όμως τόν υποδέχτηκε ψυχρά γιατί ο Γραικός του χρωστούσε ήδη πολλά καί δέν είχε
ούτε καί τά χρήματα γιά νά πληρώσει τό ταξίδι της επιστροφής! Ο γιός του,
Ανδρόνικος Δ' πού ενεργούσε ως αντιβασιλέας στήν Κωνσταντινούπολη δέν έστελνε
χρήματα στόν πατέρα του ο οποίος έταξε στούς Βενετούς τό νησί της Τενέδου
προκειμένου νά του δώσουν πλοία καί δουκάτα. Ετσι αφειδώς μοίραζε ο Γραικός
ηγέτης τά Αιγαιοπελαγίτικα νησιά.
Τελικά ο δεύτερος
γιός Μανουήλ έσπευσε στήν Βενετία από τή Θεσσαλονίκη, καταμεσής του χειμώνα, μέ
χρήματα καί επέστρεψε μέ τόν πατέρα του στήν Κωνσταντινούπολη τόν Οκτώβριο του
1371.
Υστερα από τή μόνιμη εγκατάστασή τους στή Θράκη οι Οθωμανοί άρχισαν νά
απειλούν άμεσα καί τήν περιοχή της Μακεδονίας. Οι μόνοι πού έγραψαν άξιες
σελίδες ιστορίας καί έσωσαν τήν τιμή του έθνους τους ήταν οι Σέρβοι. Ο
Σέρβος Δεσπότης των Σερρών Ιωάννης Ουγγλέσης (Ugljesa), διάδοχος του Στέφανου
Ντουσάν, μαζί μέ τόν αδελφό του Βουκασίν (Vukasin), τό Σεπτέμβριο του 1371
οδήγησαν τά στρατεύματά τους 35 χιλιόμετρα δυτικά της Αδριανουπόλεως. Στόν
ποταμό Έβρο (Μαρίτσα), στίς 26 Σεπτεμβρίου 1371, ο τουρκικός στρατός υπό τίς
διαταγές του Χατζηλμπέη καί Λαλασαχίν συνέτριψε τούς Σέρβους καί τά δύο ηρωϊκά
αδέλφια σκότωθηκαν. Σύμφωνα μέ τόν Donald Nicol ο ποταμός κοκκίνησε από τό
αίμα τους.
Η ήττα των Σέρβων
στόν Έβρο είχε καταστρεπτικές συνέπειες στα κράτη της Βαλκανικής. Τό 1372, οι
Σέρβοι, οι Βούλγαροι καί οι Έλληνες αναγνώρισαν την τουρκική επικυριαρχία καί
υποχρεώθηκαν νά πληρώνουν φόρο υποτέλειας καί νά προσφέρουν στρατιωτική
υπηρεσία στο σουλτάνο. Η είσοδος στήν Μακεδονία ήταν πλέον ανοικτή γιά τούς
Τούρκους.
Τό 1373 συνέβη ένα περίεργο γεγονός. Ο γιός του Ιωάννη Ε',
Ανδρόνικος Δ' ένωσε τίς δυνάμεις το μέ τό γιό του σουλτάνου Μουράτ, Σαουντζί
Κελεμπί, καί στράφηκαν εναντίον των πατεράδων τους. Απέτυχαν όμως καί ο Μουράτ
σκότωσε τόν γιό του, ενώ διέταξε τόν Ιωάννη νά κάνει τό ίδιο γιά τό δικό του
γιό. Ο Ιωάννης όμως τύφλωσε τόν Ανδρόνικο καί εγγονό του, Ιωάννη Ζ', κατά
τέτοιο τρόπο ώστε νά ξαναβρούν τήν όραση τους αργότερα. Ακολούθησαν διαμάχες
στήν αυτοκρατορική οικογένεια τίς οποίες υπέθαλπαν Βενετοί, Γενουάτες καί
Τούρκοι καί κατέληξαν σέ ακόμα μεγαλύτερη διάσπαση του ήδη περιορισμένου ελληνικού
κράτους σέ μικρές ηγεμονίες.
Ο Ιωάννης Ε' κράτησε
τήν Κωνσταντινούπολη, ο πρωτότοκος γιός του Ανδρόνικος Δ' πήρε μετά από μία
σύντομη κατάληψη του θρόνου από το 1376 ως τό 1379 τίς πόλεις της θάλασσας του
Μαρμαρά, ο δευτερότοκος γιός του Ιωάννη Ε', Μανουήλ Β' τήν περιοχή της
Θεσσαλονίκης καί ο τριτότοκος γιός του Θεόδωρος Α' τό δεσποτάτο του Μοριά.
Οσο οι ανίκανοι καί ματαιόδοξοι ηγεμόνες των Ρωμιών φιλονικούσαν, ο Μουράτ
ολοκλήρωνε σταδιακά τήν κατάληψη της Βαλκανικής. Τό 1380 κατέλαβε τήν Οχρίδα
καί τό Μοναστήριον, τό 1383 τίς Σέρρες, τό 1385 τή Βέροια, τό 1386 τή Ναϊσσό
(Νίς) καί τή Σόφια καί τό 1387 τή Θεσσαλονίκη. Τόση ήταν η έλλειψη εθνικής
συνείδης του Ελληνισμού ώστε ο Μανουήλ πού ηγείτο της αμύνης στή Θεσσαλονίκη
δέν μπορούσε παρά τούς πύρινους λόγους του νά πείσει τούς Ελληνες υπερασπιστές
της Θεσσαλονίκης νά πολεμήσουν. Τούς εγκατέλειψε καί αυτοί άνοιξαν τίς πύλες
της πόλεως στίς 9 Απριλίου καί τήν παρέδωσαν στούς Τούρκους.
Πάλι οι Σέρβοι
μόνοι προσπάθησαν νά ανακόψουν τήν ορμή των βαρβάρων πού είχαν κατακλύσει πλέον
τά Ευρωπαϊκά εδάφη. Υπό τίς διαταγές του πρίγκηπα Λαζάρου καί του Βούκ
Βράνκοβιτσ, ηγεμόνα του Κοσσυφοπεδίου, συνάντησαν τόν εχθρό στήν πεδιάδα
του Κοσσυφοπεδίου, στίς 15 Ιουνίου 1389.
Η μάχη του
Κοσσυφοπεδίου έγινε σύντομα μέρος των εθνικών παραδόσεων καί των ηρωϊκών
θρύλων. Στήν έναρξη της μάχης οι Σέρβοι νικούσαν καί μάλιστα μέ δόλο κατάφεραν
νά δολοφονήσουν τόν Μουράτ μέσα στήν ίδια του τή σκηνή (ο Μίλο Κομπιλίτσ
παριστάνοντας τόν λιποτάκτη οδηγήθηκε ενώπιον του σουλτάνου καί βύθισε τό
εγχειρίδιό του στήν καρδιά του). Όμως ο γιός του Μουράτ, άξιος διάδοχος καί
γενναίος μαχητής, ο Βαγιαζήτ, ο επονομαζόμενος Κεραυνός (Γιλδιρίμ) σέ μία
ξαφνική αντεπίθεση οδήγησε τό ιππικό, διέσπασε καί τελικά συνέτριψε τούς
Σέρβους. Ο Λάζαρος συνελήφθη καί καρατομήθηκε. Οι Σέρβοι έκλεισαν τό τελευταίο
κεφάλαιο των ηρωϊκών χρόνων μίας ιστορίας πού είχε ανοίξει μέ τήν άνοδο του
Δουσάν. Σερβία, Βουλγαρία καί σχεδόν ολόκληρη η Ελλάδα (Ασιατική καί Ευρωπαϊκή)
ήταν υπό Οθωμανικό ζυγό. Μόνο Τραπεζούντα, Φιλαδέλφεια, Κωνσταντινούπολη μερικά
νησιά του Αιγαίου καί πόλεις της Συλημβρίας καί του Μωριά, ήταν ακόμα σέ
Ελληνικά χέρια. Αμέσως εφαρμόστηκε τό παιδομάζωμα καί ο κεφαλικός φόρος,
σύμφωνα μέ τόν οποίο κάθε μή μουσουλμάνος κάτοικος είχε τήν υποχρέωση νά
πληρώνει τόν οθωμανικό κεφαλικό φόρο (χαράτσι) γιά νά έχει τό δικαίωμα νά
στέκεται τό κεφάλι του στούς ώμους του.
Ο πανίσχυρος
Βαγιαζήτ ήταν ακόμα περισσότερο ειδήμων καί ανηλεής απ' ότι ο πατέρας του.
Ανάγκασε τούς διεκδικητές του θρόνου Ιωάννη Ζ' καί Μανουήλ νά βοηθήσουν στήν
πολιορκία της τελευταίας ελληνικής πόλης της Μικράς Ασίας, της Φιλαδέλφειας,
η οποία είχε επίμονα αρνηθεί νά παραδοθεί. Ο ιστορικός του 15ου αιώνα Λαόνικος
Χαλκοκονδύλης παρατηρούσε γεμάτος θλίψη καί απογοήτευση: "Οι
αυτοκράτορες των Ελλήνων ξεχώριζαν πάνω στά τείχη όταν η τελευταία εναπομείνασα
ελληνική πόλη στήν Ασία κυριεύοταν από τούς απίστους". Πεντακόσια
χρόνια αργότερα η προσπάθεια των Ελλήνων νά ανακτήσουν τήν Μικρά Ασία θά
αποτύγχανε καί αίμα ελληνικό θά πότιζε πάλι εκείνα τά χώματα. Ο Βαγιαζήτ κατόπιν διέταξε τόν
Ιωάννη Ε' νά γκρεμίσει τούς οχυρωματικούς πύργους πού είχε φτιάξει κοντά στήν
Χρυσή Πύλη. Ήταν η τελευταία προδοτική ενέργεια του εν λόγω ανθρώπου ο οποίος
πέθανε στίς 16 Φεβρουαρίου 1391. Η κληρονομιά του ήταν ένα κράτος
ακρωτηριασμένο εδαφικά, κατεστραμμένο οικονομικά καί στό εσωτερικό του
διαλυμμένο.
Μανουήλ Β' Παλαιολόγος
(1391-1425)
"Xριστούγεννα του 1400,
ο Ερρίκος Δ' της Αγγλίας δίνει μία δεξίωση στό παλάτι του. Ένας υψηλός
προσκεκλημένος από μία μακρινή χώρα της Ανατολής ήταν τό τιμώμενο πρόσωπο.
Αυτός ήταν ο Βασιλιάς των Ελλήνων, ο Μανουήλ Β' ο Παλαιολόγος, ο οποίος
είχε ταξιδέψει μέσω Ιταλίας καί είχε διαμείνει γιά κάποιο χρονικό διάστημα στό
Παρίσι, όπου ο Κάρολος ΣΤ' της Γαλλίας του είχε παραχωρήσει μία πτέρυγα του
Λούβρου γιά τή διαμονή του. Εκεί οι καθηγητές της Σορβόννης είχαν την ευτυχία
νά γνωρίσουν ένα μονάρχη ο οποίος όχι μόνο δέν ήταν αγράμματος όπως οι
Ευρωπαίοι συνάδελφοί του, αλλά συναγωνίζονταν μαζί τους στή σοφία, στόν
ρητορικό λόγο καί στίς επιστημονικές γνώσεις. Ομοίως καί στήν Αγγλία είχε
εντυπωσιάσει ο Έλληνας Μονάρχης μέ τήν εμφάνισή του, τό άψογο παρουσιαστικό του
καί τό κύρος του πού απόρρεε από τήν χιλιόχρονη κληρονομιά μίας παγκόσμιας
αυτοκρατορίας".
Μέ αυτά τά λόγια μας παρουσιάζει
ο Steven Runciman τό ταξίδι του Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας στήν Ευρώπη. Ο Μανουήλ πήγε στήν Ευρώπη γιά νά ζητήσει
βοήθεια από τούς χριστιανούς ηγέτες όχι ως ικέτης όπως ο πατέρας του αλλά μέ
αξιοπρέπεια καί υπερηφάνεια. Δέν υποσχέθηκε ποτέ ότι θά υποταχθεί στήν εξουσία
του πάπα ούτε ότι θά αναγκάσει τούς συμπατριώτες του νά αλλάξουν τήν πίστη τους
από τό Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα στό Καθολικό.
Σύμφωνα πάντα μέ τόν Runciman οι
Ελληνες του Μεσαίωνα μέχρι τόν 12ο αιώνα είχαν επιτυχώς επιτελέσει τό
καθήκον τους, τό οποίο δέν ήταν άλλο από τήν προστασία του Χριστιανικού κόσμου
από τήν επιθετικότητα του Ισλάμ πού μέ κάθε τρόπο ήθελε νά διεισδύσει
δυτικά. Όμως μία νέα ασιατική απειλή, οι Οθωμανοί, αποδείχτηκαν πολύ δυνατοί
γιά τούς κουρασμένους Βυζαντινούς, οι οποίοι ζητούσαν πλέον από τούς Ευρωπαίους
νά ξεπληρώσουν τό χρέος τους. Οι Χριστιανοί όμως ηγέτες είχαν μόνο χαμόγελα
συμπάθειας γιά τόν Μανουήλ καί ποτέ δέν έστειλαν ουσιαστική βοήθεια είτε γιατί
δέν ήθελαν είτε γιατί δέν μπορούσαν. Ο Μανούηλ έμελλε νά επιστρέψει πίσω στήν
Βασιλεύουσα μόνος.
Aλλά ας πάρουμε τά πράγματα από
τήν αρχή. Ο Μανουήλ ήταν γιος του Ιωάννη E’. Οταν ο πατέρας του πέθανε,
ο ίδιος βρίσκονταν στήν Προύσα, όμηρος του Βαγιαζήτ. Δραπέτευσε νύχτα
καί έσπευσε στήν Κωνσταντινούπολη πρίν ο ανηψιός του Ιωάννης Ζ΄, καταφέρει νά
τόν προλάβει. Ανήλθε στόν θρόνο ως αυτοκράτορας Μανουήλ ο Β'. Ο Δημήτριος Κυδώνης επευφήμησε τήν ανάρρηση στό θρόνο του φιλοσόφου βασιλέα. Ο Μανουήλ ήταν
ήδη 40 ετών. Στήν εμφάνιση ήταν ένας ωραίος καί γενειοφόρος άνδρας μέ βασιλικό
παράστημα. Από τόν παππού του Ιωάννη Καντακουζηνό είχε κληρονομήσει τήν
αγάπη γιά τήν λογοτεχνία καί τήν θεολογία, ενώ ο δάσκαλός του Κυδώνης του είχε
εμφυτεύσει τήν αγάπη γιά τήν ρητορική καί συγγραφική σύνθεση. Ο Σουλτάνος έγινε
έξω φρενών όταν έμαθε ότι ο όμηρος δραπέτευσε από τό στρατόπεδό του. Δέν του
άρεσε νά τόν ξεγελούν.
Οι Ρωμηοί έπρεπε νά δεχτούν έναν
αντιπρόσωπο του, πού θά κατοικούσε στήν Πόλη καί θά χρησίμευε ως καδής όλων των
Μουσουλμάνων κατοίκων. Ήδη ο φόρος υποτέλειας πού κατέβαλλαν στόν Βαγιαζήτ ήταν
δυσβάσταχτος καί ο Τούρκος Μονάρχης διαρκώς απειλούσε: "Αν δέν υπακούσετε
στίς διαταγές μου τότε κλείστε τίς πύλες της πόλεώς σας καί κυβερνήστε ότι
βρίσκεται πίσω από αυτές, διότι ότι βρίσκεται εκτός των πυλών ανήκει σέ
εμένα."
O Μανουήλ αναγκάστηκε πάλι, τό καλοκαίρι του 1391, νά
ακολουθήσει τόν Σουλτάνο στήν εκστρατεία του στήν καρδιά της Μικράς Ασίας καί
στά παράλια του Εύξεινου Πόντου.
Τόσο κατεστραμμένο καί ερημωμένο
ήταν τό τοπίο που ο ίδιος ο Μανουήλ αδυνατούσε νά καταλάβει πού βρισκόταν. Όταν
ρωτούσε τούς Τούρκους ποία πόλη κατέλαβαν εκείνοι του απαντούσαν ότι μαζί μέ
τήν πόλη, τά σπίτια της καί τίς εκκλησίες της χάνονταν καί τό όνομά της. "Φαντάζεται
κανείς τή θλίψη του Αυτοκράτορα όταν περνούσε από τίς άλλοτε αρχαίες Ελληνικές
πόλεις οι οποίες καμμένες καί κατεστραμμένες έφεραν τώρα ξένα καί βάρβαρα
ονόματα." Αυτά αναφέρει στήν περιγραφή της εκστρατείας του
Βαγιαζήτ ο ιστορικός Donald Nicol.
Τό μαρτύριο τελείωσε όταν ο
Ρωμηός Aυτοκράτορας επέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη τόν Ιανουάριο του 1392 καί
παντρεύτηκε τήν Έλενα, κόρη του Σέρβου πρίγκηπα των Σερρών, Κωνσταντίνου
Δραγάση. Αποδείχτηκε ένας ευτυχισμένος γάμος. Η Έλενα γέννησε έξι παιδιά. Ο
γάμος τελέστηκε στήν Αγία Σοφία από τόν Πατριάρχη Αντώνιο πού έβαλε τό
στέμμα στό κεφάλι της αυτοκράτειρας Έλενας. Τό τυπικό της τελετής στέψεως
τηρήθηκε μέχρι τήν τελευταία λεπτομέρεια. Τά έξοχα ιερά άμφια, οι σιδηρόφρακτοι
φρουροί του αυτοκράτορα, η επισημότητα της παραστάσεως καί η ωραιότητα της
ψαλμωδίας έκαναν τρομερή εντύπωση στόν Ρώσσο αρχιμανδρίτη καί περιηγητή Ιγνάτιο.
Όταν τελείωσε η τελετή, ο αυτοκράτορας καί η αυτοκράτειρα πήγαν έφιπποι από τήν
εκκλησία στό παλάτι, ενώ τά χαλινάρια των αλόγων τους τά κρατούσαν δεσπότες,
σεβαστοκράτορες καί καίσαρες. Στό παλάτι μία εξέδρα σκεπασμένη μέ κόκκινο χαλί
είχε ετοιμασθεί καί ο Μανουήλ μέ τή σύζυγό τους κάθησαν στούς θρόνους τους.
Οταν τραβήχτηκε η κουρτίνα αποκαλύφθηκαν στό συγκεντρωμένο πλήθος πού
επευφημούσε. Η επίδειξη δέν ήταν επιπόλαιη καί μάταιη όπως φαντάζεται κανείς.
Οι Ρωμηοί ήθελαν νά δείξουν σέ όλους τούς ξένους προσκαλεσμένους ότι υπάρχουν
καί επιβιώνουν ακόμα. Ήθελαν ακόμη νά δείξουν ότι ο Ρωμηός αυτοκράτορας
κυριαρχούσε σέ όλους τους χριστιανούς ηγέτες καί μονάρχες.
Όμως αυτή η
υπεροχή άρχισε νά αμφισβητείται καί μάλιστα ο Μέγας Δούκας της Μόσχας, ο
Βασίλειος Α', απαγόρευσε τή μνημόνευση του ονόματος του αυτοκράτορα στίς
εκκλησίες. Σύντομα θά έσβηνε καί ο Αυτοκράτορας καί η μνήμη του. Εκείνη όμως
πού θά επιβίωνε καί θά άντεχε τίς καταστροφές καί τίς ταπεινώσεις της τουρκικής
κατάκτησης θά ήταν η Βυζαντινή Εκκλησία. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως θά
ενέπνεε σεβασμό καί όχι απλά θά επιβίωνε αλλά θά παρέμενε Οικουμενικός καί
πρώτος μεταξύ ίσων ακόμα καί μέχρι τίς ημέρες μας. Οι Ρωμηοί υπήκοοι της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας θά έχαναν τόν Αυτοκράτορα αλλά θά είχαν σάν ηγέτη τους
τόν Πατριάρχη, μέχρι τήν δημιουργία του Νεοελληνικού κράτους τό 1829.
Στό μεταξύ τά βαλκανικά κράτη
κάνουν τίς τελευταίες προσπάθειες νά αποτινάξουν τούς ασιάτες εισβολείς. Τό
1393 ο Ιωάννης Σίσμαν της Βουλγαρίας, εξεγέρθηκε κατά των Τούρκων. Ο
Σουλτάνος απέστειλλε στρατό, κατέλαβε τό Τύρνοβο στίς 17 Ιουλίου του 1393 καί
συνέλλαβε τόν Σίσμαν ο οποίος λίγο αργότερα εκτελέστηκε. Η Βουλγαρία είχε πλέον
συντριβεί καί αποτελούσε μία επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σέ Ευρωπαϊκό
έδαφος. Τό χειμώνα του 1394, ο Βαγιαζήτ κάλεσε όλους τούς χριστιανούς ηγέτες
της Βαλκανικής ενώπιόν του στίς Σέρρες όπου διατηρούσε αυλή. Οι ηγέτες έλαβαν ο
καθένας ξεχωριστή πρόσκληση ώστε νά μήν γνωρίζουν ότι ήταν όλοι μαζί
προσκαλεσμένοι καί υποψιασθούν τί μέλλει γενέσθαι. Όταν βρέθηκαν όλοι μαζί
έμειναν κατάπληκτοι καί φυσικά υπέθεσαν ότι ο Σουλτάνος τούς είχε συγκεντρώσει
γιά νά τούς δολοφονήσει. Μεταξύ των ηγετών ήταν οι Κωνσταντίνος Δραγάσης καί
Στέφανος Λαζάρεβιτς της Σερβίας, ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, Δεσπότης του Μοριά καί
ο Μανουήλ ο οποίος αργότερα περιέγραψε τίς σκέψεις του ως εξής:
"O τύραννος θεώρησε
ευνοϊκή τή στιγμή γιά νά πραγματοποιήσει τή σφαγή τήν οποία από καιρό μελετούσε
.... Γι'αυτό τό σκοπό διέταξε τό στρατηγό του, κάποιον ευνούχο, νά μας σκοτώσει
μέσα στή νύχτα, απειλώντας τον μέ θάνατο αν δέν υπάκουε. Όμως άλλαξε γνώμη καί
ξεθύμανε τήν οργή του σέ κάποιους από τούς αξιωματικούς μας, τυφλώνοντας τους
καί κόβοντάς τους τά χέρια."
Τελικά οι χριστιανοί υποτελείς
του Σουλτάνου αφέθησαν ελεύθεροι πλήν του Δεσπότη Θεόδωρου ο οποίος υποχρεώθηκε
νά συνοδεύσει τό Βαγιαζήτ στίς επιδρομές πού θά έκανε στή Θεσσαλία. Τό
Σεπτέμβριο του 1394 ο Οθωμανός ηγέτης απέκλεισε τήν Κωνσταντινούπολη, ότι
βρισκόταν έξω από τά τείχη καταστράφηκε, ενώ κανείς δέν μπορούσε νά εισέλθει ή
νά εξέλθει από τίς πύλες. Ο αποκλεισμός έμελλε νά διαρκέσει οκτώ έτη. Τότε
φτιάχτηκε καί τό τείχος Ανατολού Χισάρ στήν Ασιατική πλευρά του Βοσπόρου
γιά νά ενταθεί ο αποκλεισμός των δύσμοιρων κατοίκων οι οποίοι είχαν βρεθεί σέ
τρομερή απόγνωση από τήν έλλειψη των τροφίμων καί των άλλων αναγκαίων ειδών.
Βορειότερα, στήν Ουγγαρία ο βασιλιάς Σιγισμούνδος, μέ τήν υποστήριξη
του πάπα, ανέλαβε μία σταυροφορία κατά των Τούρκων. Μαζί του συντάχθηκαν 10000
Φράγκοι υπό τήν καθοδήγηση του Ιωάννη της Ναβάρας, ο Μιρτσέα της Βλαχίας καί
μερικές χιλιάδες Γερμανοί, Πολωνοί, Ισπανοί καί Άγγλοι. Η στρατιά του
Σιγισμούνδου ανήλθε σέ εκατό χιλιάδες άνδρες καί τόν Αύγουστο του 1396,
ξεκίνησε γιά τήν κοιλάδα του Δούναβη. Ήδη οι ηγέτες των σταυροφόρων είχαν
διαφωνήσει γιά τό σχέδιο εκστρατείας. Αφού κατέλαβαν τό Βιδίνιο καί τή Ράχοβα,
έφτασαν τό Σεπτέμβριο στή Νικόπολη της Βουλγαρίας όπου απέναντί τους
βρίσκονταν ο τουρκικός στρατός υπό τήν ηγεσία του ίδιου του Σουλτάνου μαζί μέ
σερβικό ιππικό υπό τήν καθοδήγηση του υποτελή Στέφανου Λαζάρεβιτς.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν πάλι
μία ολέθρια διάσταση απόψεων καί δέν επιτέθηκαν συντονισμένα μέ αποτέλεσμα νά
υποστούν συντριβή. Χιλιάδες στρατιώτες σκοτώθηκαν, οι αιχμάλωτοι σφαγιάσθηκαν
ενώ ο βασιλίας της Ουγγαρίας διέφυγε μέ ένα βενετσιάνικο πλοίο από τό Δούναβη.
Κατόπιν οι Τούρκοι ξεχύθηκαν νότια καί υπό τήν ηγεσία του Εβρέν Μπόκ εισέβαλλαν
καί ερήμωσαν τή Θεσσαλία. Τό 1397 κατέλαβαν τό Αργος καί τό ανέσκαψαν εκ
θεμελίων. Οι τριάντα χιλιάδες κάτοικοί του εξανδραποδίσθηκαν καί τά
γυναικόπεδα πουλήθηκαν σέ σκλαβοπάζαρα της Μικράς Ασίας.
Οι εκκλήσεις του
Μανουήλ στή Δύση καί στή Ρωσσία είχαν αποτέλεσμα μία ανεπαρκή χρηματική βοήθεια
καί τήν αποστολή από τόν Κάρολο Στ' της Γαλλίας, μικρού στρατιωτικού
σώματος Γάλλων μέ τόν ικανό καί θαρραλέο αρχηγό Ιωάννη le Meingre, γνωστό ως Μαρσάλ
Μπουσικό.
Στίς αρχές του 1399 οδήγησε ένα
σώμα 1200 στρατιωτών στήν Κωνσταντινούπολη διά θαλάσσης. Όπως καί ο κόμης
Αμεδαίος της Σαβοΐας λίγα χρόνια νωρίτερα, προχώρησε πολεμώντας διά μέσου των
εχθρών καί αποβίβασε τό μικρό στρατό του στήν κατ'όνομα Βασιλεύουσα. Ο
αυτοκράτορας του έδωσε τόν τίτλο του Μεγάλου Κοντόσταυλου καί τόν συνόδευσε σέ
μία σειρά επιδρομών έξω από τά τείχη της πόλης, στίς ακτές της Προποντίδας. Ο
Γάλλος ιππότης κατάλαβε ότι μόνο μέ σημαντική βοήθεια είχαν ελπίδες οι Γραικοί
νά επιβιώσουν καί έπεισε τόν βασιλιά νά ταξιδέψει μαζί του στήν Ευρώπη καί νά
επισκεφτεί τούς σπουδαιότερους ηγεμόνες γιά τό σκοπό αυτό.
Ο Ιωάννης Ζ'
παρέμεινε ως αντιβασιλέας στήν Θεοφύλακτη καί ο Μανουήλ ξεκίνησε μέ τόν
Μπουσικό στίς 10 Δεκεμβρίου του 1399. Θά περνούσαν τρία χρόνια μέχρι νά
επιστρέψει. Ο αυτοκράτορας καί η συνοδεία του αποβιβάστηκαν στή Βενετία καί
μέσω των ιταλικών πόλεων της Πάδουας, Βικέντσα, Παβίας καί Μιλάνου έφτασε τόν
Ιούνιο του 1400 στό Παρίσι. Ο Μανουήλ εξεπλάγη από τήν θερμή υποδοχή στίς
πόλεις της Δύσης. Τά πράγματα είχαν αλλάξει αφότου ο πατέρας τους είχε
επισκεφθεί τή Ρώμη καί τή Βενετία. Δέν ήταν μόνο πού ο κίνδυνος εξ ανατολών
ήταν περισσότερο απειλητικός, αλλά στά τελευταία τριάντα χρόνια τό ενδιαφέρον
των μορφωμένων δυτικών γιά τίς ελληνικές κλασσικές σπουδές ήταν πολύ μεγάλο.
Πρωτεργάτης αυτής της στροφής
ήταν ο Μανουήλ Χρυσολωράς ο οποίος δίδασκε ελληνικά στή Φλωρεντία.
Εκεί είχε ιδρύσει έδρα ελληνικής φιλολογίας - τήν πρώτη στην Ευρώπη - καί
ανάμεσα στόυς μαθητές του ήταν οι μετέπειτα κορυφαίοι ουμανιστές Λεονάρντο
Μπρούνι, Πάλα Στρότσι, Πότζιο Μπρατσιολίνι, Γκουαρίνο ντα Βερόνα κ.ά. Τό
όνομα του Χρυσολωρά συνδέθηκε μέ τήν αναβίωση των κλασικών ελληνικών σπουδών
στήν Ιταλία κατά τήν πρώιμη Αναγέννηση, αφού μετέφρασε πολλά ελληνικά έργα,
όπως τήν Πολιτεία του Πλάτωνα, τήν Ιλιάδα καί τήν Οδύσσεια στά λατινικά.
Αργότερα τό 1471 εκδόθηκε στή Βενετία τό έργο του η "Γραμματική των
Ελληνικών" πού ήταν τό πρώτο έντυπο ελληνικό βιβλίο πού
εκδόθηκε ποτέ.
Έτσι φτάσαμε στό Δεκέμβριο του 1400, όπως αναφέραμε
προηγουμένως, όπου ο Μανουήλ έφτασε στήν αυλή του Ερρίκου του Δ', καί έτυχε
πολύ θερμής υποδοχής, σύμφωνα μέ τόν Donald Nicol, αφού προσέλκυσε τήν
προσοχή της αριστοκρατίας του Λονδίνου καί τόν θαυμασμό των διανοουμένων.
Δυστυχώς όμως υλική βοήθεια δέν υπήρξε ποτέ, ούτε από τόν Αγγλο βασιλιά ούτε
από τούς ηγέτες της Καστίλης, της Πορτογαλίας καί της Αραγωνίας πού συνάντησε
αργότερα στό Παρίσι, όταν επέστρεψε τόν Φεβρουάριο του 1401.
Έτσι τό 1402 μέ θλίψη ο Μανουήλ
έστελνε μήνυμα στόν ανιψιό του καί αντιβασιλέα στήν Κωνσταντινούπολη Ιωάννη Ζ',
ότι θά επέστρεφε σύντομα μόνος του χωρίς βοήθεια από τούς Φράγκους.
Η
καταιγίδα ξέσπασε τό καλοκαίρι του 1402. Ο μεγάλος βασιλιάς της Ανατολής, ο
Μογγόλος Τιμούρ Λέγκ, γνωστός ως Ταμερλάνος, εμφανίστηκε από τό πουθενά,
συνέτριψε τόν Βαγιαζήτ στήν Άγκυρα καί τόν συνέλαβε αιχμάλωτο. Ο Ταμερλάνος
είχε ανασυγκροτήσει τήν μεγάλη Μογγολική αυτοκρατορία καί μέ έδρα τήν
Σαμαρκάνδη, είχε επεκτείνει τά σύνορά του νότια μέχρι τήν Ινδία, τήν Περσία καί
τό Αφχανιστάν καί στό βορρά πολεμώντας τούς Μογγόλους της Χρυσής Ορδής μέχρι
τήν Ρωσσία.
Η μάχη της Άγκυρας συγκλόνισε τήν Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι
ορδές των Μογγόλων διείσδυσαν σέ αυτή, βιάζοντας καί διαγουμίζοντας καθώς
προχωρούσαν. Ο Βαγιαζήτ μεταφέροταν αλυσοδεμένος μέσα σέ σιδερένιο κλουβί καί
αναγκαζόταν τίς νύκτες νά παρατηρεί τό Μογγόλο κατακτητή νά διασκεδάζει μέ τίς
πρώην γυναίκες του. Δέν άντεξε τήν ντροπή καί αυτοκτόνησε. Ο Μανουήλ έμαθε τά
ευχάριστα νέα όταν βρίσκοταν στό Παρίσι καί επέστρεψε αμέσως στήν
Κωνσταντινούπολη. Ήταν η τελευταία ευκαιρία πού είχαν οι Ελληνες νά
ανασυγκροτήσουν τίς δυνάμεις τους καί νά αντεπιτεθούν, αλλά δυστυχώς τήν άφησαν
ανεκμετάλευτη. Σέ αυτή τή μάχη οφείλεται η παράταση ζωής του Βυζαντίου γιά
πενήντα ακόμη χρόνια. Τή σκιά της βυζαντινής αυτοκρατορίας αποτελεί πιά η
Κωνσταντινούπολη μέ μία μικρή θρακική περιοχή, τή Θεσσαλονίκη, ελάχιστα νησιά
καί τόν Μοριά, ο οποίος στά μέσα του 14ου αι. είχε οργανωθεί σέ δεσποτάτο καί
μέ κέντρο τόν Μυστρά διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στήν τελευταία
φάση της βυζαντινής ιστορίας, ενώ παράλληλα γίνεται το αξιολογότερο πνευματικό
κέντρο του αναγεννώμενου ελληνισμού. Ο Ταμερλάνος εγκατέλειψε τήν Μικρά Ασία μέ
τήν ίδια ταχύτητα μέ τήν οποία είχε έλθει. Πέθανε λίγο αργότερα στό δρόμο γιά
τήν κατάκτηση της Κίνας. Εκείνοι πού είχαν βουλιάξει από τήν τεράστια πλημμύρα
των κατακτήσεων του γρήγορα βγήκαν πάλι στήν επιφάνεια.
Ο διάδοχος του Βαγιαζήτ καί γιός
του Σουλεϊμάν, δέν ήταν τόσο δυναμικός όσο ο πατέρας του. Υπέγραψε συνθήκες μέ
τούς Έλληνες στίς οποίες εκείνοι απαλάσσονταν από τό φόρο υποτέλειας καί τούς
παραχωρούσε τή Θεσσαλονίκη, τό Αγιον Ορος, εκτάσεις στά παράλια του Εύξεινου Πόντου, τή Μεσημβρία, τή Βάρνα καί μερικά νησιά του Αιγαίου. Ηταν απρόσμενα ευνοϊκές οι εξελίξεις γιά τόν Μανούλη. Τό 1403 η Θεσσαλονίκη,
ύστερα από 13 χρόνια ξενικής κατοχής, επέστρεφε σέ ελληνικά χέρια. Ο επίσκοπός
της, Ισίδωρος Γλάβας αναφέρει ότι στή διάρκεια αυτών των ετών
εφαρμόστηκε από τούς Τούρκους η βίαιη στρατολόγηση χριστιανών αγοριών γιά νά
υπηρετήσουν στά σώματα των Γενιτσάρων - ντεβσιρμέ ή παιδωμάζωμα - πού θά
γίνονταν γιά αιώνες ένα αβάστακτο βάρος γιά όλες τίς χριστιανικές οικογένειες.
Ο Μανουήλ στό μεταξύ εφάρμοσε σέ τέλειο βαθμό τήν βυζαντινή διπλωματία καί
χειρίστηκε τούς εμφύλιους αγώνες των Οθωμανών πρός όφελός του. Στήριξε τόν
Σουλεϊμάν στόν πόλεμο κατά του αδελφού του Μούσα. Ο τελευταίος όμως κατάφερε νά
νικήσει καί στραγγάλισε τόν αδελφό του, τόν Ιούλιο του 1410, στήν Αδριανούπολη.
Κατόπιν ο νέος σουλτάνος
στράφηκε πρός τούς Ελληνες πού τόν είχαν πολεμήσει καί ξεχύθηκε λεηλατώντας καί
πυρπολώντας στή Θράκη καί τή Μακεδονία. Ο Μανουήλ, τώρα στράφηκε στόν έτερο αδελφό,
τόν Μεχμέτ, προσφέροντας του βοήθεια γιά νά πολεμήσει τόν Μούσα. Τόν μετέφερε στήν
απέναντι όχθη του Ελλήσποντου, τόν φιλοξένησε στό Σκούταρι (Χρυσούπολη) καί ο
Μεχμέτ ξεκίνησε μέ 15000 άντρες Οθωμανούς καί Βυζαντινούς γιά νά πολεμήσει τόν
αδελφό του. Η τελική αποφασιστική μάχη δόθηκε στή Σερβία, στίς 5 Ιουλίου 1413,
ο Μούσα συνελήφθηκε καί στραγγαλίστηκε καί ανέβηκε τώρα στό θρόνο ο Μεχμέτ ο
Α'. Ο Μεχμέτ Τσελεμπί ήταν άνθρωπος πού κρατούσε τό λόγο του, δέ λησμόνησε τή
βοήθεια του αυτοκράτορα καί σύναψε ειρήνη μαζί του επιστρέφοντάς του περιοχές
καί άλλα προνόμια. Έστειλε μάλιστα αγγελιαφόρο μέ τό ακόλουθο μήνυμα:
"Πήγαινε καί πές του
πατέρα μου, του αυτοκράτορα των Ρωμαίων ότι, μέ τή βοήθεια του Θεού καί τή
συνεργασία του πατέρα μου του αυτοκράτορα, ανέκτησα τίς κληρονομικές μου
κτήσεις. Από εδώ καί στό εξής είμαι καί θά είμαι υπήκοός του, ως γιός πρός
πατέρα."
Τό 1414 ο γηραιός πλέον Ελληνας
βασιλιάς, ξεκίνησε μία περιοδεία στήν επικράτειά του, πού είχε ηρεμήσει πλέον
μετά τή σύναψη ειρήνης μέ τούς Οθωμανούς. Άφησε υπεύθυνο στή Θεσσαλονίκη τόν
πρεσβύτερο υιό του, Ιωάννη, πέρασε στό νησί του Νεγρεπόντε (Εύβοια), όπου τόν
υποδέχτηκε ευγενικά ο Βενετός διοικητής καί έφτασε στήν Κόρινθο. Στόν ισθμό
κατασκεύασε τό τείχος πού θά προστάτευε τό Μοριά από τυχόν εισβολή, τό γνωστό Εξαμίλλιον,
τό οποίο είχε 153 πύργους καί δύο κάστρα στά άκρα του.
Τό περίεργο ήταν ότι οι ντόπιοι
κάτοικοι, επειδή τούς επιβλήθηκε πρόσθετος φόρος γιά τήν ανέγερση τού τείχους,
δυσανασχέτησαν σέ μεγάλο βαθμό καί οργάνωσαν εξέγερση. Οι κοντόφθαλμοι υπήκοοι
φαίνεται ότι προτίμουσαν τήν καλοπέραση καί αδιαφορούσαν γιά τό μέλλον των
παιδιών τους. Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνοις, καί έμμελε τά παιδιά τους, -
οι Ρωμιοί ραγιάδες - γιά 500 χρόνια νά πληρώνουν τήν αδιαφορία καί τήν
εγκληματική ανεμελειά των Βυζαντινών γονιών τους.
Στό Μυστρά, ο Αυτοκράτορας
όρισε δεσπότη τό γιό του Θεόδωρο καί επέστρεψε στήν πρωτεύουσά του. Ο Θεόδωρος
παντρέυτηκε τήν Κλεόπη Μαλατέστα, όρη του Κόμη του Ρίμινι καί ο Ιωάννης
παντρεύτηκε στίς 19 Ιανουαρίου 1421, τήν Σοφία του Μομφερρά καί αμέσως μετά
στέφθηκε συναυτοκράτορας, ως Ιωάννης ο Η'. Ο Μανουήλ ήταν 71 ετών, καί
μέ κλονισμένη τήν υγεία του, αισθάνθηκε ότι ήταν καιρός νά αποσυρθεί. Είχε
προετοιμάσει καί ασκήσει τόν γιό του γιά τό έργο πού τόν περίμενε, ενώ του είχε
γράψει ηθικοπλαστικά φυλλάδια καί πληκτικές πραγμάτειες γιά τήν πρέπουσα μόρφωση
καί τήν ηθική διαγωγή ενός πρίγκηπα. Λίγο αργότερα πέθανε ο Τούρκος Σουλτάνος
καί τόν διαδέχτηκε ο γιός του ως Μουράτ ο Β', ο οποίος δέν είχε σάν τόν πατέρα
του φιλικές διαθέσεις πρός τούς Βυζαντινούς. Ύστερα από κάποιες αφορμές ο νέος
σουλτάνος, διακόπτωντας τη σύντομη περίοδο ειρήνης, πολιόρκησε τήν
Κωνσταντινούπολη, τόν Ιούνιο του 1422 ενώ άλλος τουρκικός στρατός απέκλεισε τή
Θεσσαλονίκη.
Τά πράγματα τώρα στράφηκαν
αμετάκλητα εις βάρος των Ελλήνων. Οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν κάθε μέσο γιά νά
διασπάσουν τήν αντίσταση των κατοίκων της Πόλης, ενώ έπεφταν βροχή τά βέλη καί
οι πέτρες πάνω στά χερσαία τείχη. Τό τουρκικό στρατόπεδο είχε γεμίσει
δουλέμπορους καί δερβίσηδες πού είχαν έλθει γιά τά λάφυρα καί τούς σκλάβους πού
τούς είχε υποσχεθεί ο σουλτάνος, μετά τήν κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Ο
Μουράτ τελικά απέσυρε τό στρατό του, στίς 6 Σεπτεμβρίου 1422, αλλά έστειλε τόν
στρατηγό του Τουραχάν μέ 25000 στρατό, νά εισβάλει στο Μοριά. Τό τείχος του
Εξαμιλίου δέν στάθηκε ικανό εμπόδιο γιά τούς εισβολείς οι οποίοι ξεχύθηκαν καί
ερήμωσαν τίς επαρχίες της Πελοποννήσου. Ο Τουραχάν, αφού κατασκέυασε πυραμίδα
μέ τά χιλιάδες κεφάλια των ηττημένων στρατιωτών, επέστρεψε στή Θεσσαλία τό
καλοκαίρι του 1423, φέροντας μαζί του 6000 δούλους. Τά πράγματα πήγαιναν άσχημα
καί στή Μακεδονία, όπου τήν ίδια χρονιά, ο Δεσπότης Ανδρόνικος, αδύναμος νά
υπερασπίσει τή Θεσσαλονίκη, καί ενώ συνεχίζονταν ο τουρκικός αποκλεισμός, τήν
πούλησε στούς Βενετούς, ελπίζοντας ότι έτσι θά έσωζε καί τήν πόλη καί τούς
κατοίκους της. Στίς 21 Ιουλίου 1425 ο αυτοκράτορας Μανουήλ ο Β', o oποίος
είχε υποστεί αλλεπάληλα εγκεφαλικά, πέθανε σέ ηλικία 75 ετών. Τόν έθαψαν
στό Ναό του Παντοκράτορος στήν Κωνσταντινούπολη όπου ο Βησσαρίων
Τραπεζούντιος εξεφώνησε τόν επικήδειο λόγο. Ο Μανουήλ ήταν δημοφιλής στούς
υπηκόους του κύριως γιατί είχε διαφυλάξει τήν αξιοπρέπεια της Εκκλησίας καί του
λαού του, χωρίς νά ενδώσει στίς αξιώσεις του πάπα καί των Λατίνων.
Ιωάννης H' Παλαιολόγος
(1425-1448)
Ο Μανουήλ ο Β' άφησε έξι γιούς
αλλά ένα κράτος απίστευτα συρρικνωμένο, αν αναλογισθεί κανείς τήν έκταση της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μερικούς αιώνες πρίν. Ο μεγαλύτερος γιός, ο Ιωάννης
ο Η', ήταν ήδη αυτοκράτορας Κωνσταντινουπόλεως, ο Κωνσταντίνος ήταν υπεύθυνος των πόλεων της Μεσημβρίας καί της Αγχιάλου στόν Εύξεινο
Πόντο ενώ ο Θεόδωρος καί ο Θωμάς ήταν Δεσπότες στό Μοριά. Ο Μοριάς, συγκριτικά
μέ τίς άλλες περιοχές, ήταν η ασφαλέστερη περιοχή, προστατεύοταν από τό Εξαμίλλιον
στόν Ισθμό καί από τήν θάλασσα από όλες τίς άλλες πλευρές. Όμως οι Ρωμηοί του
Μοριά ήταν ατίθασοι καί δύσκολο νά κυβερνηθούν. Ο Μανουήλ σέ μία επιστολή του
στόν Ευθύμιο τό 1415 είχε γράψει:
"Φαίνεται ότι η μοίρα
των Πελοποννησίων είναι νά προτιμούν τόν εμφύλιο πόλεμο από τήν ειρήνη. Αν χρησιμοποιούσαν
τά όπλα τους μόνο όταν χρειάζοταν, πόσο καλύτεροι θά ήταν! Καταμεσίς όλων των
προβλημάτων κατανάλωσα τόν περισσότερο χρόνο μου προσπαθώντας νά τούς
συμφιλιώσω αναμεταξύ τους...."
Όμως παρά ταύτα, ο Μοριάς
ευημερούσε καί οικονομικά καί πνευματικά. Η οικονομία βασίζοταν κυρίως στή
γεωργία καί πολλά αγροτικά προϊόντα όπως τό κρασί, τό λάδι, οι σταφίδες, τό
αλάτι καί τό μετάξι εξάγονταν αποφέροντας μεγάλα κέρδη στούς κατοίκους του.
Σημειωτέον ότι εκείνη τήν εποχή υπήρχε μεγάλη παραγωγή μεταξιού τό οποίο
κατασκευάζοταν από τούς μεταξοσκώληκες της μουριάς, απ'όπου πήρε τό όνομά της η
χώρα του Πέλοπος. Τό εμπόριο όμως καί τά λιμάνια ήταν υπό των έλεγχο των
Βενετσιάνων.
Εκτός όμως από Ρωμιούς σύμφωνα
μέ τόν σύγχρονο Ηρόδοτο της Ελληνικής Ιστορίας, τόν Κωνσταντίνο
Παπαρρηγόπουλο: "εν Πελοποννήσω ώκουν κατά τούς χρόνους τούτους
αναμίξ γένη πολιτευόμενα πάμπολλα, διότι παρεκτός των Ελλήνων, οίτινες
απετέλουν τήν κυριωτάτην βάσιν του πληθυσμού, εζώζοντο έτι ουκ ολίγοι Σλαύοι
καί Φράγκοι, επήλθον δέ νεωστί ικανοί Αλβανοί καί πλήν τούτων αναφέρονται
Αιγύπτιοι τινες, ήτοι Αθίγγανοι καί Ιουδαίοι."
Eκείνο όμως πού
γνωρίζουμε όλοι, γιά τήν περίοδο του 14ου καί 15ου αιώνα, είναι η πνευματική,
πολιτιστική καί καλλιτεχνική άνθηση πού γνώρισε η πρωτεύουσα του Μοριά, ο Μυστράς.
Η πόλη, χτισμένη στούς πρόποδες
του Ταΰγετου, έβλεπε στόν κάμπο της Σπάρτης καί ήταν ένα διοικητικό καί
στρατηγικό κέντρο, κάτι σάν τίς πόλεις-κράτη της Αρχαίας Ελλάδος. Εντός των
τειχών υπήρχαν εκκλησίες, μοναστήρια, παλάτια, σχολεία καί βιβλιοθήκες.
Συγγραφείς, φιλόσοφοι, ασκητές, αρχιτέκτονες καί καλλιτέχνες συγκεντρώνονταν
στόν Μυστρά διαμορφώνοντας ένα είδος πολιτισμού μεταξύ του μοναχικού ασκητισμού
καί του μεσαιωνικού ανθρωπισμού. Πολυάριθμα έργα της κλασσικής αρχαιότητας αλλά
καί θεολογικά καί ιστορικά έργα αντιγράφηκαν εκεί γιά τίς βιβλιοθήκες. Σύμφωνα
μέ τούς διανοούμενους της εποχής ο Μυζηθράς ήταν ένα νησί πολιτισμού μέσα σέ
μία θάλασσα βαρβαρότητας καί άγνοιας. Αδιάψευστος μάρτυρας είναι οι εκκλησίες
καί τά μέγαρα πού διασώζονται ακόμα καί σήμερα, όπως ο Αγιος Δημήτριος
(1310), η Περίβλεπτος, η Παντάνασσα μέ τίς εκπληκτικές τοιχογραφίες (1428), οι
οποίες ξέφυγαν από τά παραδοσιακά όρια της βυζαντινής παράδοσης, η Αγία Σοφία,
ο ναός της Οδηγήτριας κ.λ.π. Οι αυτοκράτορες, όλοι ανεξαιρέτως προστάτευσαν
τήν περιοχή αυτή καί τήν στήριξαν.
Μερικοί από τούς φωτισμένους
άνδρες πού έζησαν στό Μυστρά, ήταν ο Ισίδωρος, μετέπειτα επίσκοπος Κιέβου
καί καρδινάλιος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ο Βησαρίωνας επίσκοπος Νικαίας καί
επίσης μελλοντικός καρδινάλιος, ο Γεώργιος Σχολάριος πού έμελλε νά είναι ο
πρώτος Πατριάρχης του σκλαβωμένου Γένους καί ο μέγιστος όλων ο Γεώργιος
Γεμιστός, γνωστός ως Πλήθων.
Ο Γεώργιος
Γεμιστός γεννήθηκε στήν
Κωνσταντινούπολη τό 1355, έζησε στήν Ανδριανούπολη τά νεανικά του χρόνια αλλά
τό μεγαλύτερο μέρος της ζωής του τό πέρασε στόν Μυστρά ασχολούμενος μέ
δικαστικά καθήκοντα, μέ συγγραφή νόμων καί φιλοσοφικών διατριβών αλλά πάνω από
όλα μέ τήν μελέτη των κλασσικών συγγραφέων.
Οι νεώτεροι ιστορικοί τόν
παρομοίασαν μέ τόν Λυκούργο καί τόν Σόλωνα καθώς ήταν ακριβοδίκαιος στήν
απονομή δικαιοσύνης καί άριστος στήν συγγραφή των νόμων. Συμβούλευε τόν
αυτοκράτορα Μανουήλ νά οργανώσει στρατό αποτελούμενο όχι από μισθοφόρους αλλά
από γηγενείς Ελληνες, πίστευε ότι η γη έπρεπε νά αποτελεί κοινή περιουσία, νά
αποδίδεται τό ένα τρίτο της παραγωγής στό κοινό ταμείο του κράτους, ενώ
καταδίκαζε μέ σφοδρότητα τούς μοναχούς επειδή δέν προσέφεραν τίποτα στήν
κοινωνία αλλά ζούσαν από τόν κόπο των υπολοίπων.
Αλλά περισσότερο από όλα ο
Πλήθων ήταν στυλοβάτης της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων, μίας συνείδησης
η οποία λίγο έλειψε σέ εκείνα τά χρόνια του μεταναστευτικού κατακλυσμού, αλλά
καί στά κατοπινά της Οθωμανοκρατίας, νά εκλείψει τελείως. Πάντα σέ εποχές πού
έρχονται σέ επαφή πολλοί πολιτισμοί μαζί, χάνονται οι ασθενέστεροι καί
επιβιώνουν οι ισχυρότεροι. Καί ίσως δέν είναι τυχαίο ότι εποχές μεταναστευτικών
ρευμάτων ακολουθούνται από τήν δημιουργία μίας παγκόσμιας αυτοκρατορίας, όπως η
Οθωμανική εκείνα τά χρόνια, η Βρεταννική αυτοκρατορία αργότερα, η Αμερικανική
αυτοκρατορία σήμερα κλπ. Ο Πλήθωνας λοιπόν, ευρισκόμενος κοντά στήν αρχαία
Σπάρτη, ήταν συνεπαρμένος από τήν Αρχαία Ελληνική Γραμματεία τήν οποία
μελετούσε μέ πάθος, ενώ θεωρούσε τήν Πελοπόννησο τό κομμάτι εκείνο από τό οποίο
θά αναγεννιόταν ο Ελληνισμός:
"Καμμία χώρα δέν
είναι βαθύτερα συνδεδεμένη μέ τούς Ελληνες από τήν Πελοπόννησο... Είναι μία
χώρα τήν οποία η Ελληνική φυλή κατοικούσε πάντα, όσο τουλάχιστο μπορεί νά
ανατρέξει η ανθρώπινη μνήμη καί κανένας άλλος λαός δέν έχει εγκατασταθεί εκεί
πρίν από αυτούς..."
Δικαιώθηκε τετρακόσια χρόνια
αργότερα, όταν από τήν Πελοπόννησο πράγματι αναγεννήθηκε ο Ελληνισμός. Ο Πλήθων
μαζί μέ άλλους Ελληνες διανοούμενους της εποχής συνόδεψε τόν Ιωάννη Η' στήν
Ιταλία, γιά νά διαπραγματευθούν τήν ένωση των εκκλησιών, παρέμεινε στήν
Φλωρεντία όπου δίδαξε Αρχαία Ελληνικά καί έπεισε τόν άρχοντα της Φλωρεντίας,
Κοσμά Μέδικο (Cosimo de Medici) νά ιδρύσει Πλατωνική Ακαδημία καί νά
αναζωπυρώσει έτσι τό ενδιαφέρον των Λατίνων γιά τά ελληνικά γράμματα καί τούς
κλασσικούς συγραφείς.
Αφού αναφέραμε τόν Πλήθωνα αξίζει νά αναφέρουμε καί τόν
δεύτερο στυλοβάτη της εθνικής μας συνείδησης εκείνης της εποχής, τόν Αθηναίο
Λαόνικο Χαλκοκονδύλη. Σύμφωνα μέ τόν Νικόλαο Τωμαδάκη: "... αι
Αθήναι επέπρωτο νά εύρουν εν τω προσώπω του ιστορικού Χαλκοκονδύλη ένα
αντιπρόσωπο των παλαιών εκείνων πνευματικών ηγητόρων, οι οποίοι εκλέϊσαν το
άστυ." H πόλις, υπόδουλος των Λατίνων, ζούσε στήν σκιά του ένδοξου
παρελθόντος της, ενός παρελθόντος τό οποίο διαρκώς τό ζωντάνευε ο βράχος της
Ακροπόλεως μέ τό ναό του Παρθενώνος καί τά άλλα μνημεία της. Εκεί τό
ενδιαφέρον γιά τόν Πλάτωνα καί τόν Θουκιδίδη ποτέ δέν είχε εκλείψει.
Ο Λαόνικος ο οποιος κατάγοταν
από αριστοκρατική αθηναϊκή οικογένεια μετείχε στά πολιτικά πράγματα της εποχής
του, αλλά η κύρια απασχόλησή του ήταν η ιστορική συγγραφή η οποία φαίνεται στό
έργο του "Αποδείξεις ιστοριών", όπου εξετάζει τά γεγονότα της
περιόδου 1298 εως 1463. Στά βιβλία του, τούς ομοεθνείς του τούς αναφέρει Ελληνες
καί όχι Ρωμαίους, ενώ μέ αυτό τόν όρο εννοεί τούς προγόνους των Λατίνων.
Ο Χαλκοκονδύλης είχε σαν πρότυπά του τόν πατέρα της ιστορίας Ηρόδοτο
καί τόν συμπολίτη του Θουκιδίδη, καί προσπάθησε νά γράψει στήν Αττική
διάλεκτο πού χρησιμοποιούσε εκείνος. Καί μάλιστα υποστήριζε ότι: "Η
αρχαία γλώσσα κρίνεται μεγάλη όχι μόνο κατά τό παρελθόν, αλλά καί κατά τό
μέλλον, όταν οι Ελληνες θά επανιδρύσουν κράτος καί Έλλην βασιλεύς θά προστεί
αυτού καί θά τόν διαδεχτούν πάλι ΈΛληνες." Γιά νά δικαιολογήσει τή
χρήση του όρου Ρωμαίος από τούς Βυζαντινούς καί νά πιστοποιήσει τή συνέχεια καί
τήν ενότητα του αρχαίου μέ τό νέο Ελληνισμό, ο Χαλκοκονδύλης αναφέρει ότι οι
Ρωμαίοι έκτισαν τήν πρωτεύουσά τους στήν ελληνίδα πόλιν του Βυζαντίου καί οι
ολίγοι Ρωμαίοι πού ήλθαν εξελληνίσθησαν από τούς πολυαριθμοτέρους Ελληνες, οι
οποίοι διετήρησαν τήν γλώσσαν καί τά ήθη των, "...γλώτταν μέν καί
ήθη διά τό πολλώ πλέονας Ρωμαίων Έλληνας αυτού επικρατείν διά τέλους φυλάξαι, τούνομα
μέντοι μηκέτι κατά τό πατρίον καλουμένους αλλάξασθαι...", καί μόνο
γιά λόγους παράδοσης καί αίγλης διατήρησαν τό όνομα Ρωμαίοι.
Ο Χαλκοκονδύλης λοιπόν του
15ου αιώνα διαπιστώνει ενότητα γλώσσης καί ηθών, τήν οποία αρνούνται ορισμένοι Έλληνες του 21ου
αιώνα νά παραδεχτούν, ενώ αισθανόταν Ελληνας μέ πολύ περισσότερο φανατισμό καί
ζήλο από ότι αρκετοί συμπατριώτες μας οπαδοί της νέας διεθνιστικής
αυτοκρατορίας πού σχηματίζεται.
Αλλά ας επανέλθουμε στήν πολιτική κατάσταση
της εποχής. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης, ένας πολύ μέτριος ηγέτης καί ακατάλληλος νά
ανταπεξέλθει στίς δύσκολες συνθήκες της εποχής, προσπάθησε νά ανακτήσει κάποιες
περιοχές του Μοριά. Νίκησε τόν Φράγκο ηγεμόνα Κάρολο Τόκκο σέ μία ναυμαχία στόν
Πατραϊκό κόλπο, τό 1427 ανακατέλαβε τήν Κλαρέντζα (Κυλλήνη) καί πάντρεψε
τόν αδελφό του Κωνσταντίνο μέ τήν ανηψιά του Τόκκο, ο γάμος των οποίων
τελέστηκε στό κάστρο του Χλεμουτσίου, στήν Κυλλήνη. Ο ηρωϊκός Κωνσταντίνος,
ο μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτορας, ήταν από εκείνους, πού χωρίς μέσα,
προσπάθησε νά αποβάλλει κάθε ξενικό ζυγό από τά ελληνικά εδάφη.
Τό 1430, απελευθέρωσε τήν Πάτρα,
η οποία κυβερνιόταν από Λατίνο αρχιεπίσκοπο καί ήταν υπό τόν έλεγχο του πάπα,
(εξ' ού καί τό ακρωτήριο του Αράξου, τό οποίο ακόμα καί σήμερα λέγεται
ακρωτήριο του πάπα), καί μαζί μέ τόν αδελφό του Θωμά εξεδίωξε τόν πρίγκηπα
Zaccaria από τά Καλάβρυτα καί τήν Χαλανδρίτσα, ανακτώντας έτσι όλη τήν
Πελοπόννησο μέ εξαίρεση τά λιμάνια της Μεθώνης, Κορώνης καί Ναυπλίου τά οποία
ήταν υπό τόν έλεγχο των Βενετών. Ο Κωνσταντίνος όρισε ως διοικητές έμπιστους
ανθρώπους όπως τόν Αλέξιο Λάσκαρι άρχοντα των Πατρών, τόν Ιωάννη
Καντακουζηνό άρχοντα της Κορίνθου, τόν Γεώργιο Φραντζή στήν Σπάρτη,
τόν Δημήτριο Μαμωνά φρούραρχο στό κάστρο του Πρινίκου καί σέ άλλες
θέσεις κλειδιά τούς Ιωάννη Σοφιανό, Γεώργιο Δαιμονογιάννη, Δημήτριο
Παλαιολόγο καί τούς ισχυρούς Φραγκόπουλους οι οποίοι ήταν Γασμούλοι, δηλαδή
απόγονοι Ελλήνων καί Φράγκων.
Βορειότερα, όμως η κατάσταση έβαινε από τό κακό
στό χειρότερο.
Ο Ιωάννης ο Η', χωρίς νά έχει
κάνει τίς απαραίτητες προετοιμασίες γιά πόλεμο, αναγκάστηκε νά παραδώσει όλες
τίς πόλεις της Μακεδονίας καί της Θράκης, πλήν της Δέρκου καί της Μεσημβρίας,
στόν Μουράτ Β', ενω υποχρεώθηκε νά του καταβάλλει ετησίως φόρο υποτέλειας 3000
δουκάτων. Στίς 29 Μαρτίου 1430, οι Τούρκοι, ύστερα από πολύχρονη πολιορκία
κατέλαβαν τήν Θεσσαλονίκη. Ηταν η τρίτη φοβερή άλωσις της πόλεως μετά
από εκείνες των Αράβων καί των Νορμανδών. Ο Ιωάννης Αναγνώστης
περιέγραψε τήν πολιορκία, τήν χρήση πυρίτιδος υπό των Οθωμανών, τίς ηρωϊκές
προσπάθειες των κατοίκων στά τείχη καί τήν άθλια συμπεριφορά των Βενετών οι
οποίοι βρήκαν καταφύγιο στά πλοία τους και εγκατέλειψαν τόν πληθυσμό στό έλεος
του εισβολέα. Ακολούθησαν λεηλασίες, αρπαγές, βιασμοί, καταστροφές. Οι ναοί,
όλοι εκτος από τέσσερεις, μετατράπηκαν σέ τζαμιά ενώ ακολούθησε εποικισμός της
πρωτεύουσας της Μακεδονίας από Τούρκους μετανάστες. Στίς 9 Οκτωβρίου 1430, καί
η πόλις των Ιωαννίνων παρεδόθη στόν Σινάν Πασά, από τόν μητροπολίτη
Στρατηγόπουλο.
Ο Ιωάννης Η’, όντας σέ θλιβερή κατάσταση, προσπαθώντας νά
απεγκλωβίσει τήν αυτοκρατορία από τήν τουρκική πίεση, επεδίωξε μαζί μέ τόν
πατριάρχη Ιωσήφ, τή συνδρομή της Δύσης.
Ανεχώρησε τό 1437 γιά τήν Ιταλία
έχοντας μαζί του μία πολυπληθή συνοδεία η οποία αποτελείτω από επιφανείς
Ελληνες διανοούμενους όπως ήταν ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο
επίσκοπος Σάρδεων Διονύσιος, ο Τρπεζούντιος Βησσαρίων, ο Πελοποννήσιος
μητροπολίτης πάσης Ρωσσίας Ισίδωρος, ο συγγραφέας της συνόδου Συρόπουλος, ο
Γεώργιος Σχολάριος, ο Τρπεζούντιος Γεώργιος Αμιρουτζής, ο Γεώργιος Γεμιστός, ο
επονομαζόμενος Πλήθων καί πολλοί άλλοι. Η Ελληνική αντιπροσωπεία, φυσικά
ήταν διαιρεμένη ανάμεσα σέ εκείνους πού επιθυμούσαν τήν ένωση των δύο
Εκκλησιών, τούς λεγόμενους ενωτικούς καί στούς ανθενωτικούς. Ο πιό σθεναρός
οπαδός της πρώτης μερίδος ήταν ο Βησσαρίων ενώ της δεύτερης ήταν ο Μάρκος
Ευγενικός. Στίς 3 Φεβρουαρίου έφθασαν στήν Βενετία όπου τούς έτυχε θερμής
υποδοχής ο Δόγης, αλλά όπως περιγράφει ο Παπαρρηγόπουλος:
"...αθυμία καί λύπη
κατέλαβε τούς ημετέρους όταν είδαν εν τη πόλει ταύτη τά έργα τέχνης καί τούς
άλλους θησαυρούς τούς οποίους ήρπασαν οι Λατίνοι εκ Κωνσταντινουπόλεως εν καιρώ
της κυριαρχίας αυτών..."
Από τή Βενετία έφθασαν στή Φερράρα
τόν Μάρτιο του 1438, όπου τούς υποδέχθη ο πάπας Ευγένιος ο Δ' καί ο οποίος
απαίτησε ασπασμό στό χέρι καί στό πόδι. Μετά από ταπεινώσεις αλλά καί
φιλονικίες Ελλήνων καί Ευρωπαίων η σύνοδος μετατέθηκε στήν Φλωρεντία,
όπου υπογράφηκε η ένωσις Ανατολικής καί Δυτικής Εκκλησίας σέ μία Εκκλησία, μέ
πρώτον επίσκοπο τόν επίσκοπο Ρώμης. Ωστόσο, ο πάπας δέν κατάφερε νά εξασφαλίσει
βοήθεια παρά μόνο δύο γαλέρες καί τριακόσιους άντρες. Οπότε όταν επέστρεψε η
αντιπροσωπεία τήν 1η Φεβρουαρίου 1440, οι περισσότεροι μετανόησαν γιά τήν
υπογραφή τους αλλά καί ο λαός ξεσηκώθηκε γιατί προδόθηκε η πίστις καί ξεπουλήθηκαν
πατροπαράδοτα δόγματα.
Στό μεταξύ τά χριστιανικά κράτη της Ανατολής δηλαδή η
Ουγγαρία, Βλαχία, Ρουμανία, Σερβία καί Πολωνία δημιούργησαν ένα συνασπισμό γιά
νά αντιμετωπίσουν τήν οθωμανική λαίλαπα πού κατέκλυζε τώρα καί τή Σερβία καί
τήν Τρανσυλβανία.
Οι ηγέτες του συνασπισμού ήταν ο
Σέρβος Γεώργιος Βράνκοβιτς, ο Πολωνός Λαδισλάος ο Γ', ο πρίγκηπας της
Βλαχίας Δρακούλ καί ο θρυλικός Ούγγρος στρατηγός Ιωάννης Ουνυάδης ή Γιάγκος.
Ο Ουνυάδης τό 1442 συνέτριψε τόν Μεζίτ Μπέη στό Ερμαστάντ καί σκότωσε περίπου
20000 Οθωμανούς συμπεριλαμβανομένου καί του στρατηγού τους. Τήν ίδια μοίρα είχε
καί ο Σεχχαβεδίν πασάς ο οποίος ομοίως σκοτώθηκε στή μάχη ενώ λίγο αργότερα
κατετροπώθη καί ο μεγάλος βεζίρης Χαλίλ στήν πόλη Νίς καί έτσι ο
χριστιανικός στρατός ήταν ελεύθερος πλέον νά καταλάβει τή Σόφια καί τή
Φιλιππούπολη. Νοτιότερα στήν Αλβανία, τήν αντίσταση τήν οργάνωνε ο Γεώργιος
Καστριώτης, ο επονομαζόμενος Σκεντέρμπεης (Ισκεντέρ σημαίνει Αλέξανδρος στά
αραβικά). Ο Καστριώτης ήταν Ρωμηός στήν καταγωγή, είχε απαχθεί από μικρή ηλικία
καί είχε εξισλαμισθεί αλλά δραπέτευσε από τούς Τούρκους καί κατέφυγε στά βουνά
της Αλβανίας. Ακόμα νοτιότερα ο αδελφός του αυτοκράτορα, ο Κωνσταντίνος ο
επονομαζόμενος Δράκος αφού είχε επιβάλλει τήν εξουσία του σέ ολόκληρο
σχεδόν τό Μοριά, ενίσχυσε τίς οχυρώσεις στό Εξαμίλλιον καί τό 1444 κατέλαβε τήν
πόλη των ΑΘηνών από τόν Φλωρεντίνο δούκα της, Νέριο Acciajuoli. Τό
επόμενο έτος κατέλαβε τήν Δαυλίδα, τό Λιδωρίκιον, τή Φωκίδα καί τή Θεσσαλία.
Σέ αυτή τήν ευνοϊκή περίοδο γιά
τούς χριστιανικούς λαούς, ξεκίνησε καί η σταυροφορία του πάπα Ευγένιου Δ',
από τήν Ουγγαρία, υπό τήν ηγεσία του καρδινάλλιου Cesarini, κίνήθηκε
πρός τήν κοιλάδα του Δούναβη καί ενώθηκε μέ τόν στρατό των Βράνκοβιτς καί
Ουνυάδη. Ο Μουράτ ο Β' ανήσυχος γιά τήν τροπή των εξελίξεων, τόν Ιούλιο του
1444, υπέγραψε συνθήκη δεκαετούς ειρήνης μέ τούς σταυροφόρους αποδίδοντας τή
Σερβία καί τήν Ερζεγοβίνα στόν Βράνκοβιτς καί τήν Βλαχία στούς Ούγγρους. Η
ειρήνη αυτή όμως όχι δέκα χρόνια, αλλά ούτε δέκα εβδομάδες δέν κράτησε γιατί
υπό τήν πίεση του πάπα, ο οποίος ήταν αντίθετος μέ τήν συνθήκη, ο Ουνυάδης καί
ο Λαδισλάος παραβίασαν τήν συνθήκη πού είχαν κάνει μέ τόν Σουλτάνο. Μάλιστα ο
Τσεσαρίνι φαίρεται νά τούς είπε ότι ο λόγος πού δίδεται σέ άπιστους δέν έχει
καμμία απολύτως αξία. Ετσι οι σταυροφόροι έφτασαν τό Νοέμβριο του 1444, στά
παράλια του Εύξεινου Πόντου, κοντά στήν πόλη της Βάρνας.
Ο Μουράτ εκνευρισμένος
από τήν δολιότητα των χριστιανών ηγετών, κρέμασε τό κείμενο της παραβιασμένης
συνθήκης στό μπαϊράκι του καί κινούμενος αστραπιαία βρέθηκε καί αυτός μέ ένα
στρατό 80000 αντρών στήν Βάρνα. Ο ανίκανος Ιωάννης δέν παρεμπόδισε
καθόλου τόν τουρκικό στρατό νά διέλθει από τό Βόσπορο καί έτσι οι σταυροφόροι
αιφνιδιάστηκαν όταν είδαν νά εμφανίζονται μπροστά τους οι χιλιάδες σημαίες των
οθωμανών στρατιωτών. Στίς 10 Νοεμβρίου 1444, παρά τόν ηρωϊσμό του
Ουνυάδη, οι χριστιανοί συνετρίβησαν, ο Λαδισλάος καί ο Τσεζαρίνι σκοτώθηκαν
καί οι λαοί της Βαλκανικής βούλιαξαν πάλι στήν απελπισία τους.
Τό Νοέμβριο
του 1446 ο Μουράτ μέ 60000 στρατό καί πολλά τηλεβόλα κινήθηκε νότια. Ήταν η
σειρά των Ρούμ νά πληρώσουν τήν ανυπακοή τους. Ο σουλτάνος αστραπιαία κατέλαβε
τήν Θήβα, τό Γαλαξείδιον, τά Σάλωνα (Άμφισσα), τήν Αθήνα καί επιτέθηκε στό Εξαμίλιον
στόν Ισθμό. Οι Βενετοί παρέμειναν απαθείς, (συνηθίζεται από τούς δυτικούς) καί
οι Δεσπότες Κωνσταντίνος καί Θωμάς κατέλαβαν μέ ελάχιστες δυνάμεις τίς θέσεις
τους πίσω από τά τείχη. Οι δυνάμεις τους αποτελούνταν από Έλληνες καί από
Αλβανούς οι οποίοι πολέμησαν μέ γενναιότητα αλλά δέν μπόρεσαν νά αντιμετωπίσουν
τό βομβαρδισμό του πυροβολικού.
Στίς 10 Δεκεμβρίου 1446
ένας γενίτσαρος ονόματι Χιτίρ, Σέρβος στήν καταγωγή, πάτησε πρώτος τό τείχος.
Ακολούθησε σφαγή των υπερασπιστών, οι δύο Δεσπότες όμως κατάφεραν νά ξεφύγουν.
Ο δρόμος τώρα γιά τό Μοριά ήταν ανοικτός. Ο Μουράτ μέ τό μισό στράτευμα
κινήθηκε κατά μήκος του Κορινθιακού, καίγοντας καί λεηλατώντας καί κατέστρεψε
τήν Κόρινθο.
"Ω Κόρινθος
πολύθλιβος πολύ κακόν τό είδες τότες όταν εχάλασαν οι Τούρκοι τό Εξαμίλι. Όλος
ο κάμπος έγεμεν άρματα καί δοξάρια, σαγίτες χρυσοπτέρυγες, σπαθιά κοσμημένα,
κεφαλαί, χέρια, σώματα στόν κάμπο απλωμένα."
Στή συνέχεια ο σουλτάνος
πολιόρκησε τό κάστρο των Πατρών χωρίς επιτυχία καί σύμφωνα μέ τόν
Παπαρρηγόπουλον: "οι ΈΛληνες ρητίνην καί πίσσαν πυρί αψάμενοι κατά οπήν
τούς τε νεήλυδας εξεκρούσαντο αμυνόμενοι καί εκράτυνον τήν ακρόπολιν."
Ο Τουραχάν ηγήθηκε στό άλλο μισό, κινήθηκε στό εσωτερικό ερημώνοντας
καί αυτός μέ τήν σειρά του, ενώθηκε μέ τόν Σουλτάνο στήν Γλαρέντζα, πρίν
αποχωρήσουν καί οι δύο σύροντας μαζί τους περισσότερους από 60000
αιχμαλώτους, τούς οποίους πούλησαν στά σκλαβοπάζαρα της Μικράς Ασίας. Η γή
πού γέννησε τήν φιλοσοφία του Ηράκλειτου καί τήν ποίηση του Ομήρου, ήταν γεμάτη
μιναρέδες, καί σκλαβοπάζαρα, όπου μικρά αγόρια καί κορίτσια κατέληγαν δώρα
στούς πασάδες καί στούς μπέηδες. Αλλά καί η ερήμωση στήν Πελοπόννησο ήταν
τρομερή. Αναφέρεται γυναίκα της εποχής η οποία είχε παντρευτεί επτά φορές γιατί
όλους τούς άντρες της τούς είχε χάσει σέ πολέμους. Οι ελιές καί τά αμπέλια
καταστράφηκαν, ο λαός περιήλθε σέ απόγνωση καί ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε νά
πληρώνει φόρο υποτέλειας στόν σουλτάνο.
Μετά από τήν δήωση της
Πελοποννήσου, ο Μουράτ στράφηκε εναντίον των δύο αξιοτέρων του αντιπάλων, του
Ουνυάδη καί του Καστριώτη. Τόν Ουνυάδη τόν κατανίκησε στό Κοσσυφοπέδιο, στίς 20
Οκτωβρίου 1448, τόν Καστριώτη ή Σκεντέρμπεη δέν μπόρεσε νά τόν
καταβάλει. Γιά κάποιο διάστημα λοιπόν οι Αλβανοί, από τά βουνά της Κρόϊας, ήταν
ο μόνος λάος πού μαχόταν τόν κατακτητή καί ο ηγέτης τους αποτελούσε γιά τούς
Ευρωπαίους, τόν τελευταίο χριστιανό ήρωα ανατολικά της Αδριατικής.
Τό
τελευταίο όμως οχυρό δέν είχε πέσει ακόμα. Η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα
απομονωμένο πλέον νησί χριστιανικού πολιτισμού γύρω από τό οποίο πάφλαζαν τά
κύματα του Ισλάμ. Η μελαγχολία καί η θλίψη μαζί μέ τίς ένδοξες μνήμες αλλοτινών
εποχών βασίλευαν στούς κατοίκους της όταν πέθαινε καί ο Ιωάννης Η' Παλαιολόγος
στίς 31 Οκτωβρίου 1448. Kαί όπως μας αφηγείτει ο σοφός Γάλλος Gustave
Schlumberger:"Πάσαι δ'αι λοιπαί επαρχίαι, αίτινες είχον συγκροτήσει
από αιώνας απειρομεγέθεις κτήσεις των ενδόξων εκείνων ηγεμόνων, οίτινες
εκαλούντο Θεοδόσιος ο Μέγας, Νικηφόρος Φωκάς, Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, είχον
περιέλθει εις τους εκγόνους του προφήτου Μωάμεθ." Ο Ιωάννης είχε
επιλέξει σάν διάδοχό του, τό Δεσπότη του Μοριά Κωνσταντίνο, οποίος έμελλε νά
περιβληθεί τό ακανθάνινο στέμμα του Βυζαντίου, γιά νά διασώσει τήν τιμή του
μεσαιωνικού ελληνισμού πού είχε αμαυρωθεί κατά πολύ τούς τελευταίους δύο
αιώνες.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου