ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

Πως και γιατί διογκώθηκε η Χρυσή Αυγή


Πως και γιατί διογκώθηκε η Χρυσή Αυγή
23/9/13

του Γιώργου Καραμπελιά

Έχουμε αναφερθεί πάμπολλες φορές στους γενικούς πολιτικούς και πνευματικούς όρους που επέτρεψαν την άνοδο της Χ.Α. και γενικότερα στην καπηλεία του πατριωτισμού από την ακροδεξιά στη νεώτερη ελληνική πραγματικότητα. Ο πρώτος και κύριος είναι η εγκατάλειψη της εθνικής ταυτότητας από την αριστερά και την «κεντροαριστερά», ιδιαίτερα μετά το 1990, και η κυριαρχία του εθνομηδενισμού, που ήρθε να συναντήσει την παράδοση της εθνικής υποταγής της ελληνικής δεξιάς.
Ο δεύτερος είναι η κουλτούρα της βίας την οποία προωθεί όλος ο σύγχρονος πολιτισμός (αρκεί να ανοίξει κανείς για λίγες ώρες την τηλεόρασή του) η αστυνομική καταστολή, αλλά και οι βίαιες, πρακτικές ενός τμήματος της άκρας αριστεράς και των αντιεξουσιαστών που εγκαθίδρυσαν ένα ορισμένο στυλ πολιτικού «διαλόγου», εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια, στέλνοντας ένα τμήμα της κοινωνίας και της νεολαίας στην αντίθετη κατεύθυνση. Μέσα από αυτή τη διττή πραγματικότητα, ανέκυψε, όταν συγκεντρώθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, και το φαινόμενο της Χ.Α. 

Γράφαμε έναν χρόνο πριν:
Πώς και γιατί, σε μια χώρα στην οποία η ακροδεξιά είχε ταυτιστεί με την εθνοπροδοσία και τις παρακρατικές δραστηριότητες, ενώ αντίθετα η «δημοκρατική παράταξη» και η αριστερά με την εθνική ανεξαρτησία και τον αντιιμπεριαλισμό, κατόρθωσε ένα σχήμα, που προβάλλει ανοικτά τον Χίτλερ και τον Παπαδόπουλο, να μεταβληθεί σε υπερασπιστή της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων;!
Θα πρέπει να μας τα εξηγήσουν εκείνοι που, από το «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», πέρασαν στο «ευχαριστούμε τους Αμερικανούς» του Σημίτη και στη λυσσαλέα υπεράσπιση του σχεδίου Ανάν. Εκείνοι που, από τα αντάρτικα τραγούδια και τον Άρη Βελουχιώτη, πέρασαν στο «Αιγαίο που ανήκει στα ψάρια του» και στα «ανοικτά σύνορα» των αντιεξουσιαστών, της «επαναστατικής αριστεράς» και των οικολόγων.[ ]
Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια τουλάχιστον, η κυρίαρχη αριστερή μιντιακή και ακαδημαϊκή κουλτούρα αγωνιζόταν να απομονώσει εκείνους που, όπως εμείς, επέμεναν στη σύνδεση των δημοκρατικών και επαναστατικών ιδεών και αξιών με την πραγματικότητα της χώρας.[    ]  Και επειδή οι ίδιοι είναι θύματα της μπαρόβιας δυτικοκεντρικής ιδεολογίας τους, δεν κατανοούν ότι, στην Ελλάδα, την απειλούμενη από τους δυτικούς τραπεζίτες και τον νεοθωμανισμό, το ζήτημα του πατριωτισμού δεν είναι δευτερεύον αλλά το κύριο αίτημα της κοινωνίας μας το δε μεταναστευτικό, σε μια χώρα των συνόρων, δεν αφορά απλώς στην καταπολέμηση των ρατσιστικών συνδρόμων, αλλά αποτελεί ζήτημα ζωής ή θανάτου. Κατά συνέπεια, την ώρα που καταρρέει το παγκοσμιοποιημένο καταναλωτικό μοντέλο, δύο λύσεις απομένουν. Είτε η αναβάπτιση της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στην πατριωτική παράδοση, και η απολάκτιση του παρασιτικού ψευδοελευθεριακού μοντέλου, είτε η ενίσχυση των αυταρχικών ή και φασιστικών λύσεων και δυνάμεων. [ ]
Ένα από τα κυριότερα στοιχεία στα οποία αναφέρονται οι «δημοκράτες» μας είναι η συστηματική βία που ασκούν οι Νεαντερντάλιοι της Χ.Α. σε όλες τις εκδηλώσεις τους, από τις επιθέσεις στους αλλοδαπούς μικροπωλητές μέχρι τη θεαματική τηλεοπτική βία.
Είναι τουλάχιστον υποκρισία να μιλούν για βία και κουλτούρα της βίας, στην πολιτική και τον αθλητισμό, όλοι εκείνοι που καθημερινά προωθούν και επιβραβεύουν μια  διάχυτη κοινωνική βία, την αδιάκριτη και συχνά ανεξέλεγκτη βία της αστυνομίας, την χωρίς τέλος βαρβαρότητα που χαρακτηρίζει τα ΜΜΕ, το διαδίκτυο, τα διαδικτυακά παιγνίδια. Όλα αυτά έχουν εθίσει την κοινωνία και τη νεολαία σε ένα καθολικό πρότυπο γενικευμένης βίας, η οποία έχει διαχυθεί στα γήπεδα και την πολιτική. [ ] Όλα τα κινηματογραφικά έργα και οι τηλεοπτικές σειρές, που απευθύνονται ιδιαίτερα στο νεανικό κοινό, είναι γεμάτα από σίριαλ κίλερ και βασανισμούς. Οι νεαροί αστυνομικοί της ομάδας Δίας, οι χούλιγκαν των γηπέδων και οι λάτρεις της χωρίς τέλος πολιτικής βίας εμπνέονται από τα ίδια πρότυπα, από την ίδια κουλτούρα μιας ανάλγητης κοινωνίας, συχνάζουν στα ίδια γυμναστήρια και ορχούνται με τις ίδιες ανελέητες και κραυγαλέες μουσικές.[  ]
Οι μνημονιακοί προσπαθούν να ταυτίσουν τη λεκτική ή και συμβολική αντιβία των διαδηλωτών με τη βία της Χ.Α. [ ]  Η επίσημη αριστερά σωστά αποκρούει αυτές τις αιτιάσεις ως συκοφαντικές, αλλά κουκουλώνει ταυτόχρονα ένα υπαρκτό ζήτημα. Ότι δηλαδή, σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και κατεξοχήν από τη δεκαετία του ’90 και μετά, εμφανίζονται ομάδες με αριστερό πρόσημο οι οποίες διαστρέφουν την αντίσταση των λαϊκών κινημάτων και ασκούν μόνιμα και συστηματικά μορφές βίας, ενισχύοντας τον συντηρητισμό ευρύτερων στρωμάτων και την ενδυνάμωση  των κατασταλτικών μηχανισμών. [  ] Οι πρακτικές μιας ασυνάρτητης βίας έφτασαν στο απόγειό τους με τη μηδενιστική «επανάσταση» του 2008. Είμαστε οι μόνοι που είχαμε καταγγείλει τη δράση των ομάδων που κατέστρεφαν συστηματικά τράπεζες, καταστήματα και δημόσια κτίρια, με την ανοχή και την κάλυψη όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ, αρχής γενομένης από τον Αλέκο Αλαβάνο, αλλά και του ΠΑΣΟΚ και των ΜΜΕ, που έβλεπαν τις «ταραχές» ως ευκαιρία για την ανατροπή της «κυβέρνησης της Δεξιάς». [  ] Τότε, τονίζαμε πως η μηδενιστική χρήση της βίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα σε άνοδο της ακροδεξιάς, όπως εξάλλου συνέβη και με την δολοφονική δράση τους στην Μαρφίν.[  ] 
Οι ευθύνες της αριστεράς λοιπόν είναι υπαρκτές, όχι γιατί δήθεν δημιούργησε το κίνημα των Αγανακτισμένων ή προώθησε τα «γιαουρτώματα». Αυτό εξάλλου δεν είναι αλήθεια, διότι το κίνημα των Αγανακτισμένων ούτε ξεκίνησε, ούτε εκφράστηκε από τα κόμματα της Αριστεράς, όπως γνωρίζουμε όσοι συμμετείχαμε σε αυτό.
Οι ευθύνες της Αριστεράς βρίσκονται αλλού, στο ότι, επειδή την βόλευε πολιτικάντικα και κυρίως επειδή η βία αυτών των ομάδων ήταν ιδεολογικά ταυτισμένη με τον εθνομηδενισμό τους, και απέκλειε μόνο την πατριωτική αριστερά, την άφησαν να εξελιχθεί και να γιγαντωθεί. [Βλέπε Γ. Καραμπελιά, «Οι Σπόνσορες της Χρυσής Αυγής», Άρδην, τ. 90, Οκτώβρης 2012.]
Αυτοί οι γενικοί όροι περιγράφουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η Χ.Α. Γιατί όμως μπόρεσε να αναπτυχθεί με τέτοια ταχύτητα, μέσα σε δύο χρόνια;

Αποτυχία των αγανακτισμένων και ανοχή στη Χ.Α.

Πρώτον, γιατί δεν υπήρξε μια δημοκρατική και πατριωτική αντιμνημονιακή κίνηση που να μπορεί να προσανατολίσει  το πρωτόλειο και ακατέργαστο κύμα οργής που διαπέρασε την ελληνική κοινωνία, μετά τη συνωμοτική εφαρμογή του μνημονίου και των μέτρων λιτότητας από τον Παπανδρέου και την παρέα του. Κινήσεις όπως η «Σπίθα» αποδείχθηκαν ανίσχυρες και εν τέλει συνδεδεμένες με το παλιό πολιτικό και πνευματικό κατεστημένο, ώστε να μπορέσουν να εκφράσουν το παλιρροϊκό κύμα των αγανακτισμένων. Εξάλλου, όλοι οι τενόροι της αντιμνημονιακής αγανάκτησης της πρώτης περιόδου, στα κανάλια και τις πλατείες, δεν ξέφευγαν από τα πλαίσια μια λαϊκιστικής αγανάκτησης, σύμφωνα με την οποία αρκούσε η εκδίωξη των «προδοτών» από την εξουσία για να αναστηθεί ο προμνημονιακός παράδεισος του ελληνικού καταναλωτισμού. Αυτό το κλίμα δεν προετοίμαζε τις μάζες που, μετά από μια μακρά περίοδο αποπολιτικοποίησης, επανέρχονταν στην πολιτική για έναν μακρόχρονο και σκληρό αγώνα.
Έτσι, μέσα στο κοχλάζον κύμα της αγανάκτησης, ανάμεσα σε πολλές ενδιαφέρουσες και ρηξικέλευθες προτάσεις για συνταγματική αναθεώρηση, κατάργηση της κομματοκρατίας, κ.λπ., κυκλοφορούσαν και πάρα πολλές αντιλήψεις για τον στρατό και την αστυνομία, που θα έπρεπε να «δέσει» τους επιόρκους και διεφθαρμένους πολιτικούς, και ανάλογου ύφους και ήθους «προβληματισμοί». Το γεγονός, εξάλλου, ότι η αριστερά είτε απείχε επιδεικτικά (ΚΚΕ) από το κίνημα των αγανακτισμένων, είτε προσπαθούσε να αντιπαραθέσει τις δικές της συγκεντρώσεις και αντιλήψεις (η «κάτω πλατεία» στο Σύνταγμα, σε αντιπαράθεση με την «πάνω»), άφηνε τη συντριπτική πλειοψηφία αυτού του κόσμου έρμαιο στην προπαγάνδα και τις κραυγές επηρμένων κεφαλών, κοσμοσωτήρων και άλλων διαταραγμένων. Και οι μαγικές λύσεις ήταν έτοιμες στο τσεπάκι. Να δέσουμε τους πολιτικούς, να επιστρέψουμε στο εθνικό νόμισμα, και οι μέρες της αφθονίας θα επανέλθουν. Όλα θα μπορούσαν να συμβούν αν εμφανιζόταν, ως δια μαγείας, ένας χαρισματικός ηγέτης ή μια αποφασισμένη μειοψηφία. Το γεγονός ότι όλη η κατεστημένη διανόηση και τα ΜΜΕ είχαν εντελώς απαξιωθεί έστρεψε ένα μεγάλο κομμάτι αυτού του κόσμου προς αναζήτηση «ανώνυμων» σωτήρων. Ένα ανώνυμο πλήθος κατέληξε να αποζητά κάποιον «δικό» του, «ανώνυμο»,  για να τον εκφράσει.
Και έτσι είδαμε διάφορα σχήματα να ανθούν, έστω και πρόσκαιρα, μέσα στη σούπα των αγανακτισμένων. Στην πρώτη φάση, αυτό δεν στρεφόταν προς ακροδεξιές οργανώσεις, αλλά αναζητούσε  νέα οργανωτικά μορφώματα. Όταν όμως, με το πέρασμα του χρόνου, αποδείχτηκε πως αυτά ήταν ανίκανα να συγκροτηθούν οργανωτικά, και οι επίδοξοι μουσολινίσκοι δεν διέθεταν τον ανάλογο στρατό, στράφηκαν προς έναν υπαρκτό χιτλερίσκο, ο οποίος και διέθετε ένα πρόπλασμα ταγμάτων εφόδου και είχε αποδείξει την «αποτελεσματικότητά» του, στον Αγ. Παντελεήμονα ενάντια στους λαθρομετανάστες. Γι’ αυτό, η Χ.Α. κατόρθωσε να κερδίσει μια πρώτη μαζική βάση και να εκμεταλλευτεί το κύμα αγανάκτησης της ελληνικής κοινωνίας.
Δεύτερον, σε αυτούς ήρθε να προστεθεί το κλασικό κομμάτι της παλιάς ακροδεξιάς, βασιλικών και χουντικών, διάχυτο στην ελληνική κοινωνία, που έβρισκε έστω και με διαφωνίες μία εκπροσώπηση, και το οποίο άνοιξε στη Χ.Α. τις πόρτες προς το δικαστικό σώμα, δικηγορικούς κύκλους, αξιωματικούς, απόστρατους και εν ενεργεία, και την έφερε πιο κοντά στους κύκλους της εξουσίας και της επίσημης δεξιάς. Εξ ου και η ώσμωση ανάμεσα στη Ν.Δ. και τη Χ.Α., εξ ου και η αποδυνάμωση του ΛΑ.ΟΣ. και η μεταπήδηση ψηφοφόρων και στελεχών προς αυτή.
Τρίτον. Το χειρότερο όμως απ’ όλα ήταν η ανοχή και ενίοτε η συγκαταβατική αποδοχή της Χ.Α. από χώρους των αγανακτισμένων του «δημοκρατικού τόξου». Εδώ έθαλλαν και εν μέρει συνεχίζουν να θάλλουν οι απόψεις του τύπου «οι πραγματικοί φασίστες είναι οι τροϊκανοί και όχι η Χ.Α.», «οι επιθέσεις ενάντια στη Χ.Α. είναι αποπροσανατολιστικές και προβοκάτσια», η δε Χ.Α. είναι απλώς μια ακραία αντιμνημονιακή εκδοχή που αντανακλά την απουσία ή την «προδοσία της αριστεράς». Έτσι, πατώντας πάνω σε πραγματικά επιχειρήματα, όπως η ευθύνη της αριστεράς, έφθαναν να νομιμοποιούν τους χρυσαυγίτες, οι οποίοι αποκτούσαν μια απήχηση που ξεπερνούσε τους κλασικούς ακροδεξιούς χώρους. Πόσες και πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει, μέσα στο χάος και τη σύγχυση των τελευταίων χρόνων, φωνές του τύπου «ο Θεοδωράκης να τα βρει με τον Μιχαλολιάκο», ενώ, παράλληλα, δημοκρατικοί δημοσιογράφοι θεωρούσαν «επιτυχία» να σπάσουν το εμπάργκο των «κατεστημένων» καναλιών και να πάρουν μία συνέντευξη από τον χιτλερίσκο.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, της παράκρουσης από τη μία και της ανοχής από την άλλη, που τροφοδοτούνταν καθημερινά από την καταβύθιση της ελληνικής κοινωνίας στα μνημονιακά τάρταρα, μπόρεσε να ανθήσει και αυτό το αποτρόπαιο μπουμπούκι.

Τα όρια της Χ.Α.

Σήμερα, μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η ναζιστική οργάνωση έχει μπει σε κρίση. Οι χρυσαυγίτες δεν μπόρεσαν να μεταβληθούν από τάγματα εφόδου σε πολιτικό κόμμα. Κι αυτό διότι, ακόμα και αν ήθελαν να διατηρούν τα τάγματα εφόδου τους, θα έπρεπε να τα διαχωρίσουν, τουλάχιστον εμφανώς, από το κόμμα. Αυτοί όμως επέμεναν να συμπεριφέρονται σαν ένα ναζιστικό γκρουπούσκουλο ακόμα και μέσα στη Βουλή και να οργανώνουν δολοφονικές επιθέσεις, σε άμεση διασύνδεση με την ηγεσία της οργάνωσής τους. Έτσι όμως απαγόρευαν σε όσους θα ήταν πρόθυμοι, είτε από ιδεολογία είτε από οπορτουνισμό –και ήταν πολλοί–, να προσχωρήσουν.
Η Χρυσή Αυγή απέπνεε υπερβολικά υπόκοσμο, φουσκωτούς, χούλιγκαν ώστε να επιτρέψει σε αξιοσέβαστους επιχειρηματίες, δικαστικούς και «διανοουμένους» να ταυτιστούν ανοιχτά μαζί της. Πράγμα που έχει να κάνει με την ίδια τη φύση της οργάνωσης. Η Χρυσή Αυγή είναι υποανάπτυκτη πνευματικά και πολιτιστικά και υπεραναπτυγμένη «μυϊκά». Επομένως, δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα ρεύμα με διάρκεια. Υπό κανονικές συνθήκες, θα αποτελούσε τα τάγματα εφόδου ενός ακροδεξιού σχήματος και όχι αυτή καθεαυτή την πολιτική έκφραση του ακροδεξιού χώρου. Απλώς, στις συνθήκες της κρίσης, αναδείχτηκε στο προσκήνιο, χωρίς όμως να προλάβει, ή να μπορέσει, να μετασχηματιστεί. Διότι, βέβαια, ο Καιάδας, ο Λαγός, ο Παναγιώταρος μπορούν να έχουν ηγετικό ρόλο μόνο όσο το πνευματικό επίπεδο των μελών της οργάνωσης βρίσκεται στο ναδίρ. Οι «έξυπνοι» του χώρου «λιποτάκτησαν» και έγιναν υπουργοί της Ν.Δ., ενώ το ΛΑΟΣ συρρικνώθηκε, μετά την προσχώρησή του στο μνημονιακό στρατόπεδο! Και έτσι έμεινε μόνο ένα ναζιστικό γκρουπούσκουλο να εκπροσωπεί τον «χώρο» στο σύνολό του! Γι’ αυτό και η κρίση ήταν αναπόφευκτη. Και αυτό δεν το λέμε σήμερα μόνον, κατόπιν εορτής, αλλά γράφαμε πριν ένα χρόνο:
«… Διότι, ακόμα, η Χ.Α. και η ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν εκπροσωπεί ένα ιδεολογικό πολιτιστικό ρεύμα ικανό να αποτελέσει τον φορέα ενός πολιτικού φαινομένου με διάρκεια. [  ]  …δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο φασισμός είχε μαζί του διανοουμένους όπως τον Μαρινέτι και τον Ντ’ Ανούντσιο στην Ιταλία, ο Χίτλερ τον Έζρα Πάουντ και τον Χάιντεγκερ, ο Φράνκο τον Σαλβατόρ Νταλί – ακόμα και ο πιο αδύνατος γαλλικός φασισμός, τον Σελίν και τον Μωράς. Στην Ελλάδα ακόμα δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο παρά τις ευγενείς προσπάθειες των εθνομηδενιστών». [Βλ. «Οι Σπόνσορες της Χρυσής Αυγής», ό.π.)
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουμε λήξει με το φασιστικό-ναζιστικό φαινόμενο, διότι είναι δυνατό είτε να μετασχηματιστεί ένα τμήμα της Χρυσής Αυγής, είτε να εμφανιστεί νέος εκπρόσωπος του «χώρου», που να συνθέσει «δημιουργικά» την εμπειρία του  ΛΑΟΣ και της Χρυσής Αυγής σε ένα νέο μόρφωμα. Και οι υποψήφιοι δεν λείπουν. Ενίοτε κυκλοφορούν και δίπλα μας.
Πάντως, με τον ένα ή άλλο τρόπο, η εποχή της μεγάλης θολούρας τελειώνει. Οι Έλληνες έχουν κατανοήσει πως δεν υπάρχουν ούτε μαγικές ούτε εύκολες διέξοδοι από την κρίση.
Είμαστε υποχρεωμένοι να χτίσουμε ένα άλλο κράτος, μια άλλη οικονομία, έναν άλλο πολιτισμό. Και γι’ αυτό δεν αρκούν οι μαγικές συνταγές και οι κάθε είδους σωτήρες. Χρειαζόμαστε σχέδιο, πρόταγμα και επιμονή, παράλληλα με την αταλάντευτη βούληση να σαρώσουμε ένα σάπιο και διεφθαρμένο σύστημα. Αυτή η βούληση εκφράστηκε με πολλούς τρόπους στην προηγούμενη περίοδο και πρέπει να την κρατήσουμε ως παρακαταθήκη. Και να βάλουμε δίπλα της το σχέδιο και τη γνώση, για να ορθώσουμε «έναν άλλο περήφανο πύργο απέναντί τους», όπως έλεγε ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός.
Οι Έλληνες, εγκαταλελειμμένοι από τους κάθε είδους ταγούς τους, πλανήθηκαν και περιπλανήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια σε δρόμους αδιέξοδους, ακόμα και επικίνδυνους. Είναι καιρός να ξαναρθούν στον τόπο τους, αφήνοντας πίσω τόσο τους εθνομηδενιστές όσο και τους ναζί, αντλώντας από την ακατάβλητη παράδοσή τους και προβάλλοντάς τη προς το μέλλον, σε αυτή την τόσο αναμενόμενη σύνθεση, επί τέλους!

Σχόλια:
Alexandros είπε...

Συμφωνώ εν γένει με το άρθρο, ειδικά για τους λόγους ενίσχυσης της ΧΑ αν και δεν περιγράφονται όλοι οι λόγοι και οι ευθύνες της Αριστεράς δεν είναι μόνον αυτές, που περιγραφει ο συγγραφέας, ενώ δεν περιγραφει πλήρως και τις ευθύνες του κεντρώου χώρου από κεντροδεξιά έως κεντροαριστερά, αλλα θα σταθώ σε αυτά που έχω ερωτήσεις, καταρχάς γιατί θα ήταν κακό για την κοινωνία να υπάρχει ένα κόμμα που θα εκφράζει τους λεγόμενους εθνικιστές, εφόσον αυτό το κόμμα είναι πραγματικά πολιτικο κόμμα και όχι hooligans.
Νομίζω πως ο λεγόμενος ακροδεξιός η "ετηνιξιτικος" χώρος έχει ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν και να προσφέρουν με τον λόγο τους, για παράδειγμα ο Πλεύρης. 

Αυτή η πατριωτική αριστερά, που περιγραφει ο συγγραφέας και που όντως υπάρχει, με ποιον κομματικό σχηματισμό εκφράζεται στην πολιτική ζωή της χώρας και ποίες είναι οι πολιτικές της θέσεις ακριβώς? 

Είναι ερωτήσεις που πραγματικά θα ήθελα να της κάνω στον συγγραφέα.


Άλλοι λόγοι ενίσχυσης της ΧΑ, πολύ σημαντικοί κατά τη γνώμη μου, είναι η κλεπτοκρατία της μεταπολίτευσης και η αγανάκτηση που επέφερε αυτή στον κόσμο ύστερα από το μνημόνιο, γιατί μέχρι τότε αισθάνονταν όλοι βολεμένοι, η ανοχή στην ανομία κάθε είδους και η παρεμπόδιση της αστυνομίας να κάνει τη δουλειά της με συνευθύνη όλων των πολιτικών κομματων και η ενοχοποίηση της δεξιάς ως το μονο μέγιστο κακό του τόπου ως ο διάβολος της σύχρονης Ελλάδος, το οποιο επηρέασε τα νέα παιδιά των δεξιών οικογενειών και η προσπάθεια καπηλείας κάθε αγώνα από την αριστερά.
Βεβαια οποιος ασχοληθεί θα καταλάβει ότι μιλάμε για ακραιφνή propaganda, χωρίς βεβαια να έχω επιθυμία να μηδενίσω την προσφορα της αριστεράς, όμως η δικη της επιθυμία όχι μονο για μηδενισμό της προσφοράς της δεξιάς παράταξης της αλλα και για ενοχοποίηση της, είχε σαν αποτέλεσμα τη ριζοσπαστικοποίηση μέρους της δεξιάς νεολαίας, η οποια δεν άντεξε να προσβάλλονται οι πρόγονοι της.


Για αυτό λέω πως ζω και αναπνέω για τη στιγμή, που στον Μελιγαλά θα πάει εκπρόσωπος του ΚΚΕ και του ΣΥΡΡΙΖΑ και σε αντίστοιχες εκδηλώσεις της Αριστεράς θα πάει εκπρόσωπος της ακροδεξιάς λέγοντας έναν μικρό λόγο και τονίζοντας πως αυτά είναι sfalmata του παρελθόντος αδύνατον να επαναληφθούν, κάτι άλλωστε που θα επιθυμούσαν θύτες και θύματα αλλα και οι επιζήσαντες του εμφυλιου σπαραγμού. Ξέρω ξέρω, ζω στον δικό μου κόσμο......

Κομπλεξικοί και κρατικοδίαιτοι σταλινοκαθηγητάδες κάνουν όνειρα για διάλυση της Χρυσής Αυγής

. Οφείλουμε μια απάντηση σε άρθρο του Νίκου Μαραντζίδη, το οποίο δημοσιεύτηκε υπό τον βαρύγδουπο τίτλο «Διαλύστε τη Χρυσή Αυγή», σε γνωστή καθεστωτική ιστοσελίδα. Το καθεστώς των διεφθαρμένων, θα ήταν πιθανώς αδύνατον να γαντζωθεί από το ταλαιπωρημένο σώμα της Ελληνικής Πατρίδος επί σαράντα έτη, αν δεν είχε την αμέριστη συμπαράσταση (με το αζημίωτο φυσικά) των πληρωμένων κονδυλοφόρων και των κρατικοδίαιτων καθηγητάδων του κοσμοπολίτικου φιλελευθερισμού και του διεθνιστικού μαρξισμού.

Αυτές οι δύο τελευταίες κατηγορίες των καθεστωτικών πραιτόρων, αποτέλεσαν και την υποτιθέμενη «πνευματική ελίτ» του αντεθνικού Καθεστώτος, το οποίο εξαθλιώνει το Λαό μας και ξεπουλά την ...

Πατρίδα μας στους διεθνείς τοκογλύφους.
Τι είναι όμως εκείνο το οποίο παρήγαγε επί δεκαετίες αυτή η «πνευματική ελίτ», η οποία σήμερα υψώνει επικριτικά το δάχτυλο στο Λαϊκό Εθνικιστικό Κίνημα, επιχειρώντας να εξαπατήσει για μια ακόμη φορά τον Ελληνικό Λαό, παριστάνοντας την προστάτιδα δύναμη της δημοκρατίας; Παρήγαγε την πλατιά πελατειακή κομματική μάζα, η οποία συνωστιζόταν στα πολιτικά γραφεία των κληρονομικά τεμπέληδων πολιτικάντηδων της μεταπολίτευσης, προκειμένου να της χαριστεί από τους ψευτοδημοκράτες το δικαίωμα στην εργασία ή κάποιο ρουσφέτι οποιουδήποτε είδους.
Επιπλέον, η ίδια αυτή «πνευματική ελίτ», υπήρξε η καθεστωτική μηχανή της καλλιέργειας του πνεύματος του ραγιαδισμού, πνεύμα το οποίο διαπότισε ολόκληρο το Έθνος, πνεύμα ρέον από την προδοτική μεταπολιτευτική ηγεσία προς τις ανυποψίαστες και ευκολόπιστες λαϊκές μάζες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ψευδοσοφών του μεταπολιτευτικού σκοταδισμού, αποτελεί ο κύριος Νίκος Μαραντζίδης, ο οποίος ξεπληρώνει το βόλεμά του στο ελληνικό δημόσιο, με την θλιβερή και συνάμα στομφώδη, «δημοκρατική» του απαίτηση: «διαλύστε τη Χρυσή Αυγή»!
Ακροβατώντας μεταξύ καπιταλισμού και μαρξισμού (τα οποία και αποτελούν τις δύο όψεις του σιωνιστικού ιδανικού του), ο κ. Μαραντζίδης επιχειρεί να κρύψει το βαθύ μίσος του προς τον Ελληνικό Λαό, πίσω από την υπεράσπιση -τάχα- των δημοκρατικών θεσμών από το -καθώς ο ίδιος αποκαλεί- «μεταναζιστικό ιδεολογικό στίγμα της Χ.Α.». Το μαρξιστικής υφής μίσος του προς τον Ελληνικό Λαό, διακρίνεται ξεκάθαρα μέσα στο κείμενό του: «Αρχικά ήταν σύνηθες να ερμηνεύεται η άνοδος αυτή ως αποτέλεσμα των κοινωνικών συνθηκών διαβίωσης των ψηφοφόρων (εγκληματικότητα, ανασφάλεια και υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος λόγω της παρουσίας μεγάλου όγκου μεταναστών) στην Αθήνα και τα υπόλοιπα μεγάλα αστικά κέντρα. Έτσι, κάπως απλοϊκά και απαλλάσσοντας από κάθε ευθύνη, έστω και χωρίς πρόθεση, τους ψηφοφόρους της Χ.Α..» γράφει ο «δημοκράτης» καθηγητής, κατηγορώντας εμμέσως το Καθεστώς το οποίο στις 18 Ιουνίου 2012, δεν εκτέλεσε με συνοπτικές διαδικασίες τις 500.000 Ελλήνων, οι οποίοι τόλμησαν την προηγούμενη ημέρα να ψηφίσουν Χρυσή Αυγή. Στην καλύτερη περίπτωση, ο κύριος Μαραντζίδης ίσως να αποδεχόταν τον εγκλεισμό εκείνων που ψήφισαν Χρυσή Αυγή στο Γκουαντάναμο (στρατόπεδο εκδημοκρατισμού), ούτως ώστε να συμμορφωθούν προς τις επιταγές της παγκόσμιας σιωνιστικής τάξης την οποία ο ίδιος υπηρετεί.
Αδύνατο να συλλάβει ο νους του το γεγονός πως ο Ελληνικός Λαός στηρίζει με θέρμη τη Χρυσή Αυγή, αντί να χειροκροτεί το τσεκούρωμα μισθών και συντάξεων, τις απολύσεις και την ανεργία, το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την υποταγή στο ΔΝΤ και την Τρόικα, την απεμπόληση των εθνικών, κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.

Αφού κατηγορεί τον Ελληνικό Λαό, ο οποίος είχε το «θράσος» να διαδηλώσει κατά της υπογραφής των Μνημονίων από τα κόμματα της υποτέλειας και της ξενοδουλείας (χαρακτηριστικά γράφει «η αντισυστημική της φυσιογνωμία προσέλκυσε τους κάθε λογής αγανακτισμένους αλλά και τους κρυμμένους όλα αυτά τα χρόνια οπαδούς της χούντας του 1967, που όλοι μαζί παρέα μούντζωναν το κοινοβούλιο και έστηναν κρεμάλες στην πλατεία Συντάγματος το 2011»), αντί να σιωπά μπρος στα Εθνικά Εγκλήματα του μεταπολιτευτικού Καθεστώτος, υποπίπτει σε αντιφάσεις οι οποίες ξεπερνούν τα όρια της πολιτικής αντιπαράθεσης και κριτικής και αγγίζουν τα όρια της ανάγκης ιατρικής παρακολούθησης και φροντίδας. Αρκεί κανείς να διαβάσει στο ίδιο κείμενο του «βαθυστόχαστου» νεοφιλελεύθερου μεταμαρξιστή πως «η φιλελεύθερη Δημοκρατία οφείλει να ανέχεται, ακόμη και να προστατεύει όσο κι αν αυτό σοκάρει, την εκφορά ιδεολογικών λόγων που απειλούν την ίδια και προάγουν την πολιτική αλλαγή προς κατευθύνσεις αντιδημοκρατικές.
Αυτή είναι η μαγεία του φιλελευθερισμού, η ανεκτικότητα στο διαφορετικό, το άλλο, το αντίθετο».
 Ανησυχεί εμφανώς ο κύριος αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, διότι η Χρυσή Αυγή απειλεί την κλεπτοκρατία της μεταπολίτευσης, όπως αυτή κατεδείχθη περίτρανα με τις μίζες κομμάτων και κομματικών στελεχών από ξένα και εγχώρια οικονομικά συμφέροντα. Ανησυχεί διότι η Χρυσή Αυγή απειλεί το Καθεστώς της τυραννίας των φόρων και του τρόμου της χρεοκοπίας, απειλεί το Καθεστώς της υποτέλειας στους τοκογλύφους που απομυζούν το αίμα του Ελληνικού Λαού και επιδιώκουν να βάλουν χέρι στην εθνική μας γη, τις θάλασσες και στον ορυκτό μας πλούτο. Καλά κάνει και ανησυχεί κάθε συνεπής πραίτορας του Καθεστώτος της εξαθλίωσης και της προδοσίας, το ίδιο θα έπραττε στη θέση του!
Εν συνεχεία, ο εν λόγω πολέμιος του Λαϊκού Εθνικιστικού Κινήματος, αποχωρίζεται το δημοκρατικό, φιλελεύθερο προσωπείο και αφήνει να αναδυθεί το έτερον ήμισυ του διττού του χαρακτήρος, το μαρξιστικό: «Δεν πάει άλλο. Αφού η Χ.Α. αποφάσισε να επιβάλει τη χέβι μέταλ στην πολιτική ζωή, ήρθε η ώρα και η Δημοκρατία να απαντήσει με σκληρό ροκ(σ.σ. εδώ θυμίζει λίγο Λαλιώτη, προφανώς το μεταπολιτευτικό του πρότυπο.) . Let's Dance λοιπόν αλλά στους ρυθμούς της Δημοκρατίας που ήρθε η ώρα να περάσει από την άμυνα στην επίθεση. Η πρόταση είναι απλή. Αν η Χ.Α. δεν συμμορφωθεί άμεσα και δεν αποδεχτεί τους κανόνες συμπεριφοράς της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και της οργανωμένης κοινωνίας πρέπει να αντιμετωπίσει την απειλή να τεθεί εκτός νόμου και τα στελέχη της να υποστούν συνέπειες. Η συμμετοχή στη Χ.Α. πρέπει να αρχίσει να έχει κόστος», δηλώνει με θράσος χιλίων πιθήκων, απειλώντας ευθέως με κόστος (τι είδους κόστος άραγε, ίσως και με κόστος ζωής;) εκείνους οι οποίοι θα συμμετέχουν στη νόμιμη και συνταγματικά κατοχυρωμένη πολιτική δραστηριότητα του Λαϊκού Συνδέσμου-Χρυσή Αυγή!

Στο εμετικό, μαρξιστικό του παραλήρημα συνεχίζει με ένταση: «Οι ψηφοφόροι της Χ.Α., είτε αυτοί αποτελούν το 7% είτε το 17% του εκλογικού σώματος, οφείλουν να αντιληφθούν πως η συστηματική υπονόμευση των θεσμών δεν μπορεί να είναι δίχως κόστος για κανέναν. Η δημοκρατία δεν εκδικείται αλλά δεν μπορεί να καταντήσει ο χρήσιμος ηλίθιος της κάθε αυταρχικής μειοψηφίας εξαιτίας ενός «φιλελεύθερου ενοχικού συνδρόμου». Όποιος παίζει με τη φωτιά γιατί θέλει να ανάψει πυρκαγιά θα πρέπει να ξέρει πως μπορεί και να κάψει τα δάκτυλά του», προειδοποιεί ο άξεστος χωροφύλαξ του Καθεστώτος της σαπίλας, στρεφόμενος κατά του Ελληνικού Λαού ο οποίος τολμά να αμφισβητεί την παντοδυναμία της πολιτικοοικονομικής υπερκομματικής συμμορίας που εξουσιάζει από το 1974 κι εντεύθεν.

Ο σταλινοφιλελεύθερος καθηγητάκος, καταλήγει ως εξής: «η διάλυση της Χ.Α., ας μπει λοιπόν, στην ημερήσια διάταξη από τις δυνάμεις του συνταγματικού τόξου. Θα ενισχύσει την αυτοπεποίθηση της Δημοκρατίας και θα αποτελέσει ένα μάθημα για το μέλλον που θα το λάβουν όλοι. Επιπλέον, θα επιτρέψει στην Κεντροδεξιά που αντιμετωπίζει και τη σοβαρότερη εκλογική απειλή από τη Χ.Α., να ανασάνει». Ομολογεί λοιπόν ο κρατικοδίαιτος «σοφός» πως η διάλυση της Χρυσής Αυγής θα συμβάλλει στην ενίσχυση της αυτοπεποίθησης της «δημοκρατίας» ή σε απλή γλώσσα για να καταλάβει ο καθένας τι θέλει να πει ο ποιητής, η διάλυση της Χρυσής Αυγής θα αποτελέσει το αναγκαίο βήμα για να συνεχίσουν οι μεταπολιτευτικοί απατεώνες δεξιών και αριστερών, φιλελεύθερων και μαρξιστικών κομμάτων να κατακλέβουν και να εξαθλιώνουν το Λαό μας, να υπηρετούν τα συμφέροντα των ξένων και να ξεπουλούν την Ελληνική Πατρίδα!

Ενημερώνουμε τον κύριο Μαραντζίδη πως το δικαίωμα της παρουσίας της Χρυσής Αυγής στη πολιτική ζωή της Ελλάδος είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο και υποστηρίζεται από την αδάμαστη θέληση του Ελληνικού Λαού να οικοδομήσει ένα Νέο Κράτος, Εθνικό και Λαϊκό. Έχει δε κερδηθεί το δικαίωμα αυτό, από τους Εθνικούς Αγώνες των Προγόνων μας, ενάντια σε αλλοεθνείς εχθρούς και εγχώριους προδότες. Ως εκ τούτου, θα ήταν ασυνεπές προς τις Αρχές μας, να επαιτούμε την άδεια του κάθε καθεστωτικού πραίτορα Μαραντζίδη, προκειμένου να υποδεικνύουμε στο Λαό μας την αλήθεια και επιπλέον να του προσφέρουμε μια Ιδέα και μια Σημαία για τις οποίες αξίζει να αγωνιστεί.
Εν κατακλείδι, στόχος του Κινήματος των Ελλήνων Εθνικιστών είναι να ενταθεί ακόμη περισσότερο ο φόβος και πανικός του κάθε κρατικοδίαιτου Μαραντζίδη, διότι μόνον τότε ζωγραφίζεται ξανά το χαμόγελο στα πρόσωπα των Ελλήνων. Στις ευθείες απειλές του, για «το κόστος εκείνων οι οποίοι θα συμμετέχουν στη Χρυσή Αυγή», απαντούμε με την ατσάλινη θέληση να αφαιρέσουμε για πάντα το περιττό λίπος του Ελληνικού Λαού, περιττό λίπος που δεν είναι άλλο από μια ισχνή πλέον μεταπολιτευτική μειοψηφία, η οποία απολαμβάνει προκλητικά -εις βάρος του Λαού μας- προνόμια. Ουαί τοις ηττημένοις, καθεστωτικοί πραίτορες!


http://mikromeseos.blogspot.gr/2013/08/blog-post_2609.html
Η απαξίωση των κοινωνικών επιστημών και η ελληνική κοινωνία τα τελευταία 20 χρόνια του Χρ. Μπακάλη
. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ελληνική κοινωνία και οικονομία εισήλθαν σε μια φάση έντονου μετασχηματισμού που επηρέασε δομές και συστήματα αλλά επίσης και νοοτροπίες, κουλτούρες και πολιτισμικές εν γένει πρακτικές. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί πως τίποτε δεν προέρχεται από παρθενογένεση. Έτσι, και σε αυτή την περίπτωση, πολλές από τις τάσεις είχαν τις απαρχές τους σε προηγούμενες περιόδους και πολλές φόρμες που άλλαξαν λίγο ή πολύ είχαν επίσης την ιστορική τους μακρά ή βραχεία πορεία. Με άλλα λόγια, η κάθε στιγμή, το κάθε παρόν συντίθεται από τις σχέσεις συγχρονίας και διαχρονίας που το χαρακτηρίζουν.


Γυρίζοντας, λοιπόν, στο μετασχηματισμό του 1990 και αναζητώντας τη θέση των κοινωνικών επιστημών στην ελληνική κοινωνία διαπιστώνουμε τη σταδιακή υποβάθμιση και απαξίωσή τους. Η μεγέθυνση του καταναλωτισμού και η ανάδειξη νέων προτύπων, η θεοποίηση των χρηματιστηριακών συναλλαγών και η καλλιέργεια μιας εύθραυστης πεποίθησης πως ο κρατικοδίαιτος μικροαστός του 1980 θα γίνονταν μεγαλοαστός ελισσόμενος στις αχαρτογράφητες για τον ίδιο ατραπούς της οικονομίας της ευκαιρίας κατά τη δεκαετία του 1990, διαμόρφωσαν την κουλτούρα μιας ολόκληρης γενιάς.
Θεωρώντας πως έχει εξασφαλίσει πολλά κεκτημένα αναφορικά με τα κοινωνικά του δικαιώματα ο νεόπλουτος σε χρήματα, ιδέες, και ενημέρωση μέσος Έλληνας πίστευε πως κατέχει το παιχνίδι της οικονομίας. Επιπλέον, σίγουρος πως το οικονομικό οφείλει να ορίζει τις κοινωνικές σχέσεις και όχι το αντίστροφο, έθεσε στο περιθώριο της συνειδησιακής του κατάστασης την παρουσία και χρησιμότητα των κοινωνικών επιστημών.


Το κράτος, σε ό,τι αφορά στη Δημόσια Εκπαίδευση, λειτούργησε ως προς την ίδια κατεύθυνση. Για παράδειγμα το μάθημα της κοινωνιολογίας, έχοντας διανύσει μια δεκαετία σχεδόν διδασκαλίας ως ένα από τα βασικά για την είσοδο ορισμένων υποψηφίων στα ΑΕΙ – ΤΕΙ, αποκαθηλώθηκε. Και βεβαία σε αυτό το πλαίσιο αποθέωσης της πολιτικής οικονομίας και του μονοδιάστατου θετικισμού φάνταζε πολυτέλεια να ενταχθούν, ως κύρια, μαθήματα κοινωνικής/πολιτισμικής ανθρωπολογίας, κοινωνικής πολιτικής και άλλα σχετικά.
Αν στις μεταπολεμικές δεκαετίες ο γιατρός, ο δικηγόρος και ο μηχανικός ήταν εκείνα τα επαγγέλματα που υπόσχονταν στον καταπιεσμένο από κοινωνικές διακρίσεις μικροαστό κάτοικο της ελληνικής επαρχίας αλλά και των αστικών κέντρων ικανοποιητικές απολαβές και περίοπτη κοινωνική θέση (άραγε μετά το σκάσιμο της φούσκας οι προσδοκίες παραμένουν ίδιες;) πλέον, προστέθηκε και ο χρηματιστής.
Οι κοινωνικές επιστήμες βρέθηκαν στο περιθώριο. Για αυτή την κατάσταση όμως, μερίδιο ευθύνης, εκτός από το πελατειακό κράτος και τους νεοφιλελεύθερους επιχειρηματίες που υπόσχονταν πολλά, είχαν και εκπρόσωποι του ίδιου του κλάδου που πολλές φορές με αναχρονιστικό πνεύμα και περίσσια γραφικότητα δεν μπόρεσαν να πείσουν και να εμπνεύσουν τις νέες γενιές για τις δυνατότητες και τις προοπτικές.
Το γεγονός αυτό καταδεικνύεται και από το ότι πολλοί φοιτητές και απόφοιτοι, μη έχοντες τις πολλές ευκαιρίες διαθέσιμες και εγκλωβισμένοι στις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής τους και ακόμη περισσότερο της εποχής των γονέων τους, θέτουν ως βασικό στόχο μια οποιαδήποτε θέση στο Δημόσιο, αδιάφορη με το λειτούργημα το οποίο θα μπορούσαν να ασκήσουν. Και έτσι η κοινωνιολογική και ανθρωπολογική άποψη καταλήγει σε προνόμιο κάθε άσχετου πανελίστα (ιδιαίτερα τηλεοπτικού) και σε αμπελοφιλοσοφία του καφενείου. Στην περισσότερο συγκροτημένης της δε μορφή σε ελιτίστικη τοποθέτηση ακαδημαϊκών, κατανοητή στους λίγους.


Πέρα από αυτά όμως, είτε μας ενδιαφέρει είτε όχι, οι κοινωνικές επιστήμες είναι κριτικές επιστήμες και επιδρούν στη διαμόρφωση κοινωνικής συνείδησης. Ο ρόλος αυτός είναι αναπόσπαστος από την ύπαρξής τους: υπάρχουν για αυτό. Κατ΄ επέκταση μπορούν (και κατά τη γνώμη μου οφείλουν) να είναι και κλινικές επιστήμες με το να προτείνουν και να παρεμβαίνουν με προτάσεις σε κοινωνικά ζητήματα που συνδέονται με προβλήματα. Και εδώ θέτω το ερώτημα: ποιες οι δυνατότητες ενός νέου κοινωνικού επιστήμονα να ασκήσει εξειδικευμένη κριτική και να προτείνει ειδικές λύσεις σε ζητήματα της καθημερινότητας και όχι μόνο;
Η απάντηση που δίνει η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα στην οποία διαβιώνουμε είναι: ελάχιστες δυνατότητες. Η δυσκολία, βέβαια, που συναντά ένας νέος κοινωνικός επιστήμονας στην προσπάθειά του να αποκτήσει ουσιαστικές γνώσεις και παράλληλα την πεποίθηση πως μπορεί να ασκήσει εποικοδομητικό ρόλο δεν έγκειται αποκλειστικά στην αδυναμία του ίδιου. Μερικώς οφείλεται σε συνθήκες και παράγοντες που επέδρασαν πάνω του πριν καν εισέλθει στο πανεπιστήμιο. Σε αντίθεση με τις μεταπολεμικές δεκαετίες η ελληνική οικογένεια, που μεγάλωσε τα παιδιά της κατά τη μεταπολίτευση μέσα σε συνθήκες πλασματικής –όπως αποδεικνύεται – ευημερίας, δεν ανταπεξήλθε αποτελεσματικά στην προετοιμασία μελλοντικών πολιτών ικανών να σταθμίζουν την κατανάλωση με τις πραγματικές ανάγκες. Ακόμη ο σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός σε μεγάλο βαθμό δεν φαίνεται να είναι ουσιαστικός καθώς οι τάσεις και προτιμήσεις παραμένουν ίδιες ακόμη και αν οι «περιζήτητες σχολές», σχεδιασμένες στον πεπαλαιωμένο καταμερισμό των επιστημών, δεν εξασφαλίζουν οπωσδήποτε ικανοποιητική εργασία.
Η κρίση όμως –όπως και κάθε κρίση- μας διδάσκει πολλά. Τρέχουμε πάλι να αναζητήσουμε το κοινωνικό κράτος, το κράτος πρόνοιας. Αντιλαμβανόμαστε πως η πραγματικότητα δεν συγκροτείται μόνο με οικονομικά κριτήρια και όρους. Από την άλλη, το μήνυμα των κοινωνικών επιστημών μπορεί να γίνει επίκαιρο μόνο όταν και οι ίδιες είναι επικαιροποιημένες.
Μέσα στα τόσα αρνητικά το θετικό είναι ότι αρχίζουμε να σκεφτόμαστε και θέτουμε προβληματισμούς που δεν αναζητούν μεταφυσικές λύσεις όπως θα συνέβαινε δεκαετίες πριν όταν το επίπεδο εκπαίδευσης του ελληνικού λαού ήταν πιο χαμηλό. Οι κοινωνικές επιστήμες μετά από πολλά χρόνια υποβάθμισης μπορούν να έρθουν ξανά στο προσκήνιο απεξαρτημένες από πελατειακές πρακτικές και κομματικές επιταγές. Άλλωστε, οι βυζαντινού και οθωμανικού τύπου δεσποτισμοί αρκετά ταλαιπώρησαν τη νεοελληνική κοινωνία ως κατάλοιπα παλαιοτέρων εποχών.


Χρήστος Μπακάλης

Κοινωνικός Ανθρωπολόγος
 Δρ. Κοινωνιολογίας

Personal blog: http://culturaldynamics.wordpress.com/


Ο Χρήστος Μπακάλης είναι Κοινωνικός Ανθρωπολόγος και Δρ. Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Το ερευνητικό και συγγραφικό του έργο εστιάζει στην αστική κοινωνιολογία, τις πολιτισμικές δυναμικές και δίκτυα και τους τοπικούς πολιτισμούς. Έχει διδάξει σε Προπτυχιακά και Μεταπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών στα Πανεπιστήμια Αιγαίου και Δυτικής Ελλάδας



http://historistis.wordpress.com/%CE%BC%CE%B1%CF%81%CF%84%CF%85%CF%81%CE%AF%CE%B1-2/%CE%B7-%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%BE%CE%AF%CF%89%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8E%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BC%CF%8E%CE%BD-%CE%BA/
NikoApelles είπε...

Excellent article! In my opinion, the zest of it is right here:

Κινήσεις όπως η «Σπίθα» αποδείχθηκαν ανίσχυρες και εν τέλει συνδεδεμένες με το παλιό πολιτικό και πνευματικό κατεστημένο, ώστε να μπορέσουν να εκφράσουν το παλιρροϊκό κύμα των αγανακτισμένων.

What choice do we have then at this point? Remove XA and continue hoping an ideal movement will rise and save Greece OR use XA to do the dirty job and then indirectly pave the way to other political forces to emerge in the future?


Επιτέλους και ενα άρθρο που βάζει τα πραγμάτα στην θέση τους

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes