ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΔΟΞΑΖΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ


Η ΑΛΗΘΕΙΑ

του π.  Αvτωvίου Αλεβιζοπούλου (f) - Απόσπασμα από τό βιβλίο του « Η Ορθοδοξία μας» (ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ''ΔΙΑΛΟΓΟΣ'', τεύχος 30, 2002)

Ο άνθρωπος αναζητούσε πάντοτε τήν υπερβατική πραγματικότητα, μέ σκοπό νά βρεί απάντηση στά μεγάλα προβλήματα πού άναφέρονται στό μυστήριο του κόσμου καί  της ανθρώπινης ύπαρξης. Αναζητούσε τήν «αλήθεια».
 Όμως τό θέμα αυτό δέν τίθεται πάντοτε μέ τόν ίδιο τρόπο.  Έτσι καί οι απαντήσεις πού δίδονται  καί  οι  συνέπειές τους  γιά  τή  ζωή του ανθρώπου είναι κάθε φορά διαφορετικές. Χαρακτηριστική είναι σ' αυτό τό σημείο η περίπτωση του Ποντίου Πιλάτου: Ρώτησε τόν Χριστό αν ήταν βασιλιάς καί ο Κύριος του απάντησε: «Γι' αυτό γεννήθηκα καί γι' αυτό ήλθα στόν κόσμο, γιά  νά  μαρτυρήσω τήν αλήθεια.  Όποιος  είναι από τήν αλήθεια, ακούει τή φωνή μου» (Ίω. ι-η'  37). Τότε  ο Πιλάτος  τόν ρώτησε: «Τί είναι αλήθεια  » ('Ίω. ιη' 3 ).
Κατά  τήν αντίληψη του Πιλάτου η αλήθεια πρέπει νά είναι κάποια ιδέα, κάποια έννοια καί έτσι  μπορούμε νά  ερωτήσουμε: «τί  είναι  αλήθεια». Σ' αυτήν ακριβώς τή βάση εκινούντο καί οι  αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι· ζητούσαν τήν αλήθεια  του  «τί»!  Δέν  είναι  όμως  ο  δρόμος αυτός η προσφορά της Εκκλησίας. Γιατί, σύμφωνα  μέ τή  χριστιανική πίστη, ή αλήθεια δέν είναι «κάτι», αλλά «κάποιος».


α)  Η αλήθεια τού «ποιός»

Κατά  τή  χριστιανική  αντίληψη,  η  αλήθεια είναι πρόσωπο, όχι «πράγμα».  Ο Πιλάτος δέν έθεσε σ' αυτή  τή  βάση τό  θέμα καί  δέν πήρε απάντηση στό ερώτημά του· ίσως καί νά μήν περίμενε καμμιά απάντηση! Αλλά  ο  Χριστός  σέ  άλλη περίπτωση  είπε στούς μαθητές του πώς μεταβαίνει στόν Πατέρα καί θά ξανάρθει νά τούς παραλάβει, γιά νά τούς οδηγήσει εκεί, καί νά είναι πλέον όλοι μαζί  Του. «Γνωρίζετε που  πηγαίνω»,  τούς  είπε, καί γνωρίζετε καί τό δρόμο» ('Ιω. ιδ' 3-4). Τότε του λέει ο Θωμάς: «Κύριε, δέν ξέρουμε που πηγαίνεις  καί  πως  μπορούμε  νά  ξέρουμε τό δρόμο;» Λέει σ' αυτόν ο Χριστός: «Εγώ  είμαι η οδός  καί  η αλήθεια καί  η ζωή, κανείς δέν έρχεται πρός τόν Πατέρα  παρά δι' έμού. Εάν μέ γνωρίζατε,  θά  γνωρίζατε  καί  τόν  Πατέρα μου. Από  τώρα  τόν  γνωρίζετε καί  τόν  έχετε δεί» ('Ιωαν. ιδ' 4-4). Τότε του λέει ό Φίλιππος: «Κύριε, δείξε μας τόν  Πατέρα  καί  μας  αρκεί». Του  απαντάει  ο Χριστός: «Τόσο χρόνο είμαι μαζί σας καί δέν μέ γνώρισες, Φίλιππε; όποιος μέ έχει δεί, είδε τόν Πατέρα· καί πως λές έσύ, δείξε μας τόν Πατέρα;» ('Ιω. ιδ' 4--).
 Η απάντηση αυτή του Χριστού αποδεικνύει, πώς πρέπει νά διατυπωθεί η ορθή ερώτηση γιά τήν αλήθεια: «Ποιός είναι η αλήθεια;». Μέ άλλα λόγια, η αλήθεια καί η γνώση της αλήθειας δέν αποτελεί  υπόθεση της  διάνοιας του ανθρώπου καί νοησιαρχική διαδικασία, αλλά κοινωνία μεταξύ προσώπων.
Στό πρόσωπο του Χριστού ο άνθρωπος βρίσκει τό «δρόμο», γιά νά «γνωρίσει τήν αλήθεια, δηλαδή νά έλθει σέ κοινωνία μετά του Θεανθρώπου, η οποία είναι ταυτόχρονα καί κοινωνία μέ τόν Πατέρα, πού είναι αιώνια ζωή:
 Η αλήθεια του «ποιός» είναι ό ένσαρκος Λόγος  ('Ιω. α' 14)  πού  πρέπει  νά  «γνωρίσουμε», γιά νά έχουμε ζωή ('Ιω. στ' 47, ι' 27-24,  Ά' 'Ιω. ε' 13). Μόνο ο Χριστός μπορεί νά οδηγήσει τόν άνθρωπο στόν ουράνιο Πατέρα, γιά νά τόν κάνει μέτοχο της ζωής (Λουκ. ι' 22, 'Ιω. α' 12, ιδ' 6)· η χάρις καί η αλήθεια ήλθαν διά Ιησού Χριστού» ('Ιω. α' 17). Αυτή η τοποθέτηση της Αγίας Γραφής αποδεικνύει τή  διαφορά  ανάμεσα στή χριστιανική καί στή διανοητική αναζήτηση της αλήθειας. Όταν ό άνθρωπος προσπαθήσει νά γνωρίσει διανοητικά τήν αλήθεια, στηριζόμενος μόνο στή δύναμη του νου, οδηγείται στο ίδιο λάθος της επιστήμης μέ τήν αιτιοκρατία της καί του πανθεϊσμού μέ τήν ταύτιση του Θεού καί του κόσμου στήν αναζήτηση της αλήθειας του «τί». Αντίθετα,  ο χριστιανός ενδιαφέρεται γιά  τήν αλήθεια του «ποιός»,  η οποία όμως γνωρίζεται μόνο μέ τήν «κοινωνία», πού είναι δώρο της παρουσίας του  Αγίου Πνεύματος.

β) Σωτήρια Αλήθεια

 Η διάκριση ανάμεσα στήν αλήθεια του «τί» καί στήν αλήθεια του «ποιός» είναι βασική, γιατί εδώ δέν πρόκειται γιά θεωρητική έννοια αλλά γιά τό μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου. Η αλήθεια των φιλοσόφων, δηλαδή η αλήθεια του «τί», δέν σώζει τόν άνθρωπο, γιατί  ο «θεός» των φιλοσόφων είναι απρόσωπος καί επομένως δέν έρχεται  σέ προσωπική κοινωνία μέ τόν άνθρωπο. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τό θεό των Ινδουιστών. Αυτός είναι  ο λόγος γιά  τόν οποίο ή αίρεση είναι τραγική πραγματικότητα.
Σ'  αυτό  τό  σημείο η  Αγία  Γραφή  προειδοποιεί: «Υπήρξαν καί ψευδοπροφήται μεταξύ του λαού, όπως καί μεταξύ σας θά υπάρξουν ψευδοδιδάσκαλοι, πού θά εισαγάγουν αιρέσεις απωλείας, αρνούμενοι καί τόν Κύριον πού τούς αγόρασε κι έτσι προκαλούν ταχεία απώλεια» (Β' Πέτρ. ο' 1). Οι  «αιρέσεις  απωλείας»  αναφέρονται  στά δόγματα  της πίστης· γι'  αυτό καί η Εκκλησία αγωνίσθηκε καί αγωνίζεται εναντίον των αιρέσεων, πού θέτουν σέ κίνδυνο τή σωτηρία.  Η δογματική αλήθεια της Εκκλησίας διακηρύττει τή δυνατότητα της σωτηρίας καί  ταυτόχρονα τήν εξασφαλίζει. Πως θά ήταν επί παραδείγματι δυνατή η σωτηρία, δηλαδή η πραγματική Θεοκοινωνία, πού διατηρεί τό δικό μας «εγώ» καί τό «Σύ» του Θεού, αν αντικαθιστούσαμε τήν πίστη στόν προσωπικό Θεό μέ τήν πίστη των φιλοσόφων σέ ενα απρόσωπο «υπέρτατο ον» ή καί μέ τήν  ινδουιστική αντίληψη  γιά  μιά  παγκόσμια απρόσωπη δύναμη ή «συνειδητότητα»; Μέ τήν πίστη στήν αλήθεια του «ποιός»  η Εκκλησία, στό αιώνιο ερώτημα του ανθρώπου δίνει απάντηση  ικανή  νά  τόν  απαλλλάξει από αδιέξοδα καί νά τόν οδηγήσει στό βαθύτερο νόημα της ζωής. Τό τελευταίο στάδιο της Θείας αποκάλυψης πραγματώθηκε  στό πρόσωπο του Χριστού καί έτσι ο άνθρωπος «εν Χριστῴ» μπορεί πλέον νά «γνωρίζει» τήν αλήθεια ('Ιω. α' 17).

γ) Αλήθεια καί ζωή

Η χάρη του Θεού δέν εξαναγκάζει κανένα καί ο Θεός δέν αποκαλύπτεται εκεί πού η παρουσία Του δέν είναι  επιθυμητή. Η χάρη Του δέν δίδεται σ' όποιον τήν απορρίπτει, σ' εκείνον πού ακολουθεί δόγματα καί «τεχνικές» αυτοσωτηρίας· η χάρη συμβαδίζει μέ τήν αλήθεια· δέν υπάρχει εκεί πού η αλήθεια απορρίπτεται! Η Αγία Γραφή καί η Εκκλησία δέν κάνει λόγο γιά κανένα «αδογμάτιστο χριστιανισμό». Κάτι τέτοιο θά απογύμνωνε τήν ηθική ζωή, τό χριστιανικό φρόνημα, από τίς «ρίζες» του, πού είναι τά δόγματα της πίστης μας καί θά οδηγούσε τόν άνθρωπο σέ σύγχυση καί αβεβαιότητα.
Από τό άλλο μέρος, τόν άνθρωπο δέν τόν σώζει η διανοητική παραδοχή των δογμάτων τής σωτηρίας· η δογματική αλήθεια πρέπει νά επιβεβαιώνεται μέ τήν καθημερινή ζωή: «καί θά καταδικάσει (ό Κύριος) εκείνους πού δέν γνωρίζουν τόν Θεόν καί δέν υπακούουν στό Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Β' Θεσ. α' 4, παράβλ. Ματθ. ε' 1-,  ζ' 24, 'Ιακ. ο' 26). Τά σωτήρια λοιπόν δόγματα της Εκκλησίας δέν είναι καρπός διανοητικής ενασχόλησης, αλλά Θείας αποκάλυψης, σέ αναφορά μέ τήν καθημερινή ζωή του πιστού. Γι' αυτό καί η χριστιανική πίστη  δέν  μπορεί  νά  ιδεολογικοποιηθεί· είναι κοινωνία καί  ζωή. Οι Πατέρες της Εκκλησίας δέν τόνιζαν απλως τήν σύνδεση αυτών των δύο, αλλά καί τόν κίνδυνο των αιρέσεων: «Εμείς όμως, σας παρακαλώ, δέν πρέπει νά τούς  ανεχόμαστε, αλλά  νά  τούς  κλείνουμε τ' αυτιά μας καί νά πιστεύουμε στήν Αγία Γραφή. Όταν λοιπόν ακολουθήσουμε πιστά, όσα είπαμε,  πρέπει  νά  φροντίσουμε νά  αποθηκεύουμε στίς  ψυχές  μας  τά  υγιή  δόγματα  καί,  μαζί  μ' αυτά, νά επιδεικνύουμε καί ακρίβεια ζωής, ώστε καί η ζωή μας νά επιβεβαιώνει τά δόγματα, καί τά δόγματα νά αποδεικνύουν πιό αξιόπιστη τή ζωή μας. Γιατί, αν  υπάρχει σέ μας η ορθή διδασκαλία, αδιαφορούμε όμως γιά τή ζωή, δεν θά εχουμε κανένα όφελος, ούτε κι όταν έχουμε ενάρετη ζωή θά  μπορέσουμε νά  κερδίσουμε κάτι χρήσιμο γιά  τή  σωτηρία μας, αν  αδιαφορούμε γιά τά ορθά δόγματα» (Χρυσόστομος).
Η αναζήτηση της  αλήθειας μέ διανοητικές διαδικασίες είναι ο δρόμος της φιλοσοφίας. Οι φιλόσοφοι  όμως  αναζητούν  τήν  αλήθεια  του «τί», όχι τήν αλήθεια του «ποιός». Αναζητούν μιά ιδέα, ένα παγκόσμιο «νόμο», κάποιο «πρωτοκινούν», πού είναι ακίνητο.  Ο Θεός των φιλοσόφων δέν σώζει, γιατί δέν έρχεται σέ προσωπική κοινωνία μέ τόν άνθρωπο. Είναι κάποιο αφηρημένο  καί  απρόσωπο  «πνεύμα»,  «νόμος»  ή «συνειδητότητα», όπως καί ο θεός των ινδουιστών καί αποκρυφιστών. Ο άνθρωπος πού αναζητάει τόν Θεό μέ διανοητικές, νοητικές ή διαλογιστικές πρακτικές οδηγείται στήν πλάνη, γιατί αυτό πού νομίζει ως θεό είναι κάποιο είδωλο· όχι ο Θεός πού σώζει τόν άνθρωπο. Ένας  τέτοιος  θεός, πού  είναι  δημιούργημα του  ανθρώπου  ή  ταυτίζεται  μέ  τόν  ίδιο  τόν άνθρωπο (τόν «Εαυτό»), δέν μπορεί νά αναγεννήσει τόν άνθρωπο καί νά τόν βοηθήσει νά ξεπεράσει τή  μοναξιά· ούτε προσφέρει βαθύτερο νόημα στή ζωή. Άν πιστέψει κανείς σ' ένα τέτοιο θεό, πού δέν ενδιαφέρεται γιά τή ζωή του ανθρώπου, δέν χρειάζεται ν' αλλάξει τίποτε· μπορεί νά συνεχίσει τή ζωή του χωρίς νά αισθάνεται  ότι  πρέπει νά λογοδοτήσει σέ κάποιον γιά τίς πράξεις του. Άν δέν υπάρχει προσωπικός Θεός, τή θέση Του τήν παίρνει ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτό συμβαίνει  καί  στήν  περίπτωση  πού  ο  άνθρωπος εγκολπωθεί πανθεϊστικές καί ασιατικές κοσμοθεωριακές αντιλήψεις.  Ο ίδιος ο άνθρωπος  (ο « Εαυτός»)  ταυτίζεται  μέ  τόν  θεό· καθορίζει τόν ηθικό νόμο καί είναι υπόλογος μόνο στόν εαυτό του. Μιά  απέραντη  μοναξιά απλώνεται στή ζωή του ανθρώπου. Κανείς δέν μπορεί νά τόν ανυψώσει πάνω από τήν κτιστή του πραγματικότητα,  νά τόν κάνει μέτοχο της αιώνιας ζωής.
Η μόνη απάντηση στό υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου είναι η αναζήτηση της αλήθειας του «ποιός», όχι ο θεός των φιλοσόφων. Μόνο ο Ιησούς Χριστός, ως «η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή» ('Ιω. ιδ' 6) αποτελεί τή λύση στό πρόβλημα του ανθρώπου.


π. Γεώργιος Μεταλληνός - Συνέχεια ἢ οπισθοδρόμηση;

Περιοδικὸ Διάλογος, τεῦχος 30, 2002

Ὁ Ἑλληνισμός, ὅπως συνάγεται ἀπὸ τὰ παραπάνω, βρῆκε τὴν ὁριστικὴ ταυτότητά του μέσα στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ ἑλληνικὴ αὐτοσυνειδησία ἔγινε ἑλληνορθόδοξη καὶ μὲ αὐτὸ τὸ περιεχόμενο ἔζησε καὶ ἐμεγαλούργησε τόσους αἰῶνες. Κάθε ἀπόπειρα συνεπῶς ἀποορθοδοξοποιήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὡς ἀποεκκλησιοποιήσεώς του, θὰ ἐπαναλαμβάνει τὸ ἀπονενοημένο διάβημα τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τοῦ Πλήθωνος. Ὁ Νέος Ἑλληνισμὸς διατηρεῖ τὴν συνάφειά του μὲ τὴν ἀρχαιότητα μέσῳ τῆς βυζαντινῆς καὶ μεταβυζαντινῆς περιόδου τοῦ ἱστορικοῦ του βίου, μέσα στὴν ὁποία διαμόρφωσε τὴν ἐθνική του αὐτοσυνειδησία. Μέτρο καὶ κριτήριο καὶ τῆς πολιτιστικῆς του αὐτοσυνειδησίας εἶναι ἡ ὀρθόδοξη λατρεία καὶ ἡ πατερικὴ θεολογία.
Ὁ Ἑλληνισμὸς δοξάζεται μέσα στὴν Ὀρθοδοξία. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴν γίνεται ἀρχαῖος, εἰδωλολατρικός, ἀγνώριστος. Τὸ φρόνημα τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ διαπλάσσεται μέσα στὴν Ὀρθοδοξία. Μὲ τὸ φρόνημα αὐτὸ εἶναι ὑπερήφανος γιὰ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοσή του. Ἡ ἀπώλεια ὅμως τοῦ φρονήματος αὐτοῦ ἀφαιρεῖ καὶ τὴν ἱκανότητα γιὰ ὀρθὴ ἐκτίμηση τῆς παραδόσεώς του. Στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι, ποὺ ἀναδύεται τὸ ἐρώτημα: ποὺ ἀνήκουμε, στὴν Ἀνατολὴ ἢ τὴ Δύση... Γιὰ τὸν Ἕλληνα ὅμως, ποὺ ἔχει πατερικὴ ἐπίγνωση τῆς ταυτότητάς του, τὸ ἐρώτημα δὲν εἶναι «ποὺ ἀνήκουμε», ἀλλὰ «ποιοὶ ἀνήκουν σὲ μᾶς», πέρα ἀπὸ κάθε ἐθνικιστικὴ αὐτοέξαρση. Ποιοὶ δηλαδὴ εἶναι μέτοχοι τῆς παραδόσεώς μας. Καὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι οὔτε ἡ (σημερινὴ) Ἀνατολή, οὔτε ἡ (σημερινὴ) Δύση, ἀλλ᾿ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἐπιτραπεῖ μία μικρὴ τροποποίηση τῆς διακριβώσεως δυὸ σεβαστῶν Ἡγετῶν τοῦ Ἔθνους μας, Προέδρων τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Τὸ Ἔθνος μας δὲν εἶναι ἁπλῶς «μοναχικόν»1 ἢ «ἀνάδελφον»2, ἀλλὰ λόγω τῆς ἑλληνορθόδοξης παραδόσεώς του καὶ «μοναδικὸν» σήμερα στὸν κόσμο. Ἂν ἡ Ἑλλάδα μὲ τὴν ἀρχαία μορφή της παρουσιάζει, φαινομενικά, κάποια συγγένεια μὲ τὴν Δύση γιατὶ στὸ βάθος καμμιὰ σύμπτωση δὲν εἶναι μετρητὴ ἡ Ἑλλάδα, ὅπως διαμορφώθηκε μέσα στὴν Ὀρθοδοξία, ἐνσαρκώνει ἕνα πολιτισμό, ποὺ ἔχει διαμετρικὰ διάφορη συνέχεια ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς Εὐρώπης, τοῦ φεουδαλισμοῦ, τῆς δουλοπαροικίας καὶ ἀποικιοκρατίας καὶ ὅλων τῶν μεταγενεστέρων ὑποκαταστάτων τους. Καὶ ἴσως γι᾿ αὐτὸ ἐπιδιώκεται ἀπὸ κάποια κέντρα στοὺς τελευταίους αἰῶνες ἡ λήθη τοῦ ἐγγυτέρου παρελθόντος μας, ἢ ὅταν τοῦτο εἶναι ἀδύνατο, ἡ ἀποσύνδεσή μας ἀπὸ τὴν ὀρθοδοξοεκκλησιαστικὴ παράδοσή μας.
Γιατὶ τότε εὔκολα «ἀνακαλύπτεται» ἡ ταύτισή μας μὲ τὴ Δύση, πολιτιστικὰ καὶ πνευματικά. Ὅταν ὅμως συνειδητοποιεῖται ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ πολιτισμοῦ μας, τότε ἁπαλλασσόμεθα ἀπὸ κάθε τάση «πνευματικῆς ξενηλασίας» καὶ «πατροκτονίας». Βέβαια αὐτὸ δὲν σημαίνει καθόλου ἄρνηση τοῦ διαλόγου τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Ὁ διάλογος, οὐσιῶδες γνώρισμα τοῦ προχριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ, δὲν ἔπαυσε νὰ συνεχίζεται καὶ ὑπὸ τὴ νέα ταυτότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὡς Ἑλληνοορθοδοξίας, ὡς διάλογος ὅμως πάντοτε «ἐν ἀληθείᾳ»! Ἡ προσληπτικὴ καὶ ἀφομοιωτικὴ δύναμη τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνισμοῦ, στὰ ὅρια τοῦ κτιστοῦ, τοῦ πολιτισμοῦ δηλ. καὶ τῆς ἱστορίας, λειτουργεῖ ἀκατάπαυστα. Τὸ βασικό του ὅμως προτέρημα, ποὺ ἂν χαθεῖ, ὁδηγεῖ ἀναπόδραστα στὴν ἀλλοτρίωσή του, εἶναι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἑλληνισμὸς προσλαμβάνει καὶ ἀφομοιώνει. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ δύναμή του νὰ διακρίνει τὸ ὁμοιογενὲς καὶ ὁμοούσιό του ἀπὸ τὸ ἀλλότριο καὶ ἀναιρετικό της οὐσίας του. Ὅσο γνησιότερος, συνεπῶς, μένει ὁ Ἑλληνισμός, τόσο περισσότερο βοηθεῖ τοὺς διαλεγομένους μαζί του. Αὐτὴ ἡ ἀξιωματικὴ ἀρχὴ θὰ διαφοροποιεῖ ριζικὰ τὸν Ἑλληνισμό, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιλέγει, ἀπὸ τὸν Γραικυλισμό, ποὺ δέχεται ἀνεξέλεγκτα τὰ πάντα, χωρὶς ἐπίγνωση τῆς οὐσίας του, λόγω τῆς μειονεξίας του3.
Κάθε δίλημμα σήμερα τοῦ τύπου «Ὀρθοδοξία ἢ Ἑλληνισμός» εἶναι ὄχι μόνο πλαστό, ἀλλὰ καὶ ἐθνοκτόνο. Γιατὶ σημαίνει τάση ἐπιστροφῆς στὴν ἀτέλειά μας, στὴν παλαιὰ ἀγωνιώδη ἀναζήτησή μας. Ἐνῷ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ποὺ διασῴζει τὴν αὐτοσυνειδησία του, τὸ ζητούμενον εὑρέθη. Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν... εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ»! «Εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν»! Κάθε ἀποδέσμευση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν συνιστᾶ μόνο τραγικὸ διαμελισμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλὰ καὶ καθαρὸ παραλογισμό, ἀφοῦ ἡ τυχὸν ἐπιστροφὴ στὸν αὐθεντικὸ κλασσικὸ Ἑλληνισμό, θὰ καταλήξει ὁπωσδήποτε στὴν γνήσια ἐκείνη ἀναζήτηση, ποὺ ὁδήγησε στὴν ἕνωσή του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἔξω ἀπὸ τὴ ζήτηση αὐτὴ ἔμεινε, ὅπως ἐλέχθη, ὁ παγανισμὸς καὶ ὁ διονυσιακὸς αἰσθησιασμὸς τοῦ Γραικύλου. Γι᾿ αὐτό, ὅπου χάνεται ἡ Ὀρθοδοξία, χάνεται καὶ ὁ Ἑλληνισμός!
Ἰδοὺ γιατὶ κάθε παρόμοια ἐπιδίωξη συνιστᾶ ὀπισθοδρόμηση καὶ ὄχι πρόοδο. Γιατὶ μετέχει στὸν «συντηρητισμὸ» τῶν αἱρέσεων, τῶν «ἑλληνιστικῶν λήρων» κατὰ τὸν Μ. Φώτιο. Τὸ τραγικότερο ὅμως, συνιστᾶ, ἰδιαίτερα σήμερα, ἀπώλεια κάθε δυνάμεως αὐτοπροστασίας, μὲ ἀπόληξη τὸν ραγιαδισμὸ καὶ τὴν ὑποδούλωση, τὸ μόνο, ποὺ ἔχει νὰ προσφέρει ὁ σημερινὸς Ἑλληνισμὸς στὸν κόσμο, εἶναι ἡ ὀρθόδοξη παράδοσή του. Τόσο λίγο ὅμως γίνεται αὐτὸ συνείδηση σὲ πολλούς, ὥστε σὲ στιγμὲς αὐτοκριτικῆς νὰ ἀνακαλεῖς στὴ μνήμη σου ἕνα λόγο τοῦ μικρασιάτη Ποιητῆ Γ. Σεφέρη, ποὺ γράφτηκε μὲν στὰ 1936, ἀλλὰ παραμένει ἐπίκαιρος καὶ σήμερα: «Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρὸς καὶ τὰ γεγονότα, ζῶ ὁλοένα μὲ τὸ ἐντονότερο συναίσθημα πὼς δὲν εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα, πὼς αὐτὸ τὸ κατασκεύασμα, ποὺ τόσοι σπουδαῖοι καὶ ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δὲν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἕνας ἐφιάλτης, μὲ ἐλάχιστα φωτεινὰ διαλείμματα, γεμάτα μία πολὺ βαριὰ νοσταλγία. Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου ζῶντας στὸν τόπο σου, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ πικρό»... Ἡ ἐπανανακάλυψη, συνεπῶς, στὴ δύστροπη ἐποχή μας τοῦ πατερικοῦ προτύπου, ὅπως τὸ ἐνσάρκωσε καὶ διέσωσε καὶ ὁ Μ. Φώτιος, εἶναι ἀληθινὸς καταιγισμὸς ἐλπίδας.

Ἀναφορές

1. Δήλωση τοῦ Προέδρου τῆς Ἑλλην. Δημοκρατίας Κων. Καραμανλῆ (1985).
2. Δήλωση τοῦ Προέδρου τῆς Ἑλλην. Δημοκρατίας, κ. Χρ. Σαρτζετάκη (1985).
3. Βλ. Χρ. Γιανναρᾶ, Ἡ μειονεξία τῶν Νεοελλήνων, στὸν τόμο: Ἡ Νεοελληνικὴ Ταυτότητα, Ἀθήνα 1978, σελ. 110-118.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes