Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013
1821: Επανάσταση εθνική, ταξική και θρησκευτική
1821:
Επανάσταση εθνική, ταξική και θρησκευτική
25/03/2013
Του
Βλάση Αγτζίδη
Με αφορμή την επέτειο
της Επανάστασης του 1821 επιμελήθηκα ενός αφιερώματος στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία με τη συμβολή του Τάκη
Σαλκιτζόγλου, ο οποίος έγραψε ένα κείμενο για τη συμβολή των Μικρασιατών….
Η ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΗΜΑΣΙΑ
ΤΟΥ ΞΕΣΗΚΩΜΟΥ
ΤΟΥ
ΒΛΑΣΗ ΑΓΤΖΙΔΗ*
Το
περιεχόμενο της Επανάστασης του 1821 διχάζει ακόμα την Ελλάδα. Τηλεοπτικές
εκπομπές και ανακοινώσεις πολιτικών παρατάξεων αποδεικνύουν ότι μέχρι σήμερα
ακόμα δεν υπάρχει κοινή συμφωνία για όλες τις παραμέτρους εκείνης της
εντυπωσιακής εξέγερσης. Υπάρχει μια παραδοσιακή αφήγηση σε διάφορες παραλλαγές,
που πολλές φορές έρχονται σε αντίθεση με αφηγήματα ομάδων και κομμάτων.
«Η Ελλάδα έγινε η πηγή έμπνευσης
του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνισμός [...] στη συσπείρωση της
ευρωπαϊκής Αριστεράς τη δεκαετία του 1820 έπαιξε ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα
έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία» -
ERIC
HOBSBAWM, «Η εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848
Τα
θέματα που διχάζουν εκκινούν από ζητήματα τυπολογικά, όπως το πότε είναι η
επίσημη ημέρα κήρυξης της Επανάστασης, έως ζητήματα που σχετίζονται με το
κοινωνικό περιεχόμενο, το διεθνές πλαίσιο και την ποιότητα της αποκτημένης
ελευθερίας.
Γενικά,
η παραδοσιακή αφήγηση, συμπεριλαμβανομένης και της αφήγησης της Αριστεράς,
χαρακτηρίζεται από μερικότητα που οφείλεται στην εσωστρέφεια της νεοελληνικής
κοινωνίας, αλλά και της επιστημονικής κοινότητας….
Η
καχεξία του νεαρού κράτους που δημιουργήθηκε στο Νότο της Βαλκανικής Χερσονήσου
το 1830 οδήγησε στη διαμόρφωση μηχανισμών αναπλήρωσης, με αποτέλεσμα την
εμφάνιση μιας ανταγωνιστικής σχέσης με τον Ελληνισμό που παρέμεινε εκτός των
περιορισμένων ορίων.
Παγκόσμιας
εμβέλεια
Η
Επανάσταση του 1821 δεν ήταν ένα τοπικό γεγονός, αλλά είχε παγκόσμια σημασία.
Υπήρξε μια πρώιμη εθνική επανάσταση, εμπνευσμένη από το πρότυπο της Γαλλικής,
ενάντια στην ισλαμική κυριαρχία στο χώρο της Ανατολής. Ηταν μια επανάσταση που
είχε ως γενέθλια ημερομηνία την 22α Φεβρουαρίου του 1821, όταν ο Αλέξανδρος
Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο, ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης και δύο μέρες μετά
εξέδωσε την προκήρυξη-κάλεσμα «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Αυτό ήταν το
γεγονός που πυροδότησε τις ελληνικές εξεγέρσεις σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, με πιο πετυχημένη απ’ όλες αυτή του Μοριά.
Η
Επανάσταση του 1821 υπήρξε ένα κορυφαίο γεγονός, που είχε κυρίως
αντι-απολυταρχικά χαρακτηριστικά, και ως περιεχόμενο ήταν:
- Εθνική,
ως έχουσα ηγεσία εμπνευσμένη από τη Γαλλική Επανάσταση, που κατάφερε να
μετεξελίξει σε κυρίαρχη ιδεολογία την από την εποχή της Αλωσης αντίληψη,
περιορισμένη έως τότε σε κύκλους διανοουμένων -της Διασποράς αλλά και του
Φαναρίου-, ότι «είμαστε εθνικά Ελληνες». Μια άποψη που στις εποχές πριν από την
Αλωση είχε οδηγήσει σε μια παράδοξη εμφάνιση των Ελλήνων ως έθνους, με τη
νεοτερική σημασία του όρου (δηλαδή με σαφές πολιτικό πρόγραμμα) αιώνες πριν από
τη νεοτερικότητα. Αυτό το γεγονός, μαζί με κάποια άλλα εξίσου παράδοξα για τους
ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες που ασχολούνται με το φαινόμενο του
έθνους, οδήγησε τον ίδιο τον Ε. Gelner να μιλήσει για εξαιρέσεις από τον
κανόνα.
- Θρησκευτική,
των χριστιανών κατά των κυρίαρχων μουσουλμάνων, γιατί ήταν δεύτερης και τρίτης
κατηγορίας πολίτες, υφιστάμενοι πλείστες όσες διακρίσεις ένεκα του θρησκεύματός
τους.
- Ταξική,
των απόκληρων, πολύμορφων από άποψη καταγωγής Ρωμιών, γιατί οι Ρωμιοί ήταν οι
οικονομικά δυναστευόμενοι μέσα από την απλοϊκή μουσουλμανική δομή που καθόριζε
τις ενδοοθωμανικές σχέσεις.
Αυτή η πολλαπλή σημασία θα εκφραστεί με την
πανελλήνια κινητοποίηση. Σε κάθε μέρος του ελληνικού κόσμου θα υπάρξουν επαναστατικές
κινήσεις, ενώ η οθωμανική καταστολή θα είναι σκληρή. Σφαγές, διώξεις και τυφλή
βία θα είναι η απάντηση μιας σκληρής, θρησκευτικής και απολυταρχικής εξουσίας
εναντίον των ρωμαίικων πληθυσμών σε όλη την έκταση της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας.
Η
αλλοτρίωση της Επανάστασης
Πολλά
είναι τα ζητήματα και οι συνέπειες που σχετίζονται με την αλλοτρίωση των
επαναστατικών προθέσεων. Τελικά, οι φιλοδοξίες των Ελλήνων διαφωτιστών
δημιούργησαν, αντί για έθνος-κράτος, ένα περιθωριακό «μικρό πλην έντιμο» προτεκτοράτο
της Δύσης, χωρίς αστικά στρώματα, στο πλέον «καθυστερημένο τμήμα του γένους και
το πτωχότερον», το οποίο θα έπρεπε να ενδυθεί την αρχαιοελληνική χλαμύδα, να
εφεύρει τους δικούς του συμβολισμούς, να εξαφανίσει από την ιστορική μνήμη των
υπηκόων του κάθε άλλη διαδικασία που υπονόμευε τη μοναδικότητα των δικών του
διαδικασιών και να υποδυθεί το «έθνος-κράτος» των Ελλήνων.
Στην
επίσημη θεώρηση της ιστορίας, η εσωστρέφεια θα εκφραστεί με την ανάδειξη της
«Επαναστάσεως της 25ης Μαρτίου» ως ξεχωριστής και αυτόνομης ιστορικής
διαδικασίας, με την παράλληλη υποβάθμιση της ευρύτερης ιστορικής διεργασίας,
που απλώς ένα μέρος της υπήρξε η Επανάσταση στο Νότο.
Χαρακτηριστικό σημείο
στην επαναστατική διαδικασία, που αναδείκνυε τη ρήξη μεταξύ των τοπαρχών του
Νότου και των εχόντων μια πανελλήνια αντίληψη για την Επανάσταση, θα φανεί πολύ
νωρίς, στην Α’ Εθνοσυνέλευση Επιδαύρου, όπου θα απαλειφθεί τελείως ο ρόλος της
Φιλικής Εταιρείας. Θα φανεί τελικά ότι η εξουσία είχε περάσει στα χέρια των
παλαιών ηγεσιών του Νότου:
«Σε
ό,τι αφορά τη γεωγραφική και κοινωνική προέλευση των “παραστατών”, όπως
αποκαλούνταν, η συντριπτική πλειονότητά τους αποτελούνταν από Μοραΐτες,
Ρουμελιώτες και νησιώτες πρόκριτους και κληρικούς. Πρόκειται για τις
προεπαναστατικές ηγετικές ομάδες στις οποίες προστέθηκαν Φαναριώτες και λόγιοι,
που είχαν καταφτάσει στις επαναστατημένες περιοχές κατά τους πρώτους μήνες της
Επανάστασης. Αντίθετα, ο Δημήτριος Υψηλάντης και οι επιφανέστεροι Ρουμελιώτες
και Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί απουσίαζαν». (http:// http://www.fhw.gr/).
Η
υποτίμηση του εξωελλαδικού Ελληνισμού θα αποτελέσει μόνιμη στάση που θα λάβει
και χαρακτήρα πλήρους και βίαιης ιδεολογικής κυριαρχίας μέσω της δημόσιας
αφήγησης και της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Στο νεαρό κράτος, ειδικά μετά την
κυριαρχία των «αυτοχθόνων» κατά των «ετεροχθόνων» κατά τη δεκαετία του 1840, θα
κυριαρχήσει μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη που θα υποβαθμίζει τη σημασία του
ελληνικού κόσμου που βρέθηκε εκτός των κρατικών ορίων. Η υποτίμηση θα αφορά τόσο
την καθοριστική συμμετοχή των εξωελλαδικών Ελλήνων στην έστω και περιορισμένη
επιτυχία της Επανάστασης όσο και τη συνεχή του παρουσία στα δρώμενα της Εγγύς
Ανατολής. Οι συνέπειες αυτής της στάσης υπήρξαν καθοριστικές, διαμορφώνοντας
ακόμα και το αποτέλεσμα των οριστικών γεωπολιτικών μετατροπών, όπως αυτό
αποτυπώθηκε στο τραγικό 1922.
Εξαιτίας του πλαισίου αυτού, διάφορες παράμετροι
που σχετίζονται με το ιδεολογικό, κοινωνικό αλλά και γεωγραφικό πλαίσιο
παραμένουν ακόμα άγνωστες, παρ’ ότι η Επανάσταση του 1821 έχει μελετηθεί σε
μεγάλο βαθμό. Στις παραμέτρους αυτές περιλαμβάνεται το εντυπωσιακό κίνημα των
Ελλήνων εθελοντών, που συμμετείχαν στις επαναστατικές διαδικασίες, από περιοχές
που χάθηκαν οριστικά για τον ελληνικό κόσμο την εποχή της διαμόρφωσης των
εθνών-κρατών.
ΤΟΥ
ΤΑΚΗ Α. ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ*
Στους
Μικρασιάτες οφείλεται η επιτυχία της πρώτης προσπάθειας για δημιουργία ακομμάτιστου
εθνικού στρατιωτικού σχηματισμού. Η ιστοριογραφία της Επανάστασης του ’21
σχεδόν αγνοεί τη συμμετοχή των Μικρασιατών στον Αγώνα του Γένους. Αλλά η
Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν τοπικό ιστορικό γεγονός, πελοποννησιακό,
ρουμελιώτικο ή νησιώτικο.
Ηταν
ξεσηκωμός πανελλήνιος, στον οποίο μετείχαν όλοι οι Ελληνες, προσφέροντας ό,τι
μπορούσε ο καθένας, ο κάθε τόπος, ο κάθε Ρωμιός της υπόλοιπης Ελλάδας ή της
Διασποράς. Συμμετείχαν οι Επτανήσιοι, οι Θρακομακεδόνες, οι Κρητικοί, οι
Δωδεκανήσιοι, οι Κωνσταντινουπολίτες, οι Κύπριοι, ακόμη και Ελληνες της
Κορσικής.
Οι Ελληνες της Μικράς Ασίας, της Ιωνίας, του Πόντου και της
Καππαδοκίας δεν ήταν δυνατόν να απουσιάσουν από το Μεγάλο Αγώνα του Εθνους. Η
Φιλική Εταιρεία είχε έγκαιρα στείλει σε πολλές πόλεις της Μικράς Ασίας τους
«Αποστόλους» της, οι οποίοι φρόντισαν να μυήσουν έναν αρκετά μεγάλο αριθμό
Ρωμιών στο μεγάλο μυστικό.
Οι Μικρασιάτες δεν υπήρξαν μόνο τα θύματα της
εκδικητικής μανίας των Τούρκων, που ξέσπαγαν κατά την Επανάσταση του ’21 επάνω
στον άμαχο πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης με σφαγές, διώξεις
και εξανδραποδισμούς. Είχαν και σπουδαία ενεργητική συμμετοχή στον
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, που εκδηλώθηκε με την εθελοντική στράτευση μεγάλου
αριθμού από αυτούς στα επαναστατικά στρατιωτικά σώματα, τη συγκρότηση
ιδιαίτερου στρατιωτικού σχηματισμού, που ονομάστηκε Ιώνιος Φάλαγξ (ή Φάλαγξ της
Ιωνίας), και την ηρωική συμμετοχή τους στις μάχες που δόθηκαν σε όλη τη
διάρκεια του Αγώνα.
Οι
περισσότεροι Μικρασιάτες αγωνιστές του ’21 κατάγονται από τις Κυδωνίες, τη
Σμύρνη και τη δυτική Μικρά Ασία, πολλοί όμως ήταν και οι καταγόμενοι από την
Καππαδοκία και τον Πόντο. Απέκρυπταν τα πραγματικά τους ονόματα, από φόβο μήπως
ξεσπάσουν αντίποινα κατά των συγγενών τους στη Μικρά Ασία, και φρόντιζαν να
δηλώνουν ως επώνυμο τον τόπο προέλευσής τους.
Ετσι, έχουμε επίθετα
πατριδωνυμικά, δηλαδή απλά και μόνο δηλωτικά της πατρίδας τους, όπως π.χ.
Σμυρνιός, Σμυρνιώτης ή Σμυρναίος, Αϊβαλιώτης ή Κυδωνιάτης, Μοσχονησιώτης,
Βουρλιώτης, Καισαρέας, Τραπεζούντιος, και εκατοντάδες άλλα που δήλωναν
Ανατολίτες ή Καραμανλήδες.
Οι Αϊβαλιώτες ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στην κυρίως
Ελλάδα. Προσχώρησαν αμέσως στις άτακτες στρατιωτικές ομάδες διάφορων οπλαρχηγών
και καπεταναίων ή συγκρότησαν αυτοτελείς στρατιωτικούς σχηματισμούς,
αποτελούμενους μόνο από Αϊβαλιώτες, όπως του Χατζή Αποστόλη, του Δημ.
Καπανδάρου, που, όντας επικεφαλής ενός σώματος τριακοσίων Κυδωνιέων, αγωνίστηκε
κατά του Δράμαλη, του Κωνσταντίνου Αϊβαλιώτη κ.ά. Κυδωνιάτης ήταν ο Δημήτριος
Μοσχονησιώτης, που πρώτος αυτός εκπόρθησε το κάστρο του Παλαμηδίου στις 30
Νοεμβρίου του 1822.
Ανάμεσα
στους Αϊβαλιώτες ξεχωρίζουν οι ηρωικοί πέντε αδελφοί Πίσσα, ένας από τους
οποίους, ο Ευστράτιος, στα «Απομνημονεύματά» του υπολογίζει τους πεσόντες στις
διάφορες μάχες Κυδωνιείς σε πέντε χιλιάδες.
Μετά τις Κυδωνίες έρχεται η
προσφορά της Σμύρνης. Σε αρκετές εκατοντάδες, ίσως και σε χιλιάδες, πρέπει να
ανέρχονται οι Σμυρναίοι αγωνιστές. Μόνο με τα πατριδωνυμικά επίθετα Σμυρναίος,
Σμυρνιός, Σμυρνιώτης, Σμυρνιωτάκης κ.λπ., ευρέθησαν 184 αγωνιστές, χωρίς να
υπολογιστούν όσοι άλλοι δήλωσαν το κανονικό τους επίθετο και παράλληλα δήλωσαν
ως τόπο καταγωγής τους τη Σμύρνη.
Και
βεβαίως στους Σμυρνιούς θα πρέπει να προστεθούν οι Μπουρνοβαλήδες, οι
Κουκλουτζαλήδες, οι Νηφιώτες, οι Βουρλιώτες, οι Τσεσμελήδες κ.ά. Σμυρνιός ήταν
ο Γιαννακός Καρόγλου, ο επικεφαλής της Ιωνικής Φάλαγγας, που συγκροτήθηκε
αποκλειστικά από Μικρασιάτες και αποτέλεσε ένα ανεξάρτητο επαναστατικό σώμα που
πολέμησε κατά του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, με τον Καραϊσκάκη στη μάχη της
Αράχοβας, και αλλού. Από την Καππαδοκία ήταν ο Χατζησάββας Καισαρέας, Ελληνας
που εγκατέλειψε το τάγμα των γενίτσαρων, όπου τον είχε κατατάξει το
παιδομάζωμα, και κατέφυγε στην Ελλάδα για να καταταγεί στο σώμα του Πλαπούτα
και να ανδραγαθήσει. Οι Πόντιοι της Τραπεζούντας αντιπροσωπεύονται από ένα
σημαντικό αριθμό αγωνιστών, που δήλωναν Τραπεζανλήδες, Γκιουμουσχανετζήδες (από
την Αργυρούπολη) ή γενικώς Καραντενιζλήδες (Μαυροθαλασσίτες).
Τέλος, στους
Μικρασιάτες οφείλεται η επιτυχία της πρώτης προσπάθειας για δημιουργία
ακομμάτιστου εθνικού στρατιωτικού σχηματισμού, που έπειτα, βέβαια, από πολλές
και κοπιώδεις προσπάθειες κατέληξε στη δημιουργία τακτικού στρατού. Η
δημιουργία τακτικού στρατού στην επαναστατημένη Ελλάδα δεν θα ήταν δυνατή χωρίς
τη συμμετοχή των Ελλήνων της Μικράς Ασίας.
Ολους αυτούς πρέπει να τους
θυμόμαστε και κάποτε να τους τιμήσουμε ξεχωριστά.
*
Νομικός, συγγραφέας του βιβλίου «Η Μικρά Ασία στην Επανάσταση του 1821» (εκδ.
Ιδρ. Μείζ. Ελληνισμού)
ΣΧΟΛΙΑ
.
.
Mikrasiatis
on 29/03/2013
.
.
Θα
ηθελα και εγω να συμβαλλω σε οσα αναγράφετε κε συναδελφε για την συμβολή των
μικρασιατών στην επανάσταση του 1821 και συγεκριμμένα για τα γεγονοτα που
διαδραματισθηκαν στο Αιβαλί με την έκρηξη της επαναστασεως στην κυρίως Ελλάδα.
Το κειμενο που ακολουθεί ειναι σταχυολογημένο απο διαφορες πηγές και
συγκεντρώνει μεσα του αγνωστα στους πολλούς γεγονότα αλλα και τον ηρωισμό των
κατοίκων της μακρυνής μου πατρίδας που δεν διακρίθηκαν μονο σαν εμποροι γεωργοί
γραμματισμένοι ή καπετανέοι αλλα πανω απ ολα σαν ηρωες
ΟΙ AΙΒΑΛΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ
ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Η εναρξη της επαναστάσεως θα βρεί τις Κυδωνίες με περίπου
400 Φιλικούς, τους περισσότερους από τις σημαντικότερες οικογένειες της πόλης,
όπως οι:
• ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΑΝΔΡΟΣ
• ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ
• ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
•
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΤΖΑΣ
• ΧΑΤΖΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
• ΟΙ ΠΙΝΕΡΛΙΔΕΣ
• ΟΙ ΠΑΤΕΡΑΙΟΙ
• ΟΙ
ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΑΙ
• ΟΙ ΓΟΝΑΤΑΔΕΣ
• ΟΙ ΑΜΜΑΝΙΤΑΙ
• ΟΙ ΣΑΛΤΑΙΟΙ
• Ο ΠΙΣΣΑΣ
• Ο ΖΩΝΤΑΝΟΣ
και άλλοι.
Καθώς η μεγάλη μέρα πλησίαζε, οι Κυδωνείς, λόγω της θέσεως της
πόλεως, φρόντιζαν να καθησυχάζουν τις υποψίες των Τούρκων (όπως ακριβώς έκαναν
στις παραμονές της επανάστασης και οι Έλληνες του Μωριά της Ρούμελης και
αλλού). Έτσι έστειλαν τον προεστό Χατζή Θανάση στην Πέργαμο για να πείσει τους
Τούρκους να ανακαλέσουν τα άτακτα τουρκικά σώματα γύρω από την πολιτεία, αλλά
οι Τούρκοι πληροφορημένοι ότι κάτι έτρεχε, δεν πείσθηκαν.
Μέσα στην πολιτεία οι
ψυχες μερα με την μερα ατσαλώνανε, καταφευγοντας στην αρχή στην συγκεντρωση
χρημάτων και στην αποστολη με αυτά οπλων και πολεμοφοδίων και περιμενοντας την
μεγάλη ωρα.
Το μηνυμα τις επαναστασης εφθασε και εκεί. Τώρα περιμεναν το
συνθημα. Τελικά τις πρώτες ημέρες του Μαίου του 1821 εμφανίστηκε μπρος στο
λιμανι των Κυδωνιών μια μικρή μοίρα του επαναστατικού στόλου. Ο δυσκίνητος
οθωμανικός στόλος δεν μπόρεσε να εμποδίσει τις ναυτικές επιδείξεις των
ελληνικών πλοίων. Ανενόχλητα τα ελληνικά πλοία επιτεθηκαν σε δύο εξοπλισμένα
τουρκικά μεταγωγικά που μετέφεραν στρατό από την Πέργαμο και πήγαιναν στην Πελοπόννησο.
Συνελήφθησαν και τα δύο μπρος στο λιμάνι και πυρπολήθηκαν, το δε πλήρωμα τους
εξοντώθηκε ολο. Αυτά και άλλα παρόμοια γεγονότα κατατάραξαν την οθωμανική
κυβέρνηση και δόθηκε διαταγή στους πασάδες της Προύσας και του Αιδινίου να
λάβουν μέτρα. Ετσι στα μέσα Μαίου του 1821 στρατοπεδευσε έξω από την πόλη στην
περιοχή Αγιασματίου μια δύναμη 700 σπαχήδων. Μαζί με αυτούς συγκεντρώθηκαν
πολλοί ατακτοι μωαμεθανοί από τις πλησίον κωμοπόλεις, ενώ ο αρχηγός των
σπαχήδων ζητησε από τους Αιβαλιώτες να του παραδώσουν συγκεκριμένο αριθμό
όπλων, από τα οποία βεβαια [μια και ο αριθμός ήταν υπερβολικός] μόνο μικρό
μέρος μπορούσαν να συγκεντρώσουν.
Ενώ γινονταν διαπραγματευσεις οι
συγκεντρωμένοι άτακτοι επιτίθεντο στους Αιβαλιωτες που ζούσαν στην ύπαιθρο και
τους σκοτωναν ή τους λήστευαν, ο δε διοικητής των σπαχήδων ζητούσε επιμονα
περισσότερες ενισχύσεις από τον πασά της Προύσας, για να αντιμετωπίσει τους
άοπλους στην πραγματικότητα Κυδωνιάτες.
Την 17η Μαίου 1821 ο Παπανικολής
ανετίναξε το δίκροτο εμπρος στο λιμάνι της Ερεσού και ο έντρομος στόλος του
εχθρού κατεφυγε στον Ελλήσποντο. Οι Τούρκοι αρχισαν να συγκέντρωνουν ενισχύσεις
και ο κάμπος του Αγιασμάτιου γεμισε με άτακτους που περίμεναν να πέσουν στο
Αιβαλί σαν τα κοράκια για φόνο και πλιάτσικο. Στις πολιτεία οι οπλισμένοι
άνδρες που χρησιμοποιούνταν για προστασία από ληστές και για απονομή
δικαιοσύνης δεν ήταν παραπάνω από 250 παλικάρια υπό τον Γιώργο Σάλτα. Πρωτο
τους μελημα ήταν να οργανώσουν ταμπούρια μπάς και κρατήσουν την πόλη.
Ο Δαούτ
πασάς έχοντας πλέον ισχυρότατη δύναμη να παραταξει απέναντι στις ελάχιστες
δυνάμεις των ελαφρά οπλισμένων του Γιώργη Σάλτα ζήτησε 40.000 γρόσια σαν
στρατιωτική εισφορά της πόλης για τον πόλεμο του Σουλτάνου. Εν τω μεταξύ όσοι
άμαχοι είχαν μείνει τρέξανε να σωθούν από την θάλασσα με ότι πλεούμενα υπήρχαν
και όσοι μπορούσαν περνούσαν απέναντι στα Μοσχονήσια.
Όταν φαινοταν ότι η
συγκρουση ήταν αναποφευχτη ο Γιώργης Σάλτας μοίρασε στα παλικάρια του μπαρούτι
και βόλια και πιάσανε τη δημοσιά για τον Αη Δημήτρη. Στον Ταξιάρχη ταμπουρώθηκε
ο Δημήτριος Οικονόμου, στην Μητρόπολη ταμπουρώθηκε ο Κάπανδρος και οι Πισσαίοι
ενώ ο Άγγελος Ζωντανός με καμιά πενηνταριά παλικάρια φυλαγε τον κατάγιαλο και
παράστεκε στο φευγιό του κόσμου.
Μέσα σ’ εκείνη την ώρα της αγωνίας ο
τυπογράφος Κωνσταντίνος Τόμπρας πήρε τον Δημήτριο Τζίτζιρα και τους Αμμανίτες
και πήγαν στον Ιακωβο Τομπάζη ζητώντας να στείλει βάρκες να πάρουν τα πιεστήρια
και τα μολυβένια στοιχεία, πράγμα που έγινε μπορετό την άλλη μέρα στις 2
Ιουνίου 1821. Όταν ομως είδαν οι Τούρκοι τους ναυτες να φτάνουν στο γιαλό
αρχίσανε το ντουφεκίδι. Ακουγοντας τους πυροβολισμούς έτρεξαν σε ενίσχυσή τους
οι Αιβαλιώτες και οι Τούρκοι υποχώρησαν, βάζοντας φωτιά στο τυπογραφείο. Μετά
από υποσχέσεις του Δαούτ πασά για παράδες και πλιάτσικο γύρισαν ξανά και πολέμησαν
για δύο ώρες. Όμως οι ναύτες του Τομπάζη και οι Αιβαλιώτες τους έβαλαν στη
μέση. Έτσι οι Ψαριανοί και οι Σπετσιώτες τους άφησαν να σκορπιστούν και έπειτα
τους έσφαξαν σαν τα τραγιά.
Από την άλλη οι σπαχήδες εφεραν σε δύσκολη θέση τον
Δημήτριο Οικονόμου, μέχρι που φάνηκε ο Γεώργιος Σάλτας και υποχώρησαν, αλλα
στην υποχώρηση ένα βόλι πήρε κατάστηθα τον Γιώργη Σάλτα. Όμως η πολιτεια ειχε
παραδοθει στην καταστροφή Παντου φωτια και ερήμωση. Περασμένα μεσάνυχτα οι
Αιβαλιώτες βλέπουν Τούρκους να κατηφορίζουν στα χαλάσματα για πλιάτσικο.
Αγρίεψε το μάτι τους, τους πλησιάζουν και με λύσσα πέφτουν πάνω τους και τους
λιανίζουν. Όμως το Αιβαλι δεν υπήρχε πιά.
Στις συγκρούσεις που γίνηκαν οι
απώλειες των Τούρκων ήταν πάνω από 1.500 νεκροι ενώ ήταν απροσδιόριστος ο
αριθμός των τραυματιών. Οι ελληνες μαχητές είχαν 150 νεκρούς και τραυματίες. Σα
ξημέρωσε τα πλεούμενα με τον κόσμο και τους μαχητές εγκατελειψαν την ερημωμενη
και δηωμένη πολιτεια τους Πρόσφυγες πλέον περνάνε απένατι αλλά δεν κάθονται
μουτε στιγμή. Αυτοί ησαν τα παλικάρια που στελέχωσαν τα άτακτα και τα τακτικά
επαναστατικά σώματα της Ελλάδας. Παντού πολέμησαν οι Αιβαλιώτες. Ολοι οι
οπλαρχηγοί, ο Κολοκοτρώνης, ο Λόντος, ο Πανουργιάς, ο Κριεζώτης, ο Φλέσσας, ο
Πλαπούτας, ο Νικηταράς, ο Καρατάσος και τοσοι αλλοι είχαν παλικάρια από το
Αιβαλί. Με τον Γιατράκο αγωνίσθηκε σαν οπλαρχηγός ο Χατζή Αποστόλης με δικό του
σώμα από 80 Αιβαλιώτες, ο Δημήτριος Κάπανδρος διεκρίθηκε σε πολλές μάχες με
τους 50 Κυδωνιάτες του, 300 Αιβαλιώτες με δικό τους σώμα μαχόντουσαν στους
αμπελώνες του Άργους κατά του Δράμαλη, 100 υπό τον Κριεζή μετείχαν στην άμυνα
της Ακροπόλεως κατά του Κιουταχή ενώ μόλις έγινε το πρώτο τακτικό σώμα στην
Καλαμάτα το 1821 από τον συνταγματάρχη Βαλέστ, κατετάχθηκαν αμέσως 60 Κυδωνιείς
που σιγά σιγά ανήλθαν σε 200. Οι περισσότεροι απο αυτούς υπό την αρχηγία του
Ταρέλ έπεσαν στην μάχη του Πέτα, ενώ τον Βαλέστ στην εκστρατεία του στην Κρήτη
με τον τακτικό στρατό τον ακολούθησαν 25 Αιβαλιώτες.
Οι προσωπικές ανδραγαθίες
των μαχητών από τις Κυδωνίες υπήρξαν φωτεινά παραδείγματα φιλοπατρίας και
παλικαριάς.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΛΤΕΛΗΣ : Περικυκλωμένος στο φρούριο των Ψαρών έβαλε φωτιά
στην πυρίτιδα, σαν άλλος Σαμουήλ, και συναποθνήσκει με άλλους πατριώτες
παίρνοντας στον όλεθρο και τους εισορμήσαντες εχθρούς .
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΑΛΤΕΛΗΣ :
Διακρίθηκε στους πολιτικούς αγώνες, ακολούθησε τον Μιαούλη σε όλες τις
εκστρατείες σαν γραμματέας , και σε όλη την διάρκεια του αγώνα προσεφερε στην
πατριδα μαζί με τον αδελφό του τον ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ : Σκοτώθηκε μαζί
με πολλούς άλλους Κυδωνείς στη μάχη του Πέτα , αγωνιζόμενος στο τάγμα των
φιλελλήνων υπό τον Νόρμαν.
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ: Έπεσε στη μάχη του Πέτα
κρατώντας την σημαία, μαχόμενος με το σώμα του Γιατράκου υπό τον Αλέξανδρον
Μαυροκορδάτο.
ΓΑΒΡΙΗΛ ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ: Διέπρεψε στους στρατιωτικούς και πολιτικούς
αγώνες και υπέκυψε από τις ταλαιπωρίας.
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΖΙΤΖΙΡΑΣ: ( Ο la Cigale του
Διδότου) Έπεσε ένδοξα στην επίθεση κατά της Ακροπόλεως, εισορμώντας πρώτος σ’
αυτήν.
ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΙΣΣΑΣ : Αγωνίσθηκε στην Πελοπόννησο υπό τις διαταγές
του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, στην Κρήτη υπό τον Μπαλέστρα με τον τακτικό του
Φαβιέρου και έπεσε μαχόμενος στην Κάρυστο.
ΕΩΣ ΕΔΩ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ και ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ
ΠΙΣΣΑΣ : Φιλικοί και οι δύο διακρίθηκαν κατά την μάχη των Κυδωνιών, ο Νικόλαος
έπεσε στο Άργος και ο Ευστράτιος συμμετείχε στην εκστρατεία της Κρήτης υπό τον
Βαλέστ, Υπό τον Φαβιέρο διακρίθηκε σε όλες τις επιχειρήσεις σαν ταγματάρχης,
κατά την είσοδο προς βοήθεια των πολιορκουμένων από τον Κιουταχή στην Ακρόπολη
συμμετείχαν και οι δύο αδελφοί του ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ @ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, ο Αθανάσιος
διεκρίθηκε κατά την εκστρατεία του Φαβιέρου στην Χίο (1828) και ιδιαίτερα στην
μάχη της Τουρλωτής. ( Ο ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ άφησε χειρόγραφα , απομνημονεύματα, όπου
υπάρχει διεξοδική περιγραφή της καταστροφής των Κυδωνιών, αλλά και διηγήσεις
από τις επιχειρήσεις που μετείχε με τους αδελφούς του).
• ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ :
Κατέφυγε στην αρχή στα Ψαρά, μετά στην Άνδρο και έπειτα στην Τήνον, όπου
δίδασκε σε σχολείο μέχρι το 1841. Στην εν Άργος συνέλευση παρέστει σαν
ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΣ ΤΩΝ ΚΥΔΩΝΕΩΝ. Η Ελληνική κυβέρνηση εκτιμώσα την επί μακρόν εθνική
υπηρεσία του μετά την απελευθέρωση, του χορήγησε σύνταξη.
• ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΤΟΜΠΡΑΣ: Βλέποντας τον όλεθρο της πόλης των Κυδωνιών, πακετάρησε κατάλληλα τα
τυπογραφικά εργαλεία και μηχανήματα, του τυπογραφείου της Ακαδημίας και
προσπάθησε να διασώσει με την βοήθεια του Ιακώβου Τομπάζη, όμως οι Τούρκοι ήδη
είχαν βάλει φωτιά. Στα Ψαρά που σώθηκε, κλήθηκε μετά από ολίγες μέρες από τον
Δημήτριο Υψηλάντη ο οποίος είχε φέρει από την Τεργέστη πλήρες τυπογραφείο, έτσι
ο Τόμπρας υπήρξε ο πρώτος διευθυντής τυπογραφείου της αγωνιζομένης Ελλάδος, που
λειτουργούσε στην Καλαμάτα, εκεί τυπόνοντω τα πρώτα επίσημα έγγραφα και η
εφημερίδα . Το τυπογραφείο αυτό μεταφέρθηκε στην Κόρινθο και καταστράφηκε από
τον Δράμαλη. Από το 1824 στην Ύδρα διεύθυνε το νέο τυπογραφείο καθ όλη την
διάρκεια του αγώνα. ( Ο Κ Τόμπρας με υποτροφία της διοίκησης της πόλεως των
Κυδωνιών εστάλει να σπουδάσει στην Ευρώπη το επάγγελμα του Τυπογράφου,
προκειμένου να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του και σε άλλους Ελληνόπαιδας, η
τακτική αυτή ακολουθείτο και σε άλλους εύελπεις νέους της πόλης).
Αυτή εν
ολίγοις υπήρξε η συμβολή των Κυδωνιών στο μεγάλο απελευθερωτικό αγώνα της
Ελλάδος, στα σχολεία μας γνωρίζουμε για τις επαναστατικές κινήσεις των
Ελληνικών πόλεων από την Μακεδονία και κάτω, στην επανάσταση όμως μετείχαν οι
Έλληνες των περιοχών της Θράκης, της Κύπρου, της Κρήτης, της Ηπείρου, του
Πόντου, των Ελλήνων των Δυτικο – Ευρωπαικών πόλεων αλλά και των Ελλήνων της
Ρωσίας και κυρίως της Μικράς Ασίας
http://mikrasiatis.gr/%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%8E%CE%BD-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B5%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83-3/#comment-1432
Απάντηση
.
.
M
on 31/03/2013
Οι Μακεδόνες και η επανάσταση του 1821.
http://yaunatakabara.blogspot.gr/2013/03/1821_19.html
ΒΑΪΑ Ε. ΔΡΑΓΑΤΗ
Μεταπτυχιακή
Διπλωματική Εργασία
Επιβλέπων Καθηγητής:
Βασίλης K. ΓούναρηςΑ.Π.Θ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
2010
(οι φωτογραφίες επιλογές Yauna)
ΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ
ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
ΣΤΑ
ΜΕΣΑ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΑ
Η άμεση καταστολή της επανάστασης στις βορειότερες επαρχίες
της ελληνικής χερσονήσου και τα τουρκικά αντίποινα που επακολούθησαν προκάλεσαν
κύματα προσφύγων προς τις νοτιότερες περιοχές.
Αργότερα, μετά την ίδρυση του
ελληνικού κράτους, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη
«κινητικότητα» του πληθυσμού και νέος εκπατρισμός από το εξωτερικό και από το
χώρο του υπόδουλου ακόμα ελληνισμού.
Όπως είναι γνωστό, ένα μέρος από τους
μετανάστες της επαναστατικής και της μετεπαναστατικής περιόδου εγκαταστάθηκε σε
διάφορες κοινότητες της ελληνικής επικράτειας, παλαιές και νέες, ιδιαίτερα στην
πρωτεύουσα.
Μεταξύ των συνοικισθέντων ετεροχθόνων συγκαταλέγονταν και οι
Μακεδόνες, των οποίων η πορεία και η τύχη στα απελευθερωμένα εδάφη της χώρας
αποτελεί το αντικείμενο της παρούσης διπλωματικής μεταπτυχιακής εργασίας.
Ζήσης
Σωτηρίου,
Μακεδόνας Επαναστάτης
Σέρβια Κοζάνης
Είναι απαραίτητο να
διευκρινιστεί ότι με τον όρο «Μακεδόνες» χαρακτηρίζονται εδώ οι ελληνόφωνοι,
κατά κύριον λόγο, από την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία, ενίοτε όμως και οι
βλαχόφωνοι, οι βουλγαρόφωνοι και άλλοι σλαβόφωνοι, στο βαθμό που αυτοί
ενεπλάκησαν στις ελληνικές υποθέσεις και έζησαν ως έλληνες πολίτες• ακόμη κι αν
κάποιοι είναι αμφίβολο αν ήταν Μακεδόνες με τη στενή γεωγραφική έννοια.
Είναι
γνωστό πως ακόμη και στα μέσα του 19ου αιώνα -αν όχι και πολύ αργότερα ο
διαχωρισμός των εθνοτήτων στη Μακεδονία δεν ήταν πάντοτε εφικτός.
Μολονότι οι
όροι «Μακεδόνες», «Σέρβοι», «Βούλγαροι» και «Σλάβοι» ήταν σε χρήση, λόγω της
αλλοφωνίας, ωστόσο δεν προϊδέαζαν πάντοτε για τις εθνικές προτιμήσεις των
παροίκων αλλά ούτε για τον ακριβή τόπο της καταγωγής τους.
Κρίθηκε επομένως
σκόπιμο να εξεταστεί η δράση και η συμπεριφορά τους ως κατοίκων της Ελλάδας,
ασχέτως του τρόπου με τον οποίο είχαν καταλήξει εκεί, εφόσον συνέπραξαν και
ζυμώθηκαν με τους Μακεδόνες.
Πράγματι, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί
μεγάλη πρόοδος στην ιστορική έρευνα σχετικά με τους ετερόχθονες Μακεδόνες,
ωστόσο μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν μελέτες που να εξετάζουν το ζήτημα συστηματικά
και συνθετικά.
Οι περισσότερες εργασίες αφορούν μεμονωμένες έρευνες για
επιφανείς Μακεδόνες, είναι δηλαδή βιογραφικά σημειώματα, που συχνά
χαρακτηρίζονται από πατριωτική ρητορεία και τοπικιστική έξαρση. Άλλωστε οι
περισσότερες έχουν γραφτεί από συντοπίτες των μακεδόνων «ηρώων», που, ως επί το
πλείστον, δεν είναι ιστορικοί. Ακριβώς στο σημείο αυτό έγκειται και η δυσκολία
της εργασίας αυτής:
Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επαρκούν για να σχηματιστεί
πάντοτε μια ολοκληρωμένη εικόνα.
Βασικός στόχος της μελέτης αυτής είναι να εντοπιστούν
και να παρουσιαστούν αναλυτικά όσο το δυνατό περισσότερα μέλη της συγκεκριμένης
ετεροχθονικής κοινότητας που διαβιούσαν στο ελληνικό βασίλειο, παραθέτοντας
στοιχεία για την κοινωνική ταυτότητα, τον τρόπο ενσωμάτωσης και το ρόλο που
διαδραμάτισαν.
Σε δεύτερο επίπεδο επιχειρήθηκε να αναδειχθούν οι μορφές
συνεργασίας και η εν γένει συλλογική δράση των Μακεδόνων είτε για την
εξυπηρέτηση των αναγκών της ομάδας τους είτε για τη Μακεδονία.
Τα ζητούμενα
αυτά αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη σύνθεση της εργασίας, δεδομένου
ότι, μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών
προβλημάτων που σημειώθηκαν στην Αθήνα σε μια ευρεία χρονική περίοδο,
επιδιώξαμε να απομονώσουμε την ενεργή ανάμιξη και τη συλλογική δράση των
Μακεδόνων.
Για το λόγο αυτό κάποιες επαναλήψεις ήταν δύσκολο να αποφευχθούν. Ως
χρονικό πλαίσιο της εργασίας ορίστηκε η εικοσαετία 1843-1863, που οριοθετήθηκε
από σημαντικά πολιτικά γεγονότα.
Ωστόσο κρίθηκε χρήσιμο η χρονική αφετηρία της
έρευνας να είναι η επανάσταση του 1821, προκειμένου να εξεταστεί η σημασία των
παραμέτρων «τρόπος και χρόνος εγκατάστασης». Αλλά και το καταληκτικό όριο
ουσιαστικά εκτείνεται ως το 1870, όταν ραγδαίες εξελίξεις στο γειτονικό
βαλκανικό χώρο αφύπνισαν το ενδιαφέρον πολλών Ελλήνων για την τύχη της
Μακεδονίας.
Ο αρχικός προβληματισμός και οι ειδικότεροι στόχοι καθόρισαν το
χωρισμό των επιμέρους ενοτήτων και το περιεχόμενο τους.
Στην πρώτη ενότητα, ως
εισαγωγικό κεφάλαιο, επιχειρείται να παρουσιασθεί η περιοδική κάθοδος των
Μακεδόνων στη Νότια Ελλάδα, η κατηγοριοποίηση τους ανάλογα με την «ιδιότητά»
τους και η εγκατάσταση τους.
Στόχος του δεύτερου κεφαλαίου είναι να
παρακολουθήσει την ένταξη και την αφομοίωση των Μακεδόνων στο νεοσύστατο κράτος
και να παρακολουθήσει χρονολογικά την εμπλοκή τους στην πολιτική σκηνή, με όλες
τις συναφείς προεκτάσεις.
Ακολούθως παρουσιάζεται αυτόνομα η νέα και πολλά
υποσχόμενη γενιά των Μακεδόνων, των φοιτητών καθώς και η θέση τους στο
πελατειακό μακεδονικό δίκτυο των Αθηνών.
Στην επόμενη ενότητα ερευνάται η συμμετοχή
των Μακεδόνων σε αλυτρωτικά και ομοσπονδιακά κινήματα, εμπνευσμένα από τη
Μεγάλη Ιδέα και από τα επαναστατικά μηνύματα των άλλων λαών, που είχαν ως στόχο
την απελευθέρωση των ιδιαίτερων πατρίδων τους αλλά και την εξυπηρέτηση των
ίδιων συμφερόντων τους.
Τέλος, στην πέμπτη ενότητα εξετάζεται η θέση τους σε
σχέση με την επίσημη εθνική ιδεολογία της εποχής και τα ιστορικά δικαιώματα των
Ελλήνων στις «βόρειες» ελληνικές χώρες, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από το
συγγραφικό τους έργο.
Η έρευνα στηρίχτηκε στη μελέτη βιβλιογραφικού και
αρχειακού υλικού.
Το αρχειακό υλικό προέρχεται κυρίως από την αποδελτίωση του
μητρώου των φοιτητών των πρώτων χρόνων λειτουργίας του οθωνικού Πανεπιστημίου
(1837-66) και των πρυτανικών λόγων, που βρίσκονται στο Μουσείο και στο Ιστορικό
Αρχείο του Πανεπιστημίου Αθηνών και των μητρώων των αξιωματικών που είναι
κατατεθειμένα στο Γενικό Επιτέλειο Στρατού.
Μελετήθηκαν, επίσης, τα έγγραφα του
συνοικισμού των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη Αταλάντης, της Εθνικής Βιβλιοθήκης του
Τμήματος Ομοιοτύπων και Χειρογράφων, δημοσιευμένα βέβαια στην πλειοψηφία τους.
Επίσης ο επόπτης μου μου εμπιστεύτηκε την αδημοσίευτη βιογραφία του μακεδόνα
Παναγιώτη Παπά Ναούμ, προερχόμενη από το αρχείο της οικογένειας Κατσουγιάννη.
Μελετήθηκε επίσης συστηματικά το συγγραφικό έργο των Μακεδόνων και άλλων
δημοσιευμένων έργων του 19ου αιώνα, αφού αποτελούν πηγές σύγχρονες των
γεγονότων.
Η συγκέντρωση αυτού του υλικού διεξήχθη στις Βιβλιοθήκες του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, στην Εθνική
Βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Ανυπολόγιστη είναι η προσφορά στην έρευνα και στον πολιτισμό της
ψηφιακής Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης, η «Ανέμη», όπου έχει αποθηκευθεί
σημαντικός αριθμός παλαιών βιβλίων, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη και
ερευνητή να διαβάσει δυσεύρετες μελέτες. Επίσης, κρίθηκε απαραίτητη η έρευνα
των σημαντικότερων αθηναϊκών εφημερίδων του 19ου αιώνα. Ο Τύπος αντανακλά πάντα
την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μεταφέρει και ταυτόχρονα διαμορφώνει την κοινή
γνώμη. Περιέχει επίσης πολλές φορές επιστολές των εμπλεκομένων Μακεδόνων. Ως
προς τη βιβλιογραφία χρησιμοποιήθηκαν γενικά ιστορικά έργα και μελέτες που
πραγματεύτηκαν την περίοδο εκείνη, μονογραφίες, βιογραφίες, απομνημονεύματα,
εγκυκλοπαιδικά άρθρα αλλά και άρθρα σε περιοδικά μακεδονικού
ενδιαφέροντος.
Ολοκληρώνοντας, θεωρώ υποχρέωση μου να ευχαριστήσω τον
επιβλέποντα καθηγητή κ. Βασίλη Κ. Γούναρη, για την πολύτιμη καθοδήγηση του σε
όλα τα στάδια της εργασίας, την υπομονή του αλλά και για την άμεση ανταπόκρισή
του στη διόρθωση των κειμένων ακόμη και στην περίοδο της εκπαιδευτικής του
άδειας. Χωρίς τις υποδείξεις και τις επισημάνσεις του σε όλες τις φάσεις της
έρευνας και της συγγραφής η εργασία αυτή θα ήταν αδύνατη. Οφείλω επίσης να
ευχαριστήσω τον κ. Μάνθο Χριστοφόρου, που πρώτος ασχολήθηκε διεξοδικά με την
εγκατάσταση των Μακεδόνων στην Νέα Πέλλη,
για την αποστολή πολύτιμου υλικού,
καθώς και το προσωπικό των αρχείων και των βιβλιοθηκών. Τέλος, ιδιαίτερη
ευγνωμοσύνη οφείλω στους γονείς μου, για την αμέριστη συμπαράσταση τους και
στήριξη, υλική και ψυχολογική, όλα αυτά τα χρόνια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Η δημιουργία των
μακεδονικών παροικιών στη Νότια Ελλάδα
Η ελληνική επανάσταση του 1821 ήταν ένα
εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα με καθολικό χαρακτήρα και στόχο τη σύσταση ενός
εθνικού κράτους.
Όμως, μετά την οριστική έκβαση του πολέμου, το μικρό
ανεξάρτητο ελληνικό κράτος δεν περιλάμβανε όλες τις περιοχές στις οποίες είχαν
σημειωθεί εξεγέρσεις.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλες πλυθυσμιακές αναστατώσεις.
Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα ήρθαν στην ελεύθερη Ελλάδα ομογενείς
πρόσφυγες από όλες τις οθωμανικές επαρχίες με αποτέλεσμα η πληθυσμιακή σύνθεσή
της να περιλαμβάνει δύο μεγάλες κατηγορίες:
τους αυτόχθονες, δηλαδή τους
πολίτες των περιοχών που είχαν απελευθερωθεί
και τους ετερόχθονες, τους
προερχομένους από τις αλύτρωτες επαρχίες και από τον ευρύτερο χώρο της
διασποράς.
Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία συγκαταλέγονταν και οι Μακεδόνες
πρόσφυγες που έφτασαν στη Νότια Ελλάδα σε τρεις διαφορετικές διαδοχικές φάσεις
και, εν μέρει, ρίζωσαν στο ελεύθερο ελληνικό βασίλειο.
Τα κριτήρια
περιοδολόγησης της εγκατάστασης αυτής έχουν άμεση σχέση με τα πολεμικά γεγονότα
και τις διπλωματικές επαφές που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Αγώνα αλλά και
με όσα ακολούθησαν μετά από αυτόν, χωρίς ωστόσο να είναι αυστηρά
καθορισμένα.
Σε γενικές γραμμές η πρώτη φάση της καθόδου ξεκίνησε σχεδόν με την
έναρξη της επανάστασης, το 1821, και κράτησε ως το 1827.
Αφετηρία του δεύτερου
προσφυγικού κύματος, ήταν το 1828, έτος κατά το οποίο έφτασε στην Ελλάδα ο
Καποδίστριας και έληξε το 1831 με την δολοφονία του.
Τέλος, η τρίτη περίοδος
άρχισε το 1833, με την έλευση του Όθωνα, και διήρκησε ολόκληρη τη βασιλεία
του.
Η πρώτη μεταναστευτική κίνηση σημειώθηκε μετά το τέλος των αποτυχημένων
κινημάτων στο χώρο της Μακεδονίας.
Οι επαναστάσεις αυτές διήρκησαν περίπου ένα
χρόνο, από το Μάιο του 1821 έως το Μάιο του 1822, με κύρια κέντρα δράσης
τη
Χαλκιδική,
το Άγιο Όρος,
τη Νάουσα,
την Έδεσσα,
τη Βέροια
και τις περισσότερες
πόλεις της Δυτικής Μακεδονίας.
Ως γνωστόν, η επανάσταση συντρίφτηκε, οι πόλεις
λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν, χιλιάδες άνθρωποι έπεσαν στα πεδία των μαχών και
ο άμαχος πληθυσμός γνώρισε τη φρίκη των οθωμανικών αντιποίνων.
Έτσι λοιπόν, οι
εναπομείναντες Μακεδόνες οπλαρχηγοί και ικανός αριθμός απλών πολεμιστών
εγκατέλειψαν τις πατρίδες τους και κατέφυγαν μέσω ξηράς ή θάλασσας μαζί με τις
οικογένειες τους στις Βόρειες Σποράδες ειδικότερα και στην υπόλοιπη αγωνιζόμενη
Ελλάδα γενικότερα, για να σωθούν αλλά και για να συνεχίσουν τον Αγώνα τους μαζί
με τους άλλους Έλληνες.1
Πράγματι, με μια έρευνα στους φακέλους του «Αρχείου
των Αγωνιστών και στα Μητρώα των κατά των Ιερόν Αγώνα αγωνισθέντων», που
διασώζονται στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, διαπιστώνει κανείς
τη μεγάλη συμμετοχή και συμβολή των Μακεδόνων αγωνιστών στην απελευθέρωση της
Ελλάδας.
Η μελέτη των αιτήσεων των ίδιων των πρωταγωνιστών ή των κληρονόμων
τους και η μελέτη των πιστοποιητικών και των δικαιολογητικών που υπέβαλαν κατά
διαστήματα στις εκάστοτε «Επιτροπές των Αγωνιστών», ζητώντας ηθική
αποκατάσταση, οικονομική ενίσχυση ή μια μικρή σύνταξη, μας παρέχουν πολύτιμα
στοιχεία για τη δράση τους, τις μάχες που έλαβαν μέρος, την οικογενειακή τους
κατάσταση και το νέο τόπο διαμονής τους.2
Μέσα από τα επίσημα έγγραφα,
αποδεικνύεται πως περιοδικά έφτασαν στη Νότια Ελλάδα πολλοί Μακεδόνες ως
πρόσφυγες ή και εθελοντές από διάφορες περιφέρειες της Μακεδονίας ή του
εξωτερικού, όπου ζούσαν.
Κατατάσσονταν στα στρατιωτικά σώματα σπουδαίων
οπλαρχηγών και πολεμούσαν είτε ως άτακτοι είτε ως τακτικοί.
Μάλιστα αρκετοί από
αυτούς στρατολογήθηκαν από τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο
και αποτέλεσαν τις βάσεις για την οργάνωση ενός τακτικού σώματος υπό την οδηγία
του Παλέσα και του Κουβερνάτη.3
Ο Χρήστος Βυζάντιος, αξιωματικός που υπηρέτησε
υπό τον Φαβιέρο και μετά την επανάσταση ως συνταγματάρχης αναφέρει:
οι άνδρες
ούτοι, υπήρξαν εξαιρετικοί πατριώται, αφιλοκερδείς, καρτερικοί εις κακουχίας
και στερήσεις, ανδρείοι εν πολέμω και ευπειθέστατοι. Ούτοι κατήγοντο ως επί το
πλείστον εκ των καταστραμμένων υπό των Τούρκων επαρχιών και πόλεων, Θράκης,
Μακεδονίας, Μικράς Ασίας, των παρ’ αυταίς νήσων και λοιπών μερών, προπάντων δε
εκ νέων καλώς ανατεθραμμένων και τινών ευπαιδεύτων, εχόντων καθαρόν αίσθημα
πατριωτισμού. Ούτοι ήλθον εις την Ελλάδα, ίνα υπηρετήσωσι την Πατρίδα, μη
έχοντες δ’ ενταύθα ούτε οικείους ούτε γνωρίμους, εύρον καταφύγιον έντιμον εις
το τακτικό σώμα.
Οι περισσότεροι από αυτούς, πριν από την έναρξη του Αγώνα,
είχαν υπηρετήσει σε κάποιο αρματολικό ή κλέφτικο σώμα και διέθεταν πολεμική
πείρα και ηγετικές ικανότητες, γεγονός που τους έδινε τη δυνατότητα άλλοτε να
πολεμούν ως απλοί μαχητές κι άλλοτε να εξοπλίζουν δικό τους σώμα στρατιωτών,
που το διοικούσαν ως υπαξιωματικοί, γνωστοί και ως «μπουλουξήδες». Πολέμησαν
και διακρίθηκαν σε πολλές μάχες.
Συχνά προβιβάστηκαν και τιμήθηκαν με ανώτατα
αξιώματα και βαθμούς• ιδιαίτερα όμως κατά τη διάρκεια των εμφύλιων
αλληλοσπαραγμών, οπότε τα πολιτικά κόμματα και η ηγεσία με ευκολία μοίραζαν
προνόμια, για να κερδίσουν την εύνοια των αγωνιστών και με ακόμη περισσότερη τα
αναιρούσαν, όταν δεν είχαν πια ανάγκη τις πολύτιμες υπηρεσίες τους.5
Όπως και
οι άλλοι αγωνιστές, και οι Μακεδόνες έχασαν συγγενείς, αδέρφια, γυναίκες και
παιδιά, που είτε αιχμαλωτίστηκαν είτε σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις.
Δαπάνησαν
μεγάλο μέρος από τα υπάρχοντά τους, προκειμένου να συντηρήσουν τους στρατιώτες
που διοικούσαν, εφόσον οι κρατικοί φορείς της εποχής αδυνατούσαν να τους
χρηματοδοτήσουν. Φυσικά, ό,τι περιουσιακό στοιχείο είχε απομείνει στις πατρίδες
τους καταστράφηκε ή απαλλοτριώθηκε. Αφού η επανάσταση στη Μακεδονία είχε
σβήσει, οι αγωνιστές δεν μπορούσαν πλέον να επιστρέψουν στους τόπους καταγωγής
τους και να τα διεκδικήσουν.6
(1817-1884)
καταγόμενος από το
Μελένικο
Μακεδονίας
Πολλές φορές είναι δύσκολο να αποδειχθεί, ο ακριβής τόπος καταγωγής
των πολεμιστών• ιδιαίτερα για όσους προέρχονταν από τα εδάφη της σημερινής
Βουλγαρίας, Σερβίας και Μακεδονίας ή από τις συμπαγείς ελληνικές παροικίες που
είχαν δημιουργηθεί σε όλη την τουρκοκρατούμενη Βαλκανική.
Ήταν περιοχές τόσο
μακρινές -ειδικά για τους Έλληνες της Νοτίου Ελλάδαςπου στις περισσότερες
περιπτώσεις δυσκολεύονταν να τις διαχωρίσουν ή ακόμα και να τις χαρακτηρίσουν
ως ελληνικές.
Η Μακεδονία ήταν μεν δυνάμει ελληνική αλλά εξίσου μακρινή.7
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα είναι ότι αποκαλούσαν όλους σχεδόν τους Μακεδόνες πολεμιστές
«Ολύμπιους», ενώ προέρχονταν από άλλα μέρη, προφανώς λόγω του γοήτρου του
όρους.
Πρόβλημα δημιουργούσε και η συγκεχυμένη αντίληψη που επικρατούσε για τη
γεωγραφία της Βόρειας Βαλκανικής, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να διακρίνουν
με σαφήνεια την προέλευση των σλαβόφωνων πολεμιστών.
Γι’ αυτό, κάποιοι Σέρβοι
μερικές φορές φέρονταν ως Βούλγαροι, κάποιοι Μοναστηριώτες, αν και ελληνικής
καταγωγής, θεωρούνταν Σέρβοι, ενώ πολλοί Σερραίοι θεωρούνταν
Βούλγαροι.
Κλασικότερο παράδειγμα της σύγχυσης αποτελεί το παράδειγμα του
περίφημου Χατζηχρήστου, που μολονότι ήταν Σέρβος, αναφέρεται στις πηγές ως
«Βούλγαρης».
Και έτσι υπέγραφε ως επί το πλείστον και ο ίδιος. Σε κάθε
περίπτωση η εξακρίβωση της προέλευσης του Μακεδόνα αγωνιστή δεν ήταν πάντοτε
εύκολη υπόθεση, τουλάχιστον όχι ευκολότερη από την οριοθέτηση της ίδιας της
Μακεδονίας.8
Η πλειοψηφία των Βορειοελλαδιτών έδρασε υπό την οδηγία επιφανών
Μακεδόνων αρχηγών, παλαιών οπλαρχηγών, που φημίζονταν για την ανδρεία τους και
τη στρατιωτική εμπειρία τους.
Κατά την κάθοδο τους, φαίνεται ότι σχηματίστηκαν
δύο ευρύτερες ομάδες άτακτων πολεμιστών, εκ των οποίων
η μια ακολούθησε τον
Διαμαντή Νικολάου και τους συγγενείς του, Βασίλειο Λιάκο, Γεώργιο Ζαχείλα και
Κωνσταντίνο Μπίνο, που κατευθύνθηκαν προς τις Βόρειες Σποράδες,
ενώ η δεύτερη
ακολούθησε τους Αναστάσιο Καρατάσο, Αγγελή Γάτσο, Συρόπουλο, Δουμπιώτη, Λάζο
και Κότα που κατευθύνθηκαν προς το αρματολίκι του Ασπροποτάμου.9
Αφού φρόντισαν
εξαρχής για την ασφαλή εγκατάσταση και προστασία των οικογενειών των συνεργατών
και συμπατριωτών τους στο Μερόκοβο, χωριό των Αγράφων, συνεργάστηκαν με τον
Καραϊσκάκη και τον Ράγκο για την απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων από την
περιοχή.10
Έπειτα τέθηκαν στην υπηρεσία του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και
συμμετείχαν στις μάχες της Πλάκας, του Πέτα, των Δερβενακίων, του Ναυπλίου και
όπου αλλού υπήρξε ανάγκη.11
Η συμβολή τους ήταν σημαντική και τα σχόλια που
απέσπασαν από τους Πελοποννησίους εξαιρετικά, καθώς κατάφεραν να διακριθούν για
τον ηρωισμό τους.
Χαρακτηριστικά ο Φωτάκος Χρυσανθόπουλος στο έργο του Βίοι
Πελοποννησίων ανδρών αναφέρει για τον Αγγελή Γάτσο:
Ούτος ο περίφημος
καπετάνιος ήτον εις τα όπλα εκ γενετής, και σύντροφος αχώριστος του βουνού του
Ολύμπου.
Ευρεθείς εις την εισβολή του Δράμαλη επολέμησαν εις μερικάς μάχας με
τους Πελοποννησίους κατά τα Βασιλικά και το Δερβενάκι, όπου ήτο και ο Γενναίος
ο φίλος του, με τον οποίον πάντοτε ήτο μαζί και ομού έβγαινε εις τους πολέμους
όσον χρόνον έμεινεν εκεί, οδηγών τους υπ’ αυτών στρατιώτας και συμπατριώτας του
Μακεδόνας.
Ο Γάτσος και οι στρατιώται του επολέμησαν γενναίως και οι
Πελοποννήσιοι ευχαριστήθηκαν, διότι είδαν άνδρας έχοντας ζήλον και εθνισμόν
μέγαν και επεθύμουν να είχον τοιούτους συντρόφους.12
Την πολεμική δράση τους
συνέχισαν και όσοι Μακεδόνες είχαν καταφύγει στις Βόρειες Σποράδες.
Τον Ιούλιο
του 1822 μεταφερθήκαν, με εντολή του Αρείου Πάγου, στην Εύβοια, προκειμένου να
υπερασπιστούν την περιοχή.
Οι 600 περίπου στρατιώτες που αποβιβάστηκαν εκεί κατάφεραν
να εκτοπίσουν τις τουρκικές δυνάμεις και να στρατοπεδεύσουν στα Βρυσάκια της
Χαλκίδας.
Τον Σεπτέμβριο του 1822, γενικός αρχηγός της Εύβοιας διορίστηκε από
τον Άρειο Πάγο ο Διαμαντής Νικολάου.
Ανέλαβε τα καθήκοντα του επί κεφαλής
ισχυρής στρατιωτικής δύναμης, μόλις επέστρεψε από τον Όλυμπο, όπου απουσίαζε το
καλοκαίρι του 1822, για να συγκεντρώσει όσους πολεμιστές είχαν απομείνει
εκεί.
Την ίδια περίοδο έφτασε στη Χαλκίδα και ο γερο-Καρατάσος με τους άνδρες
του, συμβάλλοντας ενεργά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των συμπατριωτών του.13
Λίγους μήνες αργότερα, το Μάιο του 1823, όλοι οι Μακεδόνες στρατιώτες που
βρίσκονταν στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο, άλλα και όσοι εξακολουθούσαν να
βρίσκονται στην Εύβοια εκστράτευσαν στο Τρίκερι, καθώς νέες προελάσεις
τουρκικών στρατευμάτων, έθεσαν σε κίνδυνο την περιοχή της Θετταλομαγνησίας.14
Η
πολιορκία που ακολούθησε ήταν σκληρή. Οι άτακτοι Θεσσαλοί και Μακεδόνες
πολεμούσαν με τον τακτικό και πενταπλάσιο σε ισχύ τουρκικό στρατό. Αρχικά,
κατάφεραν να επιβληθούν και να αναγκάσουν τον αντίπαλο να αποσυρθεί.
Σύντομα,
όμως, οι συνεχείς ενισχύσεις του εχθρού, άρχισαν και πάλι να πιέζουν την
ελληνική πλευρά, της οποίας οι ελλείψεις σε τρόφιμα, πολεμικό υλικό και
στρατιώτες αποτελούσαν τροχοπέδη. Ακολούθησε πολύμηνη διαμάχη.
Εξαιτίας των
δυσκολιών ανεφοδιασμού και των επιδημικών ασθενειών που έπληξαν και τα δύο
στρατόπεδα, οι αντίπαλοι αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν τον Αύγουστο του 1823.
Όσοι Μακεδόνες συμμετείχαν στις εχθροπραξίες, αποσύρθηκαν στο συνηθισμένο τους
καταφύγιο, τις Βόρειες Σποράδες.15
Ο αγωνιστής Βελένζτας περιέγραψε με
παραστατικό τρόπο τη μάχη στο Τρίκερι:
Ηκολούθησα τον Παππούν (Καρατάσον) καθ’
όλας τας εκστρατείας του δια της αγωνιζομένης Ελλάδος• μου φαίνεται ότι βλέπω
ακόμη το αρρενωπόν και εύχαρι πρόσωπον του.
Μου φαίνεται ότι τον ακούω ακόμη
προφέροντα τας μονοσυλλάβους του προσταγάς και μηδέποτε συγχωρούντα. Άγιον
ρίγος, το ενθυμώμαι έως τώρα, μας κατελάμβανε όλους, όταν παριστάμεθα εμπροσθέν
του• το νεύμα του ήτο προσταγή αδυσώπητος και ουαί εις τον παραβάτην αυτής• η
αταραξία του εν καιρώ των μαχών ήτο ανδριάντος ορειχαλκίνου αταραξία• ουδείς
είδεν αυτόν εφ’ όλης του της ζωής οπισθοχωρήσαντα ενώπιον των εχθρών.
Τον
ενθυμούμαι, όταν επί της Μαγνησίας κατεπολέμει τους Τούρκους• μόλις ηριθμούμεθα
δισχίλιοι περί τον Παππούν και εναντίον ημών αλλεπάλληλα και ατελείωτα εφώρμων
των απίστων τα στίφη εις το οροπέδιον των Τρικκέρων.
Τέσσερας ημέρας διήρκεσεν
η μάχη επί της αυτής πέτρας, ο Γέρων ασάλευτος ως η πέτρα αυτή και την σήμερον
ακόμη δεικνύεται από τους εντρόμους κατοίκους ο τόπος εφ’ ου εκάθητο κατά την
τετραήμερον εκείνην σφαγήν.16
Έκτοτε, λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος των Μακεδόνων
αγωνιστών εγκαταστάθηκε στα νησιά των Βορείων Σποράδων, απ’ όπου επιδίδονταν σε
πειρατικές επιδρομές εναντίον των παραλίων της Μακεδονίας, της Θράκης και των
νησιών.
Σκοπός τους δεν ήταν η κατατρομοκράτηση των εντόπιων πληθυσμών αλλά η
συντήρηση των οικογενειών τους……………
………………………….
Απάντηση
.
.
M
on 31/03/2013
…………………………………………………….
………………………………………………………..
Σημαντικοί
οπλαρχηγοί, όπως ο περίφημος γερο-Καρατάσος,
ο αχώριστος σύντροφος του Αγγελής
Γάτσος,
ο Μήτρος Λιακόπουλος,
ο Μπίνος,
οι Δουμπιώτες,
ο Αποστολάρας,
οι
Καλαμιδαίοι,
οι Ζορμπαίοι και
οι Συρόπουλοι συνιστούσαν μια ισχυρή και
εμπειροπόλεμη ομάδα.
Παρόλα αυτά δεν αξιοποιήθηκαν ως σώμα παρά μόνο σε λίγες
περιστάσεις.17
Η συνεισφορά τους στον Αγώνα περιορίστηκε στην υπεράσπιση των
παραλίων της Θεσσαλίας και της Ευβοίας, καθώς ενδεχόμενες αποβάσεις των
εχθρικών στρατευμάτων στα μέρη αυτά θα απειλούσαν την ασφάλεια των συγγενών
τους στις Σποράδες.
Άλλωστε, από την αρχή της επανάστασης υπήρχε σαφής έλλειψη
ενός οργανωμένου σχεδίου.
Οι ενέργειες τους και οι κινήσεις των πολεμιστών
καθορίζονταν από τις προσωπικές διαθέσεις των αρχηγών που εναλλάσσονταν στην
ηγεσία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ενίοτε από τις επιθυμίες του στρατεύματος
και τις περισσότερες φορές από τις περιστάσεις.18
Ήταν επόμενο ότι καμία
κυβέρνηση δεν είχε μεριμνήσει να τους συγκεντρώσει, να τους συγκρατήσει και να
τους χρησιμοποιήσει συστηματικά στις εκστρατείες κατά του εχθρού. Τέτοια
εγχειρήματα ήταν πέρα από τις δυνατότητες της κεντρικής εξουσίας, τουλάχιστον
τα πρώτα χρόνια του Αγώνα. Κατά διαστήματα μόνο έστελνε τους αντιπροσώπους της
για να τους οργανώσει στοιχειωδώς και να τους μεταφέρει σε διάφορες μεμονωμένες
αποστολές.19
Η άθλια κατάστασή τους φαίνεται ξεκάθαρα στα λόγια του Κωλέττη,
που εκείνη την περίοδο τελούσε έπαρχος στην Εύβοια.
Μετά τις άκαρπες
προσπάθειες του να ανασυστήσει το στρατόπεδο στην Εύβοια, έγραφε
αγανακτισμένος, στις 13 Αυγούστου του 1823, προς τον πρόεδρο του
Εκτελεστικού:
«Έως τώρα δεν είδα στράτευμα μήτε ασυμφωνότατον, μήτε
αναξιώτατον, μήτε αισχροκερδέστερον, μήτε αδικώτατον και αρπακτικώτατον από το
στράτευμα των Ολυμπίων».20
Επίσης, ο Μιαούλης από τη Σκιάθο έγραφε στις 30
Σεπτεμβρίου του 1823 προς προκρίτους της Ύδρας, ότι είχαν σταθεί αδύνατες οι
παραινέσεις των ναυάρχων προς τους Ολυμπίους να τους μεταπείσουν να εκστρατεύσουν
εκεί όπου υπήρχε ανάγκη: «Αυτοί τα παλαιά φ ρ ονή ματ α δ εν αλλάζουν,
λαφυραγωγίαν μόνον και όχι δια κοινό όφελος [...] φρονήματα δεν αλλάζουν,
λαφυραγωγίαν μόνον και όχι δια κοινό όφελος [...] Μανθάνουν ότι ο Οδυσσεύς
εκστρατεύει δια την Εύριππον και δια τούτου δεν θέλουν ποτέ εκστρατεύσει δι’
εκεί υποπτευόμενοι δια τα πάθη των».21
Ακόμα, όμως, κι υπό αυτές τις συνθήκες
οι Μακεδόνες των Σποράδων είχαν πολεμική συμμετοχή, έστω αποσπασματικά και
σποραδικά.
Αξίζει να σημειωθεί, η αποστολή 1.200 περίπου από αυτούς, με
κυβερνητική εντολή, στα Ψαρά, τον Ιούνιο του 1824, η ηρωική αντίσταση που
επέδειξαν και η αυτοθυσία των 600 στρατιωτών, που ανατινάχθηκαν μαζί με τους
αρχηγούς τους.
Μετά την καταστροφή του νησιού και τη δύσκολη κατάσταση που
επικρατούσε στην Ελλάδα, οι Ολύμπιοι διακήρυξαν ότι ήταν πρόθυμοι να σπεύσουν
όπου τους είχε ανάγκη η πατρίδα.
Πράγματι, κατόπιν κυβερνητικής εντολής, τον
Αύγουστο του 1824, αποβιβάστηκαν στην Ύδρα, για πρώτη φορά, προκειμένου να την
εξασφαλίσουν από ενδεχόμενη απόβαση του εχθρού.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1825,
μακεδονικά στρατεύματα στάλθηκαν για δεύτερη φορά στην Ύδρα, λόγω της
φημολογούμενης επικείμενης απόβασης των Αιγυπτίων.
Εκεί συνάντησαν άλλους 540
συμπατριώτες τους, υπό την οδηγίαν του Μήτρου Λιακόπουλου, του Αποστολάρα και
του Ιωάννη Παπά. Είναι γνωστή, επίσης, η γενναία παρουσία τους στις μάχες της
Πελοποννήσου, στο Κρεμμύδι και στο Σχοινόλακκα αλλά και κατά την υπεράσπιση του
Μεσολογγίου (1825-1826), όπου μαζί με τους ντόπιους και τους Ρουμελιώτες
σχημάτισαν τη λεγόμενη «αθάνατη φρουρά».
Σημαντική, τέλος, ήταν η συνεργασία
του Τόλιου Λάζου με τον Καλλέργη και η αποστολή τους στην Κρήτη ως επικεφαλής
διακοσίων στρατιωτών.
Η πρώτη απόπειρα οργάνωσης των Μακεδόνων επιχειρήθηκε το
1826, όταν κάποιοι από τους πρόσφυγες που βρίσκονταν στη Νότια Ελλάδα,
αποφάσισαν να συσπειρωθούν με τους Θεσσαλούς και να σχηματίσουν μια φάλαγγα.
Στην πορεία προσχώρησαν σ’ αυτήν τα στρατιωτικά σώματα του Σέρβου Στέφου
Νίβιτσα και των Θρακιωτών.
Περραιβός Χριστόφορος
Στην ουσία, δημιούργησαν μια
στρατιωτική ένωση προσφύγων, που ονομάσθηκε «Μακεδονο-Θετταλό-Θρακικό Σώμα»,
αρχηγός του οποίου ανέλαβε ο Χριστόφορος Περραιβός και υπαρχηγός ο Στέφος
Νίβιτσα. Πήραν μέρος στην εκστρατεία που ανέλαβε ο Καραϊσκάκης στην Αττική, με
μοναδική αμοιβή την τροφή και τα τσαρούχια τους.
Την ίδια περίοδο, στα τέλη του
1826, και η κυβέρνηση επιχείρησε οργανωμένα πλέον να αξιοποιήσει τους Μακεδόνες
στρατιώτες. Γι’ αυτό έστειλε τον Κώλεττη στις Βόρειες Σποράδες για να τους
συγκεντρώσει και να τους μεταφέρει στη Στερεά Ελλάδα, ώστε να πολεμήσουν για
αντιπερισπασμό στο εσωτερικό της χώρας και συγκεκριμένα στην Αταλάντη,
προκειμένου να απασχολήσουν τις τουρκικές δυνάμεις και να πετύχει η εκστρατεία
του Καραϊσκάκη.
Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, στη φάλαγγα που σχηματίστηκε το
1826 πήρε μέρος και ο Σέρβος Στέφος Νίβιτσα με το «Σώμα των Σταυροφόρων».
Τη
μονάδα αυτή, που είχε τεθεί στη διοίκηση του γάλλου φιλέλληνα Φαβιέρου,
αποτελούσαν 250 άνδρες, Σέρβοι, Έλληνες κι άλλοι.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που
βοηθούσαν τους Έλληνες, στον Αγώνα της εθνικής τους ανεξαρτησίας οι Βαλκάνιοι
πολεμιστές. Μετά την αποτυχία του κινήματος στη Μολδοβλαχία εκατοντάδες
σλαβόφωνοι πολεμιστές, πολλοί εκ των οποίων είχαν υπηρετήσει στο μισθοφορικό
στρατό του Υψηλάντη, έσπευσαν στα επαναστατικά κέντρα της Νοτίου Ελλάδας και
συνεργάστηκαν με τους Έλληνες.
Αναμείχθηκαν με όσους Σέρβους, Βούλγαρους κι
άλλους Βαλκάνιους είχαν βρεθεί στην Ελλάδα ως αγωγιάτες ή υπηρέτες στα τουρκικά
στρατεύματα και σταδιακά είχαν δραπετεύσει ή αιχμαλωτιστεί από τους Έλληνες αλλά
και με όσους εθελοντές ή πρόσφυγες έφταναν διαδοχικά από διάφορες περιοχές της
τουρκοκρατούμενης Ανατολής και των Βαλκανίων, ιδιαίτερα όμως από τη Ρωσία και
τη Βεσσαραβία.24
Υπηρέτησαν στον Αγώνα σχηματίζοντας μεγάλες ή μικρές ομάδες
άλλοτε ομοιογενείς κι άλλοτε ανάμεικτες με άλλους Βαλκάνιους ή
Έλληνες.25
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα σώματα του Κολοκοτρώνη και
του Νικηταρά, που περιλάμβαναν το σερβο-βουλγαρικό σώμα του αναφερθέντα
Χατζηχρήστου Βούλγαρη, ο οποίος αρχικά υπηρετούσε υπό τον Χουρσίτ πασά.
Ακόμη
στη χιλιαρχία του Κριεζιώτη η μια εκατονταρχία ανήκε στον Σέρβο Χρήστο
Μπαϊρακτάρη, στην οποία υπηρετούσαν πολλοί Βούλγαροι και Αρβανίτες και το ίδιο
στη χιλιαρχία του Ευθυμίου Στουρνάρη, που ήταν προσκολημμένη μια εκατονταρχία
από Αρβανίτες, Τούρκους και «νεοφώτιστους» Χριστιανούς.26
Βέβαια, είναι
αδύνατον να καθοριστεί με σαφήνεια ο ακριβής αριθμός των Βαλκάνιων ανδρών, αλλά
σίγουρα ήταν εκατοντάδες κι όχι χιλιάδες, όπως διατείνονται πολλοί με στοιχεία
που στηρίζονται στην υπερβολή και όχι σε αποδείξεις.27
Πάντως, σε κάθε
περίπτωση, είναι αδύνατον να εντοπίσει κανείς τους Μακεδόνες μέσα στην ευρύτερη
αυτή βαλκανική ομάδα, ειδικά με τα σύγχρονα γεωγραφικά κριτήρια ορισμού της
Μακεδονίας.
Το κύμα Μακεδόνων επήλυδων της πρώτης περιόδου (1821-1827)
ολοκληρώθηκε με την προσέλευση ατόμων από τον ευρύτερο χώρο των κοινοτήτων της
διασποράς. Αυτοί ήταν κυρίως διανοούμενοι, μορφωμένοι ακόμη και φοιτητές, που
σπούδαζαν στα φημισμένα Πανεπιστήμια της εποχής και είχαν κάποιες γνώσεις στους
τομείς της διοίκησης, του δικαίου και της διπλωματίας.
Την περίοδο εκείνη ήταν
τόσο μεγάλη και αισθητή η έλλειψη μορφωμένων ανδρών, ώστε όσοι προσήλθαν στην
Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκαν αμέσως για τη συγκρότηση και τη λειτουργία της νέας
κρατικής μηχανής, δίπλα στους οπλαρχηγούς και στους πολιτικούς, ως γραμματείς ή
σύμβουλοι. Διατήρησαν σημαντικές θέσεις στη δημόσια ζωή του τόπου έως τα χρόνια
της βασιλείας του Όθωνα.28
Οι πρώτοι Έλληνες φοιτητές που κινητοποιήθηκαν ήταν
αυτοί που έσπευσαν στη Μολδοβλαχία, όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, για
να καταταχθούν στον Ιερό Λόχο. 13 από αυτούς έφθασαν στις 23 Απριλίου 1821 στην
Πράγα. Εκεί υποβλήθηκαν σε έλεγχο από τις αυστριακές αρχές, με αποτέλεσμα να
σωθεί ο κατάλογος που φέρει τα ονόματά τους.29
Αναστάσιος Πολυζωίδης
Πρώτος
στον κατάλογο αυτό είναι ο Μελενικιώτης, από την πλευρά της μητέρας του και
Σερραίος από την πλευρά του πατέρα του, Αναστάσιος Πολυζωίδης.
Έπειτα από μια
περιπετειώδη διαδρομή -οι αυστριακές αρχές δεν του επέτρεψαν τη διέλευση έφτασε
στο Μεσολόγγι και ήρθε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Έγινε μέλος του
επιτελείο του κι από τη θέση αυτή προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Αγώνα μέχρι
την εκλογή του Καποδίστρια. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, σε μια επιστολή του, τον
χαρακτηρίζει ως «λογιώτατο υπάλληλο του Μαυροκορδάτου».30 Με την ιδιότητα του
προσωπικού γραμματέα του προέδρου του Εκτελεστικού, τον ακολούθησε παντού, από
τη συνέλευση της Επιδαύρου ως το Μεσολόγγι κατά την πρώτη πολιορκία.
Καθ’ όλη
τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων παρακολούθησε τα γεγονότα, χωρίς όμως να
υπάρχουν ενδείξεις ότι πήρε μέρος σε αυτά ως πολεμιστής.
Τον επόμενο χρόνο
(1823) στάλθηκε στο Λονδίνο, μαζί με τον Ορλάνδο και το Λουριώτη, ως μέλος της
τριμελούς αντιπροσωπείας για τη σύναψη του πρώτου ελληνικού δανείου του Αγώνα.
Από
εκεί επέστρεψε τον Απρίλιο του 1824 με την πρώτη δόση του δανείου, ενώ το
Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ανακηρύχθηκε «Πολίτης της Δυτικής Ελλάδας», από
ευγνωμοσύνη για τις υπηρεσίες του. Η σημαντικότερη αποστολή του ήταν στη Μάλτα,
το 1825, για να στρατολογήσει μισθοφόρους για την ενίσχυση του πολιορκημένου
Μεσολογγίου, αλλά η βρετανική κυβέρνηση, τηρώντας την αρχή της ουδετερότητας,
δεν επέτρεψε τη στρατολογία. Κατά καιρούς διορίσθηκε σε διάφορες διοικητικές
επιτροπές, όπως στη «Διευθυντική Επιτροπή του Αιγαίου Πελάγους», στην οποία
γραμματέας ήταν ένας ακόμα Μακεδόνας λόγιος, ο Γεώργιος Χρυσίδης.
Το Μάιο του
1827 έφυγε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του, που τόσο επιθυμούσε.
Επέστρεψε το 1830, εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και αναμείχθηκε ξανά με την
πολιτική, αλλά αυτή τη φορά έχοντας μεγάλες προσδοκίες, γεγονός ίσως που τον
οδήγησε στην απόρριψη τριών θέσεων που του προσέφερε διαδοχικά ο Καποδίστριας,
ως άδικες και ταπεινωτικές για τις ικανότητες του.
Τοποθετήθηκε στην πρώτη
γραμμή της αντιπολίτευσης μέσω της εφημερίδας του Απόλλων, της οποίας η έκδοση
διακόπηκε μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη. Ευρύτερα γνωστός έγινε στα χρόνια
του Όθωνα, ιδιαίτερα λόγω της στάσης που κράτησε μαζί με τον Τερτσέτη στη δίκη
του Κολοκοτρώνη.31
Ανάλογη συμμετοχή στον Αγώνα είχε και ο αναφερθείς Γεώργιος
Χρυσίδης από τον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Γνωστός λόγιος και πολιτικός της
εποχής διετέλεσε γραμματέας σε διάφορες επιτροπές της Επανάστασης, ενώ συνέχισε
και αργότερα τη δράση του στο χώρο της πολιτικής.32
Άλλη σπουδαία προσωπικότητα
εκ Μακεδονίας ήταν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, υπουργός και καθηγητής του
Πανεπιστημίου Αθηνών επί Όθωνα, ο Θεσσαλονικιός Ανδρόνικος Πάϊκος, που εκτός
από την αγορά πολεμοφοδίων και τη μεταφορά τους στην Ελλάδα με δικά του έξοδα,
πρόσφερε επίσης και πολεμική υπηρεσία δίπλα στον Υψηλάντη.33
Επίσης, αξίζει να
αναφερθεί κι ο επιφανής κληρικός από την Εράτυρα Κοζάνης, Θεοφάνης Σιατιστεύς.
Πτυχιούχος της περιώνυμης Ακαδημίας των Κυδωνιών, έφτασε στο Άγιο Όρος από τις
αρχές του 1821, όπου συνάντησε το παλιό οικογενειακό του φίλο του Εμμανουήλ
Παππά.
Εμμανουήλ Παπάς
Πήρε μέρος στα επαναστατικά γεγονότα που
διαδραματίστηκαν στη Χαλκιδική και ως απλός πολεμιστής αλλάκαι ως γραμματέας
του Παππά.
Στη συνέχεια, κατέβηκε στην Πελοπόννησο και συνεργάστηκε με τους
Μακεδόνες που βρίσκονταν εκεί, στις πολεμικές επιχειρήσεις. Για ένα χρονικό
διάστημα, έζησε στις Σπέτσες και διετέλεσε γραμματέας του πλοιάρχου Γεωργίου
Ανδρούτσου.34
Τέλος, σημαντική ήταν και η συμβολή των γιων του ίδιου του
Εμμανουήλ Παπά.
Ένας από αυτούς, ο Ιωάννης, σκοτώθηκε το 1825 στο Μανιάκι, όπου
μαχόταν υπό τον Παπαφλέσσα.
Ο μεγαλύτερος, ο Αθανάσιος, αιχμαλωτίστηκε στην
Αταλάντη το 1827, όπου πολεμούσε στο πλευρό του Αγγελή Γάτσου, και
αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα.
Την ίδια χρονιά βρήκε το θάνατο και ο Νικόλαος στο
Καματερό, όπου αγωνίζονταν με τον Καραϊσκάκη.
Ο δευτερότοκος Αναστάσης πήρε
μέρος στην πολιορκία του Μεσολογγίου μαζί με άλλους Μακεδόνες και ήταν ο
μοναδικός από την οικογένεια που σώθηκε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της, τρία κορίτσια
και τέσσερα αγόρια που ζούσαν στις Σέρρες.35
Νέες μαζικές προσελεύσεις
ετεροχθόνων πραγματοποιήθηκαν κατά τη δεύτερη φάση του Αγώνα, που
σηματοδοτείται από τον ερχομό του Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις αρχές Ιανουαρίου
του 1828.
Είχαν συμπληρωθεί σχεδόν επτά χρόνια από την έναρξη της επανάστασης,
ο πόλεμος συνεχιζόταν, ενώ η αναρχία κυριαρχούσε. Οι ελπίδες για τη συγκρότηση
κράτους ήταν διάχυτες παντού και προμήνυαν την έναρξη μιας νέας εποχής.
Ίσως
αυτές οι προσδοκίες ήταν που προκάλεσαν το ενδιαφέρον των «καλαμαράδων», όπως
αποκαλούσαν τους λόγιους, και άρχισαν να συρρέουν ο ένας μετά τον άλλον στην
Αίγινα, από όλη την Ευρώπη και τα Επτάνησα.
Στην πλειοψηφία τους ήταν φίλοι και
γνωστοί του κυβερνήτη και των αδελφών του, που αποζητούσαν μια θέση στο δημόσιο.
Μάλιστα ειρωνικά τους αποκαλούσαν οι «εκ των Εικοσιοχτώ» από το έτος
προσέλευσης τους στην Ελλάδα.
Ο Γιάννης Βλαχογιάννης περιγράφει την εικόνα πολύ
παραστατικά σε σημείωση των απομνημονευμάτων του Κασομούλη:
Με την άφιξιν του
Βιέρου και Γιαννετά, αρχίσαντες να συρρέουν και να φαίνονται πλήθος λογίων
Ελλήνων και φιλελλήνων φραγκοφορεμένων με συστατικά από διαφόρους φίλους των
Καποδιστριακών εν Μασσαλία, Παρισίοις, Βιέννα, Τριέστι, Λιβόρνο και με εν βρακί
και πανταλόνι επαγγελλόμενοι άλλος τον ιατρόν, άλλος τον νομικόν και άλλοις
άλλας διαφόρους επιστήμας, επαρουσιάζοντο καθημερινώς δια να λάβουν δημοσίας
θέσεις [...] εγέμισαν τα δημόσια γραφεία από παντός είδος υπαλληλίσκους,
οίτινες ούτε εγνώριζον κανέναν, ούτε τους εγνώριζε κανείς [...] εγιόμωσαν λοιπόν
εν ακαρεί τα υπουργεία, τα διοικητήρια, αι αστυνομικαί αρχαί από νεανίσκους
νεήλυδας κηφήνας».36
Τότε ήρθαν και τρεις Μακεδόνες λόγιοι.
Ο
Μακεδόνας
Γεώργιος Λαζάνης
Ο Κοζανίτης Γεώργιος Λασσάνης, γνωστός από τη θητεία
του στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που είχε μόλις αποφυλακισθεί από τους
Αυστριακούς, υπηρέτησε στο πλευρό του Δημητρίου Υψηλάντη.
Όταν έφτασε στην
Αίγινα ο Καποδίστριας, ο οποίος τον γνώριζε από τη Ρωσία, τον διόρισε αμέσως
Στρατοπεδάρχη της Ανατολικής Ελλάδας.
Με αυτή την ιδιότητα συμμετείχε στις
μάχες που ακολούθησαν έως την τελική εκκαθάριση της χώρας από τα υπολείμματα
του τουρκικού στρατού.
Με τη διαθήκη του ίδρυσε τον «Λασσάνειο δραματικό
διαγωνισμό», το 1889, με τον οποίο βραβεύτηκαν διάφορα θεατρικά έργα
πατριωτικού περιεχομένου.37
Ο Γεώργιος Αθανασίου, γεννημένος στο Βουκουρέστι,
έφτασε στην Ελλάδα το 1827, σε ηλικία 25 ετών, αφού προηγουμένως είχε σπουδάσει
στο Βουκουρέστι, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Το 1828 έγινε μέλος της επιτροπής
του «Αντιθαλασσίου Δικαστηρίου» και το 1830 πρόεδρος του δικαστηρίου Βορείων
Σποράδων. Στα χρόνια της Αντιβασιλείας, με νομικές σπουδές, ανέλαβε διάφορες
υπεύθυνες θέσεις στον τομέα της δικαιοσύνης, διετέλεσε, μάλιστα, και
αρεοπαγίτης.38
Τέλος, ο Νικόλαος Γ. Θεοχάρης, οικονομολόγος με καταγωγή από την
Έδεσσα, γεννημένος στη Βιέννη από γερμανίδα μητέρα, έφτασε στην Αίγινα το 1828.
Διετέλεσε έφορος επί των στρατιωτικών και ναυτικών γραμματείας της επικρατείας
και μέλος της πολιτειογραφικής επιτροπής.39
Και οι τρεις θα μας απασχολήσουν
αργότερα, κατά την εξέταση της οθωνικής περιόδου.
Βασική μέριμνα του
Καποδίστρια υπήρξε εξαρχής η επιβολή δραστικών μέτρων για την οργάνωση τακτικού
στρατού.
Για να καμφθούν όλες οι εστίες αντίστασης των Οθωμανών, έπρεπε να
συσπειρωθούν όλες οι μικρές ομάδες ενόπλων που στρατοπέδευαν ανά την Ελλάδα.
Απώτερος στόχος του Κυβερνήτη ήταν η σταδιακή ένταξή τους σε ημιτακτικούς
σχηματισμούς ελεγχόμενους από το κράτος, η μείωση του αριθμού των αξιωματικών
και η αξιοποίησή τους στις επόμενες μάχες. Η υλοποίηση αυτού του στόχου, επιτεύχθηκε
σε δύο στάδια, πρώτον με τη συγκέντρωση όλων των άτακτων αγωνιστών στην περιοχή
της Επιδαύρου και δεύτερον με τη συγκρότησή τους σε Χιλιαρχίες.40
Σύμφωνα με
την αυτήν τη γραμμή, στάλθηκε ο ελληνικός στόλος υπό τον ναύαρχο Μιαούλη στις
Βόρειες Σποράδες, για να μεταφέρει στην Ελευσίνα τα μακεδονοθεσσαλικά
στρατεύματα, που μετά την εκστρατεία της Αταλάντης είχαν επιστρέψει ξανά στο
εκεί καταφύγιο τους. Με αυτή την κίνηση, ο Καποδίστριας αξιοποίησε τους
Μακεδόνες πολεμιστές, άνδρες νέους, με απαράμιλλη ανδρεία και μαχητική
ικανότητα αλλά και περιόρισε την ανεξέλεγκτη πειρατεία που ταλάνιζε την
ευρύτερη περιοχή.
Βέβαια, η σύσταση της χιλιαρχίας τους αποδείχθηκε εξαιρετικά
δύσκολη υπόθεση.
Δημιούργησε αντιπαλότητες, αψιμαχίες και εσωτερικό ανταγωνισμό
στους Μακεδόνες, διότι επρόκειτο για άνδρες που πολεμούσαν περιοδικά ως
άτακτοι, με προϋπηρεσία στον αρματολισμό, απείθαρχους και αλαζονικούς, αλλά
προπάντων ισάξιους.
Αρνούνταν πεισματικά να παραδεχθούν ότι ανάμεσα τους
υπήρχαν πολεμιστές, που είχαν διακριθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διεκδικήσουν
ανώτατα αξιώματα στην ιεραρχία της χιλιαρχίας.
Εξαιρούνταν, φυσικά, ο
γερό-Καρατάσος και ο Αγγελής Γάτσος, που έχαιραν το σεβασμό και την εκτίμηση
όλων των συμπατριωτών τους, αλλά απορρίφθηκαν λόγω της προχωρημένης ηλικίας
τους.41
Τελικά επικεφαλής ορίστηκε ο Τόλιος Λάζου, «όχι για τα μεγάλα
στρατιωτικά προτερήματα του, αλλά ως γόνος της λαμπράς οικογενείας των Λαζαίων,
άνθρωπος πράος, υπομονετικός, γλυκύς, ήξερε λίγα γράμματα και ήταν γνωστός του
Υψηλάντη».42
Τσάμης Καρατάσος
Το σώμα που σχηματίστηκε ονομάσθηκε «Μακεδονική
Αρχηγία» κι όχι χιλιαρχία, προκειμένου να παύσουν οι αντιδράσεις και οι
διαμαρτυρίες των υπολοίπων οπλαρχηγών, που θεωρούσαν ότι είχαν αδικηθεί, και,
με την παρότρυνση και την υποστήριξη των δύο επιφανών ηλικιωμένων αρχηγών,
απαιτούσαν να ενταχθούν στο νέο στρατιωτικό σχηματισμό. Έτσι λοιπόν, προς
ικανοποίηση του αιτήματός τους, συστήθηκε μια δεύτερη «Αρχηγία», ανεξάρτητη από
την προηγούμενη, αποτελούμενη από τρεις εκατονταρχίες και διοικητή τον Τσάμη
Καρατάσο, γιο του γέρου.43
Όσοι απέμειναν εντάχθηκαν σταδιακά στις υπόλοιπες
χιλιαρχίες ή επέστρεψαν στα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο ή ακόμα και στους
τόπους καταγωγής τους.
Η επιστροφή των Θεσσαλομακεδόνων στους τόπους καταγωγής
τους, δεν ήταν τυχαία επιλογή.
Από το Νοέμβριο του 1827 οι Μακεδόνες
προσπαθούσαν να προκαλέσουν εξέγερση στον Όλυμπο και στα Πιέρια.
Το 1828 οι
πληρεξούσιοι των Ολυμπίων κατέβηκαν στην Ελλάδα και ήρθαν σε επαφή με τον
Κυβερνήτη, εξέθεσαν τα αιτήματα τους και ζήτησαν τη συνδρομή του.
Επιδίωκαν να
εξασφαλίσουν την υλική και ηθική αρωγή του Καποδίστρια και των μεγάλων
δυνάμεων, με σκοπό να απελευθερώσουν τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και να τις
ενσωματώσουν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ενόψει των διαπραγματεύσεων, που
θα καθόριζαν τα σύνορα του κράτους, και της τελικής συνθήκης, που θα σφράγιζε
τις πολεμικές επιχειρήσεις.44
Μετά την οργάνωση των Χιλιαρχιών οι διακεκριμένοι
αρχηγοί Διαμαντής και Κώστας Νικολάου, Τόλιος Λάζος, Γεώργιος Συρόπουλος,
Χοντρογιάννης, Λιάκος Γεωργίου και Θαλασσινός εξόπλισαν στρατιωτικά σώματα και
ανέβηκαν στον Όλυμπο, με την ελπίδα να αναζωπυρώσουν τον πόλεμο 45 Στη
Μακεδονία βρισκόταν ήδη και ο Τσάμης Καρατάσος, που με την άδεια των Οθωμανών
είχε αναλάβει αρματολός στην περιοχή της Βέροιας.46
Ωστόσο, οι εξελίξεις στη
νότια Ελλάδα δεν ευνοούσαν πλέον νέες επαναστατικές ενέργειες.
Ο Καποδίστριας
με επιστολή του προς τους «εν Ολύμπω οπλαρχηγούς», το Μάιο του 1829, τους
συμβούλευσε να παραμείνουν ήσυχοι, ενώ, από την άλλη, τους επισήμανε πως, όταν
παρουσιαζόταν η κατάλληλη ευκαιρία, η ελληνική κυβέρνηση θα έκανε ό,τι μπορούσε
για να τους απελευθερώσει.47
Στα τέλη του 1830, η κατάσταση στη Μακεδονία
χειροτέρεψε, όταν οι Οθωμανοί στράφηκαν εναντίον των αρματολών στην προσπάθειά
τους να διαφυλάξουν την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας.
Την
επικινδυνότητα της κατάστασης περιγράφει ο πρόξενος της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη,
ο Άγγελος Μουστοξύδης, στις 11 Δεκεμβρίου 1830 με έκθεση του προς τον
Καποδίστρια, όπου τον ενημερώνει ότι οι Οθωμανοί συγκεντρώνουν στρατεύματα
εναντίον του Καρατάσου και του Διαμαντή στη Βέροια και του καπετάν Αναστάση στη
Χαλκιδική.
Ακολούθησαν δολοφονίες γνωστών αρματολών, εκτελέσεις χωρικών,
λεηλασίες χωριών και τελικά οι καπετάνιοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν για να
σωθούν, με τη μεσολάβηση του Μουστοξύδη 48
Για ακόμα μια φορά, οι περισσότεροι
αναζήτησαν άσυλο στο γνωστό καταφύγιο τους, τα νησιά των Σποράδων, όπου
βρίσκονταν και τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών τους.
Εκεί επέστρεψαν τα
αδέλφια Διαμαντής, Κώστας και Χαρίσης Νικολάου με τις οικογένειες τους και 32
συντρόφους τους, ο Μιχάλης Πιτσάβας, αρματολός του Πλαταμώνα, ο Δήμος Τζαχίλας,
αρματολός της Ραψάνης, ο Καρακώστας και ο Γιωργάκης Κοτούλας.
Μαζί με τους
συντρόφους και τις οικογένειες τους ξεπερνούσαν συνολικά τα 150 άτομα.49
Τα
νησιά των Βορείων Σποράδων αποτελούσαν ανέκαθεν προσφιλή τόπο μετανάστευσης των
Μακεδόνων κλεφτών και αρματολών, όποτε καταδιώκονταν.
Εκεί κατέφυγαν οι
Χαλκιδικιώτες, αλλά και οι Ναουσσαίοι και οι Ολύμπιοι, όταν καταπνίχθηκαν τα
κινήματα τους.
Σύμφωνα με τον Pouqueville, μόνον από τη χερσόνησο του Άθω,
είχαν αναχωρήσει περίπου 5.000 ή 6.000 γυναικόπαιδα και γέροντες, που είχαν
βρει εκεί άσυλο. Μαζί τους είχαν πάρει ιερά σκεύη, λείψανα και άλλα κειμήλια
μοναστηριών και εκκλησιών.50
Για μερικούς, όμως, από τους Μακεδόνες πρόσφυγες
οι Βόρειες Σποράδες δεν ήταν το τέρμα του ταξιδιού τους. Από εκεί σκορπίστηκαν
και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.
Ο φιλέλληνας Maxim Raybaud, όταν περνούσε από τη
Κέα, συνάντησε εκεί πολλούς πρόσφυγες από την Κασσάνδρα και πληροφορήθηκε την
καταστολή της επανάστασής τους:
«Είχον φθάσει εκεί μόλις προ ολίγου μετά πολλά
περιπετειώδη από νήσον εις νήσον. Διετήρουν ακόμη εις την έκφρασιν των σημεία
της φρικτής αγωνίας και τον τρόμο, τον οποίον εδοκίμασαν, και επίστευον ότι
ήσαν οι μόνοι, οι οποίοι εσώθησαν εκ της καταστροφής».
Πολλοί Αγιορείτες
μοναχοί βρέθηκαν στα νησιά Ύδρα και Πόρο, μεταφέροντας μαζί τους πολλά αργυρά
και χρυσά σκεύη.51
Τις Βόρειες Σποράδες επέλεξαν ως προορισμό τους και οι
πρόσφυγες της Θεσσαλίας, με αποτέλεσμα οι συνθήκες διαβίωσης εκεί να αλλάξουν
ριζικά. Στην προσπάθειά τους να στεγάσουν και να προφυλάξουν τις οικογένειές
τους, όλοι οι εκπατρισμένοι επιβάλλονταν με βίαιο τρόπο.
Η ένδεια, η έλλειψη
τροφής και η απόγνωση τους οδηγούσε στη λεηλασία, την πειρατεία και την αρπαγή
των περιουσίων των εντοπίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, αντιδρούσαν
οργισμένα• συχνά μάλιστα προτιμούσαν τους οθωμανούς κυριάρχους, καθώς τους
εξασφάλιζαν ηρεμία και ησυχία.52
Όλα αυτά δημιουργούσαν μεγάλη κοινωνική
αναταραχή και αναρχία, που πολλές φορές είχε τόσο δυσάρεστα επακόλουθα, ώστε οι
πρόσφυγες να μετακινούνται σε νέο τόπο διαμονής ή να επιστρέφουν στις πατρίδες
τους.
Άλλωστε οι Οθωμανοί, για τους δικούς τους λόγους, σε αρκετές περιπτώσεις,
έδειχναν επιεική συμπεριφορά. Γι’ αυτό και δέχθηκαν να ξαναπάρουν τα
αρματολίκια τους ο Δήμος Τζαχίλας, ο Μιχάλης Πιτσάβας και οι σύντροφοι του
Διαμαντή.53
Η εικόνα της απελευθερωμένης Ελλάδας εκείνη την περίοδο είναι
εξίσου απελπιστική. Η επανάσταση είχε πλέον τελειώσει, οι περισσότερες πόλεις και
τα χωριά ήταν κατεστραμμένα, υπήρχε έλλειψη πρώτων υλών, η φτώχεια, οι
επιδημίες και ο υποσιτισμός θέριζαν τον πληθυσμό.
Οι αγωνιστές, ανεπάγγελτοι
πλέον και χωρίς πόρους, ανέμεναν από την κυβέρνηση να τους παραχωρήσει ένα
κομμάτι γης, να τους συνταξιοδοτήσει ή να τους απασχολήσει κάπου.
Ήταν άνδρες
που είχαν γαλουχηθεί στη στρατιωτική ζωή και στον ελεύθερο βίο των βουνών,
πλήρως ακατάλληλοι για τη γεωργία.
Μερικοί από αυτούς κατατάχθηκαν στους νέους
στρατιωτικούς σχηματισμούς που προσπάθησε να οργανώσει ο Καποδίστριας,
προκειμένου να ελέγξει ένα μέρος των ενόπλων άτακτων.
Τα «Ελαφρά Τάγματα» τα
επάνδρωσαν κυρίως οι Σουλιώτες, το «Ταξιαρχικό Σώμα» απορρόφησε 392
αξιωματικούς και 96 στρατιώτες και το «Τυπικό Τάγμα» επανδρώθηκε από 150
άνδρες. Μάλιστα, το τελευταίο σώμα συστήθηκε με τις προδιαγραφές πρότυπης
μονάδας που θα εκπαίδευε αξιωματικούς από τους άτακτους, έτσι ώστε να
οργανώσουν και τους υπολοίπους συντρόφους τους.
Η προσπάθεια, λοιπόν, του
Καποδίστρια να συστήσει ένα στρατιωτικό σύστημα πλήρως ελεγχόμενο από το κράτος
και τον ίδιο, είχε ως αποτέλεσμα την επιστράτευση λίγων πολεμιστών και τον
παραγκωνισμό πολλών «επικίνδυνων» οπλαρχηγών, που πιθανόν να του στέκονταν
εμπόδιο στην επιβολή της συγκεντρωτικής εξουσίας, με την οποία ήθελε να
κυβερνήσει. Ήταν ένας τρόπος να αποδυναμώσει το πελατειακό κύκλωμα των ενόπλων
που στήριζαν τη δύναμη τους στους αρχηγούς και στους πολιτικούς που είχαν
αναδειχθεί στον Αγώνα.54
Στα παραπάνω στρατιωτικά σώματα αναζήτησαν διέξοδο από
τα προβλήματα τους μερικοί μόνον Μακεδόνες.
Νικόλαος Κασομούλης
Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αποτελεί ο Νικόλαος Κασομούλης, ο οποίος το 1822, μετά την
επανάσταση της Μακεδονίας, έφυγε στον Ασπροπόταμο.
Υπηρέτησε στο πλευρό του
γνωστού αρματολού Νικολάου Στορνάρη ως απλός γραμματικός και πολλές φορές ως
«μπουλουξής» Μακεδόνων και άλλων ανδρών.
Με αυτές τις αρμοδιότητες έλαβε μέρος
σε αρκετές εκστρατείες και σε εμπιστευτικές αποστολές. Διορίστηκε από τον
Καποδίστρια εκατόνταρχος της Β’ χιλιαρχίας, εντάχθηκε στα «Ελαφρά Τάγματα» ως
Λοχαγός και διατηρήθηκε στο στρατό από την κυβέρνηση του Όθωνα.55
Επίσης, ο
Νικόλαος Χατηριάδης από τη Μοσχόπολη, που είχε υπηρετήσει στα άτακτα
στρατεύματα από το Νοέμβριο του 1825 υπό τον Κίτσο Τζαβέλα, το Μάρτιο του 1828
διορίστηκε εκατόνταρχος στην Α’ χιλιαρχία και το 1830 κατατάχθηκε στο «Τυπικό
Σώμα» ως Λοχαγός.56
Από τη Θεσσαλονίκη κατάγονταν
ο Γρηγόρης Γούσιος, με θητεία
11 μηνών το 1826 στο ατμοκίνητο «Καρτερία»,57
ο Δημήτριος Δαρδαγάνης,58 και
ο
Θεόδωρος Αγγελάκης.59
Μακεδόνες, επίσης, ήταν ο μαθητής της Στρατιωτικής
Σχολής που ιδρύθηκε το 1828 στο Ναύπλιο, Νικόλαος Αγγελίδης.
Κατατάχθηκε τον
Οκτώβρη του 1832 στο 2ο τάγμα του πεζικού ως Λοχίας,60 ενώ ο Ιωάννης
Αντώνοβιτς, που είχε φοιτήσει στη Βαυαρική Στρατιωτική Σχολή, κατατάχθηκε στο
Ελληνικό Πυροβολικό ως Ανθυπολοχαγός.61
……………………………………………
……………………………………………
Απάντηση
.
.
M
on 31/03/2013
………………….
…………………..
Όλοι τους είχαν προσφέρει υπηρεσίες στον
Αγώνα, γι’ αυτό κι η επιλογή τους να ενταχθούν στον τακτικό στρατό ήταν ίσως η
μοναδική λύση για να ορθοποδήσουν οικονομικά. Προφανώς αυτός να ήταν κι ο λόγος
που δεν αποστρατεύθηκαν κατά την οθωνική περίοδο, αλλά εξακολούθησαν να
εργάζονται σε αυτόν τον επαγγελματικό χώρο.
Στο μεταξύ, το 1831 ο Καποδίστριας
δολοφονήθηκε και η κεντρική εξουσία κατέρρευσε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1832
ξεσπούσαν εμφύλιες συγκρούσεις που διατάραζαν τις σχέσεις μεταξύ των άτακτων.
Τα εσωτερικά, πολιτικά και οικονομικά εμπόδια έμοιαζαν ανυπέρβλητα και οι
προϋποθέσεις για να ξεπεραστούν ανεπαρκείς έως ανύπαρκτες.
Μέσα σ’ αυτό το
κλίμα του χάους και της αποσύνθεσης, εκλέχθηκε ο νεαρός Όθωνας, ο οποίος έφτασε
στην Ελλάδα στις 25 Ιανουαρίου 1833. Το έργο της αντιβασιλείας του ήταν
εξαιρετικά δύσκολο σε όλους τους τομείς. Βασικό μέλημά της ήταν εξαρχής η
εξασφάλιση της τάξης, για την οποία θα μεριμνούσε ένας βαυαρικός στρατός 5.000
οπλιτών, εκπαιδευμένων και οπλισμένων κατά τα δυτικά πρότυπα. Θεωρητικά,
προβλεπόταν να ενσωματωθούν σε αυτόν και 2.000 πολεμιστές του ελληνικού
στρατού, άτακτοι και εθελοντές, πρόβλεψη που δεν ήταν εύκολο να υλοποιηθεί.
Ο
χαμηλός μισθός, η στολή, ο οπλισμός, η επιβεβλημένη πειθαρχία και η ιεραρχία
ήταν αντικειμενικοί παράγοντες που απέτρεπαν όσους θα επιθυμούσαν καταρχήν να
καταταχθούν.62
Ενδεικτικό της κατάστασης είναι το γεγονός, ότι από τους
εκατοντάδες Μακεδόνες πολεμιστές, όπως φαίνεται από τα επίσημα Προσωπικά Μητρώα
Αξιωματικών του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατατάχθηκαν μόνο τρεις:
ο
Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος από τη Θεσσαλονίκη, στο ιππικό,
ο Κοζανίτης
Γεώργιος Νανίδης στο πυροβολικό και
ο Ολύμπιος Ιωάννης από το Λιτόχωρο, ο
γιατρός της «Μακεδονικής Αρχηγίας», ως γιατρός στην εφεδρεία του ιππικού.63
Αργότερα διετέλεσε και καθηγητής της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο.
Τα νέα στρατιωτικά
μέτρα της Αντιβασιλείας, όπως ήταν επόμενο, προκάλεσαν την αντίδραση των
ανδρών, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η καθολική αποστράτευση τους. Χιλιάδες
αγωνιστές βρέθηκαν χωρίς απασχόληση και προτίμησαν να επιστρέψουν στον πρότερο
παράνομο βίο τους, τη ληστεία, που από το 1833 κι εξής πήρε απειλητικές
διαστάσεις.
Μάλιστα πολλοί Θεσσαλοί, Ηπειρώτες και Μακεδόνες, μη έχοντας
κανέναν άλλο δεσμό με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ούτε καν τόπο
εγκατάστασης, επανήλθαν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Στην πορεία έγιναν κι
άλλες προσπάθειες να ληφθούν μέτρα για την απασχόληση των παλαίμαχων
αγωνιστών.
Το καλοκαίρι του 1833 συστήθηκε η Χωροφυλακή και δημιουργήθηκαν
1.200 θέσεις εργασίας με μισθό υψηλότερο του στρατού.
Εξαιτίας της
επιφυλακτικότητας και της δυσπιστίας των ανδρών, καταλήφθηκαν μόνον οκτακόσιες
περίπου θέσεις και μάλιστα από τους πιο επιφανείς αγωνιστές.65
Ανάμεσα σε
αυτούς και τρεις τουλάχιστον Μακεδόνες:
ο Δημήτριος Τζίνος,
ο Παντελής
Δημητρίου και
ο Παναγιώτης Χονδροδημόπουλος.66
Το Σεπτέμβριο του 1835 ιδρύθηκε
η «Βασιλική Φάλαγγα».
Ουσιαστικά ήταν ένα τιμητικό σώμα συνταξιοδότησης, για να
απορροφηθούν κάποιοι από τους δυσαρεστημένους οπλαρχηγούς των άτακτων σωμάτων
με την προοπτική της παροχής μικρής οικονομικής βοήθειας, έναντι των υπηρεσιών τους
στον Αγώνα και λόγω της προχωρημένης ηλικίας τους.67
Με στρατιωτική διαταγή
στις 25 Απριλίου 1836 ανακοινώθηκε ο διορισμός οκτακοσίων ανδρών στη Φάλαγγα,
κατανεμημένων σε 13 τετραρχίες, με ανώτερους τους βαθμούς του λοχαγού, του
υπολοχαγού και του ανθυπολοχαγού.
Σε αυτές ως υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί
υπηρετούσαν
και οι εξής Μακεδόνες οπλαρχηγοί:
στη 1η τετραρχία Λαμίας ο
Διαμαντής Ολύμπιος με το βαθμό του ανθυπολοχαγού,
στην 5η τετραρχία Μεσολογγίου
ο Λιόλιος Ξηρολιβαδίτης ως υπολοχαγός,
στην 7η τετραρχία Θηβών ως ανθυπολοχαγοί
ο Τόλιος Νικολάου και ο Τσάμης Καρατάσος και
στην 13η τετραρχία Χαλκίδας ο
Κωνσταντίνος Δουμπιώτης με το βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Σε αντίθεση με τους
καπετάνιους, για τους Μακεδόνες ετερόχθονες λόγιους, που έφτασαν στην Ελλάδα τα
χρόνια αυτά, οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα ήταν πολύ ευνοϊκότερες, αφού
τοποθετήθηκαν σε καίριες θέσεις στην κυβέρνηση και στη δημόσια διοίκηση τόσο
από την Αντιβασιλεία, όσο και από τον ίδιο τον Όθωνα αργότερα. Ειδικά επί
βασιλείας οι αφίξεις πύκνωσαν.
Τότε εγκαταστάθηκαν οι Μακεδόνες
Θεόδωρος
Μανούσης,
ο Κωνσταντίνος Δόσιος,
ο Παναγιώτης Παπαναούμ και
ο εκδότης
Κωνσταντίνος Γκαρμπολάς.
Ο Θεόδωρος Μανούσης καταγόταν από τη Σιάτιστα αλλά από
μικρός μεγάλωσε σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού, όπου σπούδασε πολλά
αντικείμενα μεταξύ των οποίων, γερμανική και ελληνική Φιλολογία, Φιλοσοφία και
Ιατρική.
Είχε έρθει στην Ελλάδα νωρίτερα και το 1831 πήρε μέρος ενεργά στον
αγώνα κατά του Καποδιστρία.
Η ταραγμένη πολιτική κατάσταση τον οδήγησε πίσω στη
Βιέννη απ’ όπου επανήλθε οριστικά το 183 4.69
Το ίδιο έτος ήρθε και ο
Κωνσταντίνος Δόσιος, με καταγωγή από τη Βλάστη, που είχε σπουδάσει Νομική και
Πολιτικές Επιστήμες70 καθώς και ο Καστοριανός Παναγιώτης Παπαναούμ.
Ο δεύτερος,
ανθυπολοχαγός του μηχανικού, βαθμός που είχε αποκτήσει κατά τη θητεία του στον
πρωσικό στρατό, είχε μεγαλώσει από μικρός στη Λειψία.
Εκεί σπούδασε και γνώρισε
αρκετούς Έλληνες, ανάμεσά τους και πολλούς Μακεδόνες, όπως τον Δαμιανό
Γεωργίου, μετέπειτα καθηγητή του Οθωνικού Πανεπιστημίου και τον ήδη αναφερθέντα
Ιωάννη Ολύμπιο.71
Την ίδια εποχή συγκροτήθηκε μια ακόμη ομάδα επήλυδων
Μακεδόνων, αυτή των φοιτητών, που έμελε να παίξει καθοριστικό ρόλο.
Το οθωνικό
πανεπιστήμιο ιδρύθηκε το 1837 και πολύ γρήγορα απέκτησε ευρεία απήχηση.
Η
προσέλευση των νέων από τις επαρχίες της Μακεδονίας από την πρώτη στιγμή ήταν
μεγάλη.
Το ενδιαφέρον τους, ωστόσο, άρχισε να αυξάνεται ακόμη περισσότερο από
το 1850 και έπειτα. Σε αυτό συνέβαλαν όλες οι πολιτικές, οικονομικές και
πνευματικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στον έξω ελληνισμό, αλλά και στα διάφορα
κληροδοτήματα που θεσμοθετήθηκαν κατά καιρούς.
Οι Μακεδόνες φοιτητές που
γράφτηκαν στο Πανεπιστήμιο από το 1837 έως το 1866, ανέρχονταν σε 172, ενώ ως
το 1890 τετραπλασιάστηκαν και έφτασαν τους 710.
Από τους 172 η πλειοψηφία
δήλωσε ως τόπο καταγωγής απλώς τη Μακεδονία, ενώ μεγάλο ποσοστό προερχόταν από
τις πόλεις της Θεσσαλονίκης και των Σερρών.
Με μικρότερη συμμετοχή ακολουθούσαν
οι πόλεις Αχρίδα, Κοζάνη, Μοναστήρι, Σιάτιστα και Καστοριά.
Οι αναλογίες των
φοιτητών θα αλλάξουν στα επόμενα χρόνια, ιδιαίτερα από το 1870 και εξής, λόγω
των πολιτικών εξελίξεων στα Βαλκάνια.72
Χαρακτηριστικό επίσης ήταν το γεγονός,
ότι την ίδια περίοδο, πολλοί βουλγαρόφωνοι μαθητές που φοιτούσαν στη σχολή του
Καΐρη στην Άνδρο, όταν έκλεισε η σχολή, ήρθαν στην Αθήνα και συνέχισαν τις
σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο, ενώ δεν ήταν λίγα τα παιδιά των βουλγαρόφωνων
πολεμιστών που φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία.
Πολλοί από αυτούς αργότερα
αποτέλεσαν μέλη διαφόρων συλλόγων και εταιρειών, που, σε συνεργασία με τους
Έλληνες, είχαν σκοπό την απελευθέρωση όλων των Χριστιανών των
Βαλκανίων.
Κάποιες από τις εταιρείες που σύμπηξαν ήταν η «Σλοβενοβουλγαρική
Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία», η «Μακεδονική Εταιρεία» και η ένωση των
«Θρακο-Σλαβιάνων»,73 που συστήθηκε το 1843 με σκοπό να εκλέξουν πληρεξούσιο για
την Εθνοσυνέλευση ή να δημιουργήσουν μια ιδιαίτερη κοινότητα.
Η μόρφωση και οι
πλούσιες εμπειρίες των λογίων Μακεδόνων από τη διαμονή τους στο εξωτερικό (όπως
και των πτυχιούχων Μακεδόνων τα επόμενα χρόνια), τους βοήθησαν να διοριστούν σε
σημαντικές θέσεις και να ενσωματωθούν αμέσως στην ελληνική κοινωνία.
Το
σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η παρουσία και η σταδιοδρομία των λόγιων στη
δημόσια ζωή του τόπου, θα καθορίσει το μέλλον και την τύχη των υπολοίπων
Μακεδόνων, διότι όλοι τους εξελίχθηκαν σε γνωστές και ισχυρές προσωπικότητες
της εποχής, άτομα ικανά και δραστήρια στο στενό περιβάλλον του Όθωνα. Ο καθένας
από τη θέση του και με τον τρόπο του είχε τη δυνατότητα να ασκεί πιέσεις στις
αρμόδιες υπηρεσίες για να γνωστοποιεί τα αιτήματα των συμπατριωτών του και να
διεκδικεί τα δικαιώματα τους.
Ουσιαστικά αποτέλεσαν το συνδετικό κρίκο
κυβέρνησης-Μακεδόνων.
Άλλωστε χάρη στη δική τους πρωτοβουλία και στις
συντονισμένες ενέργειες ιδρύθηκε ο συνοικισμός των Μακεδόνων προσφύγων.
Ήδη από
το 1832,
ο Αναστάσιος Πολυζωίδης,
ο Γεώργιος Χρυσίδης,
ο Θεοφάνης Σιατιστεύς,
ο
Γεώργιος Αθανασίου, και
ο Παναγιώτης Ναούμ,
Παναγιώτης Ναούμ
βλέποντας ότι οι
προσπάθειες τους δεν καρποφορούσαν, συγκρότησαν επιτροπή για να χειριστεί την
εγκατάσταση των Μακεδόνων αγωνιστών σε μια περιοχή του ανεξάρτητου κράτους,
κατά προτίμηση της Στερεάς Ελλάδας, για την απελευθέρωση της οποίας είχαν
θυσιαστεί.74
Η «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων Επιτροπή», όπως ονομάστηκε,
επιδίωξε από την πρώτη στιγμή να εξασφαλίσει με τους σωστούς χειρισμούς και τις
κατάλληλες συνεργασίες, όσον το δυνατόν μεγαλύτερα προνόμια, ενώ με προσεκτική
έρευνα προσπάθησε να βρει την ιδανικότερη τοποθεσία για τη σύσταση του
συνοικισμού.
Από πολύ νωρίς έστρεψε την προσοχή της στην περιοχή της Αταλάντης,
όπως φαίνεται μέσα από το έγγραφο του Μιχαήλ Θεοχάρη, Μακεδόνα αγωνιστή:
«… το
1833 επήγα μετά του αδελφού μου εις την Αταλάντη δια να παρατηρήσωμεν τον
τόπον, όπου επρόκειτο να γίνει συνοικισμός των Μακεδόνων, όπου έμαθα ότι είναι
διαταγή να δόσουν οι αγωνισταί τα αποδεικτικά των και αναφορά των δικαιωμάτων
του αγώνος εις μίαν αρχήν».75
Πιθανότατα κριτήριο της επιλογής της, να
αποτέλεσε το γεγονός πως στην περιοχή της Αταλάντης αλλά και στον ευρύτερο χώρο
της Φθιώτιδας (Λαμία, Λοκρίδα, Στυλίδα) και της Φωκίδας (Δωρίδα, Λιδορίκι)
ζούσαν ήδη αρκετές διασκορπισμένες οικογένειες Μακεδόνων.
Μακεδόνες, όμως,
είχαν εγκατασταθεί και στη Βόρεια Εύβοια, τη Βοιωτία (Λιβαδειά, Θήβα), στην
Αιτωλοακαρνανία (Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Μαντινεία), στον Εύριπο (Ξηροχώρι) και
φυσικά στα μεγάλα κέντρα, Κόρινθο, Ναύπλιο, Πειραιά και Αθήνα.76
Πρόθεση της
επιτροπής ήταν να προσφέρει στους συμπατριώτες της τα κίνητρα εκείνα που θα
τους επέτρεπαν να συγκεντρωθούν από όλους τους διάσπαρτους οικισμούς και να
εγκατασταθούν μόνιμα σε ένα δικό τους χώρο.
Τελικά, μετά από μια τριετία, οι
προσπάθειες της Επιτροπής υλοποιήθηκαν με Βασιλικό Διάταγμα που εξέδωσε η
Αντιβασιλεία στις 20 Μαρτίου 1835 και αναγνώριζε επίσημα τη δημιουργία
συνοικισμού των Μακεδόνων.
Σε αυτούς περιλαμβάνονταν όσοι είχαν γραφτεί στους
καταλόγους της Επιτροπής αλλά και όσοι ακόμα επιθυμούσαν να δηλώσουν τη
συμμετοχή τους μέσα σε διάστημα τεσσάρων μηνών.
Η πολιτεία θα παραχωρούσε σε
κάθε οικογένεια οικόπεδο ενός στρέμματος, τριάντα έως πενήντα στρέμματα γεωργικό
κλήρο εθνικής γης, δωρεάν ξυλεία και θα διευκόλυνε την εισαγωγή οικοδομικών
υλικών.
Επίσης, θα φρόντιζε να σταλεί ένας γεωμέτρης, για να σχεδιάσει το
ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης και να επιμεληθεί τη γεωδαισία των καλλιεργήσιμων
εκτάσεων.77
Οι όροι κοινοποιήθηκαν προς τους Μακεδόνες όλης της επικράτειας από
την ίδια την Επιτροπή στην εφημερίδα Αθηνά στις 29 Ιουνίου 1835. Το άρθρο έχει
πολύ μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον για τους εξής λόγους:
(α) Αποδεικνύεται πως η
σύσταση της Επιτροπής οφείλεται στην παρότρυνση των ίδιων των προσφύγων.
(β)
Προκύπτει ότι, από την πρώτη στιγμή, η Επιτροπή αναγνωρίστηκε ως επίσημο όργανο
εκπροσώπησης των Μακεδόνων από τον ίδιο τον Όθωνα.
(γ) Είναι το πρώτο δημόσιο
έγγραφο που υπογράφεται από τα μέλη της Επιτροπής και έτσι γίνονται ευρέως
γνωστά τα ονόματά τους.
(δ) Ορίσθηκαν με αυτό τα μέλη μιας δεύτερης Επιτροπής,
που θα έδρευε στην Αταλάντη και
θα διεκπεραίωνε όλες τις διαδικασίες για την
αποκατάσταση των προσφύγων, εφόσον η «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων
Επιτροπή» είχε την έδρα της στην Αθήνα και αδυνατούσε να μεταβεί επί τόπου και
να επιληφθεί όσων ζητημάτων θα προέκυπταν.
Η επιτόπια επιτροπή θα αποτελούνταν
από τον Έπαρχο της Αταλάντης, από δύο νέους δημότες του τόπου και από άλλους
δύο Μακεδόνες, ο ένας εξ αυτών ο ειρηνοδίκης Δημήτριος Κοκαλιώτης και ο άλλος ο
γιατρός Αστερίου, που ήδη ασκούσε εκεί το επάγγελμα του.78
Μια από τις
αρμοδιότητες της νέας Επιτροπής ήταν η συνεργασία της με τον αναφερθέντα
Καστοριανό γεωμέτρη Παναγιώτη Παπαναούμ, που έφτασε στην Αταλάντη τον Ιούνιο
του 1835. Μελέτησε το χώρο της εγκαταλελειμμένης τότε οθωμανικής συνοικίας, τον
Τουρκομαχαλά, που παραχωρήθηκε με διαταγή της γραμματείας Εσωτερικών στους
Μακεδόνες κι έφτιαξε το πολεοδομικό σχέδιο του συνοικισμού, ο οποίος λίγο
αργότερα ονομάστηκε με Βασιλικό Διάταγμα «Πέλλη ή Πέλλα Φθιώτιδας».79
Το
ρυμοτομικό σχέδιο του συνοικισμού ετοιμάστηκε τους επόμενους τρεις μήνες, όπως
ανακοίνωσε η Επιτροπή στους συμπατριώτες της με νέο δημοσίευμα στην εφημερίδα
Αθηνά, στις 14 Σεπτεμβρίου.
Από τον επόμενο Οκτώβριο θα ξεκινούσε η διανομή των
οικοπέδων με τη διαδικασία της κλήρωσης.80 Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών
αυτών, θα ήταν δυνατή και η μετακόμιση των προσφύγων στην Αταλάντη, η οποία
όμως, κατά το πρώτο χρονικό διάστημα, συνάντησε πολλά εμπόδια.
Με βάση τους
όρους και τις υποσχέσεις της κυβέρνησης σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι στην
Ελλάδα Μακεδόνες καταγραφήκαν στο νέο συνοικισμό, αλλά πολλοί λίγοι μετοίκησαν
και ακόμη πιο λίγοι δελεάστηκαν να έρθουν από τη Μακεδονία.
Σύμφωνα με τις
πηγές, το πρόβλημα οφειλόταν στους όρους του διατάγματος, διότι η εθνική γη θα
τους παραχωρούνταν με βάση το νόμο της προικοδότησης. Με το νόμο αυτό, που
θεσπίστηκε στις 7 Ιουνίου 1835, προσπάθησε η Αντιβασιλεία να λύσει το ζήτημα
της διανομής των εθνικών κτημάτων σε όσους συμμετείχαν στην Επανάσταση.
Ο νόμος
προέβλεπε ότι όλοι οι κάτοικοι του ελληνικού βασιλείου, εφόσον είχαν
συμμετάσχει στον Αγώνα ως στρατιώτες ή ως πολίτες, είχαν το δικαίωμα να λάβουν
γη έναντι κάποιου τιμήματος, που όριζε το κράτος και μάλιστα με χρεολύσιο.81
Δεν
ήταν λοιπόν εντελώς δωρεάν. Το γεγονός αυτό δυσχέραινε τη μετακόμιση των
προσφύγων από τους τόπους διαμονής εντός και εκτός του Βασιλείου, προς την
Αταλάντη, εφόσον η μετοικεσία συνεπαγόταν και χρέος.
Έτσι εξηγείται, λοιπόν,
πως στις αρχές του 1836, ενώ είχαν διανεμηθεί 370 οικόπεδα, είχαν χτιστεί μόνο
επτά σπίτια.82
Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται τα επόμενα χρόνια. Το 1838
είχαν εγκατασταθεί εβδομήντα οικογένειες στην Πέλλη κι άλλες 43 οικογένειες,
που ασχολούνταν με το εμπόριο και τα θαλάσσια επαγγέλματα στον όρμο ή αλλιώς
Σκάλα της Αταλάντης.
Σφραγίς δωρεών Βέλλιου Κ.
Κωνσταντίνος Βέλιος
Τα οικόπεδα
στον όρμο της Αταλάντης τα αγόρασε ο βαρόνος Κωνσταντίνος Βέλλιος, πλούσιος
ομογενής από το Λινοτόπι, ευεργέτης των Μακεδόνων, και τα δώρισε στις άπορες
οικογένειες που ήταν εγκατεστημένες εκεί.83
Το 1845 σχεδόν διπλασιάστηκαν οι
οικογένειες και έφτασαν τις 130 και στους δύο οικισμούς, ενώ σε βάθος χρόνου οι
κάτοικοι έφτασαν περίπου τις 2.000 ψυχές.
Οι πρώτοι κάτοικοι που εγκαταστάθηκαν
στο συνοικισμό ήταν κυρίως οι χήρες με τα ορφανά τους, οι φαλαγγίτες και πολλές
στρατιωτικές οικογένειες, μερικές εκ των οποίων είχαν έρθει από τις Βόρειες
Σποράδες. Ένα πρωτόκολλο της 20ής Αυγούστου 1845, που υπογράφεται από 120
συνοικισθέντες Μακεδόνες, και ένας εκλογικός κατάλογος του 1915, περιέχουν
ονόματα γνωστών στρατιωτικών οικογενειών, που είχαν πολεμήσει κατά τη διάρκεια
της Επανάστασης και είχαν πλέον εγκατασταθεί στο συνοικισμό.85
Όπως αναφέρθηκε,
για να είχε κάποιος το δικαίωμα να εγκατασταθεί εκεί, έπρεπε προηγουμένως να
γραφτεί στους καταλόγους που τηρούσε η Επιτροπή ή να δηλώσει την επιθυμία του
σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία. Οι αιτήσεις εγγραφής στους καταλόγους του
Δήμου Νέας Πέλλας του Ιωάννη Μιχαήλ και του Γεωργίου Γεωργίου, κατά το 1846,
αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Προς την επί του εν Ελλάδι συνοικισμού
των Μακεδόνων Επιτροπή.
Ο υποφαινόμενος, ού η πατρίς Θεσσαλονίκη της τω
Οθωμανικώ κράτος Μακεδονίας,
και όστις έκτοτε του 1835 διαμένων εις την
Ελλάδα,
αυτήν υπηρέτησα την ωφειλομένην τετραετίαν παρά τω ιππικώ τάγματι
στρατιωτικώς•
επειδή επιθυμώ να συνοικήσω μετά των εν Ελλάδι Μακεδόνων δεόμενος
της Εντ. επιτροπής ταύτης να ευαρεστηθή να σημειώση και τον εμόν όνομα εις τον
αυτού του αυτού συνοικισμού κοινόν κατάλογον.
Υποσημειούμαι
ευσεβάστως.
Ευπειθέστατος Ιωάννης Μιχαήλ.
Εν Αθήναις τη 28 Ιουνίου 1846.
Αθήναι
την 25 Μαΐου 1846.
Προς την Σ. επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπήν.
Ο
υποφαινόμενος εκ Βερροίας της Μακεδονίας,
μόλις ελευθερωθείς εκ της
αιχμαλωσίας,
διαμένων μέχρι τούδε υπήκοος της Οθωμανικής επικρατείας,
που δε
θέλω να λογισθώ ως μέλος της Ελληνικής κοινωνίας παρακαλώ την Σ. ταύτην
επιτροπήν ίνα με εγγράψη εις τον της Νέας Πέλλης δήμον
λαμβάνουσα υπόψιν το
επισυναπτόμενον αποδεικτικόν και εφοδιάζουσα με, με το οικείον
εγγραπτήριον.
Ευπειθέστατος Γεόργηος Γέργου.86
Σε αρκετές περιπτώσεις έπρεπε να
καταθέσουν πιστοποιητικά έγγραφα που θα αποδείκνυαν την καταγωγή τους, αν ήταν
όντως αγωνιστές, αν είχαν οικογένεια ή όχι.
Τα έγγραφα αυτά ήταν απαραίτητα,
γιατί δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ήθελαν να εγκατασταθούν στο συνοικισμό χωρίς
να είναι Μακεδόνες, για να επωφεληθούν από τις προικοδοτήσεις και τις
διευκολύνσεις.
Μάλιστα, κάποιες φορές, όταν οι κατάλογοι των ενδιαφερομένων
στέλνονταν στο υπουργείο των Εσωτερικών χωρίς επαρκή στοιχεία, επιστρέφονταν
στους δημάρχους και στην Επιτροπή για έλεγχο, ενημέρωση και εισηγήσεις.
Ενίοτε
για την εγκατάσταση προαπαιτούνταν έκδοση Βασιλικού Διατάγματος ή έντυπη
βεβαίωση εγγραφής από την επιτροπή, όπως η ακόλουθη:
Η επί του Συνοικισμού των
Μακεδόνων Επιτροπή.
Βεβαιοί ότι ο κύριος Θεόδωρος Αργυρίου Τσάρογλου ενεγράφη
εις τον Δήμον των εν Νέα Πέλλη της Λοκρίδος συνοικιζομένων Μακεδόνων
και
απολαύει εντεύθεν των παρά της κυβερνήσεως υπέρ του συνοικισμού χορηγουμένων
δικαιωμάτων.
Εν Αθήναις την 2 Μαρτίου 1839.
Η επιτροπή Α. Πολυζωίδης, Π. Ναούμ,
Γ. Χρυσίδης, Θ. Σιατιστεύς.87
Ένας άλλος τομέας που έπαιξε σημαντικό ρόλο η
Επιτροπή ήταν η ίδρυση του «Δήμου Νέας Πέλλας».
Αμέσως μετά την ίδρυση του
συνοικισμού, συνέχισε τον αγώνα της, προκειμένου να αρχίσει ο οικισμός να
λειτουργεί ως ανεξάρτητος και αυτοτελής οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης.
Αυτό
επιτεύχθηκε με Βασιλικό Διάταγμα, που εκδόθηκε στις 24 Απριλίου 1837, και
προέβλεπε την ίδρυση ξεχωριστού Δήμου. Δυστυχώς όμως δεν εφαρμόστηκε αμέσως
αλλά με καθυστέρηση μιας ολόκληρης δεκαετίας.
Με διάταγμα που εκδόθηκε στις 27
Σεπτεμβρίου 1848 αναγνωρίσθηκε επίσημα η ίδρυση του «Δήμου Νέας Πέλλης» με έδρα
τη Σκάλα.88
Στο μεταξύ ο συνοικισμός στη Σκάλα είχε ήδη αναγνωριστεί, στις 19
Οκτωβρίου 1840, με ξεχωριστό Βασιλικό Διάταγμα, ως αποικία των Μακεδόνων και
είχαν παραχωρηθεί στους κατοίκους της 1.300 τετραγωνικοί βασιλικοί πήχεις για
τον καθένα, για οικόπεδο και κήπο καθώς και το δικαίωμα να απολαμβάνουν τα
ευεργετήματα των προηγούμενων διαταγμάτων.
Από τότε ο πρώτος συνοικισμός
ονομάσθηκε Άνω Πέλλα και ο δεύτερος Κάτω Πέλλα.89
Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν
εξαρχής θεμελιώδη προβλήματα που παρέμειναν άλυτα για πολλές δεκαετίες και
πυροδοτούσαν πολύχρονες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους αυτόχθονες
κατοίκους της Αταλάντης και στους ετερόχθονες Μακεδόνες
. Όπως είχε συμβεί και
στις Σποράδες, οι τελευταίοι πολλές φορές αυθαιρετούσαν και παρανομούσαν εις
βάρος των εντοπίων, οι οποίοι, με τη σειρά τους, δεν αντιμετώπισαν θετικά την
ίδρυση του συνοικισμού και δημιουργούσαν έριδες και προστριβές για το νερό της
πηγής του Τουρκομαχαλά αλλά και για την οριοθέτηση του δήμου.90
Ο περιορισμός
των περιοχών που θα ανήκαν στην περιφέρεια του δήμου Νέας Πέλλας επιβράδυνε την
ανάπτυξη του δήμου, εφόσον του στερούσε τους αναγκαίους προς τη διατήρηση του
πόρους.91
Για την επίλυση όλων αυτών των ζητημάτων και για την εξασφάλιση των
καλύτερων δυνατών συνθηκών διαβίωσης υπήρχε πάντα στενή συνεργασία μεταξύ των
μελών της «Επιτόπιας Επιτροπής» με την «Επί του Συνοικισμού των Μακεδόνων
Επιτροπή», της οποίας μέλη ήταν όλοι τους δημότες του Δήμου Πέλλας οι
εγγεγραμμένοι στους καταλόγους των Μακεδόνων προσφύγων.
Μέλη της επιτροπής από
τη δεκαετία του 1840 υπήρξαν οι Ανδρόνικος Πάϊκος και ο Νικόλαος Γ. Θεοχάρης,
που αντικατέστησαν τους Γεώργιο Αθανασίου και Παναγιώτη Ναούμ, ενώ τα μέλη της
πρώτης επιτροπής εναλλάσσονταν συχνά και ήταν Μακεδόνες κάτοικοι της Νέας
Πέλλας.
Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς σε όλη τη διάρκεια της
θητείας τους και η αποστολή τους έληξε με τη σύσταση του Δήμου της Νέας Πέλλας.
Τα καθήκοντα και το έργο της Επιτροπής το ανέλαβε από τη στιγμή εκείνη η
δημοτική αρχή, ως νόμιμος αντιπρόσωπος και υπεύθυνη για τα συμφέροντα του
Συνοικισμού.92
Ωστόσο, οι Πολυζωίδης, Πάϊκος, Χρυσίδης και Θεοχάρης εξακολούθησαν
να συνεισφέρουν και να φροντίζουν τα συμφέροντα των συμπατριωτών τους ως
«Επιτροπή του Βελλίου κληροδοτήματος».
Η κυβέρνηση, με έγγραφο του υπουργείου
Εκκλησιαστικών, στις 7 Νοεμβρίου 1850, τους ανέθεσε τη διαχείριση της διαθήκης
του Βέλλιου, έπειτα από αίτηση των κληρονόμων του. Παρόλο, όμως, που για
περισσότερο από τριάντα χρόνια στάθηκαν αρωγοί στο πλευρό των Μακεδόνων και
εκφραστές των δικαιωμάτων τους έναντι της κυβέρνησης, αμισθί μάλιστα, το 1864
το δημοτικό συμβούλιο Νέας Πέλλας διόρισε νέα Επιτροπή.
Αναγνωρίστηκε με
Βασιλικό Διάταγμα και την αποτελούσαν
ο Κωνσταντίνος Δόσιος, ο Λύσανδρος
Καυτατζόγλου και ο Δαμιανός Γεωργίου.93
Το γεγονός προκαλεί εντύπωση, αλλά,
σύμφωνα με το περιεχόμενο μιας επιστολής που την υπογράφουν κάτοικοι του Συνοικισμού,
αποδεικνύεται πως είχαν αρχίσει οι αντιζηλίες μεταξύ των συνοικιστών και των
διακεκριμένων Μακεδόνων, που βρίσκονταν στην Αθήνα.
Ο Δόσιος και ο Δαμιανός
έστειλαν επιστολή στους συμπατριώτες τους ισχυριζόμενοι πως ήταν οι μόνοι
κατάλληλοι να διαχειριστούν το κληροδότημα, που αφορούσε τους Μακεδόνες
φοιτητές.
Μάλλον τα συμφέροντα είχαν ήδη επηρεάσει τις σχέσεις τους.94
Ήταν κι
αυτό μια έμμεση ένδειξη ότι η διαδικασία της εγκατάστασης είχε ολοκληρωθεί
πλήρως.
Τη δική τους κοινότητα προσπάθησαν να συστήσουν πολλές φορές και οι
αγνώστου προέλευσης Θράκες, Βούλγαροι και οι Σέρβοι όμως δίχως
αποτέλεσμα.
Τελικά, σύμφωνα με το δικαίωμα που παρείχε η τροπολογία του
Συντάγματος του 1844 στους μετανάστες, το 1845 άρχισαν εκ νέου τις προσπάθειες
για τη σύσταση συνοικισμού. Μάλιστα, αντιπροσωπεύτηκαν και στην Εθνοσυνέλευση
με δικό τους εκλεγμένο πληρεξούσιο, που δεν ήταν άλλος, από τον γνωστό
Χατζηχρήστο.95
Αν και η συμμετοχή τους, θεωρήθηκε από ορισμένους ομιλητές
αδικαιολόγητη, το γεγονός ότι είχαν πολεμήσει μαζί με τους Έλληνες, όπως και οι
άλλοι ετερόχθονες, τους εξασφάλισε την παρουσία.
Χαρακτηριστική ως προς το
ζήτημα αυτό, ήταν η τοποθέτηση του Κωλέττη, ο οποίος μάλιστα, απευθύνθηκε στους
συνομιλητές τους, αναφερόμενος στον παρευρισκόμενο Χατζηχρήστο:
Οι αδελφοί
ούτοι έλαβον τα όπλα, ηγωνίσθησαν, και εμίγησαν επί πολυετίαν, ου μόνον κατά
τας επαρχίας της Ελλάδος, αλλά και κατά την Ευρωπαϊκήν Τουρκίαν, και Ασίαν,
διότι και εκεί το άσμα του Ρήγα ηκούσθη• εις τα Δερβενάκια, όπου μυριάδες
εχθρών ηφανίσθησαν υπό την αρχηγίαν του Πελοποννησίου αρχηγού, όπου ο Νικήτας
έλαβε το του Τουρκοφάγου επώνυμον, εκεί και ο Χατζηχρήστος ανδρείως επολέμησε
μετά των υπό τας οδηγίας του Βουλγάρων, και συνετέλεσε τα μέγιστα εις την
καταστροφήν των πολεμίων.96
Στο βήμα φαίνεται να ανέβηκε και ο ίδιος ο
Χατζηχρήστος που με «σπασμένα ελληνικά» είπε τα εξής:
«Που είναι εμένα εκείνο
Παπάζογλου, που είναι εμένα εκείνο ΧατζήΖορμπά, που είναι εμένα
εκείνο…;».
…………………………………..
………………………………………
Απάντηση
.
.
M
on 31/03/2013
…………………………………
…………………………………
Στις 9 Σεπτεμβρίου 1845 οι
Θρακοσερβοβούλγαροι συνεδρίασαν στο ναό του Αγ. Γεωργίου στο Θησείο και
εξέλεξαν επιτροπή που θα αναλάμβανε τη διεκπεραίωση των διαδικασιών για τη
σύσταση συνοικισμού.
Τις επόμενες μέρες ο Δημήτριος Χρηστίδης, αντιπρόεδρος της
επιτροπής, και τα μέλη αυτής, Δημ. Ρίζος και Γεώργιος Χρυσοβέργης, συνέταξαν
τον κανονισμό του συνοικισμού.98 Τελικά, χάρη στις πελατειακές σχέσεις ορισμένων
μελών της επιτροπής με τον Κωλέττη και το γαλλικό κόμμα, όπως του Αριστείδη
Χρυσοβέργη, πείστηκε η κυβέρνηση και ο βασιλιάς να εγκρίνουν τον κανονισμό με
ελάχιστες τροποποιήσεις.99
Στη 1 Ιουλίου του 1846 εκδόθηκε και το Βασιλικό
Διάταγμα «Περί του συνοικισμού των Θρακοβουλγάρων και Σέρβων» με επισυνημμένο
τον κανονισμό, του οποίου το δεύτερο άρθρο όριζε ως μέλη του «όσους ανήκοντες
ως εκ της καταγωγής και της γεννήσεως εις τας ρηθείσας τρεις ελληνικάς φυλάς
των Θρακών, Βουλγάρων και Σέρβων και αποκτήσαντες την ελληνικήν ιθαγένειαν
κηρύξουσιν ανηκόντως την πρόθεσιν του να αποκατασταθώσιν σταθερώς μέλη
αυτού».100
Η δημοσίευση του κανονισμού προκάλεσε την αντίδραση του
αντιπολιτευτικού Τύπου. Ο Αιών ισχυρίστηκε ότι ποτέ στο παρελθόν δεν
παρουσιάσθηκε τέτοιος κανονισμός σωματείου λόγω συνοικισμού ή
αποικισμού.
Απεναντίας οι Κρήτες, οι Μακεδόνες, οι Σάμιοι, οι Θεσσαλοί και οι
Ψαριανοί είχαν ιδρύσει τους οικισμούς τους πριν από την πολιτειακή μεταβολή του
1843 και με καταστατικά διατάγματα. Θεώρησε την προσπάθεια τους να εκλέξουν
βουλευτή μέσα από αυτή τη διαδικασία ως «αγυρτεία και εμπαιγμό εσχάτου
βαθμού».
Υποστήριξε ότι υπό τον τίτλο «συνοικισμός» κρυβόταν πολιτική εταιρεία,
«καταχθόνιος» και «επίβουλος», που απέβλεπε στην καταστροφή της συνταγματικής
μεταπολίτευσης και της πατρίδας, ενώ, μέσω των «Ιησουιτών», των αποστόλων του
Κωλεττικού καθολικισμού, επιδίωκαν την προδοσία κατά της θρησκείας.
Ιδιαίτερα
το 11ο άρθρο του κανονισμού, που επέτρεπε στους οικιστές να έχουν σχέσεις με
τους ομογενείς τους που ήταν εκτός της επικρατείας και να σχηματίζουν τοπικές
εφορείες, αναδείκνυε ένα νέο κοινό αγώνα κωλεττικής επίνευσης, με εθνικό σκοπό
πραγματοποιήσιμο με την συνδρομή όλων των ομογενών και ομοθρήσκων.
Η υποψία
πολιτικής δολοπλοκίας ενισχυόταν και από το 7ο άρθρο, που προσδιόριζε ως
σταθερή έδρα των οικιστών την Αθήνα, την πλέον κατάλληλη πόλη του ελληνικού
κράτους για «ραδιουργία, στρατολογία και οργάνωση πολιτικών σκοπών».101
Η Αθηνά
έγραψε ότι, όταν ανέγνωσε τον κανονισμό, δεν βρήκε κάτι αξιόποινο, αλλά βρήκε «ανόητους
διατάξεις» και «υπόπτους πράξεις αδιασπάστους όμως από την απερισκεψίαν,
αρχομανίαν και αναγωγίαν του κυρίου πρωτουργού αυτού και περιφρουρημένας με την
βασιλικήν υπογραφήν».
Θεώρησε καινοτόμο να γίνεται συνοικισμός ανθρώπων που δεν
υπάρχουν ή έχουν αποκατασταθεί, γιατί, όπως πίστευε, εκτός από τους τρείς ή
τέσσερεις Κωνσταντινοπουλίτες που είχαν συντάξει τον κανονισμό, κανείς δεν
ήθελε να συμμερισθεί την απραγματοποίητη ιδέα του κ. Χρηστίδη, που σκόπευε να
συγκεντρώσει ανθρώπους γύρω του, για να επιβάλλεται στην κυβέρνηση.
Μετέφερε η
εφημερίδα πληροφορίες πως με αυτό το πρόσχημα ήθελε να συστήσει μια εταιρεία,
όχι από τους λίγους Θρακοβούλγαρους και τον ένα μόνο Σέρβο «ενταύθα», αλλά από
τους τυχοδιώκτες, που ήθελαν να βοηθήσουν με τα όπλα τον Κωλέττη να καταργήσει
το Σύνταγμα.
Στο τέλος η εφημερίδα, αποσαφήνιζε ότι όλοι οι ισχυρισμοί που
παράθετε δεν εξάγονταν από τον κανονισμό, αλλά από τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών
της δράσης αυτής, που ήταν ικανά να πράξουν και πολύ χειρότερα. Σκοπός τους
ήταν, δήλωσε, να συγκεντρώσουν όλους τους ληστές και τους κακούργους και να
τους εξαπολύσουν κατά των Βουλευτών και των Γερουσιαστών.102
Τελικά οι
«Θρακοσερβοβούλγαροι», δεν κατάφεραν να συνοικιστούν λόγω του εσωτερικού
πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των δυτικόφιλων και ρωσόφιλων, μιας και οι
περισσότεροι ήταν πολιτικοί «πελάτες» του γαλλόφιλου Κωλέττη και όχι εξαιτίας
του ελληνικού αντισλαβισμού.
Γενικά, είναι δύσκολο να χαρτογραφηθεί η πορεία
των Μακεδόνων μέσα από τα υποδουλωμένα ή απελευθερωμένα εδάφη της χώρας από την
έναρξη της Επανάστασης έως το τέλος της οθωνικής περιόδου. Δεν είναι δυνατόν να
υπολογίσουμε με ακρίβεια πόσοι, πότε και που ακριβώς κατέληξαν και ποια ήταν η
τύχη τους. Το ζητούμενο άλλωστε εδώ δεν είναι να επανεξεταστούν τα κατορθώματα
τους στον Αγώνα, αλλά να καταγραφεί μέσα από τη διαδρομή τους, η δράση, τα
παθήματα, οι συσσωματώσεις και η κατάληξή τους. Η αποτίμηση αυτής της
συμμετοχής, η κατηγοριοποίηση των εκ Μακεδονίας προσφύγων και η μελέτη της
πορείας των ομάδων τους θα μας επιτρέψουν να διαπιστώσουμε αν και κατά πόσον
κάποια πρόσωπα θα ξεχωρίσουν, θα προβληθούν και θα παίξουν καταλυτικό ρόλο στην
πολιτική, στρατιωτική, εκπαιδευτική και πνευματική ζωή του νεοσύστατου
ελληνικού κράτους• αν και κατά πόσον ήταν σε θέση να συμβάλλουν, στη θεωρία και
στην πράξη στην απελευθέρωση των πατρίδων τους.
———–
Παραπομπές
1 Για το ζήτημα
της συμμετοχής των Μακεδόνων στην Ελληνική Επανάσταση βλ. τα εξής γενικά έργα:
Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833 (Θεσσαλονίκη, 1988)•
Ιωάννης. Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες αγωνισταί εις τα 1821 (Θεσσαλονίκη,
1937)• του ιδίου, Οι Μακεδόνες κατά την Επανάσταση του 1821 (Θεσσαλονίκη,
1967)• Νικόλαος. Κ. Κασομούλης, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των
Ελλήνων, 1821-1833 (Αθήνα, 1977), τόμ.1.
2 Γ. Χ. Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα
των αγωνιστών του 1821 αναγραφόμενοι Μακεδόνες», Μακεδονικά,12 (1972), 34-64•
του ιδίου, «Ανέκδοτα έγγραφα και άγνωστα στοιχεία για κλεφταρματολούς και για
την επανάσταση (1821-1822) στη Μακεδονία και ιδιαίτερα στον Όλυμπο»,
Μακεδονικά, 20 (1980), 103-65• του ιδίου «Ο Λιόλιος από το Ξερολίβαδο.
Μακεδόνας γαμπρός και συναγωνιστής του Μάρκου Μπότσαρη», Μακεδονική Ζωή, 14
(1978), 16-9• Κώστας Β. Σπανός, «25 ανέκδοτα έγγραφα του Λιτοχωρινού αγωνιστή
του 1821 Ιακώβου Περικλή Ολυμπίου», Μακεδονικά, 21 (1981), 281-308• του ιδίου,
«Πέντε ανέκδοτα έγγραφα του Ολυμπίου αγωνιστή του ’21 Παντελή Δημητρίου»,
Μακεδονικά, 23 (1983), 281-91• του ιδίου, «Εννιά ανέκδοτα έγγραφα των Ολυμπίων
αγωνιστών του 1821. Ι. Δ. Μανακόπουλου και Μιχ. Δημητρακόπουλου», Μακεδονικά,
24 (1984), 197-207• Κ. Γ. Σταλίδης, «Ένας Εδεσσαίος αγωνιστής του εικοσιένα»,
Μακεδονική Ζωή, 99 (1974), 44-5.
3 Ι.Κ. Βασδραβέλλης, «Η Μακεδονική Λεγεών κατά
το 1821», Μακεδονικά, 1 (1940), 77-107• του ιδίου,Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση,
σ. 209.
4 Χρήστος Βυζάντιος, Ιστορίαν των κατά την Ελληνικήν επανάστασιν
εκστρατειών και μαχών και των μετά ταύτα συμβάντων, ων συμμετέσχεν ο τακτικός
στρατός από του 1821 μέχρι του 1833 (Αθήνα, 1901), σ. 52.
5 Θάνος Βερέμης, Ο
στρατός στην ελληνική πολιτική. Από την ανεξαρτησία έως τη δημοκρατία,
μετάφραση Σίλια Παπαθανασοπούλου (Αθήνα, 2000), σ. 42-3.
6 Χιονίδης, «Οι εις τα
μητρώα των αγωνιστών», σ. 34-64• του ιδίου, «Ανέκδοτα έγγραφα και άγνωστα
στοιχεία για κλεφταρματολούς», σ. 103-65• του ιδίου, «Ο Λιόλιος από το
Ξερολίβαδο», σ. 16-9• Σπανός, «25 ανέκδοτα έγγραφα του Λιτοχωρινού αγωνιστή του
1821», σ. 281-308• του ιδίου, «Πέντε ανέκδοτα έγγραφα του Ολυμπίου αγωνιστή»,
281-91• του ιδίου, «Εννιά ανέκδοτα έγγραφα των Ολυμπίων αγωνιστών του 1821», σ.
197-207• Σταλίδης, «Ένας Εδεσσαίος αγωνιστής του εικοσιένα», σ. 44-5.
7 Ιωάννης
Σ. Κολιόπουλος, Η «πέραν» Ελλάς και οι «άλλοι» Έλληνες: Το σύγχρονο ελληνικό
έθνος και οι ετερόγλωσσοι σύνοικοι Χριστιανοί (1800-1912) (Θεσσαλονίκη, 2003),
σ. 124-39.
8 Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι Φιλέλληνες κατά την
επανάστασιν του 1821. Διπλωματικαί διαπραγματεύσεις-Πολεμικός αγών», σ. 65-88
και Σπύρος. Δ. Λουκάτος, «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι, μαχητές της
ελληνικής ανεξαρτησίας (1821-1829)», Πρακτικά του Ι’ Ελληνοσερβικού Συμποσίου
(Θεσσαλονίκη, 1979), 101-51• Ι. Σ. Νοτάρης, «Η Ελληνική Επανάσταση του
1821-1829 και οι Βούλγαροι», Μακεδονική Ζωή, 67 (1971), 13-8.
9 Βασδραβέλλης,
Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας,
σ. 610. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας 1821-1832 (ΑΕΠ). Αι εθνικαί
συνελεύσεις, τόμ. 2 (Αθήνα, 1973), σ. 264• Γ. Χ. Χιονίδης, «Σχεδίασμα περί του
Γερό-Καρατάσου και της οικογένειας του», Μακεδονικά, 9 (1969), 295-315• Κώστας.
Β. Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών Νικολάου-Ολυμπίου», Μακεδονικά,
20 (1980), 283-306.
10 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, σ. 254, σημ. 4.
11
Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 209-11.
12 Φωτάκος
Χρυσανθόπουλος, Βίοι Πελοποννησίων ανδρών και των έξωθεν εις την Πελοπόννησον
ελθόντων κληρικών, στρατιωτικών και πολιτικών των αγωνισαμένων τον αγώνα της
επαναστάσεως (Αθήνα, 1888), σ. 193.
13 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την
επανάσταση, σ. 212-3• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 611-2• Χιονίδης,
«Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου», σ. 295-315• Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα
των αγωνιστών», σ. 283-306.
14 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, σ. 301-2• Χιονίδης,
«Σχεδίασμα περί του Γερό-Καρατάσου», σ. 301• Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των
αγωνιστών», σ. 304.
15 Κασομούλης, ό.π ,τόμ. 1, σ. 310, σημ. 2.
16
Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ. 215, σημ. 1.
17 Κασομούλης,
ό.π., τόμ. 2, σ. 372.
18 Α. Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά
την επανάσταση του 1821 (Θεσσαλονίκη, 1939), σ. 33.
19 Κασομούλης, ό.π., τόμ.
3, σ. 50.
20 Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα, σ. 33.
21 Στο
ίδιο, σ. 36, σημ. 3.
22 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάσταση, σ.
218-31• Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 612-3• ΑΕΠ, Αι εθνικαί
συνελεύσεις, σ. 642• Κασομούλης, ό.π, τόμ. 2. σ. 36, 40, 63, σημ. 5.
23
Κασομούλης, ό.π., τόμ. 2, σ. 346-351, 372-389.
24 Βασίλης. Κ. Γούναρης, Τα
Βαλκάνια των Ελλήνων. Από το διαφωτισμό έως το Α’Παγκόσμιο πόλεμο (Θεσσαλονίκη,
2007), σ. 96.
25 Πρωτοψάλτης, «Σέρβοι και Μαυροβούνιοι Φιλέλληνες κατά την
επανάστασιν του 1821», σ. 65-88• Λουκάτος, «Σέρβοι, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι»
σ. 101-51• Νόταρης, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821-1829 και οι Βούλγαροι», σ.
13-8. Βλ και N. Todorov και V.Trajkov, “L’ insurrection grecque de 1821-1829 et
les Bulgares”, Etudes balkaniques, 7/1 (1971), 5-26• Νικολάι Τόντορωφ, Η
βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821.(Η περίπτωση των Βουλγάρων),
μετάφραση Γιάννη Καρά (Αθήνα, 1982), σ. 148-71.
26 Κασομούλης, ό.π ,τόμ. 3, σ.
56, σημ.1.
27 Πρόκειται κυρίως για τους ιστορικούς των βαλκανικών χωρών, που
κατά καιρούς δημοσιεύουν έργα και προβάλλουν τη συμμετοχή των ομογενών τους
στην ελληνική επανάσταση. Πολλές φορές, μάλιστα, διεκδικούν και την εθνική
καταγωγή των σλαβοφώνων Μακεδόνων. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα είναι το
έργο των H.TogopoB, B.TpaÖKOB, Ebmapu y^acmHu^u e 6op6ume 3a oceoöowdenuemo Ha
Γbp^uΛ (ΌοφΗΗ, 1971).
28 Gunnar Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα
1821-1936, μετάφραση Θόδωρος Παρασκευόπουλος (Αθήνα, 2004), τόμ. 1, σ. 101-4.
29
Γεώργιος Λάιος, Ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα του 1821. Ιστορικά δοκουμέντα
από τα αυστριακά αρχεία (Αθήνα, 1958), σ. 88-90• Βακαλόπουλος, Οι Έλληνες
σπουδαστές στα 1821 (Θεσσαλονίκη, 1978), σ. 31-4.
30 Κατερίνα Γαρδίκα, «Ο
Αναστάσιος Πολυζωίδης και η Ελληνική Επανάσταση», Μνήμων, 1 (1971), 34.
31
Εκτός από το αναφερθέν άρθρο της Γαρδίκα για τον Πολυζωίδη βλ. Τα βιογραφικά
στοιχεία πού δίνει ο Δημ. Μανασίδης στον πρόλογο του βιβλίου του Πολυζωίδη, Τα
Νεοελληνικά, ήτοι τα κατά την Ελλάδα κυριώτερα συμβάντα και η κατάστασις της
Ελληνικής Παιδείας, τόμ. 1 (Αθήνα, 1874), σ. δ-ιη και ο Γ. Κρέμος στον πρόλογο
του βιβλίου του Α. Πολυζωίδη, Γενική ιστορία από των αρχαιοτάτωνχρόνων μέχρι
των καθ’ ημάς, τόμ. 1 (Αθήνα, 1889), σ. νη-ξγ’• Πέτρος. Θ. Πέννας, «Ο Μακέδων
Αναστάσιος Πολυζωίδης, ως πολιτικός, ως δικαστής και ως άνθρωπος των
γραμμάτων», Σερραϊκά Χρονικά, 1 (1953), 5-64• του ιδίου, «Επιστολαί Αναστασίου
Πολυζωίδου προς Καποδίστριαν και Ι. Γεννατάν», Σερραϊκά Χρονικά, 8 (1979),
6981• Κων. Β. Χιώλος, «Το Πολυθρύλητο Μελένικο και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης»,
Σερραϊκά Χρονικά, 15 (2004), 15-6• Αρ. Δημοκίδης, «Η προσωπογραφία του Αν.
Πολυζωίδη από τον συμπατριώτη του δικηγόρο κ. Αρ. Δημοκίδη», Μακεδονική Ζωή,
100 (1974), 21-3• Στέργιος Αλεξιάδης, Αναστάσιος Πολυζωίδης 18021873 (Κομοτηνή,
1980).
32 Νίκος. Β. Κοσμάς, Γεώργιος Χρυσίδης, Μακεδόνας λόγιος και πολιτικός
(Θεσσαλονίκη, 1990), σ. 5-32.
33 Βλ. λήμμα, Πάικος Ανδρόνικος, Μεγάλη Ελληνική
Εγκυκλοπαίδεια (ΜΕΕ), τόμ. 19, σ. 398.
34 Γρηγόριος. Π. Βέλκος, Θεοφάνης ο
Σιατιστεύς. Αρχιεπίσκοπος Μαντινείας και Κυνουρίας (1787-1868) (35Θεσσαλονίκη,
2001).
35 Α. Βακαλόπουλος, «Οι γιοι του Εμμ. Παπά πιστοί Μακεδόνες που πέφτουν
στον Αγώνα», Μακεδονική Ζωή, 191 (1982), 15-20.
36 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ.
67, σημ. 2.
37 Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες αγωνισταί εις τα 1821, ό.π., σ.
135-46• Ι. Μ. Ζηκόπουλος, «Ο Γεώργιος Λασσάνης. Ο Κοζανίτης πολιτικός και
στρατιωτικός του αγώνος 1821», Μακεδονική Ζωή, 10 (1967), 21•
38 Βλ. λήμμα
«Γεώργιος Αθανασίου» Πάπυρος Λαρούς, τόμ. 3, σ. 250.
39 Βλ. λήμμα «Νικόλαος. Γ.
Θεοχάρης», ΜΕΕ, τόμ. 12, σ. 549.
40 Βερέμης, ό.π., σ. 50.
41 Στέφανος. Π.
Παπαγεωργίου, Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια (Αθήνα, 1986), σ. 75-9.
42
Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 51.
43 Στο ιδιο, σ. 51-3.
44 Βακαλόπουλος, Ιστορία
της Μακεδονίας, ό.π., σ. 626.
45 Σπανός, «Δεκατέσσερα έγγραφα των αγωνιστών»,
σ. 290.
46 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 3, σ. 50.
47 Κυβερνήτης προς τους εν Ολύμπω
οπλαρχηγούς, Αίγινα, 13 Μαΐου 1829, Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ), Αρχείο
Καποδιστριακής περιόδου-Στρατιωτικά Τεκμήρια (1827-1833), Υποφάκελος 17γ.15
Βορειοελλαδίτες, αντίγραφο εγγράφου με αρ.12329.
48 Βακαλόπουλος, «Νέες
ειδήσεις για τις επαναστάσεις του 1821-1829 και 1854 στη Μακεδονία»,
Μακεδονικά, 28 (1991-2), 1-20.
49 Κολιόπουλος, Ληστές. Η κεντρική Ελλάδα στα
μέσα του 19°° αιώνα (Αθήνα, 1979), σ.18, 271-2.
50 Βακαλόπουλος, Προσφυγικόν
ζήτημα, σ. 21-2. Χιονίδης, «Οι Μακεδόνες πρόσφυγες της Σκοπέλου στα 1829»,
Μακεδονικά, 17 (1977), 124-35.
51 Βακαλόπουλος, Προσφυγικόν ζήτημα, σ. 27-8.
52
Στο ίδιο, σ. 24-7, 32-4.
53 Κολιόπουλος, ό.π., σ. 18.
54 Βερέμης, ό.π., σ.
51-3.
55 Κασομούλης, ό.π., τόμ. 1, εισαγωγή, σ. ε-ο.
56 ΓΕΣ, Μητρώον
Αξιωματικών, βιβλίο 1, σ. 22.827, αρ. μητρ. 116.
57 ΓΕΣ, ό.π., βιβλίο 1, σ.
22.901, αρ. μητρ. 190.
58 ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 3, σ. 23.573, αρ. μητρ. 862.
59 ΓΕΣ,
ό.π, βιβλίο 1, σ. 22.869, αρ. μητρ. 158.
60 ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 1, σ. 22.943, αρ.
μητρ. 232
61 ΓΕΣ, ό.π. βιβλίο 2, σ. 23.130, αρ. μητρ. 419.
62 Κολιόπουλος,
Ληστές, σ. 1• Πετρόπουλος Κουμαριανού, Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους.
Οθωνική περίοδος 1833-1843 (Αθήνα, 1982), σ. 93-5.
63 ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ.
23.099, αρ. μητρ. 388 βιβλίο 2, σ. 23.146, αρ. μητρ. 435 βιβλίο 3, σ. 23.451,
αρ. μητρ. 740.
64 Κολιόπουλος, ό.π., σ. 1-2.
65 Στο ίδιο, σ. 6 Πετρόπουλος
Κουμαριανού, ό.π., σ. 95.
66 ΓΕΣ, ό.π, βιβλίο 1, σ. 22.730, αρ. μητρ. 19•
βιβλίο 1, σ. 22.778, αρ. μητρ. 67• βιβλίο 1, σ. 22.782, αρ. μητρ. 71.
67
Κολιόπουλος, Ληστές, σ. 7• Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 152-3.
68
Δημήτρης. Αρ. Μαλέσης, «Ο ελληνικός στρατός στην πρώτη Οθωνική δεκαετία
(1833-1843). Πολιτική οργάνωση και πελατειακές σχέσεις» (Πανεπιστήμιο Αθηνών,
1992), αδημοσίευτη μεταπτυχιακή εργασία, σ. 199.
69 Ιουλία Πεντάζου, «Ο
Θεόδωρος Μανούσης καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών (18371858)», Μνήμων,
17 (1995), 69-105• Γεώργιος. Μ. Μπόντας, «Θεόδωρος Μανούσης ευεργέτης της
Σιάτιστας», Μακεδονική Ζωή, 205 (1983), 43-4.
70 Αλκιβιάδης Χαραλαμπίδης, «Μια
προσωπογραφία του ζωγράφου Γεωργίου Βαρούχα. Ο Κ. Δόσιος της βιβλιοθήκης
Κοζάνης», Μακεδονικά, 13 (1973), 389-402• Ανώνυμος, «Κωνσταντίνος Δόσιος»
Μακεδονικόν ημερολόγιον, 2 (1911), 50-9.
71 Βιογραφία του Παναγιώτη Παπά Ναούμ,
αδημοσίευτο έγγραφο, σ. 45-100.
72 Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Μητρώο φοιτητών (1837-1866).
73 Η «Ένωση» είχε σκοπό να συγκεντρώσει στους
κόλπους της όλους τους Θράκες, Βούλγαρους, Σέρβους, Μαυροβούνιους και γενικά
όσους μιλούσαν σλαβικά: V. Traikov & St. Papadopoulos, “ La societe
thracobulgare en Grece Durant les annees 40 du XIXe s”, Balkan Studies, 25/2
(1984), 578-9.
74 ΕΒΤΟΧ, Μ18.99, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή
προς το επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, αρ. εγγράφου 582.
75 Μάνθος
Χριστοφόρου, Η Οπουντία Λοκρίδα και η Αταλάντη, μνήμες και μαρτυρίες, τόμ. 2
(Αθήνα, 1993), σ. 44.
76 Χιονίδης, «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών», σ.
34-64.
77 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 44-5. Γρηγόριος Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από
το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων ‘Νέα Πέλλα’ Αταλάντης», Μακεδονικά, 19
(1979), 211-2.
78 Αθηνά, 29 Ιουνίου 1835.
79 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 46.
80
Αθηνά,14 Σεπτεμβρίου 1835.
81 Πετρόπουλος Κουμαριανού, ό.π., σ. 150-1.
82
Χριστοφόρου, ό.π., σ. 47, 56-59.
83 Στο ίδιο, σ. 61-7• Αθηνά, 6 Φεβρουαρίου
1837• Βέλκος, Θεοφάνης ο Σιατιστεύς, σ. 180.
84 Ιωάννα Κωτσάκη, «Οι Μακεδόνες
της Στερεάς», Μακεδονική Ζωή, 60 (1971), 7-10• της ιδίας «Οι Μακεδόνες της
Στερεάς», Μακεδονική Ζωή, 61 (1971), 7-9.
85 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 75-69,
98-106• Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων»,
σ. 226-238.
86 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 54.
87 Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το
Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων ‘Νέα Πέλλα’ Αταλάντης» Μακεδονικά, 20
(1980), σ. 271-2.
88 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 49. Βέλκος, «Ανέκδοτα έγγραφα από το
Αρχείο του Συνοικισμού των Μακεδόνων», σ. 213.
89 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 19
Νοεμβρίου 1848.
90 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 54-5, 70-2, 86-90• Αθηνά, 13 Ιουνίου
1846.
91 ΕΒΤΟΧ, Μ18.38, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το
επί των Εσωτερικών υπουργείο, Αθήνα, 20 Μαρτίου 1855, αρ. εγγράφου. 625 και
Μ18.37, Η επί του συνοικισμού των Μακεδόνων επιτροπή προς το επί των Εσωτερικών
υπουργείο, Αθήνα, 18 Νοεμβρίου 1857, αρ. εγγράφου. 687.
92 ΕΒΤΟΧ, Μ.18.111, Η
επί του Βελλίου κληροδοτήματος επιτροπή προς το επί των Εκκλησιαστικών και της
Δημοσίας εκπαιδεύσεως υπουργείον, Αθήνα, 15 Μάί’ου 1866.
93 ΕΒΤΟΧ, Μ.18.92, Η
επί του Βελλίου κληροδοτήματος επιτροπή προς τον Δήμαρχο Ν. Πέλλης, Αθήνα,3
Σεπτεμβρίου 864.
94 Χριστοφόρου, ό.π., σ. 94.
95 Ένωσις, 19 Νοεμβρίου 1852.
96
Πρακτικά της Α ‘εν Αθήναις Εθνικής Συνέλευσεως (Αθήνα, 1995), σ. 192.
97
Παπαγεωργίου, ό.π., σ. 418.
98 Ένωσις, 18 Φεβρουαρίου 1853.
99 Ένωσις, 11
Μαρτίου 1853.
100 Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 30 Ιουλίου 1846.
101 Αιών, 10
Αυγούστου 1846, 14 Αυγούστου 1846.
102 Αθηνά, 15 Αυγούστου
1846.
…………………………………………………………………………..
…………………………………………………………………………..
Απάντηση
.
.
V.T. on 01/04/2013
Vladimir Vladov
Τα
Ελληνικά Σχολεία της περιοχής του Τιρνόβου ανάμεσα στα τέλη του ΙΗ΄ και τα μέσα
του ΙΘ΄ αι.
Αναμφισβήτητη είναι η συνεισφορά των ελληνικών σχολείων για την
διαμόρφωση της βουλγαρικής διανόησης κατά τα τελευταία εκατόν χρόνια της
Τουρκοκρατίας. Αυτά τα κέντρα κοσμικής εκπαίδευσης υπήρξαν φορείς των
προοδευτικών ιδεών του Ελληνικού Διαφωτισμού και της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης στα
Βουλγαρικά εδάφη. Σχεδόν όλοι οι Βούλγαροι «Διδάσκαλοι του Γένους»
και εθνεγέρτες ήταν απόφοιτοι των ελληνικών σχολείων.
Ως πρωτεύουσα του
Δεύτερου Βουλγαρικού βασιλείου, Πατριαρχείο και κέντρο αξιόλογης Φιλολογικής
Σχολής, το Τίρνοβο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν ήταν παρά μητρόπολη και μια
βαλκανική πόλη δευτερεύουσας σημασίας. Στον μαρτυρικό αλλά δοξασμένο τούτο τόπο
ήταν όμως ζωντανή η παράδοση, ήταν ζωντανό και το πνεύμα. Με την παρούσα
εισήγηση θα διευκρινίσουμε την σημασία, την θέση και τον ρόλο που διαδραμάτισαν
τα ελληνικά σχολεία στην περιοχή του Τιρνόβου για την Βουλγαρική Αναγέννηση.
Οι
παράγοντες που προσδιορίζουν την ύπαρξη και την λειτουργία των ελληνικών
σχολείων και την ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στην πόλη Τίρνοβο, αλλά και
στην πιο ευρύτερη περιοχή της, μπορούν περιληπτικά να ανακεφαλαιωθούν ως
εξής:
Αφ’ ενός, το υψηλό επίπεδο μόρφωσης του πληθυσμού κατά την περίοδο την
οποία η πόλη ήταν πρωτεύουσα και αφ’ εταίρου, η πλούσια φιλολογική παράδοση,
βάσει της μοναστηριακής και εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, εμπλουτισμένη κατά τον
ΙΔ΄ αι. από τις τακτικές σχέσεις του κλήρου του Τιρνόβου με τα βυζαντινά
πνευματικά κέντρα.
Μετοικεσία και εγκατάσταση κατά τον ΑΕ΄ αι. και μετά στην
περιοχή του Τιρνόβου και συγκεκριμένα στους οικισμούς Αρμπανάσι (Αρβανιτοχώρι),
Λιάσκοβετς, Γκόρνα Οριάχοβιτσα κ.ά. του ελληνοφώνου πληθυσμού από την Αλβανία.
Ο
τρίτος παράγοντας σχετίζεται με τον ρόλο που έπαιζαν οι Έλληνες αρχιερείς του
Τιρνόβου, που διορίστηκαν από τους κύκλους των αξιωματούχων κληρικών του
Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως. Ακριβώς οι Έλληνες
μητροπολίτες και οι επίσκοποί τους στο Πρεσλάβ, Τσέρβεν, Λόβετς και Βράτσα
συνεισέφεραν σε μέγιστο βαθμό για την διάδοση της ελληνικής γλώσσας και
εκπαίδευσης στα βουλγαρικά εδάφη.[3]
Κατά τους τελευταίους αιώνες της
Τουρκοκρατίας η επίδραση των παραγόντων αυτών αυξήθηκε σημαντικά εξαιτίας του
κρίσιμου ρόλου πού έπαιξε ο Ελληνικός έθνος για τις τύχες της Αυτοκρατορίας. Οι
εμπορικές σχέσεις με τις αναπτυγμένες ιταλικές πόλεις-κράτη (Βενετία, Γένουα,
Αγκόνα κ.ά.) πραγματοποιούνταν μέσω της Ελλάδας και με τη μεσολάβηση Ελλήνων
εμπόρων. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ελληνική γλώσσα έγινε φυσικός φορέας των
προοδευτικών ιδεών της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και του
Ρομαντισμού όχι μόνο για τους Βούλγαρους, αλλά για όλους τους βαλκανικούς
λαούς.[4]
Η εν λόγω εποχή συμπίπτει με τις αρχές της Βουλγαρικής Εθνικής
Αναγέννησης που αδιαμφισβήτητα παριστάνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της
πανευρωπαϊκής μεταβατικής πορείας – περάσματος από τον Μεσαίωνα στους Νεότερους
χρόνους.[5]
Ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της ελληνικής παιδείας στα βουλγαρικά
εδάφη υπήρξε η πρώην πρωτεύουσα και πνευματικό κέντρο του Μεσαιωνικού
Βουλγαρικού Κράτους των ΙΒ΄–ΙΔ΄ αι. – η πόλη του Τιρνόβου και η περιοχή της.
Πέρα από την πλούσια ιστορία και τις βαθιές παραδόσεις που έχει, η πόλη αυτή
ήταν κέντρο της μητροπόλεως του Τιρνόβου η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη ως προς το
έδαφος και οικονομική κατάσταση επαρχία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως
στα Βαλκάνια. Άρρηκτα συνδεδεμένο με το Τίρνοβο είναι και το χωριό Αρμπανάσι
που απέχει 4 χμ. βορειοανατολικά από την πόλη.
Ιδρύθηκε πιθανόν μετά την
Οθωμανική κατάκτηση από ελληνοφώνους Αλβανούς μετοίκους.[6] Μετά τον ΙΖ΄ αι. το
Αρμπανάσι έγινε ένας από τους πιο ακμάζοντες οικισμούς της Βόρειας Βουλγαρίας.
Οι κάτοικοί του πέτυχαν να γίνει το χωριό τους βακούφι και έκαναν εμπόριο με
τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, την Πολωνία, Αυστρία, Ρωσία, τον Ελληνικό χώρο
κ.ά. Ως άμεσο επακόλουθο της κερδοφόρας τους δραστηριότητας διαμορφώθηκε ένα
στρώμα εύπορων κατοίκων που είχαν καλές και στενές σχέσεις με τους Έλληνες
αρχιερείς του Τιρνόβου.[7] Εκ’ μέρους τους αυτοί εγκατέστησαν την δεύτερη έδρα
τους ακριβώς εκεί και πράγματι συνέβαλαν για την κυριαρχία της Ελληνικής. Στη
γλώσσα αυτή τελέστηκε η Θεία Λειτουργία, γινόταν η επίσημη και προσωπική
αλληλογραφία καθώς και η καθημερινή επικοινωνία.[8] Όλα αυτά δημιούργησαν ένα
ιδιόμορφο κλίμα ελληνογλωσσίας για το οποίο γράφει και ο καθολικός ιερέας Πέταρ
Μπόγδαν Μπάσεβ στο έργο του «Περιγραφή της Βουλγαρίας του 1640».[9]
Εξαιρετικά
στενές ήταν οι επαφές μεταξύ των εμπόρων του Αρμπανάσι και αριστοκρατικές
οικογένειες της Μολδοβλαχίας, που συχνά συγγένεψαν. Οι ηγεμόνες των δύο
παραδουνάβιων ηγεμονιών μεριμνούσαν για τους ναούς του Αρμπανάσι, για τα
σχολεία και την εκπαίδευση των κατοίκων του. Όλα αυτά φαίνονται από ένα
χρυσόβουλο του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλεξάνδρου Υψηλάντη (1774–1782) με
ημερομηνία 3 (14) Ιουνίου 1779 περί των εγκαινίων του ελληνικού σχολείου στο
Αρμπανάσι. Στο κείμενο τονίζεται ότι εδώ προϋπήρξε ένα σχολείο συντηρούμενο από
τους ηγεμόνες της Βλαχίας. Το χρυσόβουλο διέταξε να αποκατασταθεί η ελληνική παιδεία
και η διδασκαλία να πραγματοποιηθεί σε 2-3 τάξεις• ο ετήσιος μισθός του
δασκάλου καθορίστηκε σε 250 τάλιρα• για την ποιότητα της διδασκαλίας, την
επαγγελματικότητα του δασκάλου, την υποστήριξη και την ανάπτυξη του σχολειού
μεριμνούσε μια επιτροπή αποτελούμενη από τέσσερις επιτρόπους, οι οποίοι κατά
κανόνα προέρχονταν από το στρώμα των πλούσιων εμπόρων του
Αρμπανάσι.[10]
Φαίνεται ότι η ελληνική παιδεία στο Αρμπανάσι στο δεύτερο μισό
του ΙΗ΄ αι. είχε σταθερές βάσεις, προσέφερε αξιόλογη, για τα χρόνια εκείνα,
κατάρτιση και προσέλκυσε μαθητές από άλλους οικισμούς. Το σχολείο σταμάτησε την
λειτουργία του πιθανόν το 1798 όταν οι Κιρτζαλίδες (Τούρκοι ληστές) λεηλάτησαν
και κατέστρεψαν το χωριό και οι περισσότεροι κάτοικοί του μετοίκησαν.[11]
Η
ελληνική εκπαιδευτική παράδοση συνεχίστηκε το 1839 με το εγκαινιασμένο
«αλληλοδιδακτικόν σχολείον», το οποίο λειτουργούσε έως το 1888. Εδώ η κύρια
μέθοδος διδασκαλίας ήταν η αλληλοδιδακτική και το ίδιο το σχολείο στεγάστηκε σ’
ένα διώροφο κτίριο που είχε μια μεγάλη αυλή με κήπο.[12]
Αυστηρά καθιερωμένος
ήταν ο τρόπος διοργάνωσης των μαθημάτων και προσδιορισμένοι οι υποχρεώσεις όλων
των μαθητών, του δασκάλου και των επιτρόπων.[13]
Αρχικά η εορτή του σχολείου
ήταν στις 30 Ιανουαρίου – ημέρα των Αγίων Τριών Ιεραρχών Βασιλείου του Μεγάλου,
Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου και αργότερα γιορτάστηκαν
και στις 11 Μαΐου – ημέρα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.
Κατά τις εορτές όλοι
οι μαθητές φορούσαν τα καινούργια τους ρούχα και πήγαν νωρίς στο σχολείο και
μετά στην εκκλησία όπου τραγουδούσαν και τελούταν αγιασμός.[14]
Το σχολικό έτος
τελείωσε στις 29 Ιουνίου – ημέρα των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, με
«εξέτασις» όλων των μαθητών. Η εξέταση άρχισε με αγιασμό και μαζί με τους
επιτρόπους παραβρέθηκαν επίσης όλοι οι πολίτες επειδή ήταν το σημαντικότερο
γεγονός στην κοινωνική ζωή του οικισμού.[15]
Από τους δασκάλους που δίδαξαν στο
ελληνικό σχολείο του Αρμπανάσι οι πιο φημισμένοι ήταν οι εξής: ο Ιβάν Σιγαλάτα,
εξαιρετικά μορφωμένος Έλληνας ο οποίος κατείχε πλούσια βιβλιοθήκη. Το 1855
μετακόμισε στην κοντινή πόλη Γκόρνα Οριάχοβιτσα, όπου επίσης ίδρυσε ελληνικό
σχολείο. Ο επόμενος δάσκαλος, ο πάτερ Ιβάντσο, εφημέριος της εκκλησίας Αγίου
Δημητρίου, γεννήθηκε στο Αρμπανάσι και σπούδασε στο γαλλόφωνο Λύκειο του Γαλατά
Σαράι στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμαθε καλά τα ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά.
Με την ίδρυση του αλληλοδιδακτικού σχολείου τον διαδέχθηκε ο πάτερ Μαρίν,
εφημέριος του ναού της Γέννησης του Χριστού. Η υποδειγματική τάξη και η καλή
οργάνωση της διδασκαλίας που καθιέρωσε έγιναν αιτία να τον προσκαλέσουν στο
Τίρνοβο να βοηθήσει με την εμπειρία και τις γνώσεις του για την καλύτερη
οργάνωση στο εκεί σχολείο.[16]
Για την ανάπτυξη της παιδείας στην ίδια την πόλη
του Τιρνόβου μπορούμε να πούμε πάρα πολλά πράγματα και επιπλέον έχουμε αρκετά
γραπτά μνημεία που ρίχνουν φως σ’ αυτό το θέμα. Εδώ ενδεικτικά πρέπει να
σημειώσουμε τον Κώδικα της Μητροπόλεως του Τιρνόβου, τον Κώδικα του ελληνικού
σχολείου, τον Κώδικα του Δήμου του Τιρνόβου κτλ. Μια ολόκληρη μελέτη μπορεί να
αφιερωθεί σ’ αυτό το θέμα. Εφόσον εδώ μιλάμε για τα ελληνικά σχολεία της
περιοχής του Τιρνόβου, μόνο θα αναφέρουμε μερικά στοιχεία από την πλούσια
ιστορία της ελληνικής παιδείας στην πόλη.
Η πρώτη ιστορική μαρτυρία είναι μια
σημείωση στο περιθώριο ενός αρχέτυπου βιβλίου από το 1751. Εκεί αναφέρεται για
κάποιον δάσκαλο στον “Κάτω μαχαλά”.[17] Στον Κώδικα της Μητροπόλεως του
Τιρνόβου για το 1783 γράφηκαν τα λεφτά που πήρε ο δάσκαλος Κότσο, ο οποίος
πιθανόν ήταν Βούλγαρος.[18] Το 1787 στον ίδιο Κώδικα αναφέρεται ένα
σχολείο.[19] Απόδειξη για την λειτουργία ελληνικού σχολείου στην πόλη βρίσκουμε
σ’ έναν κατάλογο βιβλίων – δωρεά από τον Νικόλαο Πίκολο και από άλλους πολίτες.
Σ’ ένα από τα βιβλία ο ίδιος ο Πίκολο έβαλε την υπογραφή του και έγραψε το έτος
αωιζ΄ (1817).[20]
Από τον Κώδικα του ελληνικού σχολείου βλέπουμε ότι το 1819 με
την από κοινού απόφαση του μητροπολίτη Ιωαννικίου και των προκρίτων της πόλης
ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο.[21]
Με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Ιλαρίων το 1832
στο Τίρνοβο χτίστηκε δημόσιο σχολείο με διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Οι
γνωστοί δάσκαλοι ο Τσάτσο από την Ελένα και ο πάτερ Μαρίν από το Αρμπανάσι
καθώς και το γεγονός ότι οι μαθητές δεν πλήρωσαν δίδακτρα προσέλκυσαν πολλά
παιδιά απ’ όλη την περιοχή. Το σχολείο αυτό κάηκε το 1845 στη μεγάλη πυρκαγιά
αλλά στη θέση του χτίστηκαν ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο όπου στεγάστηκε το νέο
σχολείο για το οποίο ξέρουμε ότι ήταν οργανωμένο σε τάξεις και καλά εξοπλισμένο
και επιπλωμένο.[22]
Ενδέχεται η ύπαρξη ακόμη ενός ελληνικού σχολείου κατά την
δεκαετία του 1830 που βρισκόταν κοντά στον καθεδρικό ναό της Παναγίας. Μάλλον
εδώ ήταν δάσκαλος μέχρι το 1835 και ο Αντών Νικοπίτ.[23] Για τη λειτουργία δύο
ελληνικών σχολείων στο Τίρνοβο γράφει και ο Ρώσος επιστήμονας Βίκτωρ
Γρηγόροβιτς στις ταξιδιωτικές σημειώσεις του.[24]
Εκτός από το Τίρνοβο και το
Αρμπανάσι η ελληνική παιδεία διαδόθηκε και στους γύρω οικισμούς. Στο πρώτο
μέρος είναι η πόλη Λιάσκοβετς, όπου φορείς της ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού
έγιναν οι ντόπιοι πρόκριτοι. Κατά τα 1810 ο τσορμπατζής χατζή Ηλίας χ. Τσόνεφ
επισκέφθηκε το Άγιο Όρος και γύρισε από εκεί μαζί με έναν δάσκαλο, ο οποίος
έβαλε τα θεμέλια του ελληνικού σχολείου στην πόλη. Εδώ οι μαθητές απόκτησαν
στοιχειώδεις γνώσεις και μετά μπορούσαν να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους στο Αρμπανάσι.
Οι πρώτοι δάσκαλοι ήταν ο Κύριλλος, που ήρθε από τον Άθω, ο Πολύκαρπος και ο
Στογιάν Ιβανόφ με το παρατσούκλι Ρουμέικο δηλαδή Έλληνας (στην τουρκική
γλώσσα rum – Έλληνας).[25] Έχουμε πληροφορίες ότι το 1824 στην εκκλησία του
Αγ. Νικολάου λειτουργούσε ακόμη ένα ελληνικό σχολείο αλλά δυστυχώς δεν ξέρουμε
πότε ακριβώς ιδρύθηκε.[26]
Στην πόλη Ελένα υπήρξε εκκλησιαστικό σχολείο ακόμη
από τον ΙΗ΄ αι. και το 1806 ήρθαν μοναχοί από την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, οι
οποίοι άρχισαν να διδάσκουν στα παιδιά της πόλης, χωρίς όμως να έχουν μόνιμο
κτίριο για σχολείο.[27] Δεν ξέρουμε με ακρίβεια εάν δίδασκαν στην ελληνική
γλώσσα αλλά τα μαθήματα ελληνικών ήταν υποχρεωτικά και επίσημα γραμμένα στο
εκπαιδευτικό πρόγραμμα του σχολείου που εγκαινιάσθηκε κατά το 1845.[28]
Μέσα
στο δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. και τις αρχές του ΙΘ΄ αι. μοναστηριακά και
εκκλησιαστικά σχολεία λειτουργούσαν σε πολλούς οικισμούς της περιοχής του
Τιρνόβου. Ως παράδειγμα το 1770 στο χωριό Πτσελίστε ήρθε ο πάτερ Στογιάν, ο
οποίος ήταν γνωστός λόγιος και ήξερε άπταιστα τα ελληνικά. Αυτός χτίστηκε μια
ξύλινη εκκλησία με μετόχι και εκεί το 1787 άνοιξε σχολείο.[29] Το 1826 ο πάτερ
Γκένκο, ο οποίος ήταν “πολύ μορφωμένος” και ήξερε καλά τα ελληνικά, χτίστηκε
ένα νέο σχολείο στην πόλη Κιλιφάρεβο.[30] Εκκλησιαστικά και μοναστηριακά
σχολεία άνοιξαν τις πόρτες τους και στα χωριά Τσέροβα κορία, Μίντια, Μαρίηνο
κ.ά.[31] Ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της παιδείας υπήρξαν και στα γύρω
μοναστήρια: των Αγ. Ταξιάρχων στο Πρίσοβο, του Αγ. Νικολάου στο Καπίνοβο, του Αγ.
Προφήτη Ηλία στο Πλάκοβο κλπ.[32]32 Δεν διαθέτουμε με αδιαμφισβήτητες
αποδείξεις ότι η γλώσσα της διδασκαλίας ήταν η ελληνική, αλλά τέλος πάντων
μπορούμε να το υποθέσουμε εφόσον διαπιστώσαμε την κυριαρχία του ελληνικού
πολιτισμού και της γλώσσας σ’ εκείνα τα χρόνια.
Η σύντομη επισκόπηση αυτή των
ελληνικών σχολείων στην πόλη Τίρνοβο και στις γύρω πόλεις και χωριά κατά το
δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αι. και τα μέσα του ΙΘ΄ αι. καθορίζεί κατηγορηματικά ότι
όλη η περιοχή υπήρξε κέντρο της ελληνικής παιδείας κατά την περίοδο της πρώιμης
Βουλγαρικής Αναγέννησης………..
http://www.eens-congress.eu/?main__page=1&main__lang=de&eensCongress_cmd=showPaper&eensCongress_id=61
Πανεπιστήμιο του Βελίκο Τίρνοβο
«Αγ. Κυρίλλου και Μεθοδίου», Βουλγαρία
Απάντηση
.
.
Βλάσης
Αγτζίδης on 01/04/2013
Η συμβολή του Ρήγα στην αναζήτηση νεοελληνικής
ταυτότητας
Από τον Δημήτρη Τίτσιας !
Ο βυζαντινός ιστορικός Λαόνικος
Χαλκοκονδύλης (1423-1490) αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης έγραψε:
«Και όταν έρθει καιρός …. τα τέκνα των Ελλήνων θα συγκεντρωθούν και θα
συστήσουν κράτος δικό τους και θα ζουν τη ζωή τους με τρόπο που θα αρέσει στους
ίδιους και θα θαυμάζουν οι ξένοι»1. Το πρώτο σκέλος της πρόβλεψης του
βυζαντινού ιστορικού έχει εκπληρωθεί στο μέτρο που το νεοελληνικό κράτος είναι
μια πραγματικότητα. Το δεύτερο σκέλος της
αν δηλαδή μας αρέσει ο τρόπος που ζούμε και αν είναι στους ξένους θαυμαστός προβάλλει σαφώς πολυτρόπως
αμφιλεγόμενο. Και τούτο, διότι ο νέος ελληνισμός δεν κατάφερε στη νεωτερική
εποχή που έχει ήδη εκπνεύσει να διαμορφώσει μια συλλογική εθνική ταυτότητα, η οποία
να είναι μεν συνέχεια του ιστορικού παρελθόντος αλλά πρωτίστως να του δίδει τη
δυνατότητα να συμμετέχει στο σύγχρονο κόσμο κομίζοντας πολιτισμό και
νοηματοδότηση του βίου που ενδιαφέρουν πανανθρώπινα.
Είναι αλήθεια ότι έχουν
διατυπωθεί πολλές εκδοχές για το ποια είναι ή έπρεπε να είναι η ταυτότητα του
νέου ελληνισμού. Οι εκδοχές αυτές είναι μεταξύ τους συγκρουσι- ακές και κυρίως
προσπαθούν να απαντήσουν στο ερώτημα που πρέπει να «ανήκομεν» ώστε να μην
είμαστε έθνος «ανάδελφον». Η παρούσα θέση δεν είναι η καταλληλότερη για μια
εξαντλητική παρουσίαση όλων των εκδοχών. Είναι, όμως, αναγκαία η συνοπτική
αναφορά των δύο πιο χαρακτηριστικών, οι οποίες προϋπήρξαν της ελληνικής
επανάστασης και επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας2.
Η πρώτη εκδοχή είναι η
κλασσικιστική-δυτική. Ξεκινά από τους ενωτικούς του Βυζαντίου και φτάνει στους
σημερινούς «ευρωπαϊστές». Σύμφωνα με την πιο ακραία της ίσως θέση οι Βυζαντινοί
δεν ήταν έλληνες. Τα αρχαιοελληνικά φώτα είχαν σβήσει στο Βυζάντιο. Σώθηκαν
όμως στη Δύση απ όπου τα
παίρνουμε εμείς οι νεώτεροι και γινόμαστε έτσι «συνέχεια των αρχαίων». Δόγμα
της εκδοχής αυτής είναι το «ανήκο- μεν εις τη Δύση» και πνευματικός πατέρας της
ο Αδαμάντιος Κοραής με τη θεωρία της λεγόμενης «μετακένωσης», η οποία
λειτουργεί ως «αερογέφυρα» προκειμένου να ξανασυνδεθούμε με την αρχαία
Ελλάδα.
Η δεύτερη εκδοχή είναι η βασιζόμενη στη Ρωμανική παράδοση, στην
παράδοση της ρωμιοσύνης, δηλαδή στην κεντρική παράδοση του Βυζαντίου. Στη
διάρκεια της Τουρκοκρατίας η εκδοχή αυτή εκπροσωπείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στη νεότερη εποχή εκφράζεται από μορφές όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Μακρυγιάννης
και ο Παπαδιαμάντης. Κατά την εκδοχή αυτή η ευρύτερη ταυτότητα στην οποία
ανήκουμε είναι η Ρωμιοσύνη
Ρωμανία. Μέσα στην παράδοση της ρωμιοσύνης ξεπεράστηκαν οι εθνικές ταυτότητες
του αρχαίου έλληνα και του αρχαίου ρωμαίου και δημιουργήθηκε μια καινούρια
ταυτότητα με πυρήνα την ορθόδοξη εκκλησία.
Υπάρχουν βέβαια και άλλες εκδοχές
(σθεναρά υποστηριζόμενες), όπως ότι το ελληνικό έθνος είναι κατά βάση
καινούριο, γέννημα των εθνικισμών του 18ου αιώνα, χωρίς συνέχεια με το
βυζαντινό και τον αρχαίο ελληνισμό ή ακόμη η άποψη ότι η αναζήτηση εθνικής
ταυτότητας στο σύγχρονο περιβάλλον του μεταμοντέρνου κοσμο- πολιτισμού είναι
χωρίς νόημα. Οι δύο, όμως, ανωτέρω κύριες εκδοχές συνεχίζουν να συνυπάρχουν στο
σώμα του νέου ελληνισμού και τούτο είναι εμφανές σε πολλά πεδία της πολιτικής,
του πολιτισμού και της παιδείας που γίνονται πεδίο αντιπαράθεσης3.
Ευθύς εξ
αρχής θα διατυπώσουμε την άποψη ότι η αντιπαράθεση αυτή υπήρξε από τη γένεσή
της σχηματική και μανιχαϊστική. Οδήγησε σε πνευματική φτώχεια ενώ συχνά
προκάλεσε τραγικό διχασμό του ελληνικού σώματος4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήδη
πριν τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους: Η μία πλευρά μεταφέρει άκριτα στον
ελληνικό χώρο την αντιεκκλησιαστική ανάγνωση της γαλλικής επανάστασης του 1789
και σε αντίδραση πολλοί ιεράρχες δεν διστάζουν να γίνουν απολογητές της
τουρκοκρατίας5. Το ότι η αντιπαράθεση αυτή οδήγησε σε πνευματική φτώχεια
φαίνεται και από το πώς οι δύο απόψεις εξηγούν τη «νεοελληνική αποτυχία» για
την οποία πάντως συμφωνούν. Οι οπαδοί της μίας άποψης κατανοούν την αποτυχία
σαν «απόκλιση» από αυτό που νομίζουν ότι είναι η Ευρώπη και οι οπαδοί της άλλης
άποψης σαν απόκλιση από αυτό που νομίζουν ότι ήταν το Βυζάντιο. Ξεχνούν, όμως,
ότι πέραν των δυτικών και βυζαντινών προτύπων και μέτρων, υπάρχουν ή
τουλάχιστον οφείλουν να υπάρξουν και τα δικά μας, τα νεοελληνικά. Λέγοντας
«δικά μας» δεν εννοούμε «μέτρα και πρότυπα» μιας επαρχιώτικης αυταρέσκειας ούτε
καν εκείνα μιας βαλκανικής εμβέλειας. Εννοούμε «μέτρα» οικουμενικής αξίας που
προϋποθέτουν ασφαλώς έναν αντίστοιχο πνευματικό ορίζοντα, που τον είχαμε άλλοτε
αλλά θα έπρεπε να τον αποκτήσουμε (ή τουλάχιστον αναζητήσουμε) και πάλι, καθώς
βγαίναμε από τη μακριά νύχτα της εθνικής δουλείας. Το ελληνικό, επομένως, έθνος
με την έξοδό του από την τουρκοκρατία και την αναγέννησή του δεν όφειλε
υποχρεωτικά να αναπαράγει το «Βυζάντιο» ή την «Ευρώπη». Και δεν θα κριθεί και
απορριφθεί επειδή δεν το κατάφερε. Θα κριθεί επειδή δεν διαμόρφωσε αρκούντως
νεοελληνικά πρότυπα που αντιστοιχούν στις δικές του δυνατότητες, επειδή δεν
άρθρωσε αρκούντως τη δική του παρουσία και δημιουργική συμβολή στον σύγχρονο
κόσμο. Αντί το νεοελληνικό έθνος να διαμορφώσει σιγά σιγά μόνο του τα πρότυπά
του, τον «παραδειγματικό του εαυτό», αποδόθηκε σε μια απόδραση από την
πραγματικότητα, σε μια «φυγή προς τα έξω» (Ευρώπη) ή σε μια «φυγή προς τα πίσω»
(Βυζάντιο)6.
Το παράδειγμα του Ρήγα δείχνει, όμως, ότι υπήρχε και η δυνατότητα
της υπέρβασης, της «φυγής» όχι «προς τα πίσω» ή «προς έξω» αλλά προς τα εμπρός,
προς το μέλλον μέσω πραγματικών συνθέσεων και όχι κατασκευασμένων
αντιπαλοτήτων. Ολόκληρο το έργο και η ζωή του Ρήγα είναι μια υπέρβαση της
διαμάχης, «δυτικιστών» – «ανατολιστών», «φωταδιστών» και «σκοταδιστών», όπως κατά
καιρούς αλληλοαποκαλούνται δηκτικά οι αντιμαχόμενες παρατάξεις. Στο πνεύμα του
ξαναζεί η ηρωϊκή πάλη του Κων/νου Παλαιολόγου κατά των δύο άκρων7. Αυτό που
ξαφνιάζει στην περίπτωση του Ρήγα είναι ότι η σκέψη και η δράση του
απαγκιστρώνεται από καλούπια που και για τους συγχρόνους του αλλά και για τους
μεταγενέστερους λειτούργησαν ως προκρούστειες κλίνες. Εντυπωσιάζει η δύναμη του
Ρήγα να αρθρώσει ένα επαρκώς αυτοτελές κοσμοείδωλο, να αναπτύξει σκέψη, αν όχι
εντελώς πρωτότυπη, τουλάχιστον αυτόνομη, γνήσια και λυσιτελή για το κοινό
συμφέρον, για το κοινό καλό και μάλιστα όλων των εθνοτήτων που κατοικούν στην
«οικουμένη» που αποτυπώνει στη Χάρτα του. Δεν διστάζει να υιοθετήσει οτιδήποτε
πιστεύει ότι θα προάγει το υπόδουλο γένος και ιδίως τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό
αλλά έχει ταυτόχρονα συνείδηση ότι προέρχεται από ένα λαό, ο οποίος δεν έπαψε
ποτέ, ακόμη και στα χρόνια της δουλείας, να παράγει πολιτισμό. Ο Ρήγας δεν έχει
καμία αμφιβολία ότι οι νεοέλληνες (εν γένει οι υπόδουλοι) πρέπει γρήγορα να
γίνουν κοινωνοί των επαναστατικών αλλαγών που έλαβαν χώρα από την αναγέννηση
και μετά στη δυτική Ευρώπη, ιδίως στις επιστήμες και στην καθιέρωση του κράτους
δικαίου.
Το έργο του «Φυσικής απάνθισμα» αλλά και η σύνταξη νεοελληνικού
συντάγματος κατά τα πρότυπα των γαλλικών καταδεικνύει ότι για το Ρήγα η
αφομοίωση από τους νεοέλληνες του ευρωπαϊκού αυτού κεκτημένου είναι
προτεραιότητα. Όμως ο Ρήγας δεν αισθάνεται ότι η αποστολή του νέου ελληνισμού
μπορεί να εκπληρωθεί αν δημιουργηθεί κράτος που θα μοιάζει με μια μακρινή
επαρχία της Γαλλίας και αν ο νεοέλληνας μετατραπεί σε «Γραικογάλλο». Με βάση
τις γνώσεις και τα βιώματά του συναισθάνεται (πιστοποιεί εμπειρικά αλλά συνάμα
προφητικά) ότι για να γίνει η Ελλάδα αληθινά (και όχι μιμητικά) νεωτερική θα
πρέπει να υπάρξει ένα κίνημα προερχόμενο από τη δική της ουσία8, διότι δεν θα
ήταν δυνατόν να ζήσει αποκλει- στικά και μόνο από τα σωματίδια του φωτός, που
της έρχονται από τις χώρες του δύοντος ήλιου9. Ο Ρήγας γνωρίζει ότι ο
ελληνισμός δεν περιορίζεται μόνο στα όρια του αρχαίου κόσμου10 αλλά παρήγαγε
πολιτισμό διαχρονικά σ ολόκληρο
το χώρο που περιγράφει στη χάρτα του μπολιάζοντας με τις παραδόσεις του όλους
τους λαούς που εγκαταστάθηκαν εδώ κατά καιρούς με τους οποίους απέκτησε και
κοινές παραδόσεις συναποτελώντας μαζί τους μια «οικουμένη»11.
Η Αθήνα και η
Κωνσταντινούπολη συνυπάρχουν εμφατικά τόσο στη Χάρτα του όσο και στην ψυχή του,
η οποία φρίττει βαρυστενάχουσα για τη σκλαβιά της βασι- λεύουσας πόλης, όπως ο
ίδιος αναφέρει στο επίγραμμα της Επιπεδογραφίας της. Για αυτό δεν μπορούμε να
συμφωνήσουμε με τον διακεκριμένο άγγλο ιστορικό Arnold Toynbee, ο οποίος στο
γνωστό έργο του «Οι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους»12 θεωρεί ακατανόητο το
γεγονός ότι ο Ρήγας στη νέα πολιτική διοίκηση χαρακτηρίζει το λαό που κατοικεί
την Ρούμελην, την Μικράν Ασίαν, τας Μεσογείους νήσους και την Βλαχομπογδανίαν
«απόγονο των ελλήνων». Και το θεωρεί αυτό εκπληκτικό ο άγγλος ιστορικός γιατί ο
Ρήγας «είχε πρακτική εμπειρία και μάλιστα από υπεύθυνες θέσεις τις πολιτικής
πραγματικότητας». Πιστεύουμε ότι αυτό που βίωνε ο Ρήγας και υποβαθμίζει ο
Toynbee είναι ότι στην περιοχή της άλλοτε βυζαντινής αυτοκρατορίας υπήρξε
πάντοτε μια συνέχεια κοινωνικών θεσμών, πολιτικών συστημάτων αυτοδιοίκησης,
θρησκευτικής παράδοσης, συνέχεια δηλαδή ενιαίου πολιτισμού που τον συγκροτούσε
η αρχαιοελληνική κληρονομιά, το ρωμαϊκό δίκαιο, η εκκλησιαστική ορθοδοξία, όπως
και τα δημιουργήματα αυτού του πολιτισμού σε κάθε τομέα της τέχνης13. Υπήρξε
στην περιοχή αυτή ακόμη και στα χρόνια της δουλείας η συνέχιση της «Βυζαντινής
Κοινοπολιτείας»14 αυτό που προσφυώς ονομάστηκε από τον Ρουμάνο ιστορικό Ν.
Iorga «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο»15. Αυτή η πολιτισμική συνέχεια (κουλτούρα,
γνώση, μνήμη) και ο πνευματικός πολιτισμός, ο οποίος διασώθηκε μέσα στο
σκλαβωμένο γένος αλλά στο νέο ελληνικό κράτος απωθήθηκε όχι μόνο ως τα χρόνια
του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου και του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου αλλά και
μετέπειτα, είναι για τον Ρήγα βίωμα και απτή πραγματικότητα.
Επιπλέον ο Ρήγας
γνώριζε ότι παρά την ύπαρξη περισσότερων βαλκανικών λαών (με εθνική συνείδηση
που διαμορφωνόταν έστω σταδιακά από τους τελευταίους ακόμη αιώνες του
Βυζαντίου) υπήρχε ένα κοινός βαλκανικός πολιτισμός16 και η υπεράσπιση κοινών
συμφερόντων και κοινών διεκδικήσεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρα- τορίας17.
Περαιτέρω, όμως, το ελληνικό στοιχείο
είτε από ηγεμονική θέση είτε και ως πολιτικά υποταγμένο- αποτελούσε διαχρονικά
(από τον ελληνιστικό κόσμο έως την Οθωμανική κατάκτηση) το πρωταρχικό
οικονομικό και πολιτιστικό στοιχείο μέσα στα γεωγραφικά όρια των διαδοχικών
υπερεθνικών συγκροτημάτων, σκορπισμένο σε ενότητες, λιγότερο ή περισσότερο
συμπαγείς, ώστε να είναι δύσκολο να καθορίσει τα γεωγραφικά όρια της εθνικής
του βάσης18. Κατά τον 18ο αιώνα ο ελληνικός πληθυσμός εξαπλωμένος μέσα σ όλη τη χερσόνησο και ανάμεσα και
στους άλλους λαούς αποτελεί ένα είδος διαβαλκανικής αστικής τάξης, που
παρασύρει σε οικονομική άνοδο όλους τους βαλκανικούς λαούς και συμβάλει στο
σχηματισμό μιας ντόπιας εμπορικής τάξης. Οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των
Βαλκανίων, της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολής, οποιαδήποτε και
αν ήταν η εθνική καταγωγή τους, είχαν εξελληνιστεί19. Στον εξελληνισμό
συνετέλεσε σημαντικά και το οθωμανικό διοικητικό σύστημα των millet (το οποίο
δημιουργήθηκε σταδιακά και αποκρυσταλλώθηκε τον 18ο αιώνα) και η ηγετική θέση
που είχε το ελληνικό στοιχείο στα πλαίσια του Rum Millet, της «Χριστιανικής
Κοινοπολιτείας» υπό την ηγεσία του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ιδίως μετά την
κατάργηση του σερβικού πατριαρχείου (1766) και της βουλγαρικής αρχιεπισκοπής
(1767)20. Έτσι και στο 18ο αιώνα οι έλληνες στα Βαλκάνια δεν αντιπροσωπεύουν
μόνο μια ακόμα εθνότητα, αλλά μια πολιτιστική παράδοση (παιδεία γλώσσα) που αφομοίωνε τους
άλλους21. Έτσι αναπτύσσεται, παράλληλα με την εθνική ιδέα, μια διαβαλκανική
συνείδηση χωρίς να προσκρούει σοβαρά στον εκκολαπτόμενο εθνικισμό του καθενός
από τους βαλκανικούς λαούς22.
Το αίσθημα αδελφοσύνης που διαπίστωνε ο Ρήγας
μεταξύ των βαλκανικών λαών23 σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι οι διαπλεκόμενοι
σχηματισμοί παραδόσεων, τα «έθνη»24 της περιοχής, μπορούν να συνυπάρξουν σε μια
νέα μορφή οικουμένης οδήγησε το Ρήγα να υποστηρίξει όχι έναν μονιστικό,
φυλετικό εθνικισμό με στόχο ένα εθνικό κράτος (και μάλιστα στα αρχαιοελλαδικά
όρια) κατ απομίμηση «των πολιτισμένων εθνών
της Εσπερίας» αλλά έναν πλουραλιστικό εθνικισμό με βάση τον πολιτισμό και τις
κοινές παραδόσεις των λαών της περιοχής ώστε να ιδρυθεί μια νέα κοινοπολιτεία-
οικουμένη, η οποία θα βασίζεται στις κοινές αυτές παραδόσεις και ταυτόχρονα θα
αφομοιώνει δημιουργικά τα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού25. Μια
κοινοπολιτεία, όμως, δημοκρατική, με συνταγματική κατοχύρωση ατομικών αλλά και
ομάδικων δικαιωμάτων ανεξάρτητα από εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές και
κοινωνικές διακρίσεις26, μια κοινοπολιτεία που από τη θέσμισή της αποστρέφεται
τον δεσποτισμό (ακόμη και τον ελληνικό), διότι ο τελευταίος εκ των πραγμάτων
δυναμιτίζει εκ των έσω τη συνύπαρξη27. Τελικά, όμως, επικράτησε στα Βαλκάνια ο
δυτικόπνευστος εθνικισμός που εισήγαγε τις επόμενες δεκαετίες την ξενοφοβία,
κατέστρεψε την ελληνική πνευματική ηγεμονία και υπονόμευσε τη δυνατότητα
αληθινής χειραφέτησης της ανατολής. Της Ανατολής που είχε πάντα ενωτικό δεσμό
τον πολιτισμό, την παιδεία και την πίστη και όχι την καταγωγή28. Της Ανατολής
όπου κυριαρχεί η ελληνική μορφή οικουμένης που ενώνει τα έθνη πνευματικά και
ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της ετερότητάς τους29. Ο εθνικισμός αυτός είχε το
παράδοξο αποτέλεσμα σε διάστημα ενός περίπου αιώνα να περιορίσει τελεσίδικα τον
Ελληνισμό σε τμήμα του βυζαντινού διοικητικού θέματος της Ελλάδος και κυρίως να
δημιουργήσει ή να εντείνει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων βαλκανικών
λαών30. Η εγκατάλειψη του υπερεθνικού οράματος του Ρήγα και η στόχευση στη
δημιουργία ελληνικού κρατιδίου (με ατελές μάλιστα πολιτικό και πνευματικό
υπόβαθρο)31 αποτέλεσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού
των άλλων βαλκανικών λαών32.
Ως προς την απόδραση των συνοίκων λαών από την
Ορθόδοξη Οικουμένη, την οποία τόσο πολύ επέκρινε η Ελλάς του 19ου αιώνα,
πρέπει, συνεπώς, πάντοτε να υπομιμνήσκεται ότι πρώτοι απέδρασαν οι Ελληνες.
Prior tempore, fortior iuris, είχαν κηρύξει εξαρχής οι Έλληνες. Τους Έλληνες
μιμήθηκαν οι υπόλοιποι λαοί της Νοτιο- ανατολικής Ευρώπης, ακόμη και οι
Τούρκοι, φυσικά με μεγάλη καθυστέρηση (1908). Η δυσανάλογη στροφή των Ελλήνων
προς την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, έστρεψε και τους άλλους συνοίκους λαούς στην
προσπάθεια να βρουν και αυτοί τους αρχαίους τους προγόνους και υπονόμευσε κάθε
επιθυμία για συνεργασία των λαών της περι- οχής εναντίον της οθωμανικής
κυριαρχίας. Ο αντίκτυπος της ελληνικής γλώσσας και της παιδείας, με την
κοσμοπολίτική τους ιδιότητα (ως αγαθών που συνέβαλαν στην τελείωση του
ανθρώπου), ο οποίος είχε προαχθεί από το ελληνικό εκκλησιαστικό και κοινοτικό
σχολείο και συγκινήσει τους Έλληνες, τους Δυτικοευρωπαίους αλλά και τους
συνοίκους αλλοφώνους λαούς της Ορθόδοξης Οικουμένης (Βουλγάρους, Νοτιο-
σλάβους, Σέρβους, Αλβανούς και Ρουμάνους), χάθηκε ανεπιστρεπτί όταν οι Έλληνες
εγκατέλειψαν την κοσμοπολίτικη υπόσταση της γλώσσας και τη χρησιμοποίησαν με τη
χερντεριανή της υπόσταση ως όργανο στην υπηρεσία του έθνους. Έτσι λοιπόν εξη-
γείται και η απομάκρυνση των συνοίκων λαών από την Ορθόδοξη Οικουμένη, έτσι δε
εξηγείται και η μείωση της απήχησης που είχε το ελληνικό σχολείο, όταν
προσέλαβε η ελληνική γλώσσα την ιδιότητα μιας σύγχρονης εθνικής
γλώσσας33.
……………………………
…………………………….
Απάντηση
.
.
Βλάσης
Αγτζίδης on 01/04/2013
…………………………
…………………………
Συμπερασματικά, λοιπόν, με την
αντίστροφη (προς τη θεώρηση του Ρήγα) κίνηση εξάφθηκε ο εθνικισμός των
μερικότερων εθνικών συνόλων και προωθήθηκε η σύσταση μικρών εθνικών κρατών, με
βάση τη διάλεκτο γλώσσα,
με παράλληλη κατάλυση της μακραίωνης συνειδησιακής τους ενότητας. Έτσι κατέστη
δυσχερής η επάνοδός των λαών αυτών στο ιστορικό προσκήνιο και στη νεωτερικότητα
με δικές τους κατακτήσεις και όχι ως φτωχών συγγενών, παρόλο που το βάθος και η
ποιότητα των παραδόσεών τους αποτελούσαν ασφαλές θεμέλιο ώστε να τοποθετηθεί,
στον ελεύθερο πλέον τόπο τους, μια νέα οικουμενικότητα34. Οι διαβαλκανικές
συγκρούσεις του 19ου και 20ου αιώνα είναι το κορύφωμα αυτής της πολιτικής35,
στις δε συγκρούσεις αυτές κεντρικό ρόλο θα διαδραματίσει ακόμη και η ορθοδοξία,
η οποία (παρά την καταδίκη του φυλετισμού από πανορθόδοξη σύνοδο στην
Κωνσταντινούπολη το 1872) από ενωτική δύναμη και «δεσμός», θα καταστεί βαθμιαία
εθνική «θρησκεία» και όπλο του εθνικισμού36 .
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα το όραμα
του Ρήγα ήταν μάλλον ρεαλιστικότερο εάν βέβαια ο σκοπός ήταν η συνέχεια του
ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή που ο Ρήγας αποτυπώνει στη Χάρτα του και όπου
είχε πρωταρχική παρουσία και συνεισφορά για χιλιετίες37. Αλλά και για το σύνολο
βαλκανικό χώρο, ακόμη και μετά την έναρξη της διαδικασίας χειραφέτησης από την
αυθεντία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το πολυεθνικό κράτος του γένους που
αυτό προωθούσε38, η ιδέα του «υπερεθνικού» κράτους του Ρήγα ήταν προσφορότερο
μέσο αντιμετώπισης των πολύπλοκων προ- βλημάτων και ομαλότερης εισόδου στη νέα
μεταοθωμανική εποχή39. Η επαναστατική διαδοχή στην οθωμανική αυτοκρατορία (και
όχι η απορρόφησή της, όπως προέκρινε η τάξη των Φαναριωτών και της
εκκλησιαστικής ιεραρχίας), στην οποία στόχευε ο Ρήγας, διαφέρει ουσιωδώς από
την Μεγάλη Ιδέα, που εκκολάφθηκε στο πλαίσιο του νεοελληνικού κράτους40. Η Μεγάλη
Ιδέα προτείνει την εθνική ολοκλήρωση με όρους εθνικής καθαρότητας και κυριάρχου
κράτους (-έθνους), κινείται δηλαδή στο περιβάλλον του ευρωπαϊκού εθνοκρατικού
κεκτημένου και όχι της ελληνικής οικουμενικής κοσμόπολης (οικουμένης)41. Το
νεωτερικό, όμως, πρότυπο της εθνικής ολοκλήρωσης, ως λύσης του Ανατολικού
Ζητήματος, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς
εθνοκαθάρσεις, χωρίς γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών42.
Το πρόταγμα,
επομένως, του Ρήγα δεν ήταν ουτοπικό αλλά, ίσως, η πιο ριζοσπα- στική λύση ενός
εκρηκτικού προβλήματος, μια λύση που είχε προταθεί προτού ακόμη το ίδιο το
πρόβλημα γίνει εντελώς προφανές σε όλη την πολυπλοκότητά του43. Ακόμη, όμως,
και σήμερα που η εποχή των εθνικών επαναστάσεων έχει παρέλθει το έργο του Ρήγα
παραμένει επίκαιρο και γόνιμο44 ίσως γιατί πράγματι η εθνική επιβίωση εξαρτάται
λιγότερο από τη βιαιότητα και το διεκδικητικό σοβινισμό και περισσότερο από τη
συμβιωτική σχέση με άλλες παραδόσεις, μέσα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής
(κοινο)πολιτείας45. Στο επίπεδο της αναζήτησης νεοελληνικής ταυτότητας το έργο
του Ρήγα αποτέλεσε μια προσπάθεια για «γόνιμη πρόσληψη και οργανική αφομοίωση
του ευρωνεωτερικού πολιτιστικού προτύπου», μπορούσε στην εποχή του και μπορεί
και σήμερα να αποτελέσει μια βάση για την υπέρβαση του διλήμματος μεταξύ
«βυζαντινορθόδοξου οικουμενισμού» και «δυτικόπνευστου εθνικισμού» και τη
δημιουργία μιας σύγχρονης νεοελληνικής ταυτότητας με οικουμενική ιδιαιτερότητα
που θα επιτρέψει στον σύγχρονο ελληνισμό να διαδραματίσει ουσιαστικότερο ρόλο
στο σύγχρονο κόσμο και ιδίως στην Ευρώπη46. Το ζητούμενο στη σημερινή εποχή δεν
είναι μόνο τι είδους πολιτειακό μόρφωμα επιθυμούμε, αν και οι εξελίξεις στην
Ευρωπαϊκή Ένωση (με την ένταξη μάλιστα σ
αυτή σημαντικού τμήματος του μεταβυζαντινού και μεταοθωμανικού κόσμου) έχουν
ήδη θέσει και αυτό το ζήτημα επί τάπητος. Μέγα ζητούμενο αποτελεί η «πραγματική
σύνθεση», η εύρεση θεμελίου (πέτρας) ώστε να μπορεί να υπάρξει Ελλάδα ικανή να
εγερθεί ως το οικουμενικό επίπεδο αντιμετωπίζοντας την πολιτική ως μοίρα της47
και συμβάλλοντας στην υπέρβαση των αδιεξόδων του σύγχρονου πολιτιστικού
παραδείγματος, το οποίο τόσες σημαντικές επιτυχίες κατέγραψε ιδίως στο χώρο της
επιστήμης αλλά και τόσες τραγικές αποτυχίες με αποκορύφωμα τα ναζιστικά –
ολοκληρωτικά καθεστώτα και τους παγκοσμίους πολέμους.
Η βιβλιογραφία που
περιγράφει τα προβλήματα της σύγχρονης «μαζικής δημοκρα- τίας» και της
κοινωνίας του διαλυμένου ατόμου είναι πλέον εκτενής48. Ο ελληνισμός, όπως και
οι υπόλοιποι βαλκανικοί λαοί, κι αν ακόμη βρίσκονται σε πολύ χαμηλή θέση στο
σύστημα του διεθνούς καταμερισμού της υλικής και πνευματικής εργασίας49,
μπορούν όμως να αξιοποιήσουν δημιουργικά τις ανεξάντλητες κοινές παραδόσεις
τους και να αρθρώσουν λόγο με πανανθρώπινη εμβέλεια που θα προσπαθεί να δώσει
μια άλλη απάντηση στα όχι και λίγα αδιέξοδα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού50.
Η θεώρηση του ανθρώπου ως προσώπου και όχι ως ατόμου και η προτεραιότητα στις
αδιαμεσολάβητες σχέσεις των προσώπων, η ευχαριστιακή πρόσληψη και χρήση του
κόσμου και της ύλης, η αναζήτηση της ψυχικής ισορροπίας στη χαρμολύπη, η
νοσταλγία του προσωποκεντρικού κοινοτισμού είναι ενδεικτικά και μόνο πρότυπα
και μέτρα που άνθισαν στον τόπο αυτό και παρήγαγαν πολιτισμό δυσθεώρητο51.
Μπορούν και σήμερα να εμπνεύσουν και να μας βοηθήσουν να πιάσουμε το χαμένο
νήμα μιας πραγματικής δημιουργίας που θα αποτελεί προσφορά στον σύγχρονο
άνθρωπο. Είναι απαραίτητη η αναζήτηση ενός νέου πολιτιστικού παραδείγματος, που
θα συνενώνει την ανατολική και τη δυτική οικουμένη και θα αποτρέπει τη μεταξύ
τους σύγκρουση που πολλοί προβλέπουν52. Το έργο και κυρίως το παράδειγμα του
Ρήγα μπορούν πολλά να προσφέρουν προς αυτή την κατεύθυνση και για το λόγο αυτό
ο Ρήγας αξίζει να μελετάται ως μορφή με οικουμενική εμβέλεια. Η πολιτική και
πολιτειακή σκέψη του Ρήγα είναι πάντα επίκαιρη, διότι υπηρετεί την οικουμενική
ελληνικότητα, η οποία αποτελεί ζητούμενο και όρο επιβίωσης και για το σύγχρονο
«εθνικό» κράτος. Εν τέλει η αξία της πρότασης του Ρήγα είναι ανέκπτωτη, διότι
πηγάζει από μια άλλη εμπειρία (ανθρωπολογικής βαθμίδας), η οποία παραμένει
(στην ουσία της) ακόμη εκτός της σύγχρονης αναζήτησης, παρόλο που στην εμπειρία
αυτή μπορεί, ίσως, να αναζητηθεί διέξοδος στη συντελούμενη κατολίσθηση του
νεωτερικού πολιτισμού στον σύγχρονο μηδενισμό, τον χαρακτηριζόμενο πρωτίστως
από την αποσύνθεση του νεωτερικού υποκειμένου (ατομικού/συλλογικού :
Ατόμου/Εθνοκράτους)53.
Σημειώσεις
1. Βλ. Νίκος Σβορώνος, Επισκόπηση της
Νεοελληνικής Ιστορίας, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα,1999,σελ.21,22,του ίδιου, Το
Ελληνικό Έθνος, Γέννηση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού,εκδ.Πόλις,Αθήνα2004,
σελ.85, Θεόδωρος Ζιάκας,«Αυτοείδωλονεγενόμην» -Το αίνιγμα της ελληνικής
ταυτότητας, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα, 2005, σελ. 10.
2. Βλ. για αυτές Ζιάκα, ό.π.,
σελ. 19 κ.ε., του ίδιου, Έθνος και Παράδοση, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2003,
σελ. 11 επ.
3. Όπως σημειώνει ο Κάλλιστος Ware, Η εσωτερική ενότητα και η
επίδραση της Φιλοκαλίας σε Ανατολή και Δύση, εκδ. Ιδρύματος Ωνάση, Αθήνα 2004,
σελ. 18, «δεν θα πρέπει να φανταστούμε το τέλος του 18ου αιώνα ως εποχή απλής
μετάβασης από τη ρωμαίικη παράδοση (που ξαφνικά θα έφτανε στο τέλος της και θα
παραχωρούσε τη θέση της) σε εκείνη του Νέου Ελληνισμού. Αντίθετα το ρωμαίικο
στοιχείο συνέχισε να συνυπάρχει με το Νέο Ελληνισμό στην Ελλάδα τόσο του 19ου
όσο και του 20ου αιώνα. Οι δύο προσεγγίσεις εφάπτονται σε πολλά σημεία, με
συνέπεια τη δημιουργία μιας λεπτής και πολύπλοκης μίξης των δύο, που
συνεχίζεται μέχρι σήμερα».
4. Βλ. Κ. Χατζηαντωνίου, Εθνικισμός και
Ελληνικότητα, εκδ. Πορθμός, Αθήνα, 2003, σελ. 265.
5. Ο Ρήγας, πάντως, σε καμία
περίπτωση δεν επιδεικνύει αντικληρικό πνεύμα ούτε ταξινομεί την εκκλησία στους
αντιπάλους του προτάγματός του. Η διαφοροποίηση αυτή δεν έχει να κάμει με τις
όποιες θρησκευτικές του πεποιθήσεις ούτε με την πρόθεσή του να μην έρθει σε
ρήξη με την εκκλησία στο εγχείρημά του. Οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι
διακρίνει σαφώς τη διαφορά φύσεως των δύο κόσμων και, κατ επέκταση, τους διαφορετικούς
ρόλους, που ανέλαβαν η λατινική και η ελληνική εκκλησία. Βλ. Γιώργος
Κοντογιώργης, Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, εκδ. Παρουσία, Αθήνα,
2008 σελ. 149. Βέβαια μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού παύει εκ των
πραγμάτων το «παράδοξο» ένας θρησκευτικός θεσμός να έχει αναλάβει πολιτικές
λειτουργίες και να έχει μεταλλαχθεί στην ανώτατη μορφή του Γένους. Στο
πολιτειακό σύστημα του Ρήγα, η θέση της Εκκλησίας οριζόταν από την αρχή των
διακριτών ρόλων, την οποία ο Ρήγας θα τη συνοδεύσει με την αναγνώριση της
θρησκευτικής πολυσημίας της κοινωνίας. Βλ. Κοντογιώργη, ό.π.
6. Βλ. Ζιάκας,
Έθνος και Παράδοση, ό.π., σελ. 55.
7. Βλ. Χατζηαντωνίου, ό.π., σελ. 270.
8.
Κατά τη διατύπωση του Κώστα Αξελού, Η Μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, εκδ. Νεφέλη,
2010, σελ. 31.
9. Κώστας Αξελός, ό.π., σελ. 28.
10. Στον οποίο ο ίδιος αποδίδει
μεγάλη σημασία, καθώς μάλιστα εξοικειώνεται μαζί του από νωρίςκαιεπηρεάζεταιβαθιάβλ.ιδίωςΛουκά
Αξελού,ΡήγαςΒελεστινλής,εκδ.«Στοχαστής», Αθήνα 2003, σελ. 449 επ.
11. Το ότι ο
Ρήγας ενέτασσε στο υπόβαθρο της ελληνικής παιδείας και της ελληνικότητας εξίσου
το προχριστιανικό και το χριστιανικό κεκτημένο μας το μεταφέρει γλαφυρά ο
Χριστόφορος Περραιβός, Σύντομος Βιογραφία του αοίδιμου Ρήγα Φεραίου-Θετταλού ,
Αθήνα 1860, σελ. 37, ο οποίος εμφανίζει το Ρήγα να λέει «Εκ μεν των προ Χριστού
προπατόρων μας να δράξωμεν την σοφίαν, την ηθικήν, και την ανδρείαν, άπερ και
εκείνους απηθανάτισαν, και εις ημάς τους απογόνους των ανεξάλειπτον μνήμην της
ελευθερίας άφησαν. Εκ δε των μετά Χριστόν σοφών και αγίων Πατέρων μας να
ενστερνισθώμεν τα θεοπνεύστους αυτών εντολάς, ζώντες δια του αγίου βαπτίσματος
αδελφοί αχώριστοι. Οι προ Χριστού προπάτορές μας εμάχοντο υπέρ ελευθερίας της
πατρίδος, οι δε μετά Χριστόν υπέρ πίστεως και πατρίδος». Βλ. και Κοντογιώργη,
ό.π., σελ. 156.
12. Arnold Toynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδ.
Καρδαμίτσα, 1992, σελ. 296-297
13. Για το ότι στο έργο του Ρήγα σαρκώνεται η
σύζευξη της κλασσικής δόξας, της βυζαντινής παράδοσης και των νεωτερικών ιδεών
βλ. ιδίως Λέανδρο Βρανούση, Ρήγας, Βασική
14. D. Obolensky, The Byzantine
Commonwealth: Eastern Europe 500-1500, London- New York 1971.
15. Βλ. το
ομώνυμο έργο του σε μετάφραση του Γ. Καρά από τις εκδόσεις Gutenberg, 1985. Για
το ότι οι κοινές πολιτισμικές, δικαιϊκές και πολιτικές αξίες προσφέρουν κατ αρχάς πραγματικό έδαφος στη
θεώρηση του Ρήγα βλ. σε Α ξ ε λ ό , ό.π., σελ. 458.
16. Απόστολος Βακαλόπουλος,
Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 2005,
σελ.126.
17. Σ β ο ρ ώ ν ο ς , Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, ό.π., σελ.
98.
18. Σβορώνος, ό.π., σελ. 11.
19.Βλ.και Γ.
Κοντογιώργη,ό.π.,σελ.164:«ΕυρύταταστρώματατωνλαώντηςΒαλκανικής είχαν ήδη
εξελληνιστεί, η ελληνική αστική τάξη, η ελληνική πνευματική παραγωγή, η
ελληνική εκκλησία, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, οι ελληνικές οικουμενικές
αξίες, το σύστημα των κοινών/πόλεων και οι προσήκουσες σ αυτό πολιτείες καθόριζαν δίκην
μονοπωλίου τα πράγματα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής
Μεσογείου. Αυτόν τον κόσμο εννοεί να συστεγάσει ο Ρήγας στην Ελληνική
Δημοκρατία, που δεν είναι άλλη από την προσαρμοσμένη στη δυναμική της μεγάλης
κοσμοσυστηματικής κλίμακας οικουμενική κοσμόπολη». Ενδεικτικά, επίσης,
παρατηρείο Ν. Πανταζόπουλος, «Συνύπαρξη και αντιπαράθεση στις βαλκανικές
κοινωνίες» (συμβολή στον προς τιμήν του τόμο, Δίκαιο, Ιστορία και Θεσμοί,
έκδοση του Δημοτικού Κέντρου Ιστορίας Βόλου 2000, σελ. 82): «η μεταναστευτική κίνηση
ελλήνων από τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία προς τα σερβικά
εμπορικά κέντρα κατά το 18ο αιώνα …. και ο συγχρωτισμός του ελληνικού με το
αυτόχθονο στοιχείο, όχι μόνο δεν δημιούργησε προβλήματα αλλά συνέβαλε στην
πολιτιστική ανάπτυξη των περιοχών στις οποίες είχαν εγκατασταθεί. Σέρβοι
ιστορικοί παραδέχονται ότι το εμπόριο βρισκόταν την περίοδο αυτή στα χέρια των
ελλήνων και ότι αυτοί χρησίμευαν ως πρότυπα (ο θεοσεβής έλληνας, ο αξιαγάπητος
και λογικός έλληνας) γεγονός που συνέτεινε να εμφανίζονται και οι αυτόχθονες ως
έλληνες».
20. Βλ. Dimitris Livanios, « The Quest for Hellenism : Religion,
Nationalism and collective identities in Greece (1453 1913)», The Historical Review,
2006, σελ. 44-45. Όπως σημειώνει ο ανωτέρω συγγραφέας (σελ. 55-56) για το Ρήγα
η ελληνική γλώσσα ήταν σημαντική για τον ορισμό του πολίτη και όποιος ομιλεί
την ελληνική γλώσσα θεωρείται πολίτης ανεξάρτητα από το θρήσκευμά του. Αλλά
τελικά ο σύνδεσμος της θρησκείας ήταν πολύ δυνατός για να παραμεριστεί γι αυτό ο Ρήγας στο άρθρο 4 της Νέας
Πολιτικής Διοίκησης συμπεριλαμβάνει στην τάξη των πολιτών «εκείνον όπου είναι
χριστιανός και δεν ομιλεί την απλήν ή την ελληνικήν, αλλά μόνο βοηθεί την
Ελλάδα». Με το «χριστιανός» εννοούνται πρωτίστως οι ορθόδοξοι, καθώς, οι
καθολικοί κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου, παρότι ελληνόφωνοι, δεν ήταν
διατεθειμένοι να συμμετάσχουν (και ούτε συμμετείχαν) στην επανάσταση σε βάρος
των Οθωμανών σε αντίθεση με τους αλβανόφωνους ορθόδοξους της Ύδρας και των
Σπετσών και τους βαλκάνιους Σλαύους (βλ. την ενδιαφέρουσα αυτή επισήμανση σε L
i v a n i o, ό.π., σελ. 43,54).
21. Πρβλ. Θ. Βερέμη, «Εμείς και οι άλλοι
Βαλκάνιοι», εφημ. Καθημερινή 15 Μαρτίου 2009, επίσης Βερέμη/Κολιόπουλο, 1821 Η
γέννηση ενός έθνους κράτους
(Η συγκρότηση της εξουσίας στην επαναστατημένη Ελλάδα), εκδ. Σκάϊ, Αθήνα, 2010,
σελ. 86.
22. Σβορώνος, ό.π., σελ. 59, βλ. και Eric Hobsbawm, Η εποχή των
Επαναστάσεων, έκδ. ΜΙΕΤ, 2005, σελ. 204.
23. Βλ. Π. Κιτρομηλίδης, Ρήγας
Βελεστινλής, Θεωρία και Πράξη, εκδ. Βουλής των Ελλήνων, 1998 σελ. 50, που
αποδίδει την ενστάλαξη στην ψυχή του Ρήγα της αίσθησης της παμβαλκανικής
αδελφοσύνης στο παράδειγμα του δασκάλου του Ιώσηπου Μοισιόδακα.
24. Όπως
σημειώνει ο Κ. Σβολόπουλος, Επανεκτιμώντας την επαναστατική πρόταση του Ρήγα
Βελεστινλή (στο Κατακτώντας την ανεξαρτησία εκδ. Πατάκη, 2010, σελ. 14) «Ο όρος
του «έθνους» δεν είχε, ακόμη, αποκτήσει το νέο, υποστασιακό περιεχόμενο που
έμελλε μεταγενέστερα να προσλάβει ως προέκταση του δόγματος της λαϊκής
κυριαρχίας». Πάντως, κατά την επισήμανση του Α ξ ε λ ο ύ , ό.π., σελ. 422, και
ο Ρήγας έχει ήδη επισημάνει τη δυναμική εισβολή στο προσκήνιο της ιστορίας των
εθνοτήτων, όπως φαίνεται από τους στίχους του Πατριωτικού Ύμνου «Όλα τα έθνη
πολεμούν και στους Τυράννους τους ορμούν, εκδίκησιν γυρεύουν και τους εξολοθρεύουν».
25.
Πρβλ. Νικόλαος Πανταζόπουλος, Μελετήματα για τον Ρήγα Βελεστινλή, έκδ.
Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, 1998, σελ. 55: «Ο Ρήγας
προσέβλεψε θαρραλέως προς το μέλλον, αναζητήσας δια μέσου του κλασσικού
πολιτισμού να ανασυνδέση τα επιβιούντα στοιχεία της ελληνικής και της
βυζαντινής πολιτιστικής παραδόσεως προς τας νέας αντιλήψεις, αι οποίαι
μεταλαμπαδευθείσαι εις τα κηρύγματα της Γαλλικής Επαναστάσεως προδιέγραφον το
μέλλον της Ευρώπης και του Κόσμου». Βλ. επίσης Δ. Καραμπερόπουλος, «Η
Δημοκρατική Ενοποίηση του Βαλκανικού Χώρου στο Επαναστατικό Σχέδιο του Ρήγα
Βελεστινλή», Ιστορία των Ελλήνων, τόμος 10, εκδόσεις Δομή, passim.
26.
Πανταζόπουλος, ό.π., σελ. 53, 106.
27. Και στον ελληνικό ηγεμονισμό (ιδίως στις
παραδουνάβιες ηγεμονίες) εντοπίζει την τραγικότητα του παραδείγματος του Ρήγα ο
Ζιάκας Αυτοείδωλον εγενόμην, ό.π., σελ. 284, στην ίδια κατεύθυνση πιο αναλυτικά
T o y n b e e, Oι Έλληνες και οι Κληρονομιές τους, ό.π., σελ. 292 επ., πρβλ.
(για τη διοίκηση των Φαναριωτών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες) και Ζοέλ
Νταλέγκρ, Οι Έλληνες και οι Οθωμανοί, 1453-1923, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα,
2006, σελ. 154, Rene Ristelhueber, Ιστορία των βαλκανικών λαών, εκδ. Παπαδήμα,
Αθήνα 2003, σελ. 213.
28. Χατζηαντωνίου, ό.π., σελ. 271.
29. Όπως σημειώνει η
Μαρία Μαντουβάλου, Ο Ρήγας στα βήματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έκδ.
Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, 1996, σελ. 81, «Ο Ρήγας
με το έργο του έφερε στο προσκήνιο την παγκοσμιότητα του ελληνικού πολιτισμού,
ως ενωτικού στοιχείου ετερόκλητων λαών».
30. Ο Νικόλαος Σαρίπολος (θεμελιωτής
του δημοσίου δικαίου στην Ελλάδα) εντοπίζει γλαφυρά (αλλά από αμιγώς
εθνοκεντρική σκοπιά) το «παράδοξο» γράφοντας στα 1865 : «Και όμως οικτρόν να το
αναλογισθεί τις! Ενώ ότε το όλον Ελληνικόν Έθνος διετέλει δούλον, ηλλίνιζον αι
παραδουνάβιοι επαρχίαι, αδελφοποιείτο η Σερβία, ουδόλως εδιχοστάτει η
Βουλγαρία, η δε Θράκη και η Μακεδονία καθαρώς ελληνίδες επαρχίαι εσεμνύνοντο να
λέγονται· μετά την της Ελλάδος όμως απελευθέρωσιν εν τω στενώ αυτής κύκλω περιορίσθη
και κατεκλείσθη, εν στενώ πεδίω χαμαιζηλών παθών τον πύθον αυτής κυλίουσα, ενώ
θρασείς κλώπες έναν προς έναν τους αδάμαντας του εθνικού αυτής διαδήματος
κλέπτουσιν» (η παραπομπή από τον Αλέξη Πολίτη, Ρομαντικά Χρόνια-Ιδεολογίες και
Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 1998, σελ. 69).
31.
«Μικροκαρικατούρα του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους» κατά τον Hobsbawm, ό.π.,
σελ. 206. Δεν είναι επίσης ασήμαντο ότι, όπως επισημαίνουν οι
Βερέμης/Κολιόπουλος, 1821 Η γέννηση ενός έθνους κράτους (ό.π. υποσ. 19), σελ. 91: «Το προϊόν της ελληνικής
εθνικής κίνησης, το ελληνικό εθνικό κράτος, δεν ικανοποίησε εν τέλει ούτε τους
ανακαινιστές του έθνους ούτε τους υποστηρικτές της ορθόδοξης οικουμένης».
32.
Eric Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων, έκδοση ΜΙΕΤ, 2005, σελ. 206.
33.Βλ.Ι.
Κολιόπουλο,«Η μεγάλη Ιδέα της Εθνικής Ολοκλήρωσης»,εφημ.Καθημερινή, 12 Ιουνίου
2011.
34. Όπως σημειώνει ο Κώστας ’ξελος, Η Μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας, ό.π.,
σελ. 34, «το τοπικό εξαντλείται γρήγορα, όταν δεν είναι ο έστω και περιορισμένος τόπος- όπου
τοποθετείται μια οικουμενικότητα».
35. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνό, Παράδοση και
Αλλοτρίωση, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1986, σελ. 198.
36. Βλ. Γεώργιο Μεταλληνό,
Ελληνισμός Μετέωρος, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήνα
1999, σελ. 23, 47
37. Βλ. ιδίως Γ. Κοντογιώργη, ό.π. σελ. 163-172, πρβλ. και
τις αναπτύξεις του Χρήστου Γ ι α ν ν α ρ ά , Ορθοδοξία και Δύση στη νεώτερη
Ελλάδα, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1992, σελ. 183 επ.
38. Βλ. γι αυτό Ν. Πανταζόπουλο, ό.π., σελ.
48.
39. Κατά τον Toynbee (The Western Question in Greece and Turkey, London
1922, σελ. 17-18) η υιοθέτηση της αρχής του εθνικισμού (principle of
nationalism) στα Βαλκάνια υπήρξε μια μοιραία δυτική ιδέα (fatal Western idea)
γιατί οδήγησε σε συνεχείς σφαγές (massacre). Για τη θέση αυτή του Toynbee και
εν γένει τη βία στα Βαλκάνια βλ. Mark Mazower, The Balkans (From the end of
Byzantium to the present day), εκδ. Phoenix 2000, σελ. 144. Στο έργο αυτό
παρουσιάζεται ευσύνοπτα αλλά συνθετικά η γέννηση των βαλκανικών εθνικών κρατών.
Για εκτενέστερη πραγμάτευση βλ. αντί άλλων L. S. Stavrianos, The Balkans since
1453 (πρώτη έκδοση 1958 και δεύτερη με πρόλογο Traian Stoianovich εκδ. Hurst
2000) αλλά και Rene Ristelhueber, Ιστορία των βαλκανικών λαών, εκδ. Παπαδήμα
2003. Για το πώς ο εθνικισμός διέρρηξε τη συνοχή των βαλκανίων και μετέβαλε
ριζικά τον τρόπο με τον οποίο ο ελληνισμός αντιμετώπισε τα Βαλκάνια βλ. ιδίως
Β. Γούναρη, Τα Βαλκάνια των Ελλήνων Από τον Διαφωτισμό έως τον Α ? Παγκόσμιο
Πόλεμο εκδ. Επίκεντρο 2007. Επίσης για το πώς η ιστοριογραφία των εθνικών πλέον
κρατών διαχειρίστηκε τον βυζαντινό
οθωμανικό μεσαίωνα στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα, βλ. Δ. Σταματόπουλο,
Το Βυζάντιο μετά το έθνος (το πρόβλημα της συνέχειας στις βαλκανικές
ιστοριογραφίες), εκδ. Αλεξάνδρεια, 2009.
40. Και αντίστοιχα και στα άλλα εθνικά
κράτη, που διαδέχθηκαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και καλλιέργησαν τη δική τους
«Μεγάλη Ιδέα».
41. Κατά την εύστοχη διάστιξη του Γ. Κοντογιώργη, ό.π., σελ.
162. Πρβλ. και Γεώργιο Μεταλληνό, Ελληνισμός Μετέωρος, ό.π., σελ. 22, «δεν
πρόκειται πια για οικουμενικό μεγαλοϊδεατισμό αλλά για αλυτρωτικό
μεγαλοϊδεατισμό».
42.Βλ.Θ. Ζιάκα,Το Παχύμας Δέρμα,(ανάτυπο 4 ομιλιών για το
βιβλίοτου ’ντηΡοδίτη, «Δέκα χιλιάδες μέλλισσες, 2011, σελ. 25), ο οποίος
σημειώνει (σελ. 29) «ότι η εθνοκάθαρση είναι σύμφυτη με τη νεωτερική
νοηματοδότηση της εθνικής ιδέας και αναπόφευκτη στον δρόμο των απελεύθερων
οθωμανικών εθνών προς την Εσπερία».
43. Βλ. Κιτρομιλίδη, ό.π., σελ. 95. Βλ.
πάντως και την κριτική στην πολιτειακή πρόταση του Ρήγα, η οποία κατά το
συγγραφέα «απέδιδε υπέρμετρη βαρύτητα σε δικές του εμπειρίες και βιώματα .. και
δεν αντιμετώπισε ρεαλιστικά τις εντάσεις και τις αντιφάσεις του εθνικού
προβλήματος, καθώς δεν κατόρθωσε να προβλέψει την ισχύ των νέων συλλογικών ταυτοτήτων,
τις οποίες εξέθρεψε ο νεότερος εθνικισμός», (ό.π., σελ. 93).
44. Όπως σημειώνει
ο Αξελός, ό.π., σελ. 424, η «νέου τύπου δημοκρατική συνεύρεση», αναδεικνύεται
ως υπαρκτό προς επίλυση ζήτημα, δύο και πλέον αιώνες μετά τη δολοφονία του
Ρήγα. Και είναι αυτό το στοιχείο, που εκτινάσσει στο διαρκές μέλλον μια
πρόταση, που πνίγηκε στη γένεσή της, αποδεικνύοντας και στην περίπτωσή της την
δύναμη και τον ρεαλισμό της ουτοπίας.
45. Πρβλ. Βερέμη στο (συλλογικό) Εθνική
Ταυτότητα και Εθνικισμός στη Νεότερη Ελλάδα, έκδ. ΜΙΕΤ, 2003, σελ. 19.
46. Την
πρόκληση αυτή εντοπίζει – έστω αμήχανα- και η μη ελληνική διανόηση-
ιστοριογραφία, ειδικά όσο προσεγγίζει (με καθυστέρηση) τη μεσαιωνική ελληνική
κληρονομιά. Ενδεικτικά η Averil Cameron, The Byzantines, εκδ. Blackwell, 2006,
σελ. 178 : «As far as the question of Byzantium and Europe is concerned the
role of Greece is therefore a paradox at several levels precisely because it is
seen as the very birthplace of European culture, and thus the seat of the
values held most dear, is also the place where the legacy of Byzantium is most
contentious». Βλ. από την ελληνική ιστοριογραφία διανόηση τις διατυπώσεις της Ελένης Γλύκατζη- Αρβελέρ, Γιατί
το Βυζάντιο, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2009, σελ. 254-255 «Μένει όμως το
Βυζαντινό κατόρθωμα ζωντανό σαν θεμέλιο της εθνικής ταυτότητας κάθε Βαλκάνιου,
αλλά και σαν ξύπνημα και προσήλωση στις αρχές που στηρίζουν τον ευρωπαϊκό
πολιτισμό ως τα σήμερα, τη χριστιανοσύνη, τη ρωμιοσύνη και την ελληνοσύνη, που
αναδεικνύουν ως πρώτη ευρωπαϊκή αυτοκρατορία, την αυτοκρατορία του ελληνισμού
των μέσων χρόνων… Είναι λοιπόν ευρωπαίος κατά τον Valery, αυτός που υπέστη την
επίδραση της ελληνικής ορθολογικής σκέψης, που γνώρισε την εμβέλεια των
ρωμαϊκών διοικητικών θεσμών και που ζει σύμφωνα με την ιουδαϊκοχριστιανική
πραγματικότητα».
http://www.ideotopos.gr/%CF%81%CE%B7%CE%B3%CE%B1%CF%82_%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7_%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%84%CE%BF%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1.html
Απάντηση
.
.
Π.Μ.H.C
on 16/05/2013
Ο χαρακτήρας των επαναστάσεων: «εθνικοαπελευθερωτικές» ή
«αστικές»;
Η χειραφέτηση από την οθωμανική εξουσία ξεκίνησε από την περιφέρεια.
∆ύο ξεσηκωμοί στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα αξίζει να χαρακτηριστούν
επαναστάσεις: των Σέρβων της επαρχίας του Βελιγραδίου το 1804 και των Ελλήνων,
με έδρα την Πελοπόννησο και τα νησιά, το 1821. Και οι δύο αυτές περιφέρειες
βρίσκονταν σε επαφή με την Ευρώπη, είτε με τη μορφή της άμεσης γεωγραφικής
γειτνίασης, όπως στην περίπτωση των Σέρβων, είτε μέσω ενός εκτεταμένου δικτύου
κοινοτήτων της διασποράς και έντονης εμπορικής επικοινωνίας, όπως στην
περίπτωση των Ελλήνων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι επαναστάσεις
πραγματοποιήθηκαν σε εδάφη που στο γύρισμα του αιώνα απολάμβαναν μία οικονομική
ανάκαμψη, την οποία ακολούθησε μία περίοδος επιδείνωσης των συνθηκών αλλά και
ριζοσπαστικοποίησης του πληθυσμού, ως αποτέλεσμα των πολέμων και των ταραχών.
Τέλος, και στις δύο περιπτώσεις, ο αγώνας της εθνικής ανεξαρτησίας ήταν ένα
διπλό κίνημα: της ελίτ που έρχεται από το εξωτερικό και των ντόπιων ελίτ. ∆ίπλα
σ’ αυτούς βρίσκεται η μεγάλη μάζα του αγροτικού πληθυσμού.
Η σερβική εξέγερση
του 180410 είναι το πρώτο επεισόδιο της σειράς των επαναστάσεων του 19ου αιώνα
στα Βαλκάνια. Ήταν πράγματι μια εξέγερση με καθαρά εθνικούς προσανατολισμούς
και απώτερο στόχο την απελευθέρωση από τον Τούρκο δυνάστη, όπως αυτή
παρουσιάζεται στην εθνική αφήγηση; Σαφώς όχι. Για το λαό το αίτημα ήταν η
επιστροφή στον κοινοτικό τρόπο ζωής που είχε διαταραχθεί από τους πολέμους της
Πύλης με την Αυστρία και τη Ρωσία στα τέλη του 18ου αιώνα και την αναρχία που
ακολούθησε με την εγκατάσταση των γενίτσαρων11 και την αυθαιρεσία που τη
συνόδευσε. ∆εν ήταν μια εξέγερση εναντίον του σουλτάνου, η εξουσία του οποίου
ουσιαστικά δεν εμπόδιζε αυτόν τον τρόπο ζωής, αλλά μια στάση των χριστιανών
απέναντι στους μουσουλμάνους σφετεριστές. ∆ίπλα στο λαό ήταν οι κνεζ (τοπικοί
προύχοντες), οι έμποροι και οι μορφωμένοι Σέρβοι της διασποράς (κυρίως της
Ουγγαρίας), που έβλεπαν την εξέγερση ως μέσο για την οικονομική και κοινωνική
τους ανέλιξη και την αντικατάσταση των παλιών δομών με τον κόσμο της αγοράς.
Αρχηγός της πρώτης φάσης της σερβικής εξέγερσης αναδείχθηκε ένα μέλος της
ανερχόμενης εμπορικής τάξης, πρώην κλέφτης και επιτυχημένος έμπορος χοίρων με τεράστια
περιουσία, ο Γεώργιος Πέτροβιτς- Καρατζόρτζεβιτς, σηματοδοτώντας το πέρασμα από
την πατριαρχική αγροτική αυτοδιοίκηση σε μια αστική κοινωνία.
Πρωταγωνιστής της
δεύτερης φάσης της σερβικής εξέγερσης, και μετέπειτα πρίγκιπας και βασιλιάς της
Σερβίας, ήταν ο Μίλος Ομπρένοβιτς. Το προσωπικό όφελος του Μίλος από τη
διαδικασία αυτή ήταν τεράστιο, καταδεικνύοντας τα οφέλη που αποκομίζουν οι ελίτ
από εθνικοαπελευθερωτικές διαδικασίες που γίνονται προσχηματικά για το καλό και
το συμφέρον όλων. Το 1840 ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της
Ευρώπης και κατείχε το μονοπώλιο του αλατιού σ’ ολόκληρη τη Σερβία. Η
μεταρρύθμισή του στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία. Και βάσει της συνειδητής
επιλογής του Ομπρένοβιτς υπέρ της ατομικής ιδιοκτησίας, η σερβική επανάσταση
μετέτρεψε την κοινοτική οργάνωση της οθωμανικής επαρχίας σε μια εθνική
οικονομία μικρής ατομικής ιδιοκτησίας. Η κατάλυση της τουρκικής διοίκησης, που
επέτρεπε μόνο σε Τούρκους την άσκηση κάποιων επαγγελμάτων, έδωσε τη δυνατότητα
στους Σέρβους να γίνουν ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτό ενίσχυσε την νέα
αστική κοινωνία.
Αντίστοιχα χαρακτηριστικά έχει και η ελληνική επανάσταση του
1821. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην υποκίνηση της ελληνικής επανάστασης διαδραμάτισε
η Φιλική Εταιρεία. Αλήθεια, ποια ήταν τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων
που συγκρότησαν αυτήν την οργάνωση; Το 54% των μελών της ήταν έμποροι, 13%
ελεύθεροι επαγγελματίες, 12% προύχοντες, 9,5% κληρικοί, 9% αρματολοί και
κλέφτες και μόλις 0,6% αγρότες (Κοππά, 2002). Αξίζει να σημειωθεί ότι οι Έλληνες
αποτελούσαν ήδη ένα είδος διαβαλκανικής αστικής τάξης. Είχαν ουσιαστικά ιδρύσει
μια εμπορική αυτοκρατορία στα πλαίσια της οθωμανικής αυτοκρατορίας (Daikin,
1973). Κατά τον 18ο αιώνα κατείχαν τα τρία τέταρτα του διαμετακομιστικού
εμπορίου στην ανατολική μεσόγειο (Σβορώνος, 1956). Οι έμποροι ήταν λοιπόν οι
πρωτοπόροι της ελληνικής επανάστασης και η συμμετοχή τους σε τέτοιο ποσοστό
δίνει έναν τόνο περισσότερο αστικό, παρά εθνικοαπελευθερωτικό. Η Φιλική
Εταιρεία επέλεξε ως τόπο διεξαγωγής της επανάστασης την Πελοπόννησο. Γενικά, η
τουρκική κατοχή στην περιοχή δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια στρατιωτική
παρουσία σε ορισμένες πόλεις και οχυρές θέσεις. Σε πληθυσμό 400.000 κατοίκων οι
Τούρκοι αποτελούσαν μόλις το 10% (Daikin, 1973). Η οθωμανική κυριαρχία ήταν προτιμότερη
από την ενετική γιατί οι φόροι ήταν ελαφρότεροι, η διοίκηση λιγότερο ικανή και
επομένως λιγότερο αυστηρή και οι μουσουλμάνοι πολύ πιο ανεξίθρησκοι από τους
καθολικούς.
Παρά τον φαινομενικά ενιαίο σκοπό για τον οποίο οι Έλληνες άρχισαν
την επανάσταση, υπήρξε μια ποικιλία στόχων, και τέτοια σύγκρουση συμφερόντων,
ώστε κατά τη διάρκεια του αγώνα η ιδιοτέλεια, η τοπικότητα και η εμφύλια
σύγκρουση έγιναν συνώνυμα της κινητοποίησης. Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις
ήθελαν την οθωμανική κοινωνία χωρίς τους Τούρκους, οι έμποροι ήθελαν αστικό
κράτος για την ικανοποίηση των συμφερόντων τους, οι στρατιωτικοί (αρματολοί –
κλέφτες12) ήθελαν να αποκτήσουν για λογαριασμό τους αντίστοιχες ανεξάρτητες
σατραπείες και να γίνουν μικρογραφίες του Αλή-Πασά. Τα χαμηλότερα στρώματα
ήθελαν να βελτιώσουν τη θέση τους, να γλιτώσουν από τους φόρους, να γίνουν
ιδιοκτήτες και ν” αυξήσουν την έκταση της γης που καλλιεργούσαν. Πάντως, ο λαός
σε τέτοιες περιπτώσεις ενεργοποιείται περισσότερο από τον παράγοντα φόβο παρά
από τα οφέλη που ενδεχομένως θα λάβει. Ανάμεσα στις φτωχότερες και τις
πλουσιότερες τάξεις υπήρχε πάντα η σύγκρουση. Ο λαός δεν αποτελούσε μια
ομοιόμορφη τάξη, και δεν είχε αρχηγούς, ούτε διανοούμενους ή πολιτικούς να τον
καθοδηγήσουν. Αρχηγοί του τελικά ήταν οι τοπικοί προύχοντες, πού βρίσκονταν
πολύ ψηλότερα στην κοινωνική κλίμακα και με τους οποίους τον ένωναν πελατειακές
σχέσεις και σχέσεις πατρωνίας.
Όσον αφορά την Εκκλησία, πέρα από αρκετές
περιπτώσεις ενεργούς συμμετοχής κατά κύριο λόγο κατώτερων κληρικών στο κίνημα,
σε γενικές γραμμές η θέση της εκκλησίας και του Πατριαρχείου ήταν αντιδραστική.
Αυτή η στάση πηγάζει από την θεσμική σχέση του Πατριαρχείου με την Οθωμανική
Αυτοκρατορία. Ουσιαστικά, ο πατριάρχης ήταν ο υπουργός της Πύλης επί των
χριστιανικών υποθέσεων. Έχαιρε πλήρους αυτονομίας, εμπιστοσύνης και σεβασμού
από τον σουλτάνο, και η εξουσία του είχε αναβαθμιστεί σε σύγκριση με την
προηγούμενη, βυζαντινή περίοδο. Η οικονομική και πολιτική ισχύ της εκκλησίας
αυξήθηκε, καθώς εξαιρέθηκε από την καταβολή φόρων και ανέλαβε τις πολιτικές
εξουσίες που αφορούσαν τη διευθέτηση εσωτερικών ζητημάτων του χριστιανικού
μιλιέτ. Με λίγα λόγια, η εκκλησία ήταν ένας από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς
της αυτοκρατορίας και λειτουργούσε ως όργανο νομιμοποίησης της οθωμανικής εξουσίας.
Συμπερασματικά,
οι τοπικές ολιγαρχίες και ελίτ είδαν την επανάσταση ως την ευκαιρία για να
εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους σε αντικατάσταση της τούρκικης εξουσίας. Υπό
αυτό το πρίσμα, οι «εθνικοαπελευθερωτικές» επαναστάσεις στην Σερβία και στην
Ελλάδα ήταν περισσότερο «αστικές» παρά «εθνικές» Για το μεγαλύτερο τμήμα του
πληθυσμού η ζωή δεν άλλαξε δραματικά, ούτε καλυτέρευσε όταν η εθνική κυριαρχία
«αποκαταστάθηκε». Η κοινοτική οργάνωση εξακολουθούσε να εμπνέει τους αγροτικούς
πληθυσμούς και οι νέες «εθνικές ταμπέλες» δεν ήταν σε θέση να τους
κινητοποιήσουν. Χρειαζόταν επομένως μια νέα συγκεντρωτική εξουσία και μια νέα
ιδεολογία για να τους εντάξει ολοκληρωτικά στο νέο κοινωνικό σχηματισμό και
στις ανάγκες πλέον της αγοράς. Την αποστολή αυτή ήρθε να εκπληρώσει το
νεωτερικό κράτος, με σημαία του φυσικά τον εθνικισμό.
10 Η πρώτη φάση της
σερβικής επανάστασης διαρκεί από το 1804 έως το 1813, ενώ η δεύτερη ξεκινά το
1815 και τερματίζεται οριστικά το 1834. Επιστροφή
11 Γενιτσαροκρατία,
1801-1804. Επιστροφή
12 Οι κλέφτες λήστευαν τόσο τους χριστιανούς όσο και τους
μουσουλμάνους, αλλά η λαϊκή φαντασία και αργότερα η εθνική μυθοπλασία τους
μετέτρεψε σε υπερασπιστές των Ελλήνων καταπιεζόμενων που αγωνίζονταν εναντίον
των Τούρκων καταπιεστών. Επιστροφή
Απάντηση
.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου