ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

1453


1453
27/05/2013

Του Βλάση Αγτζίδη

Με αφορμή τα 560 χρόνια από την Άλωση της Κωσταντινούπολης από τους Οθωμανούς επιμελήθηκα ενός αφιερώματος στις Ιστορικές σελίδες της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας (26 Μαϊου 2013).
Το αφιέρωμα περιείχε παρουσίαση της εποχής, των ταυτοτήτων των αντιμαχόμενων δυνάμεων και ένα Χρονολόγιο των γεγονότων που κατέληξαν με την Άλωση της Πόλης από τον Μωάμεθ και το στρατό του.
560 χρόνια από την Άλωση της Κωσταντινούπολης από τους Οθωμανούς

Η Άλωση της Κωσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 έκλεισε οριστικά μια μεγάλη ιστορική περίοδο που ξεκίνησε με την ίδρυση της Κωσταντινούπολης από το Μεγάλο Κωνσταντίνο και χαρακτηρίστηκε από τον  βαθμιαίο εξελληνισμό του ρωμαϊκού ανατολικού κράτους, ως απόρροια του περιορισμού σε ελληνόφωνα εδάφη, τη κυριαρχία του ρωμαϊκού νομικού συστήματος και της ελληνικής γλώσσας και γραμματείας. Η Άλωση της Πόλης και λίγο αργότερα η κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας και η κατάληψη του Μυστρά επιβεβαίωσαν την οριστική κυριαρχία ενός άλλου πολιτισμικού μοντέλου που είχε γεννηθεί αιώνες πριν στις ερήμους της Αραβίας: του Ισλάμ.
Παρότι η ανάκληση εκείνων των ιστορικών γεγονότων γίνεται σήμερα με  αντιιστορικές  ταυτίσεις, όπου οι τότε Τούρκοι και Βυζαντινοί ευθέως ανάγονται στους σύγχρονους Τούρκους και Έλληνες, όπως έχουν διαμορφωθεί στην εποχή του πολιτικού έθνους, εν τούτοις η πραγματικότητες εκείνη την εποχή σε επίπεδο ταυτοτήτων ήταν διαφορετικές. Οι Οθωμανοί, αυτό-ορίζονταν αποκλειστικά ως μουσουλμάνοι. Η ταυτότητά τους ήταν αποκλειστικά θρησκευτική χωρίς ίχνος εθνικής συνείδησης. Ο όρος «Τούρκος» για τους μουσουλμάνους ήταν απαξιωτικό. Από το 12ο αιώνα που εμφανίζονται οι δερβίσηδες, «Τούρκος» σημαίνει κάτι το απεχθές, βάρβαρο. Ο Τζελαλεντίν Ρουμί, ο σημαντικός Πέρσης ποιητής και Σούφι, αναφέρει: «ο Θεός έπλασε τους Ρωμιούς και τους Τούρκους. Τους Ρωμιούς για να δημιουργούν  και τους Τούρκους για να καταστρέφουν». Οι χριστιανοί ορίζουν τους μουσουλμάνους ως «Τούρκους» με τη θρησκευτική έννοια. Όπως «Ρωμιός» σήμαινε χριστιανός, έτσι και το «Τούρκος» δεν είχε καμιά εθνική σημασία. Ο όρος εθνικοποιείται με την εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού στα τέλη του 19ου αιώνα και το τουρκικό κράτος θα στηθεί πάνω στην απαξιωτική αυτήν έννοια. Και για να το κατανοήσουμε αυτό θα πρέπει να γνωρίζουμε τον τρόπο που συγκροτήθηκαν οι πληθυσμιακές ομάδες κατά το Μεσαίωνα.


Γιατί επικράτησαν οι Τούρκοι;  

H εμφάνιση των τουρκικών ομάδων στον ελληνικό χώρο από τον 11ο μ.Χ. αιώνα, εγκαινίασε μια μακρά περίοδο συνάντησης, επικοινωνίας και ώσμωσης. Είτε ως Σελτζούκοι, είτε ως Οθωμανοί θα διαμορφώσουν τελικά τη φυσιογνωμία ολόκληρης της περιοχής μας. Το ερώτημα που αντιμετώπιζαν οι επιστήμονες ήταν το πώς ένας πληθυσμός εισβολέων που δεν ξεπέρασε τις 400.000 άτομα, κατάφερε να κυριαρχήσει σ’ ένα ελληνόφωνο  κόσμο 8 εκατομμυρίων. Πώς οι «ολίγοι» Τουρκομάνοι κατάφεραν να μεταστρέψουν ένα μεγάλο πληθυσμό ελληνοφώνων, χριστιανών μαζί με τους οποίους στη συνέχεια, θα αποτελέσουν τους Οθωμανούς πολίτες της νέας αυτοκρατορίας τους.
Την ίδια εποχή που τα τουρκικά φύλα κάνουν την είσοδό τους στο μικρασιατικό χώρο, το Βυζάντιο από πολυεθνική, ελληνόφωνη αυτοκρατορία μετατρέπεται σε πόλη-κράτος, όπου αναπτύσσονται σημαντικές κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες. Διαμορφώνεται μια πρώιμη αστική τάξη, η οποία θα γονιμοποιήσει και θα εξελίξει έως τα όριά της την ιδεολογική κληρονομιά των τριών αιώνων νέου ελληνισμού, που είχε συσσωρευτεί απ΄ την εποχή της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Η νέα αυτή ιθύνουσα οικονομική τάξη θα εκφραστεί με τους Παλαιολόγους και θα ξεπεράσει την υπερεθνική, ελληνόφωνη και χριστιανική ρωμιοσύνη. Θα διαμορφώσει μια εθνική ταυτότητα, όπου δεν προέχει η θρησκευτική καθαρότητα αλλά η εθνική επιβίωση. Σε αυτήν την κοινωνικο-πολιτική βάση θα εμφανιστούν οι Ενωτικοί, που στο όνομα της ελπίδας για δυτική βοήθεια θα δεχθούν να υποταχθεί η ανατολική Εκκλησία, στον αντίπαλό της τη δυτική Εκκλησία.
Μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης των Οθωμανών προέρχονταν από  εξισλαμισμένους χριστιανούς, Έλληνες, Αρμένιους, Σλάβους κ.ά. Χαρακτηριστικό είναι το στιγμιότυπο που μας μεταφέρει ο Σφρατζής λίγο πριν την τελική επίθεση προς την Κωνσταντινούπολη: Ο Μωάμεθ, καλεί τα στρατεύματα του να επιτεθούν στην Πόλη και απευθύνει προς αυτά τον τελικό λόγο. Τους στρατιώτες του αποκαλεί «νεϋληδες», δηλαδή «προσφάτως ελθόντες» νεοπροσύλητους στο ισλάμ. Ίσως αυτή ο προσαγόρευση να παριστά με τον καλύτερο τρόπο τις κοσμογονικές αλλαγές που συνέβησαν στην καρδιά του τότε ελληνικού κόσμου, τη Μικρά Ασία, κατά τη διαδικασία εμπέδωσης της ισλαμικής κυριαρχίας, που κράτησε 4 ολόκληρους αιώνες. Από την ομάδα των ελληνοφώνων νεοπροσύλητων προερχόταν και ο στρατηγός Ζαγανός πασά, ο οποίος θα προτρέψει τον Μωάμεθ να αρχίσει τη πολιορκία της Πόλης, σε αντίθεση με τις συμβουλές του πρωθυπουργού του. Την ίδια εποχή στη περιορισμένο γεωγραφικά βυζαντινό κράτος θα υπάρξει μια παράδοξη ανάδυση εθνικής συνείδησης, αιώνες πριν την έλευση της νεωτερικότητας.
  
To χρονολόγιο της Άλωσης

-Χειμώνας 1452: Ο Μωάμεθ ο Β’, νεαρός σουλτάνος στο κράτος των Οθωμανών που είχαν πλέον μεταφέρει την πρωτεύουσά τους στην Αδριανούπολη, αποφασίζει να γυρίσει και την τελευταία σελίδα στη σύγκρουση με τους ελληνόφωνους Ρωμαίους Χριστιανούς που συνέχιζαν να έχουν υπό τον έλεγχό τους τη μεγαλύτερη πόλη της Ανατολής, την Κωσταντινούπολη. Στο περιβάλλον του υπάρχουν ο μετριοπαθής βεζίρης (πρωθυπουργός) Χαλίλ που εκφράζει τη συντηρητική τάση και οι  στρατηγοί του, ο εξισλαμισμένος Ρωμιός Ζαγανός και ο Τουραχάν.
-12 Δεκεμβρίου 1452: Σε μια προσπάθεια να κινητοποιηθούν οι Δυτικοί για να βοηθήσουν την απειλούμενη Κωσταντινούπολη, λαμβάνει χώρο το «ενωτικό συλλείτουργο» με τον Καρδινάλιο Ισίδωρο, απεσταλμένο του Πάπα. Οι ανθενωτικοί εξεγείρονται και ο Λουκάς Νοταράς θα πει μια φράση που θα μείνει στην ιστορία: «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν», που σε ακριβή μετάφραση των εννοιών θα πει «καλύτερα μουσουλμανικό σαρίκι παρά καθολική τιάρα στην Κωνσταντινούπολη».
-Ιανουάριος 1453: O Mωάμεθ ανακοινώνει την απόφασή του για επιχείρηση κατάληψης της Κωσταντινούπολης σε συγκέντρωση όλων των Οθωμανών αξιωματούχων στην Αδριανούπολη
-29 Ιανουαρίου 1453: Στην Κωσταντινούπολη καταφθάνει με 700 πολεμιστές  ο Γενοβέζος πολέμαρχος Ιουστινιάνης (Τζιοβάνι Τζιουστινιάνι Λόγκο).Τον ίδιο μήνα ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός κατασκευάζει για τον Μωάμεθ το πρώτο κανόνι. Ένα τεράστιο πυροβόλο όπλο με διάμετρο ένα μέτρο πουδεχόταν βλήματα 400 κιλών. 
-Φεβρουάριος 1453: Ο Νταγί Καραντζά μπέης που ηγείται των οθωμανικών δυνάμεων στην Ευρώπη επιτίθεται στις τελευταίες βυζαντινές κτήσεις στην Ανατολική Θράκη. Η Συλληβρία και η Πέρινθος που αντιστέκονται καταστρέφονται και λεηλατούνται ενώ η Αγχίαλος και η Μεσημβρία παραδίδονται.
-24 Φεβρουαρίου 1453: Η Βενετία αποφασίζει να βοηθήσει την απειλούμενη Κωνσταντινούπολη αποστέλλοντας επιστολές προς τον πάπα Νικόλαο και τους χριστιανούς βασιλείς της Δύσης για άμεση αποστολή βοήθειας. ‘Όμως δύο ημέρες μετά οι 700 Βενετοί στρατιώτες που βρισκόταν στην Πόλη δραπετεύουν με επτά πλοία, φοβούμενοι την πολιορκία.
-Μάρτιος 1453: Ο Μωάμεθ αποκλείει τα στενά, συγκεντρώνοντας στόλο στην Καλλίπολη. Ο στόλος αποτελείται από έξι τριήρεις, δέκα διήρεις, πενήντα γαλέρες με κουπιάκ.λπ. Επικεφαλής του στόλου τίθεται ο εξισλαμισμένος Βούλγαρος Σουλεϊμάν Μπάλτογλου. Ο Μωάμεθ συγκεντρώνει στρατό 150.000περίπου ανδρών, που αποτελείται από 20.000 επίλεκτους γενίτσαρους, δηλαδή εξισλαμισμένους χριστιανούς από το παιδομάζωμα,  60.000 τακτικό στρατό και 20.000 άτακτους πολεμιστές. Οι δυτικοί δεν καταφέρνουν να συμφωνήσουν για τις λεπτομέρειες της αποστολής της βοήθειας. Στα μέσα του μήνα  
-23 Μαρτίου 1453: Ο Μωάμεθ αναχωρεί από την Αδριανούπολη επικεφαλής του στρατού του. Η Κωνσταντινούπολη περικυκλώνεται από τη θάλασσα, από τον στόλο που έρχεται από την Καλλίπολη και από την ξηρά, από την πλευρά της Θράκης. Απέναντι στα οθωμανικά στρατεύματα οι Έλληνες θα παρατάξουν ένα στρατό επτά χιλιάδων ανδρών, από τους οποίους οι δύο χιλιάδες είναι Λατίνοι.
-30 Μαρτίου 1453: Τρία πλοία αναχωρούν από τη Γένοβα με πολεμοφόδια και τρόφιμα για την Κωνσταντινούπολη, μισθωμένα από τον Πάπα Νικόλαο. Τα χριστιανικά κράτη δεν μπορούν ή δεν θέλουν να συντρέξουν τους  Βυζαντινούς στον αγώνα. Οι Έλληνες θα δώσουν σχεδόν μόνοι τους τον ύστατο αγώνα.
-2 Απριλίου 1453: Αρχίζει η πολιορκία της Πόλης. Ο σουλτάνος στρατοπεδεύει έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τα οθωμανικά στρατεύματα που προέρχονται από τη Δύση έχουν επικεφαλής τον εξισλαμισμένο Ρωμιό Ζαγανό πασά, τα στρατεύματα της Ανατολής έχουν επικεφαλής τον εξισλαμισμένο Μαχμούτ πασά, που προέρχεται από την οικογένεια των Αγγέλων και ο οθωμανικός στόλος έχει ως επικεφαλή ναύαρχο τον εξισλαμισμένο Βούλγαρο Μπαλτόγλου. Οι Βυζαντινοί αποκλείουν το λιμάνι με μια βαριά σιδερένια αλυσίδα. Μέσα στον Κεράτιο βρίσκονται  10 ελληνικά και 5 βενετικά πλοία. Ο αυτοκράτορας και οι καλύτεροι από τους Έλληνες πολεμιστές αναλαμβάνουν την υπεράσπιση του Μεσότειχου και των Πυλών του Αγίου Ρωμανού και της Αγίας Κυριακής που θα δεχτεί τον κύριο όγκο της οθωμανικής επίθεσης.  
-5 Απριλίου 1453: Όλος ο οθωμανικός στρατός βρίσκεται μπροστά στα τείχη έχοντας περικυκλώσει τα 29 χιλιόμετρα της περιμέτρου της πόλης. Ο σουλτάνος ζητά την ειρηνική παράδοση, σύμφωνα με τους κανόνες του ισλάμ. Υπόσχεται σεβασμό της ζωής, της τιμής και της περιουσίας των κατοίκων. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος απορρίπτει τις προτάσεις και  δίνει τη μνημειώδη απάντηση:  ”Τό δέ τήν Πόλιν σοι δούναι, ουτ’ εμόν εστί ούτε άλλου τών κατοικούντων εν αυτή… Κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν καί ού φεισόμεθα τής ζωής ημών….”
-6 Απριλίου 1453: Οι Οθωμανοί αρχίζουν το βομβαρδισμό της Πόλης από 14 σημεία.
-7 Απριλίου 1453: Ξεκινά η μάχη των λαγουμιών. Οι Οθωμανοί σκάβουν λαγούμια για να εισέλθουν απ’ αυτά στην πόλη. Τους αντιμετωπίζει με ιδιαίτερη επιτυχία ο Σκωτσέζος Τζον Γκραντ.   Ο Γκραντ, έμπειρος  μηχανικός, είχε έρθει στην Κωνσταντινούπολη μαζί με του Ιουστινιάνη.
-9-10 Απριλίου 1453: Οι Οθωμανοί αποτυγχάνουν να διασπάσουν την αλυσίδα του Κεράτιου Κόλπου.  Καταλαμβάνουν όμως τρία μικρά κάστρα που βρίσκονται έξω από τα τείχη: των Θεραπειών, του Στουδίου στην Προποντίδα και της Πριγκίπου στα Πριγκιπόνησα. 
-12 Απριλίου 1453: Ο βομβαρδισμός των τειχών συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Τα κανόνια του Ουρβανού ρίχνουν 7 βολές το καθένα την ημέρα, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στα τείχη. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά θα αυτοκαταστραφεί με έκρηξη, σκοτώνοντας  τους χρήστες πυροβολητές. Ο Μωάμεθ δίνει εντολή για κατασκευή μεγαλύτερου κανονιού. Οι πολιορκημένοι καταφέρνουν να επιδιορθώσουν τα κατεστραμμένα τμήματα του τείχους.  Ο οθωμανικός στόλος αποτυγχάνει για άλλη μια φορά, με μεγάλες απώλειες, να διαρρήξει την άμυνα των χριστιανικών πλοίων και να  σπάσει την αλυσίδα.
 -18 Απριλίου 1453: Μετά από σφοδρή επίθεση με το νέο κανόνι του Ουρβανού, ο Μωάμεθ διατάζει επίθεση εναντίον των τειχών του Μεσοτειχίου που τα υπερασπίζεται ο ίδιος ο Παλαιολόγος. Οι Οθωμανοί καταφέρνουν να εισχωρήσουν στα τείχη, όμως απωθούνται από Έλληνες και Λατίνους αφήνοντας 200 νεκρούς πίσω τους. Και δεύτερη επίθεση των την επόμενη ημέρα καταλήγει άδοξα για τους επιτιθέμενους. 
-20 Απριλίου 1453: Τέσσερα πλοία, 3 γενοβέζικα και ένα ελληνικά με επικεφαλής τον Φλαντανελά, φορτωμένα με σιτάρι και όπλα επιχειρούν να προσεγγίσουν την Κωνσταντινούπολη. Παρά την προσπάθεια του οθωμανικού στόλου και τον πολλαπλάσιο αριθμό πλοίων που διέθετε, τα χριστιανικά πλοία θα καταφέρουν να εισέλθουν στην Πόλη έχοντας προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους αντιπάλους τους.    
-22 προς 23 Απριλίου 1453: Ο Μωάμεθ καταφέρνει με τις συμβουλές ενός Ιταλού μισθοφόρου να υπερκεράσει τον Κεράτιο Κόλπο και να μεταφέρει 70 πλοία σ’ αυτόν δια ξηράς, με «υπερνεώλκηση». Έτσι, θέτοντας οι Οθωμανοί υπό τον έλεγχό τους τον Κεράτιο Κόλπο αποκτούν ένα μεγάλο θαλάσσιο πλεονέκτημα.
-7 Μαϊου 1453: Μετά από ακαταύπαστο βομβαρδισμό των τειχών οι γενίτσαροι εφορμούν στο Μεσοτείχιον με πολιορκητικές μηχανές, σκάλες και γάντζους. Η επίθεση αποκρούστηκε από τους πολιορκημένους.
-18 Μαΐου 1453 μ.Χ.  Ένας τεράστιος οθωμανικός ξύλινος προμαχώνας ορθώνεται μπροστά στα τείχη ξεπερνώντας τα σε ύψος. Ο στόχος του είναι να πλησιάσει τα τείχη και να κατεβάσει τον καταπέλτη, ώστε να εισχωρήσουν οι πολιορκητές μέσω των τειχών. Με καταδρομική βραδινή αποστολή οι πολιορκημένοι καταφέρνουν να τον πυρπολήσουν.
-23 Μαΐου 1453 μ.Χ. Με επικεφαλής τον μηχανικό Γκραντ οι πολιορκημένοι καταφέρνουν να καταστρέψουν όλα τα λαγούμια που σκάβουν οι Οθωμανοί.
-24 Μαϊου 1453 μ.Χ. Λιτανεία στους δρόμους της Κωσταντινούπολης με την Εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών, ενώ στο οθωμανικό στρατόπεδο ετοιμάζονται για τη μεγάλη επίθεση.
-25 Μαϊου 1453 μ.Χ. Απαισιοδοξία επικρατεί και στα δύο στρατόπεδα. Ο Μωάμεθ στέλνει στην Πόλη τον Ισμαήλ, για εξισλαμισμένου Έλληνα από τη Σινώπη με προσφορές ειρήνης. Η αρνητική απάντηση εξοργίζει τον Μωάμεθ. Φέρεται να λέει: «Μία επιλογή μένει στους Ρωμιούς. Είτε να παραδοθούν, είτε να ασπαστούν την αληθινή πίστη του Αλλάχ είτε να χαθούν από το σπαθί και το τσεκούρι.»
-26 Μαΐου 1453 μ.Χ. Σε σύσκεψη με του Μωάμεθ με τους συμβούλους του, ακούγεται η λύση της υποχώρησης. Ο μετριοπαθής βεζίρης Χαλίλ ζητά από το σουλτάνο να συμβιβαστεί προσφέροντας ευνοϊκούς όρους στους Βυζαντινούς και να λύσει την πολιορκία. Την αντίθετη θέση υποστηρίζει ο στρατηγός του Ζαγανός, εξισλαμισμένος Έλληνας, επικαλούμενος τον Μέγα Αλέξανδρο: «Στα αρχαία χρόνια, ο βασιλιάς Αλέξανδρος με στρατό πολύ μικρότερο του δικού μας, υπέταξε τη μισή οικουμένη. Εμείς θα φοβηθούμε τώρα;» Έτσι αποφασίστηκε η συνέχιση της πολιορκίας.
-27 Μαϊου 1453: Οργανώνεται η οθωμανική επίθεση. Ο Μωάμεθ σε λόγο του προς το στρατό του αναφέρεται στα οφέλη που θα έχουν τόσο όσοι σκοτωθούν,  όσο και αυτοί που θα ζήσουν. Αναφέρει ότι στην ανταπόδοση που προβλέπει το Κοράνι για όσους σκοτωθούν: «Όποιος σκοτώνεται στον πόλεμο πηγαίνει κατευθείαν στον Παράδεισο για να τρώει και να πίνει εκεί μαζί με τον Μωάμεθ, να αναπαύεται σε καταπράσινους ανθισμένους τόπους μαζί με αγόρια, ωραίες γυναίκες και κορίτσια, να λούζεται μέσα σε υπέροχα λουτρά». Από την πλευρά του υποσχόταν διπλάσιο μισθό σε στρατιώτες και αξιωματικούς και επιπλέον τους επέτρεπε να λεηλατήσουν την πόλη: «…θα αφήσω την πόλη τρεις ημέρες να τη λεηλατήσετε».  
-28 Μαϊου 1453: Μετά από λιτανεία των Βυζαντινών γύρω από τα τείχη, ο Παλαιολόγος εκφωνεί τον τελευταίο του λόγο στους «πογόνους λλήνων κα ωμαίων»: «Ξέρετε καλά, αδέρφια, ότι για τέσσερις λόγους οφείλουμε όλοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή: πρώτον, για την πίστη και την ευσέβειά μας• δεύτερον, για την πατρίδα• τρίτον, για το βασιλέα και το Χριστό• και τέταρτον, για τους συγγενείς και φίλους…»
Ο λόγος του παρατίθεται στο «Χρονικν το Μεγάλου Λογοθέτου Γεωργίου Σφραντζ Φραντζ» που εκδόθηκε στην Κέρκυρα το 1477. 
-29 Μαϊου 1453 μ.Χ. Αρχίζει η τελική επίθεση των Οθωμανών. Εφορμούν στ τείχη στέλνοντας πρώτους τους άτακτους βασιβούζουκους (που θεωρούνται ως οι μοόνοι αυθεντικοί Τούρκοι) μαζί με τους συμμάχους του Σέρβους, Ούγγρους, Γερμανούς, Ιταλούς ακόμα και Έλληνες. Μετά την απόκρουση αυτής της επίθεσης εφόρμησε η δεύτερη γραμμή των Οθωμανών η οποία επίσης αποκρούστηκε. Τελικά επιτέθηκαν τα επίλεκτα σώματα των γενιτσάρων τα οποία επίσης αποκρούστηκαν, αλλά μια μικρή πύλη που  οι Βυζαντινοί την άνοιγαν για να εξαπολύουν αντεπιθέσεις είχε μείνει ανοιχτή. Από την μικρή αυτή πόρτα, την Κερκόπορτα, εισέβαλαν στρατιώτες του Μωάμεθ. Ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη και η αποχώρηση των γενοβέζων από τη μάχη θα ευνοήσει τις οθωμανικές επιθέσεις.  Στις δυόμιση το μεσημέρι η Πόλη έχει καταληφθεί από τους Οθωμανούς.  


ΣΧΟΛΙΑ
.    
.   Βλάσης Αγτζίδης on 27/05/2013 

.    
.   Λαϊκοί Θρήνοι για την Άλωση
Πάρθεν η Ρωμανία
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν’ από την Πόλην°
ουδέ στ’ αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί’ τον κάστρον.
Εσείξεν τ’ έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ’ άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ’ ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ’ αναγνώθ’ σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Πόντος)
———————
Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το ‘πεν; Τις το μήνυσε; Πότε ‘λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-”Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;”
-”Ερκομαι ακ τα’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
(δημοτικό, απόσπασμα)
———–
Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως
Εκείνη η μέρα η σκοτεινή, αστραποκαϊμένη
της τρίτης της ασβολερής, της μαυρογελασμένης,
της θεοκαρβουνόκαυστης, πουμπαρδοχαλασμένης,
έχασε μάνα το παιδί και το παιδίν τη μάναν,
και των κυρούδων τα παιδιά υπάν ασβολωμένα,
δεμένα από το σφόνδυλα όλα αλυσοδεμένα
δεμένα από τον τράχηλον και το ουαί φωνάζουν.
με την τρομάραν την πολλήν, με θρηνισμόν καρδίας•/ [. . .]
να πάτε όλοι κατ’ εχθρών, κατά των Μουσουλμάνων,
και δεύτε εις εκδίκησιν, τρέχετε μη σταθήτε,
τον Μαχουμέτην σφάξετε, μηδέν αναμελείτε,
την πίστιν των την σκυλικήν να την λακτοπατήτε./ [. . .]
ω, Κωνσταντίνε Δράγαζη, κακήν τύχην οπού ‘χες,
και τι να λέγω, ουκ ημπορώ, και τι να γράφω ουκ οίδα,
σκοτίζει μου το λογισμόν ο χαλασμός της πόλης. 
Ε. Κριαράς (έκδ.), Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 31.. 
——————————————————-
Ανακάλημα Κωνσταντινουπόλεως
“Καράβιν πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;”
“Έρκομαι ακ τ’ ανάθεμα κ’ εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην•
από την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάρι δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα:
Οι Τούρκοι ότε ήρθασιν, επήρασιν την Πόλην
απώλεσαν τους χριστιανούς εκεί και πανταχόθεν”.
Ε. Κριαράς (έκδ.), Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκη 1965, σ. 31.
—————————————
Τρία καράβια φεύγουνι 
Τρία καρά – κρουσταλλένια μου, τρία καρά – τρία καράβια φεύγουνι,
που μέσα που την Πόλι, κλαίει καρδιά μας, κλαίει κι αναστενάζει.
το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου
του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν
Η Παναγιά αναστέναξι, κι δάκρυσαν οι ‘κόνις………
(Θράκη. Καταγραφή Π. Καββακόπουλος).
——————————————-
Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως
Καράβιν αρματώνουνε και καλοσυγυρίζουν
Στην πρύμνη βάζουν το σταυρό, στη μεσ’ τον Πατριάρχη
Και ψάλλαν το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Φωνή ηκούσθη εξ ουρανού, εκ στόματος αγγέλου
Ας πάψει το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως
Πήραν οι Τούρκοι τη Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
—————————–
Της Αγια-Σοφιάς
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα επουράνια
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι,
Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και Διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο Βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης
κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιά εσειώνταν οι κολώνες
Να μπούνε στο Χερουβικό και νάβγει ο Βασιλέας,
φωνή του ήρθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα: 
Πάψατε το Χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα’ άγια,
παπάδες πάρτε τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μον’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά να ‘ρθούν τρία καράβια
το ‘να να πάρει το Σταυρό και τα’ άλλο το Βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας την μαγαρίσουν. 
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις
πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θάναι!…
(δημοτικό)
———————–
«Ν’ ανέβαινα πολύ ψηλά, ψηλά παν’ τα ουράνια
Να διω την Πόλ’ πως καιητι, τα κάστρα πως ρημάζουν
΄Πο μια μερια ν ‘ ιδείν φωτιά, ‘πο την αλλ’ χάρος την δέρνει
Τα μοναστήρια καίγουντι κι οι εκκλησιές χαλιούντι
Πήραν μανάδες με παιδιά και πεθερές με τσ’ νύφες
Πήραν μια χήρα παπαδιά με δυο με τρεις νιφάδες» 
Μάλγαρα Ανατ.Θράκης
—————————–
«Να ΄μαν δεντρί στη Βενετιά, χρυσή μηλιά στην Πόλη
και κόκκινη τριανταφυλλιά, μεσ’ τους επτά ουράνους
Ν’ ανέβαινα να βίγλιζα την Πόλη πως τουρκεύει
Πόλη μου για δεν χαίρεσαι, για δε βαρείς παιγνίδια
Το πώς μπορώ να χαίρομαι και να βαρώ παιχνίδια
Μέσα με δέρνει ο θάνατος, ν’ όξω με δέρνει ο Τούρκος
Κι απ’ τη δεξιά μου τη μεριά, Φράγκος με πολεμάει…» 
Καππά-Ιθώμη Καρδίτσας
—————————–
«Ένα πουλάκι ξέβγαινε πω μέσα από την Πόλη,
Χρυσά ήταν τα φτερούδια του, χρυσά και κεντημένα
Κι ήταν καημένα από φωτιά και μαυροκαπνισμένα
πες μας πες μας πουλάκι μου, κανα καλό χαμπάρι
Τι να σας πω μαύρα παιδιά, τι να σας μολογήσω
Πήραν την Πόλιν η Τουρκιά, πήραν και το Φανάρι
Πήραν και την Αγια Σοφιά.»
Ελασσόνας
—————————
Που πας μωρέ που πάς χελιδονάκι μου
Που πας χελιδονάκι μου, που πας με τον αγέρα
Πάνω μωρέ πάνω μαντάτα στη Φραγκιά
Πάνω μαντάτα στη Φραγκιά, μαντάτα για την Πόλη
Πήραν μωρέ πήραν, την Πόλη πήρανε
Πήραν την Πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν μωρέ πήραν και την Αγια Σοφιά
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μαναστήρι
Βγάλτε μωρέ βγάλτε παπάδες τα ιερά
Βγάλτε παπάδες τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε
Γιατί μωρέ γιατ’ είναι θέλημα Θεού
Γιατ’ είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» 
Ηπείρου
————————


Απάντηση
.    
.   εφημ. Έθνος on 28/05/2013
.    
.   
Η Αλωση της Πολης και ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας

.   Ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας της Αλωσης 
Ο Γεώργιος Σφραντζής ή Φραντζής έχει δώσει στην ιστορία μία από τις 4 συγκλονιστικές διηγήσεις του 15ου αιώνα για την άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαϊου, τα χρόνια που προηγήθηκαν, αλλά και τα αμέσως επόμενα.
Τ. ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΣ
Και την 29η Μαϊου, ημέρα Τρίτη και τις πρωινές ώρες, κατέλαβε την Πόλη ο αμηράς (Μωάμεθ Β). Την ίδια ακριβώς ώρα της άλωσης τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε ο μακαρίτης ο αυθέντης μου κυρ Κωνσταντίνος ο βασιλιάς Παλαιολόγος. 
Εγώ, βέβαια, την ώρα του θανάτου του δεν ήμουν παρών (κοντά του), γιατί, εκτελώντας δική του διαταγή, επόπτευα κάποιο άλλο σημείο της Πόλης…».
Το απόσπασμα προέρχεται από το «Χρονικόν» του Γεωργίου Σφραντζή για την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο πρωτοβεστιάριος, δηλαδή αρχιθαλαμηπόλος, Σφραντζής ήταν ο μοναδικός Βυζαντινός ιστορικός αυτόπτης μάρτυρας της κοσμοϊστορικής κατάληψης. Οι άλλες τρεις βυζαντινές πηγές για το ψυχομαχητό της αυτοκρατορίας (Δούκας, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και Μιχαήλ Κριτόβουλος) στηρίζονται σε μαρτυρίες ή διηγήσεις τρίτων.
Το χρονικό άρχισε να το γράφει ή να το υπαγορεύει (από μνήμης είτε από σημειώσεις του) μετά την απόσυρσή του σε μοναστήρι της Κέρκυρας (Μονή Ταρχανιτών) δεκαπέντε χρόνια μετά την άλωση. Απελπισμένος από τις εξελίξεις, άρρωστος, φτωχός -ίσως και κουφός- φαίνεται ότι προχώρησε στη σύνταξη του χρονικού του κατά παρακίνηση Κερκυραίων στους οποίους διηγούνταν, προφανώς, τα γεγονότα που έζησε.
Παραδόξως, τα διαδραματισθέντα κατά την άλωση τα περιγράφει σύντομα. Αδυνατεί να λειτουργήσει ως ιστορικός και να απαγκιστρωθεί από τα προσωπικά του βιώματα. Ολα κινούνται γύρω από το πρόσωπό του και τον αφέντη του. Επιμένει μόνο στον ρόλο και την πολιτική του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ Παλαιολόγου. Δηλώνει κατηγορηματικά ότι έπραξε το παν για να αποτρέψει την καταστροφή.
Οι τελευταίες ημέρες
Ο ίδιος άλλωστε, πρωταγωνιστώντας στις απεγνωσμένες απόπειρες για τη διοργάνωση της άμυνας, είχε άμεση αντίληψη της κατάστασης.
Ο Σφραντζής τις τελευταίες μέρες της πολιορκίας είχε αναλάβει προσωπικά να καταγράψει και να στρατολογήσει όλους όσους μπορούσαν να φέρουν όπλα. Πενήντα δύο ετών τότε παρακολουθεί από κοντά όλα όσα συμβαίνουν επί 52 μέρες (Απρίλιος – Μάιος 1453) στην πολιορκημένη από τους Οθωμανούς του Μωάμεθ Β βασιλεύουσα.
Ετσι κι αλλιώς, πρόκειται για το δραματικότερο χρονικό της άλωσης, που αποδίδει, σε γενικές γραμμές, πιστά την πραγματικότητα. Αν και, όπως επισημαίνουν οι βυζαντινολόγοι, το κείμενο είναι έντονα προσωπικό και «περιέχει περισσότερες λεπτομέρειες για τη ζωή του ίδιου του συγγραφέα, παρά για άλλα κορυφαία γεγονότα των ημερών».
Η διήγηση είναι άνιση. Αλλοτε διεξοδική κι άλλοτε σύντομη και χρονογραφική. Ο Σφραντζής, προσκολλημένος στην «αυτοβιογραφία», εμφανίζεται να μην έχει αντιληφτεί ότι γράφει την πιο συγκλονιστική ιστορία του Βυζαντίου. Αν και ξέρει πως καταγράφει γεγονότα που κανείς άλλος δεν έχει παραδώσει («α μήπω τις γραφή παραδέδωκε»).
Η πολιορκία
Η συμβολή του στη συγγραφή της, βεβαίως, είναι αναντικατάστατη. Οπως για παράδειγμα όταν προβάλει τις τελευταίες ώρες της Πόλης, όπου από «την 4η του μηνός Απριλίου του ιδίου έτους (1453) επέλασε ο αμηράς πολιορκώντας την με κάθε τρόπο και πολιορκητές μηχανές από ξηρά και θάλασσα, αφού περικύκλωσε τα 18 μίλια της Πόλης με 400 πλεούμενα, μικρά και μεγάλα, και με 200.000 άνδρες από τη στεριά. Αντίθετα η Πόλη αντιπαρέταξε μόλις 4.773 άνδρες, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι ξένοι των οποίων ο αριθμός ανερχόταν σε 2.000 περίπου…».
«Μικρόν» και «μεγάλον χρονικόν»
Η ιστορία του Σφραντζή υπό τον τίτλο «Χρονικόν» σώζεται σε δύο μορφές. Μία σύντομη, το «Μικρόν Χρονικόν» (Chronicon Minus) και μία πολύ εκτενέστερη το «Μεγάλον Χρονικόν» (Chronikon Majus). Το δεύτερο είναι περίπου πενταπλάσιο από το πρώτο, το οποίο και ενσωματώνει ολόκληρο. Από παλιά το μεγάλο χρονικό προκαλούσε πολλές συζητήσεις μεταξύ των βυζαντινολόγων για τη γνησιότητά του. Κυρίως λόγω των γλωσσικών διαφορών, αρκετών αντιφάσεων και ανακριβειών. Ωσπου τη δεκαετία του 1930 τεκμηριώθηκε ότι μεγάλα τμήματά του ήταν μεταγενέστερες παρεμβολές.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ
Στο μικρό χρονικό καταγράφει γεγονότα από τη γέννησή του μέχρι το 1477. Στο μεγάλο προτάσσοντας ένα προοίμιο διηγείται ύστερα την ιστορία των Παλαιολόγων σε τέσσερα βιβλία. Στο πρώτο ιστορεί τα συμβάντα από την εποχή του Μιχαήλ Η μέχρι του Μανουήλ Β (μέχρι 1425). Στο δεύτερο αναφέρεται στη βασιλεία του Ιωάννη Η (έως 1448) και στο τρίτο του Κωνσταντίνου ΙΑ. Στο τέταρτο πραγματεύεται τα μετά την άλωση γεγονότα, δηλαδή τον αγώνα των Παλαιολόγων στην Πελοπόννησο και την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς.
ΟΙ ΛΑΪΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Το «Χρονικόν» κυκλοφορεί σήμερα μεταφρασμένο σε αρκετές εκδόσεις, ενώ παρατίθεται και σε ιστοσελίδες. Πρωτοεκδόθηκε το 1796 στη Βενετία και στα Γερμανικά (Βόννη 1838) με επιμέλεια του βυζαντινολόγου Β. Νίμπορ. Το 19ο αιώνα είδαν το φως αρκετές νεοελληνικές αποσπασματικές εκδόσεις. Η πρώτη καταγράφεται το 1865 στην Αθήνα με τον τίτλο «Αλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, ερανισθείσα εκ των Χρονικών του Γ. Φραντσή». Χάρη σε αυτές τις «λαϊκές» εκδόσεις ο Σφραντζής οφείλει τη μεγάλη φήμη του.
«Η Πόλις εάλω τη δεύτερη ώρα της ημέρας…»
«Υστερα οι εχθροί ανέβηκαν σωρηδόν στα τείχη και διασκόρπισαν τους δικούς μας. Εγκατέλειψαν τα εξωτερικά τείχη και έμπαιναν από την πύλη καταπατώντας ο ένας τον άλλον. Αυτά γίνονταν όταν σηκώθηκε φωνή και από μέσα και από έξω και από τη μεριά του λιμανιού.
Εάλω το φρούριον και τα στρατηγεία και την σημαία άνωθεν εν τοις πύργοις έστησαν (οι Τούρκοι) και αυτή η κραυγή έτρεψε τους δικούς μας σε φυγή και ζωντάνεψε τους εχθρούς μας, οι οποίοι με ενθουσιασμό και με αλαλαγμούς, χωρίς πια κανένα φόβο, ανέβαιναν όλοι τους τα τείχη…
Ετσι οι εχθροί έγιναν κύριοι της πόλης την Τρίτη 29 Μαϊου, τη δεύτερη ώρα της ημέρας, του έτους 6961 (1453). Και παραδίδονταν, τους αιχμαλώτιζαν ή τους άρπαζαν ζωντανούς. 
Οσοι πιάνονταν ανθιστάμενοι, αυτοί σφάζονταν. Και η γη σε μερικά μέρη δεν φαινόταν καθόλου από τους πολλούς νεκρούς…
Μόλις έπεσε η Πόλη, ο αμηράς μπήκε μέσα ευθύς, με κάθε σπουδή, ζητούσε τον βασιλέα και δεν είχε τίποτε άλλο στον νου του παρά να μάθει αν ζει ή αν πέθανε…
Το μαθε ο αμηράς και ευφράνθηκε και ήταν περιχαρής. Με προσταγή του οι παρευρισκόμενοι εκεί Χριστιανοί έθαψαν το βασιλικό σώμα με τιμές βασιλικές….» (αποσπάσματα από το «Χρονικόν»).
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ
.   
Από διοικητής Πάτρας μοναχός στην Κέρκυρα
.   
Ο Γεώργιος Φραντζής ή Σφραντζής γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1401. Ανήκε σε αριστοκρατική βυζαντινή οικογένεια. Το 1417 πέθαναν οι γονείς του από την πανώλη που θέριζε τότε και ο αυτοκράτορας τον πήρε υπό την προστασία του. Το 1424, όταν η Κωνσταντινούπολη είχε περιέλθει σε δεινότατη θέση, στάλθηκε ως αντιπρόσωπος για διαπραγματεύσεις με τους Οθωμανούς του Μουράτ Β. Τη θνήσκουσα αυτοκρατορία έσωσαν τότε οι δυναστικές διαφορές μεταξύ των Οθωμανών και η «ορκωτική αγάπη», που κατάφεραν να συνάψουν μαζί τους οι Βυζαντινοί. 
Ο Σφραντζής ορίστηκε εκτελεστής της διαθήκης του Μανουήλ Β και συνδεόταν στενά με τον μελλοντικό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Τον ακολουθούσε μάλιστα στις διάφορες αποστολές του στην Πελοπόννησο. Σε μια περίπτωση μάλιστα του έσωσε τη ζωή, με αποτέλεσμα ο ίδιος να τραυματιστεί και να συλληφθεί από τους Φράγκους της Πάτρας. Οταν αργότερα απελευθερώθηκε και η Πάτρα καταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς, διορίστηκε διοικητής της. Τον επόμενο χρόνο έπεσε στα χέρια Καταλανών πειρατών, αλλά και πάλι απελευθερώθηκε με καταβολή λύτρων.
Παράλληλα, με τα άλλα καθήκοντά του, συνέχιζε να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως μυστικοσύμβουλος. Για να προωθήσει την πολιτική του δεσπότη του Μορέως βρέθηκε αρκετές φορές στην Αθήνα. Το 1438 συγγένευσε με την οικογένεια των Παλαιολόγων, αφού παντρεύτηκε την Ελένη, κόρη του Αλέξιου Παλαιολόγου. Παράνυμφος ήταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αργότερα θα βαφτίσει και τα παιδιά του ζευγαριού. Το 1449 ο Κωνσταντίνος διαδέχεται στον θρόνο τον αδελφό του, ο Σφραντζής τον ακολουθεί από την Πελοπόννησο στην Κωνσταντινούπολη. Μετά την άλωση θα συλληφθεί, μαζί με τα παιδιά και τη γυναίκα του.
Θα καταφέρει να εξαγοράσει την ελευθερία του και θα βρεθεί στην υπηρεσία του τελευταίου δεσπότη της Πελοποννήσου Θωμά Παλαιολόγου. Από εκεί ξεκίνησε τις προσπάθειες για την απελευθέρωση της οικογένειάς του. Τελικά, κατάφερε να ελευθερώσει τη γυναίκα του. Δεν είχαν την ίδια τύχη τα παιδιά του. Ο ένας γιος του κατηγορήθηκε ότι επιβουλεύτηκε τη ζωή του Μωάμεθ Β, ο οποίος και τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Η κόρη του είχε πεθάνει νωρίτερα στο χαρέμι του σουλτάνου. Μετά την κατάληψη της Πελοποννήσου από τους Οθωμανούς ο Σφραντζής καταφεύγει στην Κέρκυρα, όπου και γίνεται μοναχός (1468). Εκεί πέθανε το 1477 ή 1478 συντάσσοντας το 
«Χρονικόν» (άγνωστη η ακριβής ημερομηνία).
ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Η παραχάραξη του «Χρονικού» 
Από το 1936 ο καθηγητή σ’ Ι. Β. Παπαδόπουλος, καθώς επεξεργαζόταν την έκδοση του χρονικού, κατέληξε ότι το Majus δεν ήταν γνήσιο.
Με τις διατριβές του περί Γεωργίου Φραντζή απέδειξε ότι μεγάλα τμήματά του ήταν προϊόντα παρεμβολής.
Εντόπισε, μάλιστα, τα πρόσωπα που νόθευσαν το γνήσιο μικρό χρονικό. Βασικός νοθευτής υπήρξε ο μητροπολίτης Μονεμβασιάς Μακάριος Μελισσηνός (μέσα 16ου – αρχές 17ου αιώνα).
Η νοθεία, λοιπόν, γίνεται στη Νεάπολη της Ιταλίας, όπου είχε καταφύγει ο Μελισσηνός, περίπου έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του χρονικού. Τα κίνητρα ήταν πολύ ταπεινά και ιδιοτελή για να δημιουργήσει έναν ψευδο-Φραντζή. Ο επίσκοπος και η οικογένειά του, με τις παρεμβολές τους, ήθελαν να αποδείξουν ότι ταυτίζονταν με τη μεγάλη και γνωστή βυζαντινή οικογένεια των Μελισσηνών. Σύμφωνα με την κρατούσα εκδοχή, είχαν αρχικώς σφετεριστεί το όνομα «διορθώνοντας» το δικό τους οικογενειακό, που ήταν Μελισσουργοί.
Δεν ήταν απλώς κάποιο ζήτημα γοήτρου, αλλά έτσι μπορούσαν να διεκδικήσουν ότι από την οικογένειά του αναδείχτηκαν ηγεμόνες, οι οποίοι κατείχαν μεγάλες εκτάσεις, αλλά και δικαιώματα επί της Μονεμβασιάς. 
Για τον ίδιο λόγο είχαν πλαστογραφήσει κι άλλα κείμενα, όπως την πραγματεία του Σχολάριου.
Με την ευκαιρία ο μητροπολίτης, αλλά και αντιγραφείς του «Μεγάλου Χρονικού», αφού μάλλον κατάστρεψαν το αρχικό κείμενο, πρόσφεραν κολακεία σε διάφορες οικογένειες, παρεμβάλλοντας ό,τι άλλο έκριναν πως εξυπηρετούσε τις «δημόσιες σχέσεις τους». Επεξεργάστηκαν γλωσσικά το μικρό χρονικό αλλοιώνοντας τη δημώδη γλώσσα του με αρχαϊζουσα και μαζί με τις παρεμβολές πρόσθεσαν ένα προοίμιο. Αντιγραφή, όπως αποδείχτηκε, από το έργο του αυλικού λόγιου και ιστορικού Γεωργίου Ακροπολίτη (13ος αιώνας).
Σήμερα στο κείμενο που διασώζεται ξεχωρίζει μέσα στο Majus το Minus, το προοίμιο του Ακροπολίτη, αλλά κι άλλες προσθήκες που προέρχονται από άλλες πηγές (Ν. Γρηγοράς, Ι. Καντακουζηνός, Λ. Χαλκοκονδύλης, εκκλησιαστικά κείμενα κ.ά.).
Οι Μελισσηνοί φαίνεται ότι πέτυχαν τότε τους σκοπούς του. Μερικοί τους αποδίδουν άλλα ελατήρια για τη νόθευση. Οτι, δηλαδή, ήθελαν να κινητοποιήσουν τον χριστιανικό κόσμο της Δύσης για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Ανεξαρτήτως κινήτρων σημασία έχει ότι μας άφησαν μια ιστορία των ετών 1258-1477.
Το ψυχορράγημα της βασιλεύουσας 25-26 Μαϊου 
Η φαντασία θέλει να εμφανίζονται διάφορες θεοσημίες. Συμβαίνουν δυσοίωνα. Πέφτει χαλάζι, γίνεται έκλειψη και άλλα περίεργα. Ο Μωάμεθ προετοιμάζεται και αποφασίζει την τελική τουρκική επίθεση. Αυτή ορίζεται για τις 29 Μαϊου.
27 Μαϊου
Ο Μωάμεθ «έδωσε διαταγή όλη εκείνη τη νύχτα και την επομένη μέρα να ανάψουν λαμπάδες, να μείνουν νηστικοί όλη τη μέρα και να λουστούν επτά φορές, για να παρακαλέσουν τον θεό, νηστικοί και καθαροί, να τους δώσει τη νίκη…».
28 Μαϊου
Μωάμεθ και Κωνσταντίνος μιλούν στους στρατιώτες τους. «Σε τρεις μέρες η Πόλη θα είναι δική σας», υπόσχεται ο πρώτος. Ο αυτοκράτορας εμψυχώνει διαβεβαιώνοντας ότι «θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει ντροπιασμένος».
29 Μαϊου
«Ηταν φοβερό το θέαμα… Ποιος θα διηγηθεί όλη αυτήν τη φρίκη; Κανένα σημείο δεν έμεινε ανεξερεύνητο και αμόλυντo. Ω βασιλεύ Χριστέ μου, ελευθέρωσε από τέτοια θλίψη κάθε πόλη και χώρα όπου κατοικούν Χριστιανοί…».
Δημοσιεύθηκε στο ΕΘΝΟΣ, Μάιος 2008


Απάντηση
.    
.   Θ.Β.Λ. on 29/05/2013 

.    
.   Ο Ιδρυτής του Νέου Ελληνισμού: Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις
.   
Συγγραφέας: Στέφανος Μυτιληναίος
Αρχικός τίτλος: Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258):
.   Ο “Ιδρυτής” του Νέου Ελληνισμού!

.   Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους σήμανε και το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως κράτος υπερεθνικό[1]. Στα κατακερματισμένα εδάφη της Ρωμανίας (Βυζαντίου) δημιουργήθηκαν πλήθος μικρών ή μεγαλύτερων ηγεμονιών που τελούσαν υπό την κατοχή των Λατίνων: Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος έγινε αυτοκράτωρ της Κωνσταντινούπολης. Ο Βιλλαρδουίνος ίδρυσε το πριγκιπάτο της Αχαΐας. Αττική και Βοιωτία έγιναν ηγεμονία του Γάλλου Όθωνα ντε λα Ρος, τα Σάλωνα κομητεία, και η Κρήτη, η Κύπρος, η Μεθώνη, η Κορώνη, η Χαλκίδα κτήσεις της Βενετίας. Η Ρόδος έπεσε στα χέρια των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου μετατράπηκαν σε δουκάτα κι ο Βονιφάτιος πήρε, για λίγα μονάχα χρόνια, τη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, ορισμένοι Ρωμιοί (Βυζαντινοί) άρχοντες και στρατηγοί κατάφεραν και δημιούργησαν αυτόνομα κράτη με συμπαγής ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς: Ο Θεόδωρος Λάσκαρις ίδρυσε την αυτοκρατορία της Νίκαιας, στις ανατολικές ακτές της θάλασσας του Μαρμαρά και ο Αλέξιος Κομνηνός την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας στον Πόντο της Μικράς Ασίας. Στο Ιόνιο Πέλαγος, ο Μιχαήλ Άγγελος Δούκας έφτιαξε το δεσποτάτο της Ηπείρου με πρωτεύουσα, από το 1299, την Άρτα.
Η διάλυση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η κατάργηση της κεντρικής ρωμαϊκής διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα τα ελληνόφωνα κράτη που τη διαδέχθηκαν, να αρχίσουν να στρέφονται προς τις ελληνικές τους καταβολές. Και αν κανείς αναζητά να βρει την εποχή κατά την οποία συνέβη η πρώτη ουσιαστική αναγέννηση του Ελληνισμού, αυτή δεν είναι άλλη από την επάρατη κατ’ όλα τ’ άλλα, περίοδο της φραγκοκρατίας.
Το επίκεντρο της ελληνικής αναγέννησης αυτή την εποχή είναι το κράτος της Νίκαιας. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης, απαντώντας στον Πάπα, με περηφάνια του τονίζει: «Από τον καιρό των Δουκών τε και Κομνηνών τους από γενών ελληνικών άρξαντας». Ο λόγιος καλόγερος Νικόλαος Βλεμμύδης, κάνοντας εξαίρεση από τους άλλους κληρικούς της εποχής του, που γι’ αυτούς το όνομα «Έλλην» εξακολουθούσε να είναι διαβλητό, έλεγε την αυτοκρατορία της Νίκαιας «ελληνίδα επικράτειαν» και ο μαθητής του, ο αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258) την ονόμαζε «ελληνικόν» και «Ελλάδα», και συνήθιζε να μιλά για τα κατορθώματα της «ελληνικής ανδρείας» ενώ λογάριαζε τους υπηκόους του «απογόνους των αρχαίων Ελλήνων».
Ο Φωτιάδης αποκαλεί τον Λάσκαρι, «έναν αρχαιολάτρη με τη σημασία που δίνομε σήμερα στη λέξη. Στέκεται με θαυμασμό μπροστά στα μνημεία της Περγάμου, έργα “ελληνικής μεγαλονοίας μεστά και σοφίας ταύτης ινδάλματα”. Ποτέ πριν ούτε μίλησε ούτε ένιωσε άλλος αυτοκράτορας τόσο τον εαυτό του Έλληνα όσο ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις»[2]. Και ο Κορδάτος συμφωνεί και συμπληρώνει: «Ο Θεόδωρος Β΄ όμως τα χάλασε με τους βαλκανικούς λαούς, γιατί πίστεψε, πως μόνος του μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Οραματιζόταν να νεκραναστήσει την αρχαία Ελλάδα και πίστευε πως η ελληνική φυλή μπορούσε μόνη της να παίξει πάλι σπουδαίο ρόλο. Γι’ αυτό τόνιζε, πως δεν περιμένει καμιά βοήθεια από τους άλλους λαούς της βαλκανικής (Σέρβους, Βουλγάρους κλπ.) και πως το ελληνικό Γένος, “μόνον αυτό βοηθεί εαυτώ”».
»Ακολουθώντας τέτοια πολιτική, τα χάλασε με τους Βουλγάρους και τους έδιωξε από τις μακεδονικές περιοχές που κατείχανε. Επίσης τους Αλβανούς και τους Ηπειρώτες του Ιωάννη Άγγελου τους χτύπησε και τους ανάγκασε να τραβηχτούν στα βουνά. Έζησε όμως μόνο τέσσερα χρόνια και έτσι τα σχέδια του έμειναν στη μέση»[3].
Προσπάθειες δημιουργίας εθνικού ελληνικού κράτους
Ωστόσο, είναι να θαυμάζει κανείς τη μεγαλοφυΐα του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρι όχι μόνο γιατί στράφηκε καθ’ ολοκληρία προς την πατρώα Ελληνική Παιδεία και την ελληνική εθνική συνείδηση ζητώντας μέσα από την Ελλάδα να βρει τη δύναμη για να υλοποιήσει τους στόχους του, αλλά κυρίως γιατί διέκρινε με μοναδική διορατικότητα την απειλή που αποτελούσαν Σλάβοι και Βούλγαροι για την επιβίωση του ελληνικού έθνους. Γνωρίζοντας, ο Λάσκαρις πως οι λαοί αυτοί, αν και ορθόδοξοι, δεν είχαν ταυτιστεί απολύτως με τη ρωμαίικη ορθόδοξη συνείδηση (πράγμα που τους συνέβη επί τουρκοκρατίας), σε αντίθεση με τους Έλληνες που είχαν απολέσει την εθνική τους συνείδηση εξαιτίας της ρωμαϊκής, ορθώς αντιλήφθηκε πως η ορθόδοξη ταυτότητα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ύπουλο μέσο εκσλαβισμού ή εκβουλγαρισμού των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών Μακεδονίας και Ηπείρου και απορρόφησης τους από τα βαρβαρικά φύλα των Σλάβων και των Βουλγάρων (ως ομόδοξων λαών).
Οι ελληνικοί πληθυσμοί εκείνη την εποχή ήταν επιρρεπείς στην αλλοίωση της εθνικής τους συνείδησης, επειδή ακριβώς δεν είχαν εθνική συνείδηση αλλά θρησκευτική, δηλαδή, του ρωμαίικου (ρωμαϊκού) ορθόδοξου γένους. Για τον λόγο αυτό όχι μόνο δεν στηρίχτηκε σε συμμαχίες με Σλάβους, Βούλγαρους ακόμα και Αλβανούς για να εκδιώξουν από κοινού τους σταυροφόρους, αλλά, στράφηκε κιόλας εναντίον τους διώχνοντάς τους από τις ελληνικές περιοχές.
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, με την καθάρια ελληνικότητα που τον διέκρινε, ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τα ζωτικά και κυρίαρχα συμφέροντα του ελληνικού έθνους. Για τον Λάσκαρι εξίσου εχθροί ήταν οι Φράγκοι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Τούρκοι ακόμα και οι Αλβανοί. Για τον σοφό βασιλιά της Νίκαιας που θέλησε να ξαναδώσει πνοή στην αρχαία Ελλάδα, οι λυκοφιλίες με τους ομόδοξους βαρβάρους δεν είχαν κανένα νόημα. Και η ιστορία επιβεβαίωσε την πολιτική του τέλη 19ου αρχές 20ου αιώνα, όταν Σέρβοι και Βούλγαροι προσπαθώντας να καρπωθούν οφέλη από τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν δίστασαν να επιχειρήσουν εκ νέου συστηματικό αφελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης. Είτε δημιουργώντας το ανύπαρκτο έθνος και κράτος της σκοπιανής Μακεδονίας, είτε με τις συμμορίες των Βούλγαρων κομιτατζήδων που δολοφονούσαν και λυμαίνονταν την μακεδονική ύπαιθρο, είτε προσπαθώντας μέσω της ορθοδοξίας να τοποθετήσουν βούλγαρους παπάδες στα ελληνικά χωριά για να θεωρηθούν έτσι και οι κάτοικοι Βούλγαροι. Για να μην λησμονούμε και τους σύγχρονους «Σλαβομακεδόνες», έμμισθους πράκτορες άλλοτε του κομμουνισμού και ενίοτε του σερβικού μεγαλοϊδεατισμού, οι οποίοι ως νέοι γενίτσαροι στράφηκαν κατά της Ελλάδας υπηρετώντας αλλότρια συμφέροντα.
Τους κινδύνους αυτούς είχε εντοπίσει από τότε ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα σχέδια του εξαιτίας της βραχύβιας βασιλείας του.
Δικέφαλος αετός: Μία ελληνική σημαία
Επίσης ο εν λόγω αυτοκράτωρ ήταν εκείνος που υιοθέτησε ως έμβλημά του τον ελληνικό δικέφαλο αετό, αντικαθιστώντας την παλαιότερη ρωμαϊκή σημαία του Ηράκλειου. Ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος (610-641) πρώτος χάραξε το θρησκευτικό σύμβολο της χριστιανικής πλέον Ανατολικής αυτοκρατορίας, το οποίο είναι τέσσερα κεφαλαία Β τοποθετημένα σε κάθε γωνία ενός σταυρού και τα οποία δηλώνουν την τετραβασιλεία, δηλαδή την επί των τεσσάρων περάτων της γης βασιλεία της Ρώμης και του Χριστού. Το σύμβολο αυτό ως σημαία ήταν ένας χρυσός σταυρός πάνω σε πορφυρό βαμμένο πανί με τέσσερα χρυσά Β στις γωνίες και ήταν η επίσημη σημαία των χριστιανών Ρωμαίων της Ανατολής[4]. Ο Λάσκαρις από την άλλη είχε για έμβλημα του τον δικέφαλο αετό, που κατόπιν χρησιμοποίησαν και οι Παλαιολόγοι.
Αν και ο αετός ήταν παμπάλαιο ρωμαϊκό σύμβολο και αποτελούσε την αρχαία σημαία-σύμβολο της Ρώμης, ήταν πάντα μονοκέφαλος. Ο δικέφαλος εισήχθη από τον Λάσκαρι[5] και έχει υποστηριχτεί πως απεικόνιζε τους δύο αετούς του Διός[6]. Αυτή η υπόθεση δεν πρέπει να ξενίζει τον αναγνώστη, εφόσον ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, ήταν συνειδητοποιημένος αρχαιολάτρης και Έλλην. Στο ελληνικό κράτος που ήθελε να δημιουργήσει δεν μπορούσε να έχει ως σημαία εκείνη της Ρώμης, γι’ αυτό και την αντικατέστησε με τον ελληνικό δικέφαλο αετό ως σύμβολο του νέου Ελληνισμού.
Γι’ αυτό τον λόγο σήμερα (2004) υπάρχουν ιερείς, γραφικοί νοσταλγοί της ρωμιοσύνης, οι οποίοι κατεβάζουν από τις εισόδους των Εκκλησιών τον δικέφαλο αετό και στη θέση του υψώνουν τη ρωμαϊκή κόκκινη σημαία με τον χρυσό σταυρό και τα τέσσερα χρυσά Β. Εμείς επισημαίνουμε στους ρωμιούς παπάδες και δεσποτάδες, ότι η ύψωση της ρωμαϊκής σημαίας στις εισόδους των εκκλησιών τους ισούται με πράξη εσχάτης προδοσίας, εφόσον πρόκειται για κατοχικό σύμβολο, ενώ ο κυματισμός της αποτελεί άμεση αμφισβήτηση της εθνικής μας ανεξαρτησίας. Βεβαίως την κυρίως ευθύνη φέρει η Πολιτεία που οφείλει να εφαρμόσει τους νόμους του κράτους και να απονείμει τις τιμωρίες που προβλέπει το Σύνταγμα για όσους Έλληνες πολίτες προσβάλλουν τα εθνικά μας σύμβολα και εργάζονται κατά των συμφερόντων του ελληνικού έθνους.
Πλήρης επαναφορά της Ελληνικής Παιδείας στο κράτος της Νίκαιας
Επίσης, ο Θεόδωρος ο Β΄, ήταν μέγας προστάτης της Ελληνικής Παιδείας και φιλοσοφίας. Στα χρόνια της βασιλείας του την επανέφερε πλήρως και την πρόσφερε απλόχερα σε όλους τους υπηκόους του. Ο Κωνσταντίνος Σάθας[7] αναφέρει δε, ότι: «Ο εν Νικαία αναπτυχθείς ελληνισμός εφάνη προς στιγμήν απειλών και αυτό το χριστιανικόν καθεστώς, γεγονός οπωσούν δικαιολογούν το προς τους Έλληνας μίσος της εκκλησίας, ήτις εκ πείρας εγίνωσκεν ότι αι θρησκείαι εν μόνω τω σκότει γεννώνται και θριαμβεύουσι, και ότι αμείλικτος αυτών εχθρός εισί τα γράμματα, δηλαδή το ελληνικόν πνεύμα». Την εποχή λοιπόν που αυτοκράτωρ της Νίκαιας ήταν ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις ο Ελληνισμός γιγαντώθηκε τόσο πολύ που απείλησε με κατάρρευση τον Χριστιανισμό! Η Εκκλησία, σημειώνει ο Σάθας, μισούσε τους Έλληνες, γιατί οι θρησκείες μπορούν να γεννηθούν και να γιγαντωθούν μόνο μέσα στο απόλυτο σκότος (πνευματικό). Έτσι, μοναδικός πραγματικός εχθρός όλων των θρησκειών είναι τα γράμματα, δηλαδή η μόρφωση, το ελληνικό πνεύμα. Μάλιστα σε υποσημείωσή του ο Σάθας αναφέρει πως στην Νίκαια είχαν δημιουργηθεί σημαντικές βιβλιοθήκες που διέθεταν ελληνικά χειρόγραφα, τα οποία βρίσκονταν στην ελεύθερη και ανεμπόδιστη διάθεση όλων των υπηκόων. Από την καταστροφή του Σαραπείου της Αλεξάνδρειας το έτος 391 είχε να συμβεί κάτι ανάλογο, δηλαδή η δημιουργία δημόσιας ελληνικής βιβλιοθήκης. Σε αυτό πάνω επικαλείται τη μαρτυρία του Ανώνυμου χρονικογράφου που έγραψε το έργο «Σύνοψις Χρονική»[8], και αναφέρει πως ο Θεόδωρος ο Β΄ Λάσκαρις:
«Αλλά και βιβλιοθήκας κατά πόλεις συνήθροισεν εκ βίβλων πασών τεχνών και επιστημών». Ο ίδιος Ανώνυμος συμπληρώνει αρκετές σελίδες παρακάτω, ότι: «Και βίβλους δε συνηγάγετο, ουδ’ ούσας ο επί τούτω μεγαλυνόμενος Πτολεμαίος, παντοίων τεχνών τε και επιστημών, και ταύτας ταις πόλεσιν εναποτιθείς, τοις βουλομένοις εις ανάγνωσιν και των εν αυταίς σπουδασμάτων ανάπτυξιν εθέσπισε μεταδίδοσθαι»[9].
Μαθαίνουμε ακόμα, ότι ο Έλλην αυτοκράτωρ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις δεν περιορίστηκε μόνο στη δημιουργία δημόσιων βιβλιοθηκών αλλά προχώρησε και στην επίσημη θέσπιση διδασκαλίας της κλασικής Ελληνικής Παιδείας. Επίσης ο ίδιος, «και Μουσών συνίστασθαι θέατρα, και πάντα σχεδόν τόπον, αγοραίς πλήθει ελλογίμων ανδρών επιστημονικών ζητημάτων παραθέσεις και αντιθέσεις ασχολουμένων, και πονουμένων επί λογικάς προτάσεις και συμπεράσματα»[10]. Πλήρης ήταν λοιπόν η αναβίωση της Ελληνικής Παιδείας στο κράτος της Νίκαιας.
Μικρογραφία του Θεόδωρου Β’ Λάσκαρη, από τον τόμο Θ’
της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών, 1979).
Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις αρνήθηκε τον Χριστιανισμό
Η συγκλονιστικότερη αποκάλυψη όλων είναι, ότι ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις είχε απαρνηθεί τον Χριστιανισμό και είχε προσχωρήσει στον Ελληνισμό. Σύμφωνα με τον Ανώνυμο χρονικογράφο, ο αυτοκράτωρ λίγο πριν ξεψυχήσει κάλεσε κοντά του τον πατριάρχη Αρσένιο και τον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης και εξομολογήθηκε σε αυτούς ότι είχε εγκαταλείψει τον Χριστιανισμό: «Και ούτω την των εσφαλμένων αυτώ εξαγορείαν πεποίηκε, το Εγκατέλιπόν σε, Χριστέ, συχνάκις επιφωνών»[11]. Ο Σάθας θεωρεί πως ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις έπαψε να είναι χριστιανός αφού πρώτα πήρε μέρος σε ελληνική τελετή, η οποία έγινε στον ερειπωμένο και υπόγειο ναό του αγίου Τρύφωνος. Τον εν λόγω άγιο ο αυτοκράτωρ είχε εισάγει ως προστάτη του στρατού. Ο Σάθας θεωρεί τον άγιο Τρύφωνα μία υπό χριστιανικό μανδύα καλυμμένη ελληνική θεότητα, εφόσον αυτός ο δρεπανηφόρος και χηνοβοσκός νεαρός, προστάτης της βλάστησης, των κήπων και των αμπελώνων, με την επίκληση του οποίου διώχνονται οι κάμπιες, οι ακρίδες, οι μύγες και άλλα έντομα που φθείρουν τους καρπούς, είναι στην ουσία διαιώνιση αρχαίας ελληνικής τελετής απόδοσης τιμών ως προς το Θείον. Ο Σάθας βλέπει τη λατρεία του αγίου Τρύφωνα συγγενή με του Σμινθέα Απόλλωνα και του ελληνοαιγυπτιακού Σάραπη. Αλλά και ο πατριάρχης Νίκαιας Αρσένιος, στον οποίο ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις είχε εξομολογηθεί λίγο πριν πεθάνει, είχε εισάγει στην υμνωδία της Κυριακής της Λαμπρής, εκκλησιαστικούς ανακρεόντειους ύμνους που δοξολογούσαν τους αρχαίους θεούς των Ελλήνων! Ένας από αυτούς αναφέρει:
«Λογικοί νέοι μοι δεύτε
έαρος καιρός σκιρτάτε,
ο αίμων ήδη τυρίσδει,
εαρινόν άσμα μέλπει,
θαλεροίς επί ρεέθροις
ανάπαυσιν ευτρεπίζει.
Χελιδών άρτι Τηρήος
καταλαλεί του φθορήος,
τον Ίτυν ζητεί δε πάλιν
κασιγνήτη ταύτη σφόδρα.
Ο Παν της Ηχούς εράει,
ο Κύκλωψ της Γαλατείας,
Αδώνιδος Αφροδίτη.
Λογικοί μοι νέοι δεύτε,
έαρος καιρός σκιρτάτε.
Τριάς, αμέριστε φύσις…»[12].
Στον ελληνότροπο εκκλησιαστικό ύμνο οι πιστοί δεν αποκαλούνται «δούλοι του θεού» όπως θέλουν οι ιουδαιοχριστιανικές αντιλήψεις, αλλά «Λογικοί νέοι» όπως προτάσσουν οι ελληνικές! Ο Σάθας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο εξελληνισμός της αυτοκρατορίας της Νίκαιας εις βάρος του ρωμαιοχριστιανικού χαρακτήρα της επήλθε εξαιτίας του εχθρικού πνεύματος που επικρατούσε προς τη φραγκοκρατία, τον Πάπα αλλά και στην ενδοτική πολιτική των Ρωμαίων-Ρωμιών (δηλ. βυζαντινών) αυτοκρατόρων της Ανατολής έναντι των Τούρκων πριν την κατάληψη της Πόλης από τους Λατίνους. Οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί αισθανόμενοι περικυκλωμένοι από παντού, Φράγκους και Τούρκους, μοιραία στράφηκαν προς το αρχαιοελληνικό τους παρελθόν και την Ελληνική Παιδεία, η οποία αποτελεί ιδεολογία αντίστασης σε κατακτητές και τυράννους, κοσμοθεωρία ελεύθερων ανθρώπων. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Τζον Φρίλι: «Η περιφρόνηση των Βυζαντινών προς τη λατινική Δύση οδήγησε τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ν’ αναζητήσουν τις ρίζες τους στην αρχαία Ελλάδα κι άρχισαν να αποκαλούν με περηφάνια τους εαυτούς τους Έλληνες»[13]. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, ως η μόνη ισχυρή δύναμη αντίστασης, αγκάλιασε τον Ελληνισμό και τον ανέδειξε σε επίσημη κρατική ιδεολογία της. Τον ίδιο καιρό και στις υπόλοιπες ρωμαίικες ηγεμονίες που σχηματίστηκαν πάνω στα εδάφη της κατακερματισμένης Ρωμανίας, πολλές είναι οι προσωπικότητες που αρχίζουν και θεωρούν εαυτούς Έλληνες επηρεασμένοι από το ίδιο κλίμα, ακόμα και ιεράρχες όπως ο Απόκαυκος, ο Χωματιανός και ο Βαρδάνης στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Ωστόσο, ο ραγδαίος εξελληνισμός της Νίκαιας και κατά προέκταση όλου του ρωμαίικου διακόπηκε μετά την εκθρόνιση του δεκάχρονου Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρι (1258-1261), γιο του Θεόδωρου του Β΄, από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο το έτος 1261. Ο Κωνσταντίνος Σάθας υποστήριξε, ότι: «Η αντίδρασις αύτη προς τον εν Νικαία ελληνισμόν οφείλεται εις τους Παλαιολόγους, οίτινες, αρπάσαντες το κράτος απ’ εκείνων των οποίων οι αληθώς αξιοθαύμαστοι αγώνες εδημιούργησαν εκ του μηδενός νέαν και σεβαστήν αυτοκρατορίαν…»[14]. Εδώ όμως οφείλουμε να πούμε πως αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο Σάθας, δεν ήταν όλοι οι Παλαιολόγοι αντίθετοι με τον εξελληνισμό του κράτους. Αν ήταν δεν θα είχαμε ούτε τον Πλήθωνα Γεμιστό, ούτε τη νεοπλατωνική σχολή του Μυστρά, που επιχείρησε με θέρμη κατά τον 15ο αιώνα να αναγεννήσει τον Ελληνισμό την ύστατη στιγμή που οι Τούρκοι έζωναν ασφυκτικά από παντού την Πόλη.
Τελικά, όπως και προείπαμε, η βραχύβια βασιλεία του Θεόδωρου Β΄Λάσκαρι (μόλις τέσσερα χρόνια) δεν επέτρεψε να ολοκληρωθούν τα σχέδια του. Ωστόσο, οι βάσεις που έθεσε είχαν ως αποτέλεσμα το ξέσπασμα μίας πρώιμης αναγέννησης, η οποία μπορεί να μην ολοκληρώθηκε στις ελληνικές χώρες εξαιτίας της οθωμανικής κατάκτησης, πέρασε όμως μαζί με τους εξόριστους Έλληνες λόγιους και φιλοσόφους στην Ιταλία και έτσι δημιουργήθηκε ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός που κατά βάση στηρίχτηκε στον κλασικό ελληνικό πολιτισμό.
Παραπομπές:
[1] Runciman.
[2] Φωτιάδης, «Η επανάσταση του 1821», τόμος α΄, σελίδα 100, εκδόσεις «Μέλισσα».
[3] Γιάννης Κορδάτος, «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου», σελίδα 396, εκδόσεις «Μπουκουμάνη», 4η έκδοση, Αθήνα 1974.
[4] Κωνσταντίνος Σάθας, «Περί του Θεάτρου και της μουσικής των Βυζαντινών – ήτοι εισαγωγή εις το Κρητικόν Θέατρον», σελίδα ρογ΄, Βενετία 1878.
[5] Γιάννης Κορδάτος, «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου», σελίδα 392, υποσημείωση 5, εκδόσεις «Μπουκουμάνη», 4η έκδοση, Αθήνα 1974.
[6] Περί της ταύτισης του δικέφαλου αετού με τους δύο αετούς του Δία, βλέπε τη μελέτη του Ι. Ν. Σβορώνου «Πως εγεννήθη και τι σημαίνει Ο ΔΙΚΕΦΑΛΟΣ ΑΕΤΟΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ», σελίδες 48-66, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1914, ανατύπωση από τις «Αναστατικές Εκδόσεις – Διονυσίου Νότη Καραβία», σειρά «Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών».
[7] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδες κβ΄-κδ΄, Βενετία 1894.
[8] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 507, Βενετία 1894.
[9] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 535, Βενετία 1894.
[10] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 536, Βενετία 1894.
[11] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , Ανωνύμου «Σύνοψις Χρονική», σελίδα 534, Βενετία 1894.
[12] Migne, Patrol. Graeca CXL, σ. 939, (πηγή: Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδα κδ΄, Βενετία 1894).
[13] Τζον Φρίλι, «Κωνσταντινούπολη, Από τον Χριστιανισμό στο Ισλάμ», σελίδα 164, εκδόσεις «Περίπλους», Αθήνα 2001.
[14] Κωνσταντίνος Σάθας, «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», τόμος 7ος , εισαγωγή, σελίδα κη΄, Βενετία 1894.


Απάντηση
.    
.   Θ.Β.Λ. on 29/05/2013
.    
.   
Η συμμετοχή των “Πληθωνιστών” στις τελευταίες μάχες του 15ου αιώνα κατά των Οθωμανών
.   
Για τους οπαδούς του Πλήθωνος μετά το 1453 ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά, συνήθως λέγεται ή γράφεται στα πεταχτά ότι οι περισσότεροι «έφυγαν στην Δύση», δηλάδή στην Ιταλία και τα πράγματα σταματάνε εκεί. Με εξαίρεση τον Βησσαρίωνα και κάποια ακόμα ελάχιστα ονόματα που ανιχνεύουμε κυρίως λόγω του συγγραφικού τους έργου, δεν γνωρίζουμε τίποτε απολύτως, ούτε για εκείνους που όντως «έφυγαν στην Δύση», ούτε για εκείνους, που ήσαν και οι περισσότεροι, οι οποίοι παρέμειναν στον Μωριά και αντιστάθηκαν ένοπλα στους εισβολείς Οθωμανούς.
Ιστορικά στοιχεία γι’ αυτήν την αντίσταση υπάρχουν πολύ λίγα, και κυρίως αποτελούνται από ό,τι μπόρεσε να διασωθεί γύρω από τα πρόσωπα που ηγήθηκαν αυτής, όπως λ.χ οι ηπειρωτικής ή ίσως και αλβανικής καταγωγής πολέμαρχοι «στρατιότι» («strattioti») Θεόδωρος Μπούας και Κορκόδειλος ή Κορκόντυλος Κλαδάς, στους οποίους άλλωστε θα αναφερθούμε στην συνέχεια του παρόντος κατά την παρουσίαση των γεγονότων εκείνης της εποχής. Κάποια ελάχιστα στοιχεία όμως, «μη ιστορικά» βεβαίως κατά την σύγχρονη αντίληψη του ιστορικού επιστημονισμού, αφού δεν βασίζονται σε γραπτή πηγή, είναι γνωστά μέσα από στόμα με στόμα μετάδοση, που πάει να πει μέσα από αυτό που πραγματικά είναι «παράδοση» και μέσα από αυτά ακριβώς πιστοποιείται όντως συμμετοχή «πληθωνιστών» σε εκείνον τον απελπισμένο αμυντικό αγώνα κατά των Οθωμανών.
Υποχρεωμένος να ακολουθήσει τους κανόνες του αντιφατικότατου ιστορικού επιστημονισμού (που έχει θεοποιήσει την «πρωτογενή» γραπτή πηγή, ακόμα και αν αυτή κραυγαλέα αποτυπώνει «παράδοση» ή, ακόμη χειρότερα, λαϊκή φημολογία), ο γράφων προτίθεται να παρουσιάσει μελλοντικά αυτή την μεταδοθείσα Ιστορία μέσα από ένα ιστορικό «μυθιστόρημα», για να γίνει τουλάχιστον γνωστή σε όσους είναι όντως διατεθειμένοι για κάτι τέτοιο –οι υπόλοιποι ας πάνε να διαβάσουν «έγκυρη» Ιστορία, βασισμένη σε παραληρήματα καλόγερων ή λαϊκούς μύθους του παρελθόντος που απλώς έτυχε να περάσουν πριν από κάποιους αιώνες επάνω σε χαρτί, ώστε σήμερα να εκλαμβάνονται ηλιθιωδώς ως πέρα για πέρα «έγκυρες» ιστορικές «πηγές» και μάλιστα… «πρωτογενείς».
Δύο διαφορετικές απόψεις του Πλήθωνα Γεμιστού, σε έργο
του Benozzo Gozzoli στη Φλωρεντία (Corteo dei Magi, Palazzo Medici-Riccardi).
Για την ώρα θα αναφερθούμε απλώς στο όνομα Γεώργιος ή Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, που πρέπει να γεννήθηκε κάπου γύρω στα 1435, αφού «αγένειος ακόμα γνώρισε για πρώτη φορά τον δάσκαλο Γομοστό» δηλαδή τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, τον φιλόσοφο του Μυστρά και ιδρυτή του πολυθεϊστικού «Κύκλου» της τότε Λακωνίας «λίγο πριν αποθάνει», δηλαδή λίγο πριν το έτος 1452. Η παράδοση αναφέρει τον Κυργιώργη Δαιμονογιάννη «στρατιότι» στην υπηρεσία των Ενετών κατά το ξέσπασμα του πρώτου Ενετοτουρκικού Πολέμου το 1463 και ιδρυτή και πρώτο «μάγιστρο» το επόμενο έτος (1464) της μυστικής αδελφότητας των αρκετών εναπομεινάντων στον Μωριά «πληθωνιστών», η οποία αποσκοπούσε στην πραγμάτωση του οράμματος του διδασκάλου, δηλαδή στην εθνική απελευθέρωση και αυθυπαρξία των Ελλήνων και στην παλινόρθωση του καθοριστικού πολυθεϊσμού τους.
Τα τελευταία δεδομένα από την ίδια παράδοση, θέλουν τον Δαιμονογιάννη να αγωνίζεται δίπλα στον ηρωϊκό Κορκόδειλο Κλαδά τόσο στην πρώτη φάση του αντάρτικου αγώνα του, έπειτα από την προδοσία των Ενετών το 1479, όσο και στην δεύτερη, μία δεκαετία αργότερα, που έληξε με τον μαρτυρικό θάνατο του θρυλικού πολέμαρχου το έτος 1490. Τους δυο άνδρες συνέδεε φιλία στενή, αλλά και κάτι ακόμα: ο έρωτας του Κλαδά για την εξαδέλφη του Δαιμονογιάννη Βασιλική. Ο καταπονημένος από τους συνεχείς αγώνες και τις κακουχίες Κυργιώργης Δαιμονογιάννης, ηγήθηκε του «δρουγγού» του για τρία ακόμη χρόνια. Πέθανε μετά από εμπύρετη ασθένεια το 1493, στα αντάρτικα καταφύγια του βόρειου Ταϋγέτου. Οι εναπομείναντες συμμαχητές και αδελφοί έθαψαν με τιμές τον πολέμαρχο πρώτο «μάγιστρο» και, προσπαθώντας να είναι συνεπείς με τα πάτρια, αποτέφρωσαν το κέντρο της ηρωϊκής του ψυχής, δηλαδή την καρδιά του και παρέδωσαν την σποδό, ως «αγώνος σήμα», στον διάδοχο δεύτερο «μάγιστρο» της αδελφότητος.
Αυτά είναι τα λίγα που μπορούμε, για την ώρα τουάχιστον, να αφηγηθούμε για τον πρώτο ηγέτη των ένοπλων «πληθωνιστών» του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, υποσχόμενοι να περάσουν τα υπόλοιπα υπό μορφή ιστορικού «μυθιστορήματος» για να μην έχουν να λένε οι κάθε είδους (είτε γελοίοι είτε αχρείοι) καθεστωτικοί. Ο γράφων ούτε θα τους κάνει την χάρη να τους παράσχει λαβές για αμφισβήτηση της ιστορικής του εγκυρότητας, ούτε και ενδιαφέρεται άλλωστε να μιλήσει σε αυτιά ανθρώπων που είναι είτε ανήμποροι είτε ακατάλληλοι ν’ ακούσουν. Όπως έχουμε άλλωστε ξαναγράψει παλαιότερα, προκαλώντας μάλιστα την μήνη αρκετών, «Ne margaritas obijce porcis, seu asinus sabsterne rosas !», που πάει να πει στα Ελληνικά «μην ρίχνεις τα μαργαριτάρια στα γουρούνια, μην εκπορνεύεις βλακωδώς τα τριαντάφυλλα».
Από εδώ και κάτω, στο ανά χείρας κείμενο παρέχουμε «κανονική» Ιστορία, ήτοι Ιστορία με την καθιερωμένη στις ημέρες μας έννοια. Ο χρονολογικός πίνακας που ακολουθεί, κατά τον προσφιλή για τον γράφοντα τρόπο ιστορικής αφήγησης με χρονική αλληλουχία, παρουσιάζει την ένοπλη αντίσταση των ήδη ελεύθερων από την βυζαντινή κατοχή και την ενετική κυριαρχία Ελλήνων του Μωριά στα τέλη του 15ου αιώνα, τότε που προήλαυναν στα εδάφη των πατέρων τους οι καινούργιοι Οθωμανοί κατακτητές.
Το έτος 1456 οι Οθωμανοί έχουν καταλάβει την Αθήνα, οι βυζαντινοί μηχανισμοί εξουσίας έχουν καταρρεύσει παντού στην Πελοπόννησο, ενώ οι Ενετοί της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» επιχειρούν να ισχυροποιήσουν την εκεί παρουσία τους, αρχίζοντας από τις βόρειες και δυτικές οχυρές θέσεις. Την άνοιξη του 1458 ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής αρχίζει προετοιμασίες για εισβολή στην Πελοπόννησο, την οποία υποτίθεται ότι ακόμα ελέγχουν οι τραγικά δειλοί Παλαιολόγοι. Μέσα στο ίδιο έτος πολιορκεί και καταλαμβάνει την Κόρινθο και, με δύο βραχίονες του στρατού του, προσπαθεί ανεπιτυχώς να κυριεύσει τα φρούρια των Πατρών και των Καλαβρύτων. Η πρώτη αυτή εισβολή λήγει άδοξα και ο οθωμανικός στρατός αποσύρεται για ανασχεδιασμό των επιχειρησιακών του μεθόδων.
Την άνοιξη του 1459 ο Μωάμεθ εισβάλλει ξανά στην Πελοπόννησο, πετυχαίνει την παράδοση της φρουράς της Καρύταινας και οδεύει επικεφαλής 3.000 πολεμιστών προς το Λεοντάρι, όπου συγκρούεται με τον μικρό στρατό του πολέμαρχου Κορκόδειλου Κλαδά, που δεν ξεπερνούσε τους 1.000 άνδρες. Οι Έλληνες, που πολεμούν υπό το δικό τους λάβαρο (δικέφαλος επάνω σε πορφυρό και όχι κίτρινο πανί, συν το οικόσημο του αρχηγού τους) ηττώνται, αλλά υποχωρούν συντεταγμένα υπό την καθοδήγηση του Κλαδά, του οποίου οι ελιγμοί γίνονται αντικέιμενο θαυμασμού από τον σουλτάνο. Ο φοβισμένος Δημήτριος Παλαιολόγος παραδίδει αμαχητί το Δεσποτάτο του Μυστρά στον σουλτάνο, παρόλο που όλοι σχεδόν οι εντόπιοι πολέμαρχοι εξακολουθούν να αγωνίζονται κατά των εισβολέων. Ο Κλαδάς προσπαθεί να δώσει μάχη αυτοκτονίας στην θέση «Άη Γιώργης», αλλά ο σουλτάνος τον συναντάει άοπλος μπροστά από τους δύο στρατούς, τού εκφράζει τον θαυμασμό του και τού δηλώνει ότι δεν θέλει να καταστρέψει τέτοιον πολεμιστή, άρα του επιτρέπει να ζήσει ελεύθερος στην περιοχή του Έλους.
Το 1460 οι εισβολείς Οθωμανοί έχουν κυριεύσει πολλές οχυρές θέσεις ανά την Πελοπόννησο, όπου επικρατεί πλέον απόλυτη αναρχία, ενώ οι Ενετοί έχουν ιδιοποιηθεί όλα τα φρούρια που μέχρι την προηγούμενη χρονιά ανήκαν στους Παλαιολόγους. Το 1463, με αφορμή την υποστήριξη των Ενετών προς τον Αλβανό πολέμαρχο Γεώργιο Καστριώτη ή «Σκεντέρμπεη», ξεσπάει ο Πρώτος Ενετοτουρκικός Πόλεμος, που θα διαρκέσει μέχρι το 1479. Οι Ενετοί χρησιμοποιούν στην Πελοπόννησο την στρατιωτική δύναμη των πολλών εντόπιων πολεμάρχων, τους οποίους προσλαμβάνουν μαζί με τους άνδρες τους ως μισθοφόρους («στρατιότι», «strattioti») και καταλαμβάνουν την Μονεμβασιά και πολλές άλλες οχυρές θέσεις. Οι γνωστότεροι από εκείνους τους πολέμαρχους είναι οι Πέτρος Μπούας, Μιχαήλ Ράλλης, Νικόλαος Παγωμένος, Νικόλαος Μπόχαλης, Κορκόδειλος Κλαδάς, Νικόλαος Γραίτζας, Ιωάννης Γαβαλλάς, κ.ά.
Το επόμενο έτος (1464), παρά τις επιτυχίες των πολέμαρχων Κλαδά στην Λακωνία και Μιχαήλ Ράλλη στην Αχαϊα, οι Ενετοί ηττώνται στην Μαντινεία, οι Οθωμανοί λεηλατούν την Αργοναυπλία και φθάνουν μέχρι το Λεοντάρι της Αρκαδίας και το 1465 ο Ομάρμπεης εισβάλλει στην Μάνη αλλά αναχαιτίζεται από τους πολέμαρχους των Ελλήνων. Το 1466 ο Σιγιμούνδος Μαλατέστα φθάνει μαχόμενος μέχρι τον Μυστρά και μεταφέρει τα οστά του φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος στο Ρίμινι, όμως ο διάδοχός του στην αρχηγία των Ενετών Ιάκωβος Μπαρμπαρίγκο ηττάται και χάνει την ζωή του τον Αύγουστο στην Πάτρα και οι Έλληνες σύμμαχοι της «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου» γίνονται τώρα ο αποκλειστικός στόχος της μήνης των Οθωμανών. Οι αιχμάλωτοι πολέμαρχοι Μιχαήλ Ράλλης καί Μάρκος – Επιφάνειος Κλαδάς θανατώνονται με φρικτό τρόπο: ο πρώτος ανασκολοπίζεται και ο δεύτερος γδέρνεται ζωντανός.
Ενώ τα επόμενα χρόνια οι Οθωμανοί εξολοθρεύουνν μεθοδικά όλες τις αντιστασιακές εστίες, τον Ιανουάριο του 1479 οι φοβισμένοι από τις αλλεπάλληλες ήττες τους Ενετοί υπογράφουν εσπευσμένα με τον εκχριστιανισμένο Εβραίο εκπρόσωπό τους Τζιοβάνι Ντάριο συνθήκη ειρήνης με τους αντιπάλους τους, δεχόμενοι να καταβάλουν στον σουλτάνο τεράστια αποζημίωση και ετήσιους δασμούς 10.000 δουκάτων για το δικαίωμά τους στο ναυτικό εμπόριο. Στην Πελοπόννησο οι Ενετοί διατηρούν μόνο τα οχυρά της Κορώνης και της Μεθώνης. Στις 9 Οκτωβρίου 1479 όμως, ο Κορκόδειλος Κλαδάς εισβάλλει στην Μάνη επικεφαλής 16.000 ανδρών, μίας τρόπον τινά ελληνικής πανστρατιάς, και απελευθερώνει το Οίτυλο και αρκετά ακόμη χωριά και φρούρια (Τριγόφιλο, Καστάνια, Μεγαλοχώριο, Λεφτίνη, Ανδρούσα, Βάσκος, Πιάγα, κ.ά.).
Στις 23 Ιανουαρίου 1480 η Βενετία αποκηρύσσει την πολεμική δράση του Κλαδά και οι αρχές τής υπό ενετική κατοχή Κορώνης συλλαμβάνουν και στέλνουν σε φυλακή της Βενετίας την σύζυγο, τα παιδιά και τα αδέλφια του, επικηρύσσοντάς τον ως «ρέμπελο» (επαναστάτη) και «προδότη» με το δελεαστικά μεγάλο ποσό των 10.000 μοθωναϊκών υπέρπυρων. Σε ενίσχυση των «ανεξέλεγκτων» Ελλήνων, που ήδη καταδιώκονται από 10.000 Οθωμανούς υπό τον διοικητή της Πελοποννήσου («σαντζιάκμπεη του Μωριά») Σουλεϊμάν Πασά, έρχεται ο πολέμαρχος Θεόδωρος Μπούας και ο υιός του Μερκούριος, επικεφαλής 60 μόνον πολεμιστών. Οι Οθωμανοί εκπορθούν τα φρούρια Τριγόφυλου, Οιτίλου, Μεγαλοχωρίου και Παπαφίγγου.
Στις 19 Ιανουαρίου 1481 ο Κλαδάς τσακίζει κοντά στο Οίτιλο τους υπό τον «μπεηλέρμπεη της Ρούμελης» Αλή Μπούμικο εισβολείς Οθωμανούς, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του θορυβημένου Σουλεϊμάν Πασά να υποχρεωθούν ν’ αποσυρθούν στην Σπάρτη. Έξαλλος από τις τεράστιες απώλειες του στρατού του (700 νεκροί), ο σουλτάνος διατάσσει την θανάτωση 19 Ελλήνων πολεμιστών που είχαν αιχμαλωτισθεί στο φρούριο Τριγόφυλου. Με ενισχυμένο στρατό που τώρα αριθμεί πάνω από 8.000 πολεμιστές ο σουλτάνος διατάσσει τον Μάρτιο νέα εισβολή στην Μάνη, κλείνει την δίοδο Μαυροβουνίου και προχωρεί προς το φρούριο της Καστανιάς, όπου βρίσκονται εγκλωβισμένοι οι ένοπλοι Έλληνες μαζί με 1.000 αιχμάλωτους Οθωμανούς. Ενώ το φρούριο κοντεύει πια να πέσει στα χέρια των πολιορκητών Οθωμανών, λίγο πριν το ξημέρωμα της 10ης Απριλίου ο Κλαδάς, που βρισκόταν έξω από το κάστρο, επιτίθεται στους πολιορκητές και δημιουργεί δίοδο όλων των επιζώντων πολεμιστών του και των οικογενειών τους προς το Πόρτο Κάγιο, από όπου οι εναπομείναντες αντιστασιακοί μεταφέρονται τελικά στην Ιταλία με τρεις ναπολιτάνικες γαλέρες (οι Ναπολιτάνοι ήσαν εχθροί των Ενετών).
Ακόμα και μετά την φυγή του Κλαδά συνεχίζεται στην Μάνη και τον Ταϋγετο από πολλές αντάρτικες ομάδες η αντίσταση κατά των Οθωμανών. Όταν αυτό γίνεται γνωστό στην Ιταλία, ο Κλαδάς αποφασίζει να επιστρέψει στην γη των αρχαίων Σπαρτιατών για να οργανώσει την αντίσταση σε συντεταγμένη στρατιωτική δράση. Όντως το 1488 ή 1489 ο Κλαδάς επιστρέφει στην Λακωνία, αρχίζει συστηματικό έργο στον τομέα της οργάνωσης αλλά και της μαχητικής εκπαίδευσης των ανταρτών, όμως τον Οκτώβριο του 1490 πιάνεται αιχμάλωτος κοντά στην Βέργα έπειτα από μία σύντομη μάχη, οδηγείται μπροστά στον Οθωμανό διοικητή, γδέρνεται ζωντανός και το γεμισμένο με άχυρα δέρμα του στέλνεται στον σουλτάνο Βαγιαζήτ τον Β στην Κωνσταντινούπολη.
Ενώ στον Ταϋγετο εξακολουθεί, παρά τον θάνατο του Κλαδά, η αντιστασιακή δράση των ντόπιων μικρών αντάρτικων σωμάτων («δρουγγών»), τον Ιούλιο του 1499 η δυτική Πελοπόννησος δέχεται την επίθεση ισχυρού οθωμανικού στόλου υπό τον ναύαρχο Νταούντ Πασά, ενώ πολυάριθμος στρατός υπό τον ίδιο τον σουλτάνο Βαγιαζήτ πολιορκεί και καταλαμβάνει την Ναύπακτο. Το καλοκαίρι του 1500 ο στόλος του Νταούντ Πασά και του πρώην πειρατή Κεμάλ κτυπάει την Μεθώνη, ενώ ο στρατός του Βαγιαζήτ έχει ήδη φθάσει στην Αρκαδία, παρά τις παρενοχλήσεις των «στρατιότι» Νικολάου Ρενέση, Γεωργίου Ράλλη και Νικόλαου Μενάγια. Χτυπημένη από στεριά και θάλασσα, η ενετική Μεθώνη πέφτει τελικά στις 10 Αυγούστου, μετά από μία τρομερή σε δύναμη επίθεση των γενιτσάρων, λεηλατείται επί τρεις συνεχείς ημέρες και τουλάχιστον το ένα τρίτο του πληθυσμού της σφάζεται, ενώ οι επιζήσαντες σέρνονται σκλάβοι στα ασιατικά δουλοπάζαρα. Τρομοκρατημένος ο φρούραχος της Πύλου Κάρολος Κονταρίνης παραδίνεται αμαχητί. Οι μόνες βάσεις των Ενετών στην Πελοπόννησο απομένουν πια το Ναύπλιο και η Μονεμβασιά, που θα παραδοθούν στους Οθωμανούς, μετά από συνθήκη, το έτος 1540.
Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 68 του περιοδικού «Διιπετές», το φθινόπωρο 2008


Απάντηση
.    
.   Θ.Β.Λ. on 29/05/2013
.    
.   
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΑΝΟΙΓΕΙ Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ ΤΟΥ ΠΟΡΘΗΤΗ;
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ

.   Ενώ στην Τουρκία σπάει όλα τα ρεκόρ εισιτηρίων η κινηματογραφική επιτυχία, «Φατίχ 1453», η οποία όμως έχει κατηγορηθεί ακόμα και από Τούρκους ιστορικούς για μεγάλες ιστορικές ανακρίβειες, άνοιξε για άλλη μια φορά σε δημόσια συζήτηση το ζήτημα του τάφου του Μωάμεθ του Πορθητή και όλων των πιθανών μυστηρίων που κρύβονται εκεί και τα οποία για πολλούς αποτελούν μεγάλο ταμπού για την ίδια την ύπαρξη της Τουρκίας.
Σε μια σημαντική συνέντευξή του στην τουρκική εφημερίδα Χουριέτ, στις 15 Απριλίου 2012, ο Τούρκος συγγραφέας, Ahmet Ümit, παρουσιάζοντας το νέο του βιβλίο με τον τίτλο, «Να σκοτώσεις τον Σουλτάνο», ένα ιστορικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην ζωή του Μωάμεθ του Πορθητή, δηλώνει ότι υπάρχει ανάγκη να ανοιχτεί επιτέλους ο τάφος του για να ερευνηθεί τι ακριβώς έγινε με τον θάνατό του. Σύμφωνα με τον συγγραφέα του έργου, «Σκοτώνοντας τον Σουλτάνο», ο Μωάμεθ ο Πορθητής κατά πάσα πιθανότητα δεν πέθανε με φυσιολογικό τρόπο, αλλά δηλητηριάστηκε. Το γεγονός αυτό για τον Ahmet Ümit έχει πολύ μεγάλη σημασία γιατί αν αποδειχτεί ότι έγινε έτσι, τότε, όπως υποστήριξε ο Τούρκος συγγραφέας, θα καταρρεύσει ένα μεγάλο ταμπού για την ίδια την ύπαρξη της Τουρκίας. Μάλιστα ο Ahmet Ümit χαρακτήρισε «ιστορικό λεκέ» τον δηλητηριασμό του Φατίχ και δεν δίστασε να ζητήσει ακόμα και ιστολογική εξέταση για να εξακριβωθεί η πραγματική αιτία θανάτου του.
Να σημειωθεί ότι ο τάφος του Μωάμεθ του Πορθητή κρατείται ερμητικά κλειστός καθώς στο παρελθόν είχαν κυκλοφορήσει έντονες φήμες ότι αν ανοιχτεί θα αποκαλυφτεί ότι ο Φατίχ, τουλάχιστον στο τέλος της ζωής του, είχε ασπαστεί ο την Ορθοδοξία και ίσως γι’ αυτόν τον λόγο τον είχαν δηλητηριάσει. Ο πρώτος που μίλησε αποκαλυπτικά για το θέμα αυτό ήταν ένας μεγάλος Τούρκος πολιτικός και ποιητής, ο Γιαχία Κεμάλ Μπεγιατλί και το γεγονός αυτό αναφέρει ο Τούρκος συγγραφέας, Ρεσάτ Εκρέμ Κότσού στο βιβλίο του, «Οθωμανοί ηγεμόνες»,. Η απαγορευμένη αυτή μαρτυρία είναι άκρως αποκαλυπτική για την πραγματική θρησκευτική ταυτότητα του μεγάλου Φατίχ των Οθωμανών, του Μωάμεθ του Πορθητή. Γράφει λοιπόν το βιβλίο: «Την εποχή του Αμπντούλ Χαμίτ του Β΄, στις αρχές του εικοστού αιώνα, είχε σπάσει ένας μεγάλος αγωγός νερού στη συνοικία του μεγάλου τεμένους του Πορθητού, το Φατίχ. Το Φατίχ είχε οικοδομηθεί μεταξύ των ετών 1463 και 1470, πάνω στα ερείπια της κατεδαφισμένης από τους Οθωμανούς εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, κάτω από την οποία βρίσκονται θαμμένοι πολλοί βυζαντινοί βασιλείς. Στην εκκλησία αυτή ο Γεννάδιος είχε εγκαταστήσει το Πατριαρχείο κατόπιν άδειας του Μωάμεθ μετά την άλωση. Το 1454 ο Πατριάρχης εγκατέλειψε οικιοθελώς την εκκλησία, επειδή μέσα σε αυτή είχε βρεθεί το πτώμα ενός Τούρκου και φοβήθηκε μήπως κατηγορηθούν οι Έλληνες για το έγκλημα. Την κατασκευή του τζαμιού είχε αναλάβει ο Έλληνας αρχιτέκτονας, Χριστόδουλος, που φρόντισε όμως να διατηρήσει τα θεμέλια της κατεδαφισμένης εκκλησίας. Κατά την επισκευή όμως του χαλασμένου αγωγού, ο Αμπντούλ Χαμίτ έδωσε εντολή να ανοιχτεί ο τάφος του Μωάμεθ που βρίσκονταν δίπλα στο τζαμί, για να διαπιστωθούν τυχόν ζημιές και να επισκευαστούν. Ο τάφος λοιπόν ανοίχτηκε και σε βάθος τριών μέτρων βρέθηκε μια σιδερένια καταπακτή από όπου μια πέτρινη σκάλα οδηγούσε στην υπόγεια αίθουσα της βυζαντινής εκκλησίας. Εκεί βρέθηκε ο μαρμάρινος τάφος που βρίσκονταν το ταριχευμένο πτώμα του Μωάμεθ, ολόιδιο με το πορτρέτο που είχε φιλοτεχνήσει ο Ιταλός ζωγράφος Μπελίνι, πέντε μήνες πριν από τον θάνατο του Πορθητή. Το γεγονός αυτό και μόνο για πολλούς αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη ότι ο Μωάμεθ θέλησε να ταφεί σαν χριστιανός και βυζαντινός βασιλιάς, εν μέσω των άλλων βυζαντινών αυτοκρατόρων».
Ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, που για λόγους πολιτικούς την εποχή εκείνη είχε εγκαταλείψει το μπεκτασισμό, (δηλαδή το αιρετικό Ισλάμ), τον οποίο ακολουθούσε και ασπάστηκε τον σουνιτισμό, δηλαδή το ορθόδοξο Ισλάμ, κυριεύτηκε από πανικό και έδωσε εντολή να σφραγιστεί αμέσως ο τάφος του Μωάμεθ. Τα παραπάνω συνέβησαν πριν από το 1908 και έκτοτε ο τάφος του Μωάμεθ δεν ξανάνοιξε. Γι’ αυτό και σήμερα είναι αδύνατο να αποδειχτεί αυτή η μαρτυρία του Μπεγιατλί. Αποτελεί όμως μαρτυρία επιφανούς Τούρκου, η οποία δεν εξυπηρετεί κάποιες σκοπιμότητες και δεν είχε λόγους να παρουσιάζει τον Μωάμεθ Χριστιανό. Σήμερα το μέρος εκείνο είναι απαγορευμένο και δεν επιτρέπεται σε κανένα, είτε αρχαιολόγο είτε θρησκευτικό αρχηγό να το πλησιάσει, επιτείνοντας έτσι το μυστήριο για τους βυζαντινούς βασιλικούς τάφους αλλά και για τους τάφους των σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Είναι γεγονός ότι παρόμοιες με αυτήν μαρτυρίες έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς στην Τουρκία, αλλά χωρίς να δοθούν για ευνόητους λόγους μεγάλη έκταση. Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι στις 19 Δεκεμβρίου 1996, το εβδομαδιαίο περιοδικό, μεγάλης κυκλοφορίας, στην Τουρκία, «Ακτουέλ», του συγκροτήματος της γνωστής εφημερίδας, «Σαμπάχ», είχε κυκλοφορήσει με τον εξής εντυπωσιακό τίτλο: «Ο Πορθητής ήταν Χριστιανός;» και από κάτω είχε τον υπότιτλο: «Οι ιστορικοί δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να λύσουν αυτό το μυστήριο, 540 χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου Φατίχ».


Απάντηση
.    
.   Elytis on 29/05/2013
.   
Οδυσσέας Ελύτης, 
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ 
Ι

.   τσι καθς στέκονταν ρθς μπροστ στν Πύλη κι παρτος μς στ λύπη του
Μακρι το κόσμου πο ψυχή του γύρευε ν λογαριάσει στ φάρδος Παραδείσου Κα σκληρς πι κι π’ τν πέτρα πο δν τν εχανε κοιτάξει τρυφερ ποτ – κάποτε τ στραβ δόντια του σπριζαν παράξενα
Κι πως περνοσε μ τ βλέμμα του λίγο πι πάνω π’ τος νθρώπους κι βγανε π’ λους ναν πο το χαμογελοσε τν ληθινόν πο χάρος δν τν πιανε
Πρόσεχε ν προφέρει καθαρ τ λέξη θάλασσα τσι πο ν γυαλίσουν μέσα της λα τ δελφίνια Κι ρημι πολλ πο ν χωρ Θεός κι κάθε μι σταγόνα σταθερ στν λιο ν᾿ νεβαίνει
Νέος κόμα εχε δε στος μους τν μεγάλων τ χρυσ ν λάμπουν κα ν φεύγουν Κα μι νύχτα θυμται σ’ ρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε λαιμός το πόντου τόσο πο θολώθη μ δν στερξε ν το σταθε
Βαρς κόσμος ν τν ζήσεις μως γι λίγη περηφάνια τ ξιζε.
II
Θεέ μου κα τώρα τι Πού ’χε μ χίλιους ν παλέψει χώρια μ τ μοναξιά του ποιος ατός πού ’ξερε μ’ να λόγο του ν δώσει λάκερης τς γς ν ξεδιψάσει τι
Πο λα του τά ’χαν πάρει Κα τ πέδιλά του τ σταυροδετ κα τ τρικράνι του τ μυτερ κα τ τοιχίο πο καβαλοσε κάθε πομεσήμερο ν κρατάει τ γκέμια νάντια στν καιρ σν ζόρικο κα πηδηχτ βαρκάκι
Κα μία φούχτα λουίζα πο τν εχε τρίψει στ μάγουλα νς κοριτσιο μεσάνυχτα ν τ φιλήσει (πς κουρναλίζαν τ νερά το φεγγαριο στ πέτρινα τ σκαλοπάτια τρες γκρεμος πάνω π’ τ θάλασσα…)
Μεσημέρι π νύχτα Κα μήτ’ νας πλάι του Μονάχα ο λέξεις του ο πιστς πού ’σμιγαν λα τους τ χρώματα ν᾿ φήσουν μς στ χέρι του μι λόγχη π σπρο φς
Κα ντίκρυ σ᾿ λο τν τειχν τ μάκρος μυρμηκι ο χυμένες μς στ γύψο κεφαλς σο παιρνε τ μάτι του
«Μεσημέρι π νύχτα – λ᾿ ζω μία λάμψη!» φώναξε κι ρμησε μς στ σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσ γραμμ τελεύτητη
Κα μέσως νιωσε ξεκινημένη π μακριά στερν χλωμάδα ν τν κυριεύει.
III
Τώρα καθς το λιου φτερωτ λοένα γυρνοσε κα πι γρήγορα ο αλς βουτοσαν μέσα στ χειμώνα κι βγαιναν πάλι κατακόκκινες π᾿ τ γεράνια
Κι ο μικρο δροσερο τρολοι μοια μέδουσες γαλάζιες φταναν κάθε φορ κα πι ψηλ στ᾿ σήμια πο τ ψιλοδούλευε γέρας γι᾿ λλων καιρών πι μακρινν τ εκόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας γκαλι τους να θεριν ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα κα τς μυρσίνης τς ξεριζωμένης τν βυθν σταλάζοντας ώδιο τ κλωνάρια
Το ’φερναν ν κάτω π᾿ τ πόδια του κουγε στ μεγάλη καταβόθρα ν καταποντίζονται πλρες μαύρων καραβιν τ᾿ἀρχαα κα καπνισμένα ξύλα θε μ στυλωμένο μάτι ρθς κόμη Θεομήτορες πιτιμούσανε
ναποδογυρισμένα στς χωματερς λόγατα σωρς τ χτίσματα μικρ μεγάλα θρουβαλιασμς κα σκόνης ναμμα μς στν έρα
Πάντοτε μ μι λέξη μς στ δόντια του σπαστη κειτάμενος
Ατς τελευταος λληνας!
1969
http://ppirinas.blogspot.gr/2013/05/blog-post_907.html


Απάντηση
.    
.   ΣΦΑΚΙΑΝΌς on 01/06/2013 

.    
.   Αξίζει να σημειωθεί ο ηρωισμός των 170 Σφακιανών του Μανούσου Καλλικράτη αρχηγού σώματος εθελοντών που το Μάρτη του 1453 ξεκίνησε να βοηθήσει στην άμυνα της Πόλης και πολεμουσαν ασυγκρατητοι μονοι αυτοι ακομη και όταν «Η ΠΟΛΙΣ ΕΑΛΩ»
Όπως την περιγράφει στο Χρονικό του ο Γεώργιος Φραντζής:
:
«…κα γκρατες πάντων γένοντο, νευ δ τν πύργων τν λεγομένων Βασιλείου, Λέοντος κα λεξίου, ν ος στήκεισαν ο ναύται κενοι ο κ τς Κρήτης.
Ατο γρ γενναίως μάχοντο μέχρι κα τς κτης κα βδόμης ρας κα πολλος Τούρκους θανάτωσαν κα τοσοτον πλθος βλέποντες κα τν πόλιν δεδουλομένη πσαν, ατο οκ θελον δουλωθναι, λλ μλλον λεγον ποθανεν κρεττον ζν.
Τορκος δέ τις τ μηρ ναφορν ποισας περ τς τούτων νδρείας, προσέταξεν να κατέλθωσιν μετ συνηβάσεως κα σιν λεύθεροι ατοί τε κα νας ατν κα πσα ποσκευή, ν εχον.
Κα οτως γενόμενον, πάλιν μόλις κ το πύργου τούτους πεισαν πελθεν.»


Απάντηση
.    
.   Βλάσης Αγτζίδης on 04/07/2013 
ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ –
.    
.   Η πολιορκία και η Άλωσις – Γεώργιος Φραντζής 
 λόγος το Ατοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου πρς τος συμπολεμιστές του, τν παραμον τς λώσεως τς Κωνσταντινουπόλεως.
.   
«μες μέν, εγενέστατοι ρχοντες κα κλαμπρότατοι δήμαρχοι κα στρατηγο κα γενναιότατοι συστρατιώται κα πς πιστς κα τίμιος λαός, καλς οδατε τι φθασεν ρα κα χθρός της πίστεως μν βούλεται να μετ πάσης τέχνης κα μηχανς σχυροτέρως στενοχωρήσ μς, κα πόλεμον σφοδρν μετ συμπλοκς μεγάλης κα συρρήξεως κ τς χέρσου κα θαλάσσης δώσ μν μετ πάσης δυνάμεως, να, ε δυνατόν, ς φις τν ἰὸν κχύσ κα ς λέων νήμερος καταπί μς. [Βιάζεται] δι τοτο λέγω κα παρακαλ μς να σττε νδρείως κα μετ γενναίας ψυχς, ς πάντοτε ως το νν ποιήσατε, κατ τν χθρν τς πίστεως μν. Παραδίδωμι δ μν τν κλαμπροτάτην κα περίφημον ταύτην πόλιν κα πατρίδα μν κα βασιλεύουσαν τν πόλεων. Καλς ον οδατε, δελφοί, τι δι τέσσαρά τινα φειλέται κοινς σμν πάντες να προτιμήσωμεν ποθανεν μλλον ζν,πρτον μν πρ τς πίστεως μν κα εσεβείας, δεύτερον δ πρ τς πατρίδος, τρίτον δ πρ το βασιλέως ς χριστο κυρίου, κα τέταρτον πρ συγγενν κα φίλων. Λοιπόν, δελφοί, ἐὰν χρεσταί σμεν πρ νς κ τν τεσσάρων γωνίζεσθαι ως θανάτου, πολλώ μλλον πρ πάντων τούτων μες, ς βλέπετε προφανς, κα κ πάντων μέλλομεν ζημιωθναι. Ἐὰν δι τ μ πλημμελήματα παραχωρήσ θες τν νίκην τος σεβέσιν, πρ τς πίστεως μν τς γίας, ν Χριστς ν τω οκεί αματι μν δωρήσατο, κινδυνεύομεν· στι κεφάλαιον πάντων. Κα ἐὰν τν κόσμον λον κερδήσ τις κα τν ψυχν ζημιωθ, τί τ φελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως στερούμεθα κα τν λευθερίαν μν. Σρίτον βασιλείαν τν ποτ μν περιφαν, νν δ τεταπεινωμένην κα νειδισμένην κα ξουθενωμένην πωλέσαμεν, κα π το τυράννου κα σεβος ρχεται. Σέταρτον δ κα φιλτάτων τέκνων κα συμβίων κα συγγενν στερούμεθα.
Ατς δ λιτήριος μηρς πεντήκοντα κα πτ μέρας γει σήμερον φ᾿ ο μς λθν πέκλεισεν κα μετ πάσης μηχανς κα σχύος καθ᾿ μέραν τε κα νύκτα οκ παύσατο πολιορκν μς· κα χάριτι το παντεπόπτου Χριστο κυρίου μν κ τν τειχν μετ ασχύνης χρι το νν πολλάκις κακς πεπέμφθη. Σ νν δ πάλιν, δελφοί, μ δειλιάσητε, ἐὰν κα τεχος μερόθεν λίγον κ τν κρότων κα τν πτωμάτων τν λεπόλεων πεσε, διότι, ς μες θεωρετε, κατ τ δυνατν διωρθώσαμεν πάλιν ατό. μες πσαν τν λπίδα ες τν μαχον δόξαν το θεο νεθέμεθα, οτοι ν ρμασι κα οτοι ν πποις κα δυνάμει κα πλήθει, μες δ ν νόματι κυρίου το θεο κα σωτρος μν πεποίθαμεν, δεύτερον δ κα ν τας μετέραις χερσ κα ωμαλαιότητι, ν δωρήσατο μν θεία δύναμις. Γνωρίζω δ τι ατη μυριαρίθμητος γέλη τν σεβν, καθς ατν συνήθεια, λεύσονται καθ᾿ μν μετ βαναύσου κα πρμένης φρύος κα θάρσους πολλο κα βίας, να δι τν λιγότητα μν θλίψωσι κα κ το κόπου στενοχωρήσωσι, κα μετ φωνν μεγάλων κα λαλαγμν ναριθμήτων, να μς φοβήσωσι. Σς τοιαύτας ατν φλυαρίας καλς οδατε, κα ο χρ λέγειν περ τούτων. Κα ρ λίγ τοιατα ποιήσωσι, κα ναριθμήτους πέτρας κα τερα βέλη κα λεβολίσκους σε μμον θαλασσν νωθεν μν πτήσουσι· δι᾿ ν, λπίζω γάρ, ο βλάψωσι, διότι μς θεωρ κα λίαν γάλλομαι κα τοιαύταις λπίσι τν λογισμν τρέφομαι, τι ε κα λίγοι πάνυ σμέν, λλ πάντες πιδέξιοι κα πιτήδειοι, ωμαλέοι τε κα σχυρο κα μεγαλήτορες κα καλς προπαρασκευασμένοι πάρχετε.
Σας σπίσιν μν καλς τν κεφαλν σκέπεσθε π τ συμπλοκ κα συρρήξει. δεξι μν τν ομφαίαν χουσα μακρ στω πάντοτε. Α περικεφαλααι μν κα ο θώρακες κα ο σιδηρο ματισμο λίαν εσν κανο μα κα τος λοιπος πλοις, κα ν τ συμπλοκ σονται πάνυ φέλιμα· ο ναντίοι ο χρνται, λλ᾿ οτε κέκτηνται. Κα μες σωθεν τν τειχν πάρχετε σκεπόμενοι, ο δ σκεπες μετ κόπου ρχονται. Διό, συστρατιται, γίνεσθε τοιμοι κα στερεο κα μεγαλόψυχοι δι τος οκτιρμος το θεο. Μιμηθτε τος ποτε τν Καρχηδονίων λίγους λέφαντας, πς τοσούτον πλθος ππων Ρωμαίων τ φων κα θέ δίωξαν· κα ἐὰν ζωον λογον δίωξε, πόσον μλλον μες ο τν ζων κα λόγων πάρχοντες κύριοι, κα ο καθ᾿ μν ρχόμενοι να παράταξιν μεθ᾿ μν ποιήσωσιν, ς ζωα λογα, κα χείρονες εσιν. Α πέλται μν κα ομφααι κα τ τόξα κα κόντια πρς ατος πεμπέτωσαν παρ᾿ μν. Κα οτως λογίσθητε ς π γρίων χοίρων κα πληθν κυνήγιον, να γνώσωσιν ο σεβες τι ο μετ λόγων ζων, ς ατοί, παράταξιν χουσιν, λλ μετ κυρίων κα αθέντων ατν κα πογόνων λλήνων κα ωμαίων. Οδατε καλς τι δυσσεβς ατς μηρς κα χθρός της γίας μν πίστεως, χωρς ελόγου ατίας τινς τν γάπην ν εχομεν λυσεν, κα τος ρκους ατο τος πολλος θέτησεν ντ᾿ οδενς λογιζόμενος, κα λθν αφνιδίως φρούριον ποίησεν π τ στενόν του σωμάτου, να καθ᾿ κάστην μέραν δύνηται βλάπτειν μς. Σος γρος μν κα κήπους κα παραδείσους κα οκους δη πυριαλώτους ποίησε· τος δελφος μν τος Χριστιανούς, σους ερεν, θανάτωσε κα χμαλώτευσε· τν φιλίαν μν λυσε.
Σος δ το Γαλατ φιλίωσε, κα ατο χαίρονται, μ εδότες κα ατο ο ταλαίπωροι τν το γεωργο παιδς μθον, το ψήνοντος τος κοχλίας κα επόντος νόητα ζωα κα τ ξς. λθν ον, δελφοί, μς πέκλεισε, κα καθ᾿ κάστην τ χανς ατο στόμα χάσκων, πς ερ καιρν πιτήδειον να καταπί μς κα τν πόλιν ταύτην, ν νήγειρεν τρισμακάριστος κα μέγας βασιλες Κωνσταντνος κενος, κα τ πανάγντε κα περάγν δεσποίν μν θεοτόκ κα ειπαρθέν Μαρί φιέρωσεν κα χαρίσατο το κυρίαν εναι κα βοηθν κα σκέπην τ μετέρ πατρίδι κα καταφύγιον τν Χριστιανν, λπίδα κα χαρν πάντων τν λλήνων, τ καύχημα πσι τος οσιν π τν το λίου νατολήν. Κα οτος σεβέστατος τήν ποτε περιφαν κα μφακίζουσαν ς όδον το γρο βούλεται ποισαι π᾿ ατόν. δούλωσε σχεδόν, δύναμαι επεν, πσαν τν φ᾿ λιον κα πέταξεν π τος πόδας ατς Πόντον κα ρμενίαν, Περσίαν κα Παφλαγονίαν, μαζόνας κα Καππαδοκίαν, Γαλατίαν κα Μηδίαν, Κολχος κα βηρας, Βοσφοριανος κα λβάνους, Συρίαν κα Κιλικίαν κα Μεσοποταμίαν, Φοινίκην κα Παλαιστίνην, ραβίαν τε κα ουδαίαν, Βακτριανος κα Σκύθας, Μακεδονίαν κα Θετταλίαν, λλάδα, Βοιωτίαν, Λοκρος κα Ατωλούς, καρνανίαν, χαΐαν κα Πελοπόννησον, πειρον κα τ λλυρικόν, Λυχνίτας κατ τ νδριατικόν, ταλίαν Σουσκίνους, Κελτος κα Κελτογαλάτας, βηρίαν τε κα ως τν Γαδείρων, Λιβύαν κα Μαυρητανίαν κα Μαυρουσίαν, Αθιοπίαν, Βελέδας Σκούδην,Νουμιδίαν κα φρικν κα Αγυπτον, ατς τ νν βούλεται δουλσαι, κα τν κυριεύουσαν τν πόλεων ζυγώ ποβαλεν κα δουλεί, κα τς γίας κκλησίας μν, νθα προσκυνετο γία τρις κα δοξολογετο τ πανάγιον, κα που ο γγελοι κούοντο μνεν τ θεον κα τν νσαρκον το θεο λόγου οκονομίαν, βούλεται ποισαι προσκύνημα τς ατο βλασφημίας κα το φληναφο ατο ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, κα κατοικητήριον λόγων κα καμήλων. Λοιπόν, δελφο κα συστρατιται, κατ νον νθυμήθητε να τ μνημόσυνον μν κα μνήμη κα φήμη κα λευθερία αωνίως γενήσηται.»
Κα στραφες πρς τος νετος ν τος δεξιος μέρεσιν σταμένους φη: «νετο εγενες, δελφο γαπημένοι ν Χριστώ τώ θεώ, νδρες σχυρο κα στρατιται δυνατο κα ν πολέμοις δοκιμώτατοι, ο δι τν στιλβωμένων μν ομφαίων κα χάριτος πολλάκις πλθος τν γαρηνν θανατώσατε, κα τ αμα ατν ποταμειδς κ τν χειρν μν ρρευσε, τ σήμερον παρακαλ μς να τν πόλιν ταύτην τν ερισκομένην π τοσαύτ συμφορ το πολέμου λοψύχως κα κ μέσου ψυχς γένητε περασπισταί. Οδατε γρ καλς, κα δευτέραν πατρίδα κα μητέρα ατν ενάως εχετε· δι κα κ δευτέρου πάλιν λέγω κα παρακαλ να ν ατ ρ ς φιλοπιστοί τε κα μόπιστοι κα δελφο ποιήσητε.» Ετα στραφες ν τος ριστερος μέρεσι λέγει τος Λιγουρίταις: « Λιγουρται, ντιμότατοι δελφοί, νδρες πολεμιστα κα μεγαλοκάρδιοι κα φημιστοί, καλς οδατε κα γινώσκετε τι δυστυχς ατη πόλις πάντοτε οκ μο μόνον πρχεν, λλ κα μν δι πολλά τινα ατια. μες μν πολλάκις μετ προθυμίας ατ βοηθήσατε, κα συνδρομ μετέρ λυτρώσατε π τν γαρηνν τν ατς ναντίων. Σ νν πάλιν καιρός στιν πιτήδειος να δείξητε ες βοήθειαν ατς τν Χριστώ γάπην κα νδρίαν κα γενναιότητα μν.» Κα πληθυντικς στραφες πρς πάντας επεν: «Οκ χω καιρν επεν μν πλείονα. Μόνον τ τεταπεινωμένον μέτερον σκπτρον ες τς μν χερας νατίθημι, να ατ μετ᾿ ενοίας φυλάξητε.
Παρακαλ δ κα τοτο κα δέομαι τς μετέρας γάπης, να τν πρέπουσαν τιμν κα ποταγν δώσητε τος μετέροις στρατηγος κα δημάρχοις κα κατοντάρχοις, καστος κατ τν τάξιν ατο κα τάγμα κα πηρεσίαν. Γνωρίσατε δ τοτο. Κα ἐὰν κ καρδίας φυλάξητε τ σα νετειλάμην μίν, λπίζω ες θεν ς λυτρωθείημεν μες τς νεστώσης ατο δικαίας πειλς. Δεύτερον δ κα στέφανος δαμάντινος ν ορανος ναπόκειται μν, κα μνήμη αώνιος κα ξιος ν τώ κόσμ σεται.» Κα τατα επν κα τν δημηγορίαν τελέσας κα μετ δακρύων κα στεναγμν τν θεν εχαριστήσας, ο πάντες ς ξ νς στόματος πεκρίναντο μετ κλαυθμο λέγοντες «ποθάνωμεν πρ τς Χριστο πίστεως κα τς πατρίδος μν.» κούσας δ βασιλες κα πλεστα εχαριστήσας κα πλείστας δωρεν παγγελίας ατος πηγγείλατο. Ετα πάλιν λέγει. «Λοιπόν, δελφο κα συστρατιται, τοιμοι στε τώ πρωΐ, Χάριτι κα ρετ τ παρ το θεο μν δωρηθείσ, κα συνεργούσης τς γίας τριάδος, ν τν λπίδα πσαν νεθέμεθα, ποιήσωμεν τος ναντίους μετ ασχύνης κ τν ντεθεν κακς ναχωρήσωσιν.»
Οι δυστυχείς Ρωμαίοι, αφού άκουσαν τα λόγια του αυτοκράτορα, έσφιξαν την καρδιά τους, αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν όλοι μαζί. Κανένας δεν έφερνε πια στη μνήμη του τα αγαπημένα του παιδιά, τη γυναίκα και την περιουσία του, αλλά ήθελαν όλοι να πεθάνουν για τη σωτηρία της πατρίδας τους. Ύστερα γύρισαν στις θέσεις τους για να φυλάξουν τα τείχη της πόλης. Ο αυτοκράτορας πήγε αμέσως στον ιερό ναό της Αγίας Σοφίας, προσευχήθηκε με δάκρυα στα μάτια και κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων. Το ίδιο έκαναν και πολλοί άλλοι εκείνη τη νύχτα. Έπειτα γύρισε στα ανάκτορα και ζήτησε συγνώμη από όλους. Ποιος μπορεί να περιγράψει αυτήν τη στιγμή τους θρήνους και τους οδυρμούς που ακούστηκαν τότε στο παλάτι; Κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος, ακόμα κι αν ήταν από ξύλο ή από πέτρα.
Ύστερα ανεβήκαμε στα άλογά μας, βγήκαμε από τα ανάκτορα και κάναμε επιθεώρηση στα τείχη για να ενθαρρύνουμε τους φρουρούς που κρατούσαν άγρυπνοι τις θέσεις τους. Εκείνη τη νύχτα όλοι βρίσκονταν στα τείχη και τους πύργους, ενώ είχαμε κλείσει προσεκτικά όλες τις πύλες ώστε να μην μπορεί να μπει ή να βγει κανένας. Όταν φτάσαμε στην Καλιγαρία, την ώρα που λαλούσαν για πρώτη φορά τα κοκόρια, ξεπεζέψαμε και ανεβήκαμε στον πύργο. Από εκεί ακούγαμε φωνές και δυνατό θόρυβο έξω από την πόλη. Οι φύλακες μας είπαν ότι αυτό γινόταν όλη τη νύχτα επειδή οι εχθροί έσερναν τις πολεμικές μηχανές τους κοντά στην τάφρο, προετοιμαζόμενοι για την επίθεση. Επίσης τα μεγάλα εχθρικά πλοία άρχισαν να κινούνται, προσπαθώντας να φέρουν στην ακτή τις γέφυρες που είχαν κατασκευάσει.
Οι Τούρκοι άρχισαν με μεγάλη σφοδρότητα και ορμή την επίθεση τη στιγμή που λαλούσαν τα κοκόρια για δεύτερη φορά, χωρίς να δώσουν κανένα σύνθημα, όπως είχαν χάνει και τις προηγούμενες φορές. Ο σουλτάνος διέταξε να επιτεθούν πρώτοι οι λιγότερο έμπειροι, μερικοί ηλικιωμένοι και αρκετοί νέοι, ώστε να μας κουράσουν, και στη συνέχεια να ριχτούν εναντίον μας οι πιο έμπειροι και γενναίοι με μεγαλύτερη τόλμη και δύναμη. Έτσι λοιπόν ο πόλεμος άναψε σαν καμίνι. Οι δικοί μας αντιστέκονταν με πείσμα, χτυπούσαν άγρια τους εχθρούς και τους γκρέμιζαν κάτω από τα τείχη, καταστρέφοντας συγχρόνως και πολλές από τις πολιορκητικές τους μηχανές. Οι νεκροί ήταν πολλοί και από τις δυο πλευρές, ιδίως όμως από το εχθρικό στρατόπεδο. Μόλις άρχισαν να σβήνουν τα άστρα του ουρανού καθώς προχωρούσε το φως της μέρας κι εμφανίστηκε στην ανατολή η ροδοδάχτυλη αυγή, όλο το πλήθος του εχθρού παρατάχθηκε σε μια σειρά που έφτανε από τη μια μέχρι την άλλη άκρη της πόλης.
Ακούστηκαν τότε τα τύμπανα, οι σάλπιγγες και τα υπόλοιπα πολεμικά όργανα με φωνές και αλαλαγμούς, ενώ τα κανόνια άρχισαν να ρίχνουν όλα μαζί. Τότε όλοι οι Τούρκοι όρμησαν από ξηρά και από θάλασσα στα τείχη και άρχισαν τη συμπλοκή μαζί μας. Οι πιο θαρραλέοι έστησαν σκάλες, ανέβηκαν πάνω σ’ αυτές και έριχναν αδιάκοπα τα βέλη τους εναντίον των δικών μας. Η φρικτή και αμφίρροπη μάχη κράτησε δύο ώρες και φαινόταν ότι οι χριστιανοί θα έπαιρναν πάλι τη νίκη. Τα πλοία που μετέφεραν τις σκάλες και τις κινητές γέφυρες αποκρούστηκαν από τα παραθαλάσσια τείχη και αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω άπρακτα. Οι πολεμικές μηχανές, που έριχναν πέτρες από τα τείχη της πόλης, σκότωσαν πολλούς αγαρηνούς. Αλλά και εκείνοι που ήταν στην ξηρά έπαθαν τα ίδια και χειρότερα. Ήταν πολύ παράδοξο θέαμα να βλέπει κανείς τον ήλιο και τον ουρανό σκεπασμένους από ένα σύννεφο σκόνης και καπνού. Οι δικοί μας έκαιγαν τις εχθρικές πολεμικές μηχανές με το «υγρό πυρ», γκρέμιζαν τις σκάλες με όσους βρίσκονταν πάνω τους και σκότωναν αυτούς που επιχειρούσαν να ανεβούν στα τείχη με μεγάλες πέτρες, ακόντια, πυροβόλα και τόξα. Όπου έβλεπαν συγκεντρωμένους Τούρκους, τους χτυπούσαν με μεγάλα τηλεβόλα, σκοτώνοντας και πληγώνοντας πολλούς. Οι εχθροί απηύδησαν τόσο πολύ από τη σθεναρή αντίσταση που συναντούσαν ώστε θέλησαν να κάνουν λίγο πίσω για να ξεκουραστούν, αλλά οι τσαούσηδες και οι ραβδούχοι της τουρκικής Αυλής τους χτυπούσαν με σιδερένια ραβδιά και βούνευρα για να μην υποχωρήσουν. Ποιος μπορεί να περιγράψει τις κραυγές και τα βογκητά των τραυματιών και στα δύο στρατόπεδα; Ο θόρυβος και οι φωνές τους έφταναν μέχρι τον ουρανό. Μερικοί από τους δικούς μας, που έβλεπαν τους εχθρούς να υποφέρουν, τους φώναζαν: «Τι κάνετε συνεχώς επιθέσεις, αφού δεν μπορείτε να μας νικήσετε;» Εκείνοι τότε, προσπαθώντας να δείξουν τη γενναιότητα τους, ανέβαιναν πάλι στις σκάλες. Οι πιο τολμηροί σκαρφάλωναν στους ώμους των άλλων και οι επόμενοι τους μιμούνταν, για να μπορέσουν να φτάσουν στην κορυφή του τείχους.
Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπροστά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρεψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κάτω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενεθάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρατάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στεφάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους».
Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιωάννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πάνω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμάτησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιωπηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν είπε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλησίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πόλη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθανε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.
Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβαλε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρκοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμίζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς. Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθήσουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμποδίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χασάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λιθοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώθηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέβαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα». Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.
Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δεσπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συμπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτασε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρίζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.
Ο Φραγκίσκος Τολέντο, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Παλαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγωνίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέθηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Όσοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους εχθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκείνη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διαταγή του……..


Απάντηση
.    
.   Βλάσης Αγτζίδης on 04/07/2013 
………………………..
………………………..

.    
.   Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γενναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πάντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη. Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλάχιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».
Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι. Άρπαζαν και αιχμαλώτιζαν όσους έβρισκαν μπροστά τους, έσφαζαν όσους επιχειρούσαν να αντισταθούν και σε ορισμένα μέρη δε διακρινόταν η γη από τα πολλά πτώματα που ήταν πεσμένα κάτω. Το θέαμα ήταν φρικτό. Παντού ακούγονταν θρήνοι και παντού γίνονταν αρπαγές γυναικών όλων των ηλικιών. Αρχόντισσες, νέες κοπέλες και καλόγριες σέρνονταν από τα μαλλιά έξω από τις εκκλησίες όπου είχαν καταφύγει, ενώ έκλαιγαν και οδύρονταν. Ποιος μπορούσε να περιγράψει τα κλάματα και τις φωνές των παιδιών ή τη βεβήλωση των ιερών εκκλησιών; Το άγιο σώμα και αίμα του Χριστού χυνόταν στη γη. Οι Τούρκοι άρπαζαν τα ιερά σκεύη, τα έσπαζαν ή τα κρατούσαν για λογαριασμό τους. Το ίδιο έκαναν και με τα ιερά αναθήματα. Ποδοπατούσαν τις άγιες εικόνες, τους αφαιρούσαν το χρυσάφι, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, και έφτιαχναν με αυτές κρεβάτια και τραπέζια. Άλλοι στόλιζαν τα άλογα τους με τα χρυσοΰφαντα μεταξωτά άμφια των ιερέων και άλλοι τα έκαναν τραπεζομάντιλα. Άρπαζαν τα πολύτιμα μαργαριτάρια από τα άγια κειμήλια, καταπατούσαν τα ιερά λείψανα των αγίων και, σαν πραγματικοί πρόδρομοι του διαβόλου, έκαναν αμέτρητα ανοσιουργήματα, που μόνο το θρήνο μπορούν να προκαλέσουν. Χριστέ, βασιλιά μου, οι αποφάσεις Σου ξεπερνάνε το μυαλό του ανθρώπου!
Μέσα στην απέραντη εκκλησία της Αγίας Σοφίας, τον επίγειο ουρανό, το θρόνο της δόξας του Θεού, το άρμα των Χερουβείμ, το θείο δημιούργημα, το αξιοθαύμαστο κατασκεύασμα, το στολίδι της γης, τον ωραιότερο από όλους τους ναούς, έβλεπε κανείς τους Τούρκους να τρώνε και να πίνουν στο Ιερό Βήμα και στην Αγία Τράπεζα ή να ασελγούν πάνω σε γυναίκες, νέες κοπέλες και μικρά παιδιά. Ποιος μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος και να μη θρηνήσει για την άγια εκκλησία μας; Όλοι πονούσαν από το κακό που έβλεπαν. Στα σπίτια θρήνοι και κλάματα, στους δρόμους οδυρμοί, στις εκκλησίες αντρικές κραυγές πόνου, γυναικεία μοιρολόγια, βαρβαρότητες, φόνοι και βιασμοί. Οι ευγενείς ατιμάζονταν και οι πλούσιοι έχαναν τις περιουσίες τους. Σε όλες τις πλατείες και τις γωνιές της πόλης γίνονταν αμέτρητα κακουργήματα. Κανένα μέρος ή καταφύγιο δε γλίτωσε από την έρευνα και τη βεβήλωση. Οι άπιστοι έσκαψαν κήπους και γκρέμισαν σπίτια για να βρουν χρήματα ή κρυμμένους θησαυρούς. Όσα βρήκαν, τα πήραν για να χορτάσουν την απληστία τους. Χριστέ, βασιλιά μου, γλίτωσε από τη θλίψη και τον πόνο όλες τις πόλεις και τις χώρες όπου κατοικούν χριστιανοί.
Την τρίτη μέρα μετά την άλωση ο σουλτάνος έδωσε εντολή να γίνουν γιορτές και πανηγύρια για τη μεγάλη νίκη, και διέταξε να βγουν έξω ελεύθερα και άφοβα όσοι ήταν κρυμμένοι σε διάφορα μέρη της Πόλης, μικροί και μεγάλοι. Διέταξε επίσης να γυρίσουν στα σπίτια τους όσοι είχαν φύγει εξαιτίας του πολέμου και να ζήσουν εκεί όπως πριν, σύμφωνα με το δίκαιο και τη θρησκεία τους. Ακόμα, έδωσε διαταγή να εκλέξουν πατριάρχη σύμφωνα με τα έθιμα τους. αφού ο προηγούμενος πατριάρχης είχε πεθάνει. Οι αρχιερείς και οι ελάχιστοι άλλοι κληρικοί και λαϊκοί που έτυχε να βρίσκονται στην πόλη διάλεξαν για το αξίωμα αυτό το Γεώργιο Σχολάριο, που ήταν ένας πολύ καλλιεργημένος πολίτης, τον οποίο χειροτόνησαν πατριάρχη και τον ονόμασαν Γεννάδιο.
Οι χριστιανοί αυτοκράτορες συνήθιζαν να χαρίζουν στο νέο πατριάρχη μια χρυσή ράβδο στολισμένη με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, καθώς και ένα άλογο με πολυτελή βασιλική σέλα και κάλυμμα από άσπρο και χρυσό ύφασμα. Ο πατριάρχης έβγαινε από τα ανάκτορα μαζί με όλα τα μέλη της συγκλήτου και πήγαινε στο πατριαρχείο κάτω από τις επευφημίες του πλήθους.
Η χειροτονία του γινόταν από τους αρχιερείς, όπως όριζε η Εκκλησία και ο νόμος. Ο μελλοντικός πατριάρχης έπαιρνε τη ράβδο από τα χέρια του αυτοκράτορα με τον τρόπο που αναφέρουμε στη συνέχεια.
Ο αυτοκράτορας καθόταν στο θρόνο, οι συγκλητικοί στέκονταν γύρω του ασκεπείς και ο μέγας πρωτοπαπάς του παλατιού άρχιζε την τελετή με το «Ευλογητός ο Θεός». Ύστερα έλεγε μια σύντομη ευχή και ο μεγάλος δομέστικος έψελνε το «Όπου γαρ βασιλέως παρουσία». Ο λαμπαδάριος και η χορωδία συνέχιζαν με το «Νυν και αεί» και το «Ο βασιλεύς των ουρανών». Όταν τελείωνε και αυτό το τροπάριο, ο αυτοκράτορας σηκωνόταν κρατώντας τη ράβδο στο δεξί του χέρι. Ο υποψήφιος πατριάρχης πλησίαζε με το μητροπολίτη Καισαρείας στα δεξιά του και το μητροπολίτη Ηράκλειας στα αριστερά, έκανε τρεις μετάνοιες μπροστά σε όλους και μετά πλησίαζε τον αυτοκράτορα για να προσκυνήσει, όπως ήταν η συνήθεια. Ο αυτοκράτορας ύψωνε λίγο τη ράβδο και έλεγε: «Η Αγία Τριάς, η την εμήν βασιλείαν δωρησαμένη, προχειρίζεταί σε εις πατριάρχην Νέας Ρώμης». Ο νέος πατριάρχης έπαιρνε την εκκλησιαστική εξουσία από τον αυτοκράτορα, τον οποίο ευχαριστούσε, και οι δύο χορωδίες έψελναν τρεις φορές το «Εις πολλά έτη, δέσποτα». Με τον τρόπο αυτό τελείωνε η τελετή. Ύστερα, κρατώντας κηροπήγια με λαμπάδες, ο πατριάρχης κατέβαινε από το διβάμβουλο στο προαύλιο του παλατιού και ανέβαινε στο άλογο το οποίο περίμενε στολισμένο.
Θέλοντας λοιπόν και ο αχρείος σουλτάνος να κάνει, σαν βασιλιάς της Κωνσταντινούπολης, ό,τι έκαναν οι χριστιανοί αυτοκράτορες, προσκάλεσε τον πατριάρχη να καθίσει, να φάει και να συζητήσει μαζί του. Μόλις εκείνος έφτασε στο παλάτι του, τον δέχτηκε με μεγάλη τιμή, συζήτησε μαζί του πολλή ώρα και του έδωσε αμέτρητες υποσχέσεις. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, ο σουλτάνος έβγαλε μια πολύτιμη ποιμαντορική ράβδο και τον παρακάλεσε να τη δεχτεί σαν δώρο. Ύστερα, θέλοντας και μη, ο πατριάρχης κατέβηκε μαζί του στην αυλή, όπου τον ανέβασε σε ένα άλογο που περίμενε έτοιμο και έδωσε εντολή στους άρχοντες της Αυλής του να τον συνοδέψουν με όλες τις τιμές. Πραγματικά οι αυλικοί, άλλοι μπροστά και άλλοι πίσω από τον πατριάρχη, τον συνόδεψαν μέχρι το σεπτό Αποστολείο, το οποίο είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος για πατριαρχείο. Ο άθλιος όμως κράτησε τον περίλαμπρο ναό της Αγίας Σοφίας, το υπέροχο κειμήλιο, τον επίγειο ουρανό και θαύμα της ανθρωπότητας, για να τον χρησιμοποιήσει σαν τόπο του δικού του προσκυνήματος. Όπως είπαμε προηγουμένως, ο θαυματουργός ναός των Βλαχερνών είχε πυρποληθεί. Ο πατριάρχης όμως έμεινε λίγο καιρό στο Αποστολείο επειδή σ’ εκείνα τα μέρη είχαν απομείνει ελάχιστοι χριστιανοί και επιπλέον φοβόταν μήπως του συμβεί κανένα κακό μέσα στην ερημιά, αφού μια μέρα κάποιος αγαρηνός βρέθηκε σκοτωμένος στο προαύλιο της εκκλησίας. Γι’ αυτούς τους λόγους ζήτησε το μοναστήρι της Παμμακάριστου, το οποίο του δόθηκε για πατριαρχείο, δεδομένου ότι εκεί ζούσαν αρκετοί χριστιανοί. Έδωσε λοιπόν εντολή να μεταφερθούν οι μοναχές στο μοναστήρι του Αγίου Προφήτη και Προδρόμου Ιωάννη που βρισκόταν στα ανάκτορα του Τρούλου, όπου είχε γίνει η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος στα χρόνια της βασιλείας του Ιουστινιανού Β’ του Ρινοτμήτου. Εκείνη την εποχή ο Τρούλος ήταν ένα λαμπρό παλάτι στο βόρειο μέρος της Παμμακαρίστου.
Ο ασεβέστατος και εξολοθρευτής των χριστιανών σουλτάνος, πονηρός και πανούργος σαν αλεπού, δεν τα έκανε όλα αυτά από ευλάβεια ή από καλοσύνη, αλλά για να ακούσουν οι χριστιανοί τις υποσχέσεις του και να έρθουν να κατοικήσουν στην Κωνσταντινούπολη η οποία είχε ερημωθεί από το μακρόχρονο πόλεμο και προπάντων μετά την κατάληψη της από τους Τούρκους. Πραγματικά, μερικοί χριστιανοί ξαναγύρισαν στην πόλη, ενώ μετά από λίγο έφερε και αρκετούς αποίκους (που ονομάζονται σεργούνηδες στα τουρκικά) από τον Καφά της Τραπεζούντας, τη Σινώπη και το Ασπρόκαστρο. Έδωσε επίσης στον πατριάρχη ορισμένα γραπτά διατάγματα με τη σουλτανική σφραγίδα και την υπογραφή του, ούτως ώστε κανένας να μην τον ενοχλεί ή να του φέρνει αντιρρήσεις. Με τα διατάγματα αυτά ο πατριάρχης θα έμενε για πάντα ανενόχλητος, αφορολόγητος και ασφαλισμένος από κάθε κίνδυνο, τόσο ο ίδιος όσο και οι διάδοχοί του, καθώς και οι υπόλοιποι ιερείς που βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του. 
http://thehistoryofgreece.blogspot.gr/p/blog-page_1569.html


Απάντηση
.    
.   Βλάσης Αγτζίδης on 04/07/2013
.    
.   
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Γεννάδιος, Ιουστινιάνης
XXXVIII
.   2. Ταυτόχρονα κατέφτασε από τη Γένουα ένας άνδρας που ονομαζόταν Ιωάννης Λόγγος, της οικογένειας Ιουστινιάνι, με δύο τεράστια πλοία, έχοντας βαρύ και αποτελεσματικό εξοπλισμό, συνοδευόμενος από νέους ενόπλους Γενουάτες, γεμάτους πολεμικό μένος. Κι αυτός ο Ιωάννης ήταν ικανότατος άνδρας και έμπειρος σε μάχες κατά παράταξη συνασπισμένων στρατών. Ο βασιλιάς τον υποδέχτηκε με εγκαρδιότητα, και έδωσε αμοιβή στους στρατιώτες του και μεγάλες δωρεές στον ίδιο και του έδωσε τον τίτλο του πρωτοστράτορα. Ο Ιουστινιάνης ανέλαβε την άμυνα των τειχών που βρίσκονταν κοντά στο παλάτι. Έβλεπαν ότι ο τύραννος εκεί εγκαθιστούσε τις πετροβόλες μηχανές και τις υπόλοιπες πολιορκητικές μηχανές για να επιτεθεί στα τείχη. Ακόμη ο βασιλιάς τον ευεργέτησε παραχωρώντας του με χρυσόβουλο τη νήσο Λήμνο, αν αποκρουόταν ο Μεχεμέτ και επέστρεφε άπρακτος, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να κυριεύσει την Πόλη. Από τότε οι Λατίνοι μάχονταν ηρωικά μαζί με τον Ιωάννη, βγαίνοντας από τις πύλες της Πόλης και παίρνοντας θέσεις στα εξωτερικά τείχη και στην τάφρο.
5. Πριν να έρθει ο τύραννος, όταν ακόμα βρισκόταν στη Ανδριανούπολη, οι Γενουάτες του Γαλατά έστειλαν πρέσβεις, αναγγέλοντάς του την αμετάθετη φιλία τους και ανανεώνοντας τα έγγραφα που είχαν υπογράψει στο παρελθόν. Κι αυτός έλεγε σε απολογητικό τόνο πως είναι φίλος τους και πως είναι αδιάσπαστη η αγάπη του προς αυτούς, αρκεί μόνο να μη βρεθούν πως βοηθούσαν την Πόλη. Κι αυτοί το υποσχόντουσαν. Πλην όμως ο ένας από τους δύο γελιόταν, όπως το έδειξε το τέλος. Γιατί οι Γενουάτες του Γαλατά σκέφτονταν ότι και στο παρελθόν η Πόλη πολιορκήθηκε από τους προγόνους του, οι οποίοι υποχώρησαν άπρακτοι χωρίς να έχουν καταφέρει τίποτα. Γι’ αυτό έδειχναν φιλία προς τους Τούρκους και βοηθούσαν παράλληλα τους κατοίκους της Πόλης, καθώς πίστευαν ότι το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Ταυτόχρονα υποψιάζονταν τη φιλία του τύραννου ως ψεύτικη και συμμαχούσαν με την Πόλη, κρυφά βέβαια. Ο τύραννος πάλι έλεγε στον εαυτό του: «Ας αφήσω το φίδι να κοιμάται μέχρι να σκοτώσω το δράκο και τότε με ένα ελαφρό χτύπημα στο κεφάλι και θα το φάει το σκοτάδι». Πράγμα που έγινε.
8. [...] Διατάζει ο τύραννος να ισοπεδώσουν τους λοφίσκους που βρίσκονταν πίσω από το Γαλατά, στην ανατολική μεριά, κάτω από το Διπλό Κίονα ως την άλλη μεριά του Γαλατά που βρισκόταν στο γιαλό του Κεράτιου Κόλπου, αντίκρυ από το Κοσμίδιο. Κι όταν ομαλοποίησαν το δρόμο, όσο ήταν δυνατό, κι αφού ανέβασε τις διήρεις πάνω σε τροχοφόρες εξέδρες και άνοιξε τα πανιά, διέταξε να τις σύρουν δια της ξηράς από τον πορθμό του Ιερού Στομίου και να τις φέρουν μέσα στον Κεράτιο κόλπο. Πράγμα που έγινε. [...]
9. Αυτά έκανε στη θάλασσα. Στη στεριά έφερε εκείνο το τεράστιο κανόνι και το έστησε αντίκρυ στο τείχος, κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο κατασκευαστής του αφού βρήκε κατάλληλη θέση, έσκαψε πλάι του δύο κοιλώματα, που χωρούσαν πέτρες βάρους … λιτρών τέλεια στρογγυλεμένες από τη φύση, και όταν ήθελε να ρίξει τη μεγάλη πέτρα, έριχνε πρώτα μια μικρή, σημείωνε την τοποθεσία και αφού υπολόγιζε σχολαστικά έριχνε τη μεγάλη. Κι όταν έριξε την πρώτη βολή και την άκουσαν οι κάτοικοι της πόλης, έμειναν άφωνοι και ανέκραξαν το «Κύριε ελέησον».
8. Στις αρχές του Μάρτη ο τύραννος έστειλε αγγελιαφόρους και κήρυκες σ’ όλες τις επαρχίες, καλώντας να έρθουν όλοι στην εκστρατεία εναντίον της Πόλης. Τα μισθοφορικά και τα επιστρατευμένα στρατεύματα συνέρρεαν εκεί. Ποιος όμως μπορεί να αφηγηθεί για το πόσα ήταν εκείνα τα άγραφα και μυριάριθμα; [...] Την Παρασκευή, λοιπόν, της Διακαινησίμου έφτασε ο Ναβουχοδονόσορας στις πύλες της Ιερουσαλήμ και έστησε τις σκηνές του απέναντι από την Πύλη του Χαρισίου, πίσω από το βουνό. Όλα τα στρατεύματά του καταλάμβαναν το χώρο από την Ξυλόπορτα, που βρίσκεται κοντά στο παλάτι, ως τη Χρυσή Πύλη προς το νότο και από την Ξυλόπορτα μέχρι το Κοσμίδιο. Απλώνονταν σε πλάτος από το νότο μέχρι τον κάμπο, όπου υπήρχαν αμπελώνες, που τους είχε ήδη καταστρέψει ο Καρατζίας. Και προχώρησε σε ολοκληρωτική πολιορκία της Πόλης στις 6 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή μετά το Πάσχα.
10. Ο Γεννάδιος δε σταματούσε ούτε στιγμή να διδάσκει και να γράφει εναντίον των Ενωτικών [...] έχοντας συνεργό και ομοϊδεάτη τον πρωθυπουργό και μέγα δούκα, εκείνον που, όταν είδαν οι Ρωμαίοι τον αναρίθμητο στρατό των Τούρκων να συγκεντρώνεται εναντίον της Πόλης, τόλμησε να πει κατά των Λατίνων το περίφημο: “Είναι καλύτερο να δούμε στο μέσο της Πόλης να βασιλεύει το φακιόλι των Τούρκων παρά σκουφί λατινικό”. Και μέσα στην απελπισία τους οι κάτοικοι της Πόλης έλεγαν: “Μακάρι να παραδοθεί η Πόλη στα χέρια των Λατίνων που αναγνωρίζουν το Χριστό και τη Θεοτόκο και να μην ξεπέσουμε στα χέρια των ασεβών”. [...]
XXXIX 1 (Ο Μεχμέτ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ’ όλη τη γη;» Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της· γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».
6. Ξημέρωσε κι εκείνος συνέχισε τον πόλεμο όχι μόνο μέχρι την ένατη ώρα, αλλά και μετά την ένατη παρέταξε το στρατό από το παλάτι ως τη Χρυσή Πύλη. Παρέταξε και τα ογδόντα πλοία από την Ξυλόπορτα μέχρι την Πλατέα Πύλη, ενώ τα υπόλοιπα που στέκονταν στο Διπλοκιόνιο άρχισαν την περικύκλωση από την Ωραία Πύλη, συνεχίζοντας στην Ακρόπολη του Μεγάλου Δημητρίου και τη Μικρή Πύλη που βρίσκεται στη μονή της Οδηγήτριας. Προσπέρασαν το Μεγάλο Παλάτι και αφού διέσχισαν το λιμάνι περικύκλωσαν μέχρι τις Βλάγκες. Καθένα από τα πλοία είχε μια σκάλα ίσαμε τα τείχη και κάθε είδους πολεμοφόδια.
7. Ο ήλιος έδυσε, ακούστηκε η κραυγή του πολέμου και ο ίδιος ο τύραννος ήταν έφιππος από το βράδυ της Δευτέρας. Η παράταξη της μάχης ήταν τεράστια. Ο ίδιος πολεμούσε απέναντι από τα γκρεμισμένα τείχη μαζί με τους πιστούς του δούλους και πανίσχυρους νέους, που μάχονταν σαν λιοντάρια και ήταν πάνω από δέκα χιλιάδες. Πίσω τους και στο πλάι ήταν παραταγμένοι καβαλάρηδες πάνω από 100.000, ενώ στην κάτω μεριά μέχρι το λιμάνι της Χρυσής Πύλης βρίσκονταν άλλοι εκατό και παραπάνω, και από την τοποθεσία όπου βρισκόταν ο ηγεμόνας ως τις άκρες του παλατιού άλλες πενήντα χιλιάδες και στα πλοία και στη γέφυρα απειράριθμοι.
8. Κι αυτοί που βρίσκονταν μέσα είχαν διαμοιραστεί. Ο βασιλιάς μαζί με τον Ιωάννη Ιουστινιάνη βρισκόταν στα γκρεμισμένα τείχη, έξω από τον περίβολο του κάστρου, έχοντας μαζί τους περίπου τρεις χιλιάδες Λατίνους και Ρωμαίους. Ο μεγάλος δούκας βρισκόταν στη Βασιλική Πύλη με πεντακόσιους περίπου, ενώ στα θαλάσσια τείχη και στους προμαχώνες από την Ξύλινη Πόρτα ως την Ωραία ήταν παραταγμένοι πάνω από πεντακόσιους τζαγραφόροι και τοξότες. Από την Ωραία Πύλη σ’ όλη την περιφέρεια μέχρι τη Χρυσή Πύλη βρισκόταν σε κάθε προμαχώνα ένας ή τοξότης ή τζαγραφόρος ή πετροβολιστής που πέρασαν άγρυπνοι όλη τη νύκτα, χωρίς να έχουν κοιμηθεί καθόλου.
9. Και οι Τούρκοι μαζί με τον ηγεμόνα τους προσπαθούσαν να πλησιάσουν τα τείχη, φέρνοντας υπεράριθμες προκατασκευασμένες σκάλες. Ο τύραννος τρέχοντας στα μετόπισθεν της παράταξης κρατούσε σιδερένια ράβδο κι άλλοτε κολάκευε με τα λόγια τους τοξότες κι άλλοτε απειλώντας τους τους έστελνε προς τα τείχη. Οι υπερασπιστές της πόλης μάχονταν γενναία, μ’ όλη τους τις δυνάμεις. Ο Ιωάννης πολεμούσε γενναία μαζί με τους συντρόφους του, έχοντας δίπλα του και το βασιλιά με όλα του τα στρατεύματα. 
Τραυματισμός Ιουστινιάνη – Άλωση της Πόλης 
10. Την ώρα που τα ανδραγαθήματα της τύχης έμελλε ν’ αρπάξουν τη νίκη από τα χέρια των Τούρκων πήρε ο Θεός από το μέσο της παράταξης των Ρωμαίων το στρατηγό τους, το γίγαντα και πανίσχυρο και υπεράνθρωπο πολεμιστή. Γιατί πληγώθηκε από μολυβδοβόλο στο χέρι, πίσω από το βραχίονα, όταν ακόμα ήταν σκοτάδι. Η σφαίρα διαπέρασε τη σιδερένια χλαμύδα που ήταν κατασκευασμένη όπως τα όπλα του Αχιλλέα και δεν μπορούσε να ηρεμήσει από την πληγή. Και είπε στο βασιλιά: «Στάσου με θάρρος, εγώ θα πάω μέχρι το πλοίο κι αφού γιατρευτώ θα επιστρέψω αμέσως». [...] Ο βασιλιάς, μόλις είδε τον Ιωάννη να αναχωρεί, δείλισασε, το ίδιο και οι ακόλουθοί του· πλην όμως συνέχισε να αντιστέκεται όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του.
11. Οι Τούρκοι σιγά σιγά πλησίασαν τα τείχη καλυπτόμενοι πίσω από τις ασπίδες τους κι έστησαν τις σκάλες. Δεν κατάφερναν όμως τίποτα, γιατί τους εμπόδιζαν οι λιθοβολιστές από πάνω. Παρέμεναν λοιπόν καθώς εμποδίζονταν, ενώ οι Ρωμαίοι όλοι μαζί με το βασιλιά αντιστέκονταν στους εχθρούς. Όλη τους η προσπάθεια και ο μόνος τους στόχος ήταν να μην αφήσουν τους Τούρκους να περάσουν από τα γκρεμισμένα τείχη. Λάθεψαν όμως, γιατί ήταν θέλημα Θεού να περάσουν από άλλη οδό. Γιατί, αφού είδαν την πύλη, για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως, ανοικτή και αφού μπήκαν μέσα πενήντα άνδρες από τους πιο ονομαστούς δούλους του τυράννου, ανέβηκαν πάνω στα τείχη, ξεφυσώντας μανιασμένοι, σκότωσαν όσους συναντούσαν και κτυπούσαν τους ακροβολιστές. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Από τους Ρωμαίους και Λατίνους που εμπόδιζαν τους Τούρκους να στήσουν τις σκάλες στα τείχη, άλλοι σφαγιάστηκαν κι άλλοι έκλειναν τα μάτια και πηδούσαν από το τείχος, συντρίβοντας τα κορμιά τους και δίνοντας φρικτό τέλος στη ζωή τους. Και οι Τούρκοι ανενόχλητοι έστηναν τις σκάλες και ανέβαιναν σαν αετοί πετούμενοι.
12. Οι Ρωμαίοι μαζί με το βασιλιά δεν ήξεραν τι είχε γίνει, γιατί η είσοδος των Τούρκων έγινε πιο μακριά και γιατί ο σκοπός τους ήταν να αντιμάχονται τους κατά μέτωπο εχθρούς. Γιατί πολεμούσαν με άντρες δυνατούς, ένας Ρωμαίος εναντίον είκοσι Τούρκων και δεν ήξεραν να πολεμούν όσο ένας, ο οποιοσδήποτε, Τούρκος. Σε κείνους λοιπόν ήταν στραμμένη η προσοχή τους και η έννοια τους. Τότε ξαφνικά, βλέπουν τα βέλη να πέφτουν από ψηλά και να τους σκοτώνουν. Γυρνούν κατά κει και βλέπουν τους Τούρκους. Μόλις τους είδαν τρέχουν να φύγουν στο εσωτερικό. Και μη μπορώντας να μπουν από την πύλη του Χαρσού, γιατί πιέζονταν από το πλήθος, όσοι είχαν περισσότερη δύναμη, καταπατούσαν τους πιο αδύναμους και έμπαιναν. Τότε η παράταξη του τυράννου, βλέποντας την υποχώρηση των Ρωμαίων, με μια κραυγή, μπήκαν μέσα, καταπατώντας και κατασφάζοντας τους αξιολύπητους. Μόλις έφτασαν στην πύλη, δεν μπόρεσαν να μπουν, γιατί είχε φράξει από τα πεσμένα σώματα των νεκρών και των ετοιμοθάνατων. Έτσι λοιπόν έμπαιναν οι περισσότεροι από τα γκρεμισμένα τείχη και όσους συναντούσαν τους κατέσφαζαν.
13. Τότε ο βασιλιάς αποκαμωμένος, καθώς στεκόταν κρατώντας το σπαθί και την ασπίδα, είπε λόγο σπαρακτικό: «Δεν υπάρχει κανείς χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» Είχε απομείνει ολομόναχος. Τότε ένας Τούρκος τον κτύπησε κατά πρόσωπο· κι εκείνος αντιγύρισε το κτύπημα στον Τούρκο· ένας άλλος όμως από πίσω τον κτύπησε καίρια και έπεσε καταγής· δεν ήξεραν ότι είναι ο βασιλιάς, αλλά τον σκότωσαν σαν κοινό στρατιώτη και τον παράτησαν.
14. Εκτός από τρεις άνδρες δεν έχασαν κανέναν άλλο οι Τούρκοι κατά την εισβολή τους. Ήταν ακόμη η πρώτη ώρα της ημέρας και δεν είχε ανατείλει ο ήλιος. Μόλις μπήκαν οι Τούρκοι, διασκορπίστηκαν από την Πύλη του Χαρισού ως το παλάτι κι όποιον συναντούσαν τον σκότωναν, το ίδιο και όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει. Έτσι, κατέσφαξαν περίπου δύο χιλιάδες πολεμιστές. Γιατί οι Τούρκοι φοβούνταν καθώς σκέφτονταν ότι βρίσκονται στην Πόλη περίπου πενήντα χιλιάδες πολεμιστές. Έτσι έσφαξαν και τους δύο χιλιάδες. Αν ήξεραν ότι όλος ο στρατός δεν ξεπερνούσε τις οκτώ χιλιάδες δε θα σκότωναν κανένα. γιατί τούτο το γένος είναι φιλοχρήματο κι αν ακόμη ο φονιάς του πατέρα τους πέσει στα χέρια τους, θα τον απελευθέρωναν αντί για χρυσάφι. Πόσο μάλλον αυτούς που δεν τους αδίκησαν, αλλά που αδικήθηκαν απ’ αυτούς. Εξάλλου μετά τον πόλεμο εγώ γνώρισα πολλούς που μου διηγήθηκαν ότι “επειδή φοβόμασταν αυτούς που θα βρίσκαμε μπροστά μας, σφάζαμε όσους συναντούσαμε· αν ξέραμε ότι τη λειψανδρία που υπήρχε στην Πόλη, όλους θα τους ξεπουλούσαμε σαν τα πρόβατα.
24. Αυτός ο όλεθρος, για τον οποίο μιλήσαμε, άναψε και κόρωσε από την Πύλη του Χαρσού και του Αγίου Ρωμανού και σ΄ ένα μέρος από το παλάτι. Η αντίσταση όμως των πλοίων από το λιμάνι δεν άφηνε περιθώρια στους Τούρκους να στήσουν τις σκάλες στα τείχη. Οι Ρωμαίοι ήσαν επικρατέστεροι των Τούρκων, ρίχνοντας λίθους και βέλη μέχρι την τρίτη ώρα της ημέρας, ως ότου έφτασε ένα μέρος απ’ αυτούς που ρήμαζαν από το πρωί μέσα στην πόλη και αφού είδαν τους Ρωμαίους να αντιστέκονται σ’ αυτούς που ήσαν έξω, έβγαλαν δυνατές φωνές μ’ όση δύναμη είχαν, κι όρμηξαν επάνω στα τείχη. Οι Ρωμαίοι, μόλις είδαν τους Τούρκους μέσα στην πόλη έβγαλαν σπαρακτική φωνή· ένα “αλίμονο” και ρίχνονταν από το τείχος· γιατί είχε χαθεί κάθε δύναμη και κάθε αντοχή στους Ρωμαίους. Τότε, κι αυτοί που ήσαν στα πλοία, βλέποντας τους Τούρκους μέσα στην πόλη, κατάλαβαν ότι “ πόλις άλω”, τοποθετώντας γρήγορα τις σκάλες, σκαρφάλωναν πάνω και αφού έσπασαν τις πύλες, έμπαιναν όλοι μέσα. 
Λουκάς Νοταράς 
25. Κι ο μέγας δούκας, που υπεράσπιζε τη Βασιλική Πύλη με πεντακόσιους, βλέποντας τους Τούρκους να πλησιάζουν στο σημείο που βρισκόταν, παράτησε τη φύλαξή της και μαζί με λίγους έφυγε για το σπίτι του. Κι όλοι οι Ρωμαίοι είχαν διασκορπιστεί· άλλοι συλλαμβάνονταν πριν να φτάσουν στο σπίτι τους, ενώ άλλοι φτάνοντας στα σπίτια τους τα έβρισκαν έρημα από τα παιδιά τις γυναίκες και τα πράγματά τους και, πριν προλάβουν να αναστενάξουν και να κλάψουν, βρίσκονταν χεροδεμένοι πισθάγκωνα. Άλλοι πάλι καθώς έφταναν στα σπίτια τους κι έβρισκαν τη γυναίκα τους και τα παιδιά τους ήδη να να έχουν συλληφθεί, δένονταν κι αιχμαλωτίζονταν με τους αγαπημένους τους και με τη σύζυγό τους. Τους γέροντας που έμεναν στο σπίτι, γιατί δεν μπορούσαν να βγουν από το σπίτι είτε εξαιτίας κάποιας αρρώστιας ή από γερατειά, οι Τούρκοι όλους και όλες τους έσφαζαν ανελέητα. Και τα νεογέννητα βρέφη τα πετούσαν στις πλατείες.
26. Ο μέγας δούκας βρήκε τις κόρες του, τους γιους του και τη γυναίκα του, που ήταν άρρωστη, κλεισμένους στον πύργο, να εμποδίζουν την είσοδο στους Τούρκους. Τότε τον συνέλαβαν μαζί με τους ακόλουθούς του. Ο τύραννος όμως είχε στείλει κάποιους να φυλάνε τον ίδιο και τα υπάρχοντά του. Σ’ όσους Τούρκους είχαν καταλάβει και είχαν περικυκλώσει το σπίτι του δούκα, ο τύραννος τους έδωσε αρκετά χρήματα, για να φανεί ότι τους εξαγόραζε, σύμφωνα με τον όρκο του. Έτσι φυλασσόταν ο δούκας και η οικογένειά του.
28. Ο Ιωάννης ο Ιουστινιάνης, για τον οποίο είπαμε προηγουμένως ότι είχε πάει στο πλοίο για να θεραπεύσει την πληγή του, μόλις έφτασε στο λιμάνι, κάποιοι από τους δικούς του καταδιωγμένοι έφτασαν τρέχοντας και του ανήγγειλαν ότι οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη κι ότι ο βασιλιάς σφάχτηκε. Ακούγοντας τον πικρό και οδυνηρό λόγο, διατάζει τους κήρυκες του να καλέσουν με τις σάλπιγγές τους υπασπιστές του και συμπλωρίτες του.
29. Παρόμοια προετοιμάζονταν και τα υπόλοιπα καράβια. Τα περισσότερα απ’ αυτά είχαν χάσει τους καπετάνιους τους, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί. Κι ήταν θέαμα ελεεινό στην αποβάθρα του λιμανιού· άνδρες και γυναίκες, καλόγεροι και καλογριές να φωνάζουν με σπαραγμό· να χτυπούν τα στήθια τους και να παρακαλάνε τους ναύτες να τους πάρουν στα καράβια τους. Όμως αυτό δεν ήταν δυνατό· γιατί ήταν το πεπρωμένο τους να πιουν ολόκληρο το ποτήρι της οργής του Κυρίου. Ακόμα κι αν τα καράβια ήθελαν να τους σώσουν, αυτό δεν ήταν δυνατό. Κι αν τα πλοία του τυράννου δεν απασχολούνταν με την λεηλασία και τη λαφυραγωγία της πόλης ούτε ένα απ’ τα πλοία δε θα είχε σωθεί. Αλλά οι Τούρκοι είχαν παρατήσει τα πλοία και ήταν όλοι μέσα στην πόλη, κι έτσι οι Λατίνοι βρήκαν άδεια την έξοδο κι έφευγαν από το λιμάνι. Ο τύραννος έτριζε τα δόντια του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και χωρίς να το θέλει υπέμεινε την κατάσταση.
XL 3. ξελθν ον κ το βωμο ζήτησε τν μέγα δοκα κα αθις παρέστησαν ατόν. λθν ον κα προσκυνήσας, επεν ατ· «Καλς ποιήσατε το μ παραδοναι τν πόλιν; δ πόση ζημία γεγόνει, πόσος λεθρος, πόση αχμαλωσία»· – δ δοξ πεκρίνατο· «Κύριε, οκ εχαμεν τόσην μες ξουσίαν το διδόναι σοι τν Πόλιν, οδ βασιλες ατός· λλως τι καί τινες τν σν νεδυνάμουν τν βασιλέα ν λόγοις γράφοντες· «Μη φοβο, ο γρ σχύσει καθ’ μν»· – Τοτο γον πέλαβεν τύραννος δι τν Χαλλ-πασιαν· ν γρ τρέφων θυμν κατ’ ατο. Τότε κούσας τ νομα το βασιλέως ρώτησεν, ε βασιλες πέδρα σν τας ναυσί, κα δοξ πεκρίνατο, τι οκ οδεν· ν γρ ατς ν τ Βασιλικ Πύλ, τότε, τε ο Τορκοι συνήντησαν, εσελθόντες ν τ πύλ τ Χαρσο, τ βασιλε. ποσπασθέντες ον κ μέσου το στρατοπέδου δύο νέοι, ερηκεν ες τ τυράνν· «Κύριε, γ τοτον πέκτεινα· βιαζόμενος ον το εσελθεν κα ρπάσαι σν τος σν μοί, ασα ατν νεκρν καταλείψας». – δ’ λλος επεν· «γ τοτον πάταξα πρτον». – Ττε τύραννος στείλας κα τος δύο, νετείλατο φέρειν τν κεφαλν ατο· ο δ ταχυδρομήσαντες ερον κα τν κεφαλν ατο τεμόντες, παρέστησαν τ γεμόνι. δ τύραννος φη πρς τν μέγα δοκα· «Επέ μοι τ ληθές, ε κεφαλ ατη στ το βασιλέως σου». Τότε καταστοχασάμενος ατν ερηκεν· «κείνου στί, κύριε». – Εδον ον ατν κα τεροι κα γνώρισαν. Τότε προσήλωσαν ατν ν τ κίονι το Αγουσταίου κα στατο ως σπέρας. Μετ δ τατα κδείρας κα χύροις τ δέρμα στοιβάσας, πεμψε πανταχο δεικνύων τ τς νίκης σύμβολον, τ τν Περσν ρχηγ κα τν ράβων κα τος λλοις Τούρκοις. 
XL 3. (Ο τύραννος) βγαίνοντας από το βωμό (της Αγίας Σοφίας) ζήτησε το μέγα δούκα κι αμέσως τον έφεραν μπροστά του. Αφού πλησίασε και προσκύνησε τον ρώτησε: “Κάνατε καλά που δε μου παραδώσατε την πόλη; Κοίτα τι ζημιά έγινε, πόσος όλεθρος, πόση αιχμαλωσία”. Κι ο δούκας αποκρίθηκε: “Κύριε, δεν είχαμε εμείς τόση εξουσία να σου παραδώσουμε την Πόλη, ούτε ο ίδιος ο βασιλιάς· άλλωστε κάποιοι από τους δικούς σου ενδυνάμωναν το βασιλιά με γραπτές επιστολές, λέγοντας: “Μη φοβάστε, δε θα σας νικήσει”.
Ο τύραννος θεώρησε υπεύθυνο για τούτο το Χαλίλ πασά, εναντίον του οποίου έτρεφε θυμό. Τότε, ακούγοντας το όνομα του βασιλιά, ρώτησε αν ο βασιλιάς απέδρασε μαζί με τα πλοία και ο δούκας αποκρίθηκε ότι δεν ήξερε, γιατί ο ίδιος βρισκόταν στη Βασιλική Πύλη τότε, όταν οι Τούρκοι μπαίνοντας από την Πύλη του Χαρσού, συνάντησαν το βασιλιά. Δυο νέοι πετάχτηκαν από τον πλήθος του στρατού κι ο ένας απ’ αυτούς είπε στον τύραννο: “Κύριε, εγώ τον σκότωσα· επειδή όμως βιαζόμουνα να μπω μέσα και να αρπάξω μαζί με τους συντρόφους μου, τον εγκατέλειψα νεκρό”. Κι ο άλλος είπε: “Εγώ πρώτος τον χτύπησα:. Τότε ο τύραννος τους έστειλε και τους δύο και τους διέταξε να του φέρουν το κεφάλι του. Κι εκείνοι έτρεξαν γρήγορα, βρήκαν το βασιλιά, κι αφού έκοψαν το κεφάλι του το έφεραν μπροστά στον ηγεμόνα. Κι ο τύραννος είπε προς το μέγα δούκα: “Πες μου την αλήθεια, αν αυτό είναι το κεφάλι του βασιλιά σου”. Τότε αυτός, αφού το περιεργάστηκε καλά, είπε: “Εκείνου είναι, κύριε”. Το είδαν κι άλλοι και το αναγνώρισαν. Τότε το έστησαν σ’ ένα κίονα του Αυγουσταίου ως το βράδυ. Μετά, το έγδαρε κι αφού το παραγέμισε με άχυρο, το έστειλε παντού, δείχνοντας το σύμβολο της νίκης του, στον αρχηγό των Περσών και των Αράβων και στους υπόλοιπους Τούρκους.
4. Άλλοι πάλι λένε ότι ο δούκας βρισκόταν μαζί με τον Ορχάν στον πύργο του κάστρου των Φράγκων και πως εκεί παραδόθηκαν στους Τούρκους, βλέποντας πως δεν ήταν πλέον δυνατό ν’ αντισταθούν. Μαζί με το δούκα βρίσκονταν εκεί και πολλοί ευγενείς. Ο Ορχάν ζήτησε από κάποιο μοναχό τα ράσα του κι, αφού τα φόρεσε, έδωσε στο μοναχό τα δικά του ρούχα και στη συνέχεια έφυγε από μια θυρίδα για τοξότες, κάτω από τη γη, και βρέθηκε έξω από την πόλη. Τον συνέλαβαν όμως οι ναύτες κι αφού τον έδεσαν τον έβαλαν μέσα στο πλοίο μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους. Παραδόθηκαν κι αυτοί που βρίσκονταν στον πύργο και βρέθηκαν μέσα στο πλοίο. Τότε, ένας από τους Ρωμιούς αιχμαλώτους, παζαρεύοντας την ελευθερία του, είπε στον καπετάνιο: “Αν με ελευθερώσεις σήμερα, θα σου παραδώσω τον Ορχάν μαζί με το μέγα δούκα”. Τ’ άκουσε ο καπετάνιος και του ορκίστηκε ότι θα τον ελευθερώσει. Κι αυτός του έδειξε το μαυροντυμένο Ορχάνη κι εκείνος, όταν εξακρίβωσε ότι όντως αυτός ήταν, του έκοψε το κεφάλι. Παίρνοντας το μέγα δούκα και το κεφάλι του Ορχάν πήγε στον ηγεμόνα στο Κοσμίδιο. Εκείνος ευεργέτησε τον καπετάνιο δίνοντάς του πλούσια δώρα και τον έδιωξε. Το μέγα δούκα τον διέταξε να καθίσει και τον παρηγόρησε και διέταξε να διαλαληθεί στο φουσάτο και στα πλοία για τα παιδιά και τη γυναίκα του. Αμέσως μεταφέρθηκαν μπροστά του. Τότε ο ηγεμόνας έδωσε χίλια άσπρα για τον καθένα, τους έστειλε στο σπίτι του και το μέγα δούκα, αφού τον ενθάρρυνε και τον παρηγόρησε πολύ, του είπε ότι: “Σκοπεύω να σου αναθέσω τη διοίκηση αυτής της πόλης. Θα αποκτήσεις μεγαλύτερη δόξα απ’ αυτή που είχες στον καιρό του βασιλιά. Μη στενοχωριέσαι”. Αυτός αφού τον ευχαρίστησε και φίλησε το χέρι του, έφυγε για το σπίτι του. Ο τύραννος κατέγραψε τα ονόματα των ευγενών που διέπρεψαν στο παλάτι ως αξιωματούχοι. Ύστερα τους συγκέντρωσε από τα πλοία και το στρατόπεδο και τους εξαγόρασε όλους, δίνοντας στους Τούρκους χίλια άσπρα για το καθένα τους.
7. Και λέει (ο δούκας) στο δήμιο: “Κάνε αυτό που σε διέταξαν, αρχίζοντας από τους νέους. Υπάκουσε ο δήμιος και έκοψε τα κεφάλια των νέων κι ο μέγας δούκας στεκόταν και έλεγε το “Ευχαριστώ σοι Κύριε” και το “Δίκαιος ει, Κύριε”. Τότε είπε στο δήμιο: “Αδελφέ, δώσ’ μου λίγη ώρα να να μπω και να προσευχηθώ. Βρισκόταν σ’ εκείνο τον τόπο ένα μικρός ναός. Κι αυτός τον άφησε και μπήκε και προσευχήθηκε. Τότε, βγαίνοντας από την πύλη του ναού, ήταν εκεί τα σώματα των παιδιών του που ακόμα σπάραζαν, κι αφού δοξολόγησε το Θεό του έκοψαν το κεφάλι. Πήρε ο δήμιος τα κεφάλια και πήγε στο συμπόσιο, εμφανίζοντάς τα στο αιμοβόρο θηρίο· τα σώματά τους τα παράτησε εκεί γυμνά και άταφα.
8. Παρόμοια, όσους από τους ευγενείς και τους αξιωματούχους του παλατιού είχε εξαγοράσει, όλους, αφού έστειλε το δήμιο, τους κατέσφαξε· διάλεξε μάλιστα τις γυναίκες και τα παιδιά τους, τα όμορφα κορίτσια και τα ευειδή αγόρια και τα παρέδωσε στον αρχιευνούχο να τα επιβλέπει. Τους υπόλοιπους αιχμαλώτους τους παρέδωσε να τους φροντίζουν άλλοι, μέχρι να πάνε στη Βαβυλώνα, στην Αδριανούπολη.
9. Κα ν δεν τν πασαν Πόλιν ν τας σκηνας το φωσάτου, τν δ πόλιν ρημον, νεκρν κειμένην, γυμνήν, φωνον, μ χουσαν εδος οδ κάλλος.
9. Κι έβλεπες όλη την Πόλη να βρίσκεται στις σκηνές του στρατοπέδου, την πόλη έρημη, ξαπλωμένη νεκρή, γυμνή, άφωνη, παραμορφωμένη, άσχημη.
…………………………
…………………………


Απάντηση
.    
Βλάσης Αγτζίδης on 04/07/2013 
…………………….
……………………


Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος 

Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος ή Κωνσταντίνος Δραγάσης (9 Φεβρουαρίου 1404 – 29 Μαΐου 1453 (49 ετών) ) ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1449 ως το 1453.
Γιος τού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου (1391-1425) από την Ελένη Δραγάτση (Jelena Dragaš), κόρη του Σέρβου άρχοντα των Σερρών[1], και νεότερος αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγου (1425-1448). Γεννήθηκε το 1404. Όταν ήταν ακόμη νεαρός, ο πατέρας του Μανουήλ του είχε αναθέσει τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου. Ξαναγύρισε στην Ελλάδα το 1427 όπου ανέλαβε της δεσποτεία της Βοστίτσας (σημερινού Αιγίου), και τελικά με τους αδελφούς του Θεόδωρο και Θωμά ανέλαβαν τη διοίκηση τού Δεσποτάτου του Μυστρά και ολοκλήρωσαν την ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών. Η παραμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιουργούσε οπωσδήποτε προβλήματα, οπότε ο Κωνσταντίνος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε από τον Σεπτέμβριο τού 1435 ως τον Ιούνιο τού 1436, για να συζητήσει σχετικά θέματα με τον αυτοκράτορα. Στο διάστημα 1435-1441 μετέβη στην Ιταλία, όπου μετείχε στις επιτροπές των Βυζαντινών, που προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών (Ορθοδόξων-Καθολικών). Η ρήξη με τον αδελφό του Θεόδωρο προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις και χρειάστηκαν σύντονες προσπάθειες για να επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία και συνδιαλλαγή. Η διοίκηση του δεσποτάτου αναλήφθηκε από τον Θεόδωρο και τον Θωμά, ο δε Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες τού Ιωάννη Η’.
Αντικατέστησε τον αυτοκράτορα κατά την περίοδο τής μετάβασης του στη Δύση για τη συμμετοχή στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 – 1 Φεβρουαρίου 1440), ενώ μετά την άφιξη τού αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος επίστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο. Η στάση τού Δημητρίου Παλαιολόγου, που υποστηρίχθηκε οπό τους Τούρκους, ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να σπεύσει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1442-1443), για να ενισχύσει τις δυνάμεις τού αυτοκράτορα.
Τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά και αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση τού δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου, και επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β’ οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο.
Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η’, στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνος αφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας τής πόλης. Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στη εξουσία τού φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ Β’ (1451) έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη. Η ανέγερση στον Βόσπορο τού υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων, συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση τής πρωτεύουσας τής αυτοκρατορίας.
Οι εκκλήσεις τού Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονταν με περίεργη αδιαφορία. Ο Πελοποννήσιος καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με ελάχιστες δυνάμεις, δεν μπορούσε να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά (υπερνεώλκηση) περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική (22-23 Απριλίου 1453).
Στις 28 Μαΐου, ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στον ναό της Αγίας Σοφίας, ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν με στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στον αλλόθρησκο κατακτητή και έγινε πηγή θρύλων και παραδόσεων στη μνήμη τού λαού.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο οποίος με το φρόνημα και την αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης. Ο αυλικός του Γεώργιος Φραντζής διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα: 
«Ο βασιλεύς ουν απαγορεύσας εαυτόν, ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον “ουκ έστι τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ΄ εμού;” ην γαρ μονώτατος απολειφθείς. τότε εις των Τούρκων δους αυτώ κατά πρόσωπον και πλήξας, και αυτός τω Τούρκω ετέραν εχαρίσατο’ των όπισθεν δ΄ετέρος καιρίαν δους πληγήν, έπεσε κατά γης’ ου γαρ ήδεισαν ότι ο βασιλεύς εστιν, αλλ΄ως κοινόν στρατιώτην τούτον θανατώσαντες αφήκαν».
Σημειώσεις
Πρώτη δημοσίευση: Πρακτικά τού Έκτακτου Πνευματικού Συμποσίου (Σπάρτη -Μυστράς 27-29 Μαΐου 1988), Από την φωτεινή κληρονομιά τού Μυστρά στην Τουρκοκρατία, Αθήναι 1990, σ. 263-272 (Πελοποννησιακά, Παράρτημα 16) (= στα γερμανικά με ασήμαντες διαφορές: Dona Folcloristica, Festgabe fur Lutz Rohrich zu seiner Emeritierung 3, 1990.o. 77-85 [Beitrage zur Europaischen Ethnologie und Folklore, Rei-ne B: Tagungsberichte und Materialien]).
1. Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις 1, σ. 22, άρ. 33 και 2, ο. 658-674, όπου εκτενή σχόλια για την παράδοση.
2. Βλ. πρόχειρα Ν. Γ. Πολίτου, ο.π, σ. 662.
3. Θράκη, Γκριτζάν-Ασάρ της περιοχής Κομοτηνής. Βλ. Στίλπ. Π. Κυριακίδου , θρακικαί παραδόσεις, Ημερολ. Μεγάλ. Ελλάδος 1922, σ. 251.
4. Θράκη, Μάδυτος, Αρχ. θρακ. Λαογρ. Γλωσσ. θησαυροί 3 (1936-37), σ. 117-118. Βλ. και Andre Mazon , Contes Slaves de la Macedoine sud-occidentale, Paris 1923, σ. 87, 17 και σ. 182 (Μακεδονία, περιοχή Φλώρινας). Κατά την παραλλαγή αυτή ειδικώτερα ο Άγγελος Κυρίου παρακαλεί τρεις φορές τον Κωνσταντίνον να πάρη το ξύλινο σπαθί, αν ήθελε να κράτηση το βασίλειό του. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος προτρέπει τον Άγγελο να δώση το σπαθί στον Τούρκο. Πρβλ. σχετικά και Στίλπωνα Κυριακίδη , Λαογραφία 8 (1921-25), σ. 604.
5. Θράκη, Καστανιές, θρακικά 7 (1936), σ. 235.
6. Πόντος (πρόσφυγες της περιοχής Κάρς). Σάββα Π. Παπαδοπούλου, Παραδόοεις-θρύλοι περιοχής Κάρς, Αρχείον Πόντου 42 (1988-89), σ. 114, άρ. 14. Όπως αναφέρει ο συγγρ., οι παραδόσεις που δημοσιεύει έχουν καταγραφή κατά τη χρονική περίοδο 1963-88, η δε παράδοση που μας απασχολεί, που την επιγράφει «Το σπαθίν», είναι σύνθεση δύο διηγήσεων.
7. Δωδεκάνησος, Κάλυμνος. Γιάννη Ζερβού, Παραδόσεις – Ιστορικά χαραμυθολογήματα [κλπ.], Δωδεκ. Αρχείον 3 (1958), σ. 240.
8. Σάμος, Παλαιόκαστρον. Στεφ.Ημέλλου, Έκθεση λαογραφικής αποστολής εις Σάμον (13 Ιουλ. – 14 Αύγ. 1964), Επετ. Λαογρ. Αρχείου 17 (1965), σ. 194-195. Εδώ αναφέρονται και μερικές ακόμη από τις παραδόσεις για το ξύλινο σπαθί που εξετάζονται.
9. Ο.π.,σ. 195.
10. Σέριφος. ΚΛ, χφ. 3190, σ. 38 (1967, Συλλ. Στεφ.Ημέλλου), πρβλ. Στέφ. Ήμελλον, Παρατηρήσεις εξ επιτόπιου ερεύνης εις τον λαϊκόν πολιτισμόν των Νοτίων Κυκλάδων, Αθήναι 1974, σ. 41.
11. «Παραπόρτιον εν… το δέ όνομα της κουφής εκείνης πύλης εκαλείτο ποτε Κερκόπορτα» Δούκας 39, 4 (Pertusi, σ. 168-170. 6λ. σχετικά και σ. 454, σημ. 12). Πρβλ. Γουσταύου Σλουμβερζέ, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων τω 1453 (μετάφρ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, εν Αθήναις 1914), σ. 336, Ξ. Α. Σιδερίδου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου θάνατος, τάφος και σπάθη, περιοδ. Μελέτη 2. 1908, ο. 65-66 κ.α.
12. Για την οποία βλ: Η αναβίωση των τηγανισμένων ψαριών κατά την άλωση της Πόλης, ανωτέρω άρ. 2. σ. 29 κέξ., όπου και η προηγούμενη βιβλιογραφία.
13. Βλ. σχετικά Σπυρ. Π. Λάμπρου, Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ως σύζυγος εν τη ιστορία και τοις θρύλοις, Νέος Ελληνομνήμων 4 (1907). σσ. 417-466 και ιδίως σ. 429 κέξ., όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία, πρόσθ. και Νίκου Α. Βέη, Περί του ιστορημένου χρησμολογίου, σ. 32ιδ’ – 32ιζ’, Γεωργίου θ. Ζώρα, Η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η βασιλεία Μωάμεθ Β’ τού κατακτητού κατά τον ανέκδοτον ελληνικόν Βαρβερινόν κώδικα 111 της Βατικανής βιβλιοθήκης 1952, σ. 29-30 (ανατύπωσις εκ του KB’ τόμου της Επετηρίδος της Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών) (= τού ίδιου , Αι τελευταίοι στιγμαί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και του Μωάμεθ του κατακτητού (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111], Περί την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1959, σ.130-131).
14. Βλ. π.χ.: Δούκας 39, 13 (Pertusi 2, σ. 176) που αναφέρει ότι κατά την τελευταία του στιγμή ο Κωνσταντίνος πολεμούσε «ιστάμενος βαστάζων σπάθην και ασπίδα». Βλ. και Σιδερίδη , ο.π., σ. 66 κ.α. passim, Νίκου Α. Βέη, Περί του ιστορημένου χρησμολογίου, σ. 32 κβ’ κέξ.
15. Βλ. Σιδερίδη, ο.π., σ. 70 κέξ., Βέη,ο.π., Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις 2, ο.π., σ. 660-661, όπου και βιβλιογραφία.
16. Σύμφωνα με χρησμό που αναφέρει ο Δούκας(39, 18, Pertusi, σ. 180) μετά την εκπολιόρχηση της Κωνσταντινουπόλεως και την παράδοση της στους Τούρκους «καταβάς άγγελος φέρων ρομφαίαν παραδώσει την βασιλείαν συν τη ρομφαία ανωνύμω τινί ανδρί ευρεθέντι τότε εν τω χίονι ισταμένω, λίαν απερίττω και πενιχρώ, και έρει αυτώ» «Λαβέ την ρομφαίαν ταύτην και εκδίκησον τον λαόν τού Κυρίου». Τότε τροπήν ίξονται οι Τούρκοι και οι Ρωμαίοι καταδιώξουσιν αυτούς κόπτοντες και εξελάσουσιν και εκ της Πόλεως…», πρβλ. Χαλκοκονδύλης 8, 275-280 (Pertusi 2, σ. 216) και Nicolo Barbaro (Pertusi 1, σ. 357, σημ. 89). Βλ. και Ν. Γ. Πολίτου , Δημώδεις δοξασίαι περί αποκαταστάσεως του ελληνικού έθνους. Λαογραφικά Σύμμεικτα I, 1920, σ. 16, του ίδιου , Παραδόσεις, 2, σ. 659. Πρβλ. ανάλογα από την χριστιανική γραμματεία που σχετίζονται όμως με το ξύλο τού Σταυρού (= σταυρό τού Χριστού): «ώσπερ δια ξύλου (ένν. της γνώσεως, του δένδρου της ζωής του Παραδείσου) η παράδοσις (ένν. των Πρωτοπλάστων) ούτω δια ξύλου (ένν. τού Σταυρού) η σωτηρία»˙ «ο Αδάμ δια τού ξύλου της βρώσεως κατεκρίθη και ο νέος Αδάμ ο Χριστός ο θεός δια τού ξύλου τού σταυρού ημάς ενίσχυσεν» κ.α. (βλ. πρόχειρα Ν. Β. Τωμαδάκη, Αποθησαυρίσματα, 10, Το ξύλον, Αθηνά 70 (1968), σ. 4, πρβλ. και σ. 7).
17. Βλ. Ν. Γ. Πολίτου , Παραδόσεις 2, σ. 683. Εννοείται ότι το σπαθί είναι το κύριο όπλο με το οποίο επιδεικνύει κανείς την ανδρεία του, στο οποίο ορκίζεται κτλ. (βλ. πρόχειρα Ζω ρα, ο.π., σ. 25 (247-348), 27 (394), 29 (566-567). Εξ άλλου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος σε διάφορες γνωστές μέχρι σήμερα εικόνες του, που όμως δεν είναι γνήσιες, παριστάνεται με ξίφος (βλ. Σπυρ. Π. Λάμπρου, Αι εικόνες Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, Νέος Ελληνομνήμων 3 (1906), σ. 229 κέξ., 239).
18. Πρβλ. το σατιρικό τραγούδι για τον Κεφαλλονίτη, που φορούσε βρακί από τσουβάλι, γελέκο από στουπί και ψάθινο καπέλο και ξύλινο σπαθί (ΚΛ, κφ. 475, σ. 9, Σπέτσες 1922) η… βούρλινο σπαθί (ο.π., χφ. 1460, Αθήναι).
19. Jean Ρίο, Νεοελληνικά παραμύθια, Copenhague 1879, σ. 131-132.
20. Γεωργ. Α. Μέγα, Καλλιμάχου και Χρυσορρόης υπόθεσις, Λαογραφία 25 (1967), σ. 241.
21. Ο.π., πρβλ. και Τωμαδάκη, ο.π., σ. 25. Η χρησιμοποίηση τού όρου ξύλον επί ξύλινου όπλου, δηλ. ροπάλου από ξύλο, είναι μόνο ποιητική (Ο. Σολωμός, βλ. Τωμαδάκη , ο.π., σ. 15-16).
22. Στίλπωνος Π. Κυριακίδου, ο.π., βλ. και Κυριακίδη, στη Λαογραφία 8 (1921-25), σ. 604.
23. Πρβλ. τον χρησμό που μνημονεύει ο ιστορικός Δούκας (άνωτ., σ. 56, σημ. 16). Βλ. περισσότερα με σχετικές παραπομπές στα κείμενα: Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις 2, σ. 664 κέξ., Νίκου Α . Βέη, Περί του ιστορημένου χρησμολογίου, σ. 32 κθ’ κέξ.
24. Ο.π.
25. Νίκου Α. Β έη , Περί τού ιστορημένου χρησμολογίου. σ. 32 λς’. Εξ άλλου η επιβίωση των χρησμών για τον τελευταίο Παλαιολόγο υπήρξε μέχρι σήμερα ισχυρή (ο.π., σ. 3).
26. Βλ. Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια (εκλογή), εν Αθήναις 1962, σ. 123-124 (Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Λαογραφικού Αρχείου, αριθμ. 7) και ανωτέρω, σ. 18, όπου εκτενέστερος λόγος για το θέμα.
Πηγές
Γεωργίου Φραντζή, Χρονικόν, Ελληνικό Αρχείο
“Χρονικό της πολιορκίας”,Νικολό Μπαρμπάρο
Μιχαήλ Δούκας , Βυζαντινοτουρκική ιστορία
ΤΑ ΝΕΑ
Εγκόλπιον
Wikipedia
users.gr/Ellinikos Politismos
Γενική Βιβλιογραφία:
Ιστορία Ελληνικού Έθνους
V.Grecu, Georgius Sphrantzes, Τα καθ’ εαυτόν 1401-1477,In anexa, Pseudo-Phrantzes: Macarii Meliseni, Chronicon 1258-1481, ss.149-591, Βουκουρέστι, 1966.
Ο Γεώργιος Σφραντζής έγραψε Χρονικό σε δυο μορφές: Το χρονικό Minus (σε συνοπτική μορφή) και το χρονικό Majus (σε εκτεταμένη μορφή). Πρόκειται για αξιόπιστη πηγή για την Αλωση και τα γεγονότα πριν και μετά την Αλωση.
I. I. Sreznevskij, “Povest o Caregrade” [Αφήγηση για την Κωνσταντινούπολη], Ucenije zapiski vtorogo otdelenija Akademii Nauk [Πρακτικά του Β' συνεδρίου της Ακαδημίας επιστημών],
1. ΙΙΙ, Αγία Πετρούπολη, 1854. Πρόκειται για τη μαρτυρία του Nestor Iskander, ενός Ρώσου που έλαβε μέρος στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης με το μέρος των Οθωμανών Τούρκων.
Περιοδικό: Στρατιωτική Ιστορία, Η άλωση της Κωνσταντινούπολης,
σειρά: Μεγάλες μάχες * Αγία Σοφία, το σύμβολο της ορθοδοξίας
E.Darko, Laonici Chalococandylae historiumdemonstrationes 1-2, Βουδαπέστη, 1922-1927 και στην Patrologia Graeca, τομ.159, σσ.13-556.
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης έγραψε την Απόδειξη ιστοριών. Αν και δεν ήταν παρών στην Αλωση της Κωνσταντινούπολης, ωστόσο αποτελεί σημαντική πηγή για τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου.
Γ.Θ Ζώρας, Χρονικόν περί των Τούρκων Σουλτάνων (κατά Βαρβερινόν Ελληνικόν κώδικα 111), Αθήνα, 1958. Ο Βαρβερινός κώδικας είναι ανώνυμο χρονικό του 16ου αι., ακέφαλο και ελλιπές που διαπραγματεύεται τα γεγονότα των ετών 1373-1512. Είναι αξιόπιστη και ακριβής πηγή. 
http://thehistoryofgreece.blogspot.gr/p/4.htmlhttp://thehistoryofgreece.blogspot.gr/p/5.html


Απάντηση


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes