Τρίτη 23 Απριλίου 2013
Δυο Ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία
Ο Ελληνισμός άνευ
πρωτογενούς εξουσίας - Δυο Ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία
Διονύσιος Α. Ζακυθηνός
Από: Ζακυθηνός, Μεταβυζαντινά και Νέα
Ελληνικά, Αθήνα 1978.
Εισαγωγή
KΑΤΑ την μακράν διαδρομήν της
Ελληνικής Ιστορίας υπάρχουν τρεις μείζονες περίοδοι, κατά τας οποίας το
Ελληνικόν Εθνος δεν ήτο συγκεκροτημένον εις εν ή πλείονα ανεξάρτητα ή αυτόνομα
κράτη: η Ρωμαιοκρατία, η Φραγκοκρατία και η Τουρκοκρατία. Η διαπίστωσις αύτη
έχει πολύ το σχηματικόν· όμως ειναι ανάγκη να περιορίσωμεν εις τας τρεις ταύτας
εποχάς τον ιστορικόν μας χώρον χωρίς να λάβωμεν υπ' όψιν πολλά φαινόμενα
τοπικώς ή χρονικώς περιγεγραμμένα, άξια σπουδής καθ' εαυτά, αλλά μη παρέχοντα
ιδιάζοντα στοιχεία προς θεμελίωσιν γενικωτέρων θεωρήσεων.
Εντοπίζομεν λοιπόν την έρευναν
εις τας τρεις συγκεκριμένας περιπτώσεις. Αλλά και εις τά φαινόμενα της
Φραγκοκρατίας δεν έχομεν την καθολικότητα, την πληρότητα και την ενότητα των
δύο άλλων περιόδων. Η Φραγκική κυριαρχία επεβλήθη εις τας Ελληνικάς χώρας μετά
την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Λατίνων και την κατάλυσιν του
Βυζαντινού Κράτους (1204). Επί των ερειπίων του δεν ιδρύθη μία διάδοχος
πολιτεία, αλλά πλείονα κατά το μάλλον ή ήττον αυτόνομα κράτη: η Λατινική Αυτοκρατορία
της Κωνσταντινουπόλεως, το εφήμερον κράτος της Θεσσαλονίκης, η ηγεμονία της
Αχαΐας, το δουκάτον των Αθηνών, άλλαι ελάσσονες φεουδαρχικαί δυναστείαι.
Μονιμώτερα θα ειναι τα καθεστώτα των Βενετικών κτήσεων εις την ηπειρωτικήν
Ελλάδα, κυρίως εις την Κρήτην, εις τας Κυκλάδας, επί τι διάστημα εις την
Κύπρον, εις την Επτάνησον, εις την οποίαν η εξουσία της γαληνοτάτης Δημοκρατίας
θα διατηρηθή μέχρι της συνθήκης του Campo-Formio του 1797.
Εξ άλλου η
Ελληνική αντίστασις, εκδηλωθείσα ευθύς αμέσως εις πλείονας εστίας, ενωρίτατα
εδραιούται περί τρία κρατικά συγκροτήματα, έλκοντα την καταγωγήν εκ της
καταλυθείσης ενιαίας Ελληνικής Αυτοκρατορίας: την Αυτοκρατορίαν της Νικαίας,
την Αυτοκρατορίαν της Τραπεζούντος και το Δεσποτάτον της Ηπείρου. Εις ταύτα θα
προστεθή βραδύτερον η κτήσις της Λακωνίας, ένθα θα δημιουργηθή εν σννεχεία
ισχυρά Ελληνική μονάς, το Δεσποτάτον της Πελοποννήσου. Επομένως δεν δυνάμεθα να
ομιλώμεν περί Ελληνισμού άνευ πρωτογενούς εξουσίας, είναι δε προφανές ότι εκ
των τριών εποχών η Φραγκοκρατία αποτελεί μορφολογικώς ιδιάζουσαν περίπτωσιν,
διότι δεν κατώρθωσε να δημιουργήση ενιαίαν πολιτείαν, αλλά και διότι η
Βυζαντινή Αυτοκρατορία εξηκολούθησεν υφισταμένη υπό διαφόρονς μορφάς, τείνουσας
προς την ενοποίησιν.
Κεφάλαιο Α'
ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑΝ ενότητα και
σαφήνειαν παρουσιάζουν αι δύο άλλαι παράλληλοι περίοδοι, η Ρωμαιοκρατία και η
Τουρκοκρατία(1). H Ρωμαιοκρατία υπήρξε το
αποτέλεσμα της σταδιακής ηγεμονικής επεκτάσεως της Ρώμης προς ανατολάς: αρχικώς
προς την χερσόνησον του Αίμου, ακολούθως δε προς όλας τας χώρας και τας νήσους
τας βρεχομένας υπό της ανατολικής Μεσογείου και των μετ' αυτής συνδεομένων
θαλασσών, του Ευξείνου Πόντου και της Ερυθράς Θαλάσσης. Μεγάλοι σταθμοί εις την
κατακτητικήν ταύτην πολιτικήν υπήρξαν η πρώτη επέμβασις των Ρωμαίων εναντίον
των Ιλλυριών τώ 229 π.Χ., η μάχη της Πύδνης τω 168, η άλωσις και η καταστροφή
της Κορίνθου τω 146, η υπό Ρωμαικόν έλεγχον υπαγωγή του Βασιλείου της Περγάμου
και η συγκρότησις της επαρχίας της Ασίας τώ 133/129, η κατάκτησις της Συρίας
και της Παλαιστίνης τω 63 και τέλος η κατάκτησις της Αιγύπτον τω 30 π.Χ. Αι
βορειότεραι χώραι της χερσονήσου του Αίμου, κατόπιν κατακτητικών πολέμων,
απετέλεσαν τας επαρχίας του Ιλλυρικού, της Άνω και της Κάτω Μοισίας και της
Δακίας. Κατά τον τρόπον τούτον από των μέσων του δευτέρου π.Χ. μέχρι των μέσων
του πρώτου μ.Χ. αιώνος ολόκληρος η χερσόνησος του Αίμου, η Μικρά Ασία, η Συρία
και η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και η βόρειος Αφρική ηνώθησαν υπό την πολιτικήν
κυριαρχίαν της Ρώμης(2).
Αντιστοίχως, αλλά κατ'
αντίστροφον φοράν, απηρτίσθη ο γεωγραφικός χώρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το άσημον Τουρκικόν φύλον, οι μετέπειτα Οσμανλίδαι, εντοπίζεται το πρώτον εις
την Βιθυνίαν κατά τας τελευταίας δεκαετίας του δεκάτου τρίτου αιώνος· ανέρχεται
εις την επίσημον σκηνήν τής Ιστορίας κατά την μάχην του Βαφέως, παρά την
Νικομήδειαν, την 27 Ιουλίου 1301, όπου ηττώνται τα Βυζαντινά στρατεύματα. Από
της στιγμής ταύτης χρονολογείται η ραγδαία άνοδος της Τουρκικής δυνάμεως, η
οποία θά καταλήξη εις την θεμελίωσιν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεγάλοι
σταθμοί της κατακτήσεως εις την Ασίαν, την Ευρώπην και την Αφρικήν θα είναι: η
άλωσις της Προύσης (6 Απριλίου 1326), η άλωσις της Νικαίας (2 Μαρτίου 1331), η
απόβασις εις την Καλλίπολιν (2 Μαρτίον 1354), η κατάληψις της Αδριανουπόλεως τω
1361, η μάχη του Έβρον (26 Σεπτεμβρίου 1371), η άλωσις των Σερρών (1383), της
Σόφιας (1393) και της Θεσσαλίας (1394), η μάχη της Νικοπόλεως (25 Σεπτεμβρίου
1396), η οριστική υποταγή της Θεσσαλονίκης (1430), η υποταγή των Ιωαννίνων
(1430), η κατάκτησις της Σερβίας (1439 κ.ε.), η μάχη της Βάρνης (10 Νοεμβρίου
1444), η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η κατάλυσις της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας (29 Mαΐoυ 1453). Ηκολούθησαν η πτώσις του Δεσποτάτου της
Πελοποννήσου (1460) και της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος (1461), της Ευβοίας
(1470), της Ναυπάκτου (1499), της Μεθώνης και Κορώνης (1500), της Ρόδου (1522),
της Κύπρου (1571) και τέλος της Κρήτης (1669). Είχε προηγηθή η εγκαθίδρυσις της
Οθωμανικής κυριαρχίας εις την Αίγυπτον τω 1517(3).
Κατά τον τρόπον τούτον
ιδρύονται δια κατακτήσεως δύο αυτοκρατορίαι, η Ρωμαϊκή και η Οθωμανική,
απέχουσαι χρονικώς η μία από την άλλην περί τους δέκα πέντε αιώνας. Γεωγραφικώς
αμφότεραι καλύπτουν εις τα καίρια σημεία του τον αυτόν περίπου χώρον, ο οποίος
κατανέμεται εις τας τρεις ηπείρους, την Ευρώπην, την Ασίαν και την Αφρικήν,
περιβάλλει δε ως λίμνην την ανατολικήν Μεσόγειον. Βεβαίως η Ρωμαϊκή
Αυτοκρατορία, μέχρι της οριστικής διαιρέσεως, τω 395, εις δύο τμήματα, το
Ανατολικόν (pars Orientis) και το Δυτικόν (pars Occidentis), ήλεγχε πρός δυσμάς
και την Ιταλικήν χερσόνησον, ως και τας λοιπάς Ευρωπαϊκάς κτήσεις. Δια την
Οθωμανικήν αι βενετοκρατούμεναι Ιόνιοι νήσοι, ο Ιόνιος κόλπος και η Αδριατική
ησαν εις γενικάς γραμμάς το προς δυσμάς σύνορον.
Τυπολογικώς το Ρωμαϊκόν και το
Οθωμανικόν κράτος ανήκουν εις τας αυτοκρατορίας (imperia). Κατά τινα πρόσφατον
ορισμόν "η αυτοκρατορία ως μεγάλη δύναμις είναι κράτος κυρίαρχον
(souverain) εκτεινόμενον επί τι χρονικόν διάστημα επί αναπεπταμένον χώρον,
οικουμένου υπό πολλαπλών κοινωνικοπολιτικών ομάδων, αίτινες υπόκεινται εις την
εξουσίαν ενός και του αυτού κυβερνήτου. Ούτος ασκεί πολιτικήν τείνουσαν προς
την ηγεμονίαν". Όθεν κύρια χαρακτηριστικά της αυτοκρατορίας είναι η ευρεία
εδαφική διαμόρφωσις, η άσκησις της εξουσίας υπό ενός και μόνον φορέως καθ' όλην
την επικράτειαν, η χρονική διάρκεια, η πολυεθνική σύνθεσις των κοινωνικών
ομάδων, η ροπή προς την ηγεμονίαν(4).
Αμφότεραι αι αυτοκρατορίαι
είναι δευτερογενείς, διότι προήλθον εκ της σταδιακής κατακτήσεως προϋπαρξάντων
μεγάλων κρατών, τα οποία είχον φθάσει εις προκεχωρημένην κατάστασιν πολιτικής
και κοινωνικής αποσυνθέσεως· η μεν Ρωμαϊκή εκ της διασπάσεως του κράτους του
Αλεξάνδρου και της εν συνεχεία παρακμής των Ελληνιστικών βασιλείων, η δε
Οθωμανική εκ της παρακμής και της διασπάσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και
των βυζαντινογενών κρατών της χερσονήσου του Αίμου, τοπικώς δε εκ του
διαμελισμού τον εν Ασία κράτους των Σελτζουκιδών Τούρκων.
Αμφότεραι ήσαν κράτη
πολυεθνικά. Εθνικώς οι κατακτηταί απετέλουν μειονότητας, ποικιλλούσας ποσοτικώς
κατά τόπους. Κατά τόπους εποίκιλλον τόσον αι θρησκευτικαί δοξασίαι, όσον και αι
παιδείαι, η στάθμη του πολιτισμού, αι νοοτροπίαι και αι πνενματικαι και ψυχικαί
ιδιοσυστασίαι. Το Ρωμαϊκόν Κράτος και ο Ελληνισμός με τας πατροπαραδότους
θρησκείας του Ολύμπου και του Πανθέου αφωμοίωσαν κατά την πορείαν των προς
ανατολάς τας θρησκείας της Ασίας και της Αιγύπτου. Η Magna Mater, ο Όσιρις, η
Ίσις, ο Μίθρας, πλήθος θεών και θεαινών εισεπήδησαν εις το μωσαϊκόν του
Ρωμαϊκού Πανθέου(5). Αντιστοίχως, πληήν
του Ισλάμ και της Ελληνικής Ορθοδοξίας, το Κράτος των Οσμανιδών περιέλαβε
θρησκευτικάς δοξασίας, ετεροδοξίας και αιρέσεις, ισλαμικάς και χριστιανικάς.
Αμφότεραι αι αυτοκρατορίαι,
πριν η φθάσονν εις το κατακόρυφον της ισχύος των, είχον έλθει εις πολιτικήν και
πολιτιστικήν επικοινωνίαν μετά της Ελλάδος και της Ελληνικής παιδείας. Βεβαίως
τα μεγέθη είναι άνισα και αι επιδράσεις αι ασκηθείσαι προς εκατέραν τούτων δεν
είναι δυνατόν να συγκριθούν ούτε ως προς την έντασιν και το βάθος ούτε ως προς
το είδος και την ποιότητα. Ενωρίτατα η Ρώμη ήλθεν εις επαφήν με τον Ελληνισμόν
διά της ακμαζούσης Μεγάλης Ελλάδος, διά της Καμπανίας, της Λουκανίας, της
Απουλίας, της Καλαβρίας και του Βρυττίου, βραδύτερον δε διά της υπό των Ρωμαίων
κατακτηθείσης Ελληνικής Σικελίας(6). Aι
Ελληνικαί επιδράσεις είναι τόσον παλαιαί όσον και αυτή η Ρώμη. Νεώτεροι
συγγραφείς ομιλούν περί του εξελληνισμού της θρησκείας, της τέχνης και του
λόγου ήδη από του τετάρτου, του τρίτου και του δευτέρου αιώνος π.Χ.(7). Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει ο
Henri-Irénée Marrou: «Ιδιάζουσα περίπτωσις του θεμελιώδους γεγονότος, το οποίον
δεσπόζει της ιστορίας του Ρωμαϊκού πολιτισμού: καθαρώς αυτόνομος Ιταλικός
πολιτισμός δεν εύρε τον καιρό να αναπτυχθή, διότι η Ρώμη και η Ιταλία
ενετάχθησαν εις τον χώρον του Ελληνικού πολιτισμού. Διανύουσαι ταχέως τους
σταθμούς, oι οποίοι εχώριζον την σχετικήν των βαρβαρότητα από την υπό της
Ελλάδος επιτευχθείσαν πρωϊμως στάθμην, αφωμοίωσαν με αξίαν λόγου ικανότητα
προσαρμογής τον Ελληνιστικόν πολιτισμόν... Εάν δικαιούμεθα να ομιλώμεν περί
Λατινικής παιδείας, ομιλούμεν περί μιας δευτερευονσης μορφής, περί μιας
ιδιαιτέρας παραλλαγής του μοναδικού τούτου πολιτισμού»(8).
Σκοτειναί είναι αι αφετηρίαι
του αφανούς φύλου των Οσμανιδών εις την Βιθυνίαν. Διά την πρώϊμον περίοδον της
μεταβάσεως εκ του νομαδικού ή ημινομαδικού σταδίου εις την επί μονίμου εδάφους
εγκατάστασίν του αι πληροφορίαι των πηγών είναι πενιχραί και συγχεχυμέναι. Νέα
εποχή εγκαινιάζεται δια της προαγωγής των Οθωμανών εις τον αστικόν βίον μετα
την κατάληψιν των μεγάλων πόλεων της Προύσης (1326), της Νικαίας (1331) και της
Νικομηδείας (1337). Ούτως εις το αρχικόν Τουρκομανικόν και Σελτζουκικόν
υπόστρωμα προστίθενται από των πρώτων δεκαετιών του δεκάτου τετάρτου αιώνος
στοιχεία εκ του αστικού και του Ελληνικού περιβάλλοντος. Ενωρίς γίνεται λόγος περί
Ελλήνων, οι οποίοι έρχονται εις συνάφειαν μετά των επηλύδων. Λόγοι θρησκευτικοί
και πολιτικοί, λόγοι αναφερόμενοι εις θεμελιώδεις διαφοράς των πνευματικών
ιδιοσυστασιών περιώρισαν την προς τον Τούρκον κατακτητήν επίδρασιν. Αύτη κυρίως
εστράφη περί τους θεσμούς και τας κυβερνητικάς ή φορολογικάς μεθόδους, περί την
διπλωματίαν, περί τους θεσμούς της αγροτικής κτήσεως και της εκμεταλλεύσεως της
γης. Ως παρατηρείται, αι αμοιβαίαι επιδράσεις ανήκουν κατά το πλείστον εις την
σφαίραν της Volkskultur. Πρέπει ωσαύτως να σημειωθή ότι πολλοί Βυζαντινοί
θεσμοί διοχετεύονται προς τους Οθωμανούς διά του Σελτζουκικού συγκρητισμού.
Καθ' όσον ανέρχεται το
Τουρκικόν κράτος επί τοσούτον εντείνεται η Βυζαντινή ακτινοβολία, η οποία
φθάνει εις την μεγίστην ακμήν της δεκαετίας τινάς προ της αλώσεως της
Κωνσταντινουπόλεως και κατά την πρώτην μετ' αυτήν εκατονταετίαν. Τεκμήριον του
φαινομένου τούτου είναι η ευρεία χρήσις της Ελληνικής ως επισήμου γλώσσης των
διεθνών σχέσεων(9). H στροφή των Τούρκων
προς την Μικράν Ασίαν, η κατάκτησις της Συρίας (1516), της Αιγύπτου (1517), των
Περσικών εδαφών του Ευφράτου (1534), της νοτίου Αραβίας (1568) θα απομακρύνουν
την αυτοκρατορίαν εκ της Ελληνικής ροπής και θα τονώσουν τον ισλαμικόν
χαρακτήρα του πολιτισμού της. Προς το Ελληνικόν στοιχείον θα αποβλέπουν και
πάλιν οι σουλτάνοι κατά τον δέκατον έβδομον αιώνα, ιδίως μετά την δευτέραν
επίθεσιν κατά της Βιέννης (1683), όταν, εγκαλείποντες τα κατακτητικά των
σχέδια, θα ασκήσουν Ευρωπαϊκήν πολιτικήν(10).
Κεφάλαιο Β'
ΟΤΕ ΤΩ 30 π.Χ. κατελύετο υπό
των Ρωμαίων το τελευταίον Ελληνιστικόν κράτος, το βασίλειον της Αιγύπτου, ότε
την 29 Μαΐου 1453 υπό τα πλήγματα των Τούρκων έπιπτεν η Κωνσταντινούπολις και
μετ' αυτής η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ότε τω 1460 κατελαμβάνετο η Πελοπόννησος
και τω 1461 η Τραπεζούς, πρωτεύουσα της Ελληνικής Αυτοκρατορίας του Πόντου, μία
τεραστίας σημασίας μεταβολή σννετελείτο εις την ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους.
Συνίστατο αύτη εις τον αφανισμόν των εννόμων πολιτειών, εις τας οποίας ησκείτο
η πολιτική ενέργεια των Ελλήνων· με άλλους λόγους έπαυσαν να υπάρχονν
ανεξάρτητα κρατικά συγκροτήματα. Είναι δε κατά τον ορισμόν του G. Jellinek η
πολιτεία «μόνιμος λαός εν ωρισμένη χώρα ωργανωμένος εις νομικόν πρόσωπον, έχον
πολιτικήν εξουσίαν πρωτογενή». Ως δε παρατηρεί ο Νικόλαος Σαρίπολος, «η εξ
ιδίου δικαίου η πρωτογενής εξουσία συνιστά ίδιον γνώρισμα της πολιτείας, η
οποία εν αντιθέσει προς άλλα νομικά πρόσωπα, ασκεί μόνη πολιτικήν εξουσίαν ως
ιδιαίτερον δικαίωμα, επιτάσσονσα εις ελεύθερα άτομα και εξαναγκάζουσα ταύτα
προς τήρησιν των επιταγών»(11). Εις
αμφοτέρας τας περιπτώσεις, και προκειμένου δηλαδή περί των Ελληνιστικών κρατών
και προκειμένου περί του παρακμάζοντος Βυζαντίου, η πρωτογενής εξουσία των
Ελλήνων εμφανίζεται διεσπασμένη, τούτο όμως δεν αντιστρατεύεται προς τον
κανόνα. Εάν ο Ελληνισμός υπήρξε διεσπασμένος, απετέλει ιδεατήν κοινότητα
υπεράνω του χώρου και του χρόνου.
Με αυτήν ακριβώς την ιδεατήν
κοινότητα, την υπερτέραν των συμβεβηκότων και των καταστάσεων, εκλήθη ο
Ελληνισμός να σταδιοδρομήση κατά τας μακράς χρονικάς περιόδους, κατά τας οποίας
εστερήθη της πρωτογενούς ή εξ ιδίου δικαίου εξουσίας. Χρησιμοποιούντες τους
ενδεδειγμένους ιστορικούς και κοινωνιολογικούς όρους, θα είπωμεν ότι κατά την
Ρωμαιοκρατίαν και την Τουρκοκρατίαν ο Ελληνικός λαός, αποβαλών δια της βίας την
δυνατότητα του συγκροτειν πολιτείαν, παρέμεινεν έθνος. Είναι δε, κατά τον
ορισμόν του R. Johannet, έθνος «η ιδέα ενός συλλογικού προσώπου, μεταβλητού
κατά την έμπνευσιν, την συνείδησιν, την έντασιν και το μέγεθος, σχέσιν δε
έχοντος προς το κράτος, είτε διότι αντιπροσωπεύει αφανισθέν ηνωμένον κράτος,
είτε διότι συμπίπτει προς ηνωμένον κράτος υφιστάμενον, είτε διότι φιλοδοξεί ή
τείνει να ιδρύση μελλοντικώς ηνωμένον κράτος...(12).
Εις τας περιπτώσεις, αι οποίαι απασχολούν ημάς ενταύθα, ισχύουν το πρώτον και
το τρίτον μέλος του ορισμού.
Υπό την κυριαρχίαν των
Ρωμαίων, υπό την κυριαρχίαν των Οθωμανών Τούρκων, μονήρες και ανάδελφον,
διεσπασμένον εν τω χώρω, εν τω μέσω βαρβάρων λαών, καταπεπονημένον εκ των
εμφυλίων ερίδων και των πολιτικών διχασμών, το Ελληνικόν Έθνος αναλαμβάνει την
μακράν και αβεβαίαν πορείαν του.... Εάν έχη ηττηθή επί του πεδίου της μάχης,
εάν έχη κύψει προ της σκαιάς και βαρβάρου βίας, διατηρεί ακεραίας τας
δημιουργικάς δυνάμεις και ακολουθεί την τραχείαν και ανάντη οδόν, την άνευ
πρωτογενούς εξουσίας νέαν ζωήν του, εν πάση τη δόξη της πνευματικής ακμής και
ακτινοβολίας.
Κατά τας παραμονάς της
Ρωμαϊκής κατακτήσεως ο Ελληνισμός της κυρίως Ελλάδος ευρίσκεται εις προφανή
κάμψιν. Αλλά το κέντρον του βάρους του έχει από μακρόν μετατοπισθή προς
ανατολάς. Η νέα αυτή περίοδος αρχίζει με την εποποιΐαν των εκστρατειών του
Αλεξάνδρον (334-323). Η Αλεξάνδρειος (δεν λέγομεν Αλεξανδρινή) καμπή αποτελεί
ορόσημον εις την παγκόσμιον ιστορίαν. Έκτοτε και μέχρι της αλώσεως της
Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων η ιστορία του Ευρασιατικού και Μεσογειακού
πολιτισμού, παρά τα χάσματά της, παρουσιάζει μίαν ενότητα. Εάν δεν συλλάβωμεν
το γεγονός τούτο, δεν θα δυνηθώμεν να ερμηνεύσωμεν ιστορικώς ούτε την Ελλάδα
ούτε την Ρώμην ούτε την εξάπλωσιν του Χριστιανισμού ούτε το Βυζάντιον και εν
απωτάτη θεωρήσει ουδ' αυτάς τας καταβολάς του Ευρωπαϊκού πνεύματος. Προσφυώς
ελέχθη ότι ο Αλέξανδρος υπήρξεν «εισηγητής ενός νέου πολιτισμού». Εάν η
αυτοκρατορία του πολιτικώς διεσπάσθη, τα αποτελέσματά της υπήρξαν μόνιμα, διότι
η αληθής σημασία της εκστρατείας συνίσταται εις το ότι «έδωκε ρωμαλέαν και
αποφασιστικήν ώθησιν εις εν κίνημα, το οποίον είχεν αρχίσει προ αυτής, αλλά το
οποίον είχε μέχρι τότε συντελεσθή εις περιωρισμένην ακτίνα: εις την εξάπλωσιν,
πέρα του παλαιού Ελληνικού κόσμου, των Ελλήνων και του πολιτισμού των»(13).
Από της δημοσιεύσεως της
πρώτης εκδόσεως του κλασσικού έργου του J.G. Droysen, Geschichte des
Hellenismus (1833-1843, η δευτέρα έκδοσις 1877-1878) η περίοδος των Διαδόχων
του Αλεξάνδρου και των Ελληνιστικών βασιλείων αποκατεστάθη εις την καθολικήν
ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους. Έκτοτε η έρευνα προσεκόμισεν άφθονον νέον
υλικόν, ιδίως εκ των επιγραφικών και των επί παπύρου πηγών. Νέοι ορίζοντες
ανοίγονται σήμερον εις την ιστοριογραφίαν, εξαίρεται δε η όλη εποχή ως μία των
μειζόνων περιόδων της ιστορίας του Ελληνικού πνεύματος. Εις τα Ελληνιστικά
βασίλεια από του 323 μέχρι του 30 π.Χ. επιτελείται μία τεραστίας σημασίας
μεταμόρφωσις: ο εξελληνισμός και η διά του εξελληνισμού ενοποίησις της
Ανατολής. «H καταστροφή του Περσικού Κράτους, λέγει εις το πρόσφατον έργον του
ο Edouard Will, και η κατάκτησις αυτού υπό του Αλεξάνδρου αποτελεί μείζονα
αλλαγήν εις τας τύχας του Ελληνικού πολιτισμού». Oι Έλληνες «δεν είχον ίδει να
ανοίγεται ενώπιόν των τοιαύτη δυνατότης γεωγραφικής επεκτάσεως από του τέλους
του αρχαϊκού αποικισμού (Η'-ΣΤ' αιών)· ακόμη και η πρώτη εκείνη επέκτασις
περιωρίζετο κατά τρόπον καίριον και συνεχή εις τινας παραλίους περιοχάς της
Μεσογείου και των παρακειμένων θαλασσών, ενώ τώρα η απέραντος μάζα της
Ασιατικής ηπείρου και της κοιλάδος του Νείλου ανοίγονται εις την Ελληνικήν
παρουσίαν»(14).
Aι βαθείαι μεταβολαί
επηνέχθησαν εις τους πολιτικούς, τους κοινωνικούς και τους οικονομικούς θεσμούς
του ούτως αυξηθέντος Ελληνικού κόσμου. Αλλ' ο Ελληνιστικός πολιτισμός, ο Ελληνισμός
(Hellenismus) «αποτελεί επίσης (διά πολλούς: κυρίως) νέον κεφάλαιον, το
μακρότερον όλων, της ιστορίας του Ελληνικού πνεύματος»(15). Εάν η Ελληνιστική εποχή δεν παρήγαγεν αθάνατα μνημεία
εφάμιλλα των της κλασσικής, όμως δεν υπελείφθη ούτε κατά την ρώμην του
πνεύματος ούτε κατά την τόλμην της διανοήσεως. Επομένως δεν θα ήτο δίκαιον να
ομιλώμεν περί παρακμής, αλλά περί «διαφόρου προσανατολισμού της δημιουργικής
δυνάμεως»(16). Η Τέχνη αναζητεί νέας
μορφάς, ο λόγος τρέπεται κατά προτίμησιν προς ωρισμένα είδη, η «Στοά»
ανακαινίζει την ηθικήν φιλοσοφίαν και -γεγovός εκτάκτου σημασίας- αι επιστήμαι,
αι θετικαί και αι φιλολογικαί, καθώς και η τεχνική, εισέρχονται εις το
αποφασιστικόν στάδιον της διαμορφώσεώς των(17).
Μείζονας διαστάσεις λαμβάνει η Ελληνιστική παιδεία δια τον ιστορικόν, τον
θεώμενον τα πράγματα του πνεύματος όχι μόνον από της απόψεως του
δημιουργήματος, λογοτεχνικού, καλλιτεχνικού ή επιστημονικού, αλλά από της
υψηλοτέρας σκοπιάς των κοινωνικών φαινομένων, των συναντήσεων, των συγκρούσεων,
των συγχωνεύσεων και τον συγκρητισμόν των πολιτισμών, Μία μορφή της Ελληνικής
γλώσσης, η κοινή, γίνεται η μεγάλη διεθνής λεωφόρος της διακινήσεως των ιδεών,
αποκλειστικόν όργανον διεθνούς επικοινωνίας και υψηλής παιδεύσεως(18).
Παρόμοιος πνευματικός
οργασμός, παρομοία υπερεθνική ακτινοβολία συνοδεύουν την μακράν αγωνίαν και
πτώσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την ερρωμένην αντίστασιν κατά της
Λατινικής κατακτήσεως και την μερικήν αποκατάστασιν, ο Βυζαντινός Ελληνισμός
μοχθεί διά να επιτύχη την έν τω χώρω ενότητά του. Αλλ' από του τέλους του
δεκάτου τρίτου αιώνος, εξ αιτίας των εξωτερικών πιέσεων και των εσωτερικών
δυναστικών, πολιτικών κοινωνικών και θρησκευτικών διχασμών, εισέρχεται εις
μακράν περίοδον πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής παρακμής. Όμως οι δύο
τελευταίοι αιώνες της «θλιβεράς αγωνίας» παρουσιάζουν έκτακτον πνευματικήν και
καλλιτεχνικήν δραστηριότητα .
Η «Παλαιολόγειος Αναγέννησις»,
η οποία συντελείται εν τω μέσω των συμφορών, των συγκρούσεων και των ερειπίων,
καταπλήσσει τον νεώτερον ερευνητήν διά την πληρότητα, την ευρύτητα, την ρώμην
και την ανακαινιστικήν ροπήν. Η τέχνη είναι εκ των μάλλον χαρακτηριστικών της
χώρων. Η Κωνσταντινούπολις, η Θεσσαλονίκη, ο Μυστράς, η Θεσσαλία και η Ήπειρος,
η Θράκη, η βόρειος Μακεδονία, αι νήσοι, τα απώτερα Σλαβικά κέντρα περικλείουν
τα κάλλιστα των καταλοίπων της. Εις ολόκληρον την Ορθοδοξίαν και πέρα ταύτης
δημιουργείται τεραστία καλλιτεχνική κοινότης.
Εις διάφορα κέντρα του
πολιτικώς παρακμάζοντος Ελληνισμού, εις την ερημουμένην οσημέραι πρωτεύουσαν,
εις την δονουμένην εκ των κοινωνικών κινημάτων Θεσσαλονίκην, εις την Ήπειρον
και την Πελοπόννησον, εις την Τραπεζούντα παρατηρείται ωσαύτως ρωμαλέα
αναγέννησις της σκέψεως και της τέχνης του λόγου. Αξιολογωτάτη είναι η συμβολή
εις όλα τα είδη της Γραμματείας. Πρωτότυπος, ευκίνητος, απηλλαγμένη της αυλικής
πέδης, αναπτύσσεται η δημωδεστέρα λογοτεχνία. Τα αρχαία Γράμματα καλλιεργούνται
φιλολογικώς. Υπό τον μανδύαν των θρησκευτικών ερείδων και αιρέσεων καλύπτεται η
θεώρησις των μεγάλων προβλημάτων του πνεύματος. Η Φιλοσοφία ανοίγεται
ελευθεριώτερον προς τα ρεύματα ιδεών της δυτικής διανοήσεως συν τω χρόνω
αποδεσμεύεται της κηδεμονίας της Θεολογίας και σταθερώς παρασκευάζει ιδίας
μεθόδονς. Η χερσόνησος του Αίμου, η Ανατολική Ευρώπη, η Ιταλία δέχονται τας
καταβολάς της Ελληνικής επιδράσεως(19).
Το παράδοξον τούτο φαινόμενον
της πνευματικής ανθήσεως, βαινούσης παραλλήλως προς την στρατιωτικήν και
πολιτικήν κατάρρευσιν, υπήρξεν αναμφισβητήτως αποτέλεσμα στενοτέρας κοινωνίας
του Βυζαντινού κόσμου προς τας ζειδώρονς πηγάς του Ελληνισμού εις αυτήν ταύτην
την ιστορικήν του κοιτίδα. O αναγεννώμενος Ελληνικός πατριωτισμός, ο οποίος
γονιμοποιεί τας υστάτας δεκαετίας του βίου της Αυτοκρατορίας, ευρίσκει απήχησιν
εις ολόκληρον τον χριστιανικόν κόσμον. Όταν δε θα επιστή η στιγμή της υπερτάτης
συμφοράς, ολόκληρος στρατός πνευματικών ανδρών θα πορευθή την οδόν της
διασποράς διά να φέρη και να καλλιεργήση εις τας μεγάλας Ευρωπαικάς χώρας το
μήνυμα της Ελλάδος(20). Είναι πρόδηλον
ότι το Ελληνικόν Έθνος, εισερχόμενον εις την νέαν περίοδον του βίου του υπό την
ξενικήν κυριαρχίαν, ευρίσκεται εν πλήρει πνευματική ακμή και ότι πίπτον
δημιουργεί διά των υπερεθνικών του αξιών ένα νέον Ελληνισμόν (Hellenismus), υφ'
ήν έννοιαν εχρησιμοποίησε τον όρον τούτον ο Droysen(21).
Κεφάλαιο Γ'
ΚΑTA Το έτος 1976
συνεπληρώθησαν διακόσια έτη από της εκδόσεως του πρώτου τόμου της Historγ of
the Decline and Fal1 of the Roman Empire (1776-1788) του Βρεττανού ιστορικού
Εδουάρδου Γίββωνος (Gibbon), ενός των λαμπροτέρων μνημείων της Ευρωπαϊκής
Ιστοριογραφίας, κατά δε το 1977 θα συμπληρωθούν εκατόν έτη από της ενσωματώσεως
υπό τον τίτλον Historγ of Greece from its Conquest by the Romans to the Present
Time (Β. C. 146 A.D. 1864), εις τόμους επτά υπό H.F. Tozer, εν Λονδίνω, 1877,
των επί μέρους έργων, τα οποία ο επίσης Βρεττανός ιστορικός Γεώργιος Finlay
αφιέρωσεν εις την ιστορίαν της Ελλάδος από του 146 π.Χ. μέχρι του 1864. Το
αφορών εις την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν τμήμα (146 π.Χ. - 716 μ.Χ.) είχεν εκδοθή
αυτοτελώς τώ 1844. Τα συγγράμματα ταύτα είναι διαφόρου εμπνεύσεως και διαφόρων
προσανατολισμών όμως αμφότερα επηρέασαν τα μέγιστα την παγκόσμιον
Ιστοριογραφίαν.
Σήμερον δυνάμεθα να
επισκοπήσωμεν το διανυθέν διάστημα και να διαπιστώσωμεν τας τεραστίας
μεταβολάς, τας οποίας επέφερεν η ακολουθήσασα έρευνα όχι μόνον από της απόψεως
του εμπλουτισμού των πηγών, αλλά και από της σκοπιάς των γενικωτέρων αντιλήψεων
της συγχρόνου ιστορικής συνθέσεως περί του μεταγενεστέρου Ρωμαϊκού Κράτους,
περί του Βυζαντίου, της Τουρκοκρατίας και της Λατινοκρατίας και αυτής της
νεωτάτης Ιστορίας της Ελλάδος. Ειδικά έργα, εκδοθέντα ακριβώς επ' ευκαιρία της
διακοσιοστής επετείου της εκδόσεως της Ιστορίας του Γίββωνος, παρουσιάζουν
εναργέστατα τον απολογισμόν των δύο αιώνων(22)
.
Όσον αφορά ιδιαιτέρως εις την
νεωτέραν Ελληνικήν Ιστοριογραφίαν πρέπει ενταύθα να παρατηρηθή ότι αύτη επί
μακρόν ετήρησε στάσιν αρνητικήν έναντι της Ρωμαιοκρατίας και της Τουρκοκρατίας.
Συγγραφείς του πρώτου ημίσεος του παρελθόντος αιώνος εθεώρησαν την μάχην της
Χαιρωνείας ως το τέλος του αρχαίου κόσμου, την δε μετέπειτα ιστορίαν του
Ελληνισμού μέχρι του 1821 ως σκοτεινήν εποχήν καταπτώσεως, την οποίαν επεσκίαζε
«πέπλος μέλας δουλείας». Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Κωνσταντίνος
Παπαρρηγόπουλος ήνοιξαν διά των ρηξικελεύθων έργων των ευρείας οδούς προς
ριζικάς αναθεωρήσεις. Όμως ακόμη και σήμερον αι πεπαλαιωμέναι εκείναι
αντιλήψεις πλανώνται υπεράνω της ιστορικής επιστήμης, διαιωνίζουν εσφαλμένας
γνώμας και παντοιοτρόπως επηρεάζουν την ιστορικήν παίδευσιν των Ελλήνων(23).
Η Ρωμαιοκρατία και η
Τουρκοκρατία, εκτιμώμεναι και κρινόμεναι υπό το φως των σημερινών δεδομένων της
επιστήμης, αποδεικνύονται εποχαί μείζονες της Ελληνικής Ιστορίας. Τα διδάγματα,
τα οποία αντλούμεν από την σπουδήν των, είναι φωτεινά και αισιόδοξα. Άπαξ διά
παντός λέγομεν ότι δεν υποτιμώμεν τας συμφοράς, τους διωγμούς, την
ανυπολόγιστον φθοράν των ανθρώπων και των πραγμάτων, τους εξανδραποδισμούς, τας
πικρίας, τους χλευασμούς και τας ταπεινώσεις. Το μαρτυρολόγιον εις αμφοτέρας
τας περιόδους είναι μακρόν. Αλλ' αι μεγάλαι εποχαί δεν μετρούνται με το μέτρον
των θυσιών. Είναι μεγάλαι εποχαί εκείναι, αι οποίαι μετουσιώνουν τας θυσίας,
τας συμφοράς, τα ερείπια, τα δάκρυα εις κινούσας δυνάμεις, εις όργανα
αναγεννήσεως, εις εθνικάς και υπερεθνικάς αξίας, ένθα δεσπόζει η ηγεμονία του
πνεύματος.
Και επί Ρωμαιοκρατίας και επί
Τουρκοκρατίας ο Ελληνισμός, μολονότι είχεν απολέσει την πρωτογενή του εξουσίαν
και την ανεξαρτησίαν του, όχι μόνον διετήρησε την αυτοτέλειαν, την εθνικήν και
εν τινι μέτρω την διοικητικήν, αλλά και επέτυχεν ό,τι δεν είχε κατορθώσει υπό
ευμενεστέρας πολιτικάς συνθήκας: απήρτισε δηλονότι υπό την ξενικήν δουλείαν
ευρείαν εθνικήν και ηθικήν κοινότητα. Η κοινότης αύτη επραγματοποιήθη κατά μεν
τήν Ρωμαϊκήν περίοδον εντός της μικράς μονάδος της πόλεως, κατά δε την
Οθωμανικήν εντός του αναπεπταμένου δικτύου της εκκλησιαστικής οργανώσεως.
Η πόλις με ολόκληρον το
θρησκευτικόν, θεσμικόν και οικονομικόν, το παιδευτικόν και συναισθηματικόν της
υπόβαθρον άπέβη η κατ' έξοχήν κυψέλη της συντηρήσεως και της δραστηριότητος των
Ελλήνων επί Ρωμαιοκρατίας. Ο Αλέξανδρος και oι διάδοχοί του, oι βασιλείς των
Ελληνιστικών κρατών ανήγαγον εις περιωπήν την πολιτικήν της ιδρύσεως των
αστικών κέντρων. Όσον και αν περιωρίσθησαν αι πολιτικαί των λειτουργίαι, ιδίως
μετά τον Λαμιακόν πόλεμον (323/322) και ακολούθως επί Ρωμαίων, αι Ελληνικαί
πόλεις διετήρησαν μέχρι τέλους την εκπολιτιστικήν και αφομοιωτικήν των
ακτινοβολίαν και προς τους Ασιατικούς πληθυσμούς και προς αυτούς τους
κατακτητάς. Υπήρξεν ανυπολογίστου σημασίας διά την ιστορίαν της Ανθρωπότητος η
δημιουργία του καθαρώς Ελληνικής εμπνεύσεως θεσμόν της πόλεως και η αποδοχή του
υπό των Ρωμαίων, διότι, ως χαρακτηριστικώς έγραψεν ο Oswald Spengler, η
«παγκόσμιος ιστορία είναι η ιστορία των πόλεων»(24).
Όσον αφορά εις τους Ρωμαίους, ούτοι, αφού ευρέως επωφελήθησαν εκ του συστήματος
του άστεος διά την επέκτασιν και την διατήρησιν της κυριαρχίας των, υπετάχθησαν
εις τούτο. Το Ρωμαϊκόν Κράτος υπήρξε «συνοικισμός πόλεων (civitates - πόλεις),
αυτοδιοικουμένων κοινοτήτων»(25).
Πολύεδρος, πολυσχιδής,
επιθετική και κατακτητική υπήρξεν η δράσις και η ακτινοβολία του Ελληνισμού
κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής κατακτήσεως. Εάν ο Οράτιος δεν είχεν αποθάνει
κατά το έτος 8 π.Χ., εάν ήτο δυνατόν να έβλεπε την ανίδρυσιν της
Κωνσταντινουπόλεως, τω 324 μ.Χ., οι περίφημοι στίχοι του, προφητικοί τότε,
Graecia capta ferum victorem cepit et artes intuelit agresti Latio..., θα
εφαίνοντο εις αυτόν κατά πολύ κατώτεροι των πραγμάτων. Κατά τους τελευταίους
χρόνους το πρόβλημα των σχέσεων των δύο μεγάλων λαών της Αρχαιότητος, των
Ελλήνων και των Ρωμαίων, απετέλεσε το αντικείμενον καινοτόμων ερευνών. Εις των
διαπρεπεστάτων ρωμαϊστών, ο καθηγητής Α.Η.Μ. Jones, παρετήρησεν ότι «τό πλέον
εκπληκτικόν γνώρισμα της Ρωμαικής διακυβερνήσεως εν τη Ελληνική Ανατολή είναι
ότι, παρά την μακράν διάρκειάν της, έσχε τόσον μικράν επίδρασιν επί του
πολιτισμού της περιοχής». Και προσέθεσεν: «εν τη πραγματικότητι η επίδρασις
ησκήθη κατ' αντίθετον φοράν»(26).
Εις την ιστορικήν των τροχιάν
οι Έλληνες και oι Ρωμαίοι, παρά τας εκατέρωθεν αιτιάσεις(27), δεν ήσαν λαοί αντίπαλοι. Η μέθεξις εις την Ελληνικήν
παιδείαν είχε παρασκευάσει τους κατακτητάς διά την κοσμοϊστορικήν των στροφήν.
Έξω των ορίων του
Ελληνορρωμαϊκού χώρου, εις την Ασίαν, εις την Αφρικήν, εις την βορειοτέραν
Ευρώπην, κινείται εχθρικός ο κόσμος των Βαρβάρων, αλλαχού συντεταγμένος,
αλλαχού ασύντακτος, ελεύθερος ή δυσηνίως φέρων τους δεσμούς του κυριάρχου, το
δε γεγονός τούτο συνέβαλλεν έτι μάλλον εις την προσέγγισιν των δύο λαών. Ούτω
συν τω χρόνω, άνευ καθεστωτικής καθιερώσεως και ωμολογημένης αρχής, οιονεί
σιωπηρώς και λεληθότως οι Έλληνες παρεζεύχθησαν εις την οικουμενικήν μοναρχίαν
της Ρώμης. Εις το περίεργον τούτο condominium εκάτερος παρέσχε την συμβολήν του
και επετέλεσε τας κατακτήσεις του. Έλληνες συγγραφείς, ως ο Αίλιος Αριστείδης
του δευτέρου μ.Χ. αιώνος και ο Θεμίστιος του τετάρτου, καθώρισαν τους ρόλους
των δύο λαών. Εις τα όμματά των η δυαδική μοναρχία ενσαρκώνει την
οικουμενικότητα της Ρωμαϊκής εξουσίας και την οικουμενικότητα του Ελληνικού
λόγου και της Ελληνικής παιδείας(28).
Η ηγεμονική πορεία της Ελληνικής
γλώσσης υπό την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν συμβολίζει παραστατικώτατα τον μέγαν άθλον
του εξελληνισμού. Συνομολογούν οι Ρωμαίοι συγγραφείς. Ο Σουητώνιος (περί το
75-150 μ.Χ.) αποδίδει εις τον αυτοκράτορα Κλαύδιον (41-54) την φράσιν uterque
sermo noster, εννοούντα την Λατινικήν και την Ελληνικήν,συνήθης δε είναι παρά
Ρωμαίοις η χρήσις utraque lingua, utraque oratio κ.τ.τ., παρά τοις Έλλησι δε
αντιστοίχως η εκατέρα γλώττα, η ετέρα γλώττα. Μετά την κατάκτησιν των
ανατολικών επαρχιών η Ελληνική εισήχθη εις την διοίκησιν, ούτω δε η Ελλάς,
στερηθείσα των στενών πολιτικών της συνέδρων, απέκτησεν αναπεπταμένα γλωσσικά
σύνορα. Το Ρωμαϊκόν Κράτος υπήρξε δίγλωσσον(29).
Η Ρώμη ίδρυσε την παγκόσμιον
αυτοκρατορίαν της επί Ελληνικων θεμελίων. Το Ρωμαικόν Κράτος διεμορφώθη διά της
κατακτήσεως. Αντιθέτως προς παλαιοτέρας κατακτήσεις, ταύτης είχε προηγηθή η
ενότης του πολιτισμού. Διά τούτο και τα αποτελέσματά της υπήρξαν ισχυρά και
μόνιμα. Ως δε παρατηρεί ο Jacques Pirenne, εν κατακλείδι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
υπήρξε κράτος Ελληνιστικόν(30). Επομένως
«η ολοκληρωτική μελέτη του Ελληνιστικού πολιτισμού ή του Ελληνιστικού κόσμου θα
ώφειλε να περιλαμβάνη την σπουδήν του Ρωμαικού πολιτισμού, τουλάχιστον κατά
τους αυτοκρατορικούς χρόνους, όχι δε μόνον εις τας ανατολικάς επαρχίας της Αυτοκρατορίας.
Τούτο προφανώς δικαιώνει τους ιστορικούς εκείνους, οίτινες προεκτείνουν την
ανάλυσιν του Ελληνιστικού πολιτισμού μέχρι της χριστιανικής περιόδου»(31).Τολμηρότερος ο F.E. Peters, ωμίλησε
τελευταίως περί «Λατινικού Ελληνισμού». «Latin Hellenism» και «Ελληνικού
Ελληνισμού»: «Αμφότεροι οι κλάδοι, ο Λατινικός και ο Ελληνικός, προέκυψαν υπό
την πολιτικήν κυριαρχίαν της οικουμενικης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και οι
οφθαλμοί των Ευρωπαίων εικότως στρέφονται προς την πορείαν, κατά την οποίαν ο
Ελληνισμός σταδιακώς μετεμόρφωσε το Ρωμαϊκόν Κράτος και την Ρωμαϊκήν κοινωνίαν
και ενδεχομένως παρήγαγε τους πολιτισμούς της Ευρώπης και της Αμερικής»(32).
Η Ρωμαιοκρατία εν Ανατολή
ανήκει εις την σφαίραν της Ελληνικής Ιστορίας· είναι ιδικός της χώρος
αυθεντικός και αναπόσπαστος. Μεγάλη εποχή γενέσεων συνεχίζει αδιαταράκτως την
παγκόσμιον αποστολήν των Αλεξανδρινών και των Ελληνιστικών χρόνων, συγχέεται
μετ' αυτής και παρασκευάζει τας νέας τύχας της Ανθρωπότητος. Εις τους κόλπους
της εκυοφορήθη το Ελληνικόν Βυζάντιον. Διά τον συγκρητισμόν της παιδείας της
επετεύχθη η προσέγγισις του Ελληνισμού μετά του Χριστιανισμού.
Ελέχθη ανωτέρω(33) ότι λόγοι θρησκευτικοί και πολιτικοί,
λόγοι αναφερόμενοι εις θεμελιώδεις διαφοράς των πνευματικών ιδιοσυστασιών δεν
επέτρεψαν την ανάπτυξιν ευρείας επικοινωνίας μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών κατά
την περίοδον της Τουρκοκρατίας. Πάντως, αναγνωρίζων διά λόγους απορρέοντας εκ
του ιδίου αυτού Δικαίου, αλλά και διά γενικωτέρας πολιτικάς σκοπιμότητας, την
θρησκευτικήν αυτοτέλειαν των υποδούλων, ο κατακτητής παρέσχεν εις τους Έλληνας
πατριάρχας θρησκευτικήν εξουσίαν επί πάντας τους ορθοδόξους πληθυσμούς της
Αυτοκρατορίας. Συν τω χρόνω αύτη μετεβλήθη εις πραγματικόν mandat θρησκευτικής,
νομικής και διοικητικής αποκεντρώσεως. Tο κεφαλαιώδες τούτο γεγονός
εδημιούργησε τας προϋποθέσεις ιδίου θρησκευτικού, οικονομικού, κοινωνικού και
πνευματικού βίου(34). Ο Οθωμανός
κατακτητής, ως και ο Ρωμαίος κυβερνήτης ή αυτοκράτωρ παλαιότερον, είχεν
επίγνωσιν της υπεροχής των κατακτωμένων, πολλαχώς δε υπέστη την γοητείαν και
την επίδρασιν του κρατικού, του πολιτιστικού και πνευματικού των συστήματος.
Από του δεκάτου εβδόμου κυρίως αιώνος θα διαμορφωθούν εν τω πλαισίω του
πολιτισμου και διοικητικού συστήματος του κυριάρχου oι θεσμοί των Ελλήνων
μεγάλων δραγουμάνων, τών δραγουμάνων του Στόλου και των ηγεμόνων της Βλαχίας
και της Μολδαβίας, οι οποίοι κατά τινα τρόπον καθιέρωσαν την Ελληνικήν
παρουσίαν εις την κρατικήν μηχανήν της Αυτοκρατορίας. Το μέγα τούτο κεφάλαιον
της Ελληνικής Ιστορίας, το αφορών δηλαδή εις τας επιδράσεις τας ασκηθείσας υπό
των Ελλήνων επί του καθόλου βίον του κατακτητού, δεν έχει γραφή(35).
Αλλ' η παρουσία εις το
κρατικόν και κοινωνικόν σύστημα του Οθωμανικού Κράτους αντιπροσωπεύει μίαν
μόνην πλευράν, ίσως την ολιγώτερον σημαντικήν, της υπερεθνικής ακτινοβολίας του
Ελληνισμού. Ευρύτατα αύτη εξεπέμφθη προς τους ομοδούλους χριστιανικούς λαούς
της χερσονήσου του Αίμου, προς τους ομοδόξους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης,
προς τας χριστιανικάς μειονότητας της Eγγύς Ανατολής, τέλος, προς αυτήν την
Δυτικήν Ευρώπην. Αυτή η Εκκλησία υπήρξεν ο φορεύς του οικουμενικού πνεύματος
του Μεταβυζαντινού και Νεωτέρου Ελληνισμού. Aι Ελληνικαί Εκκλησίαι, τα
πατριαρχεία της Κωνσταντινουπόλεως, της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας και των
Ιεροσολύμων, η υπό Ελληνικήν επίδρασιν Εκκλησία της Ρωσίας, το από του έτους
1589 πατριαρχείον της Μόσχας, δημιουργούν την υποδομήν μιας ισχυρώς Ελληνικής,
Ελληνιστικής θα ελέγομεν, εμπνευσεως ενότητος πολιτισμού εις μίαν ευρείαν
απολιτικήν κοινωνίαν.
Από των πρώτων αιώνων της
κατακτήσεως η Βυζαντινή Τέχνη με τας Βυζαντινάς προεκτάσεις της ειναι η κατ'
εξοχήν εικονική έκφρασις της τεραστίας ταύτης κοινότητος πολιτισμού, γλώσσα
σιωπηλή, κανών πίστεως και δόγματος, αλλά και σύμβολον καταφάσεως και
αντιστάσεως. Η ετέρα γλώσσα, η Ελληνική λαλουμένη και γραφομένη γλώσσα,
υπερβαίνει τους κυρίως Ελληνικούς χώρους και γίνεται όργανον ευρείας
επικοινωνίας. Μετά τον Ανθρωπισμόν της Αναγεννήσεως, ο οποίος, ακμάζων εις το
παρακμάζον Βυζάντιον, μετεφυτεύθη και εκαλλιεργήθη εις την Δυτικήν Ευρώπην,
ηκολούθησαν πνευματικά κινήματα ευρέος φάσματος: ο «θρησκευτικός Ανθρωπισμός»
του δεκάτου εβδόμου και των αρχών του δεκάτου ογδόου αίώνος, ο Διαφωτισμός του
δευτέρου ημίσεος του δεκάτου ογδόου και των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνος,
τον οποιον εκυοφόρησεν εις τους κόλπους του ο Ελληνισμός των αστικών κέντρων
και ο υπερόριος Ελληνισμός εν τη επικοινωνία του μετά της Γραμματείας της
Αρχαιότητος και μετά των νέων Ευρωπαικών ιδεολογικών ρευμάτων(36).
Όσον αφορά ίδιαιτέρως εις τας
υπερεθνικάς αξίας, τας οποίας εδημιούργησεν ο Ελληνισμός υπό την ξενικήν
κυριαρχίαν, δεν είναι ανάγκη να γίνη ενταύθα μακρότερος λόγος. Εις τινα των
επομένων δοκιμίων εκτίθενται γενικαί τινές πληροφορίαι και απόψεις. Ενταύθα
αρκεί να λεχθή, τούτο, ότι κατά τους μεγάλους τουτους χρόνους η Ανατολική
Ευρώπη εμφανίζει φαινόμενον ανάλογον εκείνου, το οποίον παρετηρήθη εν Ανατολή
εις τον πνενματικόν βίον των Ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων. Ως και
παλαιότερον, ούτω και τώρα είχεν επιτευχθή η οικουμενικότης της Ελληνικής
παιδείας και ο συγκρητισμός των ροπών του χώρου της καθ' ημάς Ανατολής υπό την
ηγεσίαν της Ελληνικής διανοήσεως. Ό,τι ο Ρήγας ετόλμα να προτείνη εις το πεδίον
μιάς πολιτικής και κοινωνικής ενότητος, είχεν εν τη πράξει συντελεσθή εις το
πεδίον του πνεύματος.
Δεν είναι ματαία η εκ παραλλήλου
αύτη ζήτησις περί τας δύο άνευ πρωτογενούς εξουσίας μακράς περιόδους της
Ελληνικής Ιστορίας, περί την Ρωμαιοκρατίαν και την Τουρκοκρατίαν. Απέχουσαι
χρονικώς η μία από την άλλην, παρουσιάζουν πολλά κοινά γνωρίσματα καί ταύτα δεν
είναι συμπτωματικά. Αμφότεραι αι εποχαί δεν είναι, ως παλαιότερον επιστεύετο
και ίσως σήμερον πιστεύεται ακόμη, περίοδοι ερημώσεως και καταπτώσεως, μελανοί
και σκιεροί χώροι εις μίαν λαμπράν εικόνα, αλλά τουναντίον μεγάλαι και
δημιουργικαί, μεγάλαι εν τη δυστυχία των, μεγάλαι και διά τους Έλληνας και διά
τους λαούς της χερσονήσου του Αίμου και της Εγγύς Ανατολής. Ομόφωνος είναι
σήμερον η γνώμη της ιστορικής επιστήμης δι' αμφοτέρας, ιδίως διά την
Ρωμαιοκρατίαν, ως διά τινων αποσπασμάτων εδείχθη ανωτέρω. Ως τοιαύται, και η
Ρωμαιοκρατία και η Τουρκοκρατία πρέπει να τύχουν παρ' ημίν ιδιαιτέρας μερίμνης,
όχι μόνον ως χώροι επιστημονικής ερεύνης, αλλά και ως καίρια θέματα της
ιστορικής και εθνικής παιδεύσεως των Ελλήνων.
Εις το βιβλίον του L' âme des
peuples (Παρίσιοι, 1950, σελ. 5) ο Γάλλος ακαδημαϊκός André Siegfried έγραφεν
ότι «υπάρχει εις την ψυχολογίαν των λαών εν υπόβαθρον μονιμότητος, το οποίον
ανευρίσκεται πάντοτε». Η φράσις αύτη επανέρχεται εις τον νουν του ερευνητού,
όταν αναπολή τας δύο ταύτας παραλλήλους περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας.
Απομακρυνόμεθα σήμερον από την Εγελιανήν αντίληψιν περί του ενυπάρχοντος εις
τους λαούς πνεύματος, διά του οποίου αποκαλύπτεται το πνεύμα του κόσμου·
αναγνωρίζομεν πάντως την ενιαίαν πνευματικήν υφήν της εθνικής αυτοσυνειδησίας
των Ελλήνων. Υπάρχει εις την ψυχολογίαν των το υπόβαθρον εκείνο της
μονιμότητος, το οποίον ανευρίσκεται πάντοτε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Εις την Ρωμαιοκρατίαν και την
Τουρκοκρατίαν αφιερώθησαν τελευταίως oι τόμοι Θ', Ι' και ΙΑ' της Ιστορίας του
Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Aθηvώv), Αθήναι, 1974-1976.
2. André Aymard, Rome et son Empire,
Histoire Générale des Civilisations, τόμ. Β', Παρίσιοι, 1954. André Piganiol,
La conquête romaine, cinquiéme édition entièrement refondue, Παρίσιοι, 1967.
3. Ernst Werner, Die Geburt einer Grossmacht
- Die Osmanen (1300-1481). Ein Beitrag zur Genesis des türkischen Feudalismus,
Forschungen zur mittelalterlichen Geschichte, Βερολίνον, l966. Halil Inalcik,
The Ottoman Empire. The Classical Age 1300-1600, Λονδίνον, 1973.
4. J. Gilissen, La notion d' Empire dans l'
Histoire Universelle: Les grands empires, Recueils de lα Société Jean Bodin:
pour l'Histoire comparαtive des Institutions, τόμ. 31, Βρυξέλλαι, 1973, σελ.
793. Εις τον ογκώδη τούτον τόμον περιλαμβάνονται αι εργασίαι αι ανακοινωθείσαι
εις την σύνοδον της Sοciété Jean Bodin εν Rennes από 11 μέχρι 15 Οκτωβρίου
1966. Δια τα απασχολούντα ημάς ενταύθα θέματα ιδιαιτέραν σημασίαν έχουν αι
συμβολαί περί του κράτους του Αλεξάνδρου (υπό της Claire Ρréaux), περί της
Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (υπό του Roger Rémondon), περί της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας (υπό της Ελένης Ahrweiler), περί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
(υπό του T.Gökbilgin).
5. Πάντοτε χρήσιμον το κλασσικόν βιβλίον του
Franz Cumont, Les religions orientales dans le Paganisme romain, τετάρτη έκδοσις,
Παρίσιοι, 1929.
6. Μιλτ.Β.Χατζοπούλου, Ο Ελληνισμός της
Σικελίας κατά την Ρωμαιοκρατίαν (περίοδος 264-44 π.Χ) Αθήναι, 1976.
7. Henri-Ιrénée Marrou, Histoire de
l'Éducation dans l' Antiquité, τετάρτη έκδοσις, Παρίσιοι, 1958, σελ. 329 κ.ε.
André Aymard, ενθ'ανωτ., σελ. 175 κ.ε. Κ.Ν. Ηλιοπούλου, Η πολιτική της Ρώμης
εις τους Λατίνονς συγγραφείς και η εθνική συνείδησις αυτών, Αθήναι, 1974. Του
αυτού, Φιλελληνικά και ανθελληνικά ρεύματα εν τη αρχαία Ρώμη και Ρωμαϊκός
Ανθρωπισμός, Αθήναι, 1975.
8. Henri-Ιrénée Marrou, ένθ' ανωτ., σελ. 329
κ.ε.
9. Σπυρ. Λάμπρου, Η Ελληνική ως επίσημος
γλώσσα των Σουλτάνων, Νέος Ελληνομνήμων, τομ. 5 (1908), σελ. 40-78. Του αυτού,
Ελληνικά δημόσια γράμματα του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β' , αυτόθι, σελ. 155-189. Fr.
Babinger-Fr. Dölger, Mehmed ΙΙ. frühester Staatsvertrag (1446), εν Fr.Dölger,
Byzantinische Diplomatik, Ettal, 1956, σελ. 262-291. Α. Bombaci, Due clausole
del trattato in greco fra Mahometto ΙΙ e Venezia, del 1446, Byzantinische
Zeitschrift, τόμ. 43 (1950), σελ. 267-271. Του αυτού, Nuovi firmani grecie di
Mahometto ΙΙ, αυτόθι, τόμ. 47 (1954), σελ. 298-319. Ηélène Ahrweiler, Une
lettre en grecie du sultan Bayezid ΙΙ (1481-1512), Turcica. Revue d'Études
Turques, τόμ. Ι (1969), σελ. 150-160. Elisabet Α. Zachariadou, Εarly Ottoman
documents of the Prodromos Monastery (Serres), Südost - Forschungen, τόμ. 28 (
1969), σελ. 1-12. Πρβλ. κατωτέρω, σελ. 91, σημ. 4.
10. Γ.Γεωργιάδου
Αρνάκη, Oι πρώτοι Οθωμανοί. Συμβολή εις το πρόβλημα της πτώσεως του Ελληνισμού
της Μικράς Ασίας (1282-1337), Αθήναι, 1947, σελ.70 κ.ε. Speros Vryonis, The
Byzantine Legacy and Ottoman Forms, Dumbarton Oaks Papers, τόμ. 23/24 (1969/1970),
σελ. 251-308. Του αυτού, The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and
the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Century,
Berkeley-Los Angeles, 1971.
11. Πρβλ. Δ.Α. Ζακυθηνού, Είσαγωγή εις την
Ιστορίαν του Πολιτισμού, Αθήναι, 1955, σελ. 54 κ.ε.
12. Αυτόθι, σελ. 38 κ.ε.
13. André Aymard, L' Orient et lα Grèce
antique, Histoire Générale des Civilisations, τόμ. Α', Παρίσιοι, 1953, σελ. 387
κ.ε. Όντως πρωτοποριακά είναι όσα, ήδη τω 1852, έγραφεν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος
περί της αποστολής του Αλεξάνδρου ως προς τον Ελληνισμόν και περί «συμπλάσεως
Ελλάδος και Ανατολής»: Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, Κέρκυρα, 1852, σελ. 37 κ.ε.
14. Ε.Will - Cl. Mossé - Ρ. Goukowsky, Le
monde grec et l'Orient, τόμ. Β': Le IVe siècle et l' époque hellénistique,
Peuples et Civilisations, Παρίσιοι, 1975, σελ. 337 κ.ε.
15. Αυτόθι, σελ. 567.
16. André Aymard, L'Orient et la Grèce
antique, ένθ' ανωτ., σελ.499.
17. Αυτόθι, σελ. 470 κ.ε., 499 κ.ε. E.Will,
ενθ΄ανωτ., σελ.567 κ.ε., 583 κ.ε., 608 κ.ε. (μετα βιβλιογραφίας).
18. Πάντοτε θεμελιώδες το έργον του Antoine
Meillet, Aper çu d'une histoire de la langue grecque, εβδόμη έκδοσις. Παρίσιοι,
1965. J.O.Hoffmann - A. Debrunner - A. Scherer, Geschichte der griechischen
Sprache, τεύχη δύο, Βερολίνον, 1969. J. Humbert, Histoire de la langue grecque,
Παρίσιοι, 1972.
19. Art e' Société à Byzance sous les
Paléologues. Actes du coloque organisé par l' Association internationale des
études byzantines à Venise en Septembre 1968, Bibliothèque de l' Institut
Hellénique d' études byzantines et post-byzantines de Venise, Ν. 4, Βενετία,
1971. Steven Runciman, The Last Byzantine Renaissance, Cambridge, 1970..
20. Δ. Α.Ζακυθηνού, Βυζάντιον.Κράτος και
Κοινωνία. Ιστορική επισκόπησις, Αθήναι, 1951, σελ.143 κ.ε.
21. Δ.Α.
Ζακυθηνού, États - Sociétés - Cultures. Εn guise d'introduction, Αrι et Société
à Byzance sous les Ραléοlogues, ένθ' ανωτ., σελ. 12 = Byzance: État - Sοciété -
Économie, Variorum Reprints, Λονδίνον, 1973, ΧΙΙ, σελ. 12.
22. Lynn White, Jr., (έκδ.), The
Transformation of the Roman World: Gibbon's Problem after two Centuries,
Medieval and Renaissance Studies, Contributions: ΙΙΙ, Berkeleγ and Los Angeles,
1966. Karl Christ, Von Gibbon zu Rostovtzeff. Leben und Werk fuhrender
Althistoriker der Neuzeit, Darmstadt, 1972. Michel Baridon, Edward Gibbon et le
mythe de Rome. Histoire et idéologie αu Siècle des Lumières, Παρίσιοι, 1977.
23. Δ.Α. Ζακυθηνού, Μεταβυζαντινιj και
Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 49 (1974),
σελ. 97*-103*. Του αυτού, Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Ο θεωρητικός της Ιστοριονομίας. Ο
ιστορικός του Βυζαντινού Ελληνισμού, αυτόθι, σελ. 303* - 328*. Αμφότερα τα
δοκίμια περιλαμβάνονται εις τον παρόντα τόμον κατωτέρω.
24. Oswald Spengler, Le déclin de Ι'
Occident. Esquisse d' une morphologie de l' Histoire Universelle, traduit de l'
allemand par Μ. Tazerout, τόμ. Β', Παρίσιοι, 1948, σελ. 89.
25. Α.Η.Μ. Jones, The Later Roman Empire
284-602. Α Social, Economic αιιd Administrative Survey, τόμ. Β', Οξφόρδη, 1964,
σελ. 712.
26. Α.Η.Μ. Jones, The Greeks under the Roman
Empire, Dumbarton Oaks Papers, 17 (1963), σελ. 1-19.
27. Ν.Κ. Πετροχείλου, Roman Attitudes of the
Greeks, Βιβλιοθήκη Σοφίας Ν. Σαριπόλου, Αθήναι, 1974.
28. Gilbert Dagron, L' Empire romain d'
Orient au IVe siècle et les traditions, politiques de l' Hellénisme. Le
témoignage de Thémistios, εν Τrαναux et Mémoires, Centre de Recherche
d'Histoire et de Civilisation Byzantines, τόμ. 3 (Παρίσιοι, 1968), σελ. 1-203.
Του αυτού, Αux origines de la Civilisation Byzantine: Langue de culture et
langue d' État, εν Revue Historique, τόμ. 241 (Ιανουάριος - Μάρτιος 1969), σελ.
23-56. Πρβλ. Δ.Α. Ζακυθηνού, Η Tabula Imperii Romani καί η έρευνα της Ιστορίας
του Ελληνισμού υπό την Ρωμαϊκήν κυριαρχίαν, Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ.
47 (1972), σελ. 316* κ.ε.
29. L. Lafoscade, Influence du Latin sur le
grec, εν Jean Psichari, Études de Philologie néο-grecque, Bibliothèque de
l'École des Hautes Études. Sciences Philologiques et Historiques, τεύχος 92,
Παρίσιοι, 1892, σελ. 117 κ.ε. Πρβλ. Henri - Ιrénée Marrou, Histoire de l
Éducation dαns l' Antiquité, έκδοσις τετάρτη, Παρίσιοι, 1958, σελ. 345 κ.ε. 542
κ.ε. Α.Η.Μ. Jones, The Later Rοmαn Empire 284-602, ενθ' ανωτ., τόμ. Β' , σελ.
986 κ.ε. τόμ. Γ', σελ. 330 κ.ε.
30. Jacques Pirenne, Les Empires du Proche -
Orient et de la Méditerranée. Rapport de synthèse (Antiquité): Les graιιds
Empires, ενθ' ανωτ., σελ. 18.
31. Ε.Will, ενθ' ανωτ., σελ. 343.
32. F.E. Peters, The Harvest of Hellenism. Α
Historγ of the Near East from Alexander the Great to the Triumph of
Christianiιγ, Λονδίνον, 1972, σελ. 22.
33. Βλ. ανωτέρω, σελ. 7.
34. Δ.Α. Ζακυθηνού, The Making of Modern
Greece. From Byzantium to lndependence, Β. Blackwell, Οξφόρδη, 1976.
35. Πρβλ. τας ανωτέρω, σελ. 8, σημ.1,
παρατιθεμένας εργασίας.
36. Δ.Α.
Ζακυθηνού The Making of Modern Greece, ένθ' ανωτ., σελ. 140 κ.ε.
Ετικέτες
Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ,
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ,
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ,
ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ
Related Posts: Η ΓΛΩΣΣΑ ΩΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ,
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ,
ΡΩΜΑΙΟΚΡΑΤΙΑ,
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ,
ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου