Είναι ενδιαφέρον το ότι, μετά την άνοδο της παγκοσμιοποίησης, που επιδιώκει να αφαιρέσει από τα έθνη κάθε ισχύ, εμφανίζονται οι θεωρίες που προσπαθούν να τα απαξιώσουν, να τα σχετικοποιήσουν και να τα ερμηνεύσουν ως νεώτερες τεχνικές κατασκευές, οι οποίες έπαιξαν κάποιο ρόλο μεν στο παρελθόν, κυρίως κατά την άνοδο των αστικών τάξεων, αλλά τώρα πρόκειται να διαλυθούν. Ειδικότερα το ελληνικό έθνος, αποδίδεται στην πλούσια φαντασία στοχαστών όπως ο Κοραής, ο Παπαρρηγόπουλος και ο Ζαμπέλιος. Βεβαίως εδώ δεν σκοπεύουμε να ασχοληθούμε με μια μια τέτοια επιχειρηματολογία, που κατάφωρα περιφρονεί ιστορικά γεγονότα και εξυπηρετεί τρέχοντες πολιτικούς στόχους, αλλά να παρουσιάσουμε την άποψη του Κ. Δημαρά. Στο κλασικό του δοκίμιο για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, τονίζει ότι ο ελληνισμός συναντά το ρεύμα του διαφωτισμού απαράσκευος, αφού δεν έχει περάσει από την Αναγέννηση, ενώ «συνάμα βρίσκεται υπό δουλεία σε Ασιάτη κυρίαρχο». Όμως η πολιτιστική συνέχεια του ελληνισμού, παρά τις δυσκολίες, είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός: «Ο μεταγενέστερος ελληνισμός δεν απέβαλε ποτέ την συνείδηση των δεσμών του με τον αρχαίο. Βεβαίως, στην συνείδηση αυτήν επενεργούν, μειώνοντας την σημασία της, και ανασταλτικές δυνάμεις και συντελεστές φθοράς. Κύρια ανασταλτική δύναμη πρέπει να θεωρηθεί η διάδοση και η επικράτηση της χριστιανικής διδασκαλίας: ακόμη και το ίδιο όνομα “Έλλην” γίνεται επί αιώνες συνώνυμο του ειδωλολάτρη∙ και μολονότι αισθητό μέρος της ελληνικής κληρονομιάς αφομοιώθηκε από τον χριστιανισμό, όμως, στο σύνολό του, ο όρος “ελληνικός” βαρύνεται από υποψίες, και ο μεταγενέστερος ελληνισμός κυμαίνεται ανάμεσα στις αναμνήσεις του αρχαίου κόσμου και στην δυσπιστία του προς αυτόν.
Μόλις λίγο πριν από την πτώση της χριστιανικής αυτοκρατορίας, ο τελευταίος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, έχει το θάρρος να ονομάσει την Βασιλεύουσα «ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων», δίνοντας στον εθνικό όρο νόημα παραπλήσιο προς ό,τι θα έδινε σε ανάλογη ώρα σήμερα Έλληνας ρήτορας.» Αναφερόμενος, ειδικότερα, στα γεγονότα και στις γραπτές μαρτυρίες, επισημαίνει: «Πάντως, και της λαϊκής παράδοσης και της καλλιεργημένης παιδείας τα μνημεία όσα διασώθηκαν είναι αρκετά για να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την διπλή αυτήν αλήθεια: ο μεταγενέστερος ελληνισμός δεν απέβαλε την συνείδηση των δεσμών του με τους αρχαίους, η οποία εκδηλώνεται, στον μεν λαό με μύθους, στους δε λογίους με κατηγορηματικές βεβαιώσεις». Ο Δημαράς αναφέρεται αφενός τα δεκάδες λαϊκά φυλλάδια που κατά χιλιάδες κυκλοφόρησαν κατά την τουρκοκρατία και αφετέρου στις ομολογίες ξεχωριστών Ελλήνων, όπως του Θωμά, αρχηγού Ελλήνων μισθοφόρων στη Δύση, «ο οποίος, για να αυξήσει την πολεμικότητα των στρατιωτών του θυμίζει: “Ελλήνων γαρ εσμέν παίδες…”. Την ίδια εποχή ο Αντώνιος Έπαρχος κλαίει “την της Ελλάδος καταστροφήν”».
Ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης επίσης «έχει συλλάβει σε μια ενότητα τον αρχαίο και χριστιανικό κόσμο». Επίσης στο δοκίμιο που αναφέρεται στις ελληνικές επιρροές του Χέρντερ τονίζει: «Μια συνοχή παιδείας διά μέσου των ελληνικών αιώνων, είταν κάτι που δεν είχε ως τότε αμφισβητηθεί από τους ξένους, όσοι πλησίαζαν στον μεταγενέστερο ελληνισμό». Σε διαφωτιστές όπως ο Δ. Καταρτζής, διακρίνεται η πεποίθηση για τη «διαχρονική ενότητα του έθνους» και ο «σεβασμός για την βυζαντινή κληρονομιά». Αλλά και στη μελέτη του για τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, που εκφωνήθηκε κατ’ αρχήν στην Πάντειο και στη συνέχεια περιλήφθηκε στο έργο του Νεοελληνικός Διαφωτισμός, προδρομική της μεταγενέστερης ογκώδους σχετικής μονογραφίας του, χαρακτηριστική είναι η θετική αποτίμησή του, που ολοκληρώνεται στο συμπέρασμα ότι όπως «οι θεωρίες του παλαιού Διαφωτισμού, από δρόμο τον οποίο δεν θα εξετάσουμε σήμερα, έρχονται και σμίγουν με τα διδάγματα του εθνικού ιστοριογράφου, παρόμοια και αυτή η νέα προσπάθεια, της γενεάς του ’80, συμβιβάζει σε μια ενότητα θεωρητική, αλλά δυνατή και αποτελεσματική, το πνεύμα κάποιου Διαφωτισμού και την επιβολή του Βυζαντίου». Στη συνέντευξη στον Ν. Αλιβιζάτο και στον Σ. Πεσματζόγλου, που δημοσιεύθηκε αρχικά στο περιοδικό Σύγχρονα Θέματα τον Δεκέμβριο του 1988, ο Κ. Δημαράς επανέρχεται με συνέπεια στις ίδιες απόψεις. Σε ερώτηση που του τέθηκε κατά πόσον «μπορεί να υπάρξει μια ελληνική χαρακτηρολογική ταυτότητα» , η απάντηση του είναι θετική λέγοντας: «Ναι. Νομίζω ότι υπάρχει και ότι ακόμη δεν έχουμε φθάσει να μπορούμε να τις συλλάβουμε αυτές τις ταυτότητες, γιατί επενέργησε επάνω στις σχετικές κρίσεις, ειδικά, πάρα πολύ η ιδεολογία, η πολιτική ας πούμε, ο ιδανισμός και η ιδεολογία».
Μεγαλύτερη σημασία όμως έχει η θετική αποτίμηση, που ξετυλίγει, του Βυζαντίου: «Το Βυζάντιο επιτρέπει και μια ομαλή μετάβαση από την μια περίοδο στην άλλη, δίνει την εν χρόνω ενότητα του ελληνισμού. Όλα αυτά τα φέρνει η ανέλευση του Βυζαντίου, η οποία είναι πολύ κατάλληλη για να εκφράσει πολύτροπα την ενότητα του ελληνισμού.» Βεβαίως, περισσότερο λεπτομερής για την ελληνική διάσταση του Βυζαντίου θα σταθεί ο Ν. Σβορώνος. Συνοψίζοντας, ό,τι τεκμηριωμένα έχει δείξει στο έργο του, θα πει επιγραμματικά: «Δεν κάνω ζωολογία, κάνω ιστορία. Δεν ξέρω τι είναι ανθρωπολογικά η ελληνική φυλή ή ο ελληνικός λαός ή το ελληνικό έθνος, είναι ανακατεμένα, όπως συμβαίνει με όλους τους ιστορικούς λαούς του κόσμου. Για το ότι υπάρχει, όμως, από παλιά, πολύ παλιά, ένας ελληνικός λαός που έχει συνείδηση της ενότητάς του και της διαφοράς από τους άλλους λαούς, και έχει συνείδηση της ιδιαιτερότητάς του και της πολιτισμικής του συνέχειας, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου