Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015
Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Μυστήριο πρωτοφανές
Ἡ Γέννηση τοῦ
Χριστοῦ, Μυστήριο πρωτοφανές
Φώτης
Κόντογλου
''Μυστήριον ξένον'', λέγει ὁ
Ὑμνωδός, τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ γεννηθῆ σὰν ἄνθρωπος, ὄχι κανένας
προφήτης, ὄχι κανένας ἄγγελος,
ἄλλα ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Ὁ ἄνθρωπος, θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει σὲ μία τέτοια
πίστη; Οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ ἄλλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι ἤτανε
δυνατὸ νὰ παραδεχθοῦν ἕνα τέτοιο
πράγμα; Ἀπὸ
τὴν κρισάρα τῆς
λογικῆς τους δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἡ παραμικρὴ ψευτιά, ὄχι ἕνα τέτοιο
τερατολόγημα! Ὁ Πυθαγόρας, ὁ Ἐμπεδοκλῆς κι ἄλλοι
τέτοιοι θαυματουργοί, ποὺ ἤτανε καὶ σπουδαῖοι φιλόσοφοι, δὲ
μπορέσανε νὰ τοὺς
κάνουνε νὰ πιστέψουνε κάποια πράγματα πολὺ πιστευτά, καὶ
θὰ πιστεύανε ἕνα
τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ αὐτὸ ὁ Χριστὸς γεννήθηκε
ἀνάμεσα σὲ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, ἀνάμεσα σὲ ἀπονήρευτους
τσοπάνηδες, μέσα σέ μία σπηλιά, μέσα στὸ
παχνί, ποὺ τρώγανε τὰ
βόδια.
Κανένας δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ
ἐξουσιάζανε οἱ
Ῥωμαῖοι. Γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς
θὰ κατέβαινε ἥσυχα
στὸν κόσμο, ὅπως
κατεβαίνει ἡ δροσιὰ
ἀπάνω στὸ μπουμπούκι
τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ πτωχά, ἐκεῖνο πού γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία σπηλιά; Καὶ
κείνη ξένη, γιατὶ τὴν
εἴχανε οἱ
τσομπαναρέοι νὰ σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
Τὸ «ὑπερεξαίσιον
καὶ φρικτὸν μυστήριο»
τῆς Γεννήσεως τοῦ
Χριστοῦ ἔγινε
τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη
ταραχὴ καὶ αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ
στὸν Βροῦτο καὶ τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε
γεννήθηκε κι ὁ ἕνας
καὶ μοναχὸς πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ
Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ
στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ
ποὺ τὸ ψέλνουνε
κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν Χριστουγέννων: «Αὐγούστου
μοναρχήσαντος ἐπὶ
τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν
ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ
τῆς ἁγνῆς, ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων
κατήργηται. Ὑπὸ
μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ
πόλεις γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ
ἔθνη ἐπίστευσαν…».
Τὴ Γέννηση τοῦ
Χριστοῦ τὴν
προφητέψανε οἱ Προφῆτες.
Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν προφήτεψε ὁ
πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ
μέρα ποὺ εὐλόγησε
τοὺς δώδεκα υἱούς του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε βασιλιᾶς
ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένο νὰ
βασιλεύει ἀπάν᾿
ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν
περιμένουμε ὅλα τὰ
ἔθνη».
Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ
Ἰουδαῖοι, τὸ γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ
κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές
τους. Ἀλλὰ
τότε γιὰ πρώτη φορὰ
ἔγινε ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία.
Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός.
Καὶ οἱ
ἄλλοι προφῆτες
προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ
Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ Γέννηση τοῦ
Χριστοῦ τὴ
λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ
Ἀγγέλοις ἄγνωστον
μυστήριον», κατὰ τὰ
λόγια τοῦ Παύλου, ποὺ γράφει: «Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι
τὸν ἀνεξιχνίαστον
πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ φωτίσαι
πάντας τίς ἡ οἰκονομία
τοῦ μυστηρίου τοῦ
ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα
κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις
διὰ τῆς ἐκκλησίας ἡ
πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει, πὼς
αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν
τὸ γνωρίζανε καθαρὰ
καὶ μὲ σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος
Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ
στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας
ὁ θεόγλωσσος Παῦλος,
λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον
ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς
ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι τὶς
ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου
τούτου ἐν τοῖς
ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ Χριστὸς ἐν ἡμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης».
Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ μυστήριο στοὺς
ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε,
καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ διδάσκανε στὰ
ἔθνη, στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ
προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς
πέτρες καὶ ζῶα
καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.
Ἑξακόσια χρόνια πρὸ
Χριστοῦ, ὁ
βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ ὄνειρό του, πὼς
βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα,
καμωμένο ἀπὸ
χρυσάφι, ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα
ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ᾽κανε σκόνη.
Καὶ σηκώθηκε ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ
σκόνη, καὶ δὲν
ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ
βράχος ὅμως ποὺ
τσάκισε τὸ ἄγαλμα
ἔγινε ἕνα μεγάλο
βουνό, καὶ σκέπασε ὅλη
τη γῆ.
Τότε ὁ βασιλιᾶς
φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ ἐξήγησει τὸ ὄνειρο. Κι ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς,
λέγοντας πὼς τὰ
διάφορα μέρη τοῦ ἀγάλματος
ἤτανε οἱ διάφορες
βασιλεῖες, ποὺ
θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο ὕστερα ἀπὸ τὸν
Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς
στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει κάποια βασιλεία ποὺ
θὰ καταλύσει ὅλες
τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε
τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά του: «Καὶ
ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασιλέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις
εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ
διαφθαρήσεται». Κάποιο βασίλειο, λέγει, ποὺ
δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Αὐτὴ
ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ
Χριστοῦ, ἡ
βασιλεία τῆς ἀγάπης
στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ
Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια
βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως
γίνεται μὲ τὶς
ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες.
Ὅπως ὁ βράχος
μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος
μέγα καὶ σκέπασε τὴ
γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου
ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη
τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων: «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
Ὥστε βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη
προφητεία τοῦ Ἰακώβ,
πὼς σὰν πάψει ἡ ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο Ἐκεῖνος ποὺ προορίστηκε, «ἡ
προσδοκία τῶν ἐθνῶν».
Σημείωσε, πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς
ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν
βλογημένη, καὶ πὼς
ὁ Θεὸς φρόντιζε
μονάχα γι᾿ αὐτή,
καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί,
«τὰ ἔθνη», ἦταν καταραμένα καὶ
μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ
δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ. Λοιπὸν εἶναι
παράξενο νὰ μιλᾶ
ἡ προφητεία τοῦ
Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες
νὰ περιμένουν τὸν
Μεσσία νὰ τοὺς
σώσει, καὶ μάλιστα νὰ
μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα
τὸν περιμένανε οἱ
Ἰουδαῖοι μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ
ἐθνικοί: «Καὶ
αὐτὸς προσδοκία
ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε.
Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν
μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ
ἦταν Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε
καὶ τὴν
στερεώσανε μὲ τοὺς
ἀγῶνες τους καὶ μὲ τὸ αἷμα τους οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ
ἔθνη».
Εἶναι ὁλότελα
ἀκατανόητο γιὰ
τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε
ὁ Θεὸς ἀνάμεσά μας σὰν
ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ
μάλιστα σὰν ὁ
φτωχότερος ἀπὸ
τοὺς φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία
μονάχα ἅγιες ψυχὲς
εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ νιώσουνε ἀληθινά καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.
Τί παρηγοριά εἶναι ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν ἄπιστον κόσμο
που ζοῦμε! Τί πνευματική δροσιά νοιώθουμε, μέσα σέ τοῦτον τόν ψυχικό ξέρακα πού
τά ἔχει ξεράνει ὅλα τά πάντα! Τί πνοή ἀθανασίας μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός, μέσα σε
τοῦτο τόν κόσμο πού εἶναι κολλημένος στήν ἀκολασία και στήν ἁμαρτία κάθε λογῆς,
καί πού μυρίζει τή βαρειά μυρουδιά τοῦ θανάτου!
Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἁπλῆ
ἀνάμνηση, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἀληθινά γεννιέται ὁ Χριστός μέσα
στήν ψυχή τοῦ καθενός μας, ὅπως σταυρώνεται μέσα μας ὁ Κύριος τή Μεγάλη Πέμπτη
καί σταυρωνόμαστε μαζί του, καί πάλι ἀναστηνόμαστε μαζί του τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεώς
Του.
Ὅλον τόν κόσμο, τή φύση καί τή ζωή πού εἶναι γύρω μας, ὅλα τά αἰσθητά
τά νοιώθουμε μέσα ἀπό τή Γέννηση, ἀπό τή Σταύρωση κι΄ ἀπό τήν Ἀνάσταση του
Χριστοῦ. Οἱ ἀληθινοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν ζοῦνε αὐτοί, ἀλλά μέσα τους ζῆ ὁ
Χριστός, κατά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού λέγει: «Δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά μέσα
σέ μένα ζῆ ὁ Χριστός».
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν εἶναι «ὁ μαθών, ἀλλά ὁ
παθών τά θεῖα», κατά τον Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Δηλαδή δέν μαθαίνει τά τῆς
θρησκείας ἐξωτερικά, ἀλλά τά κάνει ζωή του. Δέν γιορτάζει μοναχά τή Γέννηση τοῦ
Χριστοῦ, ἤ τήν Ἀνάστασή Του, ἤ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἤ ὁποιαδήποτε γιορτή
τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἡ ψυχή του γίνεται ἕνα μέ ἐκεῖνο πού γιορτάζει:
Γεννιέται μαζί μέ τόν Χριστό, σταυρώνεται μ΄ Αὐτόν, ἀνασταίνεται μαζί Του,
μαρτυρᾶ μαζί μέ τόν Μάρτυρα τῆς πίστεως, ἀσκητεύει μέ τόν Ἀσκητή, ὁμολογεῖ μαζί
μέ τόν Ὁμολογητή.
Μ΄ αὐτόν τόν τρόπο οἱ πατέρες μας, μ΄ ὅλο πού ζήσανε ἀγράμματοι,
ἤτανε «παθόντες και οὐχί μαθόντες τά θεῖα», εἴχανε κάνει ζωή τους τή θρησκεία. Ὁ
χειμῶνας ἁγιαζότανε μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἄνοιξη μέ τήν Ἀνάστασή Του, τό
καλοκαίρι μέ τή Μεταμόρφωσή Του, μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, μέ τήν μνήμη τῶν ἁγίων
Ἀποστόλων, τοῦ Προφήτη Ἠλία, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ὅλα γύρω τους εὐωδιάζανε
και ψέλνανε, τά βουνά, ἡ θάλασσα, τά δένδρα, τά λουλούδια, οἱ βράχοι, τά
σύννεφα, τά ζῶα, τά πουλιά. Κ΄ οἱ ἀνθρώπινες ψυχές νοιώθανε πώς ἤτανε δεμένες
μεταξύ τους μέ τήν βαθειά ἁρμονία τῆς πίστης, καί βρισκόντανε σέ κατάνυξη,
σκιρτοῦσαν ἀπό πνευματική χαρά.
Σήμερα ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς ξεμακρύναμε ἀπό τή ζωογόνο
πνοή τῆς θρησκείας μας, κ΄ ἡ ψυχή μας ξεράθηκε ἀπό τήν ἀπιστία. Πολλοί ἀπό μᾶς
θεληματικά ἀπομείναμε ἔξω ἀπό τήν πνευματική τράπεζα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τό
πνευματικό συμπόσιό Του. Ἀναίσθητοι σέ τούτη τήν πνευματική ἀμβροσία καί σέ τοῦτο
τό νέκταρ πού γεύεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ζητᾶνε νά γεμίσουνε τήν ἀδειανή
ψυχή τους μέ φαρμακερές θροφές πού τόν ἀποκτηνώνουνε καί πού τόν κάνουνε νά
μπουχτίζη ἀπό τίς σαρκικές ἡδονές καί νά μή βρίσκη καμμιά εὐχαρίστηση στή ζωή, ἐπειδή
αὐτή ἡ ζωή, σάν λείπη ἡ ζωογόνος πνοή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα ἄνοστο πρᾶγμα, πού
μπορεῖ στήν ἀρχή νά θαρρῆ κανένας πώς θά τόν χορταίνη παντοτεινά καί θά τόν
κάνη εὐτυχισμένον, μά στό τέλος βλέπει πώς εἶναι ψεύτικο πρᾶγμα, μιά ἀπάτη
κούφια, ἄν δέν ζωογονιέται ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Χριστό.
Ὅποιος δέν πιῆ ἀπό «τό ὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον», στό
τέλος θά νοιώση πώς τό νερό τῆς ζωῆς, πού νόμιζε πώς εἶναι ἱκανό μοναχό του νά
τόν ξεδιψᾶ καί νά τόν δροσίζη, εἶναι ἄνοστο, γλυφό καί ἁρμυρό καί στό τέλος τό ἀηδιάζει.
Γιατί ἡ σάρκα, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, δεν ὠφελεῖ σέ τίποτα, τό πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο
πού τή ζωογονεῖ, «τό πνεῦμά ἐστι τό ζωοποιοῦν».
Μή νομίζετε, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, πώς εἶναι λόγια κούφια ὅσα εἶπε
ὁ Κύριος. Ὄχι! Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ὄχι τούτη ἡ ψεύτικη
ζωή, ἀλλά ἡ αἰώνια ζωή: «Τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστί καί ζωή ἐστιν».
«Ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μή πεινάσει, καί ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή διψήσει
πώποτε». «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐάν τίς φάγῃ ἐκ τούτου
τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα». « Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τόν λόγον τόν
ἐμόν τηρήσῃ θάνατον οὐ μή θεωρήσῃ εἰς τόν αἰῶνα».
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἄφθαστη ζωή κι΄ ὁ
καταργητής τοῦ θανάτου, κ΄ ἡ ἀληθινή, ὄχι ἡ ψεύτικη, εὐτυχία εἶναι ἐκείνη πού
δίνει Ἐκεῖνος, μήν περιπλανιόσαστε μάταια νά τήν βρῆτε ἀλλοῦ, στίς σαρκικές ἀπολαύσεις,
στίς ἐπιστῆμες, στίς τέχνες, στήν ψεύτικη δόξα. Ὅλα, ὅπως τό βλέπετε καθαρά, εἶναι
ἴσκιοι καί καπνός, ὅλα γίνουνται σκόνη καί μηδέν. Πήγαινε, δράμε κοντά Του μέ
ταπείνωση, ζέστανε τήν παγωμένη καρδιά σου ἀπό τή ζωοποιό φλόγα τῆς ἀγάπης Του,
πού ἀπ΄ αὐτή δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, καί θά βρεῖς ὅ,τι δέν ἐβρῆκες ἐκεῖ πού
περιπατοῦσες.
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει: «Σ΄ ὅλους τούς δρόμους πού
πορεύουνται οἱ ἄνθρωποι, πουθενά δέν βρίσκουνε ἀνάπαυση, ὥσπου νά καταφύγουνε
στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ».
Σήμερα, πού γιορτάζουμε τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γίνεται τό πιό
μεγάλο μυστήριο, τόσο μεγάλο, πού μήτε οἱ Ἄγγελοι δέν τό γνωρίζανε. Γιά τοῦτο
λέγει ο θεῖος ὑμνωδός στήν Παναγία: «Τό ἀπ΄ αἰῶνος ἀπόκρυφον καί ἀγγέλοις ἄγνωστον
μυστήριον διά σοῦ, Θεοτόκε, τοῖς ἐπί γῆς πεφανέρωται. Θεός ἐν ἀσυχγύτῳ ἑνώσει
σαρκούμενος καί σταυρόν ἑκουσίως ὑπέρ ἡμῶν καταδεξάμενος».
Ὁ Θεός ἐπῆρε κορμί σάν τό δικό μας, «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις
συνανεστράφη», γιά νά μᾶς γλυτώση ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο, νά μᾶς βγάλη ἀπό τό
σκοτάδι τῆς ἀπιστίας, νά μᾶς δείξη τόν ἀληθινό δρόμο, ὥστε να καταλάβουμε πώς
πηγαίνουμε νά πέσουμε στόν γκρεμνό τῆς ἀπώλειας. Νά μᾶς κάνη τέκνα φωτόμορφα τοῦ
Θεοῦ, κληρονόμους τῆς ἀθανάτου ζωῆς, σάν θά φύγουμε ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο,
ἀφοῦ ζήσουμε δεμένοι μεταξύ μας μέ τήν ἀγάπη Του.
Ἦρθε λοιπόν ὁ Χριστός στόν κόσμο τοῦτον γιά νά μᾶς χαρίση ἐκεῖνα
τά δῶρα πού δέν μπορεῖ νά τά χαρίση κανένας ἄλλος, παρά μοναχά Ἐκεῖνος. Μά ἄν
δέν πιστέψουμε πώς ἀληθινά ὁ Χριστός εἶναι ὁ κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου,
κι΄ ἄν δεν ποθήσουμε να ἀποχτήσουμε αὐτά τά δῶρα πού μᾶς φέρνει, ἐρχόμενος στόν
κόσμο, τήν εἰρήνη καί τή σωτηρία, πῶς θά γιορτάσουμε, κατά τό πρέπον, τή
Γέννηση Του; Λέγω «κατά τό πρέπον», δηλαδή πνευματικά, κι΄ ὄχι σάν ἕνα ἔθιμο, ὅπως
κάνουμε οἱ περισσότεροι.
Θά γιορτάσουμε, λοιπόν, τά Χριστούγεννα «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ»,
ἄν τά γιορτάσουμε συγκινημένοι ἀπό τις τελετουργίες τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή
μέ κατάνυξη, πηγαίνοντας στήν ἐκκλησία, κι΄ ἀκούγοντας μέ κατάνυξη τούς ἐξαίσιους
ὕμνους καί τά ἑορταστικά τροπάρια.
Καί ὕμνοι καί τροπάρια σάν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καμωμένα
ἀπό θεόπνευστους κι΄ ἅγιους ὑμνωδούς, οὔτε γινήκανε οὔτε θά γίνουνε πιά. Ἐγώ,
κάθε χρόνο πού τά ψέλνω, ἐνθουσιάζομαι καί γίνομαι ὅλο πνεῦμα, σάν νά τά ψέλνω
πρώτη φορά. Γιατί εἶναι γεμᾶτα ἀπό ἀθανασία. Ποιό τροπάρι νά πῆ κανείς πρῶτο
καί ποιό δεύτερο;
Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό το κάθισμα τοῦ Ὄρθρου, μέ τόν ἀρχαϊκόν ἀνατολίτικον
χαρακτῆρα, πού λέγει: «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Ἀκολουθήσωμεν
λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετά τῶν μάγων Ἀνατολῆς τῶν βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν
ἀκαταπαύστως ἐκεῖ. Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν ᾠδήν ἐπάξιον, Δόξα ἐν ὑψίστοις,
λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου ἐν
Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».
Καί τό ἄλλο πού λέγει: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί;
Ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός; Πάντως ὡς οἶδεν, ὡς ἠθέλησε
καί ὡς ηὐδόκησεν. Ἄσαρκος γάρ ὤν, ἐσαρκώθη ἑκών. Καί γέγονεν ὁ ὤν ὅ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς.
Καί μή ἐκστάς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Διπλοῦς ἐτέχθη
Χριστός, τόν ἄνω κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι». Διπλός, λέγει, γεννήθηκε ὁ Χριστός,
δηλαδή Θεός καί ἄνθρωπος, θέλοντας νά ἀναπληρώση, νά συμπληρώση «τόν ἄνω
κόσμον», ἤγουν τόν κόσμο τῶν Ἀγγέλων, πού ἕνα μέρος ἀπ΄ αὐτούς ξεπέσανε μαζί μέ
τόν Ἑωσφόρο, μεταμορφωμένον σέ διάβολο, νά τούς ἀντικαταστήση μέ ἀνθρωπινες
ψυχές πού θά ἁγιάσουνε μέ τό κήρυγμα πού ἦρθε νά κάνη στή γῆ, γεννώμενος ἄνθρωπος.
Ὁ κανών τῶν Χριστουγέννων, ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, εἶναι ἀπό
τ΄ ἀριστουργήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησής μας. Καί εἶναι διπλός, πεζός καί ἰαμβικός.
Εὐωδιάζει ἀπό πνευματική εὐωδία, γεμᾶτος ἀπό θεῖον ἐνθουσιασμό, κι’ ἀπό οὐράνια
δροσερότητα. Ὁ Ἰαμβικός, μέ τά ἀρχαῖα λόγια του, ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο στόν οὐρανό.
Ἄς πάρουμε ἕνα ἀπό τά τροπάριά του, τοῦτο: «Νεῦσον πρός ὕμνους οἰκετῶν,
εὐεργέτα, ἐχθροῦ ταπεινῶν τήν ἐπηρμένην ὀρφρῦν. Φέρων τε, παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας
ὕπερθεν, ἀκλόνητον ἐστηριγμένους, μάκαρ, μελῳδούς τῇ βάσει τῆς πίστεως». Ὁ ὑμνωδός
παρακαλεῖ τόν Θεό, καί μαζί μ΄ αὐτόν ὅλος ὁ ἐκκλησιαζόμενος λαός, νά δεχθῆ τήν
προσευχή τους καί νά τούς στερεώση στήν πίστη Του. Λέγει λοιπόν: Εἰσάκουσε, ὦ εὐεργέτη,
τούς ὕμνους πού σοῦ προσφέρουνε οἱ δοῦλοι σου, καί ταπείνωσε τήν ὑπηρηφάνεια τοῦ
ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου, καί ἀνεβάζοντας μας, ἐμᾶς πού σέ μελωδοῦμε, Ἐσύ πού τα
βλέπεις ὅλα, ἀπάνω ἀπό τήν ἁμαρτία, στηριγμένους ἀκλόνητα, ἀτράνταχτα, ἀπάνω
στό θεμέλιο τῆς πίστεως.
Ἰδού κ΄ ἕνα ἄλλο : «Ἀπό τήν Παρθένο, Χριστέ, ἀνεβλάστησες σάν ἄνθος
ἀπάνω στή ράβδο πού φύτρωσε ἀπό τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί. Ἐσύ, πού σε ὑμνήσανε οἱ
προφῆτες, κατέβηκες ἀπό βουνό ἰσκιερό καί πυκνοδασωμένο, καί ἦλθες νά πάρης
σάρκα ἀπό μητέρα πού δέν γνώρισε ἄντρα, Ἐσύ, ὁ ἄϋλος καί Θεός, Δόξα στή δύναμή
Σου, Κύριε».
Ἄλλο ἰαμβικό τροπάρι εἶναι τό παρακάτω: « Ὁ λαός εἶδεν, ὁ πρίν ἠμαυρωμένος,
μεθ΄ ἡμέραν φῶς τῆς ἄνω φρυκτωρίας. Ἔθνη Θεῷ δέ κλῆρον Υἱός προσφέρει, νέμων ἐκεῖσε
τήν ἀπόρρητον χάριν, οὗ πλεῖον ἐξήνθησεν ἡ ἁμαρτία». Μετάφραση: Ὁ λαός, πού ἤτανε
πρίν τυφλός, εἶδε τό φῶς τῆς μέρας, γιατί ἄστραψε ἀπό πάνω του ἡ φωτοχυσία τοῦ
οὐρανοῦ, πού ἄνοιξε γιά νά κατεβῆ στή γῆ. Κι΄ ὁ Υἱός (ὁ Χριστός) δωρίζει στό
Θεό τά ἔθνη (τούς ἐθνικούς, τούς εἰδωλολάτρες), καί δίνοντας τήν ἀνείπωτη χάρη ἐκεῖ
πού ἄνθησε περισσότερο ἡ ἁμαρτία.
Δηλαδή: Ἐπειδή οἱ Ἑβραῖοι, πού εἴχανε τήν εὔνοια νά φανερωθῆ σ΄ αὐτούς
ὁ ἕνας ἀληθινός Θεός, φανήκανε ἀνάξιοι νά τόν νοιώσουνε καί πέσανε στά σαρκικά,
καί φανήκανε ἀχάριστοι καί δέν πιστέψανε στόν Χριστό, παρά τόν σταυρώσανε, ὁ
Χριστός ἀπέστρεψε τό πρόσωπό Του ἀπ΄ αὐτούς καί κάλεσε κοντά του «τά ἔθνη»,
δηλαδή τούς εἰδωλολάτρες, ὅπως ἤτανε οἱ Ἕλληνες, καί μέ τή γλῶσσα τους
κηρύχθηκε τό Εὐγγέλιο, καί στή φυλή τους ἄνθησε ἡ εὐσέβεια, μ΄ ὅλο πού οἱ Ἕλληνες
ἤτανε δοσμένοι στή μάταια γνώση καί στή σαρκική ἐμορφιά.
Γιά τοῦτο λέγει κ΄ ἐδῶ ὁ ὑμνωδός πώς ὁ Χριστός, μέ τή Γέννησή Του
«προσφέρει Θεῷ (ὡς) κλῆρον (τά) ἔθνη, νέμων τήν ἀπόρρητον χάριν (τό ἀπόρρητο
κήρυγμά Του) ἐκεῖσε, οὗ πλεῖον ἐξήνθησεν ἡ ἁμαρτία», ἐκεῖ, πού ἄνθησε
περισσότερο ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ πού λατρεύανε τό δωδεκάθεο.
Στό τέλος, ἄς ποῦμε καί τόν εἱρμό τῆς Θ΄ ᾠδῆς, πού κράζει ὁ ὑμνωδός
ἐκστατικός: «Μυστήριον ξένον ὁρῶ και παράδοξον: Οὐρανόν τό σπήλαιον, θρόνον
Χερουβικόν τήν Παρθένον, τήν φάτνην χωρίον ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος Χριστός ὁ
Θεός, ὅν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν». Μετάφραση: Μυστήριο ἀπίστευτο βλέπω καί
παράδοξο. Τό σπήλαιο νά γίνεται θρόνος χερουβικός, τήν φάτνη νά μεταμορφώνεται
σέ θεϊκή κλίνη, πού ἀπάνω της ξάπλωσε Ἐκεῖνος πού δέν χωρᾶ πουθενά, ὁ Χριστός ὁ
Θεός, πού Τόν ὑμνοῦμε καί Τόν μεγαλύνουμε.
Κάποιοι, μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο,
ποὺ γιορτάζουμε. Σ᾿
αὐτούς, ἐγὼ ὁ
τιποτένιος, δὲ μπορῶ
νὰ πῶ τίποτα.
Μοναχὰ θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής,
ὁ ἀγαπημένος
μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ θερμότατος κήρυκας τῆς
ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καί τοῦτό ἐστι τό τοῦ ἀντιχρίστου...».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου