ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ

Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
(Πόντου - Μικράς Ασίας - Ανατολικής Θράκης – Κωνσταντινούπολης - Κύπρου)

Ένα διαρκές, ατιμώρητο έγκλημα

Χάρης Τσιρκινίδης - Συγγραφέας – ιστορικός – νομικός


            Στις 13 Μαρτίου 1918, η Εταιρεία Κοινωνιολογίας του Παρισιού, στη συνεδρίασή της, υπό την προεδρία του πρώην γάλλου πρωθυπουργού, Ribot, ασχολήθηκε με την Τουρκία, στα πλαίσια της «Μελέτης των χωρών της Βαλκανικής».
            Κύριος ομιλητής ήταν ο Αντρέ Μάντελσταμ, καθηγητής δικαίου του πανεπιστημίου της Πετρούπολης, ο οποίος επί πολλά χρόνια υπηρέτησε ως αρχιγραμματέας στη ρωσική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, και αργότερα ως διευθυντής του νομικού τμήματος του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών.
            Από την πολυσέλιδη ομιλία του, παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα:
«…Δε μίλησα μέχρις εδώ για το Ισλάμ, διότι δεν πιστεύω ότι θα μπορούσαμε ν’ αποδώσουμε σε αυτό την τουρκική κακοδαιμονία. … Οι Άραβες και οι Πέρσες, λαοί μουσουλμανικοί επίσης, άφησαν στον κόσμο θησαυρούς πολιτισμού.
            Αν ρίξουμε τώρα μια ματιά στο ρόλο, που έπαιξε ο τουρκικός λαός στην ιστορία, αυτός ο ρόλος εμφανίζεται μάλλον τραγικός. Και αυτή η τραγωδία του συνίσταται στο ότι, από την ημέρα της εμφάνισής του στην παγκόσμια αρένα, δεν έκανε τίποτε για να νομιμοποιήσει την ύπαρξή του από την άποψη του πολιτισμού.
            Δεν μπήκε στη ζωή των άλλων λαών, παρά σκορπώντας χείμαρρους αίματος και δακρύων.
            Δεν επιβεβαιώθηκε μέσα στον κόσμο παρά με τον πόλεμο και τις αλυσίδες…
            Δεν έζησε παρά με σκλαβωμένους…
            Ο τούρκικος λαός δεν άφησε για τις επερχόμενες γενεές ούτε ένα μεγάλο όνομα ποιητή, γλύπτη, καλλιτέχνη, μουσικού, σοφού, στο οποίο θα μπορούσε η ανθρωπότητα ν’ αναφερθεί με χαρά και αγάπη. Δεν κατάθεσε καμιά προσφορά στο βωμό του Ωραίου, του Αληθινού, του Καλού. Υπήρξε ένας στείρος λαός, ένας λαός χωρίς φρούτα[1]…».

            Είναι γεγονός ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι διάφοροι υπόδουλοι χριστιανικοί λαοί υπέστησαν, μ’ εναλλασσόμενες φάσεις και εντάσεις, διωγμούς πάσης φύσεως: αβάσταχτη φορολογία, εξαναγκαστικοί εξισλαμισμοί, εξευτελισμοί, καταπιέσεις, λεηλασίες, βιασμοί, αρπαγή κοριτσιών και μικρών αγοριών, εξορίες και σφαγές.
            Αφορμές μικρές που διογκώνονταν, ή ανύπαρκτες που εφευρίσκονταν από το δαιμόνιο τουρκικό πνεύμα, το οποίο μεταδόθηκε εν πολλοίς και στους εξισλαμισμένους λαούς της Αυτοκρατορίας, εξασφάλιζαν τ’ απαραίτητα προσχήματα για τη διάπραξη εγκλημάτων σε βάρος των υπόδουλων χριστιανών.
            Ιδού, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Πρόκειται για αναφορά του Γάλλου στρατιωτικού ακολούθου στην Κωνσταντινούπολη, με ημερομηνία 11 Απριλίου 1908. Λέγει μεταξύ άλλων:
«Έχω την τιμήν να σας αναφέρω ότι επικρατεί μεγάλη αναταραχή, εδώ και μερικό καιρό, στην πόλη Πρίζρεν[2].
            Σαν επακόλουθο της βεβήλωσης του μεγάλου τζαμιού της πόλης, μέσα στο οποίο βρέθηκε, ένα πρωινό, ένα κομμένο γουρουνίσιο κεφάλι (πράγμα που θεωρείται η βαρύτερη ύβρη που μπορεί να γίνει προς τη θρησκεία του Προφήτη), 800 Αλβανοί μουσουλμάνοι της Σούμα, φημισμένοι για το φανατισμό τους, κατέβηκαν στην πόλη ζητώντας:
·      Κλείσιμο της Αγοράς (Bazaar)
·      Καταστροφή της καθολικής εκκλησίας.
·      Ξανακτίσιμο, σε άλλο μέρος, του βεβηλωθέντος τζαμιού.
·      Άμεση εκδίωξη των Χριστιανών από κάθε οικοδόμημα, σπίτι ή μαγαζί που ανήκει σε μουσουλμάνο…
… Στο χωριό Πίρανα μουσουλμάνοι γαιοκτήμονες αποφάσισαν να μην κρατήσουν στις υπηρεσίες τους παρά εκείνους τους χριστιανούς, που θα δέχονταν να γίνουν μουσουλμάνοι…».
            Ποιός έβαλε μέσα στο τζαμί το κομμένο γουρουνίσιο κεφάλι; Λίγο ενδιέφερε η αλήθεια. Το πρόσχημα δόθηκε, και ο αποδιοπομπαίος τράγος, δηλαδή οι χριστιανοί, ήταν εκεί και πλήρωσαν ακριβά το τίμημα!
            Για να αντιληφθούμε τη θέση των μη μουσουλμανικών λαών, (dhimmi, όπως τους αποκαλούσαν οι Οθωμανοί) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πρέπει να πούμε ότι βάσει του ισλαμικού αστικού δικαίου, οι μουσουλμάνοι είχαν πλήρη δικαιώματα και καθήκοντα υπηκοότητας, ενώ τα δικαιώματα των μη μουσουλμάνων περιορίζονταν σε προστασία από βία και λεηλασία. Γίνονται απλώς ανεκτοί, και η παρουσία τους δεν αμφισβητείται εφ΄ όσον αποδέχονται την εξουσία και την ανωτερότητα των μουσουλμάνων και της ισλαμικής τάξης. Η ανισότητα ήταν έκδηλη σε μια σειρά από πολιτικούς και νομικούς περιορισμούς (απαγόρευση γάμου με μουσουλμάνα, μαρτυρία χριστιανού σε βάρος μουσουλμάνου δεν λαμβανόταν υπόψη από τα δικαστήρια, ταπεινωτικές πρακτικές στον τρόπο ενδυμασίας, κατασκευής οικιών, χαιρετισμού κ.λπ.).
            Σχετικά ο Τούρκος κοινωνιολόγος και ιστορικός Τανέρ Ακσάμ αναφέρει: «Το πλουραλιστικό ισλαμικό μοντέλο στηριζόταν τόσο στην ταπείνωση όσο και στην ανοχή. Θεωρείτο ότι οι μη μουσουλμάνοι θ’ αποδέχονταν οικιοθελώς αυτή τη θέση. Η διαφορετική συμπεριφορά συνιστούσε παραβίαση της συμφωνίας dhimma[3]». Πρόκειται για πραγματική συμπαιγνία, αφού η υποτιθέμενη παραπάνω συμφωνία δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια επιταγή: Δεν είναι σχέση ισότιμων, αλλά σχέση ανοχής και ανεκτικότητας, εφ’ όσον οι μη μουσουλμάνοι ήταν υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν υποταγή και πίστη στη μουσουλμανική τάξη και την κατωτερότητά τους έναντι των μουσουλμάνων.
            Το σύστημα αυτό οδηγούσε σε αυθαιρεσίες και εγκλήματα κάθε είδους σε βάρος των χριστιανών. Έτσι, όταν άρχισαν τα συμπτώματα παρακμής της Αυτοκρατορίας και οι επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες ανάγκασαν τους Οθωμανούς σουλτάνους να προβούν σε διάφορες μεταρρυθμίσεις, κυρίως σε ότι αφορούσε τα δικαιώματα των μη μουσουλμανικών λαών, είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των χριστιανών. Αυτή, σε συνδυασμό με τη βαθμιαία συρρίκνωση των εδαφών της Αυτοκρατορίας, προκάλεσε τη ζήλεια και την αντίδραση ορισμένων μουσουλμανικών κύκλων.
            Ιδίως, όταν η Πύλη αναγκάστηκε να υπογράψει δύο Χάρτες, τη Γκιουλχανέ το 1839 και τη Χουμαγιούν του 1856, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Αυτοκρατορίας αισθάνθηκε ότι έχανε την αίσθηση της ανωτερότητας που είχε έναντι των απίστων, καθώς και το δικαίωμα να κυβερνούν μόνο οι μουσουλμάνοι. Η νέα, λοιπόν, πορεία της παρακμάζουσας ανωτερότητας των μουσουλμάνων έναντι των χριστιανών θεωρήθηκε πολύ επώδυνη για τους πρώτους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Αλή Σουαβή, ενός μέλους των Νέων Οθωμανών, αυτών δηλαδή που επεδίωκαν μεταρρυθμίσεις στο παλιό οθωμανικό τρόπο διοίκησης: «Οι μουσουλμάνοι όχι μόνο θ’ αρνηθούν την ανωτερότητα ενός υποτεταγμένου έθνους, αλλά δε θ’ ανεχθούν ποτέ να κυβερνούνται από αυτούς. Θα είναι έτοιμοι να διακινδυνεύσουν τα πάντα και να χύσουν αίμα για να εμποδίσουν κάτι τέτοιο[4]…».
            Εντούτοις, μερικοί νέοι σπουδαστές της Στρατιωτικής Ιατρικής Ακαδημίας στην Κωνσταντινούπολη, φωτεινά μυαλά, πίστευαν ότι μόνο με την απόλυτη ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη θα μπορούσε να σωθεί η Αυτοκρατορία, αναπτύσσοντας το αίσθημα της αδελφότητας μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων. Έτσι, το 1887 ίδρυσαν μια μυστική οργάνωση με την επωνυμία «Κομιτάτο Ένωση και Πρόοδος». Γρήγορα δυνάμωσε η οργάνωση και κυρίως μετά το 1889, όταν τη διεύθυνσή της ανέλαβαν οι: Ιμπραήμ Τέμο (Αλβανός), Μεχμέτ Ρεσήτ (Τσερκέζος), και Αμπντουλάχ Τζεβντέτ (Κούρδος). Στην οργάνωση εντάχθηκε και ο ίδιος ο ανεψιός του σουλτάνου, ο πρίγκιπας Σαχαμπετίν, ο οποίος δρούσε στο εξωτερικό.
            Ο σουλτάνος, με τις μυστικές του υπηρεσίες, διέλυσε το κομιτάτο αυτό το 1897. Όμως, αυτό μετέφερε την έδρα του στο Παρίσι, όπου εξέδιδε μια εφημερίδα, τη «Νέα Τουρκία», και από αυτήν ονομάστηκαν οι οπαδοί «Νεότουρκοι».
            Στην οργάνωση εντάχθηκαν και πολλοί Έλληνες και Αρμένιοι. Μάλιστα στο συνέδριο του κομιτάτου στο Παρίσι το 1902, επικράτησε η πλέον ριζοσπαστική, δημοκρατική τάση υπό τον πρίγκιπα Σαχαμπετίν με τους ψήφους των Ελλήνων και Αρμενίων αντιπροσώπων. Όμως, η άλλη τάση, στην οποία ανήκαν οι πλέον ξενόφοβοι, όπως ο δόκτορας Μεχμέτ Ναζίμ, ο δόκτορας Μπαχαετίν Σακίρ, και ο Αχμέτ Ριζά, έδειξε στο επόμενο συνέδριο, του 1907, ότι η δύναμή τους αυξήθηκε, και ότι οι διαφορές τους σχετικά με τις αρμενικές απόψεις παρέμειναν αγεφύρωτες.
            Παραταύτα, το κομιτάτο των Νεοτούρκων, παρ΄όλες τις διαφορές των δύο τάσεων, κατάφερε να πάρει την εξουσία, με την επανάστασή του, τον Ιούλιο του1908.
            Όλες οι εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξέσπασαν σε ξέφρενους πανηγυρισμούς, προπάντων δε η Ελληνική και Αρμενική[5].
            Πολύ σύντομα έπεσαν οι μάσκες. Ακόμη δεν είχε καλά-καλά ολοκληρωθεί η περιοδεία του πρώην πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη, συνοδευομένου από πέντε βουλευτές, όταν από την Κωνσταντινούπολη ο εκεί Έλληνας πρέσβης, Γρύπαρης, έστειλε στις 16 Οκτωβρίου 1908 τηλεγράφημα, στο οποίο ανάφερε:
«Ένας φόνος θρησκευτικού φανατισμού διαπράχθηκε χθες το απόγευμα στο Μπεσίκ Τας. Ένας νέος Έλληνας, Οθωμανός υπήκοος, διατηρούσε σχέσεις με μια νέα Τουρκάλα. Ο πατέρας της νέας, μαθαίνοντας ότι η κόρη του βρισκόταν στο σπίτι του ερωμένου της, ειδοποίησε την αστυνομία, η οποία, παρά τις διαμαρτυρίες των νέων ότι πρόκειται να παντρευτούν, τους οδήγησε στο Τμήμα. Αλλά, ο όχλος που συγκεντρώθηκε εκεί, ζητούσε να τιμωρήσει τους ενόχους. Εντωμεταξύ έφτασαν περίπου σαράντα στρατιώτες. Παρά ταύτα, το φανατισμένο πλήθος, μεταξύ των οποίων παρατηρήθηκαν πολλοί Κούρδοι, εισέβαλε στο Τμήμα, άρπαξε τον Έλληνα, ο οποίος δερόμενος και καταπατούμενος, δεν άργησε να εκπνεύσει[6]
            Η συμπεριφορά της αστυνομίας και των στρατιωτικών κατακρίθηκε έντονα. Κατά τη γνώμη μου, βρισκόμαστε ενώπιον μιας έκρηξης φανατισμού».
            Πράγματι, στους κύκλους των Νεοτούρκων πλήθαιναν οι φανατικοί. Περίεργες, επιλεκτικές, και ανεξιχνίαστες δολοφονίες χριστιανών παρατηρούνταν σ’ όλη την Ανατολή, ενώ δίδονταν οδηγίες στους μουσουλμάνους να μποϊκοτάρουν τους Έλληνες εμπόρους.
            Οι Έλληνες κατάλαβαν γρήγορα τι κρυβόταν πίσω από το προσωπείο της οργάνωσης κι έπαυσαν τη συμμετοχή τους. Οι Αρμένιοι, όμως, εξακολουθούσαν να τρέφουν ελπίδες. Γι’ αυτό και όταν στις 13 Απριλίου 1909 εξερράγη η αντεπανάσταση του σουλτάνου Αμπτούλ Χαμίτ στην Κωνσταντινούπολη κατά των Νεοτούρκων, η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία Ντασνάκ βοήθησε να καταπνιγεί το κίνημα του σουλτάνου. Για τη βοήθειά τους αυτή, οι Αρμένιοι πλήρωσαν βαρύ τίμημα αίματος. Στην πόλη των Αδάνων της Κιλικίας μουσουλμάνοι, πιστοί στο σουλτάνο, επιτέθηκαν κατά του αρμενικού πληθυσμού και σκότωσαν περίπου 15.000 – 20.000 άτομα.
            Όμως, εκεί, φαίνεται ότι ξετυλίχτηκε μια σκοτεινή τραγωδία. Οι Νεότουρκοι που επιβλήθηκαν κατηγόρησαν ως ενόχους μόνον τους οπαδούς του σουλτάνου, γι’ αυτό και στις δίκες που ακολούθησαν καταδικάστηκαν κι εκτελέστηκαν 124 μουσουλμάνοι και 7 Αρμένιοι (αυτοί περισσότερο για κατευνασμό του τοπικού μουσουλμανικού πληθυσμού). Αποδόθηκε, όμως, η πραγματική δικαιοσύνη; Στις 17 Μαΐου 1909, ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας, Στεφάν Πισόν, ανάφερε ότι οι οθωμανικές δυνάμεις, που είχαν σταλεί από τη Δαμασκό και τη Βηρυτό για ν’ αποκαταστήσουν την τάξη στα Άδανα, έλαβαν μέρος στις σφαγές[7]. Ομοίως, επιστολή γραμμένη στις 20 Μαΐου 1909 από έναν Τούρκο στρατιώτη και παραδόθηκε από την οικογένειά του στον Γερμανό πρόξενο, έγραφε: «Σκοτώσαμε τριάντα χιλιάδες από τα άπιστα σκυλιά και το αίμα τους έρρεε στους δρόμους των Αδάνων[8]».
            Μετά τα γεγονότα, ένας εκ των πλέον γνωστών φανατικών των Νεοτούρκων, ο δόκτορας Ναζίμ, είπε: «Η Οθωμανική Αυτοκρατορία πρέπει να είναι μόνον τουρκική. Η παρουσία ξένων υπηκόων είναι εργαλείο για ευρωπαϊκή επέμβαση. Η Αυτοκρατορία πρέπει να εκτουρκιστεί με τη δύναμη των όπλων[9]».
            Ας σημειωθεί ότι στα Άδανα, μεταξύ των σφαχθέντων, υπήρξαν και αρκετοί Έλληνες.
            Οι σκέψεις και τα κρυφά όνειρα των φανατικών Νεοτούρκων φάνηκαν κατά το συνέδριό τους τον Οκτώβριο του 1911 στη Θεσσαλονίκη, όπου και πάλι ακούστηκε η φωνή του δόκτορα Ναζίμ: «Θέλω να ζήσει μόνο ο Τούρκος. Εκτός των Τούρκων, όλα τα άλλα στοιχεία να εξοντωθούν».
            Βέβαια, επειδή εντός του κινήματος των Νεοτούρκων η πλειοψηφία συνίστατο από μια συντηρητική ομάδα ανθρώπων, η οποία δεν επιθυμούσε ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, αλλά απλώς, με την ανατροπή του Αμπτούλ Χαμίτ και την άνοδο στο θρόνο του αδελφού του Ρεσάτ, ως Μεχμέτ 5ος, να επαναφέρει το ανασταλέν το 1878 Σύνταγμα.
            Οι φανατικοί όμως καραδοκούσαν και επωφελούμενοι τις αποτυχίες των Οθωμανών κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στις 23 Ιανουαρίου 1913, με πραξικόπημα αιματηρό, του οποίου ηγείτο η Τριανδρία Ταλαάτ μπέη, Ενβέρ πασά, και Τζεμάλ πασά, ανέλαβαν τα ηνία της κυβέρνησης. Ποιο ήταν το ποιόν αυτών των ανθρώπων; Αρκεί μόνο μια ελάχιστη περικοπή από δημοσίευση σε γαλλική εφημερίδα του 1915. Πρόκειται για άρθρο του εξορίστου Τούρκου στρατηγού Σερίφ. Γράφει για τον Ενβέρ: «Ήταν σκληρός, παρά το ήπιο της εμφάνισής του, και με τον καιρό είχε αποκτήσει μια υπεροψία χωρίς έλεγχο… Είχε μια κεφαλή του Ναπολέοντα, με τον οποίον λέγεται ότι συχνά έκανε μακρές συνομιλίες… Πίστευε ότι ήταν ο ίδιος ο Ναπολέων, ενσαρκωθείς με το μανδύα ενός Τούρκου αξιωματικού… Και αυτοί οι κόλακες, οι Γερμανοί, οι οποίοι κρυφά γελούσαν με την τρέλα του, για να ελέγχουν καλύτερα το ανόητο θύμα τους, χειροκροτούσαν τις ιδέες του, ενθάρρυναν τη μωρία του, σε σημείο που την ημέρα που έγινε στρατηγός, σε ηλικία 32 χρόνων, απάντησε σ’ ένα φίλο του: "Αυτή τη φορά, αγαπητέ, έχασα 5 χρόνια, θα έπρεπε να γίνω πασάς τουλάχιστον στα 27 μου χρόνια"».
            Με τα ίδια ακριβώς λόγια τον περιγράφει και ο πρέσβης των Η.Π.Α. στην Κωνσταντινούπολη Η Μοργκεντάου.
            Αυτή, λοιπόν η Τριανδρία, καθοδηγούμενη από ένα στιβαρό γερμανικό πρέσβη, το Βάγκενχάιμ, και από ένα πολυπληθές γερμανικό επιτελείο, υπό τον στρατηγό Λίμαν φον Σάντερς, κατέστρωσε πλέον το σχέδιο της «τελικής λύσης», δηλαδή της σωτηρίας – όπως πίστευαν – της Αυτοκρατορίας δια της εξαφάνισης παντός μη μουσουλμάνου.
            Έχοντας, πλέον, τον πλήρη πολιτικό έλεγχο, οι σκληροπυρηνικοί άρχισαν ν’ αφιερώνονται ολοκληρωτικά στο ζήτημα ν’ απαλλάξουν την Ανατολία από τα «εσωτερικά καρκινώματα», όπως ονόμαζαν τους μη μουσουλμάνους. Ένα άλλο υπερφίαλο όραμά τους η δημιουργία της Μεγάλης Πατρίδας του «Τουράν», τα σύνορα του οποίου θα διαμορφωνόταν μετά την κατάρρευση της Ρωσίας, και θα επεκτείνονταν όσο επεκτείνονταν οι γλώσσες και η πολιτική κουλτούρα των Τούρκων.
            Για τον πρώτο στόχο είχε επιλεγεί το πρώτο θύμα: οι Έλληνες. Για τους Αρμένιους μέχρι το καλοκαίρι του 1914 δεν γινόταν λόγος, γιατί ακόμη οι Νεότουρκοι τηρούσαν τη λυκοφιλία τους με αυτούς, θεωρώντας τους εν δυνάμει συμμάχους κατά της Ρωσίας.
            Δια την πραγμάτωση της βρώμικης δουλειάς, δηλαδή της εξόντωσης των μη μουσουλμάνων, ο πανίσχυρος υπουργός Πολέμου, ο στρατηγός Ενβέρ, ίδρυσε μια «Ειδική Οργάνωση». Ο έτερος ισχυρός άνδρας, Υπουργός Εσωτερικών Ταλαάτ, στ’ απομνημονεύματά του αναφέρει ότι η «Ειδική Οργάνωση» ήταν ουσιαστικά κρατική υπηρεσία[10].
            Η υπηρεσία αυτή συγκροτείτο κυρίως από εγκληματικές συμμορίες που είχαν απελευθερωθεί από τις φυλακές. Για την καθοδήγηση και τον έλεγχο αυτής της εγκληματικής οργάνωσης ο Ενβέρ και ο Ταλαάτ συμφώνησαν ότι «το Υπουργείο Πολέμου θα πρέπει να χαράξει την πορεία της δράσης της».
            Τα στελέχη και οι καθοδηγητές της Οργάνωσης αποτελούνταν από υψηλόβαθμα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής των Νεοτούρκων και εκπροσώπους των Υπουργείων Εσωτερικών και Πολέμου. Πρώτος αρχηγός της ήταν ο Σουλεϊμάν Ασκερί και αργότερα ο Χαλίλ πασάς, με βοηθό τον Τζεβάτ μπέη. Αυτός ο τελευταίος, στις δίκες που έγιναν το 1919 στην Κωνσταντινούπολη, μαρτύρησε ότι ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν ο γενικός γραμματέας Ασφαλείας, Αζίζ μπέης, ενώ οι εκ των πλέον φανατικών, οι δόκτορες Ναζίμ και Μπαχαετίν Σακίτ, συντόνιζαν το σύνολον της δραστηριότητας της Οργάνωσης.
            Η Οργάνωση ανέλαβε δράση εναντίον του «εσωτερικού εχθρού» πριν αρχίσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η εντόμιση του ελληνικού πληθυσμού της Ανατολικής Θράκης και των Μικρασιατικών αυτών μέσω τρομοκρατίας, δολοφονιών, βιασμών, αρπαγών γυναικών και κατάσχεση περιουσιών, ήταν το πρώτο μέρος του σχεδίου. Σύμφωνα με τον Κουσούμπαση Εσρέφ, ο οποίος έπαιξε κεντρικό ρόλο στις επιχειρήσεις εξόντωσης των Ελλήνων, σε μια συνάντησή του με τον ίδιο τον Ενβέρ, στις 23 Φεβρουαρίου 1914, ο ίδιος ο υπουργός Πολέμου δήλωσε ότι ο μόνος τρόπος να βγει η Τουρκία από την απελπιστική κατάσταση ήταν να επιτευχθεί η ενότητα του ισλαμικού και του τούρκικου κόσμου. Οι μη μουσουλμάνοι είχαν αποδείξει ότι δε στήριζαν τη συνέχιση της ύπαρξης του κράτους και ότι έπρεπε να ληφθούν αυστηρά μέτρα εις βάρος τους. Η Ειδική Οργάνωση θ’ αναλάμβανε την εκτέλεση. Αυτό σήμαινε την εξάλειψη του κινδύνου, που συνιστούσαν οι χριστιανικές κοινότητες.
            Ο Τούρκος ιστορικός Τανέρ Ακσάμ γράφει: «Οι Έλληνες παρενοχλούνταν με διάφορους τρόπους και λόγω των πιέσεων υποχρεούνταν να μεταναστεύουν. Ένοπλες συμμορίες, υπό την ηγεσία του Κουσσούμπαση Εσρέφ, πραγματοποιούσαν επιδρομές σ’ ελληνικά χωριά[11]…».
            Γι’ αυτή τη συστηματική εκκαθάριση – εξόντωση των Ελλήνων της Θράκης και της Μικράς Ασίας οι αναγνώστες θα βρουν αναλυτικά στοιχεία και αναφορές στο βιβλίο μου «Έχω όπλο την αγχόνη…».
            Σε αυτή την πρώτη φάση της γενοκτονίας των Ελλήνων εξοντώθηκαν περίπου 400.000 Έλληνες, σύμφωνα με πληροφορία του Χένρυ Μόργκεντάου, πρέσβη των Η.Π.Α. Ο ίδιος, αγανακτισμένος, γράφει: «Ενεργώντας με προτροπή της Γερμανίας, η Τουρκία είχε τώρα (άνοιξη 1914) αρχίσει να εφαρμόζει το μέτρο της εντόπισης στους Έλληνες υπηκόους της Μικράς Ασίας… Δεν είμαι σίγουρος αν ο Ταλαάτ και οι συνεταίροι του είχαν αντιληφθεί ότι έπαιζαν το παιχνίδι της Γερμανίας… Οι Τούρκοι κυβερνητικοί υπάλληλοι ορμούσαν βάρβαρα στα θύματά τους, τα συγκέντρωναν σε ομάδες και τα οδηγούσαν στα πλοία, χωρίζοντάς τα από τις οικογένειές τους…
            Η συμπεριφορά αυτή της τουρκικής κυβέρνησης εναντίον των Ελλήνων Οθωμανών προκάλεσε την αγανάκτησή μου…
            Είχα πλέον γνωριστεί καλά με τον Ταλαάτ. Του έκανα έντονες παρατηρήσεις για τα μέτρα που είχαν λάβει σε βάρος των Ελλήνων… Τότε ο Ταλαάτ μου εξήγησε την εθνική πολιτική του…
            Το οθωμανικό κράτος, είπε, μίκρυνε τόσο ώστε κοντεύει να εξαφανιστεί. Για να διατηρήσουμε όσα εδάφη απέμειναν, πρέπει ν’ απαλλαγούμε από τους ξένους λαούς[12]…».
            Πληθώρα διπλωματικών απορρήτων εγγράφων κι εκθέσεων μαρτυρούν το μέγεθος και την αγριότητα των διωγμών των Ελλήνων στην περίοδο αυτή του 1914, πριν την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
            Δυστυχώς οι Μεγάλες Δυνάμεις της Entente (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) επιδιώκοντας να πάρουν, τότε, τους Οθωμανούς με το μέρος τους, αδιάντροπα εσιώπησαν, και ακόμη χειρότερο, για να θολώσουν την αλήθεια, συνέστησαν επιτροπή, για την οποία ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ανάφερε: «Οι ευρωπαίοι αντιπρόσωποι, από της πρώτης ημέρας, πρωίας και εσπέρας, εκαλούντο να παρακάθηνται εις πολυτελή συμπόσια, τα οποία παραθέτει ο υπουργός ή ο νομάρχης.  Κατά προτίμησιν δε ωδηγήθησαν εις μέρει α ελάχιστα ή ουδόλως δοκιμασθέντα[13]…».
            Γι’ αυτήν την αδιαφορία τονίζει τα εξής ο Μόργκενταου: «… Αναμφίβολα, η αδιαφορία του πολιτισμένου κόσμου ενθάρρυνε τους Τούρκους να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες μεθόδους, σε μεγαλύτερη κλίμακα εναντίον όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά και των Αρμενίων, των Σύρων, των Νεστοριανών και άλλων. Μάλιστα ο Μπεντρή μπέης (αρχηγός Αστυνομίας Κωνσταντινούπολης) παραδέχθηκε μιλώντας σ’ ένα από τους γραμματείς μου, ότι καθώς η μέθοδος αυτή είχε φέρει αποτελέσματα χρησιμοποιούμενη κατά των Ελλήνων, είχε αποφασιστεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον και των άλλων λαών της Αυτοκρατορίας».
            Όμως, οι Τούρκοι, με την έκρηξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την είσοδό τους σε αυτόν, στο πλευρό των Γερμανών, σοφίστηκαν σκληρότερους τρόπους εξόντωσης στη νέα αυτή φάση. Ιδού μια τραγική εικόνα όπως την περιγράφει ο γερμανός λοχαγός Φραντς φον Κλίνενβος[14]: «…Μια εμπιστευτική αποστολή μ’ έχει φέρει, στις αρχές Δεκεμβρίου 1914, μέχρι την Τραπεζούντα… Σε λίγο, κατ’ εντολή του Κομιτάτου, άρχισαν οι εκτοπισμοί…
…Θυμάμαι μια φοβερή περίπτωση δοκιμασίας των Ελλήνων της πόλης… Τον χειμώνα του 1915 αποφασίστηκε η μεταφορά ελληνικών οικογενειών στο εσωτερικό… Οδηγήθηκαν στα τουρκικά λουτρά… Τα ρούχα τους τα παρέλαβαν οι στρατιώτες και τα μετέφεραν στους κλιβάνους προς απολύμανση, επειδή ήταν διαδεδομένος ο εξανθηματικός τύφος. Το βράδυ, ολόγυμνοι οι δυστυχισμένοι αυτοί άνθρωποι οδηγήθηκαν στο ύπαιθρο. Η θερμοκρασία ήταν δώδεκα υπό το μηδέν… Με φωνές αγωνίας και απελπισίας ζητούσαν τα ρούχα τους… Οι φρουροί τους έλεγαν να κάνουν υπομονή έως το πρωί. Δεν ξέρω πόσοι βρέθηκαν ζωντανοί το πρωί της επομένης…».
            Μια άλλη σατανική μέθοδος εξόντωσης ήταν τα Τάγματα Εργασίας (Amelés Tabourous) όπου κατέτασσαν τους χριστιανούς Οθωμανούς στρατιώτες. Ουσιαστικά, σε αυτά, από την έλλειψη τροφής, την απάνθρωπη σκληρή εργασία, τον ξυλοδαρμό, τις τιμωρίες και εκτελέσεις με διάφορες προφάσεις, ελάχιστοι επέζησαν. Μόνο σε μια περίπτωση, μεταξύ των εκατοντάδων άλλων, εξοντώθηκαν 30.000 νέοι. Ιδού το σχετικό έγγραφο της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Γαλλικού Επιτελείου, υπ’ αριθμ. 244/5 Αυγούστου 1917: «Οι Τούρκοι, επιστρατεύοντας όλους τους χριστιανούς, δημιούργησαν αυτά που οι ίδιοι αποκαλούν «Αμελέ Ταμπουρού». Αυτά κατασκεύασαν μεγάλο αριθμό δρόμων. Σημειώνω τα κυριότερα:
    ΜΑΓΝΗΣΙΑ ΣΑΠΟΥΝΤΖΙ ΜΠΕΛΕ.
    ΚΟΡΔΕΛΙΟ – ΜΑΙΝΕΜΕΝΗ – ΦΩΚΑΙΑ.
    ……………………………………………
    Στο ΓΚΙΑΟΥΡ ΝΤΑΓ πέθαναν 30.000 άνδρες των Ταγμάτων αυτών».
            Μια τραγική περίπτωση, μεταξύ των πολλών, αναφέρει ο ηγούμενος της Μονής Αγίου Ιωάννου Βαζελώνος, Πανάρετος Τοπαλίδης: «Στις 15 Απρι­λίου οι Τούρκοι ειδοποίησαν τους κατοίκους της επαρχίας Ροδοπόλεως – Πόντου ότι θα εξοριστούν…
… Εκ των απαγομένων εις το εσωτερικόν, ενώ διήρχοντο την επί του ποταμού Πρυτάνεως, παρά το χωρίον Κουνάκα, γέφυραν, 26 παρθένοι προτιμήσασαι τον θάνατον αντί της ατιμίας … έρριψαν εαυτάς εις το ρέμα, και παρά τας προσπαθείας των άλλων προς διάσωσίν των, επνίγησαν…».
            Συνολικά το πρώτο εξάμηνο του 1914 (πριν τον Πόλεμο) και καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου (1914-1918) εξοντώθηκαν:
    Από την περιοχή της Ανατολικής Θράκης            218.767 άτομα
    Από τις περιοχές των ακτών της Μικράς Ασίας  298.449
    Από τον Πόντο                                                           257.019                         
            Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, όμως τα σχέδια των αιμοδιψών δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν. Γι’ αυτό, ένα νέο κίνημα, υπό τον Τούρκο στρατηγό Μουσταφά Κεμάλ, ανέλαβε τη συνέχεια. Οι πρώην εγκληματίες δεν πλήρωσαν για τις ανομίες τους. Τα ηγετικά στελέχη διέφυγαν στο εξωτερικό. Οι κυριότεροι εκτελεστές κρύφτηκαν στα βουνά μαζί με τους fedai της Ειδικής Οργάνωσης. Πολλοί παραπέμφθηκαν ενώπιον εκτάκτων δικαστηρίων, όμως ούτε δικαστές υπήρξαν αδέκαστοι ούτε πρόθυμοι μάρτυρες.  Ενώ, πολλούς εγκληματίες που οδήγησαν οι Άγγλοι στη Μάλτα, αφέθηκαν αργότερα ελεύθεροι σε ανταλλαγή μ’ αιχμαλώτους Άγγλους. Όλοι αυτοί προσέτρεξαν στον Κεμάλ και πρόσφεραν τις νέες εγκληματικές τους υπηρεσίες. Αναφέρω, ενδεικτικά, τρεις αρχιεγκληματίες:
    Τοπάλ Οσμάν, αρχισφαγές των Ελλήνων του Πόντου.
    Στρατηγός Νουρεντίν. Αυτός, παρά την ήττα της Τουρκίας, και πριν μεταβεί ο Κεμάλ στον Πόντο (19 Μαΐου 1919), εξακολουθούσε να τρομοκρατεί τις περιοχές γύρω στη Σμύρνη και να συγκροτεί τμήματα ατάκτων (τσέτες). Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος κατήγγειλε τις παρανομίες του στους ύπατους αρμοστές των συμμάχων, οι οποίοι, αντί να τον συλλάβουν, τον απομάκρυναν απλώς από την περιοχή. Εκείνος δε, έφυγε και πήγε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Κεμάλ. Ως διοικητής μεραρχίας στην περιοχή του Πόντου, σε συνεργασία με τον Τοπάλ Οσμάν, επιδόθηκαν με πάθος στη συνέχιση της εξόντωσης του Ποντιακού Ελληνισμού.
    Στρατηγός Τσαφέρ Ταγιάρ. Πρώην επιτελάρχης της 4ης Στρατιάς. Πριν από τον πόλεμο και κατά τη διάρκειά του ήταν ο υπεύθυνος των διωγμών των Ελλήνων Μικράς Ασίας από πλευράς στρατιωτικής συμμετοχής.
            Ο ίδιος ο Κεμάλ, πριν ακόμη το πρώτο συνέδριό του στο Ερζερούμ, ευρισκόμενος στην Αμάσεια του Πόντου, ερωτηθείς πως θα μπορέσει ν’ αντισταθεί κατά των συμμάχων και των Ελλήνων που είχαν αποβιβαστεί στη Σμύρνη και με τι μέσα, απάντησε: «Έχω όπλο την αγχόνη…».
            Δε χρησιμοποίησε όμως την αγχόνη μόνο. Όλοι οι εγκληματίες του, έχοντας εξασφαλίσει το ατιμώρητο για τα προηγούμενα κακουργήματά τους, κι έχοντας αποκτήσει απίθανη πείρα εγκληματικής πρακτικής, επιδόθηκαν με μεγαλύτερη αγριότητα για την πλήρη εξαφάνιση των Ελλήνων.
            Ο Πόντος και όλη η Μικρά Ασία μεταβλήθηκαν σε κόλαση για τους ελληνικούς πληθυσμούς. Άπειρες οι μαρτυρίες και τα διπλωματικά έγγραφα.
·      Στις 27 Μαΐου 1919, ο Ελληνικός Στρατός κατέλαβε την πόλη του Αϊδινίου, χωρίς να θιγεί ούτε ένας εκ των μη χριστιανών (μουσουλμάνων) κατοίκων του. Ένα μήνα αργότερα Τούρκοι άτακτοι, με συμμετοχή στρατιωτικών, επιτέθηκαν στην πόλη. Διέπραξαν ανήκουστα, αποτρόπαια εγκλήματα. Σκότωσαν πάνω από 3.000 άμαχους Έλληνες. Η γαλλική εφημερίδα «Ματέν» έγραψε: «… Νομίζει κανείς ότι κάτω από το Αϊδίνιο υπήρχε ένας τεράστιος υπόνομος, γεμάτος δυναμίτιδα, ο οποίος ανατίναξε όλο το ελληνικό τμήμα της πόλης… Τα πηγάδια είναι γεμάτα πτώματα. Μέσα στα ερείπια προσκρούει κανείς σε καμένα πτώματα. Παντού υπάρχουν διασκορπισμένα ανθρώπινα μέλη. Ρυάκια από αίμα κυλούν στους δρόμους. Πτώματα Ελληνίδων παρθένων, με πρόσφατα ίχνη βιασμού, κείνται στους δρόμους…».
·      Παρόμοια, και πολλές φορές φρικτότερα, εγκλήματα αναφέρονται σ’ όλη την Ανατολή (Νίκαια, Φουλατζίκι, Καρασού, κ.λπ, κ.λπ…).
·      Στον Πόντο οι αγριότητες ήταν ακόμη πιο βάρβαρες. Ο αρχιτσέτης Τοπάλ Οσμάν συνεπικουρούμενος από τον τουρκικό στρατό του στρατηγού Νουρεντίν, μετέβαλαν την χώρα σε απέραντο νεκροταφείο. Στα γαλλικά αρχεία εντοπίσαμε έγγραφη κατάθεση αυτόπτων μαρτύρων, ιταλικής καταγωγής. Είναι πολυσέλιδη. Αρκούν κάποια αποσπάσματα[15]: «… Οι Τούρκοι προέβησαν σε συλλήψεις κατοίκων της Σαμψούντας… Ένα πρωί (περί το τέλος του Μαΐου 1921) άρχισε η εξορία τους προς το εσωτερικό… Γυμνοί, πεινασμένοι, κτυπημένοι από άγριους χωροφύλακες που τους συνόδευαν… Δύο μέρες αργότερα ακολούθησε η 2η αποστολή από 1200 άτομα. Την επομένη η 3η με 751.. Η πρώτη αποστολή, μετά από επώδυνη πορεία πολλών ημερών έφτασε στο Κοβάκ. Ήταν εκεί, που θα υφίστατο το μαρτύριό της… Τους χώρισαν σε δύο γκρουπ…. Το δεύτερο από αυτά κατευθύνθηκε σε μια αποθήκη… Εκεί περικυκλώθηκε από τους συνοδεύοντες χωροφύλακες και κατοίκους των γύρω χωριών και τουφεκίστηκαν αγρίως…».
Σε άλλο σημείο αναφέρει: «… Πάνω από 70 χωριά, κείμενα κατά μήκος του Άλυ ποταμού, τα μόνα που είχαν μείνει όταν υπογράφηκε η ανακωχή, κάηκαν τώρα… Το χωριό Άτα υπέστη το πιο τραγικό τέλος. Το αστυνομικό σώμα, υπό το Ντεμίρ Αλή, συνοδευόμενο από συμμορία του Οσμάν (Τοπάλ) συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους των γύρω χωριών. Τους περικύκλωσε κι έβαλε φωτιά. Όλος ο κόσμος κάηκε. Οι λίγοι που διέφυγαν τις φλόγες τουφεκίστηκαν. Πάνω από 3.000 αθώοι βρήκαν εκεί θάνατο…».
            Σήμερα, τ’ αποκαλυφθέντα αρχεία διαφωτίζουν όλο το μέγεθος της διαπραχθείσης, βάσει πρόθεσης και σχεδίου, γενοκτονίας. Καθώς η αλήθεια ξεχωρίζει από τις εσκεμμένες παραπληροφορήσεις, κυρίως Γάλλων, Μπολσεβίκων και μεμονωμένων Άγγλων, οι οποίες, ως δια μαγείας, αρχίζουν να εμφανίζονται σαν μανιτάρια δηλητηριώδη αμέσως μετά την επελθούσα κυβερνητική αλλαγή του Νοεμβρίου 1920. Δυστυχώς οι ανακρίβειες αυτές, εκκινούμενες από καθαρά κρατικά συμφέροντα, βρήκαν ευήκοα αυτιά, ακόμη και μεταξύ μας. Όμως, κάθε μέρα νέες πηγές έρχονται στο φως, πολλές των οποίων ανακαλύπτουν Τούρκοι επιστήμονες.
            Βάσει των τουρκικών δημογραφικών στοιχείων, οι Έλληνες υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1914 ήταν 2.700.000. Με βάση του αριθμού των επιζησάντων (1.221.000), τα θύματα θα πρέπει να υπολογίζονται από 1,3 έως 1,5 εκατομμύρια.
            Η γενοκτονία Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων χριστιανών, θα αποτελέσει για το μέλλον το μεγαλύτερο άλγος της τουρκικής κοινωνίας, από το οποίο θα ξαλαφρώσει όταν θα την αναγνωρίσει. Η λέξη ΣΜΥΡΝΗ είναι συνώνυμη στις συνειδήσεις όλων των πολιτισμένων λαών με τη λέξη τύψεις. Αναφορές χιλιάδες, όσες και αν κατέστρεψε η σκοπιμότητα και η προσπάθεια συγκάλυψης, υπάρχουν και θα μείνουν, όπως αυτή του Άγγλου διπλωμάτη Ρεντέλ, που συνέταξε για το αγγλικό Υπουργείο Εξωτερικών και στο οποίο συστηματικά αναφέρονται τα εγκλήματα από το 1919 έως το 1922. Και η αναφορά του ανθέλληνα και αντιαρμένιου, Γάλλου Τουρέιγ μπέη, η οποία καταλήγει: «… Από την αποβάθρα υψώνονταν κραυγές απελπισίας, θρήνοι ανθρώπων που καλούσαν μάταια… Τη νύχτα από τη γέφυρα των πολεμικών άκουγε κανείς τις κραυγές των φοβισμένων ή βιαζομένων γυναικών. Πολυάριθμες αυτοκτονίες με πνιγμό έλαβαν χώραν[16]…».
            Μπορεί, τότε, η μουσική των συμμαχικών πλοίων να κάλυπτε τις κραυγές των ζωντανών, όμως οι πεθαμένοι άδικα δημιουργούν τύψεις και ζητούν δικαίωση, η οποία θα έρθει μόνο μέσω της διεθνούς αναγνώρισης και προπάντων εκ μέρους της Τουρκίας.
            Το 1856, ο Γάλλος διπλωμάτης Αλφόνς Ρουαγιέ, σ’ επιστολή του προς τον αυτοκράτορα Ναπολέων Γ΄, έγραφε:
«…Οι Τούρκοι δεν υπακούουν στις ιδέες, παρά μόνο όταν τις βλέπουν να υποστηρίζονται με τη δύναμη…».
            Η έλλειψη αυτής της δυναμικής υποστήριξης την οδήγησε στην ιδέα της μόνιμης ατιμωρησίας, γι’ αυτό συνέχισε τη γενοκτόνο πολιτική της αργότερα σε βάρος του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου, Τενέδου και Κύπρου[17]. Το έγκλημά της, διαρκές και συνεχόμενο, και γι’ αυτό εμπίπτει απόλυτα στο διεθνή νόμο περί γενοκτονίας του Ο.Η.Ε. του 1948.

Κυρίες και Κύριοι, αγαπητοί συμπατριώτες

            Κοινή πορεία πολιτισμού και θρησκείας, κοινοί αγώνες κατά της ασιατικής βαρβαρότητας και τυραννίας, και κοινά ιδανικά, αιώνες τώρα, σφυρηλάτησαν ακατάλυτους δεσμούς κατανόησης και φιλίας μεταξύ του ρωσικού και του ελληνικού λαού.
            Από την εποχή της Μεγάλης Αικατερίνης, όσοι ρωσο-τουρκικοί πόλεμοι διεξήχθησαν, στο τέλος τους, στην υπογραφή της συμφωνίας τερματισμού του πολέμου, περιλαμβανόταν και μια ειδική σύμβαση (χάρτα) μεταρρυθμίσεων υπέρ των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
            Η Ρωσία επίσης στάθηκε η χώρα καταφυγής και φιλοξενίας χιλιάδων Ελλήνων, οι οποίοι διωκόμενοι ή απειλούμενοι, κατά περιόδους, από τους Οθωμανούς, κατέφευγαν στα εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
            Και σήμερα ακόμη, οι Έλληνες αισθάνονται να συνδέονται πνευματικά με τους Ρώσους, σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιονδήποτε άλλο λαό του κόσμου. Αυτό το ριζωμένο πλεονέκτημα πρέπει να το καλλιεργούμε και να το βελτιώνουμε. Εσείς οι Έλληνες που ζείτε εδώ στην φιλόξενη αυτή χώρα μπορείτε να δράσετε, να βρείτε τα κατάλληλα πρόσωπα επιρροής, τα οποία θα φέρουν το θέμα της αναγνώρισης της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής στη Ρωσική Δούμα. Μια τέτοια επιτυχία θα προβληματίσει την Τουρκία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη αναγνώριση, ακόμη και από αυτή που τυχόν θα γινόταν από τον Ο.Η.Ε. Οι ψυχές των αδικοσφαγέντων προγόνων μας τότε και μόνο θα ησυχάσουν.




[1]  Χάρης Τσιρκινίδης: «Επιτέλους τους ξεριζώσαμε…», σελ. 57-58.
[2]  Πόλη του Κοσσυφοπεδίου.
[3]  Τaner Akçam: «ΜΙΑ ΕΠΑΙΣΧΥΝΤΗ ΠΡΑΞΗ», σελ. 51.
[4]  Όπως παραπάνω, σελ. 64-65.
[5] Σχετικά: Χάρης Τσιρκινίδης: «Έχω όπλο την αγχόνη…», σελ. 20-25.
[6]  Όπως παραπάνω, σελ. 22-23.
[7]       Όπως παραπάνω, σελ. 22-23.
[8]     Όπως σημείωση 3, σελ. 114.
[9]     R. Pinon: Revue des Deux Mondes, Σεπτ. 1919.
[10]     Όπως σημ. 3, σελ. 149.
[11]   Όπως παραπάνω σελ. 164.
[12]   Χένρυ Μόργκεντάου: «Τα μυστικά του Βοσπόρου», σελ. 102-103.
[13]   Αρχεία Ελληνικού ΥΠΕΞ, φάκελλοι Α/21η.
[14]   Αχιλλέας Ανθεμίδης: «ΤΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ», σελ. 151-152.
[15]  Quai d’ Orsay: LEVANT 1918-1940, TURQUIE, Série E, Carton 304.
[16]     Όπως παραπάνω
[17]     Χάρης Τσιρκινίδης: «Αγώνες χωρίς δικαίωση».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes