Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013
Η Ελλάδα που πέθανε...
29/11/10
«Ξέρεις
πόσα χρήματα εξοικoνόμησα για το δημόσιο σπάζοντας τα τραστ των προμηθευτών;
Πολλά! Τόσα πολλά ώστε να έχω την συνείδησή μου ήσυχη απέναντι στην πατρίδα και
την οικογένειά μου υπερήφανη για μένα». Λόγια μιας άλλης εποχής που
ακουγόντουσαν παράταιρα μέσα στη λάσπη και την αλλοτρίωση των πάντων τα
τελευταία χρόνια. Ο Βασίλης Γκουριώτης, ένας Έλληνας μιας γενιάς που έχει
σχεδόν εκλείψει, δεν ήταν αυτό που λέμε σήμερα, «επώνυμος».
Και πως θα μπορούσε να είναι
επώνυμος με τα σημερινά «κριτήρια» των επωνύμων; Αυτός το μόνο που έκανε, ήταν
το καθήκον του. Απέναντι στην οικογένειά του, απέναντι στην υπηρεσία του,
απέναντι στην πατρίδα του. «Πατρίδα και οικογένεια, με αυτή την σειρά,
είναι τα πιο σημαντικά πράγματα» συνήθιζε να λέει. «Γιατί αν δεν είναι
καλά η Πατρίδα, δεν θα είναι καλά ούτε η οκογένεια». Οι άνθρωποι που
λένε και πιστεύουν αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ επώνυμοι...
Ο Βασίλης ο Γκουριώτης έζησε μια
ζωή ίδια με την ζωή της Ελλάδας και της κοινωνίας μας τα τελευταία 80 χρόνια:
Ξεκίνησε με το όπλο στο χέρι και την τελείωσε με το να μην αναγνωρίζει τη χώρα
που προστάτευε τόσα χρόνια. «Σα να ζω σε άλλη χώρα», έλεγε τα
τελευταία χρόνια μη μπορώντας να πιστέψει το κατάντημα του τόπου.
Γέννημα του αργολικού κάμπου,
από την γενιά που για να πάει στο σχολείο περπατούσε είκοσι χιλιόμετρα την
ημέρα, δέκα για να πάει και δέκα για να επιστρέψει («Συχνά χωρίς παπούτσια,
ειδικά όταν άνοιγε ο καιρός»).
Έχασε μια χρονιά στο Γυμνάσιο
στον πόλεμο και ακόμα δεν το συγχωρούσε στον εαυτό του («Δεν διάβαζα εκείνη
τη χρονιά, με είχε συνεπάρει το αντιστασιακό κίνημα» προσπαθούσε να
δικαιολογηθεί κάπως αδέξια). Μέλος της ΕΠΟΝ στον Β’Π.Π. στην περιοχή της
Αργολίδας, όπου γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1928 (Πουλακίδα Άργους), αλλά
με συγκεκριμένη πολιτική άποψη μετά την απελευθέρωση του 1944: «Πολεμήσαμε
τους Γερμανούς, όχι για να αλλάξουν χρώμα στολής τα κατοχικά στρατεύματα»
συνήθιζε να λέει αιτιολογώντας πολιτικά την απόφασή του να δώσει εξετάσεις και
να πετύχει στην Σχολή Χωροφυλακής η οποία ήταν στην πρώτη γραμμή των εθνικών
αγώνων ειδικά στην αρχή του Εμφυλίου.
Δεν πρόλαβε τον Εμφύλιο («Ευτυχώς,
γιατί πως να σηκώσεις τ’όπλο σε Έλληνα; Με πονούσε η σκέψη» έλεγε και
χαμήλωνε η φωνή και το βλέμμα), αλλά ήταν από αυτούς που με το «Tόμσον» στο ένα
χέρι και τις «Μιλς» στο άλλο, έστηναν ενέδρες και φύλαγαν τα περάσματα από την
Βουλγαρία στα Πομακοχώρια της Θράκης τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ‘50: «Μόνο
κομιτατζήδες τα περνούσαν τότε, δεν υπήρχαν Έλληνες ανάμεσά τους» έλεγε και
διηγείτο ώρες ατέλειωτες αρχικά στο γιο του και μετά στα εγγόνια του, τεχνικές
ενέδρας και ανταρτοπολέμου που εφάρμοζαν.
Εκεί στα βουνά της Ξάνθης και
της Ροδόπης με ανιχνευτές τους Πομάκους συντρόφους του για τους οποίους έλεγε
πάντα τα καλύτερα: «Φοβεροί σκοπευτές και μαχητές, εμείς γαϊδούρια
παλιοελλαδίτες τους κάναμε πλάκα και τους λέγαμε ότι δεν είναι Έλληνες και
στεναχωριόντουσαν. "Είμαστε Έλληνες γιατί θέλουμε να είμαστε Έλληνες"
μας αντιγύριζαν. Σε πληροφορώ ότι ήταν και είναι πιο Έλληνες από τους
Αθηναίους».
Έχοντας «αλωνίσει» σε διάφορες
μάχιμες θέσεις επί δεκαπέντε χρόνια ολόκληρη την Θράκη από το Νέστο μέχρι την
Ορεστιάδα έκανε οικογένεια με μια ορφανή από μάνα και πατέρα Μικρασιάτισσα που
μόλις λίγα χρόνια πριν είχε βγει από το ορφανοτροφείο της Κομοτηνής. Βαθιά
στρατιωτικοποιημένος (άλλωστε η Χωροφυλακή ήταν το μόνο Σώμα Ασφαλείας σε όλο
το κόσμο που είχε Πολεμική Σημαία) το 1962-64 υπηρετούσε συνέχεια στον Έβρο.
Ανησυχούσε για την αμυντική «γύμνια» και έναντι της Βουλγαρίας και έναντι της
Τουρκίας: «Το 1962 δεν υπήρχε ούτε τζιπ στη μεθόριο στο τριεθνές του
Έβρου. Πρώτη γραμμή άμυνας για τον Στρατό ήταν ο Στρυμώνας. Εμείς θα μέναμε
πίσω και θα ογανώναμε μονάδες ανταρτοπολέμου. Ευτυχώς τα σχέδια άλλαξαν και το
1964 πίσω από κάθε δένδρο είχαμε και ένα άρμα».
Μετά από 15 χρόνια υπηρεσίας
σχεδόν αποκλειστικά στους τρεις νομούς της Θράκης (Ξάνθη, Ροδόπη, Έβρο), το
1965 μετατέθηκε στο Λουτράκι (κοντά στον «τόπο συμφερόντων του» όπως έλεγαν
τότε), όπου ανέλαβε διοικητής Τουρισμού. Σε μία Ελλάδα που έπρεπε να αφήσει το
«Τόμσον» και να πάρει το στυλό και την γραφομηχανή, αυτός προσαρμόστηκε πολύ
εύκολα: Έχοντας σπάνια παιδεία και βαθιά μόρφωση - διάβαζε μέχρι τις τελευταίες
του ώρες - εύκολα οργάνωσε έναν άρτιο ελεγκτικό μηχανισμό τουρισμού στο
Λουτράκι που τον έχει κάνει να τον θυμούνται μέχρι σήμερα.
Η δικτατορία του 1967, απλώς
«δεν του πήγαινε» και μετά από μία στημένη ΕΔΕ, όπου κατηγορήθηκε (ψευδώς) ότι
διάβαζε «Αυγή» προδικτατορικά, μετατίθεται δυσμενώς τον Φεβρουάριο του 1968 σε
ένα ανήλιαγο γραφείο κάπου στην Κεντρική Μακεδονία, ενώ η σύζυγός του (μαία),
εξαναγκάζεται από την δικτατορία σε παραίτηση από το αγροτικό ιατρείο όπου
υπηρετούσε. Ακολουθούν δύσκολα χρόνια. Τόσο δύσκολα που σημαδεύεται όλη η
οικογένεια.
Κι όμως: Μετά το 1974 δεν θέλησε
να εκμεταλλευθεί ούτε στο ελάχιστο τις ευεργετικές διατάξεις για όσους είχαν
διωχθεί επί χούντας. «Αυτά είναι για τους άλλους, όχι για εμένα» έλεγε
περήφανα. Τα δύσκολα χρόνια όμως έχουν αφήσει τα σημάδια τους. Τα πρώτα
προβλήματα υγείας του 1979, τον οδήγησαν τελικά εκτός της Χωροφυλακής το 1983: «Μαζί
με μένα τελειώνει και η Χωροφυλακή» αστειευόταν πικρά (η Χωροφυλακή
συγχωνεύθηκε το 1984 με την Αστυνομία Πόλεων και αποτέλεσαν την ΕΛ.ΑΣ.).
Η τελευταία του υπηρεσία ήταν
στην διαχείριση υλικού των μηχανοκινήτων της Χωροφυλακής στους Θρακομακεδόνες.
«Χρυσοφόρα θέση» που λένε τα λαμόγια σήμερα. Αλλά ο ίδιος έλεγε άλλα, όπως και
η συντριπτική πλειοψηφία της γενιάς του: «Τσάκισα το τραστ των
προμηθευτών. Άνοιξα τους διαγωνισμούς και έγιναν πραγματικά μειοδοτικοί» έλεγε
γεμάτος περηφάνια, έστω και αν από την σύνταξη μόλις και μετά βίας έβγαινε να
πληρωθεί ο λογαρισμός της ΔΕΗ και τα προς το ζειν της οικογένειας.
Ο Βασίλης Γκουριώτης, έσβησε
τελικά σε ηλικία σχεδόν 83 ετών στο νοσοκομείο της Κορίνθου το βράδυ του
Σαββάτου 27 Νοεμβρίου 2010, μόνος, όπως μόνοι τους πεθαίνουν οι ανώνυμοι. Χωρίς να συγκινηθούν οι «θεράποντες» ιατροί
από τρία διαδοχικά εμφράγματα του μυοκαρδίου που είχε μέσα σε λίγες ώρες
και να τον πάνε στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Είπαμε: Ανώνυμος.
Άφησε δύο παιδιά και πέντε
εγγόνια. Αυτοί ήταν όλη του η ζωή μετά το 1983. Και τρεις βιβλιοθήκες με σπάνια
βιβλία που μέχρι το τέλος ήταν η μεγάλη του αγάπη. Το τελευταίο βράδυ της ζωής του διάβαζε για άλλη μια φορά το αγαπημένο
του βιβλίο «Ο Γέρος του Μωριά» του Σπύρου Μελά. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν
και έμεινε μέχρι τέλους ο ήρωάς του...
Ο Βασίλης Γκουριώτης δεν ήταν
και δεν θα γίνει ποτέ επώνυμος. Και γιατί άλλωστε; Ήταν έντιμος άνθρωπος,
αξιωματικός που «περπατούσε και ράγιζαν οι πλάκες» λένε οι εν ζωή συνάδελφοί
του, συντηρητικός, μεν, αλλά και στις απόψεις του απόλυτα δημοκρατικός (με την
καλή έννοια...), άριστος σύντροφος της γυναίκας του, υπόδειγμα πατέρα και
παππού. Γιατί να είναι «επώνυμος»; Προηγούνται τόσα σκουπίδια στην κοινωνία
μας...
Α.Β.Γ.