Η
γεωπολιτική αξία Ελλάδας - Κύπρου και ο ¨χειρουργικός¨ ακρωτηριασμός της.
ΜΕΡΟΣ 1ο:Οι
γεωπολιτικές επιλογές του Ελληνισμού.
3 Νοεμβρίου 2011
Γράφει Ευάγγελος ο Σάμιος
Σχόλιο
ΠΑΖΛ: Η παρούσα ανάρτηση εξετάζει την γεωπολιτική αξία της Ελλάδας και της Κύπρου,
προσπαθώντας να δώσει μία όσο το δυνατόν πλήρη εικόνα. Μέσα από αυτήν την
προσπάθεια επιδιώκεται ένας πρώτος προβληματισμός, σχετικά με τις γεωπολιτικές
επιλογές του Ελληνισμού.
Θα
ξεκινήσουμε με το τι είναι γεωπολιτική και ποίες οι σχολές της καθώς την άποψη
του καθηγητού κυρίου Ιωάννου Μάζη, ο οποίος μεταξύ των άλλων μας επισημαίνει
ότι: ¨ Η φάση της εφαρμογής των συμπερασμάτων της Γεωπολιτικής, καλείται
«Γεωστρατηγική» και συνεπώς, δεν είναι απαλλαγμένη από εθνικοκεντρικές θεάσεις
και προσεγγίσεις, χωρίς αυτό να αποτελεί κάποιο μειονέκτημα για την προσέγγιση
per se και τα ζητούμενά της. Μειονέκτημα, στη Γεωστρατηγική προσέγγιση δεν
αποτελεί η επιδίωξη του εθνικού συμφέροντος δια της αξιοποιήσεως των
γεωπολιτικών συμπερασμάτων. Μειονέκτημα, για οποιαδήποτε ορθολογιστική, άρα και
αποτελεσματική, προσέγγιση αποτελεί η «εθνικιστική» ή η αντίστοιχη
«διεθνιστική» μεταφυσική με την εμπάθεια και τον μεσσιανισμό που τις
χαρακτηρίζει αμφότερες¨.
Εν
συνεχεία αναλύουμε την συνολική αξία του προαναφερθέντος ενιαίου χώρου από την
οπτική και χρονική γωνία των αναλυτών.
Ξεκινάμε
με τον Στρατηγό ε.α. Δ. ΣΚΑΡΒΕΛΗ με απόσπασμα από την ομιλία του κατά την
έναρξη του 3ου Διεθνούς Συνεδρίου της ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ, την 10ην
Νοεμβρίου 2003, που μας διαφωτίζει με σημαντικά ιστορικά γεγονότα για
να κατανοήσουμε τη δυναμική της χωροθεσίας της Ελλάδος από γεωπολιτικής
απόψεως. Ταυτόχρονα όμως αναφέρει στοιχεία που επαύξαναν την γεωπολιτική
μας αξία, μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή. Τώρα διαβάζοντας το κείμενο
αντιλαμβανόμαστε τι έχουμε χάσει, εξ αιτίας των χειρισμών των κυβερνήσεων
¨...με τη σημασία της γεωπολιτικής διαστάσεως της Χώρας μας, θα πρέπει να
προσθέσουμε ότι αυτή συνεπικουρείται και από το πολιτικό, πολιτισμικό και
κοινωνικό εποικοδόμημα του συγκεκριμένου γεωγραφικού και γεωφυσικού χώρου. Η
σταθερή πολιτική δομή και το δημοκρατικό πολίτευμα, το πλούσιο ιστορικό
παρελθόν, η πληθυσμιακή ομοιογένεια με την έννοια της εθνικής και θρησκευτικής
αυτοσυνειδησίας, η παράδοση και οι αξίες της ζωής, είναι παράμετροι ή μάλλον
συντελεσταί της γεωπολιτικής βαρύτητος της Χώρας, μαζί με τη γεωστρατηγική και
την όποια γεωοικονομική παρουσία της. Ακόμη και η δυναμικότης του αποδήμου
ελληνισμού, καταλλήλως αξιοποιουμένου, είναι συντελεστής υπολογίσιμος. Είναι, η
Χώρα, ένας μικρός παίκτης στη διεθνή σκηνή, όμως είναι σοβαρός παίκτης για τον
περίγυρό της, με την προϋπόθεση ότι και η ιδία συμπεριφέρεται σοβαρά¨.
Συνεχίζουμε
με την Γεωπολιτική Συνείδηση της Ορθοδοξίας της Χριστίνας Μέλλιου, για να δούμε
μία άλλη άποψη γεωπολιτικής εκτίμησης, με βάσει την ορθόδοξο πίστη. Καταλήγει
δε στο συμπέρασμα ότι : ¨Η διασύνδεση επομένως «Ορθοδοξίας» και «Γεωπολιτικής»
φρονούμε ότι είναι πέρα ως πέρα αληθινή και υπαρκτή. Και μάλιστα ο «δεσμός»
αυτός, όταν αναγνωσθεί χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της λαϊκίστικης
υστερίας, θα μπορέσει να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο η Ορθοδοξία μπορεί
να αναγνωριστεί ως ενεργός παράγοντας του σύγχρονου παγκόσμιου γίγνεσθαι,
αποδεικνύοντας πως η θρησκεία και πιο συγκεκριμένα η Ορθοδοξία, φέρει μαζί της
μια βαριά κληρονομιά και ένα μεγάλο όραμα: την διατήρηση και εξασφάλιση της
ισορροπίας και της ειρήνης στις ανθρώπινες κοινωνίες¨.
Θα ακολουθήσει η " ΝΕΑ RIMLAND" και η
" ΝΕΑ ΓΙΑΛΤΑ" του Ιωάννη Θεοδωράτου, όπου μας αναλύει τις δικές
του προοπτικές, για τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ελλάδας στην διεθνή
σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου. Προτείνει δε όπως ¨Η Αθήνα θα πρέπει
να σταθεί κοιτάζοντας το συμφέρον της κατανοώντας ότι το «ξανθόν γένος» δεν
είναι μόνον το ρωσικό. Τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας ήταν πάντοτε σταθερά
προσανατολισμένα με τις ναυτικές δυνάμεις της ιστορίας. Όποτε το παρέβλεπε,
υφίστατο ήττες, δεινά και καταστροφές. Τώρα χαράζει η ευκαιρία να γυρίσει το
ρολόι πίσω στις αρχές του 20ου αιώνα και η ιστορία να λάβει
διαφορετική τροπή, προτού ολοκληρωθεί η κατασκευή της μεγαλύτερης αντιαρματικής
τάφρου της Ευρώπης¨.
Τελικά
η γεωπολιτική αξία του ελληνικού χώρου είναι αγαθό ή κατάρα; Αυτό θα μας το
αναλύση ο Σάββας Καλεντερίδης, διευκρινίζοντας ότι ¨η διαχείριση της
γεωπολιτικής αξίας του ελληνικού χώρου απαιτεί ανώτερης ποιότητας πολιτικό
προσωπικό για να μετατραπεί η αξία αυτή σε αγαθό που μπορεί να ωφελήσει τη χώρα
και τους πολίτες, ειδάλλως, μπορεί να μετατραπεί σε κατάρα, όπως έγινε πολλές
φορές στο παρελθόν, με τραγικές συνέπειες για την πατρίδα και το έθνος¨.
Ακολουθεί
η ανάλυση από τον Λουκά Αξελό ο οποίος μας επισημαίνει ότι: ¨Η πικρή αυτή
αλήθεια, σημαίνει με δύο λόγια ότι η ελληνική (ελλαδική και ελληνοκυπριακή)
πλευρά, παρά τον «σχεδόν σταθερό» δυσμενή συσχετισμό στην σφαίρα της γεω(πολιτικής),
έχει περιθώρια για διαφοροποίηση ή ανατροπή του αρνητικού ισοζυγίου, με την
σωστή αντιμετώπιση του ζητήματος στην σφαίρα της (γεω)πολιτικής.
Προϋπόθεση
των παραπάνω είναι η αλλαγή γραμμής πλεύσης από το κυρίαρχο μεταπολεμικά
πνεύμα, που αποτελεί ένα αντιφατικό αμάλγαμα «εξαρτημένου πατριωτισμού» και
«εξαρτημένου διεθνισμού», με κοινούς παρονομαστές τον λαϊκισμό, τον
κοσμοπολιτισμό και την μεταπρατική ιδεολογία, που συνοψίζεται πρακτικά έως
σήμερα στην θεωρητική και πρακτική αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των διεθνών
κέντρων, που επίμονα μας προπαγανδίζουν οι ψοφοδεείς επαρχιώτες μικροευρωπαίοι,
επίγονοι των ρωσοαγγλογάλλων¨.
Ο
Περικλής Νεάρχου μας τονίζει ότι ¨Παρατηρείται έτσι το παράδοξο, η Ελλάδα, που
είναι παγκόσμια ναυτιλιακή δύναμη και έχει για την εθνική της ασφάλεια τόση
ανάγκη από το ναυτικό πλεονέκτημα, να χάνει έδαφος και στον τομέα αυτό. Να
φαίνεται ανίκανη να συντηρήσει αποτελεσματικά τη ναυπηγική της βιομηχανία,
ιδιαίτερα την πολεμική. Να την ξεπουλάει σε ξένα συμφέροντα, όταν η επιβίωση
της τελευταίας βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στις παραγγελίες του Πολεμικού
Ναυτικού.
Ο
υπερφίαλος χαρακτήρας των τουρκικών φιλοδοξιών δεν είναι λόγος για την
υποτίμηση των τουρκικών συστηματικών προσπαθειών (για αεροναυτική κυριαρχία στην Ανατολική
Μεσόγειο). Είναι προφανές ότι,
ανεξάρτητα από τη μακροπρόθεσμη έκβασή τους, επηρεάζουν άμεσα τις τοπικές
ισορροπίες, που μας αφορούν. Ένας λόγος παραπάνω είναι το γεγονός ότι τώρα
διακυβεύονται ύψιστα εθνικά μας συμφέροντα, με την ανακήρυξη ή μη της ΑΟΖ και
την αξιοποίηση του υποθαλάσσιου εθνικού πλούτου".
Οι
Τούρκους αναλυτές¨ μας ενημερώνει ο Σάββας Καλντερίδης ¨εκτιμούν ότι εάν η
ελληνοκυπριακή πλευρά, καταφέρει να εκμεταλλευτεί τα κοιτάσματα της ΑΟΖ, θα
έχει κατορθώσει να ενισχύσει τόσο τη θέση της γεωπολιτικά, που στην ουσία θα
έχει εξουδετερώσει τα αποτελέσματα της εισβολής, γεγονός που θα ισχυροποιήσει
σε απαράδεκτο για την Άγκυρα βαθμό τη θέση της στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων
για την επίλυση του Κυπριακού¨
Στην
συνέχεια ακολουθεί η μελέτη με θέμα «Η Ελλάδα στο Νέο Γεωπολιτικό
Περιβάλλον» ΟΜΑΔΟΣ ΜΕΛΕΤΩΝ – ΕΡΕΥΝΩΝ του Σ.Ε.ΕΘ.Α. Αθήνα Ιούνιος
2004. Για όποιον θέλει να αυξήσει και άλλο τις γνώσεις πάνω στο υπό εξέταση
θέμα.
Έχουμε λοιπόν τις παρακάτω ενότητες:
1. Τι είναι
Γεωπολιτική - Σχολές ( Βικιπαιδεία και Ιωάννης Μάζης).
2. Γεωπολιτική του Ελληνικού Χώρου και Άμυνα (Στρατηγού εα
ΣΚΑΡΒΕΛΗ).
3. Η Γεωπολιτική Συνείδηση της Ορθοδοξίας (Χριστίνας Π.
Μέλλιου).
4. Η " ΝΕΑ RIMLAND" και η " ΝΕΑ ΓΙΑΛΤΑ" ( Ιωάννης Σ.
Θεοδωράτος ).
5. Η γεωπολιτική αξία του ελληνικού χώρου: Αγαθό ή κατάρα; ( Σάββα
Καλεντερίδη).
6. Κύπρος:Γεωπολιτικές δεσμεύσεις και συμπλέγματα εξάρτησης (Λουκάς Αξελός).
7. Ελλάδα, Κύπρος και γεωπολιτική στην ανατολική Μεσόγειο (Περικλής
Νεάρχου Πρέσβυς ε.τ.)
8. Γεωπολιτικός γρίφος στην Κύπρο (Σάββας Καλντερίδης).
9. Η Ελλάδα στο Νέο Γεωπολιτικό Περιβάλλον (Μελέτη Σ.Ε.Εθ.Α.).
............................................
2. «ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΑΜΥΝΑ»
Του Στρατηγού ε.α. Δ.
ΣΚΑΡΒΕΛΗ
Επιτίμου Αρχηγού ΓΕΕΘΑ
Ακαδημαϊκού
Κυρίες και Κύριοι,
Ο κόσμος μας έχει τις ατέλειές του. Προς Θεού δεν καταφέρομαι κατά του Πάνσοφου
Δημιουργού. Αναφέρομαι στην ανθρώπινη λογική και αντίληψη των πραγμάτων, που
θέλει να βλέπει δύο «ανισότητες» (ίσως κακώς τις είπα ατέλειες), ως αφετηρία
και υπόβαθρο πολλών δραστηριοτήτων του ανθρώπου, στην πορεία της ιστορίας του
πάνω στη γη.
Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμενος στην πρώτη ανισότητα, αυτή αφορά στην ανισομερή
κατανομή του πλούτου και των φυσικών πόρων της γης, που έχουν σχέση με την
επιβίωση και την ανάπτυξη και είναι η βάση της «γεωοικονομίας» σε σύγχρονη
ορολογία.
Η δεύτερη ανισότητα αφορά στη διαφοροποίηση της στρατιωτικής σημασίας των
διαφόρων σημείων και περιοχών του πλανήτη, σε συνάρτηση με την πρώτη ανισότητα,
που συνιστά τη «γεωστρατηγική».
Γεωστρατηγική και γεωοικονομία αποτελούν – όπως είναι γνωστό – τους δύο
βασικούς πόλους της γεωπολιτικής.
Αλλά, υπάρχει και μία τρίτη ανισότητα (ατέλεια) αυτή που αφορά στον άνθρωπο.
Δεν αναφέρομαι στις ανθρωπολογικές διαφορές (π.χ. χρώμα, σωματική διάπλαση…) ή
στις πολιτισμικές ετερότητες (π.χ. ιστορία, παράδοση, έθιμα…..). Αναφέρομαι
κυρίως, και αυτό θέλω να επισημάνω, στην αδυναμία εξεύρεσης κοινού παρονομαστού
αρχών και αξιών, παγκόσμιας εμβέλειας και ισχύος, που θα επέτρεπαν στον άνθρωπο
να επεμβεί διορθωτικά – εξισορροποιητικά στις προαναφερθείσες ανισότητες, δια
το κοινόν – πανανθρώπινο καλόν και όφελος. Αντ΄αυτού, οι άνθρωποι, σε ομάδες
και έθνη – κράτη αντιμάχονται αλλήλους μέσα σε γεωπολιτικά πλαίσια, με όρους
ισχύος και ζωτικών συμφερόντων, προς εκμετάλλευση των ανισοτήτων, για ίδιον
όφελος και ανάπτυξη, με αποτέλεσμα τις τεράστιες αντιθέσεις, τις συγκρούσεις
και τους πολέμους, που τελικά φθάσαμε να τους αποκαλέσουμε και ανθρωπιστικούς,
σχήμα οξύμωρο, τέλειος παραλογισμός. Αλλά, Κυρίες και Κύριοι, η γεωπολιτική
είναι «γεωπολιτική της ισχύος», ο ανίσχυρος δεν κάνει γεωπολιτική και εν πάση
περιπτώσει η γεωπολιτική δεν ήταν ποτέ και δεν είναι γεωπολιτική της αγάπης και
της αρετής.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η γεωπολιτική σημασία του ελληνικού χώρου στηρίζεται
περισσότερο – για να μη πούμε εξ ολοκλήρου – στη γεωστρατηγική του χώρου, παρά
στη γεωοικονομία του. Ο ελληνικός χώρος, κάτω από γεωστρατηγικό φακό, προκαλεί
με τη γεωγραφική θέση του. Αυτή η χωροθεσιακή ελληνική πραγματικότητα, εντάσσει
το χώρο στις πλέον σημαντικές στρατηγικές περιοχές του κόσμου μας. Στο μέσο
τριών ηπείρων και σημαντικών θαλασσών (Ανατ. Μεσογείου, Ευξείνου Πόντου, Αδριατικής)
και με τη γεωφυσική μορφολογία του, ως χερσαία και συνάμα θαλάσσια και
νησιωτική ενότητα, συνιστά γεωστρατηγικό σημείο αναφοράς. Ο ελληνικός χώρος
είναι βαλκανικός, ταυτοχρόνως ευρωπαϊκός και μεσογειακός. Είναι μέρος της Ανατ.
Λεκάνης της Μεσογείου, γύρω από την οποία αναπτύχθηκαν σπουδαίοι πολιτισμοί και
οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες. Βρίσκεται στην κορυφή ενός τριγώνου, του
οποίου οι δύο άλλες κορυφές βρίσκονται στη Μέση Ανατολή και στην Κασπία, όπου
επικεντρώνονται σήμερα τεράστια συμφέροντα. Η Κρήτη αυτή και μόνη, με προέκταση
στον κυπριακό χώρο (εφόσον ισχύει το δόγμα του ΕΑΧ)[2],
δεσπόζουν σημαντικών θαλασσίων οδών, επαυξάνοντας τη γεωπολιτική σημασία του
ελληνικού χώρου.
Αλλά, την γεωπολιτική αξία του χώρου, μαρτυρεί περισσότερο παντός άλλου, η ίδια
η ιστορία του τόπου. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος με δομικό στοιχείο την
πόλη-κράτος και με τη δυναμική του, ως προς την πολιτική δράση, τα γράμματα και
τις τέχνες, το εμπόριο και την οικονομία, αλλά και με τις στρατιωτικές
δραστηριότητές του, δεν ήταν παρά ο πρόδρομος και μία μικρογραφία της σημερινής
διεθνούς κοινότητας. Αν η συγκροτημένη γεωπολιτική σκέψη και γνώση έκανε την
παρουσία της στις αρχές του περασμένου αιώνα, στη Γερμανία, στη Σουηδία και
στην Αγγλία, αλλά και στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, η γέννηση της γεωπολιτικής, ίσως
αδιαμόρφωτης και μη συστηματοποιημένης, αναμφισβήτητα έλαβε χώρα το πρώτον στη
σκέψη και στη δράση των αρχαίων προγόνων μας. Αν μιλήσουμε για θεμελίωση
γεωπολιτικής σκέψης, αυτή βρίσκεται στα κείμενα του πρώτου ίσως γεωπολιτικού
επιστήμονα και στρατηγού Θουκυδίδη, που παραμένει έκτοτε πάντα επίκαιρος (για
να δανεισθώ τον τίτλο βιβλίου του πρέσβεως Βύρωνα Θεοδωροπούλου). Τόσο επίκαιρος,
ώστε σήμερα να διδάσκεται σε πολλά ξένα πανεπιστήμια και να μελετάται από
ινστιτούτα πολιτικής και στρατηγικής σκέψης. Οι γεωπολιτικοί όροι της «ισχύος»,
των «ζωτικών συμφερόντων», του «δικαίου του ισχυρού»….είναι Θουκυδίδειοι. Αν η
αρχαία Ελλάδα έχει την πατρότητα πολλών τομέων γνώσης – και την έχει – τότε
γιατί να μην έχει και αυτήν της γεωπολιτικής ;
Η ελληνική ιστορία σε όλη τη διαδρομή της, σαν μύθος, σαν θρύλος και σαν
ιστορία, έχει να επιδείξει δράση που σχετίζεται με γεωπολιτικές επιδιώξεις. Η
αργοναυτική εκστρατεία και τα κατορθώματα του Ηρακλή αντανακλούν τέτοιες
επιδιώξεις. Η πρώτη σύγκρουση Ανατολής – Δύσης έλαβε χώρα στον ελληνικό χώρο
(Μαραθώνας – Σαλαμίνα). Ναυμαχίες παγκόσμιας εμβέλειας – με τα τότε δεδομένα –
όπως του Ακτίου και αιώνες αργότερα της Ναυπάκτου, διεξήχθησαν σε ελληνικές
θάλασσες. Στη σκέψη του Ναπολέοντα ήταν πάντα ο ελληνικός χώρος, σαν βάση για
τις προς ανατολάς βλέψεις του (από μαρτυρίες του Las Casas, που είχε μαζί του
συνομιλίες στην Αγ. Ελένη, στη διάρκεια της εξορίας του). Αν η ελληνική υποταγή
στον Τούρκο δυνάστη κράτησε τόσους αιώνες, τούτο δεν είναι άσχετο με τη δυτική
γεωπολιτική αντίληψη που ήθελε ακεραία την οθωμανική επικράτεια, διότι αυτή, με
την κατοχή των Στενών και του ελληνικού κορμού, συνιστούσε ιδεώδη φραγμό στις
βλέψεις της διαρκώς μεγενθυνομένης Ρωσίας προς τις θερμές θάλασσες. Γι΄αυτό και
ο Ναύαρχος Κόδριγκτων περιέπεσε σε δυσμένεια μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου,
διότι το πλήγμα κατά της τουρκικής ισχύος ήταν ανεπιθύμητο, μια και η πολιτική
της Αυτοκρατορίας απέβλεπε στην Πελοπόννησο και μόνο, υπό μορφή προτεκτοράτου
της, για τη διασφάλιση του σημαντικού άξονα Γιβραλτάρ, Μάλτα, Σουέζ. Πολύ
αργότερα προσέθεσε στον άξονα και την Κύπρο. Δεν απέβλεπε στην αποδυνάμωση της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Aς αφήσουμε όμως να μιλήσει και η νεώτερη ιστορία για την γεωπολιτική αξία του
ελληνικού χώρου. Η γεωπολιτική θεωρία του Μackinder, εκ των πρωτεργατών της
σύγχρονης γεωπολιτικής επιστήμης, περί καρδιάς της γης (heartland) και
περιμέτρου (rimland) επιβεβαιώθηκε και στους δύο Π.Π. με πρωταγωνιστή την
Γερμανία.
Η Ελλάδα, χώρα της παράκτιας ζώνης, της «rimland», προέβη τότε, με κριτήρια
γεωπολιτικά, σε ορθές επιλογές υψηλής στρατηγικής, συμπαραταχθείσα με τις άλλες
δυνάμεις της «rimland», δηλαδή την Αντάντ στον Α΄ και τη Δυτική Συμμαχία στον
Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Χώρα δικαιώθηκε στις επιλογές της, αφού και στις δύο
περιπτώσεις ωφελήθηκε εδαφικά, αν και όχι απολύτως, σε σχέση με τις επιδιώξεις
της. Εξάλλου, η γεωστρατηγική σημασία του ελληνικού χώρου ήταν τέτοια, ώστε και
στις δύο μεγάλες συγκρούσεις δεν θα μπορούσε να παραμείνει σε κατάσταση
ουδετερότητας.
Κατά τον Α΄Π.Π., στον ηπειρωτικό ελληνικό κορμό συγκροτήθηκε ένα από τα κύρια
μέτωπα αυτού του πολέμου, το μακεδονικό μέτωπο. Από αυτό επιχειρήθηκε η
διάσπαση της αμύνης των Κεντρικών Δυνάμεων, η οποία και επετεύχθη. Η
χρησιμοποίηση του ελληνικού χώρου και γενικώς της Βαλκανικής Χερσονήσου ως
πρόσβασης για ενέργεια κατά της Κεντρικής Ευρώπης επανήλθε και υπεστηρίχθη και κατά
τον Β΄Π.Π., ασχέτως αν επικράτησε τελικά η άποψη της απόβασης στην ιταλική
χερσόνησο.
Το θέμα της «ουδετερότητος» της Χώρας, που προαναφέρθηκε, με σκοπό την αποφυγή
των συνεπειών που θα είχε η εμπλοκή της, παρουσιάστηκε και κατά τους δύο πολέμους.
Και κατά μεν τον Α΄Π.Π., η Χώρα, ως συνέχεια των βαλκανικών πολέμων, αλλά και
υπό την επήρρεια της Μεγάλης Ιδέας, είχε ακόμη στόχους απελευθερωτικούς,
εφ΄όσον ελληνικοί πληθυσμοί διατελούσαν εισέτι υπό ξένη κατοχή και συνεπώς
ώφειλε να τους πραγματώσει. Όμως, κατά τον Β΄Π.Π., η αποφυγή του πολέμου, η
ουδετερότης, παρά τη γνωστή αποφυγή πάσης αφορμής και αιτίας, δεν ήταν θέμα
δικής της επιλογής, διότι τελικώς της επεδόθη η γνωστή τελεσιγραφική αξίωση της
Ιταλίας. Η γεωπολιτική του ελληνικού χώρου, ούτως ή άλλως, δεν ευνοεί την
ουδετερότητα.
Στη δεύτερη περίπτωση, στον Β΄Π.Π., η Χώρα, με τη νικηφόρο εκστρατεία της,
ανέτρεψε τα ιταλικά σχέδια, όμως η γεωπολιτική της παράμετρος επροκάλεσε τη
γερμανική επίθεση και την κατάκτησή της, όχι μόνο διότι ο ελληνικός χώρος ήταν
απαραίτητος στα γερμανικά σχέδια κατά θετικόν τρόπον, διότι θα υποβοηθούσε τις
επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική και θα παρείχε πρόσβαση προς την περιοχή της
Μέσης Ανατολής, όπου και τα πολύτιμα πετρελαϊκά αποθέματα, αλλά και κατά αρνητικόν
τρόπο, απαγορεύοντας τη χρήση του από τον αντίπαλο, δηλαδή τους Συμμάχους, όπως
είχε γίνει κατά τον Α΄Π.Π. Γι΄αυτό το τελευταίο υπάρχει υπόμνηση στο κείμενο
της Διακοινώσεως που ο Γερμανός πρέσβυς επέδωσε στον τότε Πρωθυπουργό Αλεξ.
Κορυζή. Το κείμενο λέγει ότι,….. «από τινων εβδομάδων ουδεμία απομένει
αμφιβολία ότι, η Αγγλία επιχειρεί να εγκαταστήσει εν Ελλάδι νέον μέτωπον κατά
της Γερμανίας, του είδους της κατά τον Α΄Π.Π. εκστρατείας», εννοώντας το
μακεδονικό μέτωπο. Ο ελληνικός χώρος λοιπόν θα κατελαμβάνετο. Αφού αυτό δεν το
επέτυχαν οι Ιταλοί, το ανέλαβαν οι Γερμανοί. Επί πλέον, με τον ελληνικό χώρο
στη διάθεση των συμμάχων, δεν θα ήτο ασφαλής, τουλάχιστον από τη Συμμαχική
αεροπορία, η πλευρική κατά της Ρωσίας γερμανική εκστρατεία, η προς την Καυκασία,
και θα ήσαν εντός βεληνεκούς τα πολύτιμα για τη Γερμανία ρουμανικά πετρέλαια.
Αξίζει ακόμα να μνημονευθεί, προς επίρρωσιν της γεωπολιτικής σημασίας του
ελληνικού χώρου, ότι, παρά το γεγονός της γερμανικής αποχώρησης από το
μεγαλύτερο μέρος του, εντός του 1944, το προπύργιον της Κρήτης δεν είδε την
ελευθερία του παρά την υστάτη ώρα, τον Απρίλιο του επομένου έτους, ένα μήνα
πριν από τον τερματισμό του μεγάλου αυτού πολέμου.
Με τα μέχρι τούδε συντόμως εκτεθέντα, γίνεται νομίζω κατανοητή η δυναμική της
χωροθεσίας της Ελλάδος από γεωπολιτικής απόψεως. Οι τότε ισχυροί παίκτες του
Διεθνούς Συστήματος δεν θα άφηναν έξω από τους υπολογισμούς τους ένα τέτοιο
χώρο. Και δεν το εννοούμε αυτό, μόνο για την περίοδο των πολεμικών επιχειρήσεων.
Τους ενδιέφερε και το μεταπολεμικό σκηνικό. Έτσι, λήγοντος του πολέμου, στις
συσκέψεις της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945) και του Πότσνταμ (Αύγουστος 1945)
επροχώρησαν στη γνωστή «διανομή», η οποία καθόρισε και την τύχη του ελληνικού
χώρου, πάντοτε με κριτήρια γεωπολιτικά. Είναι αυτά ακριβώς τα κριτήρια που
προφανώς έλειψαν από τους σχεδιασμούς της τότε Αριστεράς του Τόπου μας, όταν
απεφάσισε τον επώδυνο τρίτο γύρο. Τολμούμε δε να πούμε ότι και στο Κυπριακό
θέμα, έλειψαν τα γεωπολιτικά στοιχεία, στις αρχές της δεκαετίας του 50, παρά το
γεγονός ότι στην περίπτωση της Κύπρου αυτά ήσαν λαλίστατα. Αν ελαμβάνοντο
υπόψη, ίσως να είχαν γίνει εξ αρχής διαφορετικές μεθοδεύσεις και το κυπριακό να
είχε άλλη πορεία.
Ήδη μεσούντος του Β΄Π.Π., ο Mackinder επεξεργάστηκε την αρχιτεκτονική του
μεταπολεμικού κόσμου. Η νέα Δύναμη που θα εδέσποζε στην «καρδιά» της γης, την
heartland, δεν μπορούσε πλέον να είναι η Γερμανία, μπορούσε όμως κάλλιστα να
είναι η Ρωσία (ως Ε.Σ.Σ.Δ.). Αν για τη Γερμανία το κίνητρο ήταν η θεωρία περί
«ζωτικού χώρου» των Haushofer και Ratzel, με εποικοδόμημα τον εθνικοσοσιαλισμό,
για τη μεταπολεμική Ρωσία ήταν ο απόλυτος έλεγχος άλλων χωρών, με εποικοδόμημα
τον μαρξιστικό διεθνισμό. Οι ευρωπαϊκές χώρες της rimland, του παράκτιου τόξου,
έπρεπε να οργανωθούν στρατιωτικά για τη συγκράτηση-ανάσχεση (containment) των
δυνάμεων της καρδιάς. Στις ευρωπαϊκές χώρες επεβάλλετο πλέον να προστεθούν και
οι υπερατλαντικές, οι Η.Π.Α. και ο Καναδάς, που είχαν αποδειχθεί απαραίτητες
και στους δύο πολέμους. Με το βιβλίο του «The Geography of Peace» που
κυκλοφόρησε το 1944, ο Spykman ασπαζόμενος τη γενική αντίληψη του Mackinder,
έθεσε τις πρώτες βάσεις για τη γεωπολιτική σύλληψη του Νατοϊκού σχεδιασμού.
Πάνω στη δική του αρχιτεκτονική οικοδομήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1949, η
Ατλαντική Συμμαχία, ο Οργανισμός ΝΑΤΟ, πέντε με έξη χρόνια μετά τη θεωρητική
διατύπωση της αναγκαιότητός του, ως ακρογωνιαίου λίθου, για τη διασφάλιση της
ειρήνης (έστω και ως ειρήνης του τρόμου – λόγω της πυρηνικής απειλής) και την
εξασφάλιση του Δυτ. Κόσμου.
Από καθαρά γεωπολιτικής απόψεως, το τόξο ανασχέσεως ήταν ελλιπές χωρίς τον
ελληνικό χώρο. Κατόπιν αυτού, προσεκλήθη και το έτος 1952 προσεχώρησε στο ΝΑΤΟ
και η Χώρα μας. Για την Ελλάδα, ο Mackinder είχε ήδη γράψει, ότι….. «η κατάκτησή
της από μία ισχυρή χερσαία Δύναμη θα δώσει πιθανότατα σε αυτή τη Δύναμη τη
δυνατότητα του ελέγχου όλης της Παγκόσμιας Νήσου». Η προσχώρηση της Χώρας
μας ήταν η πρώτη μεταπολεμικά από τις δύο μεγάλες της επιλογές υψηλής
στρατηγικής, με γεωστρατηγικά και γεωοικονομικά κριτήρια. Η δεύτερη ήταν η
ένταξή μας στην Ε.Ε. Με την πρώτη αποβλέψαμε στη διασφάλιση της παραμονής μας
στον ελεύθερο κόσμο της Δύσεως, με τη δεύτερη αποβλέψαμε στην οικονομική,αλλά
και στην πολιτική ενδυνάμωσή μας. Το ίδιο έτος, 1952, προσεχώρησε στο ΝΑΤΟ και
η Τουρκία και τρία χρόνια αργότερα συγκροτήθηκε ο CENTO (Central Treaty
Organization), με τον οποίο το τόξο συμπληρώθηκε με τις νότιες ασιατικές χώρες,
Ιράκ, Ιράν και Πακιστάν.
Κυρίες και Κύριοι,
Σχετικά με τη σημασία της γεωπολιτικής διαστάσεως της Χώρας μας, θα πρέπει να
προσθέσουμε ότι αυτή συνεπικουρείται και από το πολιτικό, πολιτισμικό και
κοινωνικό εποικοδόμημα του συγκεκριμένου γεωγραφικού και γεωφυσικού χώρου. Η
σταθερή πολιτική δομή και το δημοκρατικό πολίτευμα, το πλούσιο ιστορικό
παρελθόν, η πληθυσμιακή ομοιογένεια με την έννοια της εθνικής και θρησκευτικής
αυτοσυνειδησίας, η παράδοση και οι αξίες της ζωής, είναι παράμετροι ή μάλλον
συντελεσταί της γεωπολιτικής βαρύτητος της Χώρας, μαζί με τη γεωστρατηγική και
την όποια γεωοικονομική παρουσία της. Ακόμη και η δυναμικότης του αποδήμου
ελληνισμού, καταλλήλως αξιοποιουμένου, είναι συντελεστής υπολογίσιμος. Είναι, η
Χώρα, ένας μικρός παίκτης στη διεθνή σκηνή, όμως είναι σοβαρός παίκτης για τον
περίγυρό της, με την προϋπόθεση ότι και η ιδία συμπεριφέρεται σοβαρά.
Σήμερα, στα 10 και πλέον χρόνια του μεταψυχροπολεμικού κόσμου μας, η
Γεωπολιτική και συνακόλουθα η Άμυνα, προκαλούνται από νέας μορφής απειλές, τις
καλούμενες και ασύμμετρες, με πρώτη τη διεθνή τρομοκρατία. Η δεδομένη χωροθεσία
του Τόπου μας δεν τον αφήνει ανεπηρέαστο από τις επιπτώσεις. Έτσι είμεθα
μάρτυρες της μετανάστευσης λαθραίας ή μη, του οργανωμένου εγκλήματος, της
δράσης μιας εσωτερικής τρομοκρατίας και καθόλου λιγότερο των κινδύνων από την
αλόγιστη διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής και την μη ανατάξιμη
περιβαλλοντική φθορά. Και ενώ οι νέες απειλές καλούν σε διεθνή συνεργασία για
την αντιμετώπισή τους, ο κόσμος μας, ιδιαίτερα ο ευρωατλαντικός κόσμος,
διχάζεται ως προς τη μεθόδευση της δράσης του για την αντιμετώπιση των απειλών,
με τις ΗΠΑ να ακολουθούν μίαν ηγεμονική πορεία που μάλλον αποδεικνύεται
αντιπαραγωγική (περίπτωση Ιράκ). Μέσα σ΄αυτό το νέο περιβάλλον ασφαλείας, η
Χώρα από μόνη της, αλλά και συλλογικά, μέσα από τους διεθνείς οργανισμούς των
οποίων είναι μέλος, κυρίως την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ, καλείται να διασφαλίσει την
επιβίωση και το μέλλον της.
3. Η Γεωπολιτική Συνείδηση
της Ορθοδοξίας
Χριστίνα Π. Μέλλιου, Διδάκτωρ Οικονομικής
Γεωγραφίας-Γεωπολιτικής
Η Ν/Α Μεσόγειος και τα
Βαλκάνια αποτελούν περιοχές που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη
Ιστορία και οι οποίες στις παρούσες συνθήκες συνδέονται με τον παράγοντα
«ενέργεια» και τον παράγοντα «ενεργειακοί πόροι». Στην Ν/Α Μεσόγειο και τα
Βαλκάνια επίσης, η Ορθοδοξία αποτελεί βασικό συνδετικό κρίκο που ενώνει από τα
χρόνια του Βυζαντίου έως σήμερα τους πληθυσμούς των περιοχών αυτών με ένα
ενιαίο θρησκευτικό παρελθόν.
Η διασύνδεση επομένως
«Ορθοδοξίας» και «Γεωπολιτικής» είναι πέρα ως πέρα αληθινή και υπαρκτή. Ο
«δεσμός» αυτός είναι σε θέση να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο η Ορθοδοξία
μπορεί να αναγνωρισθεί ως ενεργός παράγοντας του σύγχρονου παγκόσμιου
γίγνεσθαι.
H ιστορία της Ευρώπης έχει
εξελιχθεί με βάση διάφορους γεωγραφικούς «πυρήνες»:
Β/Δ Ευρώπη, Ν/Δ Ευρώπη,
Κεντρική Ευρώπη, Ν/Α Ευρώπη, Ανατολική Ευρώπη-Ρωσία. Από αυτούς τους «πυρήνες»
θεωρούμε ότι, σχετικά με την παρούσα μελέτη, αυτός της Ανατολικής
Ευρώπης-Ρωσίας χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης από κοινού με αυτόν της Ν/Α Ευρώπης-
Ν/Α Μεσογείου.
Η ανατολική πλευρά της Ευρώπης
αποτελείται από τέσσερις, ιδιαιτέρων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, «κόσμους»:
τον ρώσο-ουκρανικό, τον βαλτικό, τον κέντρο-ευρωπαϊκό, και τον βαλκανικό. Η
ανατολική πλευρά της Μεσογειακής λεκάνης αποτελείται, από άποψη θρησκειών, από
τρεις «κόσμους»: τον χριστιανικό, τον μουσουλμανικό και τον ιουδαϊκό. Η
πολιτική σταθερότητα αυτών των «κόσμων», αποτελεί ζήτημα υψίστης σημασίας για
την οικονομική ευημερία της Δύσης, μιας και αυτές οι περιοχές αποτελούν τον
«ομφάλιο λώρο» μεταξύ της αναπτυγμένης οικονομικά Ευρώπης και των περιοχών που
«στηρίζουν» την ανάπτυξη αυτή. Ταυτοχρόνως, οι τελευταίες αυτές περιοχές
αποτελούν τον ξεχασμένο «μη υλιστικό πυρήνα» από τον οποίο άντλησε η Δυτική
Ευρώπη όλες τις πνευματικές, ηθικές, θρησκευτικές αντιλήψεις που την βοήθησαν
στην οικοδόμηση εκείνων των πτυχών του πολιτισμού της, οι οποίες στάθηκαν
επωφελείς για τον άνθρωπο.
Στη Ν/Α Μεσόγειο και τα
Βαλκάνια η Ορθοδοξία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της πολιτισμικής ταυτότητας
των πληθυσμών. Αποτελεί συνδετικό κρίκο που ενώνει, από τα χρόνια του Βυζαντίου
έως σήμερα, τους πληθυσμούς αυτούς με ένα ενιαίο θρησκευτικό παρελθόν. Είναι
σημείο αναφοράς στις παραδόσεις και τις τέχνες των λαών αυτών και αποτελεί, εν
μέρει, την πηγή της εθνικής τους αφύπνισης αλλά και διαθέτει σημαντική επιρροή
των πολιτικών τους σχεδιασμών. Η Ορθοδοξία στον χώρο της Ν/Α Μεσογείου και των
Βαλκανίων, με τον εδώ και αιώνες διμερή ανταγωνισμό της με τον μουσουλμανικό
κόσμο αλλά και τον δυτικό χριστιανισμό, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από τον
Ρωμαιοκαθολικισμό, αποτέλεσε και αποτελεί οργανικό στοιχείο ποικίλων εθνικών
αναγεννήσεων και εθνικών ανεξαρτησιών. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η έννοια της
εθνικής ταυτότητας στον παραπάνω γεωγραφικό χώρο, αλλά και του εθνικού
γεωγραφικού προσδιορισμού, δεν μπορεί να έχει νόημα δίχως την μόνιμη αναφορά
στην πολιτισμική και θρησκευτική επιρροή. Και ειδικότερα, τόσο τα εδαφικά
στοιχεία όσο και τα εθνικά ιδεολογήματα που έχουν εν μέρει διαμορφωθεί από τις
θρησκευτικές πραγματικότητες, τις οφειλόμενες στην Ορθοδοξία. Η Ν/Α Μεσόγειος
και τα Βαλκάνια αποτελούν περιοχές που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην
ανθρώπινη Ιστορία και οι οποίες στις παρούσες συνθήκες συνδέονται με έναν από
τους σπουδαιότερους παράγοντες που σχετίζονται με την διατήρηση του υψηλού
βιοτικού επιπέδου, το οποίο η ανθρωπότητα με πολλούς κόπους έχει κατορθώσει να
διασφαλίσει: τον παράγοντα «ενέργεια» και «ενεργειακοί πόροι». Σύμφωνα με τα
παραπάνω, η εξασφάλιση του «υλικού» παράγοντα -δηλ. της «ενέργειας»- συνδέεται
με την εξασφάλιση «ηρεμίας» στις προαναφερθείσες «πολιτισμικές» περιοχές, στις
οποίες τα πάθη -δηλ. η μη λογική- μπορούν να αποτελέσουν το φυτίλι διαφόρων
κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών εκρήξεων. Ένα σκίρτημα και μόνο στην
παραπάνω περιοχή, περιοχή όπου η Ορθοδοξία διαδραματίζει έναν από τους πιο σημαντικούς
πολιτιστικούς ρόλους στον κόσμο, αρκεί για να μεταβληθεί η γεωπολιτική
ισορροπία σε παγκόσμιο γεωπολιτικό κυκλώνα. Και ακριβώς επειδή η Ορθοδοξία
αποτελεί τον αιώνιο καταλύτη υποφωσκουσών συμπεριφορών, γίνεται αντιληπτό ότι η
Ορθοδοξία μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα για την ομαλή επίλυση των
σοβαρών προβλημάτων της ανθρωπότητας, επειδή έχει την δυνατότητα να προσφέρει
την πνευματική διάσταση που τόσο λείπει σήμερα.
Σε αυτό το σημείο, προκειμένου
να γίνουν κατανοητά τα προαναφερόμενα, πραγματοποιούμε μια περιγραφή του
γεωπολιτικού χάρτη της λεκάνης της Μεσογείου, όπως αυτός εμφανίζεται με τα
σημερινά δεδομένα.
Η Μεσόγειος ορίζει έναν
οριζόντιο άξονα αγγλοσαξονικής επιρροής με 4 «σημεία στήριξης»:
a) Γιβραλτάρ, β) Μάλτα, γ)
Κρήτη, δ) Κύπρος
Σημαντικοί οδοί εμπορίου,
επικοινωνιών αλλά και στρατηγικής σημασίας, είναι οι 2 κάθετοι ως προς τον
οριζόντιο άξονα:
α) Αδριατική, β) Αιγαίο
Στην περίπτωσή μας θα
επικεντρωθούμε στον άξονα του Αιγαίου και στο ανατολικό άκρο του οριζόντιου
άξονα.
i) Αιγαίο:
Είναι αδιαμφισβήτητο και
ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η περιοχή του Αιγαίου αλλά και της «θύρας» του
Βοσπόρου καθόρισαν σημαντικές γεωπολιτικές εξελίξεις ήδη από την εποχή του
Χαλκού. Πολλώ δε μάλλον, τον 20ο αιώνα, όταν και διαμορφώθηκε η σημερινή
πολιτικό-οικονομική ισχύς της Δύσης, η οποία στηρίχτηκε στην εκμετάλλευση του
ανθρώπινου δυναμικού και των φυσικών πρώτων υλών της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Ειδικότερα σε ό,τι έχει να
κάνει με την σχέση Ελλάδος/Τουρκίας -σχέση που υπαγορεύεται πρωτίστως από
γεωγραφικούς λόγους- μπορεί κάποιος εύκολα να παρατηρήσει ότι η περιοχή του
Αιγαίου δεν αξιοποιήθηκε από ελληνικής πλευράς όσο έπρεπε, χρησιμοποιούμενη ως
γεωπολιτικό διακύβευμα, σε αντίθεση με την Τουρκική πλευρά, η οποία διεκδικούσε
μερίδιο της κυριαρχίας της επί του Αιγαίου, χρησιμοποιώντας ως «μοχλό» την
σπουδαιότητα του διαύλου Βοσπόρου-Δαρδανελίων. Με τον τρόπο αυτό η Τουρκία
συνέχισε και συνεχίζει την επιτυχημένη πολιτική η οποία εδράζεται στο ότι αυτή
αποτελεί την μοναδική «γέφυρα»1 μεταξύ δυο ηπείρων: Ευρώπης και Ασίας.
Εμφανίζεται δε η Τουρκία ιδιαιτέρως ενισχυμένη στην άσκηση της πολιτικής αυτής
όχι μόνο επειδή προβάλει επιτυχώς τα τελευταία 80 χρόνια την κοινή αντίληψη
πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών ιθυνόντων, περί κοινού οφέλους και
κινδύνων, αλλά και διότι εκμεταλλεύτηκε όσο το δυνατόν καλύτερα την νέα
διαμόρφωση ισορροπιών που προέκυψαν μετά το 1991 και το 2003 τόσο στην Μέση
Ανατολή όσο και στην πρώην Ανατολική Ευρώπη.
Στο πλαίσιο του παγκοσμίου
«παιγνίου» ισορροπιών ισχύος, μια από τις σημαντικές παραμέτρους της άσκησης
εξωτερικής πολιτικής ήταν και είναι αυτή του πολιτισμού. Στην έννοια του
πολιτισμού βεβαίως εμπεριέχεται και η θρησκεία. Η σημασία της θρησκείας για το
σύμπλοκο της Ν/Α Μεσογείου, και ειδικότερα για την Ελλάδα, γίνεται εύκολα
κατανοητή, αν σκεφτούμε ότι στις περιοχές αυτές διαβιούν κοινωνίες οι οποίες
έχουν δομηθεί βάσει αριστοτελικών και ιουδαϊκών προτύπων. Άρα οι κοινωνίες
αυτές προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο «συναίσθημα» ως παράγοντα δημιουργίας
κοινωνικών σχέσεων και κατ΄ επέκταση, πολιτικής.
ii) Ανατολικό άκρο
αγγλοσαξονικού άξονα επιρροής (Ν/Α Μεσόγειος)
Η σημασία της περιοχής αυτής
είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις εξελίξεις στον προαναφερθέντα γεωγραφικό χώρο,
δηλαδή αυτόν του Αιγαίου. Ως Ν/Α Μεσόγειο θα ορίσουμε την περιοχή που
περιλαμβάνει την Κύπρο, την Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή. Η Κύπρος προβάλει ως
«παρατηρητήριο» απ' όπου εποπτεύονται τα τεκταινόμενα σε έναν τεράστιο
γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνει τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία, την λεγόμενη
Ν/Δ Ασία (Αφγανιστάν, Πακιστάν, Ιράν, Περσικό Κόλπο) και βεβαίως τα κράτη που
ανήκουν στα απέναντι από την Κύπρο παράλια (Συρία, Λίβανο, Ισραήλ). Βεβαίως,
στην περιοχή της Ν/Α Μεσογείου καταλήγουν (αλλά και σχεδιάζονται)
σημαντικότατοι ενεργειακοί αγωγοί οι οποίοι από κοινού με την διώρυγα του Σουέζ
κρατούν την ευημερία και την οικονομική επιβίωση της Δύσης στα σημερινά
επίπεδα. Επίσης, ιδίας και ίσως σπουδαιότερης σημασίας είναι το γεγονός ότι
στην Ν/Α Μεσόγειο εντοπίζεται ο νέος «εχθρός» της Δύσης, δηλαδή το Ισλάμ, όπως
αυτό ερμηνεύεται και παρερμηνεύεται για την επιδίωξη στρατηγικών και άλλων
σκοπών.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι
η Τουρκία είναι σχεδόν υποχρεωμένη να ασκεί επιθετική εξωτερική πολιτική,
ακολουθώντας τις «γραμμές» της νέας παγκόσμιας τάσης που υπαγορεύει ότι τον
σημαντικότερο ρόλο σήμερα διαδραματίζουν οι ιδέες/ιδεοληψίες και οι
«πολιτισμικές/πολιτιστικές επιθέσεις».
Μεσούσης της παγκόσμιας
ανακατανομής ισορροπιών ισχύος το 1991, εκλέγεται στον Οικουμενικό Θρόνο ο κ.
Βαρθολομαίος. Από εκείνη τη στιγμή παρατηρείται ένα εντυπωσιακό «άνοιγμα» του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, επικεντρωμένο κυρίως στις σημαντικές οικολογικές
-και όχι μόνο- δραστηριότητες του Πατριάρχη.
Οι δραστηριότητες αυτές είχαν
ως πυρήνα τα λεγόμενα «Εν Πλω» οικολογικά Συνέδρια -που διεξήχθησαν τα έτη
1995, 1997, 1999, 2002 και 2003 στις περιοχές του Αιγαίου, Μαύρης Θάλασσας,
Δούναβη, Αδριατικής και Βαλτικής αντιστοίχως υπό την αιγίδα του Οικουμενικού
Πατριαρχείου- και αξίζει να τονιστεί ότι ο στόχος τους ήταν υψηλός, όπως επίσης
και η επιρροή τους αν δει κάποιος το status των συμμετεχόντων. Το σημαντικότερο
αποτέλεσμα όλων - των μέχρι τώρα- πραγματοποιηθέντων Συνεδρίων είναι ότι εκτός
από την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας για τα ζητήματα
περιβάλλοντος, έγινε πραγματικότητα και η εμπλοκή διεθνών θεσμικών δρώντων που
διαθέτουν ιδιαίτερο κύρος στις περιοχές που πραγματοποιήθηκαν τα «Εν Πλω»
Συνέδρια.
Με τον τρόπο αυτό όχι μόνο
αναβαθμίστηκε το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά του δόθηκε η
δυνατότητα να έρθει σε επαφή με εγνωσμένης ικανότητας και επιρροής άτομα, τα
οποία θα μπορέσουν να αντιληφθούν τον ρόλο που επιθυμεί να διαδραματίσει το
Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι πέρα από το πρόδηλο
ενδιαφέρον που παρουσιάζει η ουσία των Συνεδρίων, με όλες τις προεκτάσεις που
κάτι τέτοιο μπορεί να λάβει, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πραγματοποίησε μια
προσπάθεια «ανοίγματος», μια αναζήτηση νέων οριζόντων και νέας λογικής
επικοινωνίας στον σύγχρονο Ευρωπαϊκό, και όχι μόνο, κόσμο. Με βάση λοιπόν τα
θέματα που ενώνουν τους ανθρώπους, όπως η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος,
το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναζητεί δρόμους που θα το οδηγήσουν στην επέκταση
της επιρροής του, πέρα από τα όρια της πνευματικής του δικαιοδοσίας. 2 Στόχος
λοιπόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν πάνω από όλα η εύρεση θεμάτων
προβληματισμού με πανανθρώπινη εμβέλεια, έτσι ώστε να μπορέσει να είναι βέβαιη
η επέκταση της πνευματικής του επιρροής ακόμα σε χώρες ή σε Εκκλησίες με τις
οποίες οι σχέσεις του περνούσαν κρίση.
Το άνοιγμα που επιχειρεί ο
Οικουμενικός Θρόνος αποδεικνύει ότι η κεφαλή της Ορθοδοξίας έχοντας γεωπολιτική
συνείδηση και παρακολουθώντας τις παγκόσμιες εξελίξεις, διαδραματίζει σπουδαίο
ρόλο στον τομέα της πολιτισμικής, και όχι μόνο, γεωγραφίας τόσο στην Ν/Α
Μεσόγειο και τα Βαλκάνια όσο και σε εκείνα τα σημεία του πλανήτη όπου υπάρχουν
Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την
Ν/Α Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, άξια προσοχής είναι η αντιπαράθεση του
Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος. Μια αντιπαράθεση που
επικεντρώνεται κατά κύριο λόγο στο ζήτημα των λεγομένων «Νέων Χωρών», κάτι που
έχει παρουσιαστεί ξανά στο πρόσφατο παρελθόν.
Στο σημείο αυτό πρέπει να
τονίσουμε πως αν κάποιος συμβουλευτεί έναν εκκλησιαστικό χάρτη που παρουσιάζει
τα εκκλησιαστικά σύνορα -τα σύνορα, δηλαδή, που διαχωρίζουν τις εκκλησιαστικές
έδρες του Οικουμενικού Πατριαρχείου από αυτές της Εκκλησίας της Ελλάδος- τότε
παρατηρεί ότι η πραγματική δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος σταματά στον
άξονα Ολύμπου -Άρτας, ενώ οι περιοχές των λεγομένων «Νέων Χωρών» (Μακεδονία,
Ήπειρος, Θράκη και νησιά Β. Αιγαίου) και των Δωδεκανήσων μαζί με την
ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης ανήκουν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού
Πατριαρχείου. Η δε ελληνική Πολιτεία επωμίζεται απλώς τα έξοδα διαχείρισης. Με αυτόν
τον τρόπο διαγράφεται ο σημαντικός ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το
Οικουμενικό Πατριαρχείο στη γεωγραφική περιοχή των λεγομένων «Νέων Χωρών» όταν
-και αν- περιέλθει αυτή εξ' ολοκλήρου στην διοικητική δικαιοδοσία του,
χρησιμεύουσα ως δίαυλος επικοινωνίας του Οικουμενικού Θρόνου με την Ευρωπαϊκή
Ένωση. Τότε, θα έχουμε μια εκκλησιαστική οντότητα της οποίας η έδρα θα
βρίσκεται εκτός ΕΕ, το νομικό της καθεστώς θα ορίζεται, επίσης, από μια χώρα
που δεν αποτελεί μέλος της ΕΕ, αλλά οι ζωτικές της εκκλησιαστικές έδρες θα
βρίσκονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως, η όλη αυτή κατάσταση
ομαλοποιείται στην περίπτωση που η Τουρκία ενταχθεί στους κόλπους της
ευρωπαϊκής «οικογένειας». Πέρα όμως από το τί συνεπάγεται πολιτικά η εξ'
ολοκλήρου διοικητική υπαγωγή των εκκλησιαστικών εδρών των «Νέων Χωρών» στον
Οικουμενικό Θρόνο, σπουδαίο σημείο αναφοράς αποτελεί επίσης και ο περιορισμός
της επέκτασης της πνευματικής επιρροής του Πατριαρχείου Μόσχας αποκλειστικά και
μόνο στα Σλαβικά κράτη της Βαλκανικής. Στην περίπτωση αυτή θα οριοθετηθεί ένας
εκκλησιαστικός χάρτης, στον οποίο η πνευματική επιρροή του Πατριαρχείου Μόσχας
θα σταματά στην συνοριακή γραμμή που χωρίζει την Ελλάδα από τα λοιπά βαλκανικά
κράτη, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εξασκεί διοίκηση και θα προβάλλει την
πνευματική επιρροή του στις περιοχές της Μακεδονίας, Ηπείρου, Θράκης,
ανατολικού και βορείου Αιγαίου και Κρήτης. Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις του
Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο Μόσχας, η κατάσταση φαίνεται πιο
ξεκάθαρη από την στιγμή που οι δυο μεγάλοι πόλοι της Ορθοδοξίας θεωρούν ως
μελλοντική τους προοπτική την εξάπλωση της πνευματικής τους επιρροής στον
κεντροευρωπαϊκό χώρο και στον χώρο της Βαλτικής. Το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως, σε αντίθεση με την Εκκλησία της Ελλάδος, συνειδητοποίησε
από νωρίς ότι θα πρέπει να διαθέτει μια βάση, πέρα από αυτή στην Κων/πολη, στην
Δυτική Ευρώπη με πιθανό στόχο την διεκδίκηση εκτεταμένης κανονικής (δηλ.
εκκλησιαστικής) δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου στο μεγαλύτερο μέρος των
εδαφών της ΕΕ, γεγονός που δυσχεραίνει η ύπαρξη πολλών εκκλησιαστικών
δικαιοδοσιών στον συγκεκριμένο χώρο.
Η πιθανότητα αυτή, μπορεί
κάποιος να ισχυρισθεί ότι ενισχύεται από δύο γεγονότα: 1) την ίδρυση από τον
Πατριάρχη Βαρθολομαίο της Αυτόνομης Εκκλησίας της Εσθονίας που αποτελείται από
μια ομάδα που έχει αποσχισθεί από το Πατριαρχείο Μόσχας και 2) της ανακήρυξης
της Αυτοκέφαλης Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία στηρίζεται από τον νέο Πρόεδρο
της Ουκρανίας, Βίκτωρ Γιουτσένκο. Μάλιστα, μετά από αίτημα του τελευταίου, ο Οικουμενικός
Πατριάρχης προσβλέπει στην επανάληψη του «σεναρίου της Εσθονίας» αναγνωρίζοντας
την Εκκλησία αυτή ως πραγματική τοπική Εκκλησίας της Ουκρανίας, η οποία όμως θα
βρίσκεται υπό την ανώτατη διοίκησή του. Έτσι τίθεται στο περιθώριο η κύρια
τοπική Εκκλησία της Ουκρανίας, η Αυτόνομη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, που
βρίσκεται σε πνευματική κοινωνία με το Πατριαρχείο Μόσχας. Τα ήδη
προαναφερθέντα θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως ενδείξεις σχετικά με τον
μελλοντικό στόχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο οποίος θα είναι η διεύρυνση
της κανονικής του δικαιοδοσίας και η εξάπλωση της πνευματικής του επιρροής στον
χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έναντι του Πατριαρχείου Μόσχας. Όμως, η
πραγματοποίηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ενός παρόμοιου «σχεδίου» προϋποθέτει
ως πρώτο βήμα την επιβεβαίωση της δικαιοδοσίας του στις μητροπόλεις της
Ορθόδοξης διασποράς στην Ευρώπη και ως δεύτερο βήμα, εξίσου σημαντικό, το να
καταστεί η Τουρκία μέλος της ΕΕ, μιας και είναι η χώρα που ορίζει το νομικό του
καθεστώς.
Η Ορθοδοξία, πέρα από το
σύμπλοκο της Ν/Α Μεσογείου και των Βαλκανίων, υπήρξε καθοριστικός παράγοντας
στη διαμόρφωση της διπλωματικής και ευρύτερης πολιτικής σκηνής των τελευταίων
αιώνων και σε όλη την Ευρώπη. Η ιστορική αυτή αλήθεια στηρίζεται στο γεγονός
ότι η Ορθοδοξία ήταν ταυτισμένη με την Ρωσία, που με την σειρά της ασκούσε
μεγάλη επιρροή στα ορθόδοξα Βαλκάνια3 . Βεβαίως, η Ρωσία διέθετε «εξ'
αντανακλάσεως» επιρροή και στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, μέσω της χρησιμοποίησης
της ισχύος της στα Βαλκάνια. Η επιρροή αυτή δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί από
τις τότε Μεγάλες Δυνάμεις, είτε επρόκειτο για χώρες της Δυτικής Ευρώπης είτε
για την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στην σύγχρονη εποχή δύο
γεγονότα έχουν επιταχύνει τις «εκκλησιαστικές» εξελίξεις:
1) η πτώση της Σοβιετικής
Ένωσης και η επανεμφάνιση του Πατριαρχείου Μόσχας (της μεγαλύτερης σε πληθυσμό
ορθόδοξης εκκλησίας) στο παγκόσμιο προσκήνιο και 2) η ύπαρξη σε ένα από τα πιο
νευραλγικά σημεία του πλανήτη (Βαλκάνια και Ν/Α Μεσόγειο) ορθόδοξων κρατών ή
κρατών που έχουν ενάριθμη ορθόδοξη μειονότητα στο εσωτερικό τους.
Αυτές οι πραγματικότητες δεν
μπορούν να περάσουν απαρατήρητες από τον σύγχρονο ερευνητή, πόσο μάλιστα από τα
παγκόσμια κέντρα στρατηγικής.
Η Ελλάδα, παρά την
σπουδαιότητα του θέματος, ουδέποτε κατέβαλε προσπάθεια να αναλύσει τον ρόλο και
τις δυναμικές της Ορθοδοξίας μέσα στον σύγχρονο Ευρωπαϊκό χώρο, όπως αυτός
διαμορφώθηκε μετά τους Βαλκανικούς και Παγκόσμιους Πολέμους. Ειδικότερα δε από
το 1980 και έπειτα, η Ελλάδα αποτελούσε την μοναδική ορθόδοξη χώρα στους κόλπους
αρχικά της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και αργότερα Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Παρ' όλα αυτά δεν κατεβλήθη καμία προσπάθεια προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση
μεταξύ Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος και Ευρώπης. Η Εκκλησία της Ελλάδος
άργησε αισθητά προτού κάνει τα πρώτα βήματά της προς την ΕΕ, ενώ και από την
πλευρά της η ελληνική Πολιτεία δεν ασχολήθηκε σχεδόν καθόλου με το θέμα αυτό.
Η κατάρρευση όμως της
Σοβιετικής Ένωσης, έκανε την Εκκλησία της Ελλάδος να συνειδητοποιήσει γρήγορα
πως η απουσία της εκπροσώπησής της στην ΕΕ θα μπορούσε να καλυφθεί από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο, αναιρώντας την δράση της ως αυτοκέφαλης Εκκλησίας και
μετατρέποντάς την απλά σε ένα θεσμό που υπάγεται στον Οικουμενικό Θρόνο. Πρώτος
αντιλήφθηκε αυτό το γεγονός ο νυν Αρχιεπίσκοπος Ελλάδος Χριστόδουλος, ο οποίος
για τον λόγο αυτό δημιούργησε πριν από λίγα χρόνια το γραφείο της Εκκλησίας της
Ελλάδος στις Βρυξέλες.
Η πρόσφατη ένταξη της
Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ μπορεί να βάλει τέλος στην μοναχική, ανύπαρκτη
και χωρίς πυξίδα πορεία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ευρωπαϊκή πολιτική
κονίστρα.
Αυτό όμως που χρειάζεται
σήμερα η Εκκλησία της Ελλάδος και κατ' επέκταση η Ορθοδοξία προκειμένου να
διαδραματίσει σοβαρό και σημαντικό ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, είναι η
απόκτηση γεωπολιτικής συνείδησης. Όσο «κοσμικό» και αν ακούγεται, η ορμή των
παγκόσμιων εξελίξεων καθιστά επιτακτική την ανάγκη άμεσης διασύνδεσης της
Εκκλησίας της Ελλάδος με τα κέντρα αποφάσεων, δηλαδή Βρυξέλλες-Ουάσιγκτον. Υπό
το πρίσμα αυτό, και δεδομένου ότι η Εκκλησία της Ελλάδος εμβιοί σε ένα από τα
πιο νευραλγικά τμήματα της «ζώνης παγκόσμιων εξελίξεων», θεωρούμε ότι οφείλει
να συνειδητοποιήσει: α) τον κίνδυνο απομόνωσής της από το διεθνές γίγνεσθαι και
β) το ότι μπορεί να διαμορφώσει εξελίξεις και όχι να υποτάσσεται σε αυτές.
Συμπερασματικά, η διατήρηση της ισορροπίας και της ειρήνης στην συγκεκριμένη
περιοχή περνά από την κατανόηση των ιδιαιτέρων συναισθηματικών/ ιδεολογικών
παραμέτρων που διαμορφώνουν τις κοινωνικές δομές των λαών της Ευρώπης, της
Βαλκανικής και της Μέσης Ανατολής. Η κατανόηση αυτή μπορεί να βασίζεται μόνο σε
πολιτιστικά/ πολιτισμικά θεμέλια και όχι σε εξαγγελίες περί οικονομικών
δεικτών.
Η διασύνδεση επομένως
«Ορθοδοξίας» και «Γεωπολιτικής» φρονούμε ότι είναι πέρα ως πέρα αληθινή και
υπαρκτή. Και μάλιστα ο «δεσμός» αυτός, όταν αναγνωσθεί χωρίς τους
παραμορφωτικούς φακούς της λαϊκίστικης υστερίας, θα μπορέσει να καταδείξει τον
τρόπο με τον οποίο η Ορθοδοξία μπορεί να αναγνωριστεί ως ενεργός παράγοντας του
σύγχρονου παγκόσμιου γίγνεσθαι, αποδεικνύοντας πως η θρησκεία και πιο
συγκεκριμένα η Ορθοδοξία, φέρει μαζί της μια βαριά κληρονομιά και ένα μεγάλο
όραμα: την διατήρηση και εξασφάλιση της ισορροπίας και της ειρήνης στις
ανθρώπινες κοινωνίες.
4. Η " ΝΕΑ
RIMLAND" και η " ΝΕΑ ΓΙΑΛΤΑ"
Η μεγαλύτερη αντιαρματική
τάφρος της Ευρώπης και η ιστορική ελληνική ευκαιρία…
Ιωάννης Σ. Θεοδωράτος, Δημοσιογράφος
– Αμυντικός Αναλυτής
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Στρατιωτική Ισορροπία
και Γεωπολιτική», τεύχος 15, σελ. 137, Αιγίς Εκδοτική, Μάϊος 2011.
Η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον
μιας σπάνιας, ιστορικής σημασίας, γεωπολιτικής ανακατάταξης, η ορθή
εκμετάλλευση και αξιοποίηση της οποίας μπορεί να την οδηγήσει στην επάνοδό της
στην Μαύρη Θάλασσα και τον Ελλήσποντο. Ο γράφων σε προηγούμενα σχόλια είχε
υποστηρίξει ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η συγκρότηση ενός νέου ιδιότυπου άξονα
στρατηγικής συμμαχίας, μεταξύ των τριών χαμένων δυνάμεων των τριών πολέμων του
20ου αιώνα (Α΄, Β΄ΠΠ, Ψυχρός Πόλεμος) της Ρωσίας, της Γερμανίας και
της Τουρκίας. Και οι τρεις κατατάσσονται στις χερσαίες δυνάμεις της Ευρασίας,
επιθυμούν διακαώς να ανακάμψουν γεωστρατηγικά και να επεκτείνουν την σφαίρα
επιρροής τους στις απολεσθείσες γεωγραφικές περιοχές που οι ναυτικές
(αγγλοσαξονικές) δυνάμεις εξανάγκασαν να εγκαταλείψουν. Δύο από αυτές, η Γερμανία
και η Τουρκία μετείχαν ενεργά στην ζώνη ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης και της
μετασοβιετικής Ρωσικής Ομοσπονδίας, προκειμένου η Μόσχα να μην αποκτήσει την
πολυπόθητη πρόσβαση στην Μεσόγειο. Εάν αυτό συνέβαινε τότε οι Ρώσοι θα
κατάφερναν να πραγματοποιήσουν ένα προαιώνιο όραμα, αποκτώντας τη δυνατότητα
απειλής, παρεμπόδισης – ή και διακοπής σε περίπτωση πολέμου – των ζωτικής
σημασίας γραμμών επικοινωνιών των Αγγλοσαξόνων στον χώρο της ανατολικής
Μεσογείου. Για να συμβεί αυτό απαιτείτο ο έλεγχο των Στενών των Δαρδανελλίων
και η απόκτηση ναυτικών και αεροπορικών βάσεων σε περιοχές πλησίον των
διόδων-εξόδων του Αιγαίου, της Κύπρου και φυσικά της διώρυγας του Σουέζ. Για
αυτούς τους λόγους αρχικά η Μεγάλη Βρετανία και ο διάδοχος της οι ΗΠΑ, αφού
διαπίστωσαν ότι οι Τούρκοι είναι «πιο συνεπείς» στις συμμαχικές τους
υποχρεώσεις και σταθερά αντιρώσοι/αντισοβιετικοί (σε σχέση με την πλειοψηφία
των Ελλήνων που διατείνονταν φιλικά προς τους «ομόδοξους αδελφούς» της Τρίτης
Ρώμης-Μόσχας), επέτρεψαν την κατάληψη και διατήρηση της ανατολικής Θράκης από
τον Κεμάλ και τους διαδόχους του. Βέβαια είχε προηγηθεί η αντικατάσταση του Ε.
Βενιζέλου από τον βασιλέα Κωνσταντίνο, μια εσωτερική πολιτική κίνηση, η οποία
όμως μεταφράστηκε γεωπολιτικά ως άρνηση της πολιτικής των Αγγλοσαξόνων – άρα
και αναβίωση του κινδύνου για τον έλεγχο της ανατολικής Θράκης και των Στενών –
με την επάνοδο του σθεναρά ταγμένου στο γερμανικό αναθεωρητικό όραμα έκπτωτου
ηγεμόνα. Ευτυχώς ο Ιωάννης Μεταξάς είχε αντιληφθεί, το μοιραίο 1940, την
γεωπολιτική πραγματικότητα και δεν είχε αμφιβολίες για το ποια θα έπρεπε να
είναι η στάση της Αθήνας, παρά τα δεινά του πολέμου που αποφάσισε να δεχθεί για
να αποτρέψει προφητικά τα μεγαλύτερα και πολύ σοβαρότερα. Η ιστορία όμως τον
δικαίωσε όταν η νικήτρια Ελλάς προσαρτούσε τα μεγάλης γεωστρατηγικής αξίας
Δωδεκάνησα (κάτι που αναδεικνύεται σήμερα με το ζήτημα της ΑΟΖ και της
εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων).
Προκειμένου δε να μην
υπάρξουν… γεωστρατηγικές παρανοήσεις μετά την Γιάλτα, οι Αγγλοσάξονες προνόησαν
στην στρατιωτική συντριβή του πλέον ισχυρού εκφραστού της
φιλορωσικής-σοβιετικής τάσης, εκμεταλλευόμενοι την εσωτερική έριδα. Όταν
μάλιστα μετά από την απελευθέρωση το ΚΚΕ ζήτησε την επιστροφή της ανατολικής
Θράκης στην Ελλάδα, πλειοδοτώντας εντυπωσιακά στο θέμα των εδαφικών
επανορθώσεων, η παλαιά και αργότερα η νέα ισχυρά προστάτιδα δύναμη της Ελλάδας,
αντελήφθη την πραγματική αιτία αυτού του υπερ-πατριωτισμού του ΚΚΕ, το οποίο
φρόντισε να εξολοθρεύσει λίγο αργότερα κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου
(1946-1949). To σύμπλοκο γεωπολιτικών τειχών ανάσχεσης της Ρωσικής Αρκούδας, το
πνευματικό δημιούργημα του Αμερικανο-Ολλανδού Νίκολας Σπάικμαν που ονομάστηκε
Rimland (από την Σκανδιναβία μέχρι την Ινδική Χερσόνησο, την νότια Κορέα και
την Ιαπωνία) μαζί με το ΝΑΤΟ κρατούσε: «τους Γερμανούς κάτω, τους Ρώσους έξω
και τους Αμερικανούς μέσα» (Germans down, Russians out, American
in)…
Όσο η Τουρκία παρέμενε
σταθερά προσηλωμένη στo αγγλοσαξονικό δόγμα της Rimland και οι Γερμανοί
παρέμεναν «κάτω», οι γεωπολιτικές σταθερές παρουσιάζονταν ακλόνητες. Διανύοντας
την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, οι Ρώσοι πλέον έχουν εισέλθει
μέσω της μεταφοράς του μαύρου χρυσού και του φυσικού αερίου «εντός» της
Ευρώπης, γιατί τους το επέτρεψε η Γερμανία που δεν βρίσκεται πλέον «κάτω» και η
Τουρκία τους άνοιξε όχι την κερκόπορτα αλλά την «χρυσή πύλη» του τείχους της.
Συνεπώς οι Αγγλοσάξονες κινδυνεύουν να βγουν «εκτός» της εκκολαπτόμενης νέας
γερμανικής Ευρώπης περιοριζόμενοι στη Βρετανία. Το τείχος της Rimland διασπάστηκε
σε πολλά μέρη, όχι γιατί δεν ήταν ισχυρό, αλλά διότι οι πάλαι ποτέ «πιστοί»
αλλά πρώην ηττημένοι-σύμμαχοι των Αγγλοσαξόνων συνειδητοποίησαν την αναδυόμενη
ισχύ τους και ακολούθησαν τον δρόμο που τους υπέδειξαν η ιστορία και τα
συμφέροντά τους. Ρωσία, Τουρκία και Γερμανία, παρά τις διαφορές τους, έχουν
μεσοπρόθεσμα κοινά συμφέροντα, καθώς ο αντίπαλός τους είναι ένας, ο
αγγλοσαξονικός λέοντας. Γιατί λοιπόν να μην συνεργασθούν (και αργότερα ίσως και
να συνασπισθούν) προκειμένου με τις αναγκαίες μεταξύ τους υποχωρήσεις, να μην
διεκδικήσουν την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής, μέσω της υποχώρησης της
αντίστοιχης αγγλοσαξονικής; Αυτό που ζητούν οι τρεις μεγάλοι χαμένοι του 20ου
αιώνα είναι μια νέα Συμφωνία της Γιάλτας, η οποία θα σηματοδοτήσει το τέλος
μιας εποχής γεωπολιτικής ανάσχεσης της Ρωσίας, διάρκειας τουλάχιστον δύο
αιώνων, που ουσιαστικά ξεκίνησε με την Ελληνική Επανάσταση και την ίδρυση του
ελληνικού κράτους!
Για πρώτη φορά τρεις
παραδοσιακά, ιστορικά, εχθρικές μεταξύ τους δυνάμεις, συνεργάζονται για να
μετατρέψουν το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, βάζοντας προσωρινά στην άκρη αυτά
που τους χώριζαν, εστιάζοντας σε αυτά που τους ενώνουν, επιδιώκοντας να
ανακτήσουν αυτό που τους στέρησε η αγγλοσαξονική Rimland: α) η Ρωσία την
Ουκρανία, τις βαλτικές περιοχές, την Λευκορωσία και τον Καύκασο , β) η Γερμανία
την πρωτοκαθεδρία στην Ευρώπη και γιατί όχι τον θύλακα του Καλίνινγκραντ, γ)
και οι δύο μαζί την αντιμετώπιση της αναδυόμενης πολωνικής ισχύος, δ) η
νεοθωμανική Τουρκία τα Βαλκάνια και την Μέση Ανατολή.
|
|
Η γεωστρατηγική σημασία του ελληνικού χώρου αυξάνεται κάθετα.
|
Η συνεργασία Ρωσίας και
Τουρκίας πρόσφατα απέκτησε ένα πολύ πιο σαφές σχήμα, όταν ο πρωθυπουργός
Ερντογάν αποφάσισε την κατασκευή νέας διώρυγας, τον Βόσπορο Νο 2, σκεπτόμενος
γεωστρατηγικά με την αφανή στήριξη της Μόσχας. Το γεωστρατηγικό αντάλλαγμα που
λαμβάνει η Ρωσία είναι εντυπωσιακό. Η παλαιά Rimland θρυμματίζεται μέσω της
διάνοιξης μιας διώρυγας, η οποία στέλνει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας την
στρατηγική που δημιούργησε την Συνθήκη του Μοντραί για τον έλεγχο των Στενών.
Με την ολοκλήρωση του καναλιού Μαύρης Θάλασσας-Προποντίδας, η Ρωσία θα μπορεί
ανεμπόδιστα να περνά στις ζεστή Θάλασσα του Αιγαίου και από εκεί στην Μεσόγειο.
Η Τουρκία θα έχει κατασκευάσει την μεγαλύτερη αντιαρματική τάφρο της Ευρώπης
εξασφαλίζοντας πολλαπλή προστασία στην Κων/πολη, ενώ θα έχουν εξουδετερωθεί οι
αγγλοσαξονικές πιέσεις στα Στενά, που θα περάσουν απλά σε δεύτερη μοίρα. Έτσι
όμως θα έχει επέλθει το πέρας της Rimland και μάλιστα γεωστρατηγικά στο πιο
σημαντικό τμήμα της, τα Στενά. Όμως εδώ βρίσκεται η ελληνική ευκαιρία…
Γεωπολιτικό ρουά ματ
στην ευρασιατική σκακιέρα; Μάλλον πρόκειται για σκακιστικό σαχ (σ.σ. απειλή
κατά του Βασιλιά), το οποίο θα ενεργοποιήσει τον Αγγλοσάξονα παίκτη να κινήσει
τη Βασίλισσα του. Ήδη από καιρό οι «παίκτες» έχουν αποκαλύψει βήμα προς βήμα,
τις προθέσεις τους. Οι Αγγλοσάξονες διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να διαιρέσουν
τους αντιπάλους τους και ειδικά με την νεοθωμανική Τουρκία το πρόβλημα συν τω
χρόνω θα καθίσταται περισσότερο περίπλοκο. Η εξαγγελία κατασκευής του νέου
Βοσπόρου συνιστά γεωπολιτικό «casus belli» και δεν θα μείνει αναπάντητο. Ήδη
βρίσκεται σε εξέλιξη ένα ντόμινο εξεγέρσεων, υποκινούμενων επαναστάσεων και
αντεπαναστάσεων σε όλο σχεδόν τον αραβικό κόσμο. Με συνεκτικό κρίκο το Ισλάμ
Τούρκοι, Άραβες, ακόμη και οι Ιρανοί επιχειρούν να προκαλέσουν την Ουάσιγκτον,
που έχει θέσει σε εφαρμογή τον μηχανισμό άμυνας και επίθεσης, ανάλογα με την
περιφέρεια και την γεωστρατηγική της σπουδαιότητα. Η ώρα δημιουργίας του
Κουρδιστάν είναι πολύ κοντά, αλλά αυτό δεν θα είναι η μόνη «τιμωρία» της
Άγκυρας. Η Τουρκία γλίτωσε τον εδαφικό διαμελισμό δίνοντας γη και ύδωρ στην
αγγλοσαξονική γεωπολιτική, εκμεταλλευόμενη τα τραγικά λάθη των Ελλήνων. Τώρα
πια τα δεδομένα έχουν μεταβληθεί και ο νεοθωμανισμός ανέστησε το φάντασμα της
Συνθήκης των Σεβρών.
«Στον πόλεμο οι
ευκαιρίες δεν περιμένουν» (οι καιροί ου μενετοί) διδάσκει ο Θουκυδίδης και για
την Ελλάδα διανοίγεται μπροστά της μια σπάνια ιστορική ευκαιρία. Το 1923 ο
Ελληνικός Στρατός υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Ανατολική Θράκη, από τους
Αγγλοσάξονες, οι οποίοι ως καλοί φεουδάρχες, έδωσαν στην Κεμαλική Τουρκία την
ευκαιρία να αποδείξει την πίστη της σε αυτούς. Τώρα οι νέοι κάτοχοι του
«φέουδου» είναι έτοιμοι να παραχωρήσουν άδεια διέλευσης στους Ρώσους,
προδίδοντας την πίστη τους στον υπερκυρίαρχο της περιοχής. Αυτή η γεωπολιτική
ύβρις δεν θα μείνει αναπάντητη. Η μόνη δύναμη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε
διπλό ρόλο ανάσχεσης και αποκατάστασης του ρήγματος στην Rimland είναι η Ελλάς.
Εάν αυτήν την φορά η Αθήνα δεν προχωρήσει σε παλινωδίες και σταθεί στο ύψος των
περιστάσεων, θα έχει την ευκαιρία «να πιεί νερό από τα ιερά ύδατα του Βοσπόρου»
μετά από 560 σχεδόν χρόνια! Παραμερίζοντας τους φόβους και τους δισταγμούς,
μπορεί και πρέπει να λάβει ξεκάθαρη θέση. Εάν δείξει ουδετερότητα, τότε θα
καταστεί σταδιακά μέλος της Νεοθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχοντας υποστεί όχι
απλά προσάρτηση, αλλά και εδαφικό ακρωτηριασμό. Εάν όμως αρπάξει την ευκαιρία
και αντιληφθεί τους ήχους της ιστορίας που την καλούν να θυμηθεί το χρέος της
απέναντι στο γένος και στα εκατομμύρια των νεκρών που έπεσαν για την ιδέα της
ανακατάληψης της ξεχασμένης μα όχι λησμονημένης Κων/πολης, τότε θα δώσει την
ευκαιρία να αναπαυθούν επιτέλους οι αδικοσφαγμένοι αδελφοί μας της
Μικρασιατικής Καταστροφής.
Η Ελλάδα
βρίσκεται πεσμένη, οικονομικά βαρύτατα τραυματισμένη, μα οι Θεοί των Ελλήνων
φαίνεται ότι δεν την έχουν λησμονήσει. Της δίνουν την ευκαιρία της χιλιετίας,
τώρα που σχεδιάζεται και συγκροτείται η νέα Rimland να «κλέψει την γεωπολιτική
παράσταση» επιλέγοντας σοφά, με κριτήριο την ιστορία και την γεωγραφία. Ναι ο
Ελληνισμός που στις αρχές του 20ου αιώνα είχε στα χέρια του την
ευκαιρία να πραγματοποιήσει το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός, σήμερα έναν αιώνα
βρίσκεται ξανά στο κατώφλι του Βοσπόρου, με το εισιτήριο της ιστορίας να τον
περιμένει.
Απέναντι στη νέα Γιάλτα
που ζητούν οι τρεις χώρες, οι Αγγλοσάξονες κτίζουν τη νέα Rimland που για να
σταθεί είναι απαραίτητη η ελληνική γεωγραφική έκταση και ειδικά τα νησιά. Σε
αυτήν την αναθεωρημένη νέα Γιάλτα τα νησιά δεν μπορούν να αποτελούν τμήμα της
ελληνικής επικράτειας, όπως σοφά επέλεξαν οι Αγγλοσάξονες να διατηρήσουν
ελληνικά, διατηρώντας τις ισορροπίες. Ούτε η Κύπρος, όπως ούτε (τουλάχιστον) η
δυτική Θράκη. Αυτά θα τα λάβει η Τουρκία όταν πιστοποιήσει την ελληνική
ουδετερότητα-αδυναμία και ταχθεί καθαρά με το μέρος της νέας «τριπλής
γεωπολιτικής συνεννόησης».
Σε μια τέτοια
περίπτωση επιλογής για δεύτερη φορά μετά τον Α΄ΠΠ της ουδετερότητας (ίσως με
αφορμή το χρέος και τον φόβο της οικονομικής κατάρρευσης λόγω γερμανικών
πιέσεων) οι Αγγλοσάξονες δεν θα μείνουν απαθείς και θα επιχειρήσουν να ελέγξουν
– όπως είχε προβλέψει ο Ι. Μεταξάς – και εκείνοι τμήματα της νησιωτικής κυρίως
επικράτειας. Η χώρα θα έχει τεθεί στην κλίνη του Προκρούστη, ανοίγοντας την
όρεξη και άλλων τρίτων φίλα προσκειμένων στις νέες συμμαχίες. Συνεπώς η
μοναδική ευκαιρία που δίνεται στον Ελληνισμό αποτελεί τον ασφαλέστερο μονόδρομο
ανάκτησης της χαμένης εθνικής αυτοπεποίθησης και την μετατροπή του παρόντος
γεωπολιτικού μειονεκτήματος σε γεωστρατηγικό πλεονέκτημα.
Η Αθήνα θα πρέπει
να σταθεί κοιτάζοντας το συμφέρον της κατανοώντας ότι το «ξανθόν γένος» δεν
είναι μόνον το ρωσικό. Τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας ήταν πάντοτε σταθερά
προσανατολισμένα με τις ναυτικές δυνάμεις της ιστορίας. Όποτε το παρέβλεπε,
υφίστατο ήττες, δεινά και καταστροφές. Τώρα χαράζει η ευκαιρία να γυρίσει το
ρολόι πίσω στις αρχές του 20ου αιώνα και η ιστορία να λάβει
διαφορετική τροπή, προτού ολοκληρωθεί η κατασκευή της μεγαλύτερης αντιαρματικής
τάφρου της Ευρώπης. Ήδη τις θύρες της Ελλάδας αλλά και της Τουρκίας έχουν
κτυπήσει οι Αγγλοσάξονες ζητώντας να πληροφορηθούν τις τελικές θέσεις τους.
Ζούμε σε ιστορικές στιγμές και το μέλλον του Ελληνισμού εξαρτάται απόλυτα από
τις αποφάσεις που θα ληφθούν.
5. Η γεωπολιτική αξία του
ελληνικού χώρου: Αγαθό ή κατάρα;
Του Σάββα Καλεντερίδη
Ο ελληνικός χώρος διαχρονικά
και δια μέσου των αιώνων αποτελεί σημείο τομής γεωπολιτικών συμφερόντων και
πεδίο ανταγωνισμού -πολλές φορές σκληρού- των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη. Τα
συμφέροντα αυτά την περίοδο ίδρυσης του ελληνικού κράτους σχετίζονταν κυρίως με
τον έλεγχο των θαλασσίων οδών και την ασφάλεια του θαλασσίου εμπορίου, που
απειλούσε κατά καιρούς η δράση των πειρατών. Υπάρχουν μάλιστα απόψεις σύμφωνα
με τις οποίες οι Μεγάλες Δυνάμεις, από ένα σημείο και μετά, συναίνεσαν και
υποστήριξαν την ίδρυση του ελληνικού κράτους, θεωρώντας τους Έλληνες τους
μόνους ικανούς να κυριαρχήσουν και να ελέγξουν τον κρίσιμο θαλάσσιο χώρο του
Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Για κάποια περίοδο, ο
ελλαδικός χώρος απετέλεσε πεδίο διελκυστίνδας μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, όποτε η
δεύτερη αποπειράθηκε να δημιουργήσει συνθήκες που θα της επέτρεπαν την κάθοδο
στο Αιγαίο. Την τελευταία απόπειρα, μάλιστα, η Ελλάδα την πλήρωσε ακριβά, με
τον αιματηρό και απολύτως καταστροφικό Εμφύλιο (1944-1949), ο οποίος, εκτός των
άλλων, δημιούργησε βαθύτατο διχαστικό ρήγμα στον ελληνικό λαό, συνέπεια του
οποίου είναι η τραγική κατάσταση που διάγει η χώρα σε πολιτικό επίπεδο τις
μέρες αυτές.
Η διαχείριση της γεωπολιτικής
αξίας του ελληνικού χώρου απαιτεί ανώτερης ποιότητας πολιτικό προσωπικό για να
μετατραπεί η αξία αυτή σε αγαθό που μπορεί να ωφελήσει τη χώρα και τους
πολίτες, ειδάλλως, μπορεί να μετατραπεί σε κατάρα, όπως έγινε πολλές φορές στο
παρελθόν, με τραγικές συνέπειες για την πατρίδα και το έθνος. Την κρίσιμη
περίοδο που διέρχεται η χώρα, με τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό να
διέρχονται μια βαθύτατη κρίση, βρίσκονται σε εξέλιξη γεγονότα που απαιτούν
λεπτούς χειρισμούς και σοβαρή διαχείριση από πλευράς των πολιτικών δυνάμεων της
χώρας.
Το ζήτημα του αγωγού φυσικού
αερίου South Stream, που σχετίζεται με τη γεω-ενεργειακή αξία του ελλαδικού
χώρου, οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου τα προηγούμενα χρόνια το διαχειρίστηκαν
με τρόπο που αντί για αγαθό, μετατράπηκε σε κατάρα, τουλάχιστον για την
κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή και για τον ίδιο, του οποίου μάλιστα κινδύνεψε η
ζωή, εξαιτίας των επιλογών του στο θέμα αυτό. Ενώ λοιπόν η τελική έκβαση του
South Stream, που αποτέλεσε αιτία σύγκρουσης Ρωσίας-ΗΠΑ, δεν έχει κριθεί,
έρχεται στο προσκήνιο το ενδεχόμενο εγκατάστασης της αντιπυραυλικής ομπρέλας
των ΗΠΑ στο Αιγαίο, γεγονός που ήδη έχει προκαλέσει την αντίδραση της Ρωσίας.
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε προς το παρόν την έκβαση αυτής της
αμερικανο-ρωσικής κόντρας στο Αιγαίο, εκείνο πάντως που μάθαμε απ’ αυτή, είναι
το γεγονός ότι πίσω από τις απειλές της Τουρκίας για τη μη επέκταση των χωρικών
υδάτων από πλευράς της Ελλάδος στα 12 ν.μ. είναι προφανές ότι κρυβόταν και η
Ουάσιγκτον και η Μόσχα. Και αυτό γιατί τα πλοία που θα φέρουν την αντιπυραυλική
ομπρέλα θα σταθμεύουν στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, τα οποία τώρα αποτελούν το
45% του συνόλου, ενώ με την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. θα ήταν
κάτω από το 10% του θαλάσσιου χώρου του Αιγαίου.
Ενώ λοιπόν αναφύεται το ζήτημα
αυτό στο Αιγαίο, που απαιτεί σοβαρή διαχείριση και λεπτούς χειρισμούς από
πλευράς της Ελλάδος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι βρίσκεται σε εξέλιξη και το θέμα
της εκμετάλλευσης του θαλάσσιου Οικοπέδου 12 από πλευράς Κύπρου και Ισραήλ και
από την αμερικανικών συμφερόντων Noble Energy, και το ενδεχόμενο κατασκευής
αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου που θα διέρχεται από τις ΑΟΖ Κύπρου - Ελλάδος,
χωρίς την παρεμβολή της τουρκικής ΑΟΖ. Το θέμα της εκμετάλλευσης του Οικοπέδου
12 έχει ήδη προκαλέσει την προσφυγή του Λιβάνου στον ΟΗΕ, ενώ είναι γνωστές οι
έντονες αντιδράσεις της Τουρκίας στο ενδεχόμενο ορισμού ΑΟΖ μεταξύ
Κύπρου-Ελλάδος, συμπεριλαμβανομένου και του Καστελόριζου με πλήρη δικαιώματα.
Να σημειωθεί δε ότι πίσω από την επιδείνωση των σχέσεων Τουρκίας-Ισραήλ δεν
κρύβεται το ενδιαφέρον της Τουρκίας για τους Παλαιστινίους και για τους Άραβες,
αλλά ο επιχειρούμενος αποκλεισμός της από το ενεργειακό παιχνίδι της ΝΑ
Μεσογείου.
Τέλος, θα πρέπει να
προσθέσουμε το εξής. Ακόμα και στην περίπτωση που το θέμα της συνεργασίας
Κύπρου-Ισραήλ αλλά και του ορισμού ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου-Ελλάδος έχει αίσια έκβαση,
για να μετατραπούν όλα αυτά σε αγαθό για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό θα πρέπει
να υπάρχει ορθή διαχείριση συνολικά του ενεργειακού ζητήματος από πλευράς
ελληνικών κυβερνήσεων, οι οποίες θα πρέπει να δείξουν ιδιαίτερη ευαισθησία σε
δημόσιους οργανισμούς, που θα πρέπει να κρατήσουν εκτός του προγράμματος
ιδιωτικοποιήσεων, όπως για παράδειγμα η ΔΕΦΑ. Ειδάλλως, η Ελλάδα θα πληρώνει τα
σπασμένα των γεωπολιτικών ανταγωνισμών και άλλοι θα καρπώνονται τους καρπούς
της γεωπολιτικής αξίας του ελληνικού χώρου.
Άραγε ο τομέας αυτός
-ιδιαίτερα το ενδεχόμενο της ιδιωτικοποίησης της ΔΕΦΑ και οι επιπτώσεις αυτής
της πράξης- έτυχε της ανάλογης προσοχής από το σύνολο του πολιτικού κόσμου της
χώρας, ένας τομέας που θα κρίνει ίσως κα την επιτυχή έξοδο της Ελλάδος από την
οικονομική κρίση ή θα αναδειχτεί κατόπιν εορτής και όταν θα έχουν κριθεί τα
πάντα;
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
Δημοκρατία, την Παρασκευή 24 Ιουνίου 2011
Πηγή: infognomonpolitics
6. ΚΥΠΡΟΣ: ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
ΔΕΣΜΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑΤΑ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ *
Συγγραφέας: Λουκάς Αξελός
Αποτελεί κοινό τόπο, φρονώ,
ότι ο οιοσδήποτε Έλληνας, όπου γης, στο ερώτημα που θα του ετίθετο εάν η
γεωπολιτική σημασία της Κύπρου είναι καίρια, θα απαντούσε κατ’ αρχήν
καταφατικά.
Ως εκ τούτου, η επιβεβαίωση
του σχεδόν αυτονόητου έχει νόημα στο να προεκτείνουμε την συλλογιστική μας
πέραν αυτού, πέραν δηλαδή της γεωγραφίας και της ιστορίας, προσπαθώντας να
εντοπίσουμε τις δυναμικές παραμέτρους του πρόσφατου παρελθόντος και,
ιδιαιτέρως, του παρόντος, που εξακολουθούν να κρατούν εν ισχύ ένα ζήτημα που με
όρους “φυσικής εξέλιξης” των πραγμάτων έπρεπε ως αυθεντικό αλυτρωτικό ζήτημα να
έχει βρει την θέση του στην ένωσή του με τον εθνικό κορμό.
Ένα ζήτημα που πρέπει
αφετηριακά να τονιστεί, είναι ότι η Κύπρος δεν έχει απλώς κάποια γεωπολιτική
αξία και σημασία, πράγμα που ο καθένας θα πιστοποιούσε, αλλά κεντρική, καθώς
βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης – Ασίας και Αφρικής, στην καρδιά του αξονικού
χώρου, όπως τον όρισε ο Καρλ Γιάσπερς.
Σε αυτόν τον χώρο η παρουσία
των Ελλήνων δεν ξεκινάει – προφανώς – από την Ιλιάδα, όπου και
πρωτοαπαντάται το ελληνικό όνομα της Κύπρου, αλλά επέκεινα του 16ου π.Χ. αιώνα,
για να παραμείνει μέσα σ’ όλες τις θετικές ή αρνητικές συγκυρίες σταθερή μέχρι
σήμερα, κεντρική γέφυρα σύνδεσης πολιτισμών Ανατολής και Δύσης.
Και εδώ πάλι, έχει, κατά την
γνώμη μου, αφετηριακή σημασία για την παραπέρα ερμηνεία του όλου θέματος η
παρατήρηση του Γιάσπερς ότι «οι Έλληνες ίδρυσαν τον κόσμο της Δύσης, αλλά κατά
τέτοιο τρόπο που ο χαρακτήρας του δεν υφίσταται παρά σε συσχετισμό προς την
Ανατολή».
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε
την πραγματικότητα ότι οι Έλληνες σε όλη την διάρκεια της ιστορικής διαδρομής
αποτελούσαν μια μειοψηφία απέναντι στα άλλα έθνη και λαούς της περιοχής, τότε
θα μπορέσουμε ίσως να αντιληφθούμε καλύτερα το διαχρονικό πλαίσιο του
συσχετισμού δυνάμεων και την ανάγκη των Ελλήνων να αντισταθμίσουν την ποσοτική
– υλική τους αδυναμία με διαφορετικής τάξης όπλα.
Πώς τα παραπάνω
συγκεκριμενοποιούνται στην Κύπρο; Τι σημαίνουν, άραγε, οι δύο πραγματικότητες
που στον 20ό και 21ο αιώνα συνιστούν την κύρια
πλευρά του ζητήματος;
Από την μια δηλαδή, η φθίνουσα
αλλά υπαρκτή μέχρι και σήμερα πραγματικότητα, όπως – άλλωστε – αποτυπώθηκε στο
δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν το 2004, πραγματικότητα που εξαιρετικά διατύπωνε
ο Γιώργος Σεφέρης πενήντα χρόνια νωρίτερα γράφοντας: «Ένας λαός πεισματάρικα
και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους:
σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο
πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες
πάνω τους. Και τώρα γράφουν στους τοίχους των χωριών τους: “Θέλομεν την Ελλάδα
μας κι ας τρώγωμεν πέτρες…” θα ήθελα οι νέοι μας να πήγαιναν στην Κύπρο· θα
έβλεπαν από εκεί πλατύτερα τον τόπο μας» και από την άλλη η συχνά, επίσης,
επιβεβαιωμένη πραγματικότητα, όπως την συμπυκνώνει ο Νίκος Ψυρούκης, ότι «Η
Κύπρος “αποτελεί το δυσπόρθητον φρούριον το οποίον δύναται να ελέγχη τας εν τη
νοτιοανατολική Μεσογείω θαλασσίας μεταφοράς· δεσπόζει της βορείου εξόδου της
διόρυγος του Σουέζ· αποτελεί ασφαλή ενδιάμεσον σταθμόν μεταξύ Ευρώπης και Μέσης
Ανατολής, δύναται τέλος να χρησιμοποιηθεί εν συνδυασμώ μετά της νήσου Κρήτης ως
ασφαλές ορμητήριον” για επιδρομές στη νοτιοανατολική Ευρώπη, την αραβική
Ανατολή και την Αφρική. Και η σημασία της αυτή μεγάλωσε ακόμα περισσότερο από
την εποχή που άρχισε η εντατική εκμετάλλευση των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής
και η πολεμική αεροπορία έγινε αποφασιστικός παράγοντας στους πολέμους».
Αυτό, πρακτικά, τα τελευταία
πενήντα χρόνια συνοψίζεται στην διαχρονική, κατά την γνώμη μου, τοποθέτηση του
παλιού υπεύθυνου για τα θέματα Κοινοπολιτείας Άγγλου υπουργού Μπότμολυ, που με
σαφήνεια δήλωνε πως «δεν μπορεί να διανοηθεί λύση του κυπριακού προβλήματος,
που δεν θα προνοεί την παροχή διευκολύνσεων στις κυρίαρχες βρετανικές βάσεις».
Αν στα παραπάνω προστεθούν οι
πικρές διαπιστώσεις ότι η ανθρωπότητα είναι σταθερά διαιρεμένη στην πλειοψηφία
των καταπιεσμένων εθνών –κρατών από την μία και την μειοψηφία των κυρίαρχων
εθνών– κρατών, που συγκρούονται μεν, αλλά και συνεργάζονται μεταξύ τους για την
διατήρηση της κυριαρχίας τους από την άλλη και ότι με τον ένα ή με τον άλλο
τρόπο η Ελλάδα και η Κύπρος είναι βαθιά εξαρτημένες – συναρτημένες από τα
παγκόσμια στρατηγικά συστήματα του αμερικανικού και βρετανικού ιμπεριαλισμού,
τότε θα κατανοήσουμε καλύτερα γιατί το Κυπριακό αποτελεί κυριολεκτικά τον
γόρδιο δεσμό των εθνικών μας ζητημάτων.
Αυτή η σκληρή –είναι αλήθεια–
πραγματικότητα, αποτυπώνεται με έναν απτό τρόπο στις πιο ουσιαστικές –ίσως– για
το ζήτημα δηλώσεις – εκμυστηρεύσεις δύο επιφανών Ελλήνων πολιτικών, που
αντιπροσώπευσαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα τις δύο μεγαλύτερες
ελλαδικές πολιτικές παρατάξεις.
Τον Σεπτέμβριο του 1950,
μιλώντας στον δήμαρχο Λευκωσίας Θεμιστοκλή Δέρβη, ο Γεώργιος Παπανδρέου
διατύπωνε χωρίς περιστροφές ότι «Η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, έναν
αγγλικόν και έναν αμερικανικόν. Και δι’ αυτό δεν ημπορεί λόγω του Κυπριακού να
κινδυνεύση να πάθη ασφυξίαν».
Επτά χρόνια αργότερα, σε
αγόρευσή του στην Βουλή των Ελλήνων, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδος
Κωνσταντίνος Καραμανλής αφού περιέγραψε τους τρεις, κατά την γνώμη του,
βασικούς λόγους που αποτελούσαν την μεγάλη τροχοπέδη στην ευνοϊκή για τα εθνικά
συμφέροντα επίλυση του Κυπριακού, αμήχανα αλλά ειλικρινά διαπίστωνε ότι «Και το
σπουδαιότερον εξ όλων, ότι η Ελλάς είναι υποχρεωμένη να διεξάγη τον Κυπριακόν
αγώνα εις το πλαίσιον των συμμαχιών της. Το τελευταίον αυτό καθιστά το
Κυπριακόν πρόβλημα ένα πρόβλημα με δραματικάς αντιφάσεις. Υπάρχουν στιγμαί κατά
τας οποίας προωθούσα το Κυπριακόν είναι δυνατόν να είναι επιβλαβής διά την
ελευθέραν Ελλάδα. Υπάρχουν αντιθέτως άλλαι περιπτώσεις κατά τας οποίας μια
ενέργεια ορθή διά την εθνικήν πολιτικήν, να γίνεται επιζήμια διά την Κύπρον».
Τι μπορούμε να συναγάγουμε
από τα παραπάνω;
Αν η Κύπρος έχει για τους
τρίτους τόσο τεράστια γεωπολιτική σημασία, είναι εμφανές ότι έχει πολλαπλάσια
για την Ελλάδα και τον καθόλου Ελληνισμό. Η εκδήλωση ενδιαφέροντος από όλες τις
μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις για τον έλεγχό της, ασφαλώς περιπλέκει και
δυσκολεύει την οποιαδήποτε επίλυση του ζητήματος. Η Κύπρος, αυτό το αβύθιστο αεροπλανοφόρο,
έχει σαφώς μεγάλη γεωπολιτική σημασία. Το ζήτημα, όμως, ήταν και είναι ότι το
φυσικό αυτό πλεονέκτημα δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να το ασκήσει υπέρ
αυτής. Τι νόημα έχει η ύπαρξη ενός αυτοκινήτου όταν σου στερούν την βενζίνη, τα
κλειδιά και την άδεια οδηγήσεως; Επομένως, το πρόβλημα βρίσκεται αλλού.
Βρίσκεται στο αν η Κύπρος μπορεί και έχει την δυνατότητα να ασκήσει το “φυσικό
της αυτό χάρισμα”, αυτοδιαθέτοντας τον εαυτό της, όπως αυτή νομίζει και θέλει.
Όση συσκότιση και να υπάρξει,
το Κυπριακό ήταν, είναι και θα είναι πρόβλημα Αυτοδιάθεσης.
Από τις λύσεις που ακούγονται,
ποια θα της έδινε την γεωπολιτική βαρύτητα που της αναλογεί ή εν πάση
περιπτώσει μιαν ολιγότερο επαχθή δυνατότητα λειτουργίας της στο
νεοδιαμορφωνόμενο ψηφιδωτό της περιοχής;
Για μια τέτοια προσέγγιση δεν
είναι ανάγκη να καταφύγουμε σε υπερβολές, αρκεί ρεαλιστικά να παραδεχθούμε ότι
η οιονεί λογική της μικρής και αδύνατης Ελλάδας και Κύπρου είναι σε κρατικό
επίπεδο έκφραση της σύγχρονης μορφής εθελοδουλείας.
Η πικρή αλήθεια οφείλει να
λέγεται, όπως και το έκανε το 1976 ο Ελληνοαμερικανός Ρόι Μακρίδης, όταν
σημείωνε ότι «Ελλάδα και Έλληνες πρέπει να εγκαταλείψουν το προαιώνιο σύμπλεγμα
της εξαρτήσεώς τους από τη μια ή την άλλη δύναμη. Πρέπει να μάθουν πώς να
συμβιούν με πολλά άλυτα, κάθε φορά προβλήματα, από τα οποία ένα είναι και η
Τουρκία, όπως και με πολλές άλυτες πραγματικές καταστάσεις, από τις οποίες μια
η αμερικάνικη επιρροή σ’ αυτό το τμήμα του κόσμου. Και θα πρέπει ακόμα να
προσπαθούν να τις αξιοποιήσουν προς το καλύτερο δυνατό όφελός τους».
Η πικρή αυτή αλήθεια, σημαίνει
με δύο λόγια ότι η ελληνική (ελλαδική και ελληνοκυπριακή) πλευρά, παρά τον
«σχεδόν σταθερό» δυσμενή συσχετισμό στην σφαίρα της γεω(πολιτικής), έχει
περιθώρια για διαφοροποίηση ή ανατροπή του αρνητικού ισοζυγίου, με την σωστή
αντιμετώπιση του ζητήματος στην σφαίρα της (γεω)πολιτικής.
Προϋπόθεση των παραπάνω είναι
η αλλαγή γραμμής πλεύσης από το κυρίαρχο μεταπολεμικά πνεύμα, που αποτελεί ένα
αντιφατικό αμάλγαμα «εξαρτημένου πατριωτισμού» και «εξαρτημένου διεθνισμού», με
κοινούς παρονομαστές τον λαϊκισμό, τον κοσμοπολιτισμό και την μεταπρατική
ιδεολογία, που συνοψίζεται πρακτικά έως σήμερα στην θεωρητική και πρακτική
αποδοχή της πρωτοκαθεδρίας των διεθνών κέντρων, που επίμονα μας προπαγανδίζουν
οι ψοφοδεείς επαρχιώτες μικροευρωπαίοι, επίγονοι των ρωσοαγγλογάλλων.
Αυτό είναι ένα αποφασιστικό
ζητούμενο με βάση την υπάρχουσα κατάσταση και τους υπάρχοντες συσχετισμούς και
έχει κατά καιρούς ασκηθεί προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Γιατί τα γεγονότα είναι σαν
τις πρόκες αιχμηρά. Κάποιος έστειλε μια μεραρχία στην Κύπρο και κάποιος άλλος
την γύρισε πίσω. Κάποιος πέταξε στο καλάθι των αχρήστων το τερατούργημα Ανάν
και κάποιος άλλος ψάχνει τώρα στα σκουπίδια να το νεκραναστήσει.
* Το παρόν κείμενο
δημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο Κύπρος. Γεωπολιτικές εξελίξεις στον 21ο
αιώνα, εκδ. «Monthly Review», Αθήνα 2009.
7. Ελλάδα, Κύπρος και
γεωπολιτική στην ανατολική Μεσόγειο.
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ
Πρέσβυς ε.τ.
Η αεροναυτική κυριαρχία στην
Ανατολική Μεσόγειο έχει τεθεί, εδώ και αρκετά χρόνια, ως ένας από τους στόχους
της μακροπρόθεσμης τουρκικής μεγαλοϊδεατικής στρατηγικής. Ο στόχος αυτός δεν
ανταγωνίζεται, προφανώς, την αεροναυτική παρουσία σήμερα των μεγάλων δυνάμεων.
Αντιθέτως, παρουσιάζεται επιτηδείως ως μέρος και συμπλήρωμα της στρατηγικής του
ΝΑΤΟ στην περιοχή. Η τακτική αυτή είναι αποδοτική και αναγκαία για την Άγκυρα.
Πρώτον, γιατί διαφυλάσσει και
ενισχύει τις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ. Το τελευταίο, παρά τη λήξη του ψυχρού
πολέμου, παραμένει η βάση της τουρκικής ασφάλειας, σε σχέση ειδικότερα με τον
ρωσικό παράγοντα. Δεύτερον, γιατί επιτρέπει τη σύνδεση με την Ευρώπη και την
υπερφαλάγγιση της ανταγωνιστικής Ελλάδος σ’ αυτό το πλαίσιο. Το ενδοΝΑΤΟϊκό
παιχνίδι σε βάρος της Ελλάδος έχει αποφέρει μέχρι τώρα πολλά κέρδη στην
τουρκική πολιτική. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αμερικανική πολιτική
αποδίδει μεγαλύτερη σημασία στον τουρκικό στρατηγικό παράγοντα, οφείλεται όμως
επίσης στην επιρροή που ασκεί η αμερικανική πολιτική επί της Ελλάδος, υπέρ των
δικών της επιλογών, σχεδιασμών και στρατηγικών στόχων, ανεξάρτητα από τα
ελληνικά συμφέροντα. Τρίτον, γιατί συγκαλύπτει τις τουρκικές εθνικές φιλοδοξίες
υπό τον μανδύα του ΝΑΤΟ και αποτρέπει πρόωρες αντιδράσεις στα μεγαλοϊδεατικά
τουρκικά σχέδια.
Επισημαίνεται όμως ότι η
Μεσόγειος, ιδιαίτερα η Ανατολική, δεν είναι οποιαδήποτε θάλασσα. Έχει μοναδική,
παγκόσμια στρατηγική σημασία. Διακυβεύονται σ’ αυτήν τεράστια διεθνή στρατηγικά
συμφέροντα. Τα τελευταία συνδέονται, προφανώς, με τα μεγάλα ενεργειακά
αποθέματα στην περιοχή, τη θέση της Ανατολικής Μεσογείου ως σημείου συναντήσεως
και επικοινωνίας μεταξύ τριών ηπείρων και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς των
μεγάλων δυνάμεων. Όχι μόνο στη μεγάλη Μέση Ανατολή, αλλά και στην ευρύτερη
περιοχή της Ευρασίας. Σημειώνεται επίσης η ειδικότερη σημασία της Ανατολικής
Μεσογείου για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Ρωσία και την
επικοινωνία της με ανοικτές θάλασσες και για το Ισραήλ, η ασφάλεια του οποίου
καθορίζεται ως ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της αμερικανικής πολιτικής.
ΥΠΕΡΦΙΑΛΟΙ ΟΙ ΤΟΥΡΚΙΚΟΙ
ΣΤΟΧΟΙ
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους
παραπάνω παράγοντες, οι μεγαλεπήβολες τουρκικές φιλοδοξίες είναι αναμφισβήτητα
υπερφίαλες. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι η Τουρκία αναπτύσσει μια
συστηματική πολιτική προβολής αεροναυτικής ισχύος στην περιοχή, που ενισχύει το
βάρος, τον ρόλο και την επιρροή της. Αυτό επηρεάζει τους περιφερειακούς
συσχετισμούς ισχύος και αφορά άμεσα την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η πολιτική αυτή εκφράσθηκε, σε
πρώτη φάση, με μια θεαματική προσπάθεια της τουρκικής πολιτικής στον τομέα της
αεροπορίας και της πολεμικής βιομηχανίας. Κατά τα τελευταία χρόνια διακηρύχθηκε
επισήμως η στροφή προς τη θάλασσα και ανελήφθη μια τεράστια προσπάθεια στον
τομέα του πολεμικού ναυτικού και της ναυπηγικής βιομηχανίας. Ήδη ναυπηγούνται
στην Τουρκία κάθε είδους πολεμικά πλοία, περιλαμβανομένων έξι γερμανικών
υποβρυχίων τύπου 214, τα ίδια που παρήγγειλε από χρόνια και προσμένει ακόμη το
Πολεμικό Ναυτικό. Παρατηρείται έτσι το παράδοξο, η Ελλάδα, που είναι παγκόσμια
ναυτιλιακή δύναμη και έχει για την εθνική της ασφάλεια τόση ανάγκη από το
ναυτικό πλεονέκτημα, να χάνει έδαφος και στον τομέα αυτό. Να φαίνεται ανίκανη
να συντηρήσει αποτελεσματικά τη ναυπηγική της βιομηχανία, ιδιαίτερα την
πολεμική. Να την ξεπουλάει σε ξένα συμφέροντα, όταν η επιβίωση της τελευταίας
βασίζεται, κατά κύριο λόγο, στις παραγγελίες του Πολεμικού Ναυτικού.
Ο υπερφίαλος χαρακτήρας των
τουρκικών φιλοδοξιών δεν είναι λόγος για την υποτίμηση των τουρκικών
συστηματικών προσπαθειών. Είναι προφανές ότι, ανεξάρτητα από τη μακροπρόθεσμη
έκβασή τους, επηρεάζουν άμεσα τις τοπικές ισορροπίες, που μας αφορούν. Ένας
λόγος παραπάνω είναι το γεγονός ότι τώρα διακυβεύονται ύψιστα εθνικά μας
συμφέροντα, με την ανακήρυξη ή μη της ΑΟΖ και την αξιοποίηση του υποθαλάσσιου
εθνικού πλούτου.
8. Σάββας Καλντερίδης:
"Γεωπολιτικός γρίφος στην Κύπρο".
Mέχρι τώρα σε διεθνές επίπεδο
ήταν κοινά αποδεκτό ότι το Παλαιστινιακό είναι το ζήτημα-κλειδί για την
ειρήνευση στη Μέση Ανατολή. Όμως το ζήτημα της εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων
αποθεμάτων της Νοτιοανατολικής Μεσο γείου, στο οποίο κεντρικό ρόλο καλείται να
παίξει η Κύπρος, αρχίζει σταδιακά να αποκτά κομβικό χαρακτήρα και να
υποσκελίζει την Παλαιστίνη και το Παλαιστινιακό στο κρίσιμο και πολύπλοκο
παίγνιο που βρίσκεται σε εξέλιξη για την εγκατάσταση - καθιέρωση νέων
γεωπολιτικών ισορροπιών στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου - Μέσης
Ανατολής.
Η Κυπριακή
Δημοκρατία, που αναγνωρίζεται από τον ΟΗΕ ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος,
αφού πρώτα κατόρθωσε να γίνει πλήρες μέλος της ΕΕ, εκπροσωπούσα το σύνολο της
νήσου, εδραιώθηκε στη διεθνή κοινότητα, ισχυροποιώντας τη θέση της στο τραπέζι
των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού. Στη συνέχεια, ενίσχυσε και
ισχυροποίησε ακόμα περισσότερο τη διεθνή της θέση και υπόσταση με την υπογραφή
συμφωνιών για την οριοθέτηση της θαλάσσιας ζώνης Αποκλειστικής Οικονομικής
Εκμετάλλευσης (ΑΟΖ) με την Αίγυπτο, τον Λίβανο και το Ισραήλ. Ακολούθησε η
υπογραφή συμφωνιών για συνεργασία στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού
αερίου με το Ισραήλ και η παραχώρηση δικαιω μάτων για έρευνες και γεωτρήσεις
καταρχάς στην αμερικανική Noble Energy στο «Οικόπεδο 12» και στη συνέχεια σε
εταιρείες ρωσικών και ευρωπαϊκών συμφερόντων, ενέργειες, που, πέραν της καθαρά
οικονομικής διάστασης, έχουν και τεράστια γεωπολιτική σημασία για την Κύπρο και
για τον Ελληνισμό γενικότερα.
Αυτή η γεωπολιτική διάσταση
και σημασία είναι που προκαλεί την αντίδραση της Τουρκίας, τις πτυχές της
οποίας για να αντιληφθούμε θα πρέπει να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο θέμα.
Η Τουρκία ενεπλάκη στο
Κυπριακό και βρέθηκε πάνω στη Μεγαλόνησο ως δύναμη εισβολής και κατοχής ελέω
Μεγάλης Βρετανίας και ΗΠΑ, που διά της διχοτόμησης ήθελαν να αποτρέψουν κάθε
ενδεχόμενο ελέγχου της Κύπρου από την τότε Σοβιετική Ένωση. Δηλαδή, η Τουρκία
απέκτησε ρόλο και πολιτική για την Κύπρο στο πλαίσιο της πολιτικής του
«διαίρει και βασίλευε» κυρίως του Λονδίνου –βλ. διζωνική - δικοινοτική
ομοσπονδία– και όχι στο πλαίσιο ενός δικού της εθνικού σχεδίου για το
Κυπριακό και για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Από το 1983 και εντεύθεν η
Άγκυρα, με την ίδρυση του ψευδοκράτους, επιχείρησε να αλλάξει «το ρόλο και
την αποστολή» που της ανατέθηκε και άρχισε να πλάθει τα δικά της
μεγαλοϊδεατικά όνειρα, μέρος των οποίων ήταν ο σταδιακός έλεγχος ολόκληρου
του νησιού και δι’ αυτού η άσκηση γεωπολιτικής επιρροής και ελέγχου στο
σύνολο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Τα όνειρα αυτά, που είχαν ως πρώτο
«εμπνευστή» τους τον Τουργκούτ Οζάλ, άρχισαν να γίνονται πιο ευκρινή με το
δόγμα Νταβούτογλου, που εκφράζεται στο βιβλίο του Στρατηγικό Βάθος: Η θέση
της Τουρκίας στη Διεθνή Σκηνή. Μεταξύ άλλων που αναφέρει για την Κύπρο,
στη σελίδα 180 του βιβλίου ο Νταβούτογλου λέει και τα εξής:
«Την Κύπρο δεν μπορεί να
αγνοήσει καμία περιφερειακή ή παγκόσμια δύναμη που κάνει στρατηγικούς
υπολογισμούς στη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο, το Αιγαίο, το Σουέζ,
την Ερυθρά Θάλασσα και τον Κόλπο. Η Κύπρος βρίσκεται σε τόσο ιδανική απόσταση
απ’ όλες τις περιοχές, που έχει την ιδιότητα μίας παραμέτρου που τις
επηρεάζει όλες άμεσα. Η Τουρκία το στρατηγικό πλεονέκτημα που απέκτησε τη
δεκαετία του 1970 πάνω σε αυτή την παράμετρο πρέπει να το αξιο ποιήσει όχι ως
στοιχείο μίας αμυντικής κυπριακής πολιτικής, με στόχο τη διαφύλαξη του
σημερινού status quo, αλλά ως ένα θεμελιώδες στήριγμα μιας επιθετικής
θαλάσσιας στρατηγικής διπλωματικού χαρακτήρα».
Σε αδιέξοδο
Από τη μελέτη των δηλώσεων
των πολιτικών, των επίσημων ανακοινώσεων του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών
αλλά και των αναλύσεων διαφόρων θεωρητικών και κέντρων στρατηγικών ερευνών
και μελετών της Τουρκίας, που κυκλοφόρησαν με αφορμή τη γεώτρηση της Noble
Energy στο «Οικόπεδο 12», εξάγεται το συμπέρασμα ότι πίσω από την αντίδραση
της τουρκικής πλευράς, που εκδηλώθηκε με την υπογραφή συμφωνίας καθορισμού
ΑΟΖ Τουρ κίας - ψευδοκράτους και την αποστολή του «Πίρι Ρέις» για έρευνες
στην ΑΟΖ της Κύπρου, συνοδεία πολεμικών πλοίων και αεροσκαφών, υποκρύπτονται
οι γεωπολιτικές φοβίες και το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιπέσει η Άγκυρα.
Κεντρικό συμπέρασμα των
Τούρκων αναλυτών είναι το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, με τις συμφωνίες
για την οριοθέτηση της ΑΟΖ και τις κινήσεις για εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου
ενεργειακού πλούτου, εμπλέκοντας το Ισραήλ, τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τη Ρωσία,
πέρα από το αυτό καθαυτό οικονομικό όφελος, σε πολιτικό και γεωπολιτικό
επίπεδο, καταφέρνει να αλλάξει τις μέχρι σήμερα βασικές παραμέτρους του
Κυπριακού, «μεταφέροντάς» το από την ξηρά στη θάλασσα της Νοτιοανατολικής
Μεσογείου, όπου δεν υπάρχει ο σφιχτός εναγκαλισμός του σαράντα χιλιάδων
ανδρών στρατού κατοχής. Σύμφωνα πάντα με τους Τούρκους αναλυτές, η
ελληνοκυπριακή πλευρά, αν καταφέρει να εκμεταλλευτεί τα κοιτάσματα της ΑΟΖ,
θα έχει κατορθώσει να ενισχύσει τόσο τη θέση της γεωπολιτικά, που στην ουσία
θα έχει εξουδετερώσει τα αποτελέσματα της εισβολής, γεγονός που θα
ισχυροποιήσει σε απαράδεκτο για την Άγκυρα βαθμό τη θέση της στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού.
Η γεωπολιτική συντριβή της Άγκυρας
Ένα άλλο θέμα που απασχολεί
σαν μια δύσκολη «σπαζοκεφαλιά» τους Τούρκους αναλυτές και διπλωμάτες είναι το
ισχυρό ενδεχόμενο οι εξελίξεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο να
επηρεάσουν και να συμπαρασύρουν στη ροή τους το καθεστώς της στατικότητας που
έχει επικρατήσει στο Αιγαίο, μετά το Πρωτόκολλο της Βέρνης, το Νταβός και τα
Ίμια.
Με άλλα λόγια, σε περίπτωση
που οι εξελίξεις προχωρήσουν στην κατεύθυνση που έχουν δρομολογηθεί, η Άγκυρα
βλέπει τη γεωπολιτική της συντριβή, γι’ αυτό και το σχέδιο της αντίδρασής
της, που αποσκοπεί στη μετατροπή του «Πίρι Ρέις» σε «Μικρή Ίμια», για να
ακολουθήσει η αποκλιμάκωση της έντασης που δημιουργεί η ίδια η Άγκυρα στη
Νοτιοανατολική Μεσόγειο κατά τα πρότυπα της κρίσης των Ιμίων. Στόχος της Τουρκίας
είναι το «πάγωμα» των γεωτρήσεων από πλευράς της Κύπρου και των ερευνών από
πλευράς της Τουρκίας, η οποία φιλοδοξεί, όταν «ξεπαγώσουν» οι διαδικασίες, να
είναι «στο τραπέζι που θα ξανα-μοιραστεί η πίτα».
Και μια που αναφερθήκαμε στο
σχέδιο της Τουρκίας, αναλύοντάς το σε βάθος, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η
Άγκυρα είναι εγκλωβισμένη της πολιτικής της στο Αιγαίο –που δεν της επέτρεψε
να υπογράψει τη Σύμβαση για το Διεθνές Θαλάσσιο Δίκαιο– και δεν έχει νομικά
επιχειρήματα να επικαλεστεί σε διεθνές επίπεδο για την περίπτωση της
κυπριακής ΑΟΖ και των κινήσεων εκμετάλλευσής της από τη νόμιμη κυβέρνηση της
Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά μόνο το ρόλο της εγγυήτριας δύναμης, τον οποίο
χρησιμοποιεί παρελκυστικά και καταχρηστικά, για να αποκτήσει «δικαίωμα»
ερευνών και γεωτρήσεων σε όλα τα οικόπεδα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τέλος, όλο αυτό το έλλειμμα
ορθού πολιτικού σχεδιασμού, επιχειρημάτων και συμμαχιών στο ζήτημα της
εκμετάλλευσης των υποθαλάσσιων κοιτασμάτων της κυπριακής ΑΟΖ από πλευράς της
Άγκυρας, που εμφανίζεται σε ένα περιβάλλον που η Τουρκία αντί μηδενικών
αντιμετωπίζει πολλαπλά προβλήματα με όλους τους γείτονές της, δημιουργεί για
το Νεοοθωμανό γείτονα μια κατάσταση παρόμοια με εκείνη που προηγήθηκε της
Ναυμαχίας του Ναυαρίνου. Για να καλύψει όλο αυτό το έλλειμμα, η Τουρκία
ακολουθεί μια στρατηγική κλιμακούμενης έντασης στα πρότυπα της κρίσης των
Ιμίων, φιλοδοξώντας να πετύχει την καθοριστική παρέμβαση των ΗΠΑ, οι οποίες
έχουν «ποντάρει» πολλά στον Ερντογάν και έχουν αναθέσει καθοριστικής σημασίας
ρόλους στην Τουρκία. Το Αφγανιστάν, ο Καύκασος, η Συρία, το Ιράκ-Κουρδικό, το
Ιράν και το ραντάρ της αντιπυραυλικής ομπρέλας είναι τα χαρτιά που θα
επιχειρήσει να παίξει η Άγκυρα για να πείσει την Ουάσιγκτον να αλλάξει ή,
τουλάχιστον, να «παγώσει» το ρου και την πορεία των εξελίξεων στη
Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Θα τα καταφέρει; Ιδού το ερώτημα και ο γρίφος της
επικεφαλίδας!
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
"Επίκαιρα" στις 6/10/11
|
|
|
9. Η Ελλάδα στο Νέο
Γεωπολιτικό Περιβάλλον
ΣΥΝΘΕΣΗ ΟΜΑΔΟΣ ΜΕΛΕΤΩΝ – ΕΡΕΥΝΩΝ
ΤΟΥ Σ.Ε.ΕΘ.Α
Συντονιστής Μελέτης Αντιπτέραρχος
ε.α. Γεωργούσης Ευάγγελος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου