ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ - Ο ΕΘΝΑΡΧΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
8-9-2008
Γράφει ο κ. ΣΤΑΘΗΣ
ΠΕΛΑΓΙΔΗΣ
Καθηγητής
Πανεπιστημίου Δ. Μακεδονίας
Ο τίτλος φαίνεται ευρύτερος του πραγματικού. Διότι ο
Μητροπολίτης Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης
Ελλάδος ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ, συνήθως είναι γνωστός ως Ιεράρχης και Εθνάρχης των
Ποντίων, όχι όλων των Ελλήνων. Με την παρούσα εισήγηση θα επιχειρήσω να δείξω
και να τεκμηριώσω τη λαμπρή ιεραρχική και εθναρχική του δραστηριότητα (αυτά
τα δύο δεν ξεχωρίζουν) πολύ πέραν των ορίων του Πόντου και της κυρίως
Ελλάδος, σε χρονικό διάστημα που ξεπερνά το μισό αιώνα.
Είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς την εκκλησιαστική από
την εθνική δραστηριότητα ενός Ιεράρχη. Στην περίπτωση όμως του Χρύσανθου θα
λέγαμε άνετα ότι οι δύο ιδιότητες λειτουργούν ως παράλληλες και
παραπληρωματικές εκλάμψεις μιας χαρισματικής και ταλαντούχου προσωπικότητας,
κατά τρόπο που η εθνική εξαγιάζεται δια της εκκλησιαστικής, ενώ η
εκκλησιαστική ενεργοποιείται δια της εθνικής.
Ασφαλώς, η μεγαλειώδης και θαυματουργή αυτή συλλειτουργία
του άξιου ιεράρχη και του λαμπρού εθνικού ηγέτη δεν είναι τυχαία και
ανερμήνευτη. Νέος, σπουδαστής ακόμη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης
(1897-1903), πέρα από τη θεολογική παιδεία που καρπώθηκε, είχε επιδοθεί και
στην εκμάθηση δύο ξένων γλωσσών, Γαλλικής και Γερμανικής, θυσιάζοντας ακόμη
και τις θερινές διακοπές. Ως κάτοχος και γνώστης των δύο αυτών ευρωπαϊκών
γλωσσών, κατόρθωσε να προσεγγίσει, από τη νεαρή εκείνη ηλικία των 18-20
χρόνων (γεννήθηκε το 1881 στην Κομοτηνή), τα περίφημα φιλοσοφικά και
φιλολογικά έργα της γαλλικής και γερμανικής διανόησης (Wecklein, Meyer, Wundt
κ.ά.) και να μυηθεί στην ευρύτερη ευρωπαϊκή κουλτούρα. Όμως, με τη δυναμική
των δύο ξένων γλωσσών, ο Χρύσανθος περνά στην πραγματική υπέρβαση 4 χρόνια
μετά τις βασικές θεολογικές σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Πράγματι, οι ανώτερες σπουδές του στα Πανεπιστήμια της
Λειψίας και της Λωζάνης (1908-1911), με την οικονομική στήριξη των
Τραπεζουντίων Τραπεζιτών Φωστηρόπουλου και Θεοφύλακτου, προσέφεραν στον
27χρονο επιστήμονα ιερωμένο (από το 1903) σπάνιες ευκαιρίες και δυνατότητες
ευρύτερης πνευματικής και κοινωνικής καλλιέργειας, μέσω της διδασκαλίας
μεγάλων καθηγητών της εποχής (Zoon, Mitteisg, Both, Bruggemann, Paretto,
Siruen), αλλά και μέσω των πολιτιστικών δρώμενων, τα οποία παρακολουθούσε
στις δύο αυτές ευρωπαϊκές πόλεις.
Ταυτόχρονα, ήρθε σε επαφή και με την πιο σύγχρονη
ελληνική διανόηση μέσω των νέων Ελλήνων λογοτεχνών και κοινωνιολόγων που
σπούδαζαν εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη (Κώστας Χατζόπουλος, Γεώργιος Σκληρός—Κωνσταντινίδης,
Αλέξανδρος Δελμούζος, Πηνελόπη Δέλτα κ. ά.). Ακόμη και με τον μετέπειτα
Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Αντιλαμβανόμαστε με πόσο ευρύτερο, βαθύτερο και
ουσιαστικότερο μορφωτικό οπλισμό επέστρεψε, το 1911, ο Χρύσανθος στην
Κων/πολη από την Ευρώπη. Αλλά και πόσα ηθικά και πνευματικά εφόδια
διαμόρφωσαν το χαρακτήρα και την προσωπικότητα του κατοπινού άξιου Ιεράρχη
και λαμπρότατου Εθνάρχη, τόσο στην προ της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922),
όσο και στη μετά τον ξεριζωμό περίοδο των δραστηριοτήτων του.
Α) ΠΡΟ ΤΗΣ
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ (1922)
α) Ο Χρύσανθος ως Αρχιδιάκονος στη Μητρόπολη Τραπεζούντος
(1903-1907)
Παρότι πολύ νέος (22 χρόνων) διορίζεται από το
Μητροπολίτη Κωνστάντιο Β’ Καρατζόπυλος ως Γενικός Επίτροπος, με δικαίωμα
συμμετοχής στο Δ/κό Συμβούλιο του Βιλαετίου Τραπεζούντος.
Από τη θέση αυτή διεκπεραιώνει σημαντικές υποθέσεις, με
ευρύτερο εθνικό νόημα:
1) Ρυθμίζει καυτά κοινοτικά ζητήματα που είχαν σχέση με
την εκπαιδευτική, εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή της πόλης.
2) Προβαίνει σε δύο σημαντικές, εθνικού ενδιαφέροντος,
ενέργειες. Από τη μια συμβάλλει, ώστε βιβλιοπώλης της Τραπεζούντος που
συνελήφθη με την κατηγορία ότι είχε στο κατάστημά του εικόνες και σημαίες των
αγωνιστών του 1921, να απαλλαγεί και να αφεθεί ελεύθερος. Από την άλλη,
κατορθώνει ώστε Ελληνίδα της περιοχής Ματσούκας, η οποία απήχθη και απειλείτο
με εξισλαμισμό, να απελευθερωθεί και να αποδοθεί στου ς οικείους της.
3) Πέρα από τα παραπάνω, αναλαμβάνει και φέρνει σε αίσιο
πέρας δύο σημαντικές ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ. Κατά πρώτο, ύστερα από επιτόπια επίσκεψη, ως
Έξαρχος του Οικουμενικού Θρόνου, στην Ι. Μονή Παναγίας Σουμελά, ρυθμίζει
θέματα κοινοβιακά, αλλά και άλλα ζητήματα της Μονής που είχαν σχέση με
περιουσιακά και οργανωτικά ζητήματα (1907). Κατά δεύτερο, με την ίδια ιδιότητα
επισκέπτεται τη Βενετία, κατ’ εντολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’,
και κατορθώνει, με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, να φέρει την ειρήνευση
ανάμεσα στην ιστορική ελληνική κοινότητα και στην τοπική Εκκλησία,
υποβάλλοντας και σχετική εκτενή έκθεση στον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και την προσωπική του
επιτυχία στην εκλογή του Κων/νου Αράμπογλου, ως νέου Μητροπολίτη
Τραπεζούντος, μετά το θάνατο του Κωνστάντιου Β’ (1906), αντιλαμβανόμαστε ότι
το καρποφόρο ξεκίνημα του νεαρού Χρύσανθου, ως Αρχιδιακόνου Τραπεζούντος
(1903-1907), πριν ακόμη από τις ανώτερες σπουδές του στην Ευρώπη, ανοίγει
ευνοϊκότατες προοπτικές για το ξεδίπλωμα των ικανοτήτων του στις επόμενες
φάσεις της ιερατικής του διαδρομής, και μάλιστα φάσεις κρισιμότατες για το
γένος.
β) Ως Αρχειοφύλακας και Αρχισυντάκτης της «Εκκλησιαστικής
Αλήθειας» (1911-1913)
Οι δραστηριότητες του Χρύσανθου σ’ αυτή την τριετία
συμπίπτουν με την πρώτη περίοδο της νεοτουρκικής «πολυκοιρανίας»
(πολυτυραννία), όπως την αποκαλεί ο ίδιος) (1908-1912).
Πρόκειται για την περίοδο, η οποία σημαδεύεται από τα
μυστικά σχέδια των Νεότουρκων για εξόντωση ή εκτουρκισμό του Γένους των
Ελλήνων, σύμφωνα με απόφαση της Αυγούστου 1910: «Θάττον ή βράδιον δέον να
εκτουρκισθώσιν, άπαντες οι μη μουσουλμάνοι Οθωμανοί υπήκοοι. Επειδή όμως
τούτο δεν δύναται να επιτευχθεί δια της πειθούς, είναι ανάγκη να γίνει χρήσις
των όπλων». Από την άλλη, το νεοτουρκικό κατεστημένο νομιμοποιεί αυθαίρετες
καταλήψεις ορθόδοξων εκκλησιών από βουλγαρικές συμμορίες, παρά την τυπική
λήξη του Μακεδονικού Αγώνα (1904-190, και προωθεί εκπαιδευτικά σχέδια του
αρχικομιτατζή Σαντάνσκι για κοινά σχολεία Ελλήνων, Βουλγάρων και Τούρκων
μαθητών, προς άλωση και αλλοτρίωση της Ελληνορθόδοξης Παιδείας.
Με πόνο ψυχής σημειώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπου
υποβάλλονται απανωτά υπομνήματα διαμαρτυρίας από Μητροπολίτες των επαρχιών:
«Τα συμβαίνοντα εν απάσαις ταις επαρχίαις ατοπήματα καταδεικνύουσιν ότι
υπάρχει μυστικόν σχέδιον της συνταγματικής κυβερνήσεις, χείρον της
απολυταρχίας καταπολεμούν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και το ελληνικό
Γένος».
Σ’ αυτή, λοιπόν, την κρίσιμη, για το Οικουμενικό
Πατριαρχείο και το Γένος περίοδο, ο ρόλος του Χρύσανθου από την έπαλξη της
«Εκκλησιαστικής Αληθείας», κύριου δημοσιογραφικού Οργάνου του Πατριαρχείου,
λειτουργεί ως ασπίδα λύτρωσης και προάσπισης των εθνικών συμφερόντων έναντι
της βουλγαρικής και νεοτουρκικής επιβουλής. Πράγματι, μας εντυπωσιάζουν οι
τολμηρές ενέργειες και τα φλογερά πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα του Χρύσανθου κατά
της βουλγαρικής ύπουλης προπαγάνδας, του σλαβικού, γενικά κινδύνου.
Κατά πρώτο, έρχεται σε επαφή με τους πρωτοπόρους
Μακεδονομάχους της «Οργάνωσης της Κωνσταντινούπολης» Ίωνα Δραγούμη και
Αθανάσιο Σουλιώτη/Νικολαϊδη και καταστρώνουν κοινά σχέδια δράσης. Έπειτα,
όταν μετά το β’ Βαλκανικό Πόλεμο (1913) και την υπογραφή της Συνθήκης του
Βουκουρεστίου (Αύγ. 1913) η Δυτ. Θράκη περιέρχεται στη Βουλγαρία,
πραγματοποιεί επιτόπιες επισκέψεις και αποστολές σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα,
συγκροτεί επιτροπές αντίδρασης, συντάσσει και υποβάλλει υπομνήματα στο
Βενιζέλο για αναθεώρηση της Συνθήκης και αυτονόμηση της περιοχής. Βέβαια, οι
τολμηρές αυτές πρωτοβουλίες δε δικαιώνονται τότε, αλλά έξι χρόνια αργότερα,
με τη συνθήκη του Νεϋγί (1919), η οποία ενσωματώνει την περιοχή στον εθνικό
ελληνικό κορμό.
Παράλληλα, στιγματίζει τα βουλγαρικά εγκλήματα του β’
Βαλκανικού Πολέμου με το φλογερό του άρθρο «Αίμα και πυρ» (1/6/1913), αλλά
και με το άρθρο «Γεώργιος ο Α’», λίγο μετά τη δολοφονία του στη Θεσσαλονίκη.
Από την άλλη, απανωτά είναι τα τολμηρά άρθρα κατά της αφομοιωτικής
εθνοτικής πολιτικής των Νεοτούρκων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το κύριο άρθρο
«Στώμεν καλώς» (10/9/1911), παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, όπου δηλώνει με
καθαρό και ξάστερο τρόπο, το ύψιστο χρέος των Βαλκανικών χριστιανικών κρατών
να συνασπιστούν σε έναν κοινό αγώνα κατά των Νεοτούρκων, επειδή ο κίνδυνος
ήταν κοινός.
Το άρθρο αυτό στάθηκε η αιτία να διακοπεί για μεγάλο
διάστημα, η έκδοση του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια».
γ) Ο Χρύσανθος Μητροπολίτης Τραπεζούντας (1913-1923)
Αν θα τολμούσαμε να στήσουμε κάποια ορόσημα στην
ιεραρχική και εθναρχική διαδρομή του Χρύσανθου, ως Μητροπολίτη Τραπεζούντος,
θα ξεχωρίζαμε, συμβατικά, τις παρακάτω περιόδους:
γ.1) 1913-1918: Ιεράρχης και Εθνάρχης του Ποντιακού
Ελληνισμού, στον Πόντο και
στις Παρευξείνιες περιοχές
Μπαίνουμε στην κύρια φάση της Γενοκτονίας του Ελληνισμού
της Ανατολής, φάση που σημαδεύεται από τους μαζικούς και εξοντωτικούς
εκτοπισμούς των Ελλήνων Θράκης, Μικράς Ασίας και Πόντου, στα βάθη της
Ανατολής (1914 1918, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος).
Ασφαλώς το θεσμικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό και
κοινωνικό έργο του 33χρονου Μητροπολίτη Τραπεζούντος (ανανέωση / αναβάθμιση
της Δημογεροντίας και ρύθμιση των κοινοτικών ζητημάτων, αναδιοργάνωση του
Συμβουλείου των Σχολείων, αναδιοργάνωση των φιλανθρωπικών φορέων (Φιλοπτώχου
Αδελφότητος, Μέριμνας, Ποντίων Κυριών), ανέγερση νέου Παρθεναγωγείου,
προσφορά βοήθειας σε Έλληνες, Αρμένιους και Τούρκους, διαχείριση οικονομικών
ενισχύσεων από ομογενείς της Ρωσίας κ.ά.) συμβάλλει σημαντικά στην ηθική και
πολιτιστική στήριξη του Ελληνισμού του Πόντου. Αυτό σημαίνει ότι έχει και την
ανάλογη Εθνική του σημασία.
Όμως, στις κρίσιμες εκείνες ώρες που περνά ο αλύτρωτος
Ελληνισμός σε Θράκη, Μ. Ασία και Δυτικό Πόντο, έχει πολύ μεγάλη εθνική
σημασία το γεγονός ότι ο Ελληνισμός του ανατολικού Πόντου δεν αντιμετωπίζει,
στον ίδιο βαθμό και στην ίδια έκταση, το πρόβλημα των εκτοπισμών και της
Γενοκτονίας.
Και αυτό, όχι μόνο λόγω της ρωσικής στρατιωτικής κατοχής
της Τραπεζούντας και της ευρύτερης περιοχής (Απρ. 1916- Φεβρ. 191, αλλά και
λόγω των κατάλληλων χειρισμών και ενεργειών του Χρυσάνθου, ο οποίος είχε την
αίσθηση ότι, αν και λειτουργούσε Ελληνικό Υποπροξενείο στην πόλη, ωστόσο ήταν
ο μόνος που έπρεπε να ασκήσει έργο πραγματικού εθνάρχη του ελληνισμού της
περιοχής, με ενεργοποίηση της Ιεραρχικής του ιδιότητας.
Έτσι, οι άριστες σχέσεις που αναπτύσσει με το Γενικό
Διοικητή Τραπεζούντος Τζεμάλ Αζμή Μπέη μειώνουν σημαντικά τις αρνητικές
επιπτώσεις των διωγμών του Ελληνισμού στην περιοχή, στην κορυφαία φάση της
Γενοκτονίας, 1914-1918.
Έπειτα, όταν, στην περίοδο της Ρωσοκρατίας (1916-191 ο
Χρύσανθος αναλαμβάνει, ως Γενικός Διοικητής Τραπεζούντος, τη διοίκηση του
αυτόνομου αυτού κράτους, με συνδιοίκηση Ελλήνων και Τούρκων, είναι
αξιοθαύμαστες και αξιέπαινες οι κοινωνικές και φιλανθρωπικές δραστηριότητες
που αναπτύσσει όχι μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για τους Τούρκους και τους
Αρμένιους της πόλης.
Και όταν, το Φεβρουάριο του 1918, οι Ρώσοι αποχωρούν από
τον πόλεμο και από τον Πόντο, και είναι «επί θύραις» ο κίνδυνος της
καταστροφικής επέλασης Τούρκων στρατιωτών και τσετέδων, είναι να θαυμάζει
κανείς τους επιδέξιους χειρισμούς του εθνάρχη Μητροπολίτη, προκειμένου να
προστατεύσει το χριστιανικό ποίμνιο από την επερχόμενη καταιγίδα. Σημαντικός,
μάλιστα, αναδείχθηκε σ’ αυτή τη φάση ο ρόλος της «Εθνικής Ένωσης Νέων», που
ίδρυσε ο ίδιος ο Χρύσανθος ένα χρόνο νωρίτερα (1917).
Και δεν εξαντλούνται σ’ αυτό το σημείο οι δραστηριότητες
του μεγάλου Ιεράρχη και Εθνάρχη των Ποντίων. Ανάλογος προβάλλει ο
προστατευτικός του ρόλος και για τους Αρμένιους της περιοχής, στη μαύρη
περίοδο της αρμενικής γενοκτονίας (1915-1917):
- με παραστάσεις στο Βαλή Τραπεζούντος, για αποτροπή
σφαγών και εξώσεων
- με την ίδρυση φιλανθρωπικής αρμενικής επιτροπής και
επιτροπής προσφύγων
- με την ίδρυση ορφανοτροφείου για Αρμενόπουλα
- με την οργάνωση της περίθαλψης των Αρμενίων
- με ενεργοποίηση του Αρμένιου Πατριάρχη Κων/πολης, του
Ζαβέν.
Πέρα από το κοινωνικό, σημαντικό ήταν και το πνευματικό
του έργο σ’ αυτή την περίοδο. Πράγματι η πνευματική ζωή της Τραπεζούντος,
γίνεται πλουσιότερη στη διετία 1916-1918, με την έκδοση και κυκλοφορία του
εβδομαδιαίου περιοδικού «ΟΙ ΚΟΜΝΗΝΟΙ». Πρόκειται για Περιοδικό «Ιδρυθέν υπό
της Α. Σ. του Μητροπολίτου Τραπεζούντος ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ».
Τα κείμενα, όλα δικά του, δίνουν την εικόνα των κύριων
θεμάτων που ενδιέφεραν την Τραπεζουντιακή κοινωνία:
1)ΛΟΓΟΣ ΕΠΙΜΝΗΜΟΣΥΝΟΣ ΡΗΘΕΙΣ ΤΗ 29η ΜΑΪΟΥ (11/6/1916)
2)Η ΚΡΙΣΙΣ (18/6/1916)
3) ΤΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (9/7/1916)
4) ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΣ (4/8/1916)
5)ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΝ ΑΙΣΘΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ(1/9/1916)
6) Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ (1/10/1916)
7) ΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΛΑΟΣ (15/10/1916)
ΖΩΝΤΑΝΗΣ ΦΥΛΗΣ ΖΩΝΤΑΝΟΙ ΑΓΙΟΙ (10/12/1916)
9) Ο ΑΔΙΑΚΡΙΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ (7/1/1917)
10) ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (4/3/19 17)
11) Ο ΦΑΝΑΤΙΣΜΟΣ(28/4/1917)
12) ΕΚΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΠΡΟΣ
ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ (12/10/191
γ. 2) 1919-1923: Ιεράρχης και Εθνάρχης του αλύτρωτου
Ελληνισμού της Ανατολής
Πράγματι, σ’ αυτή την περίοδο ο Μητροπολίτης Χρύσανθος
αναδεικνύεται ο άξιος Εθνάρχης του
Ελληνισμού της Ανατολής (Μ. Ασίας, Πόντου, Καππαδοκίας, Θράκης) με δύο
σημαντικές και διεθνούς εμβέλειας ενέργειες.
Πρώτα- πρώτα, συμμετέχει στην Επιτροπή, την οποία
συγκροτεί, ο Πρόεδρος των Αλύτρωτων Ελλήνων, ο Τοποτηρητής του Οικουμενικού
Θρόνου, Μητροπολίτης Προύσας Δωρόθεος, και συντάσσει το Υπόμνημα που θα
υποβληθεί στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (Μάρτιος 1919).
Με το εν λόγω Υπόμνημα, η Επιτροπή διεκδικεί από τους
Μεγάλους Συμμάχους (Αμερική, Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) τα δίκαια του Αλύτρωτου
Ελληνισμού (πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά) με δύο κορυφαία κριτήρια: Από τη
μία, το βαθμό εγγύτητας, της κάθε περιοχής από την κυρίως Ελλάδα και, από την
άλλη, το μέγεθος και την πολιτιστική ποιότητα του επιμέρους Ελληνισμού, στην
ιστορική και στη σύγχρονή του διάσταση.
Με βάση, λοιπόν, τα δύο αυτά κριτήρια, η Επιτροπή, στην
οποία κυρίαρχος είναι ο ρόλος του Χρύσανθου, προβάλλει τις παρακάτω
διεκδικήσεις.
1) Περιοχή του Πόντου: Αυτονομία της περιοχής υπό την
Κ.Τ.Ε. Δεν προτείνεται το αίτημα της ανεξαρτησίας παρά τον ελληνικό χαρακτήρα
του πολιτισμού του, το μέγεθος των 800.000 Ελλήνων (545.000 στον Πόντο και
250.000 στον Καύκασο), για μόνο το λόγο ότι ο Πόντος είναι πολύ μακριά από
την Ελλάδα. Όμως, εδώ διαβλέπει κανείς την κρυφή προοπτική της μετεξέλιξης
της αυτονομίας σε ανεξαρτησία.
2) Περιοχή της Καππαδοκίας: Από τη μία το περιορισμένο
κάπως πληθυσμιακό μέγεθος των 172.000 Ελλήνων, από την άλλη η μακρινή
απόσταση από την Ελλάδα, ανάγκασαν την Επιτροπή να περιοριστεί στη διεκδίκηση
οικονομικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών ελευθεριών.
3) Μ. Ασία- Ανατ. Θράκη: Εδώ προβάλλεται το αίτημα της
πλήρους ανεξαρτησίας και της ένωσης με την κυρίως Ελλάδα, διότι η περιοχή
εκτός του ότι γεφυρώνεται, δια του Αιγαίου, με τον εθνικό κορμό, επιπλέον,
διαθέτει και πανάρχαιο ελληνικό πολιτισμό και πλούσιο ζωντανό ελληνικό
στοιχείο 2.300.000 ατόμων. Ο ελληνικός αυτός πληθυσμός, αν ενισχυθεί και με
τους 300.000 Αρμένιους, ξεπερνά τους 2.400.000 Μουσουλμάνους αυτού του χώρου,
όπου οι καθαρά Τουρκογενείς δεν ξεπερνούν τις 500.000.
Αυτά ήταν τα τολμηρά, αλλά και ρεαλιστικά οράματα του
Αλύτρωτου Ελληνισμού για τη μελλοντική του πορεία, όπως τα συνέλαβαν οι ίδιοι
οι Έλληνες και τα διαμόρφωσε σε συγκεκριμένα σχήματα η χαρισματική διάνοια
του Χρύσανθου.
Δυστυχώς, τα οράματα αυτά και αυτές οι ελπίδες του 1919,
βούλιαξαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή στο λιμάνι της Σμύρνης, το 1922.
Ίδια ακριβώς ήταν η κατάληξη και της δεύτερης εθναρχικής
ενέργειας του Μητροπολίτη Τραπεζούντος. Έχει όμως, ιδιαίτερη ιστορική σημασία
αυτή η ενέργεια, ειδικά για την περιοχή του Πόντου. Πράγματι, το Υπόμνημα που
υποβάλλει στους Μεγάλους ο Χρύσανθος (12 Μαΐου 1919) για τη μελλοντική
προοπτική του Πόντου, παρά την ατυχή του κατάληξη, αποτελεί αδιάσειστο
ιστορικό τεκμήριο για την ιστορική ταυτότητα της περιοχής.
Κατ’ αρχήν, ανατρέπει προηγούμενο Υπόμνημα του Βενιζέλου
(Δεκέμβ. 191,
όπου ο ελληνικός Πόντος, με πληθυσμό μόνο 350.000 ατόμων, προσαρτάται στο υπό
ίδρυση αρμενικό κράτος. Τα πραγματικά όμως, ιστορικά στοιχεία του Πόντου,
κατά το Υπόμνημα του Χρύσανθου, είναι πολύ διαφορετικά και σωστά
τεκμηριωμένα. Πρώτα- πρώτα, ο ελληνικός πληθυσμός της περιοχής, με κριτήριο
τους 6 βουλευτές (1 βουλευτής ανά 100.000 άτομα) υπολογίζεται, βάσιμα, γύρω
στις 600.000 ψυχές, οι οποίες ενισχυμένες με 250.000 Έλληνες από Καύκασο και
Ν. Ρωσία, ανεβαίνουν στους 850.000. Αν στους παραπάνω προσθέσαμε και τους
250.000 εξισλαμισμένους Ελληνόφωνους Οφλήδες, Τογιαλήδες, Σταυριώτες, είναι
σίγουρο ότι ξεπερνούμε τους 1.068.000 μουσουλμάνους.
Όλα αυτά τεκμηριώνουν το αίτημα της αυτονομίας του
Πόντου.
Όμως, αξίζει να παρακολουθήσουμε την οδυσσειακή διαδρομή
του Χρύσανθου, ως πραγματικού Εθνάρχη αυτού του Ελληνισμού σε Δύση και
Ανατολή.
Στη Δύση: επισκέπτεται, στη γαλλική πρωτεύουσα, όλους
τους Μεγάλους, για να τους ενημερώσει ως προς την πραγματική εικόνα του
Πόντου, ο οποίος ήταν ή άγνωστος ή παραγνωρισμένος: Τους πρωθυπουργούς της
Ελλάδας, Γαλλίας, Αγγλίας και τους Προέδρους των ΗΠΑ (Ουΐλσων) και Γαλλίας
(Κλεμανσώ).
Στη συνέχεια, μεταβαίνει στο Λονδίνο (Ιούλιος 1919), όπου
πραγματοποιεί επαφές με εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, για το
ίδιο θέμα.
Στην Ανατολή: το ίδιο όραμα, της αυτονομίας του Πόντου,
οδηγεί τα βήματα και τις ενέργειές του:
- στην Ελλάδα (Σεπτ. 1919)
- στην Κων/πολη (Οκτ. 1919)
- στην Τραπεζούντα (26 Οκτ. 1919)
- στο Βατούμ (Νοέμ. 1919): Επαφές με το Εθνικό Συμβούλιο
του Πόντου (Πρόεδρος ο Β. Ιωαννίδης) και την Εθνοσυνέλευση (Πρόεδρος ο Ν.
Λεοντίδης)
- στην Τιφλίδα: ρυθμίζει το Αυτοκέφαλο της Γεωργιανής
Εκκλησίας
- στο Εριβάν της Αρμενίας (Ιούν. 1920): για την Ποντοαρμενική
Ομοσπονδία, η οποία αποτυγχάνει.
- Κωνσταντινούπολη: τελική κατάληξη, λόγω κεμαλικών
εγκλημάτων στην περιοχή του Πόντου.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1921 καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο
από τα Δικαστήρια της Αμάσειας.
Με τη Μικρασιατική καταστροφή, οπότε ανατρέπονται τα
παραπάνω οράματα και σβήνουν όλες οι ελπίδες, ο εθνάρχης πρώην Μητροπολίτης
Τραπεζούντος Χρύσανθος καταφεύγει στην Αθήνα, όπως ως Αποκρισάριος του
Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως θα συνεχίσει την μετά τον
ξεριζωμό εθναρχική του δράση (1926-193.
Είναι να θαυμάζει κανείς την ηρωική πορεία του γενναίου
Μητροπολίτη Χρύσανθου, ο οποίος πραγματώνει την Εθναρχική του αποστολή στην
τελευταία φάση των αγώνων του για την αυτονομία του Πόντου, κατά τρόπο που
ούτε ένας σύγχρονος ηγέτης θα μπορούσε να προσεγγίσει.
Ας καμαρώσουμε το Πανόραμα της ιστορικής του διαδρομής:
ΜΑΡΤΙΟΣ 1919- ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1922
- ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ (1919) — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ — ΠΑΡΙΣΙ — ΛΟΝΔΙΝΟ
— ΑΘΗΝΑ — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ— ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ— ΒΑΤΟΥΜ— ΤΙΦΛΙΔΑ — ΕΡΙΒΑΝ—
ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ — ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ— ΑΘΗΝΑ (1922).
Β) ΜΕΤΑ ΤΟΝ
ΞΕΡΙΖΩΜΟ (1924 κ.ε.)
Είναι γνωστό ότι οι Μητροπολίτες του Πόντου συνέχισαν,
και μετά τον ξεριζωμό, την αρχιερατική τους δράση στην κυρίως Ελλάδα, όπως ο
Χαλδίας Λαυρέντιος και ο Νεοκαισαρείας Πολύκαρπος, οι οποίοι τοποθετήθηκαν
από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις Μητροπόλεις Δράμας και Ξάνθης. Από την
άλλη, ο Μακεδονομάχος Μητροπολίτης Αμασείας Γερμανός, συνέχισε την
εκκλησιαστική και εθνική του δράση, ως Μητροπολίτης Κεντρώας Ευρώπης, με έδρα
την Βιέννη της Αυστρίας.
Ο Χρύσανθος ήταν ο μόνος Ιεράρχης, ο οποίος ανέλαβε και
έφερε σε πέρας ευρύτερες εκκλησιαστικές και εθνικές αποστολές. Κατ’ αρχήν σε
ταλανιζόμενα, εκτός Ελλάδος, τμήματα του Ελληνισμού, στη συνέχεια στον ίδιο
τον Ελλαδικό χώρο, που υπέστη την ανίερη επίθεση του Άξονα.
Στην πρώτη περίπτωση, ως Αποκρισάριος του Οικουμενικού
Πατριαρχείου (1926-193,
στη δεύτερη ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος (Δεκ. 1938- Ιούλ.
1941).
α) Ο Χρύσανθος ως Αποκρισάριος
του Οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως
Ο μέχρι προ τινος Ιεράρχης και Εθνάρχης του Ελληνισμού
της Ανατολής αναλαμβάνει τώρα δραστηριότητες που θα τον αναδείξουν σε Εθνάρχη
του Οικουμενικού Ελληνισμού, καθώς οι δραστηριότητες του εξακτινώνονται σε
Δύση, Βορρά και Νότο.
Ασφαλώς, οι δραστηριότητές τους σ’ αυτή τη φάση είναι
καθαρά εκκλησιαστικές. Όμως, έχει διαπιστωθεί από την ιστορία ότι, τα θέματα
της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, ιδιαίτερα στο εξωτερικό, έχουν άμεση και
λειτουργική σχέση με την όλη πορεία, προκοπή και ανάπτυξη του εκεί Ελληνισμού.
Με βάση αυτό το κριτήριο η συμβολή του Μητροπολίτη
Χρύσανθου, με την ιδιότητα του Αποκρισάριου του Οικουμενικού Πατριαρχείου,
είναι πολύ σημαντική στην αποκατάσταση της ομαλότητας του εκκλησιαστικού βίου
και στην προώθηση της εθνικής κουλτούρας των Ελλήνων του Εξωτερικού, οι
οποίοι διαβιούσαν υπό ιδιάζουσες και κρίσιμες συνθήκες.
Και πρώτα- πρώτα στην Αλβανία. Εδώ στην ορθόδοξη
Εκκλησία, που κινδύνευε να εξαλβανιστεί, επικρατούσε, στη 10ετία του 1920,
σωστή εκκλησιαστική αναρχία, λόγω αποσχιστικών κινήσεων Αλβανών, Σέρβων,
Ρουμάνων και Ουνιτών της περιοχής. Η θαυματουργή, λοιπόν, παρουσία και
επέμβαση του Χρύσανθου, με το κύρος και τη φήμη που διέθετε και με τους
επιδέξιους χειρισμούς του, αποκαθιστά την εκκλησιαστική ενότητα και ηρεμία,
αλλά και ενισχύει τα μειονοτικά δικαιώματα του ιστορικού ελληνισμού της Β.
Ηπείρου (Ιούνιος 1926).
Έπειτα, στην Κύπρο. Η Μεγαλόνησος ταλανίζεται από το
Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα, μετά το θάνατο του Αρχ/που Κυρίλλου και την έξωση
τριών Μητροπολιτών (Πάφου, Κιτίου, Κηρύνειας) από τις αγγλικές αρχές, στη
10ετία του 1930. Την κατάσταση δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο το έντονο
επαναστατικό κλίμα που διαμορφώνεται στο νησί, για την ένωση με τη Μητέρα
Ελλάδα. Παρά τις δυσκολίες αυτές, ο Χρύσανθος περνάει στην υπέρβαση και, με
τη βοήθεια των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων,
καταφέρνει να συγκροτήσει Κανονική Σύνοδο, η οποία ανοίγει το δρόμο στην
εκλογή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Λεοντίου Γ’ (1947).
Αλλά και στην Αυστραλία (Αντίποδες του Νότου), όπου
ξέσπασε έντονη διαμάχη μεταξύ κοινοτήτων και Ορθόδοξης εκκλησίας, σχετικά με
την κατοχή και την ιδιοκτησιακή χρήση ορθόδοξων ναών, οι εξ αποστάσεως
παραινέσεις και ενέργειες του Χρύσανθου έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα της
ουσιαστικής προσέγγισης και ειρήνευσης. Σταθμό, μάλιστα, στον εκκλησιαστικό
και εθνικό βίο, του εκεί Ελληνισμού αποτελεί η εκλογή του Θεοφύλακτου
Παπαθανασόπουλου, ως Μητροπολίτη Αυστραλίας, με τη στήριξη και προώθηση του
Χρύσανθου (1947).
Δεν είναι μικρότερης εθνικής σημασίας η σθεναρή αντίδραση
του δραστήριου Αποκρισάριου του Πατριαρχείου, στη συστηματική προπαγάνδα της
Καθολικής Εκκλησίας, στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα, με στόχο να περάσει το
Καθολικό Δόγμα στους εκεί ορθόδοξους Έλληνες (10ετία του 1930). Θεωρώ πολύ
σημαντική αυτή την ενέργεια. Είναι βέβαιο ότι η αλλαγή του δόγματος, Θα
άνοιγε μελλοντικά το δρόμο στην αλλοτρίωση των Ελλήνων, ό,τι δηλαδή συνέβη,
επί Τουρκοκρατίας, στον Ελληνισμό της Βιέννης και εν μέρει της Βενετίας.
Από το Νότο, περνάμε στους Αντίποδες του Βορρά, στον
Ελληνισμό δηλ. της Αμερικής (Βορείου και Νοτίου).
Κατ’ αρχήν πρέπει να σημειώσουμε ότι η πνευματική
εποπτεία του εκεί Ελληνισμού, όπως
και όλου του εν Διασπορά Ελληνισμού (Αμερικής, Ευρώπης, Αυστραλίας)
εκχωρείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ελλαδική Εκκλησία, με Τόμο της
18/3/1908.
Με βάση τη νέα κατάσταση, η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της
Ελλάδος είχε την ευθύνη αντιμετώπισης των προβλημάτων και θεμάτων των
Ελληνορθόδοξων Εκκλησιών του Εξωτερικού.
Στα τέλη της 10ετίας του 1920 η Εκκλησία της Αμερικής
κλυδωνίζεται από ξένες προπαγάνδες, με άμεσο τον κίνδυνο της υπαγωγής του
ελληνορθόδοξου ποιμνίου σε άλλα ορθόδοξα πατριαρχεία (Ρωσίας, Σερβίας,
Ρουμανίας). Δυστυχώς, η επιτόπια επίσκεψη του Μητροπολίτη Κορινθίας
Δαμασκηνού, εκ μέρους της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας και του
Αρχιεπισκόπου Μελετίου, χειροτέρεψε την κατάσταση στην Αρχιεπισκοπή της
Αμερικής.
Την κρίσιμη κατάσταση ανατρέπουν οι προτάσεις του
Χρύσανθου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Ελληνική Κυβέρνηση: 1) Όλες οι
Ορθόδοξες παροικίες και εκκλησίες της διασποράς να ξαναϋπαχθούν στο
Οικουμενικό Πατριαρχείο, 2) να ανακληθεί αμέσως από την Αμερική ο Δαμασκηνός,
3) να εκλεγεί, χωρίς καθυστέρηση, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής ο Μητροπολίτης
Κερκύρας Αθηναγόρας. Από τότε (1931) όλοι οι Ελληνορθόδοξοι το εξωτερικού
υπάγονται, μέχρι και σήμερα, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κων/πόλεως. Ακόμη
και αλλοεθνείς ορθόδοξοι υπάγονται σ’ αυτό το Πατριαρχείο, όπερ αδύνατο, αν
υπάγονταν στην ελλαδική εκκλησία (έγγραφα Χρυσάνθου 3/2/1931 και 15/ 8/1931).
Ένα χρόνο αργότερα (1932) ο Χρύσανθος αποτρέπει τις
επιβουλές των Παλιοημερολογητών της Αμερικής, υπό τον καθηρημένο Αρχιμανδρίτη
Βασίλειο Λεβέντη, οι οποίοι στοχεύουν στην άλωση ορθόδοξου ποιμνίου και
ορθόδοξων Ναών. Με έγγραφό του, της 30/12/1932, ενεργοποιούνται, σ’ αυτή την
κατεύθυνση, Οι Υπουργοί Παιδείας και Εξωτερικών της Ελλάδος.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις αποστολές του Χρύσανθου,
ως Αποκρισάριου, στο Βελιγράδι, στο Βουκουρέστι, στη Βαρσοβία, στη Δαμασκό,
για επίλυση κρίσιμων εσωτερικών ζητημάτων των εκεί Ορθόδοξων Εκκλησιών, αντιλαμβανόμαστε
τη συμβολή της χαρισματικής αυτής προσωπικότητας στη διεθνή προβολή του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως Μητέρας Εκκλησίας όλων των ορθοδόξων Εκκλησιών
του Κόσμου. Ταυτόχρονα, συνειδητοποιούμε πόσο, με τις εν λόγω δραστηριότητες,
περιβάλλεται ο Χρύσανθος με το κύρος της διεθνώς αναγνωρισμένης
προσωπικότητας. Πόσο δηλ. ανεβαίνει, από Εθνάρχης των Ελλήνων, σε επίπεδα
πνευματικού ηγέτη με διεθνή καταξίωση.
β) Ο Χρύσανθος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
και Πάσης Ελλάδος (Δεκ. 1938 — Ιούλ. 1941)
Περνάμε στην τελευταία και κορυφαία φάση των
δραστηριοτήτων του μεγάλου Ιεράρχη και Εθνάρχη. Οι δραστηριότητες, μάλιστα,
αυτής της περιόδου κλιμακώνονται καθώς περνάμε από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο
(Οκτ. 1940-Απρ. 1941) στην ύπουλη γερμανική εισβολή και στην τριπλή κατοχή
της χώρας.
Στην πρώτη περίοδο (ελληνοϊταλικός πόλεμος) θα μπορούσαμε
να ξεχωρίσουμε στο πρόσωπο του Χρύσανθου, τον μεγάλο Ιεράρχη και στοργικό
Πατέρα του μαχόμενου, στρατευμένου και μη, ελληνικού λαού.
Στη δεύτερη (γερμανική εισβολή- Κατοχή) ο Χρύσανθος
ορθώνεται όχι μόνο ως Λυτρωτής Ιεράρχης, αλλά και ως ο κατεξοχήν Εθνάρχης των
Ελλήνων, δεδομένου ότι οι ταγοί της Πολιτείας (βασιλεύς και Κυβέρνηση) είχαν
ήδη εγκαταλείψει τη χώρα και βρίσκονταν στη Μ. Ανατολή.
β.1. Ιεράρχης και Πατέρας στον
Ελληνοϊταλικό Πόλεμο
Συγκινητικές και καίριες οι ενέργειες του Χρύσανθου.
Πρώτα — πρώτα, απευθύνει επιστολή καταγγελίας της απρόκλητης ιταλικής
επίθεσης σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες (16/11/1940).
Ταυτόχρονα οργανώνει και ενεργοποιεί έναν ολόκληρο
μηχανισμό προσφοράς βοήθειας και ηθικής στήριξης στους μαχόμενους στρατιώτες.
Συγκεκριμένα:
- Με την οργάνωση «ΠΡΟΝΟΙΑ ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΩΝ» συγκέντρωσε,
μέσω 2.000 εθελοντών, πολλά εκατομμύρια δρχ., για την ενίσχυση των
οικογενειών των στρατευμένων.
- Ο ίδιος προσωπικά και ειδική ομάδα ιερέων επισκέπτονταν
τακτικά τα νοσοκομεία, για την τόνωση του ηθικού των τραυματιών.
- Για την τόνωση του ηθικού των στρατιωτών του μετώπου,
συχνή ήταν και η αποστολή Γραμμάτων Παρηγοριάς, αλλά και θρησκευτικών
εντύπων.
Β.2. Ιεράρχης και Εθνάρχης στη
γερμανική εισβολή- Κατοχή
Είναι να θαυμάζει κανείς το γενναίο Διάγγελμα της Ι.
Συνόδου, προς τον Ελληνικό λαό και το
στρατό, για την ανίερη γερμανική επίθεση και, μάλιστα, την ημέρα της εισβολής
(6 Απριλ. 1941). Το Διάγγελμα αυτό εξέπεμψε το πρώτο μεγάλο Ηθικό και Εθνικό
Μήνυμα της αδούλωτης Ελλαδικής Εκκλησίας στη γερμανοκρατούμενη, αλλά αδούλωτη
Ελλάδα.
Όμως η μεγαλοσύνη του Χρύσανθου σ’ αυτή τη φάση δε
φαίνεται τόσο από τα όσα έγραψε, όσα από τα όσα έπραξε.
Αρνείται να συμμετάσχει στην επιτροπή υποδοχής των
Γερμανών (μαζί με το Νομάρχη, το Δήμαρχο και το Φρούραρχο) κατά την είσοδό
τους στην Αθήνα. «Έργο του Αρχιεπισκόπου δεν είναι να υποδουλώνει, αλλά να
απελευθερώνει» ήταν η γενναία του απάντηση. Κατ’ επέκταση, αρνήθηκε να
αρχιερατήσει στη «Δοξολογία» για τη γερμανική κατοχή της πόλης.
Αλλά και την πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου
αρνήθηκε να ορκίσει. «Η Κυβέρνησις την οποία όρκισα εξακολουθεί να συνεχίζει
τον πόλεμον. Άλλην κυβέρνησιν δεν δύναμαι να ορκίσω» (29/4/1941).
Δεν σταματούν εδώ οι εθναρχικές του δραστηριότητες.
Δεδομένου ότι η κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου είναι υποχείρια των κατοχικών
δυνάμεων, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα η έντονη διαμαρτυρία του Χρύσανθου στον
πληρεξούσιο του Γ’ Ράιχ, για τα βουλγαρικά εγκλήματα στην Αν. Μακεδονία.
Όμως, και μετά την αντικανονική καθαίρεσή του (6 Ιουλ.
1941) από εγκάθετους αρχιερείς, με τη στήριξη των γερμανικών Αρχών, συνέχισε
την εθνική του δράση, παρά την ταλανιζόμενη υγεία του, από το σπίτι του
(Σουμελά 4):
Σ’ όλο το διάστημα της Κατοχής κρατούσε τακτική επαφή με
την Κυβέρνηση της Μ. Ανατολής, μέσω μυστικού ασυρμάτου, με την ιδιότητα του
προεδρεύοντος της «Εθνικής Επιτροπής» για την οργάνωση και προώθηση Ομάδων
Εθνικής Αντίστασης.
Την ανθοδέσμη της ιεραρχικής και εθναρχικής ακτινοβολίας
του Χρύσανθου, μετά τον ξεριζωμό, διανθίζουν και άλλες δραστηριότητες, οι
οποίες δίνουν υψηλή ποιότητα στην όλη προσφορά του στην Εκκλησία και στο
Γένος.
Ως πρώτος Πρόεδρος της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και
Δ/ντής του επιστημονικού Περιοδικού «ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΝΤΟΥ» (1927-1949), αλλά και ως
συγγραφέας του περισπούδαστου έργου «Η Εκκλησία της Τραπεζούντας» (1933), για
το οποίο εξελέγη Ακαδημαϊκός από την Ακαδημία Αθηνών (1939), θα λέγαμε ότι
και εδώ στην Ελλάδα συνέχισε το έργο του Εθνάρχου των Ποντίων σε πνευματικό και
κοινωνικό επίπεδο. Διότι τόσο η «Επιτροπή», όσο και το περιοδικό,
λειτουργούν, μέχρι και σήμερα, ως η καλύτερη κιβωτός διάσωσης και
καλλιέργειας της κουλτούρας του ιστορικού Πόντου.
ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
Μοναδικός, πραγματικά αναδείχθηκε ο Χρύσανθος, ως Ιεράρχης
και ως Εθνάρχης των Ελλήνων, σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη της Γης.
Και όμως, η ιστορία τον κράτησε μόνο μεταξύ των Ποντίων,
παρόλο που ο ζωτικός του χώρος ήταν πολύ ευρύτερος.
Πηγές:
. Γεώργ. Τασούδης (επιμέλ.), Βιογραφικαί Αναμνήσεις του
Αρχιεπισκόπου Αθηνών ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ του από Τραπεζούντος (1970).
. Γεώργ. Τασούδης, Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από
Τραπεζούντος.
. Γεώργ. Τασούδης, Άρθρα Και Μελέται Χρυσάνθου,
Αρχιεπισκόπου Αθηνών του από Τραπεζούντος, 1911-1949. (1977).
[Πηγή: Το εξαιρετικό άρθρο του Κου Πελαγίδη για τον
Εθνάρχη Χρύσανθο το βρήκαμε στο τριμηνιαίο περιοδικό του ‘’Ιδρύματος Παναγία
Σουμελά’’, «Ποντιακή Εστία», τεύχη 155 και 156]
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου