Δευτέρα 29 Απριλίου 2013
ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ και διεθνικά ζητήματα
ΜΗ
ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ και διεθνικά ζητήματα
29/5/2006
Παναγιώτης Ήφαιστος
Τα κείμενα που ακολουθούν γράφτηκαν διορθώθηκαν ή
συμπληρώθηκαν πριν την κυκλοφορία του περιοδικού Άρδην τεύχος 58,
Μάρτιος-Απρίλιος 2006. Στο τεύχος αυτό οι συντάκτες του Αρδην με δική
τους έρευνα και με αναδημοσιεύσεις μεταφρασμένων αναλύσεων ένωσαν πολλά νήματα
ενός πολυδαίδαλου συστήματος διεθνοαναρχικού χαρακτήρα η διερεύνηση του οποίου
βρίσκεται ακόμη στην αρχή. Σίγουρα, ενόσω θα αυξάνεται και θα διευρύνεται η
πληροφόρηση για τα διεθνικά και διεθνοπολιγικά αυγά του φιδιού που
υπονομεύουν θανατηφόρα την δημοκρατία, την λαϊκή κυριαρχία, τον ορθολογισμό του
κοινωνικοπολιτικού συστήματος και το ακαδημαϊκό λειτούργημα, θα έχουμε ολοένα
και περισσότερους κοινωνικοπολιτικούς και ακαδημαϊκούς ελέγχους. Αναμφίβολα, πρόκειται για
την αρχή ενός τεράστιου ζητήματος που αργά ή γρήγορα θα ελεγχθεί κοινωνικά και
επιστημονικά. Το ότι θα ελεγχθεί κοινωνικά δεν υπάρχει αμφιβολία. Οι βιώσιμες
τουλάχιστον κοινωνίες πάντοτε αναπτύσσουν αντισώματα που εξουδετερώνουν
αντικοινωνικά μιάσματα που υπονομεύουν την κυριαρχία τους. Το ερώτημα που
τίθεται είναι πόσες και ποιες θα είναι οι ζημιές μέχρι να ελεγχθεί και να
διορθωθεί πλήρως η ανωμαλία που προκάλεσε η δημιουργία κοινωνικά ανέντακτων
δρώντων που διαπερνά τα σύνορα και επηρεάζει διανεμητικά πολλές κοινωνίες. Το
ερώτημα επίσης είναι κατά πόσο τυχόν επηρεασμός των ακαδημαϊκών δρώμενων θα
οδηγήσει κάποιες πανεπιστημιακές ομάδες που είναι οχυρωμένες μέσα στο
ακαδημαϊκό άσυλο σε παρακμή χωρίς επιστροφή. Κύριο υποψήφιο ακαδημαϊκό θύμα
είναι οι διεθνείς σπουδές αλλά και άλλοι τομείς των πολύπαθων κοινωνικών
σπουδών.
Λαμβάνοντας υπόψη τις
αναλύσεις του προαναφερθέντος τεύχους του Άρδην και τις πληροφορίες που
σίγουρα σιγά – σιγά θα σωρεύονται, οι αναλύσεις που ακολουθούν και που άρχισαν
σ’ ένα διαφορετικό πλαίσιο αποκτούν μια διαφορετική διάσταση. Δεν νομίζω να
υπάρχουν ορθολογιστικά σκεπτόμενα άτομα που να αποδέχονται (και πολύ
περισσότερο να παραδέχονται) ότι είναι δυνατό να μην υπάρξει κοινωνική και πολιτική
αντίσταση στο ροκάνισμα της λαϊκής κυριαρχίας από κοινωνικά ανέντακτους
διεθνικούς και διεθνοπολιτικούς δρώντες. Ακόμη πιο σημαντικό, δεν νομίζω να
υπάρχουν ορθολογιστικά σκεπτόμενοι ακαδημαϊκοί λειτουργοί που να μην
ευαισθητοποιηθούν για το γεγονός ότι η επιστημονική ιδιότητα δυνατό να
νομιμοποιεί κοινωνικά ανέντακτες, ελάχιστα ή διόλου διαφανείς και συχνά
καταστρεπτικές για την συλλογική ανθρώπινη ελευθερία δραστηριότητες ενός
τερατώδους και καλά οργανωμένου διεθνικού και διεθνοπολιτικού μείγματος.
Όντως είναι κυριολεκτικά τερατώδες ένα κοινωνικά ανεξέλεγκτο διεθνικά
οργανωμένο μείγμα που διαθέτει μυθικά ποσά και συναθροίζει διεθνοαρχικούς
χρηματιστές, πρώην ή νυν αξιωματούχους κυβερνήσεων με άνομες ηγεμονικές
αξιώσεις, «ανιστόρητους ιστορικούς» ειδικούς σε μεταμοντέρνες μεθόδους
αποσυναρμολόγησης των ταυτοτήτων και των συνειδήσεων ελεύθερων κοινωνιών,
ανυποψίαστους ή πιο υποψιασμένους ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων,
ειλικρινείς και καλοπροαίρετους περιβαλλοντολόγους, τραπεζίτες, εφοπλιστές,
άλλους «επιχειρηματίες χωρίς πατρίδα», περιφερόμενα και ενδεχομένως ανυποψίαστα
πολιτικά πρόσωπα, εκτροχιασμένους υπαλλήλους διεθνών θεσμών, τυχοδιώκτες ή
απατεώνες του αχανούς και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτου διεθνικού περίγυρου
και πολύ πιθανό πλήθος αθώων και ανυποψίαστων ακτιβιστικών ιεραποστολικής
νοοτροπίας η καλοπιστία των οποίων τυγχάνει έτσι εκμετάλλευσης.
Θα περίμενα να
ευαισθητοποιηθούν πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο οι ακτιβιστές των ΜΚΟ,
οι οποίοι ορθότατα επιζητούν νομοθετική κατοχύρωση της κοινωνικής τους δράσης.
Πιο κάτω παραπέμπω στις απόψεις του διευθυντή της Greenpeace Ελλάδας που
πρόσφατα έγραψε ότι ουσιαστικά η ύπαρξη των ΜΚΟ οφείλεται στην
αναποτελεσματικότητα των κυβερνήσεων. Υπό αυτό το πνεύμα, της κοινωνικής δηλαδή
δράσης των ΜΚΟ για να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα ή η αναποτελεσματικότητα των
κρατικών και διακρατικών ρυθμίσεων, οι ΜΚΟ είναι σημαντικοί και αναγκαίοι τόσο
στην ενδοκρατική όσο και στην διακρατική ζωή. Υπό αυτό το πρίσμα, εκτιμώ ότι το
ζήτημα των ΜΚΟ αφορά όλους αλλά πρωτίστως δύο ομάδες της κοινωνίας. Πρώτον
τους ακτιβιστές των ΜΚΟ οι οποίοι υποθέτω ότι δεν θα ήθελαν να γίνουν όργανα
διεθνοαναρχικών χρηματιστών ή υποχείρια διανεμητικών μεθοδεύσεων των μυστικών
υπηρεσιών κάποιας ηγεμονικής δύναμης που θα τους καθιστούσε «μαλακή ισχύ» των
άνομων ηγεμονικών αξιώσεών της. Δεύτερον, τους ακαδημαϊκούς οι οποίοι
σίγουρα θέλουν τα πανεπιστήμια χώρο ασκητικής και αξιολογικά ελεύθερης
πνευματικής δραστηριότητας και όχι εφαλτήρια νομιμοποίησης εξωπανεπιστημιακής
δράσης στο ολισθηρό πολικό πεδίο των προκατειλημμένων «προτάσεων πολιτικής» που
εξυπηρετούν διανεμητικούς σκοπούς της μιας ή της άλλης τερατόμορφης και εξ
αντικειμένου κοινωνικοπολιτικά ανέντακτης –δηλαδή διεθνοαναρχικής–
διεθνοπολιτικής συνομάδωσης. Για κάθε πανεπιστημιακό στον χώρο των
κοινωνικών επιστημών, το τελευταίο σκαλοπάτι του κατήφορου προς το τέλμα είναι,
εκτιμώ, η εργολαβική ενασχόληση με τις εξ αντικειμένου προπαγανδιστικού
χαρακτήρα προτάσεις πολιτικής, οι οποίες μεταμφιέζονται ακαδημαϊκά και στην
συνέχεια σερβίρονται στο ανυποψίαστο αναγνώστη ή ακροατή ως δήθεν έγκυρες και
αξιόπιστες επιστημονικές αναλύσεις.
Οι ΜΚΟ αποτελούν
ένα σημαντικό ζήτημα στην ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Η ανάδειξη του
έθνους-κράτους τα νεότερα χρόνια ως του κοινωνικοπολιτικού φορέα οργάνωσης των
ανθρωπίνων σχέσεων στην βάση ενός συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης που
ενσαρκώνει την συνισταμένη των κοινωνικών βουλήσεων που βρίσκονται διαρκώς υπό
την αίρεση της λαϊκής κυριαρχίας έφερε μια άνευ προηγουμένου τάξη και
δικαιοσύνη στον πλανήτη. Το κυρίαρχο έθνος-κράτος αν και οπωσδήποτε ακόμη
ατελές ως η βασική μονάδα του καθεστώτος διεθνών σχέσεων συμβολίζει την
απαλλαγή των κοινωνιών από δυναστικές και ηγεμονικές αξιώσεις. Το βεβαιώνει
η συλλογική ανθρώπινη οντολογία. Δηλαδή, οι αξιώσεις διακριτής ύπαρξης, οι
επαναστάσεις ανεξαρτησίας κατά των κατεξουσιαστικών πολυεθνικών αυτοκρατοριών,
η προσήλωση στην εθνική ανεξαρτησία της πλειονότητας των ανθρώπων του πλανήτη,
το διεθνές δίκαιο και οι αποφάσεις δημιουργίας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών
που σκοπό έχει ακριβώς να διασφαλίσει το έθνη-κράτη, την κυριαρχία τους και τα
αυτόνομα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης στο εσωτερικό τους. Αν και λόγω
αιτιών πολέμου οι διεθνείς συγκρούσεις και οι διεθνείς διενέξεις συνεχίζονται,
το έθνος-κράτος τερμάτισε εν τούτοις τον πόλεμο στο εσωτερικό κάθε βιώσιμης κυρίαρχης
κοινωνίας και εξορθολόγισε τον συλλογικό βίο. Οι πολιτειακές δομές είναι πλέον
σε πολύ μεγάλο βαθμό συμβατές την κοσμοθεωρητική, πολιτισμική και ηθική
ετερότητα μιας έκαστης κυρίαρχης κοινωνίας. Έτσι θρυμματίστηκαν
ανεπίστροφα οι αυτοκρατορίες αν και παραμένει το φάσμα των ηγεμονικών αξιώσεων
που αποτελούν και το κύριο αίτιο πολέμου των διεθνών σχέσεων της ύστερης
εποχής.
Αυτή η πορεία
κατάκτησης κυριαρχίας-συλλογικής ελευθερίας που ιστορικά μιλώντας συνιστά
ανεπίστροφο πολιτικό εξορθολογισμό στο διεθνές επίπεδο ποτέ δεν ήταν εύκολη
υπόθεση και συνεχίζει να είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα ιδιαίτερα για τις
κοινωνίες που αν και κυρίαρχες είναι εν τούτοις κοσμοθεωρητικά και
ηθικοκανονιστικά ασθενείς ή «απρόσεκτες». Το διεθνές σύστημα αν και προσανατολίστηκε
σίγουρα δεν έφτασε ακόμη –και ίσως να μην φτάσει ποτέ– στο ιδεατό τέρμα
ευθύγραμμης εφαρμογής του οντολογικά θεμελιωμένου δόγματος της κρατικής
κυριαρχίας και των συμβατών με αυτό το δόγμα θεμελιωδών αρχών του διεθνούς
δικαίου. Η σταθερή και ορθολογιστική ενδοκρατική και διεθνής ζωή είναι και θα
συνεχίσει μάλλον να είναι ζητούμενο και όχι δεδομένο. Σταθερή και ορθολογιστική
ενδοκρατική και διακρατική ζωή, εξάλλου, δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο
παρά μόνο, αφενός, φιλειρηνικά αλλά ισχυρά κοινωνικοπολιτικά συστήματα
κοσμοθεωρητικά προσανατολισμένα και ηθικοκανονιστικά εύρωστα και αφετέρου,
επαρκείς και αποτελεσματικές διεθνείς ρυθμίσεις που θα καθιστούν την διεθνή ζωή
πρόσφορο έδαφος εφαρμογής του διεθνούς δικαίου. Όμως, στον δρόμο μεταξύ των διεθνών
κανονιστικών δομών που θα μπορούσαν να επιτύχουν μια μη ηγεμονική διεθνή
διακυβέρνηση και της ειρήνης κείνται τα αίτια πολέμου (βλ. πίνακα που
παρεμβάλλεται). Κύριο αίτιο πολέμου είναι η άνιση ανάπτυξη, δηλαδή ένας μόνιμος
δυναμίτης στα θεμέλια της διακρατικής ζωής και τα επαναστατικά
θεωρήματα-ιδεολογήματα.
Πολλές κοινωνίες
αν και αγωνίστηκαν να κατακτήσουν την συλλογική τους ελευθερία-ανεξαρτησία που
ενσαρκώνεται στον θεσμό του έθνους-κράτους, παραπαίουν ακόμη από την εισροή
επαναστατικού χαρακτήρα κοσμοπολίτικων και διεθνιστικών σειρήνων που θρέφουν τα
αίτια πολέμου. Εκτός του ότι συχνά θέτουν σε κίνδυνο την συλλογική ελευθερία
πολλών κοινωνιών, ιδιαίτερα των λιγότερο ισχυρών κρατών, προκαλούν επίσης,
μεταξύ πολλών άλλων, μεγάλα ελλείμματα ορθολογισμού στην ενδοκρατική και
διακρατική ζωή, ελλείμματα τάξης, ελλείμματα κοινωνικής δικαιοσύνης, ελλείμματα
οικονομικής αποτελεσματικότητας, υπανάπτυξη σε περιφέρειες, αβάστακτη φτώχια,
θεσμική ανεπάρκεια στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και αβάστακτες ζημιές στο
περιβάλλον. Κατά κύριο λόγο, τα αίτια πολέμου ροκανίζουν τον ορθολογισμό των
κυρίαρχων κοινωνιών και των Πολιτειακών τους συστημάτων, διευκολύνουν τις
ηγεμονικές αξιώσεις και αποδυναμώνουν τις δυνατότητες αποτελεσματικής και
ορθολογικής οργάνωσης της ανθρώπινης ζωής στο ενδοκρατικό και διακρατικό
επίπεδο. Τα προβλήματα που δημιουργούν τα αίτια πολέμου οξύνονται ραγδαία λόγω
δύο ακόμη εξαιρετικά σημαντικών αλλά λιγότερο γνωστών αλληλένδετων αιτίων:
Πρώτον,
οι λεγόμενες διεθνείς σπουδές πανεπιστημιακού επιπέδου που αναπτύχθηκαν ραγδαία
τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλές δυτικές χώρες εξελίσσονται καταστροφικά.
Εκτός ελάχιστων λαμπρών περιπτώσεων μερικών βιβλίων επιστημονικής μελέτης οι
κατ’ όνομα ακαδημαϊκές διεθνείς σπουδές σε ανεξέλεγκτο ίσως βαθμό εξελίσσονται
σε εργαλείο της διακρατικής προπαγάνδας και σε μερικές περιπτώσεις σε στυγνό
μέσο σκοτεινών δυνάμεων του παρασκηνίου της διακρατικών
Τα εμπόδια
ανάπτυξης της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων αυξάνονται λόγω
ιδιομορφιών του διεθνούς συστήματος δημιουργούν και τεράστιο έλλειμμα στην
επιστημονική ανάλυση των διεθνών σχέσεων της ύστερης εποχής.
Δεύτερον
και συναφές, υπάρχει πλέον μια αυτόνομη αυτοτροφοδοτούμενη διαδικασία
πνευματικής παρακμής που θρέφεται από διαφορετικές αλλά συγκλίνουσες πηγές
πνευματικού και πολιτικού ανορθολογισμού:
1) Ποικίλων
βαθμίδων και ποικίλων αποχρώσεων στράτευση των διεθνολόγων –που συμπεριλαμβάνει
και διεθνολογούντες όλων των κλάδων του κοινωνικού επιστητού– στις ηγεμονικές
αξιώσεις,
2) Πνευματική
αχρήστευσή των κοινωνικών επιστημόνων λόγω παρωχημένων εξομοιωτικών
ιδεολογημάτων και θεωρημάτων που μετατρέπει πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες σε
δονκιχώτες ιεραπόστολους που θέλουν να υποδείξουν ή και να επιβάλουν τα δικά
τους προσωπικά ιδεολογήματα πάνω στην κοινωνική βούληση [παλιό και γνωστό
πρόβλημα, πηγή όλων των φασισμών των Νέων Χρόνων που κάνει κάποιους όπως ο
υποφαινόμενος να αμφισβητούν την ύπαρξη κοινωνικών επιστημών. Το πρόβλημα αυτό
οξύνεται ολοένα και περισσότερο].
3) Σκανδαλισμός
των νεοεισερχομένων στις κοινωνικές επιστήμες που εξωθούνται έτσι σε προσαρμογή
στην παρακμιακή ακαδημαϊκή τάξη πραγμάτων.
4) Δημιουργία
συνδικαλιστικών ακαδημαϊκών συμφερόντων λόγω «παγίδας επένδυσης» σε καριέρες
και σε μωροφιλοδοξίες.
5) Ασυλία
τέτοιων παρακμιακών φαινομένων λόγω του κατά τα άλλα αναγκαίου και μη
εξαιρετέου προνομίου της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας.
6) Βαθύτατη
άγνοια των κοινωνικών φορέων για την ενδεχομένως παρασιτική και επικίνδυνη για
την κοινωνία δραστηριότητα πολλών διεθνολογούντων των διεθνών σπουδών και άλλων
τομέων του κοινωνικού επιστητού.
Κυρίως, στις
λιγότερο αναπτυγμένες κοινωνίες και/ή εξαρτημένα και παραπαίοντα κράτη πολλοί
πλέον ελάχιστα ή καθόλου επιστημονικά καταρτισμένοι αλλά ακαδημαϊκά
μεταμφιεσμένοι διεθνολογούντες, καταντούν μάστιγα επειδή δημιουργείται ένα
παράδοξο, αλλόκοτο και ανώμαλο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο: Αφενός η ακαδημαϊκή
ιδιότητα και η ακαδημαϊκή ασυλία που την συνοδεύει ολοένα και περισσότερο δεν
σημαίνει ασκητική και αξιολογικά ελεύθερη επιστημονική δουλειά γεγονός που σημαίνει,
ουσιαστικά, ότι πολλές αξιώσεις επιστημονικής εγκυρότητας και αξιοπιστίας είναι
μεταμφιέσεις πολιτικών αξιώσεων. Αφετέρου, αυτή η ανωμαλία δεν περιορίζεται
στον ακαδημαϊκό χώρο (στην περιορισμένη έστω πνευματική ρύπανση φοιτητών και
αναγνωστών) αλλά επεκτείνεται διττά στην κοινωνία προκαλώντας ποταμούς
ανορθολογισμού. Σε πρώτη φάση πολιτικοί ακτιβιστές ελιτίστικης αν όχι
αυταρχικής νοοτροπίας μπορούν πλέον κατά δεκάδες να πλημμυρίζουν επιφυλλίδες
και τηλεοπτικά πάνελ όπου κορδωτοί αξιώνουν πως λόγω ακαδημαϊκής ιδιότητας ότι
γράφουν και ότι λένε είναι αυθεντικό, έγκυρο, αξιόπιστο και αληθές.
Έτσι
περιστέλλεται αν όχι αποθαρρύνεται η ορθολογιστική κοινωνικοπολιτική αναζήτηση
της αλήθειας υπό το πρίσμα κοινωνικών ελέγχων που αφορούν τον πραγματικό συλλογικό
κατ’ αλήθειαν βίο μιας κοινωνίας. Σε δεύτερη φάση, επειδή ακριβώς οι πολιτικές
ύαινες των υπηρεσιών κυβερνήσεων φορέων ηγεμονικών αξιώσεων αντιλήφθηκαν το
παράθυρο ευκαιρίας που διανοίγει γι’ αυτούς η «παγκοσμιοποίηση», ξεδιπλώθηκαν,
οργανώθηκαν και ολοένα και περισσότερο απλώνουν πάνω από τις κοινωνίες τα
πλοκάμια ενός τεράστιου συστήματος διανεμητικών προεκτάσεων για την ζωή, τα
συμφέροντα και τις σχέσεις των υποκείμενων ειρηνόφιλων κοινωνιών. Ακόμη
χειρότερα, διεθνικοί δρώντες κοινωνικοπολιτικά ανέντακτοι, και γι’ αυτό
στερούμενοι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών που διαθέτουν εν τούτοις
πόρους που τους επιτρέπουν να στήνουν διεθνικά οργανωτικά πλοκάμια –όπως
τρομοκράτες, διεθνοαναρχικοί χρηματιστές, κακοποιά στοιχεία, ποικίλοι υπηρέτες
ηγεμονικών αξιώσεων και αξιωματούχοι μυστικών υπηρεσιών που ενώνουν τα νήματα
των δράσεών τους–, στήνουν ένα ολοένα μεγαλύτερο και βαθύτερο σύστημα
παράκαμψης της λαϊκής κυριαρχίας που θίγει όλα τα επίπεδα, όλες τις βαθμίδες
και όλες τις αποχρώσεις της κοινωνικοπολιτικής ζωής των κρατών-μελών του
διεθνούς συστήματος. Συχνά παρατηρείται ότι προμετωπίδα τέτοιων ανορθολογικών
διεθνικών συλλογικών δρώντων είναι φορείς ακαδημαϊκών τίτλων οι οποίοι εξ
ορισμού λόγω της πολυάσχολης διεθνικής τους δράσης αποκλείεται να είναι
ασκητικοί και έγκυροι επιστήμονες. Συναφώς και χαρακτηριστικά, δεν είναι τυχαίο
ότι η πλέον συνήθης πλέον διαβρωτική πρακτική είναι να καθίσταται το
πανεπιστήμιο εφαλτήριο κατάκτησης ακαδημαϊκών μεταμφιέσεων οι οποίες στην
συνέχεια χρησιμεύουν για εργολαβική ενασχόληση με διεθνικές δραστηριότητες
τεράστιων διανεμητικών προεκτάσεων. Έτσι,
αλλόκοτα και – κοινωνικοπολιτικά και ακαδημαϊκά ανορθολογικά– μια μεγάλη πλέον
και διαρκώς αυξανόμενη ομάδα προσώπων που θεωρητικά ανήκουν στο απυρόβλητο του
άσυλο της ακαδημαϊκής ανεξαρτησίας είναι στην πραγματικότητα κρίκοι ενός
κοινωνικά ανέντακτου και στερούμενοι κοινωνικούς ελέγχους διεθνικού δικτύου.
Διαβάζοντας ακριβώς για τις δραστηριότητες του Σόρος και των στρατιών διεθνικών
παρακολουθημάτων του, ακαδημαϊκών και μη, αυτά τα φαινόμενα σίγουρα προκαλούν
ρίγος σε κάθε ευαίσθητο και ορθολογικά σκεπτόμενο πολίτη μιας οποιασδήποτε
κοινωνίας. [Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώστε τους ποταμούς ενδοκρατικού
και διακρατικού ανορθολογισμού που πλημμύρισαν τα πολιτικά συστήματα των
εμπλεκομένων κρατών όταν ένα τερατώδες διεθνικό δίκτυο που σχετίζεται άμεσα με
τον Σόρος αλλά και υπηρεσίες κυβερνήσεων με ηγεμονικές αξιώσεις παρ’ ολίγο να
επιβάλουν ένα φασιστοειδές καθεστώς σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στην
Κύπρο που θα κατέστελλε την ανθρώπινη ελευθερία τους για πάντα και που θα
αποτελούσε εστία συγκρούσεων. Σημειώστε επίσης τους μικρούς εκείνους
επιστημονικά ασήμαντους αλλά τηλεοπτικά «παραθυράτους» που κραύγαζαν υπέρ των
συμφερόντων που ήθελαν να καταργήσουν την κυπριακή κυριαρχία και να καταστήσουν
νησί παντοτινή βάση των μακάβριων ηγεμονικών αξιώσεών τους. Σημειώστε επίσης
ότι το κυπριακό είναι περίπτωση που λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε, ότι δεκάδες
ανάλογης σημασίας προβλήματα δημιουργούνται ή εκκολάπτονται στην ευρύτερη
περιφέρειά μας και ότι κύριοι δράστες αυτών των διεθνοπολιτικών ανοσιουργημάτων
είναι κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτοι δρώντες, μερικοί από αυτούς μάλιστα
ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι].
Εύλογα και
αυτονόητα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι φαινόμενα όπως τα πιο πάνω αποτελούν
επικίνδυνη ακαδημαϊκή, κοινωνικοπολιτική και διεθνοπολιτική ανωμαλία. Κοντολογίς, μια μεγάλη ομάδα πολιτικών
κοινωνικοπολιτικά ανέντακτων ακτιβιστών που καλλιεργούν ένα ποικιλόχρωμο
εξεζητημένο προπαγανδιστικό λόγο ενδύονται κίβδηλους μανδύες ακαδημαϊκής
εγκυρότητας και αξιοπιστίας επηρεάζοντας δραστικά την ενδοκρατική και
διακρατική ζωή. Ακόμη πιο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι αυτές οι
περισσότερο συνδικαλιστικές και λιγότερο επιστημονικές ομάδες εξελίσσονται σε
ανεξέλεγκτη διακρατική μάστιγα βαθύτατων διανεμητικών προεκτάσεων.
Αν και οι
συνέπειες δυνατό να μην ωφελούν πάντοτε τις κοινωνίες των ισχυρών κρατών –και
είναι προς τιμή πολλών διανοουμένων και πολιτικών στα ισχυρά κράτη ότι θίγουν
αυτά τα προβλήματα– τα κύρια θύματα είναι οι κοινωνίες των λιγότερο ισχυρών
κρατών. Αυτό επειδή όσον αφορά την ανάλυση της διεθνούς πολιτικής οι κρατικές
υπηρεσίες των ισχυρών κρατών διαθέτουν αξιωματούχους που καθιστούν τους
ακαδημαϊκούς είτε αχρείαστους είτε δεξαμενή επιλεκτικής διεθνοπολιτικής
επιστράτευσής τους. Στα ισχυρά και ηγεμονικά κράτη, μου έλεγε πρόσφατα
αμερικανός συνάδελφος, κανείς δεν έχει ανάγκη τους διεθνολόγους ή τους
διεθνολούντες για να κατανοήσει το διεθνές σύστημα, τις λειτουργίες τους και τα
προβλήματά τους. Οι πολιτικοί ηγέτες και οι υπηρεσίες των ηγεμονικών κρατών
–διπλωματικές, δυνάμεις ασφαλείας, μυστικές υπηρεσίες, κατάσκοποι, πολιτικοί
αναλυτές– είναι δεινοί γνώστες του διεθνούς συστήματος και επαγγελματίες που
εκπληρώνουν τα ηγεμονικά συμφέροντα επιστρατεύοντας μέσα και υιοθετώντας
μεθόδους που βρίσκονται σε αρμονία με τον διανεμητικό ρόλο της ισχύος, με τον
εξαρτημένο χαρακτήρα των διεθνών θεσμών, με τις πραγματικότητες στις ρευστές
και τρικυμισμένες περιφερειακές διενέξεις και με το αδυσώπητο γεγονός απουσίας
προοπτικών μιας σταθερής διεθνούς διακυβέρνησης, καθώς επίσης και με τους
κινδύνους που εμπεριέχουν οι δράσεις των διεθνικών δρώντων αλλά και οι
ευκαιρίες που διανοίγονται για τα ηγεμονικά συμφέροντα από την δυνατότητα
εύκολης επιστράτευσης αυτών των διεθνικών δρώντων. Όσο για τους
ακαδημαϊκούς ή «ακαδημαϊκούς» των κοινωνικών επιστημών στα ηγεμονικά κράτη,
προσαρμόζονται σ’ αυτές τις συγκυρίες και περιστάσεις. Βασικά, εκτός από μια
μικρή ομάδα όπως στοχαστών όπως οι Morgenthau, Carr, Bull, Waltz, Gilpin et al
που επιμένουν γνήσια ακαδημαϊκά-επιστημονικά, οι περισσότεροι των υπολοίπων
είναι είτε αμειβόμενοι επιστρατευμένοι περιφερόμενοι «επιστημονικοί αλήτες» –με
την αρχαιοελληνική έννοια του όρου αλλά όχι κατ’ ανάγκη αρνητική έννοια για το
αμερικανικό πολιτικό σύστημα μιας και αν αναφερόμαστε στην περίπτωση των ΗΠΑ
πρόκειται για κοινωνικοπολιτικά ενταγμένες ομάδες στρατευμένες στα ενίοτε
καταχρηστικά έστω συμφέροντα αυτής της χώρας– που κινούνται μεταξύ
πανεπιστημίων και υπουργείων παράγοντας προτάσεις πολιτικής που στοχεύουν στην
εκπλήρωση ποικίλων συμφερόντων. Μεταξύ των δραστηριοτήτων τους και στο πλαίσιο
της στρατηγικής μαλακής ισχύος, διοργανώνουν συζητήσεις, συνέδρια και
κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα δήθεν επιστημονικές συναντήσεις όπου εκπαιδεύουν
«ιθαγενείς διεθνολογούντες» ασθενών κρατών στην εξυπηρέτηση των δικών τους
συμφερόντων (βλ. πιο κάτω).
Κοντολογίς, τα
ηγεμονικά κράτη δεν έχουν ανάγκη από πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες και
διεθνολόγους επειδή το πεδίο καλύπτεται αποτελεσματικά από τους θεσμούς τους.
Ουσιαστικά, εκ των πραγμάτων, οι περισσότεροι διεθνολογούντες ακαδημαϊκοί είναι
ευθύγραμμα επιστρατευμένοι στην εκπλήρωση πολιτικών σκοπών συχνά άνομων,
αθέμιτων ηγεμονικών συμφερόντων καθυπόταξης άλλων κυρίαρχων λαών και εκπλήρωσης
άνομων ηγεμονικών συμφερόντων (αυτή είναι η ονομαζόμενη νεοφιλελεύθερη θεωρία
διεθνών σχέσεων, με πολλούς και φανατικούς οπαδούς στην Ελλάδα). Συχνά μάλιστα
χωρίς να το γνωρίζουν όπως πολλοί «κριτικοί κονστρουκτιβιστές», εκφράζουν την
σύγχρονη εκδοχή των διεθνοαναρχικών ιδεολογημάτων περί ανάγκης δήθεν
«αποσυναρμολόγησης» των κρατών, αποδυνάμωσης της εθνικής αντίληψης και μιας
ηγεμονευμένης παγκοσμιοποιημένης ενότητας, προκαλούν μονόπλευρα αποτελέσματα.
Στο σημείο αυτό
είναι ίσως χρήσιμο και σημαντικό να αναφερθώ στους κριτικούς κονστρουκτιβιστές,
οι οποίοι είτε συνειδητά είτε ανεπίγνωστα αποτελούν την ισχυρότερη ομάδα στον
χώρο των ελλήνων πανεπιστημιακών και διανοουμένων. Πρόκειται για μια
συνονθυλευματική ομάδα που αν και συχνά ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένη αποτελεί
ουσιαστικά μια ιδεολογικοπολιτική συνομάδωση της σύγχρονης εκδοχής του
διεθνοαναρχισμού. Σκοπός τους είναι κατά βάση η αποσυναρμολόγηση και η διάσπαση
όλων των κρατών. Ασφαλώς, τέτοιες επικίνδυνες για την ελευθερία των ανθρώπων
απόψεις δεν ροκανίζουν-αποσυναρμολογούν το –κατά τα άλλα εθνικιστικό μέχρι
σοβινισμού– αμερικανικό ή βρετανικό κράτος, αλλά τα κράτη-στόχους των
διπλωματικών υπηρεσιών και των μυστικών υπηρεσιών λιγότερο ισχυρών κοινωνιών
υπό το πρίσμα των στρατηγικών ανταγωνισμών [Βλ. αναλύσεις περί «μαλακής ισχύος»
στο Mowat ό.π. Συναφείς είναι και η ανάλυση τριών γνωστών τριών γνωστών
αμερικανών συναδέλφων: “more powerful states may be in position to alter the
conceptions that the weaker actors have of their own self interests, especially
when economic and military power has delegitimated ideological convictions in
weaker or defeated societies. The United States, for instance, pressed for a
particular vision of the international society should be ordered after World
War II and renewed and reinvigorated this project after the en of the Cold War.
The goal was not simply to promote a particular set of objectives, but to alter
how other societies conceived of their own goals. The emphasis on what Nye has
called soft power engages both realist concerns about relative capabilities and
constructivism’s focus on beliefs and identity”. [Katzenstein/Keohane/Krasner , International Organization, vol. 52.
4 1998 p. 673.
Εάν προσπαθήσουμε να
περιγράψουμε τους «κριτικούς κονστρουκτιβιστές», των οποίων οι απόψεις,
συνειδητά ή ανεπίγνωστα, υιοθετούνται από την πλειοψηφία του ακαδημαϊκού και
πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα, θα μπορούσαμε να πούμε πως αποσκοπούν στη
διάβρωση των ιδεολογικών και άλλων δομών των εθνών-κρατών, στον εκφυλισμό της
κρατικής κυριαρχίας ως έννοιας, στην απονομιμοποίηση των κανονιστικών
συστημάτων και των εξουσιαστικών δομών και στην ανάδειξη μιας «παγκόσμιας
κοινωνίας» εντός ενός κατακερματισμένου παγκόσμιου χώρου στο εσωτερικό του
οποίου η εξουσία θα διαχέεται στο «μικροεπίπεδο». Όροι και έννοιες οι οποίες αναφέρονται
στην κονστρουκτιβιστική βιβλιογραφία είναι «αποσυναρμολόγηση» «αποολοκλήρωση»,
«αποκέντρωση», «κατακερματισμός» κτλ. Έτσι, πιστεύουν οι ιδεολογικοί ακτιβιστές
του κονστρουκτιβισμού, αλλάζει ο τρόπος σκέψης, επέρχεται ιδεολογικός
μετασχηματισμός των συλλογικών οντοτήτων προς μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της
ταυτότητας των ατόμων ως «πολιτών του κόσμου» και μεταλλάσσεται ο τρόπος με τον
οποίο άτομα και συλλογικές οντότητες «βλέπουν» αλλήλους [Δεν είναι τυχαίο ότι
κύριος στόχος είναι η συγγραφή ιστορικών βιβλίων που δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη
επιστημονικά κείμενα αλλά που συνάδουν με αυτούς τους διεθνοαναρχικούς
πολιτικούς σκοπούς].
Είναι ευνόητο πως για τους
περισσότερους κονστρουκτιβιστές αναλυτές (και οπωσδήποτε για τους «κριτικούς»)
η πίστη-νομιμοφροσύνη στις εθνικές πολιτικές άμυνας και ασφάλειας είναι εμπόδιο
στην επίτευξη παγκόσμιας ειρήνης. Ως εκ τούτου, ρητά οραματίζονται την
κατάργησή των υπουργείων Άμυνας, των υπουργείων εξωτερικών, των συμμαχιών και
οποιουδήποτε θεσμού σχετίζεται με την άμυνα και την ασφάλεια. Ανεξαρτήτως του
πόσο είναι εφικτοί τέτοιοι στόχοι ή ποιες είναι οι επιπτώσεις επί της
άμυνας-ασφάλειας ενός κράτους, με «κονστρουκτιβιστικούς» όρους ο πόλεμος και ο
ανταγωνισμός μεταξύ ατόμων, ομάδων ή κρατών είναι αξιολογικά και εκ προοιμίου
αποκλειόμενοι, γεγονός που καθιστά τη στρατιωτική δύναμη και τα συναφή ζητήματα
άμυνας και ασφάλειας αχρείαστα. Εξάλλου, αν και δεν προτείνεται τελικός
πολιτικός προορισμός, η διαδικασία ορίζεται μάλλον επαρκώς. Όπως εξηγεί ένας
από τους πιο αντιπροσωπευτικούς κονστρουκτιβιστές, ο Robert Cox [«Labor and
Hegemony: a Reply», International Organization, Winter 1980. Επίσης, Cox
Robert, «Hegemony and International Relations: An Essay in Method», Millennium:
Journal of International Studies, vol. 12, 1983], «η κριτική
αντίληψη εστιάζεται στη διαδικασία της αλλαγής ανεξάρτητα από τον τελικό σκοπό.
Εστιάζεται περισσότερο στις δυνατότητες συγκρότησης κοινωνικών κινημάτων
[συλλογικής δράσης] παρά στο τι θα μπορούσαν να επιτύχουν αυτά τα κινήματα.
Ουτοπικές προσδοκίες-προσμονές πιθανών να είναι ένα στοιχείο κινητοποίησης των
πολιτών, αλλά τέτοιες προσδοκίες σχεδόν ποτέ δεν εκπληρώνονται. Οι συνέπειες
της δράσης που αποσκοπούν στην αλλαγή είναι απρόβλεπτες». Είναι σαφές ότι αυτά
τα ρεύματα σκέψης ή τουλάχιστον η τάση των «κριτικών κονστρουκτιβιστών»
επιζητούν την ανάπτυξη μιας διαδικασίας συνεχούς αλλαγής των διεθνών δομών και
των ιδεολογιών που τις επηρεάζουν προς την κατεύθυνση «αποκέντρωσης»,
«κοινοτισμού» και δήθεν ειρηνιστικών αντιλήψεων, ούτως ώστε, όπως ελπίζεται, να
δημιουργηθεί μια νέα κοινωνική και πολιτική μορφολογία του διεθνούς χώρου εις
βάρος της εθνικής-κρατικής δομής που πρέπει, κατ’ αυτούς να αποσυναρμολογηθεί
και καταργηθεί. Προσδοκούν πως, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας αποκέντρωσης και
ανάπτυξης του «κοινοτισμού», η παραδοσιακή πίστη-νομιμοφροσύνη προς το
έθνος-κράτος θα αντικαθίσταται σταδιακά από την «κοινοτική ηθική», ενώ το
«αίσθημα ευθύνης» απέναντι στα άτομα της υπόλοιπης οικουμένης και στα
προβλήματα που αντιμετωπίζουν θα εκτοπίζει την εθνική συνείδηση των λαών. Έτσι,
όπως σημειώνει ο Ronnie Lipschutz, «ο περαιτέρω μετασχηματισμός της σχέσης
μεταξύ του κράτους, του πολίτη και του συστήματος λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο
δεσμών νορμών που σχετίζονται με τον πολιτισμό του 20ού αιώνα, ο οποίος διαδίδεται
ολοένα και περισσότερο. Αυτές είναι οι νόρμες του φιλελευθερισμού, ειδικά αυτές
που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα (και το ατομικό συμφέρον), τα οποία
τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν εστιακό σημείο της διεθνούς πολιτικής (…) [μετά
τον ψυχρό πόλεμο και την κατάρρευση της κομουνιστικής ιδεολογίας] οι
εναλλακτικές επιλογές φαίνεται ότι εκλείπουν (…) Στο επίπεδο των διεθνών δομών
η αναρχία ως η κανονιστική αρχή οργάνωσης του διεθνούς συστήματος [δηλαδή το
σύστημα που στηρίζεται στην εθνική-κρατική κυριαρχία] εξανεμίζεται (…) και
γίνεται ολοένα πιο αποδεκτός ο φιλελευθερισμός ως το παγκόσμιο “λειτουργικό
σύστημα”. (…) Το “λειτουργικό σύστημα” στην παγκόσμια πολιτική –ο
φιλελευθερισμός με το άτομο στον πυρήνα του– έρχεται να εκπληρώσει ρόλο
παρόμοιο με το σύστημα κανόνων της Καθολικής Εκκλησίας πριν τη Βεστφαλία. (…) Η
φροντίδα για ασφάλεια εκ μέρους των κρατών έγινε προβληματική όχι μόνον λόγω
της καταστροφικού χαρακτήρα των όπλων νέας τεχνολογίας αλλά επίσης λόγω της
“πυκνότητας” του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό, παραδόξως, προσφέρει τον πολιτικό
χώρο σε μη κρατικούς δρώντες να αναπτύξουν συμμαχίες και διασυνδέσεις διαμέσου
των συνόρων και σε όλη την υδρόγειο, οι οποίες, μακροπρόθεσμα, θα υπηρετήσουν
τον σκοπό υπονόμευσης των “ιστορικών δομών” [δηλαδή των εθνών-κρατών] και θα
επιφέρουν ορατές αλλαγές στην παγκόσμια πολιτική» [Lipschutz Ronnie,
«Reconstructing World Politics: The Emergence of Global Civil Society», ό.π.,
σελ. 405,406,407,418,419].
Είναι σαφές πως, πρώτον, το
μέσο δεν είναι μόνο οι ιδέες αλλά και συγκεκριμένες ενέργειες ιεραποστολικού
χαρακτήρα οι οποίες σε συνδυασμό με άλλες εξελίξεις προωθούν μια ακραίας μορφής
φιλελεύθερη ιδεολογική τάξη πραγμάτων εις βάρος του έθνους-κράτους και,
δεύτερον, πως το «έθνος-κράτος» είναι ο κυριότερος ιδεολογικός αντίπαλος ο
οποίος πρέπει να καταπολεμηθεί και να υπονομευθεί. Όπως ήδη σημειώθηκε, τα
υπουργεία Άμυνας και οι θεσμοί ασφαλείας, ανεξάρτητα αν εξυπηρετούν αμυντικούς
ή επιθετικούς σκοπούς, αποτελούν έναν από τους βασικούς στόχους έναντι των
οποίων οι «κριτικοί κονστρουκτιβιστές» τρέφουν αισθήματα που κυμαίνονται από
αντιπάθεια μέχρι έκδηλη εχθρότητα που συνοδεύεται από συγκεκριμένες δράσεις
υπονόμευσής τους ή και κατακερματισμού τους.
Στα λιγότερο ισχυρά κράτη οι
εξ αντικειμένου ελάχιστα ακαδημαϊκού χαρακτήρα πανεπιστημιακές διεθνείς σπουδές
που όλως περιέργως κυριαρχούνται από κριτικά κονστρουκτιβιστικά ιδεολογήματα
–διόλου επιστημονικά, εκτός και αν με τον όρο επιστήμη θεωρούμε την ανεξέλεγκτη
έκφραση πολιτικοποιημένων, ιδεολογικοποιημένων γνωμών ή την καλλιέργεια
αβάσιμων θεωρημάτων στην υπηρεσία εφήμερων πολιτικών σκοπών της διακρατικής
διαμάχης και/ή την πολιτική δράση κατά της συλλογικής ανθρώπινης οντολογίας–
αποτελούν πλέον κύρια δύναμη αποδυνάμωσης και αποσυναρμολόγησης των κοινωνιών
αυτών για να καταστούν εύκολη λεία άνομων συμφερόντων στο πλαίσιο των
ηγεμονικών ανταγωνισμών που άλλοτε εξελίσσονται οροθετημένα και άλλοτε
ανεξέλεγκτα και επικίνδυνα. Σ’ ένα τέτοιο πολιτικοποιημένο και επιστρατευμένο
σύνολο ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων ατόμων που αν και κοινωνικοπολιτικά ανέντακτων
–λόγω του ασύλου της ακαδημαϊκής ιδιότητας– προκαλούν εν τούτοις διανεμητικά
αποτελέσματα βαθύτατων προεκτάσεων στις διακρατικές σχέσεις. Αρκεί να σημειωθεί
ότι ο μυστήριος διεθνοαναρχιστής Σόρος ιδρύει πανεπιστήμια και βοηθά «ιδρύματα»
«προτάσεων πολιτικής» που όλως περιέργως ενισχύουν τέτοιες τάσεις στην «ανοικτή
κοινωνία» των άναρχων χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων του.
Είναι υπό το
πρίσμα των περισσότερο προπαγανδιστικών και λιγότερο επιστημονικών
δραστηριοτήτων που πρέπει να κατανοηθούν πλέον αφενός η ελάχιστη διαφανής
στράτευση ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων διεθνοαναρχικών προτάσεων πολιτικής (που
συμπεριλαμβάνουν ή εξυπηρετούν και τις ηγεμονικές αξιώσεις της εκάστοτε
συγκυρίας) και αφετέρου τα μεγάλα ελλείμματα δημοκρατίας, λαϊκής κυριαρχίας,
πολιτικού ορθολογισμού, διακρατικού ορθολογισμού και διεθνών ρυθμίσεων. Οι ΜΚΟ,
όπως θα υποστηρίξω στην συνέχεια, δυνατό να λειτουργήσουν ως θετική κοινωνική
δράση αντιμετώπισης αυτών των ανωμαλιών. Όπως ήδη αναφέρθηκε, τα ελλείμματα της
ενδοκρατικής και διακρατικής κυβερνητικής δράσης δημιουργούν ελλείμματα και
αναποτελεσματικότητα για την αντιμετώπιση των οποίων ομάδες πρωτοβουλίας
πολιτών οργανώνονται σε ενδοκρατικούς και διεθνικούς ΜΚΟ. Δημιουργείται δηλαδή
ανάγκη ανορθόδοξων διορθωτικών δράσεων από οργανωμένες ομάδες ποικίλων
συμφερόντων της ενδοκρατικής και διακρατικής ζωής. Όπως θα υποστηριχθεί στην
συνέχεια, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, οι ΜΚΟ θα πρέπει να αποτελούν κοινωνικά ενταγμένη δράση. Στην
διεθνή ζωή χρειάζεται ακόμη μεγαλύτερη προσοχή επειδή δεν υπάρχει παγκόσμιο
κοινωνικοπολιτικό σύστημα ή κάποιου άλλου είδους σταθερή διεθνής διακυβέρνηση
[οι διεθνείς θεσμοί είναι άλλη υπόθεση και η αναποτελεσματικότητά τους είναι
μέρος των προαναφερθέντων κυβερνητικών δράσεων που προκαλεί την ανάγκη
διεθνικών ΜΚΟ].
Είναι πλέον
διυποκειμενικά πασίδηλο ότι τα ελλείμματα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων
ρυθμίσεων ανοίγουν παράθυρα ευκαιρίας που προκαλούν τις πιο περίεργες και
κοινωνικά ανεξέλεγκτες ομαδοποιήσεις. Τέτοια είναι όλα αδιαφανή και πολιτικά
αλλόκοτα μείγματα 1) ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένων ακτιβιστών που αφήνουν την
επιστήμη και επιδίδονται σε «προτάσεις πολιτικής», 2) αλητών του διεθνούς
χρηματιστικού περίγυρου που στήνουν πλοκάμια-ιδρύματα σε ασθενή και παραπαίοντα
κράτη, 3) μυστικών υπηρεσιών που ραδιουργούν ως συνήθως, 4) άσχετων
συνοδοιπόρων που εμπλέκονται σε παγίδες επενδυμένων προσωπικών συμφερόντων, 5)
προσαρμοσμένων αναρριχητών που διευκολύνονται στις μωροφιλοδοξίες τους, 6)
πολιτικών προσώπων που επωφελούνται εφήμερα και συγκυριακά, 7) τραπεζιτών που
εκπληρώνουν εξίσου εφήμερα συμφέροντα, 8) βιομηχάνων αναψυκτικών που ενδέχεται
να δέχονται ατμοσφαιρικές πιέσεις των «μεγάλων μητροπολιτικών αδελφών τους», 9)
υπαλλήλων της ΕΕ που αυτονομούνται στα περιθώρια που τους προσφέρει το έλλειμμα
κοινωνικών ελέγχων που έφεραν οι υπερεθνικοί θεσμοί και 10) αθώων-αφελών
ιδεαλιστών ιεραποστολικής νοοτροπίας.
Τέτοια –από
κοινωνικοπολιτικής και επιστημονικής άποψης– τερατώδη μείγματα, όχι μόνο δεν
αντιμετωπίζουν τα προαναφερθέντα προβλήματα αλλά δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερα
ελλείμματα πολιτειακής οργάνωσης και τεράστια ελλείμματα διακρατικών ρυθμίσεων.
Εν τούτοις σκοπός πολλών ΜΚΟ είναι η διαφανής δράση αντιμετώπισής τους.
Συναφώς, σε μια από τις πιο εύστοχες επισημάνσεις που έχω διαβάσει όσον αφορά
την σχέση κοινωνικοπολιτικών ελλειμμάτων και ΜΚΟ, ο Νικόλαος Χαραλαμπίδης,
διευθυντής του Ελληνικού Γραφείου της Greenpeace έγραψε: «Οι ΜΚΟ λειτουργούν σε
τομείς όπου οι κυβερνήσεις αποδεικνύονται μη αποτελεσματικές. Συγκρινόμενες,
μάλιστα, με άλλες ομάδες άσκησης πίεσης, οι ΜΚΟ είναι κατά πολύ διαφανείς και
διαθέτουν σημαντικά λιγότερους πόρους [δική μου σημείωση: Μπορεί αυτό να ισχύει
για την Greenpeace αλλά διαφωνώ ότι ισχύει για πολλούς άλλους ΜΚΟ που συνειδητά
ή ασυνείδητα επιστρατεύονται στους διακρατικούς ανταγωνισμούς]. Ένα
χαρακτηριστικό των ΜΚΟ είναι ο πλουραλισμός και η ποικιλία. Οι ΜΚΟ εμφανίζονται
σε πολιτικά συστήματα όπου παρατηρούνται κενά στην διακυβέρνηση, την πολιτική
ατσέντα, τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς και σε συστήματα που ενθαρρύνουν
ή απλά επιτρέπουν την έκφραση γνώμης ή άποψης. Ο ρόλος των ΜΚΟ είναι να
εντοπίσουν τις περιοχές (θεματικές και γεωγραφικές) που χρειάζονται ιδιαίτερη
προσοχή». Επειδή οι ομάδες πίεσης, όπως οι ΜΚΟ, συχνά εστιάζουν εκεί όπου οι
κυβερνήσεις είναι αδύναμες, το έργο που επιτελούν είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Κατά κάποιο τρόπο εστιάζουν εκεί όπου οι κυβερνήσεις είναι αδύναμες, το έργο
που επιτελούν είναι ιδιαίτερα σημαντικό» («ΜΚΟ και βιώσιμη Ανάπτυξη, από την
θεωρία στη πράξη», στο Τσάλτας/Κατσιμπάρδης, επιμ., Αειφορία και περιβάλλον
Εκδ. Σιδέρης, Αθήνα 2004, σ. 422). Όντως, δύσκολα μπορεί κάποιος να διαφωνήσει
με τον διευθυντή της Greenpeace στην Ελλάδα ότι για ποικίλους λόγους –τους
οποίους όμως στο συγκεκριμένο δοκίμιο δεν κατονομάζει– τα κράτη και η
διακρατική ζωή λειτουργούν ελλειμματικά και ανορθολογικά. Εξ αυτού, συνάγεται
λογικά ότι η οργάνωση των πολιτών ενδοκρατικά και διακρατικά είναι αναμενόμενη
και φυσιολογική και λογικά οι ΜΚΟ θα έπαυαν να έχουν λόγο υπάρξεως αν
διορθώνονταν αυτές οι ανωμαλίες της ενδοκρατικής και διακρατικής
κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης των ανθρώπων.
Για να το θέσω
διαφορετικά οι ΜΚΟ θα ήταν αχρείαστοι αν υπήρχε πληρότητα κοινωνικής
οργάνωσης και πολιτειακών ρυθμίσεων, επαρκείς κοινωνικοί έλεγχοι, αναπτυγμένη δημοκρατία,
ενδυναμωμένοι λαϊκή κυριαρχία, ορθολογικά σκεπτόμενοι πολίτες αφοσιωμένοι στην
Πολιτεία τους, αποτελεσματικοί θεσμοί ελέγχου των διακρατικών υπονομεύσεων και
αποτελεσματικοί διεθνείς θεσμοί ισόρροπης συνεργασίας. Για παράδειγμα,
κανονικώς εχόντων των πραγμάτων θεωρώ την ΜΚΟ οργάνωση σύνταξης της «Έκθεσης
Εμπειρογνωμόνων για μια Ευρωπαϊκή Λύση του Κυπριακού στην οποία και εγώ συμμετείχα, ως αχρείαστη
αν είχαν λειτουργήσει ορθολογιστικά οι αρμόδιοι φορείς. α) Αν δηλαδή
προσδιόριζαν έγκαιρα ήδη από το 2000-2003 την διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα
οι νομικές υπηρεσίες των ενδιαφερομένων κρατών, β) αν εκπλήρωναν το
επιστημονικό τους καθήκον οι ακαδημαϊκές κοινότητες και γ) αν οι υπάλληλοι των
αρμόδιων διεθνών θεσμών συμπεριλαμβανομένων της ΕΕ και του ΟΗΕ δεν
μετατρέπονταν σε θλιβερά παρακολουθήματα των διεθνοφασιστικών αξιώσεων για
κατάργηση ενός κυρίαρχου κράτους και παντοτινή υποδούλωση μιας ολόκληρης
κοινωνίας.
Το κεντρικό
λοιπόν ζήτημα που τίθεται –και που αφορά ζωτικά την ύστερη συζήτηση για την νομοθετική ρύθμιση περί τους ΜΚΟ–
είναι κατά πόσον η ύπαρξη και δράση των ΜΚΟ ενισχύει αυτά τα ελλείμματα και τις
κοινωνικές ανωμαλίες ή κατά πόσον τα αποδυναμώνει εισάγοντας κοινωνικοπολιτικό
ορθολογισμό. Για να συμβεί το τελευταίο, αναμφίβολα, απαιτείται κάθε ΜΚΟ να
ενταχθεί απολύτως στο σύστημα κοινωνικοπολιτικών ελέγχων, άσκησης λαϊκής
κυριαρχίας και δημοκρατικής λειτουργίας των θεσμών. Αυτό σημαίνει, όπως ήδη
συμβαίνει σε μερικά αναπτυγμένα κράτη με οικολογικές και άλλες οργανώσεις,
ακόμη και να θέτουν την άποψή τους υπό την αίρεση της λαϊκής κυριαρχίας υπό
συνθήκες απολύτως διαφανών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων. Στο επίπεδο των διεθνών
σχέσεων που κατά κύριο λόγο αφορά τον γράφοντα, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για
το τι συμβαίνει και πιστεύω πως όλοι οι καλοπροαίρετοι και ορθολογιστές
διεθνικοί ακτιβιστές θα πρέπει να τοποθετηθούν απόλυτα: Η εκμετάλλευση των παγκοσμιοποιημένων διεθνών
σχέσεων με τρόπο που ζημιώνει το κράτος δικαίου, την λαϊκή κυριαρχία και την
δημοκρατία λιγότερο ισχυρών κρατών από ποικιλόχρωμα συμφέροντα μεταμφιεσμένα
και ενσαρκωμένα σε ΜΚΟ, αποτελεί πολιτικά και επιστημονικά εγκληματική
δραστηριότητα και στις μέρες μας σημαντικό αίτιο πολέμου. Κανένα
αξιοπρεπές και τίμιο άτομο δεν πρέπει να δέχεται να γίνεται είτε μέλος είτε
παρακολούθημα τέτοιων ανώμαλων μεταμφιέσεων. Συνολικά, όποιος και να είναι ο μεταμφιεσμένος σε ΜΚΟ
φορέας, μόνο συμπτωματικά μπορεί να είναι αβλαβής εάν και όταν διαφεύγει
επαρκών κοινωνικών ελέγχων.
Προστίθεται ότι όσοι
διεθνικοί ΜΚΟ θέλουν καλόπιστα να ωφελήσουν τον κόσμο θα πρέπει να ζητούν
επισταμένως και ανένδοτα ισχυρούς ελέγχους της δράσης τους, διπλές και τριπλές
κανονιστικές ρυθμίσεις διαφάνειας και κυρίως θεσμοθέτηση ασφαλιστικών δικλείδων
πως δεν θα επιστρατευτούν σε διεθνοναρχικούς χρηματιστές, ή τρομοκράτες ή
μυστικές υπηρεσίες. Δικλείδες επίσης πως δεν θα τους καθιστούν εργαλεία
ανελεύθερων αξιώσεων που άμεσα ή άμεσα παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο και τις
υπάρχουσες κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένες ρυθμίσεις που ενισχύουν την
ορθολογική λειτουργία των πολιτειακών θεσμών και των διεθνών θεσμών [Ασφαλώς,
κοινωνικά ενταγμένες δράσεις συμπεριλαμβανομένων διαδηλώσεων, επιστημονικών
συνάξεων, προσβάσεων στα μέσα επικοινωνίας κτλ, δεν επηρεάζονται. Θα μπορούσαν
ακόμη και να κατοχυρωθούν ενδοκρατικά και διακρατικά ή και να ενισχυθούν με
νέες κανονιστικές ρυθμίσεις. Νέες ρυθμίσεις, βεβαίως, που θα προστατεύουν τους
ΜΚΟ και όλους τους υπόλοιπους από αδιαφανείς και αντικοινωνικές δραστηριότητες.
Σε όλους τους ενδιαφερόμενους για την ύπαρξη και λειτουργία των ΜΚΟ θα
συνιστούσα μελέτη δύο εξαιρετικών περιπτώσεων που επιτρέπουν ενδελεχή
διερεύνηση όλων των πτυχών. Πρόκειται για τις δραστηριότητες του
διεθνοχρηματιστών Σόρος και των διεθνικών παρακολουθημάτων του και τα γεγονότα
πριν και μετά το σχέδιο Αναν.
Αν και οι ΜΚΟ ως
διεθνικό φαινόμενο βρίσκονταν πάντοτε στο επίκεντρο των θεωρητικών μου
αναζητήσεων για τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες του διεθνούς συστήματος, η
παρούσα παρέμβασή μου πυροδοτήθηκε από συζητήσεις με κυβερνητικούς υπεύθυνους
για τους ΜΚΟ και με στελέχη των ΜΚΟ. Τα σημειώματα που ακολουθούν, εστιασμένα
κυρίως στην διεθνή διάσταση των ΜΚΟ, θα αυξάνονται ανάλογα με την εξέλιξη της
συζήτησης αλλά και των περιορισμών χρόνου λόγω άλλων υποχρεώσεων. Σίγουρα τα
παρόντα σημειώματα θα οδηγήσουν σε αυτοτελή δημοσίευση. Το σημείωμα που
ακολουθεί υπό μορφή επιστολής δεν αναφέρει τον αποδέκτη επειδή δεν υπήρξε
σχετική συνεννόηση.
3. ΜΚΟ και διανεμητική
δικαιοσύνη: Ο κίνδυνος μετατροπής των ΜΚΟ σε εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος
άνομων ηγεμονικών συμφερόντων
Περιεχόμενα
(κλικ προς και από τον τίτλο για μετάβαση):
------------------------------
Ιούνιος 2005
Αγαπητέ ….
Ευχαριστώ θερμά
για την επικοινωνία. Όπως σημείωσα στο ηλεκτρονικό μήνυμά μου, τυγχάνει, εδώ
και αρκετά χρόνια, να έχω εντάξει το ζήτημα των διεθνικών δρώντων στις
προτεραιότητες των θεωρητικών μου αναζητήσεων. Το εξετάζω τόσο ως ένα ευρύτερο
διεθνές ζήτημα όσο και ως ζήτημα ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το τελευταίο,
ασφαλώς, εντάσσεται στο πρώτο. Για να αντιληφθείτε το αιτιολογικό του
ενδιαφέροντός μου για τους ΜΚΟ είναι αναγκαίο έστω και συντομογραφικά να σκιαγραφήσω
το θεωρητικό υπόβαθρο, ιδιαίτερα σε αναφορά με την «μαλακή ισχύ» της
στρατηγικής συγκεκριμένων κρατών. Αναγκαστικά για να μπορέσω να είμαι
αναλυτικός, οι γραμμές που ακολουθούν θα θυμίζουν περισσότερο δοκίμιο παρά
επιστολή. Ίσως στον περίεργο κόσμο των ακαδημαϊκών στον οποίο ανήκω αυτό να
είναι αναπόφευκτο. Βασικά, με αφορμή το κείμενό σας προέκτεινα σκέψεις που είτε
κατέγραψα σε προηγούμενα έργα μου είτε κατέθεσα τον τελευταίο καιρό σε αναφορά
με αποκαλύψεις ή αναλύσεις για τα επίμαχα φαινόμενα.
Καταρχάς,
δεδομένων των θέσεων που θα εκφραστούν πιο κάτω, προτάσσεται η άποψη ότι πρέπει
να θεωρείται αδιαμφισβήτητη η προσήλωση των ατόμων που εμπλέκονται σε ΜΚΟ στις
πάγιες αρχές της ανθρώπινης ελευθερίας, της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και
της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αν συμβαίνει το αντίθετο, όπως με όλες τις
κοινωνικές ομάδες, δεν μπορεί παρά να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα.
Κατά συνέπεια, είναι ορθό να αποσυνδέσουμε τα ενδεχομένως προβληματικά –και
αναμφίβολα όχι πάντα προβληματικά– διανεμητικά αποτελέσματα των ΜΚΟ ως διεθνούς
πολιτικού φαινομένου από την ατομική φιλοσοφία των εμπλεκομένων και να
θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι η συντριπτική πλειονότητα των μελών τους δεν θα
ήθελαν να αποτελούν «μαλακή ισχύ» στον κρίκο της αλυσίδας άνομων στρατηγικών
επιλογών που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, το διεθνές δίκαιο και την
ανθρώπινη ελευθερία. Προσθέτω, αντιθέτως, ότι η συντριπτική πλειονότητα των
εμπλεκόμενων ατόμων σε ΜΚΟ όπως η Green Peace, οι Γιατροί του Κόσμου, κτλ, θα
ήθελαν ενδεχομένως να επεξεργαστούν περαιτέρω επιχειρήματα για το γεγονός ότι
ένας ΜΚΟ εύκολα μπορεί να εκτραπεί από υπηρέτη «οικουμενικών σκοπών κοινής
ωφελείας» σε όργανο άνομων και αθέμιτων συμφερόντων. Επειδή εξάλλου ολοένα και
πιο συχνά αυτό αποδεικνύεται ως πραγματικός και μεγάλο κίνδυνος, λογικό είναι
τα μέλη και τα στελέχη των ΜΚΟ αφενός να θέλουν να διερευνήσουν περαιτέρω
τέτοια φαινόμενα και αφετέρου να ζητούν κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις που θα
κατοχυρώνουν τις κοινωνικά ωφέλιμες δράσεις και θα εμποδίζουν τις κοινωνικά
ζημιογόνες δραστηριότητες.
Η πολιτική δράση
των διεθνικών δρώντων, θέτει πολλά και κεντρικά ερωτήματα για τον χαρακτήρα και
τις λειτουργίες του διεθνούς συστήματος. Πιο συγκεκριμένα, με δεδομένη την
κοινωνικοπολιτική οργάνωση του κόσμου όπως διαμορφώθηκε τα νεότερα χρόνια, κάθε
πολιτική δραστηριότητα που δεν γίνεται σε αναφορά με κοινωνικοπολιτικά
προσδιορισμένους σκοπούς –δηλαδή, προσδιορισμένους είτε στο πλαίσιο μιας
ενδοκρατικής τάξης πραγμάτων είτε στο πλαίσιο της «κοινότητας των κρατών» όπου
τα κράτη από κοινού και κυρίαρχα ορίζουν διεθνείς σκοπούς και διεθνείς θεσμούς
εκπλήρωσής τους– αναπόδραστα αποτελεί μια εξόχως αμφιλεγόμενη περιοχή πολιτικής
δράσης. Ελάχιστη διαφωνία μπορεί να υπάρξει για τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα των
διεθνικών φαινομένων όπως η τρομοκρατία, οι λαθρομετανάστες και οι λαθρέμποροι.
Όσο όμως απομακρυνόμαστε από αυτές τις περιπτώσεις τόσο περισσότερο χρειάζεται
εξειδίκευση, προσδιορισμός των αποχρώσεων και ακριβής προσδιορισμός των
προβλημάτων, των δρώντων, των σκοπών τους και κυρίως της σχέσης
εντολέα-εντολοδόχου των ποικίλων δράσεων των εκατοντάδων χιλιάδων ΜΚΟ.
Στον μεγάλο
ενδιάμεσο χώρο μεταξύ των πιο πάνω πλήρως ανεξέλεγκτων φαινομένων και των
θεσμών της κρατικής κυριαρχίας (κρατικών και διεθνών) υπάρχει ένα μεγάλο φάσμα
οργανώσεων και δραστηριοτήτων που συχνά οδεύει προς τα απόκρημνα βράχια και
τους γκρεμούς της ανομίας ή των καταχρηστικών και κοινωνικοπολιτικά επιζήμιων
δράσεων και άλλοτε προς τα έλη της διαβουκόλησης των κρατικών θεσμών και
των διεθνοπολιτικών ραδιουργιών της διακρατικής διαμάχης. Γι’ αυτό και τα
διεθνικά φαινόμενα θέτουν επί τάπητος τα κεντρικά ερωτήματα της πολιτικής
θεωρίας, μεταξύ άλλων, για το πλαίσιο της πολιτικής δράσης, την
κοινωνικοπολιτική της αναφορά, την σχέση ατομικής ελευθερίας και υποχρεώσεων,
την σχέση της πολιτικής δράσης με τις πηγές και τους φορείς εξουσίας και τα
διανεμητικά αποτελέσματα των πολιτικών δραστηριοτήτων. Η προέκταση αυτών των
ερωτημάτων στο διεθνές σύστημα ενέχει αναλυτικές προεκτάσεις που εντάσσονται σ’
αυτό που ονομάζεται «πολιτική φιλοσοφία των διεθνών σχέσεων», ένας δηλαδή
γνωστικός τομέας ελάχιστα ή καθόλου αναπτυγμένος [οι περισσότεροι επιστήμονες
των διεθνών σχέσεων ορθά περιορίζονται στην περιγραφή του διεθνούς συστήματος
και ορθά μιλούν μόνο για την διεθνή τάξη και όχι για την διεθνή δικαιοσύνη
–αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τα αίτια πολέμου, πως δεν
μπορούμε να προβληματιστούμε για το οντολογικά θεμελιωμένο γεγονός του
έθνους-κράτους και των συμπαρομαρτούντων διεθνών θεσμών]. Η πολιτική φιλοσοφία
διεθνών σχέσεων με τα λίγα βήματα που έχει ήδη κάνει συνδέει το
ηθικοκανονιστικά και κοσμοθεωρητικά προικισμένο Πολιτικό γεγονός της
ενδοκρατικής ζωής με το στερούμενο παγκόσμιας κοινωνίας «Πολιτικό γεγονός»
ύπαρξης διακρατικών σχέσεων.
Ανεξαρτήτως του
κατά πόσον αναφερόμαστε στο ενδοκρατικό ή το διακρατικό επίπεδο, τα πολιτικά
φαινόμενα είναι αποτέλεσμα ανθρώπινων δράσεων που αφορούν μια πολιτικά
οργανωμένη συλλογική οντότητα και γι’ αυτό το Πολιτικό γεγονός είναι κοινωνικοπολιτικά
ενταγμένο και κάθε πολιτική του προέκταση πνευματικών ή αισθητών
διανεμητικών συνεπειών είναι κοινωνικό φαινόμενο. Πολιτικά φαινόμενα
χωρίς κοινωνική αναφορά αποτελούσαν και θα συνεχίσουν να αποτελούν πολιτική
ανωμαλία και πηγή πολιτικού ανορθολογισμού [Η μη κατανόηση ή η ηθελημένη
παράληψη αυτής της αυταπόδεικτης αλήθειας οδηγεί στις διεθνιστικού χαρακτήρα
ακρότητες όλων των επαναστατικών θεωρημάτων]. Χωρίς κοινωνία και
κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς δεν υπάρχει πολιτικό γεγονός και η πολιτικά
κυρίαρχη-ανεξάρτητη κοινωνία, ακριβώς, έχει ως αίτιο την αέναη αναζήτηση
εξορθολογισμού του Πολιτικού γεγονότος σε πλανητικό επίπεδο λόγω κοινωνικού
κατακερματισμού σε ηθικά και κοσμοθεωρητικά διακριτές ετερογενείς συλλογικές
οντότητες. Αν και κατανοώ την αμηχανία των διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων
ιδεολογημάτων και θεωρημάτων μπροστά σ’ αυτή την ιστορική αλήθεια –οντολογικά
πλέον θεμελιωμένη λόγω ήττας των κατεξουσιαστικών αυτοκρατορικών αξιώσεων και
ανάδειξης του έθνους-κράτους– δεν υπάρχει λόγος να συμφωνεί κάποιος με τον
ανορθολογισμό που αυτά παράγουν.
Όπως υποστήριξα πρόσφατα όταν επεξεργάστηκα ακαδημαϊκά αυτή την πτυχή σε
αναφορά με το διεθνές σύστημα, σ’ ένα κόσμο εντός του οποίου άτομα ή ομάδες που
χαρακτηρίζονται από απέραντη ετερότητα και ετερονομία, οι Πολιτείες ή όπως
σήμερα ονομάζονται τα έθνη-κράτη (και θα ίσχυε το ίδιο αν είχαμε ένα
περιφερειακό ή παγκόσμιο κράτος), αποτελούν ηθικοκανονιστικές δομές στο
εσωτερικό των οποίων συμψηφίζονται οι επιμέρους ατομικές ετερότητες, προσαρμόζονται
οι πνευματικές και αισθητές παραδοχές στις ανάγκες του συλλογικού πολιτικού
βίου και οδηγούν σε κανόνες κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένης διανεμητικής
δικαιοσύνης.
Τουτέστιν, ανεξαρτήτως ατομικής ετερότητας ενός εκάστου ατόμου, για ένα ευρύ
φάσμα λόγων που έχουν ως αφετηρία μια αρχική αξίωση συλλογικής
ελευθερίας-κυριαρχίας των κοινωνιών του πλανήτη, αφενός οι άνθρωποι
«ομαδοποιούνται» στις κοινωνικές ενώσεις δημιουργώντας κοινές ηθικοκανονιστικές
δομές συλλογικού βίου και αφετέρου, ως συνέπεια του γεγονότος ύπαρξης πολλών
διακριτών κοινωνιών, δημιουργείται ένα διεθνές σύστημα πολλών και διαφορετικών
κοινωνικοπολιτικών συστημάτων προικισμένων με διακριτά συστήματα διανεμητικής
δικαιοσύνης.
Με πολύ μεγάλη προσοχή και σταθμίζοντας τις λέξεις που εκφέρονται, θα έλεγα ότι
οτιδήποτε βρίσκεται εκτός των
κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων και κοινωνικά ελεγχομένων συστημάτων
διανεμητικής δικαιοσύνης και των διακρατικών θεσμών διεθνούς συνεργασίας
δημιουργεί έλλειμμα ορθολογισμού. Στην διεθνή ζωή, αυτό το έλλειμμα,
είναι ιδιαιτέρως οξύ για τρις κυρίως λόγους: α) λόγω αιτιών πολέμου β) λόγω
ελλείμματος γνώσης για το γεγονός πως η διακρατική αστάθεια οφείλεται στα αίτια
πολέμου και όχι στην ύπαρξη ελεύθερων-κυρίαρχων εθνών κρατών και γ) λόγω
ελλείμματος κυβερνητικής δράσης στο ενδοκρατικό και διακρατικό επίπεδο. Ο
πολιτικός ορθολογισμός στο ενδοκρατικό επίπεδο που είναι συμβατός με τον
ανθρώπινο πολιτισμό μπορεί να είναι μόνο κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένος και
κοινωνικοπολιτικά ελεγχόμενος. Ο πολιτικός ορθολογισμός στις διεθνείς σχέσεις,
αντίστοιχα, μπορεί να αφορά πολιτική δράση είτε στο πλαίσιο συντεταγμένων
διακρατικών ρυθμίσεων είτε στο πλαίσιο διεθνικών δραστηριοτήτων που δεν θίγουν
τα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης των
κυρίαρχων κοινωνιών [Αποτελεί τρομακτική πολιτική ανωμαλία ακόμη και η
παραμικρή δυνατότητα του οποιουδήποτε κοινωνικά ανέντακτου χρηματιστή Σόρος ή
των παρακολουθημάτων του που στήνουν «ιδρύματα προτάσεων πολιτικής» να επηρεάσουν
τις κοινωνικές ισορροπίες και τις διακρατικές σχέσεις ή ακόμη και τα πολιτικά
καθεστώτα μιας οποιασδήποτε κοινωνίας].
Συναφώς, όπως υποστηρίζεται από πολλούς αλλά και από τον υπογράφοντα, όταν
κοσμοθεωρητικά και ηθικά διαμορφωμένες συλλογικές οντότητες αξιώνουν και στην
συνέχεια αποφασίζουν να συμπήξουν μια «κοινωνικοπολιτική ένωση» που
ενσαρκώνεται σε μια Πολιτειακή-κανονιστική δομή (σήμερα ονομάζεται
«έθνος-κράτος»), ουσιαστικά εκπληρώνεται η ιστορική αξίωση των διακριτών
κοινωνιών για δικαίωμα ανεξάρτητων-κυρίαρχων αποφάσεων επί ζητημάτων τάξης,
δικαιωμάτων, ελευθερίας, υποχρεώσεων και δικαιοσύνης και όλων εν γένει όλου του
φάσματος του συλλογικού τρόπου ζωής που εξελίσσεται αενάως στο πλαίσιο του
ανεξάρτητου συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου μιας έκαστης κυρίαρχης κοινωνίας.
Αυτό ακριβώς, εξάλλου, περιγράφει το διεθνές δίκαιο, και αυτό έχουν ως σκοπό να
διασφαλίσουν οι διεθνείς θεσμοί και η συλλογική ασφάλεια.
Υπό το πιο πάνω
πρίσμα και με δεδομένα τα αίτια πολέμου που δημιουργούν τεράστια ελλείμματα
διεθνούς συνεργασίας, στον αχανή χώρο των αναρίθμητων και ποικιλόμορφων
διεθνικών δρώντων τίθεται το εύλογο ερώτημα για την σχέση πολιτικής, κοινωνίας,
πολιτικής δράσης και διανεμητικής δικαιοσύνης. Οι ισχυροί κρατικοί συντελεστές,
αναμενόμενα, βρίσκουν διαύλους πρόσβασης, στράτευσης και εκμετάλλευσης των
δραστηριοτήτων τους προς ίδιο όφελος (τουλάχιστον όσον αφορά μερικούς εξ
αυτών). Αν αυτό συμβαίνει και στον βαθμό που συμβαίνει αποτελεί οπωσδήποτε
ζήτημα μεγάλης ιδεολογικής και πολιτικής σημασίας.
Για κάθε σοβαρό μελετητή ή παρατηρητή της διεθνούς πολιτικής που δεν επιθυμεί
να διολισθαίνει στην κοινωνικά ανέντακτη ιδεολογικοποίηση των πάντων (ή ακόμη χειρότερα
να προσαρμόζει τα πάντα στην προσωπική του υποκειμενική άβυσσο) ήταν πάντοτε
προφανές ότι οι διανεμητικές συνέπειες των δρώντων ποικίλων βαθμίδων και
ιεραρχήσεων είναι εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα για την διεθνή σταθερότητα και
για τις ειρηνικές συναλλαγές. Υπό το πρίσμα της αλληλεξάρτησης λόγω οικονομικών
και τεχνολογικών εξελίξεων, εξάλλου, αποτελεί ίσως και το πιο προκλητικό ζήτημα
των διεθνών σπουδών επιστημονικού χαρακτήρα. Γι’ αυτό οι αξιόπιστες θεωρήσεις
των διεθνών σχέσεων θεωρούσαν αφελή την παραφιλολογία περί αλληλεξάρτησης, περί
τεχνολογίας και περί διαβρώσεων της κυριαρχίας (ή όπως γενικεύοντας λέγεται,
της παγκοσμιοποίησης), φαινόμενα τα οποία υποστήριζαν ότι τερματίζουν, δήθεν,
τα κυρίαρχα συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Αφιλότιμοι, αγράμματοι και
τσαρλατάνοι, εκτοξεύουν βουνά κακογραμμένων και ασυνάρτητων κειμένων που δεν
περιέχουν την παραμικρή βάσιμη πρόταση για διεθνοπολιτικό τρόπο ζωής που θα
διασφάλιζε την εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου –διακρατική
ισοτιμία, μη επέμβαση, εσωτερικη αυτοδιάθεση και εξυπακουόμενα ισόρροπες
συναλλαγές– για τους λιγότερο ισχυρούς κρατικούς δρώντες.
Οι επαναστατικές και ισοπεδωτικές θεωρήσεις ανεξαρτήτως απόχρωσης, εκτός του
ότι ακροβατούν επικίνδυνα μεταξύ μιας φασιστοειδούς ερμηνείας του
πνεύματος-γράμματος του διεθνούς δικαίου και μιας αφελούς-απολιτικής αντίληψης
της διεθνούς ζωής, με ευκολία παρακάμπτουν το γεγονός ότι η διάβρωση της
κυριαρχίας προκαλεί διανεμητικά αποτελέσματα προς όφελος των εκάστοτε ισχυρών δρώντων
και εις βάρος των εκάστοτε λιγότερο ισχυρών. Ακριβώς, εμποδίζονται ισότιμων
συναλλαγών μεταξύ δρώντων άνισης ισχύος (αποκλείοντας έτσι εκ προοιμίου κάθε
δυνατότητα ισόρροπων σχέσεων) ενώ ταυτόχρονα δημιουργούνται αντικίνητρα στους
εκάστοτε ισχυρούς να σκεφτούν την πιθανότητα μιας λιγότερο ηγεμονικής διεθνούς
διακυβέρνησης. Αποδυναμώνουν επίσης κάθε ιδέα αντιμετώπισης τεράστιων διεθνών
προβλημάτων που στο βάθος χρόνου επηρεάζουν όλες τις κοινωνίες, όπως για
παράδειγμα η άνιση ανάπτυξη, οι φυσικές καταστροφές, οι συνέπειες των πολέμων
και τα περιβαλλοντολογικά προβλήματα. Ακριβώς, είναι υπό αυτό το πρίσμα
ανωμαλιών και ελλειμμάτων της διεθνούς ζωής που άτομα ή ομάδες απεγνωσμένα
επιχειρούν να συνεισφέρουν θετικά με οργανωμένες διεθνικές δράσεις στο πλαίσιο
ΜΚΟ. Είναι όμως πάντοτε ευθύγραμμα ωφέλιμη η δράση τους όταν δεν είναι διαφανής
ή όταν οι πρόνοιες διαφάνειας παραβιάζονται ποικιλοτρόπως και εξεζητημένα;
Είναι όλοι οι ΜΚΟ –σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες εκατοντάδες χιλιάδες ΜΚΟ
αγαθών-ιεραποστολικών κινήτρων και χωρίς άνομες διασυνδέσεις;
Συνεπής με
αποκρυσταλλωμένες θεωρήσεις, δικών μου και άλλων συναδέλφων που υπηρετούν
αξιολογικά ελεύθερα την διεθνή θεωρία, υποστηρίζω ότι, στον βαθμό που ιστορικά
ο κόσμος είναι οντολογικά διαμορφωμένος και πολιτειακά οργανωμένος στην βάση
του μοντέλου της κρατικής κυριαρχίας, η διανεμητική δικαιοσύνη απαιτείται να
εξετάζεται υπό το πρίσμα της υπαρκτά και οντολογικά θεμελιωμένης
κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης του κόσμου. Γι’ αυτό, οι ΜΚΟ δεν μπορούν να
εξετάζονται ως θεσμοί που βρίσκονται πέραν ή υπεράνω των κοινωνικοπολιτικών
συστημάτων (ή καλύτερα κάτω από αυτά στα βρωμερά υπόγεια της διακρατικής
διαμάχης). Δεν μπορούν επίσης να θεωρούνται απολιτικοί όταν συχνότατα η δράση
τους είναι βαθύτατων διανεμητικών συνεπειών. Σε αναφορά με κάθε πολιτικό
γεγονός, το ερώτημα που πάντοτε τίθεται είναι ο τρόπος που σχετίζεται αφενός με
κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένους σκοπούς και αφετέρου με συγκεκριμένες πάγιες
κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού στις ενδοκρατικές και διακρατικές
σχέσεις.
Πάγιες κατακτήσεις του πολιτικού πολιτισμού των ανθρώπων στις διακρατικές
σχέσεις δεν είναι κάποιες μεταφυσικά προσδιορισμένες αρχές ή προϊόν κάποιας
επέκεινα ορθολογιστικής δήθεν αντίληψης των ανθρωπίνων σχέσεων. Πρόκειται για
κατακτήσεις σύμφυτες με τον ανθρώπινο πολιτισμό όπως οικοδομήθηκαν μετά την
εποχή της βαρβαρότητας, από τότε δηλαδή που οι συλλογικές οντότητες άρχισαν να
λειτουργούν με πολιτικά κριτήρια, δηλαδή με όρους κοινωνικοπολιτικά
προσδιορισμένων σκοπών. Στις διεθνείς σχέσεις πιο συγκεκριμένα, αυτές οι
σωρευμένες κατακτήσεις είναι σύμφυτες με την ίδια την ύπαρξη των κυρίαρχων
κοινωνιών και την οντολογικού περιεχομένου αξίωσή τους για συλλογική ελευθερία-ανεξαρτησία.
Συνοψίζονται κατά βάση στα ανθρώπινα δικαιώματα, την συλλογική ανθρώπινη
ελευθερία, τις θεμελιώδεις αρχές του –ως εκ τούτου– αντι-ηγεμονικού διεθνούς
δικαίου και τους θεσμούς συλλογικής ασφάλειας αποστολή των οποίων είναι να
διασφαλίσουν την κυριαρχία των διακριτών κοινωνιών που κατάκτησαν την
ανεξαρτησία τους και έγιναν έτσι μέλη του συστήματος κυρίαρχων Πολιτειών. Εκτός
αυτών των δύο πλαισίων –δηλαδή όταν δεν εμπίπτουν είτε στις κατακτήσεις του
ανθρώπινου πολιτισμού είτε στην σφαίρα κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων δομών
και σκοπών–, δημιουργείται πολιτικό έλλειμμα που σχεδόν πάντοτε οδηγεί σε
διεθνοπολιτικές οπισθοδρομήσεις και σε ανθρώπινες καταστροφές. Σκοπός βεβαίως
δεν είναι να γίνουν οι ΜΚΟ διεθνείς θεσμοί αλλά να κατοχυρωθεί και διασφαλιστεί
ορθολογική διεθνική δράση με διακρατικές νομοθετικές ρυθμίσεις (η δράση και
λειτουργία τέτοιων οργανώσεων στο πλαίσιο της ΕΕ ίσως να είναι παραδειγματική
και να δείχνει τον προσανατολισμό των κανονιστικών ρυθμίσεων). Οι μεταφυσικά
και ως εκ τούτου αυθαίρετα προσδιορισμένοι σκοποί αποτελούσαν πάντοτε αίτιο
καταχρηστικών δράσεων νομοτελειακή κατάληξη των οποίων ήταν ανθρώπινες
καταστροφές, εκατόμβες και ενίοτε επιστροφή στην εποχή της βαρβαρότητας.
Αναμφίβολα υπάρχει μια διεθνής πραγματικότητα που καθίσταται ολοένα και πιο
αισθητή και που καλεί για κανονιστικές ρυθμίσεις: Στο ενδιάμεσο διεθνικό κόσμο
που κείται μεταξύ των διεθνών θεσμών και της κρατικής κυριαρχίας βρίσκονται και
ταλαντεύονται προς την μια ή προς την άλλη πλευρά χιλιάδες ομάδες που συχνά
καλοπροαίρετα ή στο πλαίσιο θεμιτών διεκδικήσεων δραστηριοποιούνται για να
ικανοποιήσουν ίδια συμφέροντα ή προβλήματα που είναι διεθνικού και όχι μόνο
εθνικού-κρατικού χαρακτήρα. Όλων όμως η δράση ενέχει πολιτικές προεκτάσεις που
απαιτείται να εκτιμώνται υπό το πρίσμα αφενός των συνεπειών για την
ενδιαφερόμενη κοινωνία ή τις ενδιαφερόμενες κοινωνίες και αφετέρου υπό το
πρίσμα των προαναφερθέντων πάγιων κατακτήσεων του ανθρώπινου πολιτισμού. Το
έλλειμμα διεθνούς συνεργασίας δεν μπορεί να αποτελεί λόγο αποφάσεων ή ενεργειών
που διευκολύνουν διεθνοαναρχικούς δρώντες οξύνοντας έτσι τα αίτια πολέμου. Αυτό
ακριβώς συμβαίνει όταν ΜΚΟ σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό γίνονται εξαρτημένη
μεταβλητή του κυριότερου αίτιου πολέμου, δηλαδή των ηγεμονικών αξιώσεων ή
κοινωνικά ανέντακτων ιδιωτών όπως οι τρομοκράτες ή διεθνοχρηματιστές όπως ο
Σόρος. Αυτές οι όντως αταλάντευτα διατυπωμένες θέσεις ίσως που θίγουν τον
πυρήνα της συμβατικής σκέψης ίσως υποχρεώνουν σε περαιτέρω επεξεργασία.
Η κρατική
κυριαρχία ως έννοια και ως μέσο οργάνωσης του συλλογικού βίου, ασφαλώς, είναι
δημιούργημα των Νέων Χρόνων. Όμως, όπως είναι γνωστό, η κυριαρχία έχει την ίδια
λειτουργία και την ίδια ακριβώς έννοια με το ιδεώδες της «ανεξαρτησίας» των
Πόλεων της κλασικής εποχής που ενσάρκωνε την δυνατότητα των κυρίαρχων
«κοινωνικών ενώσεων» να αναπτύσσουν συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο και να
διαμορφώνουν συλλογικό τρόπο ζωής που ενσαρκωνόνταν στις ηθικοκανονιστικές δομές
της Πόλης-Πολιτείας. Μετά την κατάρρευση του κλασικού συστήματος Πολιτειών αλλά
και πριν από αυτό, επαληθεύεται εμπειρικά ότι οι διακριτές κοινωνίες ποτέ δεν
αποδέχθηκαν τις κατεξουσιαστικές αυτοκρατορικές δομές και ότι πάντοτε
αγωνίζονταν για πολιτική κυριαρχία. Τόσο στην κλασική εποχή όσο και την Νέα
Εποχή συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης υπήρχαν στο εσωτερικών των Πολιτειών
και των κρατών αντίστοιχα. Στο διεθνές σύστημα, της κλασικής εποχής όπως και
σήμερα απουσίαζαν οι κοινωνικοπολιτικές, ηθικές και κοσμοθεωρητικές βάσεις ενός
παγκόσμιου συστήματος διανεμητικής δικαιοσύνης. Όλοι γνωρίζουμε τι συνέβηκε
όταν ισχυρά κράτη διεκδικούσαν ότι ήσαν φορείς οικουμενικών κοσμοθεωριών –συχνά
φασιστικών αξιώσεων όπως των ναζί αλλά ακόμη συχνότερα αγαθών αξιώσεων περί
κοινωνικής δικαιοσύνης ή ενσάρκωσης του θείου λόγου που δεν έχουν τίποτα να
ζηλέψουν από τους ναζί– με αποτέλεσμα να παρακάμπτουν την κοινωνική ετερότητα
επιχειρώντας κοσμοθεωρητική και ηθικοκανονιστική εξομοίωση του πλανήτη. Ο
επαναστατισμός, η αξίωση δηλαδή κοινωνικοπολιτικής εξομοίωσης του πλανήτη ήταν
και συνεχίζει να είναι το σημαντικότερο αίτιο πολέμου. Αίτια πολέμου όπως
παράγονται και από την αδυναμία των κοινωνιών να υπερασπιστούν την κυριαρχία
τους καθώς και από διεθνικούς δρώντες που λειτουργούν διεθνοαναρχικά και/ή
εξυπηρετικά επαναστατικών εξομοιωτικών αξιώσεων.
Το διεθνές δίκαιο, οι διεθνείς θεσμοί και οι διακρατικές συμβάσεις, αν και
αποτελούν πολιτικές ρυθμίσεις διανεμητικού χαρακτήρα διακρατικά συμπεφωνημένες
το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο πάνω στο οποίο εδράζονται περιέχει τόσα συστήματα
διανεμητικής δικαιοσύνης όσα και τα κυρίαρχα κράτη του διεθνούς συστήματος. Για
να το θέσουμε διαφορετικά, στοιχειώδης πολιτικός ορθολογισμός επιτάσσει ότι το «διεθνές πολιτικό γεγονός» είναι «διακρατικό
πολιτικό γεγονός». Για να υπάρξει παγκόσμιο πολιτικό γεγονός
απαιτούνται συγκεκριμένες κοινωνικές πολιτικές προϋποθέσεις που ποτέ δεν
υπήρξαν και ποτέ δεν θα υπάρξουν: Απαιτείται παγκόσμια κοινωνία και
συγκρότηση παγκόσμιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος που θα νομιμοποιεί ένα
παγκόσμιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης. Αυτή ήταν και αυτή είναι η
πλανητική ανθρώπινη πραγματικότητα πάνω στην οποία συντρίβονται διαρκώς όλες οι
διεθνιστικές-κοσμοπολίτικες και/ή ηγεμονικές αξιώσεις. Η συντριβή, ασφαλώς,
δημιουργούσε και δημιουργεί εκατόμβες χωρίς ποτέ να μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων
εντός και διαμέσου των κρατών να έχει κατανοήσει επαρκώς ότι ορθολογισμός στις
διεθνείς σχέσεις σημαίνει εύρωστα ορθολογικά έθνη-κράτη, αυστηρά
διακυβερνητικούς διεθνείς θεσμούς και διαφανή διεθνική δράση. Για την
τελευταία, οι κανονιστικές ρυθμίσεις θα πρέπει να βρίσκονται σε συμβατότητα με
την κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου που μόλις υπογραμμίσαμε. Φαινόμενα όπως του Σόρος και των
προαναφερθέντων τερατωδών διεθνικών μειγμάτων που περιβάλλουν τις
διεθνοαναρχικές δραστηριότητες του ίδιου και των ιδρυμάτων προτάσεων πολιτικής
που δημιουργεί είναι πηγή ανορθολογισμού, αστάθειας και ανοικτά παράθυρα άνομων
ηγεμονικών δράσεων.
Ακόμη, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε και όπως η πείρα διδάσκει κατά την διάρκεια της
μεταψυχροπολεμικής εποχής, οι ΜΚΟ
μπορούν να γίνουν φορείς παντελώς ανεξέλεγκτων εξουσιών διανεμητικού χαρακτήρα.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις που μόλις αναφέραμε, δηλαδή τρομοκράτες
και διεθνοαναρχικές χρηματοοικονομικές ροές «διεθνικών ιδιωτών» όπως ο George
Soros, ο οποίος, επιπλέον, διατηρεί υπό τον έλεγχό του ένα ευρύ δίκτυο ΜΚΟ
οργανισμών βαθύτατα εμπλεκομένων στην διακρατική διαμάχη. Ιδιαίτερα σ’ αυτές
τις περιπτώσεις, οι ΜΚΟ δυνατό να επενεργούν διανεμητικά όχι μόνο στην σφαίρα
της οικονομίας αλλά επίσης και στην σφαίρα της ανθρώπινης ελευθερίας, των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Όλα αυτά λοιπόν είναι
καίρια ζητήματα βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων που κάθε νομοθετική ρύθμιση θα
πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη.
Υποχρεωτικά
απλουστεύοντας ένα πολύπλοκο και σύνθετο φαινόμενο για τους σκοπούς του
παρόντος σημειώματος, θα συνόψιζα το επιχείρημα λέγοντας ότι η διανεμητική
δικαιοσύνη α) στα ενδοκρατικά δρώμενα είναι κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη με
μεγάλες πιθανότητες να είναι συμβατή με τον ανθρώπινο πολιτισμό και β) στο
διακρατικό πλαίσιο μπορεί να είναι «κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένη» μόνο
στους τομείς εκείνους για τους οποίους η «κοινότητα των κρατών» δημιουργεί
διεθνείς κανονιστικές δομές ή και κανόνες δικαίου που από κοινού ενσωματώνονται
στην ενδοκρατική δικαιοταξία.
Στον ευρύτερο χώρο των παγκόσμιων-διεθνικών φαινομένων που δεν ελέγχονται ή δεν
ελέγχονται επαρκώς από τους κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς και όπου δεν
υπάρχει συγκροτημένο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, αναπτύσσονται δραστηριότητες
αναρίθμητων και πολυποίκιλων διεθνικών δρώντων, των οποίων η δράση, τονίζεται
ξανά, αν και διανεμητικών συνεπειών λίγο-πολύ εξαιρούνται κοινωνικοπολιτικών
ελέγχων και εξισορροπήσεων. Κατά περίπτωση και συγκυρία, η δράση αυτή μπορεί να
είναι ή να μην είναι συμβατή με τους προαναφερθέντες κοινωνικοπολιτικά
προσδιορισμένους ενδοκρατικούς σκοπούς, με τους διακρατικά προσδιορισμένους
σκοπούς και με βαθύτερες κατακτήσεις των ανθρώπων στις διακρατικές σχέσεις όπως
το διεθνές δίκαιο, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η διεθνή ποινική δικαιοσύνη.
Αν και εξαιρέσεις πάντα υπάρχουν, η τεράστια ανάπτυξη δρώντων εκτός
κοινωνικοπολιτικών ή διακρατικά ρυθμιζόμενων πλαισίων, έχει ως πιθανότερο
ενδεχόμενο οι δράσεις των ΜΚΟ να οδηγούν σε άναρχες-ανεξέλεγκτες και
αποδιοργανωτικές συνέπειες ή να καθίσταται μέσο εξυπηρέτησης διπλωματικών
σκοπιμοτήτων της διακρατικής διαμάχης. Σχετικά, ακόμη και για την μικρή και
εν πολλοίς ανυποψίαστη-ανοργάνωτη –συγκριτικά με άλλα κράτη–, Ελλάδα, συγκρατώ
την φράση πρώην αξιωματούχου του ελληνικού κράτους ότι η ελληνική κυβέρνηση
όσον αφορά τις ΜΚ οργανώσεις «συνεργαζόταν με κάποιες που επιλέγονται, για
να εφαρμόσουν τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή
σχεδιάζεται στο Υπ. Εξ και προτείνονται από αυτές τις ΜΚΟ»
(verbatim-διαθέτω την ηλεκτρονικό σημείωμα που κυκλοφόρησε ευρέως στο
διαδίκτυο).
Λόγω μεγέθους και εμβέλειας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αυτές οι
επιλογές είναι ενδεχομένως ασήμαντων συνεπειών. Όμως, πιο πάνω ανέφερα ότι
αναλύσεις που έρχονται ολοένα και περισσότερο στην δημοσιότητα και μάλιστα από
διεθνικούς ακτιβιστές που κατανόησαν τις συνέπειες της ύπαρξης διεθνικών
δράσεων, θεμελιώνουν το γεγονός της μαζικής, συστηματικής και αδιαμφισβήτητης
στράτευσης μύριων ΜΚΟ στους σκοπούς της στρατηγικής επικυριαρχίας των
«νεοσυντηρητικών» που κυβερνούν τις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία χρόνια [το
φαινόμενο αυτό όπως ήδη αναφέρθηκε εισαγωγικά, δεν είναι νέο και ούτε αφορά
μόνο τους «νεοσυντηρητικούς». Αποτελούσε πάγιο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής
αμερικανικής στρατηγικής που οξύνθηκε τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια. Για το
θέμα αυτό θα επανέλθω πιο κάτω].
Εάν σταθούμε σε
ΜΚΟ όπως η Green Peace, οι Γιατροί του Κόσμου, et al, ελάχιστη αμφιβολία
υπάρχει ότι ο διανεμητικός τους ρόλος επαρκώς διαφανής και κατά κοινή
συνείδηση-πεποίθηση –έστω και αν κατά καιρούς υπάρχουν διαβρώσεις ή μικρότερα
προβλήματα όπως συνέβηκε στον πόλεμο κατά της Σερβίας ή καταχρήσεις που
ευθύνονται μεμονωμένα άτομα– εξυπηρετούν ανάγκες και προβλήματα που συναρτώνται
με την ανικανότητα όπως προαναφέρθηκε των κρατών να τα διαχειριστούν συλλογικά
στο πλαίσιο αποτελεσματικών διακρατικών ή υπερεθνικών θεσμών (πχ
περιβαλλοντολογικά προβλήματα). Σχετίζονται επίσης με ζητήματα ανθρώπινης
αλληλεγγύης ως προς την οποία ποτέ δεν υπήρξαν η θα υπάρξουν κρατικά σύνορα (πχ
ανθρώπινες κακουχίες, σεισμοί, τσουνάμι κτλ).
Εν τούτοις, ακόμη και για τις τελευταίες περιπτώσεις, σ’ ένα ιδεατό διεθνές
σύστημα που θα στερείται αιτιών πολέμου και όπου τα κράτη θα συνεργάζονται
άψογα, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο διακρατικών ή υπερεθνικών
θεσμών που θα δεσμεύουν επαρκείς πόρους τους οποίους τα κράτη θα παραχωρούν
ανάλογα με τις δυνατότητες τους. Δεν νομίζω, για παράδειγμα, να μπορεί
λογικά-ορθολογιστικά να αμφισβητηθεί ότι αν υπήρχε μια εδραιωμένη διακρατική
συνεργασία αντιμετώπισης των περιβαλλοντολογικών προβλημάτων σ’ ένα κόσμο από
τον οποίο θα απουσίαζαν τα αίτια πολέμου, η σημερινή πρωταρχική σημασία
οργανώσεων όπως η Green Peace θα καθίστατο εκ των πραγμάτων δευτερεύουσας
σημασίας (και ίσως οι ίδιοι οι ζηλωτές τέτοιων καλοπροαίρετων οργανισμών σ’
αυτή την περίπτωση να αισθάνονταν ικανοποιημένοι επειδή οι σκοποί τους
εξυπηρετούνται από πιο αποτελεσματικούς θεσμούς και δράσεις που διαθέτουν
περισσότερα μέσα και που θα ενέτασσαν αυτούς τους σκοπούς σε μια σταθερή και
διαχρονικά αναπτυσσόμενη διακρατική ή και υπερεθνική δομή – στο προηγούμενο
σημείωμα που γράφτηκε μεταγενέστερα του παρόντος παραπέμπω στις θέσεις του
διευθυντή της Gree peace Ελλάδας που περιέπεσαν στην αντίληψή μου).
Είναι εν τούτοις προβληματικό αν όπως συχνά παρατηρείται να θεωρείται από
πολλούς η ανάγκη ιεραποστολικής δράσης για να αντιμετωπιστούν τα ελλείμματα της
διακρατικής συνεργασίας ως αφορμή αφελών-απολιτικών αμφισβητήσεων της κρατικής
κυριαρχίας, της βάσης δηλαδή των συστημάτων διανεμητικής δικαιοσύνης των
κυρίαρχων κοινωνιών, για να εκπληρωθούν διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα
ιδεολογήματα εξόχως εξωπραγματικά. Το «πολιτικό γεγονός» είναι ανεπίστροφα
υπόθεση των ελεύθερων-κυρίαρχων κοινωνιών, αυτό το αμφισβητούν μόνο τα εκάστοτε
ηγεμονικά και/ή αναθεωρητικά κράτη και τα κράτη έχουν από καιρό συμφωνήσει το
διεθνές δίκαιο που προβλέπει επακριβώς το πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν
ανεπιθύμητα διεθνικά ή άλλα φαινόμενα. Πλανητικό «πολιτικό γεγονός» σ’ ένα
κοινωνικοπολιτικά κατακερματισμένο κόσμο είναι γιγαντιαία αντίφαση και
αντιπαραγωγική ιδέα που οδηγεί κατευθείαν σε οπισθοδρόμηση κάθε κατάκτησης του
ανθρώπινου πολιτισμού στις διεθνείς σχέσεις και ασφαλώς σε εισροή πολιτικού
ανορθολογισμού. [Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας ορθολογικής θεώρησης του διεθνούς
πολιτικής για παράδειγμα, οι διαδηλωτές έξω από τα κτίρια που συνεδριάζει ο
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, θα πρέπει όχι να ζητούν την κατάργησή του αλλά
τον εξορθολογισμό του, δηλαδή να σταματήσει να είναι εξαρτημένη μεταβλητή της
ισχύος των εκάστοτε ηγεμονικών αξιώσεων]
Για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου στελέχους των ελληνικών κρατικών
υπηρεσιών στον οποίο προαναφέρθηκα και ο οποίος διετέλεσε υπεύθυνος για τους
ΜΚΟ στο ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, «ως προς το ποια είναι η έννοια της πολιτικής
σε επίπεδο συνεργασίας κράτους-ΜΚ υποκειμένων, διαβεβαιώνω πως
ολοκληρωμένη απάντηση δεν έχω» (verbatim). Προσθέτω ότι εντύπωσή μου είναι πως
όχι μόνο ο ειλικρινής πρώην αξιωματούχος του ελληνικού κράτους αλλά κανείς
άλλος δεν έχει επαρκείς απαντήσεις και ότι επειδή οι ΜΚΟ είναι πλέον
εκατοντάδες χιλιάδες αυτό συνιστά σημαντικό πρόβλημα ή σημαντικό πολιτικό
έλλειμμα στις διεθνείς σχέσεις, ενόσω τουλάχιστον απουσιάζουν ορθολογιστικές
κανονιστικές ρυθμίσεις που διέπουν τις διεθνικές δράσεις. Ακριβώς, εκτιμώ ότι
άτομα που βρέθηκαν τόσο σε χώρους κυβερνητικής δράσης όσο και σε χώρους ΜΚ
δράσης, η άποψή τους είναι πολύτιμη και ανεκτίμητη εάν και όταν –όπως ο πιο
πάνω αξιωματούχος έκανε– τις εκφράζουν με πασίδηλη ανιδιοτέλεια,
αντικειμενικότητα και θαυμαστή ακρίβεια. Τα συμπεράσματα για το γεγονός ύπαρξης
πολιτικού ελλείμματος, όμως, δεν είναι για όλους τα ίδια. Όπως σημειώθηκε στο
προηγούμενο σημείωμα, οι κριτικοί κονστρουκτιβιστές, πλειονότητα στον χώρο των
ελλήνων ακαδημαϊκών, που συχνά ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι μετατρέπονται σε
συνειδητά εργαλεία αποσυναρμολόγησης των κυρίαρχων κοινωνιών, στοχεύουν ακριβώς
σε μια αποδυνάμωση ή και σε μια ολική καταστροφή του διακρατικού συστήματος και
του Πολιτειακού εξορθολογισμού που συνοδεύτηκε με την δημιουργία των εθνών
κρατών.
Αν και νοιώθω
ότι επεκτείνομαι κάπως περισσότερο απ’ ότι ήθελα, συνοψίζω, στο πλαίσιο των
πρόχειρα γραμμένων σκέψεων του παρόντος σημειώματος, ότι για τους διεθνολόγους
που δεν θέλουν να στρατεύονται στην εκφορά ηγεμονικών ιδεολογικοπολιτικών
εκλογικεύσεων, το ενδιαφέρον τους έγκειται στην περιγραφή των συστημάτων
«διανεμητικής δικαιοσύνης» ( φορείς των οποίων είναι κυρίως τα κυρίαρχα κράτη
και εν μέρει οι διεθνείς θεσμοί), η κοινωνικοπολιτική αναφορά τους, ο
ορθολογικός ή ανορθολογικός χαρακτήρας των πολιτικών τους συμπεριφορών και τα
ζητήματα πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων που ανακύπτουν. Γι’ αυτό θα
πρέπει να αναφέρω μερικά ακόμη στοιχεία που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό ότι η
εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία των διακριτών κοινωνιών είναι οντολογικού
περιεχομένου και γι’ αυτό ηθικά αμάχητη.
Ιστορικά, οι αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας–συλλογικής ελευθερίας οδήγησαν την
ύστερη εποχή στην οντολογική θεμελίωση της εθνικής-κρατικής δομής ως
αντι-ηγεμονικού θεσμού προικισμένου με κοσμοθεωρητικές δομές που γεννιούνται
στην φάση του αγώνα ανεξαρτησίας-ελευθερίας. Αυτή η βασική δομή στην βάση της
οποίας κατ’ ουσία οργανώνεται κοινωνικοπολιτικά ο κόσμος, αποτελεί το θεμέλιο
πάνω στο οποίο όλες οι κυρίαρχες κοινωνίες αφενός αναπτύσσουν ηθικοκανονιστικά
εποικοδομήματα, μεταξύ των οποίων ή και κύριο εκ των οποίων είναι το διαρκώς
αναπτυσσόμενο οικείο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κάθε κυρίαρχης κοινωνίας.
Παράγωγη αν όχι νομοτελειακή συνέπεια αυτών των οντολογικά θεμελιωμένων –στις
αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας-συλλογικής ελευθερίας– Πολιτειακών δομών είναι
ακριβώς, οι –εξ αντικειμένου, επαναλαμβάνεται, αντι-ηγεμονικού χαρακτήρα–
θεμελιώδεις αρχές του διεθνούς δικαίου, οι θεσμοί συλλογικής ασφάλειας και οι
συμπαρομαρτούντες συμβάσεις όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
Συνθήκης της Γενεύης και της Διεθνούς Ποινικής Δικαιοσύνης. Απλουστεύοντας
ακόμη περισσότερο κατά τα άλλα σύνθετα διεθνή φαινόμενα, τονίζεται ότι η
παρεμβολή των αιτιών πολέμου μεταξύ των διεθνών θεσμών και της
ειρήνης-σταθερότητας δημιουργεί πλήθος προβλημάτων και εμποδίζει την ομαλή
εφαρμογή των διεθνών υποχρεώσεων των κρατών και την δημιουργία νέων θεσμών ή
την βέλτιστη χρήση των υπαρχόντων διεθνών θεσμών. Ένα από αυτά τα προβλήματα,
είναι ασφαλώς, το γεγονός ότι ζητήματα τεράστιας πλανητικής σημασίας και
διεθνικού χαρακτήρα που αφορούν όλους τους πολίτες όλων των κρατών, δεν
τυγχάνουν επαρκούς ή και καθόλου αντιμετώπισης στο επίπεδο των διακρατικών
ρυθμίσεων.
Η ατομική
πρωτοβουλία και η οργάνωση ομάδων που λίγο-πολύ βρίσκονται εκτός
κοινωνικοπολιτικών ελέγχων και εξισορροπήσεων, όπως ήδη τόνισα, μπορεί να
διαβαθμιστεί και να αξιολογηθεί κατά περίπτωση. Σε όλες τις περιπτώσεις, εν
τούτοις, τίθεται το κρίσιμο και καίριο ερώτημα κατά πόσο οι χιλιάδες ιδιοτελείς
ομάδες –δεν λέω ότι η ιδιοτέλεια σ’ αυτή την περίπτωση είναι κατ’ ανάγκη
«πρόβλημα» ή κοινωνικά επιζήμια– τελικά δυνατό να υπονομεύσουν τους αναγκαίους
και μη εξαιρετέους κοινωνικοπολιτικούς ελέγχους και εξισορροπήσεις υπό την
αίρεση των οποίων βρίσκονται όλοι οι συλλογικοί και ατομικοί σκοποί της
κοινωνικοπολιτικής δράσης. Ακόμη: Δυνατό να υπονομευθούν πάγιες και οντολογικά
θεμελιωμένες κατακτήσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως τα θεμελιώδη ανθρώπινα
δικαιώματα, η συλλογική ελευθερία των κυρίαρχων διακριτών κοινωνιών και τα
κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένα διανεμητικά τους συστήματα (το σχέδιο Αναν για
την Κύπρο, περίπτωση στην οποία ήδη αναφέρθηκα και στην οποία θα επανέλθω σε
λίγο, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση επιστράτευσης ΜΚΟ κατά της ανθρώπινης
ελευθερίας και κατά της δημοκρατίας).
Επειδή όπως ήδη τονίστηκε η διανεμητική δικαιοσύνη εξ αντικειμένου ιστορικά
γεννιέται και αναπτύσσεται στα πλαίσια των κυρίαρχων κρατών, παραμένουν πολλά
και ρευστά ερωτήματα για την διαχείριση-αντιμετώπιση παγκόσμιων προβλημάτων που
αφορούν όλα τα κράτη και που υπερβαίνουν τις δυνατότητες αντιμετώπισής τους στο
πλαίσιο κάθε μιας κρατικής δομής. Παραμένει ρευστό και αναπάντητο το ερώτημα
κατά πόσο θα τυγχάνουν συλλογικής αντιμετώπισης-διαχείρισης στο πλαίσιο
διακρατικών θεσμών –και γιατί όχι υπερεθνικών όπως η ΕΕ, όπου όμως πληρούνται στοιχειώδεις
προϋποθέσεις ορθολογιστικής πολιτικής δράσης, αν και όχι πάντοτε– ή κατά πόσο
θα επηρεάζονται από ΜΚΟ οργανισμούς οι οποίοι εξ αντικειμένου όταν διακινούνται
διεθνικά δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτος ο κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένος
σκοπός που εξυπηρετούν.
11. ΜΚΟ, μαλακή ισχύς στην στρατηγική επικυριαρχίας
των ΗΠΑ και το σχέδιο Αναν για το κυπριακό (βλ. επίσης σχετικές αναφορές στο
προηγούμενο σημείωμα για τους κριτικούς κονστρουκτιβιστές).
Αναφορικά με τα
πιο πάνω, οι μελετητές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής γνωρίζουν ότι η
«μαλακή ισχύς» («soft power») αποτελούσε πάντοτε ένα σημαντικό εργαλείο της
μεταπολεμικής αμερικανικής εθνικής στρατηγικής (αλλά και άλλων κρατών, από
αρχαιοτάτων μάλιστα χρόνων μέχρι και την σημερινή εποχή). Τα τελευταία χρόνια,
αυτό το «εργαλείο» κατέστη κύριο μέσο του αμερικανικού Πενταγώνου στον
σχεδιασμό και άσκηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Αμερικανοί συνάδελφοι
στον χώρο της στρατηγικής ανάλυσης θεωρητικοποίησαν την «μαλακή ισχύ» και όλα
τα στοιχεία δείχνουν ότι ενσωματώθηκε πλήρως στο «αμερικανικό διπλωματικό
οπλοστάσιο», περίπου στην βάση της λογικής: «για να εκπληρώσουμε τον σκοπό ηγεμονικής επικυριαρχίας προτιμούμε μαλακή
ισχύ για να εξοικονομούμε τις πολύ μεγαλύτερες δαπάνες που θα χρειάζονταν για
την αγορά κανονιών που θα εκπλήρωναν τον ίδιο σκοπό Όπως κάθε μελετητής
της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής γνωρίζει, αναρίθμητοι ΜΚΟ χωρίς ίσως
πολλά μέλη τους να το γνωρίζουν γίνονται εργαλείο διεθνών αλλαγών. Το ζήτημα
αυτό ενέχει τεράστια σημασία και για την δική μας κοινωνία αν κανείς
αναλογιστεί το γεγονός ότι κοινωνία και πολιτική ηγεσία την δεκαετία του 1990
(με αποκορύφωμα την εκδήλωση του σχεδίου Αναν αρχές της τρέχουσας δεκαετίας)
εγκλωβίστηκαν σε εξόφθαλμα ανορθολογικές αντιλήψεις, θέσεις και αποφάσεις.
Πολλοί ΜΚΟ δρώντες είτε το γνώριζαν είτε όχι εξυπηρετούσαν κάποια άνομα
διεθνικοπολιτικά και/ή εθνικά συμφέροντα που πασίδηλα δεν οδηγούν σε ειρηνική
επίλυση των διαφορών και σε περιφερειακή σταθερότητα. Ακόμη πιο σημαντικό,
οδηγούσαν σε ρυθμίσεις στο κυπριακό κράτος που θα συμβίβαζαν για πάντα την
ανθρώπινη ελευθερία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και κάθε άλλη κατάκτηση
πολιτισμού. Αν και μέχρι στιγμής λίγα γνωρίζουμε όσον αφορά αυτό το ιστορικό
γεγονός, δεν υπάρχει πλέον καμιά αμφιβολία ότι τα πολιτειακά τερατουργήματα που
παραδόξως προτάθηκαν εξ ονόματος του θεματοφύλακα του πολιτικού πολιτισμού των
διακρατικών σχέσεων, ήταν αποτέλεσμα μιας ελάχιστα διαφανούς διαδικασίας
που ενέπλεξε υπαλλήλους διεθνών θεσμών, αξιωματούχους μυστικών υπηρεσιών
ηγεμονικών κρατών, τον διεθνοαναρχικό χρηματιστή Σόρος, αξιωματούχους των άμεσα
ενδιαφερομένων κοινωνιών και πλήθος ακαδημαϊκών –υποψιασμένων ή ανυποψίαστων,
είναι επιστημονικά αδιάφορο– των οποίων ο ρόλος τελικά καταλήγει να είναι όχι η
εκφορά αξιολογικά ελεύθερων θέσεων αλλά η ακαδημαϊκή μεταμφίεση
ιδεολογικοπολιτικών εκλογικεύσεων που εξυπηρετούν άνομα στρατηγικά συμφέροντα ή
συμφέροντα ιδιωτών όπως ο Σόρος.
Είναι ενδιαφέρον ότι σ’ αυτή την εκπληκτικά κρατικά οργανωμένη διαδικασία
επιβολής της στρατηγικής της Ουάσινγκτον και του Λονδίνου στην Μέση Ανατολή, οι
κεντρικοί-καταλυτικοί οργανισμοί ήταν ΜΚΟ τους οποίους χρηματοδοτούσαν κρατικές
υπηρεσίες χωρών με στρατηγικά συμφέροντα και αδιαφανείς διεθνοαναρχικοί όπως ο
Σόρος. Αν και σίγουρα πάρα πολλά είναι κρυμμένα στην άβυσσο των μυστικών
υπηρεσιών στο πλαίσιο της διαρκούς διακρατικής διαμάχης, σε μεγάλο βαθμό
ερμηνεύεται το κατά τα άλλα ανεξήγητο φαινόμενο οι υποστηρικτές του σχεδίου
Αναν να μην επικαλούνται το παραμικρό βάσιμο επιχείρημα (έχω ξαναγράψει ότι το
σχέδιο Αναν αποτέλεσε Βατερλώ για πολλούς που αργά ή γρήγορα θα ελεγχθούν
στοχαστικά για το βαρύτατο επιστημονικό τους παράπτωμα). Το γνώριμο μοτίβο των
κραυγών υπέρ του διεθνοφασιστικού σχεδίου Αναν ήταν ιστορικά διαστρεμμένες
θέσεις και επίκληση κάποιας αναγκαιότητας που οφείλεται σε ανωτέρα βία στην
οποία αν δεν υπέκυπταν οι κύπριοι «θα έπεφτε φωτιά να τους κάψει» (ή όπως
μπλοφάροντας είπε αμερικανός αξιωματούχος σε ανάλογη περίπτωση «θα έπεφταν
τόνοι τούβλα στο κεφάλι των κυπρίων»). Αυτές οι εμπαθέστατες
ιδεολογικοπολιτικές κραυγές κάλυψαν την αλήθεια και έθεσαν τις πολιτικές
ηγεσίες στην Κύπρο, στην Ελλάδα και ίσως στην Ευρώπη σε μια επικίνδυνη για την
ελευθερία και ασφαλώς πολιτικά ανορθολογική τροχιά. Κύριοι δράστες, και με
δεδομένο αυτό το γεγονός κανείς δεν έχει την πολυτέλεια να μένει αδιάφορος πολύ
περισσότερο επίδοξοι διεθνικοί δρώντες οποιουδήποτε είδους, ήταν ΜΚΟ που
μεταμφίεζαν τις άνομες αξιώσεις.
Η πορεία αυτή ανακόπηκε λόγω αντίστασης της ενδιαφερόμενης κοινωνίας που
καταψήφισε το προταθέν πολιτειακό τερατούργημα. Δυστυχώς δεν διαθέτω ακόμη σε
ηλεκτρονική μορφή, οπότε και θα μπορούσα να σας την αποστείλω, την άκρως
ενδιαφέρουσα έκθεση των αξιολογητών Nathan Associates Inc όπου μέσα σε εκατοντάδες
σελίδες περιγράφει επακριβώς τους σκοπούς, το σκεπτικό, τις μεθοδεύσεις και
άλλες αδιαφανείς ενέργειες που αφορούσαν ευθέως την ελευθερία και τα ανθρώπινα
δικαιώματα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Το ζήτημα αυτό, όπως θα αντιληφθείτε,
ανοίγει μόλις τώρα και αναπόφευκτα ενέχει μεγάλες ακαδημαϊκές, πολιτικές και
διεθνοπολιτικές διαστάσεις
Ο προαναφερθείς
έλληνας αξιωματούχος υπεύθυνος για τους ΜΚΟ, έγραψε επίσης ότι η
κοινωνικοπολιτική αναφορά των ΜΚΟ αποτελεί ακόμη αίνιγμα ή ερώτημα για πολλούς.
Σίγουρα όμως, δεν αποτελεί ερώτημα για τις υπηρεσίες ισχυρών κρατών που θεωρούν
πλέον τους ΜΚΟ αναπόσπαστο μέρος των στρατηγικών τους μεθοδεύσεων. Αναμφίβολα,
η συντριπτική πλειονότητα των καλοπροαίρετων ακτιβιστών ή άλλων που θέλουν να
ικανοποιήσουν θεμιτά «ιδιοτελή» συμφέροντα δεν θα ήθελαν να είναι κρίκος στην
αλυσίδα τέτοιων στρατηγικών μεθοδεύσεων. Αυτός είναι ένας από τους χίλιους
λόγους για τους οποίους το ζήτημα των ΜΚΟ είναι στοχαστικά και πολιτικά
ελκυστικό και ενδιαφέρον. Σίγουρα ανήκει στην σφαίρα της παιδικής φαντασίας,
κάθε ισχυρισμός ότι παραμερίζοντας τα τεράστια οικοδομήματα διανεμητικής
δικαιοσύνης των κυρίαρχων κοινωνιών που διαμορφώθηκαν μέσα από αγώνες
κυριαρχίας και σφυρηλατήθηκαν επί αιώνες στον αέναο αγώνα ανεξαρτησίας –αγώνας
που καθίσταται επιτακτικός λόγω ύπαρξης ταυτόχρονα αναρχίας και αιτιών πολέμου
στις διεθνείς σχέσεις–, θα μπορούσαν κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτες διεθνικές
ομάδες να οικοδομήσουν κοσμοθεωρητικές και ηθικές προϋποθέσεις ενός παγκόσμιου
κράτους ή κάποιας άλλης παραπλήσιας κανονιστικής εκδοχής. Το μόνο που θα
κατορθώνουν όσοι πάσχουν από τέτοιες παιδικές στοχαστικές ασθένειες –τις οποίες
ακόμη και Μαρξ εγκατέλειψε έγκαιρα μετά την κυκλοφορία του πρώτου του βιβλίου
αλλά τις ανακάλυψαν και υιοθέτησαν πρόσφατα οι πολυάριθμοι λεγόμενοι «κριτικοί
κονστρουκτιβιστές», βλ. πιο πάνω το προηγούμενο σημείωμα– είναι να υποκινούν
ηγεμονικές αξιώσεις, να εκπληρώνουν μερικές από αυτές, να καταπολεμούν τον
διακρατικό ορθολογισμό και να οξύνουν τα αίτια πολέμου.
……………
Παναγιώτης
Ήφαιστος
29/5/2006
------------------------------------------------------
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου