(Απόσπασμα από την) Παγκόσμια Ιστορία και (ιδιαίτερα) Ελληνική κατά τον 20ό αιώνα - Ελευθέριος Βενιζέλος
του Φ. Κ. Βώρου
Α´ ΜΕΡΟΣ
Ε΄. Το Πολιτειακό Ζήτημα με απρόβλεπτες συνέπειες
Οι ρίζες
του ζητήματος συνδέονται με τον ίδιο το θεσμό
της βασιλείας, ιδιαίτερα με την «επιλογή» - « άφιξη» της δυναστείας των Glücksburg (1863) και το σχετικό διπλωματικό παρασκήνιο της εποχής.26
Όξυνση προκάλεσαν έπειτα οι σχέσεις
του Γεωργίου Α΄ με τον Χαρίλαο Τρικούπη τον καιρό τού «Τις πταίει», 1875. ( Το «Τις πταίει»
ήταν άρθρο του Χαριλάου Τρικούπη στην εφημερίδα «Καιροί»,
με το οποίο μεμφόταν
το βασιλιά για ουσιαστική ανάμειξη
στην πολιτική ζωή της
χώρας, αντίθετη προς την έννοια του πολιτεύματος, της Συνταγματικής Μοναρχίας, όπου ο βασιλιάς βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά.
Και όταν γίνονται εκλογές,
ο βασιλιάς είναι
υποχρεωμένος να καλέσει για
Πρωθυπουργό πρώτα αυτόν που πρώτευσε στις εκλογές. Η διένεξη κατέληξε στην «Αρχή της Δεδηλωμένης», σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς δεσμευόταν να αναθέτει
την Πρωθυπουργία στον πολιτικό αρχηγό
που είχε «δεδηλωμένη» στήριξη στη Βουλή, σύμφωνα
με τη δύναμη των Κομμάτων).
Περισσή
συγκίνηση - αγανάκτηση εις βάρος
της
βασιλείας
προκλήθηκε από τη δίωξη και καταδίκη του Ρόκκου
Χοϊδά για (δήθεν) εξύβριση του Γεωργίου Α΄. Ουσιαστικά
ο θαρραλέος και μαχητικός ιδεολόγος του
σοσιαλισμού είχε ασκήσει, με άρθρα του στην εφημερίδα «Ραμπαγάς», κριτική στο βασιλιά, το διάδοχό του και τους
πρίγκιπες και αυλοκόλακες για συμπεριφορές μη δημοκρατικές.
Ειδικότερα,
ο
Ρόκκος
Χοϊδάς
ασκούσε
κριτική
(με
αρθρογραφία
στην εφημερίδα «Ραμπαγάς», το 1888)
που μπορεί να συνοψιστεί στα ακόλουθα:
Η κριτική του χαρακτηρίστηκε από την πλευρά του βασιλιά
και των συνηγόρων του υβριστική. Τον παρέπεμψαν στο Κακουργιοδικείο να
δικαστεί για «εξύβριση». Στο δικαστήριο
απολογήθηκε υπερασπίζοντας τις ιδέες του και υποστηρίζοντας ότι ασκούσε κριτική για τα ατοπήματα
του βασιλιά και όχι εξύβριση.
Καταδικάστηκε (1889)
σε τριετή φυλάκιση
και τον έστειλαν
στις φυλακές Χαλκίδας, όπου επίσης αρνήθηκε «συμβουλήν» να προβεί «εις
δήλωσίν τινα υπέρ του στέμματος». Εκεί πέθανε περήφανος στις 3 του Μάη 1890. Η αναγγελία του θανάτου του προκάλεσε συγκίνηση
για τον άδικα κυνηγημένο Ρόκκο, οργή για τον αγγλοκίνητο βασιλιά29. Δικάστηκε,
νομίζω άδικα, και καταδικάστηκε (Μάη του 1889) ακόμη πιο άδικα.
Η περιπέτειά του είχε προκαλέσει βαθιά συγκίνηση στην κοινή γνώμη.
Αυτονόητο ότι όλα αυτά μείωναν το γόητρο του βασιλιά και την αφοσίωση των υπηκόων του στο θεσμό30.
Έπειτα ήρθε η εκ μέρους του Γεωργίου Α΄ εκμετάλλευση της «πτώχευσης» (τον καιρό του Τρικούπη).
Ο βασιλιάς, που είχε ενημερωθεί
από τον Πρωθυπουργό για τη φθίνουσα
πορεία της οικονομίας, δε συμφώνησε μαζί του για τη σύναψη νέου δανείου (προς κάλυψη άμεσων υποχρεώσεων του Κράτους), αλλά έσπευσε να στείλει
τηλεγράφημα προς τον οικονομικό πράκτορά του στο Λονδίνο να πουλήσει
τις δικές του μετοχές (ελληνικά χρεόγραφα), ώστε να μη ζημιώσει
αυτός, ο βασιλιάς,
από την πτώχευση του λαού του! Οι άνθρωποι του Τηλεγραφείου αποκρυπτογράφησαν το κρυπτογραφημένο μήνυμα και το διαβίβασαν στον Πρωθυπουργό,
ο
οποίος
επισκέφτηκε
τον
«μεγαλειότατο»
να…τον «συγχαρεί». Και, πάντως, το μήνυμα του βασιλιά και τη συμμόρφωση του πράκτορά
του στο Λονδίνο
τα ερμήνευσαν σωστά οι άνθρωποι
του Χρηματιστηρίου: αφού ο βασιλιάς πουλάει τις μετοχές του, κάτι ετοιμάζεται. Έτσι άρχισε η κατάρρευση
των ελληνικών χρεογράφων στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου31. Άρχισε από
εκεί η πτώχευση.
Έπειτα ήρθε ο λεγόμενος «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος32 του 1897, με αποτυχημένο αρχιστράτηγο το Διάδοχο,
που οι κόλακες τον προσκυνούσαν
ως στρατηγική ιδιοφυΐα33. Και γύρω του οι πρίγκιπες (ως
αξιωματικοί) και οι ευνοούμενοί τους: Ιω. Μεταξάς, Ξενοφών Στρατηγός και άλλοι «επιτελικοί» προωθούνταν και παραμέριζαν με την παρουσία
τους άλλους επαγγελματίες
αξιωματικούς και πιθανότατα πιο ικανούς.
Το 1905 εκτυλίχτηκε μια άλλη Βασιλική
αταξία, στην Κρήτη. Εκεί
είχε τοποθετηθεί ως αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας
ο πρίγκιπας Γεώργιος, ο οποίος αναμείχτηκε τόσο σκανδαλωδώς στην τοπική πολιτική ενάντια στον Υπουργό του της Δικαιοσύνης, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ώστε εκδηλώθηκε ένοπλη αντίδραση των Κρητικών (Κίνημα του Θερίσου, 1905)34 με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Η σύγκρουση των δυο
ανδρών οδήγησε τελικά στην παραίτηση του πρίγκιπα (για τα δικά
του ελλείμματα πολιτικής αντίληψης και πολιτικού ήθους). Στη θέση του
αρμοστή τοποθετήθηκε ο Αλέξανδρος Ζαΐμης.
Και, όπως ήταν ευνόητο,
κέρδισε ο νέος πολιτικός Ελ.
Βενιζέλος γόητρο, που επρόκειτο
να τον διευκολύνει αργότερα
για την προώθησή
του στην ελλαδική
πολιτική σκηνή. Η συνέχεια του ζητήματος θα φανεί το 1909, στο στρατιωτικό Κίνημα που θα εκδηλωθεί αργότερα στου Γουδή.
Στ΄. Η ομάδα των Ιαπώνων
στη Βουλή
(1906) και η Ομάδα των Κοινωνιολόγων: Αλ.
Παπαναστασίου και άλλοι
Μια ομάδα νέοι, ικανοί
και δραστήριοι πολιτικοί, μέλη της Βουλής (1906), άρχισαν μαχητική
και ουσιαστική αντιπολίτευση στην τότε Κυβέρνηση
με
την
πεποίθηση
ότι
η
ελληνική
πολιτεία
χρειαζόταν συντονισμένη προσπάθεια για γρήγορη ανασυγκρότηση του κράτους σε όλους
τους τομείς και ότι έπρεπε να απαλλαγεί από τον πολιτικό
παλαιο-κομματισμό των κοτζαμπάσηδων. Δημοσιογράφος της εποχής, ο Βλάσης Γαβριηλίδης, τους αποκάλεσε Ομάδα των Ιαπώνων35 για την αμεσότητα της κριτικής τους και τη μαχητικότητά τους. Αυτοί ήταν οι: Στέφανος
Δραγούμης, Δημήτριος Γούναρης, Εμμ. Ρέπουλης, Π. Πρωτοπαπαδάκης,
Χ. Βοζίκης, Α. Αλεξανδρής, Α.
Παναγιωτόπουλος.
Παρά το γεγονός ότι η ενιαία
παρουσία της Ομάδας
των Ιαπώνων ήταν βραχύβια
(το 1908 ο τότε Πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης κατόρθωσε
να
προσελκύσει στην «εξουσία»,
στην αυλή της Κίρκης, ένα από τα κορυφαία
μέλη της Ομάδας, τον Δημ. Γούναρη), η δράση των «Ιαπώνων»
υπήρξε πολύτιμη, γιατί πρόσφερε στην κοινή γνώμη επιχειρήματα κριτικής, που τα χρειάζονταν όσοι από ποικίλες
επάλξεις της ελληνικής κοινωνίας εργάζονταν για την ανανέωση της πολιτικής ζωής με την επικράτηση
της αστικής τάξης και την οργάνωση
του κράτους με νόμους36.
Παράλληλα
η
Ομάδα των Κοινωνιολόγων (ο Αλέξ. Παπαναστασίου υπήρξε
ο πιο δραστήριος) υπενθύμιζε περισσότερο το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και επηρέασε ευεργετικά την προώθηση εργατικής νομοθεσίας, κυρίως όταν την Πρωθυπουργία ανέλαβε ο Ελ. Βενιζέλος
(από τον Οκτώβριο του 1912), όπως θα δούμε παρακάτω.
Ζ΄. Κίνημα στου Γουδή (1909)
Ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων
που εκπέμπονταν από όλα τα παραπάνω
συμπτώματα ήταν βέβαια λίγο – πολύ όλοι οι πολίτες,
όσοι μπορούσαν να παρακολουθούν τα δρώμενα της κοινωνικής, πολιτικής, εκπαιδευτικής, εθνικής
ζωής. Πιο ευαίσθητη και δραστήρια κοινωνική
ομάδα αναδείχτηκε αυτή των
στρατιωτικών, για λόγους ειδικούς:
Ζούσαν την πικρή ανάμνηση
μιας ήττας ταπεινωτικής (πόλεμο του 1897),
για την οποία δεν ευθύνονταν κατά κύριο λόγο, αλλά αυτοί όλοι ντρέπονταν.
Αντιλαμβάνονταν πιο πολύ από άλλους τη διαλυτική για το στρατό παρουσία του Διαδόχου και των πριγκίπων
και των ποικίλων «επιτελών»,
ευνοούμενων, κολάκων.
Ενοχλούνταν για τον επαγγελματικό παραμερισμό τους από τους «επιτελείς»
του Διαδόχου.
Ένιωθαν ιδιαίτερη ανησυχία τότε για την πορεία του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908)37.
Γνώριζαν από μέσα την ανάγκη
και το νόημα ανασυγκρότησης, αναστελέχωσης, αναδιοργάνωσης και εξοπλισμού του Στρατεύματος.
Αυτοί λοιπόν (ή πολλοί από αυτούς),
που ανησυχούσαν για τους παραπάνω λόγους, προχώρησαν την άνοιξη / καλοκαίρι του 1909 στη συγκρότηση Στρατιωτικού Συνδέσμου38 με στόχο να απαιτήσουν από την
Κυβέρνηση τη λήψη μέτρων για θεραπεία αυτών των δεινών και πρόληψη νέων. Ανάμεσα στα αιτήματά τους ήταν:
Ανασυγκρότηση του Στρατού.
Βελτίωση του οπλισμού του.
Απομάκρυνση του Διαδόχου και των Πριγκίπων από το
Στρατό.
Βελτίωση της θέσης των επαγγελματιών στρατιωτικών.
Ειδικότερα
κατά
τη
διάρκεια του 1909 ομάδες αξιωματικών – χαμηλών βαθμών
– κινούνταν και συνεδρίαζαν και συνομιλούσαν
(π.χ. στην οικία Χατζημιχάλη) για το πώς μπορούσαν να ενεργήσουν για να πείσουν
ή να υποχρεώσουν τις Κυβερνήσεις και το Βασιλιά να κινηθούν
δραστήρια για αναδιοργάνωση του Κράτους και ειδικότερα του Στρατού, καθώς
μάλιστα διαφαίνονταν νέφη πολέμου στον ορίζοντα της Βαλκανικής
(Μακεδονικό) και γενικότερα της Ευρώπης.
Σε κάποια
συνάντησή τους, 19 Ιουνίου του 1909, οι αξιωματικοί - μέλη
του Στρατιωτικού Συνδέσμου-
είχαν απρόβλεπτη
επίσκεψη από το
Φρούραρχο Αθηνών (αξιωματούχο Κυβερνητικό), με συνέπεια
να απολυθούν δώδεκα αξιωματικοί, τους οποίους εκείνος
αναγνώρισε. Το περιστατικό αυτό επέσπευσε τις εξελίξεις και ενοποίησε τις ομάδες. Οι ιθύνοντες
του Συνδέσμου, ίσως και οι ζωηρότεροι και πιο αποφασιστικοί, έχοντας υπόψη ότι ουσιαστικά συμφωνούσαν μαζί τους39 οι συνάδελφοί τους κατά πλειοψηφία συντριπτική, αποφάσισαν να κινηθούν
προς το στρατόπεδο στου Γουδή τη νύχτα της 14/15 Αυγούστου και από εκεί να
διαπραγματευτούν προς την Κυβέρνηση
και
το
Βασιλιά
ως
δύναμη στρατιωτική, στην πράξη ως στασιαστές40,
μολονότι το σχετικό Υπόμνημά
τους είχε συνταχτεί με ευπρέπεια και σεβασμό προς τους κορυφαίους του Πολιτεύματος. Ενώ όμως το κείμενό
τους αναφερόταν κυρίως στον τρόπο αναδιοργάνωσης του στρατεύματος, ως πέμπτο σημείο
διατύπωναν κι ένα αίτημα κοινωνικό, τη μείωση των φόρων, για χάρη «του Λαού»41.
Το Κίνημα ή η Στάση στου Γουδή ή η Επέμβαση
του Στρατού βρήκε
πλατιά απήχηση στο λαό και συμπαράσταση με συλλαλητήρια. Η Κυβέρνηση παραιτήθηκε, σχηματίστηκε νέα, πάλι από παλιούς
πολιτικούς, αλλά η Κυβέρνηση και η Βουλή «υποτάχτηκαν σταδιακά
στην κυριαρχία του Στρατού»42. Οι κινηματίες όμως (ή στασιαστές, ή επεμβασίες) δεν είχαν ολοκληρωμένη ιδεολογία και πρόγραμμα δράσης
πολιτικής. Αυτό που διαφαινόταν στις συζητήσεις / συνεδριάσεις τους ήταν ότι ζητούσαν νέα Βουλή Αναθεωρητική του Συντάγματος ή και Συντακτική (για νέο Σύνταγμα, ίσως και αλλαγή του Πολιτεύματος σε αβασίλευτη Δημοκρατία). Τέτοια ζητήματα οι ιθύνοντες του Συνδέσμου δεν μπορούσαν να τα χειριστούν. Χρειάζονταν πολιτικό σύμβουλο, έμπειρο και άφθαρτο. Στον ορίζοντα διαφαινόταν ένας, που είχε τολμήσει
ακόμη και να συγκρουστεί δημόσια με τον πρίγκιπα
Γεώργιο, ως αρμοστή
στην Κρήτη. Αυτός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Προς το τέλος του 1909 οι υπεύθυνοι
του Συνδέσμου (ο αρχηγός Ν.
Ζορμπάς, συνταγματάρχης, και οι συνεργάτες του) αναζήτησαν πολιτικό σύμβουλο και έκριναν ότι ο πιο κατάλληλος ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, που είχε τη φήμη ικανού
και τολμηρού πολιτικού, ο οποίος,
όπως αναφέραμε, είχε συγκρουστεί και με τον πρίγκιπα
Γεώργιο στην Κρήτη (1904-05).
Έτσι άρχισε ο Βενιζέλος την πολιτική σταδιοδρομία του στην Αθήνα. Η
πρώτη συμβουλή του στους κινηματίες
ή στασιαστές ήταν να μη θέσουν
ζήτημα καθεστωτικό κατά τη σύγκληση
της νέας (Αναθεωρητικής) Βουλής. Κατά πόσο αυτό ήταν η προσωπική
του πεποίθηση ή συμβουλή άλλων
παραγόντων, με τους οποίους
συμπορεύτηκε αργότερα σε δύσκολες περιστάσεις, δεν το γνωρίζω. Πάντως, αυτή η εισήγησή
του δημιούργησε γέφυρα εμπιστοσύνης ανάμεσα στο Βενιζέλο και το Βασιλιά.
Και το Σεπτέμβρη του 1910 πήρε (χωρίς να έχει ένδειξη
ή προσδοκία πλειοψηφίας) εντολή να σχηματίσει
Κυβέρνηση, που επρόκειτο να διεξαγάγει τις εκλογές
για νέα Βουλή Αναθεωρητική43.
Λεπτομέρειες για την προσέγγιση Βενιζέλου – Βασιλιά
– Διαδόχου το καλοκαίρι του 1910 και για την προώθηση του Βενιζέλου στην Πρωθυπουργία θα βρείτε στην ενότητα Θ΄ τούτου
του κεφαλαίου, σσ. 38 κ.π.
Η΄. Αναθεώρηση του Συντάγματος (1911)
Με την Αναθεώρηση του Συντάγματος (1911)
τροποποιήθηκαν ή συμπληρώθηκαν 54 από τα 110 άρθρα του. Οι πιο σημαντικές
τροποποιήσεις (που αξιολογούνται και αριθμούνται
ποικιλότροπα από διάφορους μελετητές) ήταν οι ακόλουθες:
Συγκρότηση Ειδικού
Δικαστηρίου για τον έλεγχο και την επικύρωση των Εκλογών (Εκλογοδικείο).
Καθιέρωση μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων.
Επανίδρυση του Συμβουλίου της Επικρατείας (το οποίο όμως τελικά λειτούργησε από το 1929!).
Διεύρυνση των περιπτώσεων αναγκαστικής απαλλοτρίωσης μεγάλων κτημάτων (κάτω από την πίεση της αγροτικής εξέγερσης
που εκδηλώθηκε στη Θεσσαλία,
άνοιξη του 1910).
Καθιέρωση υποχρεωτικής δημόσιας δωρεάν στοιχειώδους Εκπαίδευσης.
Θέσπιση επίσημης γλώσσας του Κράτους (εκείνης
του Συντάγματος και των Νόμων, δηλ. της καθαρεύουσας) και άλλα.
Οι μελετητές –οι πιο πολλοί από όσους έχω υπόψη μου- θεωρούν ότι η Αναθεώρηση
υπήρξε
άτολμη και ατελής44. Ως προς το γλωσσικό μπορούμε να πούμε και οπισθοδρομική, αν λάβουμε
υπόψη το πόσο η
ρήτρα εκείνη
για
τη
γλώσσα
ταλάνισε
τη
χώρα,
αφότου
μάλιστα
το
γλωσσικό πολιτικοποιήθηκε.
Ιδιαίτερα επισημαίνουν οι ειδικοί μελετητές ότι δεν καθορίστηκαν
με σαφήνεια τα όρια των αρμοδιοτήτων του βασιλιά ως προς την εξωτερική
πολιτική (κάτι που επρόκειτο να ταλανίσει την ελληνική κοινωνία
ύστερα από λίγα χρόνια και για δεκαετίες
αργότερα)45. Επισημαίνουν οι μελετητές
ότι η ισχυρή πολιτική
προσωπικότητα του Βενιζέλου λειτούργησε κατευναστικά ως προς τη δυναμική
του Κινήματος του 1909 και υποχωρητικά
έναντι των προνομίων του Στέμματος, κάτι που επρόκειτο
να το πληρώσει και ο ίδιος 5 χρόνια
αργότερα (περίοδος
Εθνικού Διχασμού, 1915-20).
Θ΄. Η πορεία του Βενιζέλου ως την ώρα της Πρωθυπουργίας του
για την Αναθεώρηση του Συντάγματος
και
την
ανασυγκρότηση του Κράτους σύμφωνα με τις απόψεις
- αρχές που εισηγήθηκε46
Από τις εκλογές της 8ης Αυγούστου 1910 (που ήταν αποτέλεσμα της απαίτησης του Στρατιωτικού Συνδέσμου για Αναθεωρητική Βουλή),
τα διάφορα παλαιά κόμματα έλαβαν
211 έδρες (από τις 362) της Αναθεωρητικής
Βουλής.47
Ο Βενιζέλος και οι φίλοι και ομοϊδεάτες του (σύνολο 122) είχαν εκλεγεί
ως «ανεξάρτητοι οπαδοί
της αλλαγής», χωρίς ακόμη να έχουν συγκροτήσει κόμμα. Ο ίδιος
ο Βενιζέλος εκλέχτηκε βουλευτής Αττικο-βοιωτίας, με 32.765 ψήφους από σύνολο 38.000,
ενώ απουσίαζε στο εξωτερικό και γύρισε 8 μέρες μετά τις εκλογές.
Κατά την απουσία
του ο Βασιλιάς είχε δηλώσει: «Με τον Βενιζέλον δεν υπάρχουν
κόμματα δια να διαιρούν την Ελλάδα. Ο τόπος αναγεννάται». Ενώ ο Διάδοχος
δήλωνε: «Με τον Βενιζέλον δεν έχομεν διαφοράς». Έτειναν χείρα
φιλίας; Πάντως,
έκαναν δηλώσεις πολιτικές!
Στις 22 Αυγούστου 1910 ο Βενιζέλος και οι φίλοι και ομοϊδεάτες του
συγκεντρώθηκαν στο ξενοδοχείο Ερμής και ίδρυσαν το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Στους κόλπους του εγγράφονταν και οι πιο σημαντικοί από τις Ομάδες των Ιαπώνων και των Κοινωνιολόγων,
που είχαν κάπως αναταράξει
τα στάσιμα νερά στην προηγούμενη Βουλή, π.χ. οι Εμμ. Ρέπουλης, Αλεξ.
Παπαναστασίου κ.ά. (Προς την άλλη όχθη, των παλαιο-κομματικών,
είχε συρθεί ο ικανότατος Δημ.
Γούναρης).
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1910 συνήλθε σε πρώτη συνεδρίαση
η νέα Βουλή. Η πρώτη αντιδικία ανάμεσα
στις τάξεις των κομμάτων
/ βουλευτών αφορούσε το χαρακτήρα της Βουλής: θα ήταν Συντακτική ή
Αναθεωρητική; Στην
πρώτη περίπτωση μπορούσε να αναθεωρήσει
και τη μορφή του πολιτεύματος, να καταργήσει το θεσμό της βασιλείας, που πολλοί τον αντιπαθούσαν. Στη δεύτερη
περίπτωση η Βουλή θα αναθεωρούσε
μόνο μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος, όπως και έπραξε τελικά.
(Το είδαμε παραπάνω, ενότητα Η΄).
Στις 5 Σεπτεμβρίου
1910 από τον εξώστη του ξενοδοχείου «Μέγα» ο Βενιζέλος εκφώνησε τον πρώτο δημόσιο λόγο του, με κύριο θέμα τούτο:
Επιχειρήματα υπέρ Αναθεωρητικού χαρακτήρα
της Βουλής, κάτι που
αποτελούσε καθησυχαστικό μήνυμα για το βασιλιά, αφού δεν κινδύνευε πια ο θρόνος του ούτε και οι ευρύτατες
αρμοδιότητές του σε πολλούς
τομείς εσωτερικής πολιτικής και στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
Το πλήθος από κάτω διέκοψε 2-3 φορές το ρήτορα ζητώντας
Συντακτική, ο
Βενιζέλος επέμενε: Αναθεωρητική. Το πλήθος σιώπησε. Ο Αρχηγός είχε επιβληθεί. Κατά τα άλλα ο Βενιζέλος αναφέρθηκε
σε διάφορα επείγοντα προβλήματα του δημόσιου βίου: αναδιοργάνωση του
Στρατού και του Στόλου, Αγροτικό, Διοίκηση, Εκπαίδευση.
Ήταν, άραγε, τα περί Αναθεωρητικής δημόσια δήλωση προς το βασιλιά (έμμεσο μήνυμα) να μην ανησυχεί; Ίσως 48.
Το βέβαιο όμως είναι ότι μόλις παραιτήθηκε (29 Σεπτεμβρίου) η Κυβέρνηση που είχε κάνει τις εκλογές
της 8ης Αυγούστου, ο βασιλιάς κάλεσε το Βενιζέλο
να σχηματίσει Κυβέρνηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Η πρώτη συνεδρίαση της νέας Βουλής πραγματοποιήθηκε στις 6 Οκτωβρίου. Ο Βενιζέλος δεν είχε πλειοψηφία, τα άλλα κόμματα δήλωσαν «ανοχή» προς την Κυβέρνησή του, προκειμένου αυτή να προχωρήσει στο έργο της και να προωθήσει το στόχο της Αναθεώρησης.
Ο Βενιζέλος προτίμησε να εισηγηθεί
στο βασιλιά νέες εκλογές για τις 28
Νοεμβρίου 1910, με την προσδοκία προφανώς ότι το νεοπαγές Κόμμα των Φιλελευθέρων
μπορούσε να αποκτήσει την αναγκαία πλειοψηφία.
Στο μεταξύ προωθούσε
νομοθετήματα, διακηρύξεις που κέρδιζαν τη λαϊκή επιδοκιμασία (π.χ.
προώθησε την πρώτη φιλεργατική νομοθεσία, με εισήγηση του Αλ. Παπαναστασίου). Η εκλογική νίκη ήταν άνετη για το
Κόμμα των Φιλελευθέρων (με 307 έδρες από το σύνολο των 362 της Β΄ Αναθεωρητικής
Βουλής)49 και ο Βενιζέλος
σχημάτισε την πρώτη αυτοδύναμη Κυβέρνησή του.
Πρώτη ενέργειά
του ήταν η συγκρότηση
Επιτροπής που επρόκειτο να εισηγηθεί την Αναθεώρηση. Μερικά από τα 30 μέλη της ήταν οι: Χ. Βοζίκης, Α. Μιχαλακόπουλος, Παν. Αραβαντινός, Στεφ. Δραγούμης,
Αλ. Διομήδης, Ι. Τσιριμώκος, Κων. Ρακτιβάν, Κων. Ζαβιτσάνος. Η Επιτροπή παρουσίασε
την εισήγησή της στις 26 Ιανουαρίου 1911.
Η
συζήτηση άρχισε στις 14 Φεβρουαρίου και ολοκληρώθηκε το Μάη του 1911 (για το περιεχόμενο της Αναθεώρησης γράψαμε πιο μπροστά στην
ενότητα Η΄).
Ο Βενιζέλος ήταν παρών στις 41 από τις 42 συνεδριάσεις της Αναθεωρητικής Βουλής
και έλαβε μέρος
ενεργό και ανέλυσε
θέματα ακανθώδη,
όπως το Εκλογοδικείο, η
Ελευθερία του Τύπου κ.ά.
Αφού έκλεισε
το θέμα της Αναθεώρησης και προώθησε κάπως θέματα
επείγοντα ως προς το Αγροτικό
Κίνημα, το Εργατικό
Κίνημα, την οργάνωση του Κράτους και ειδικά του Στρατού,
ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για τακτική Νομοθετική Βουλή (στις 11-3-1912). Οι εκλογές έγιναν μέσα σε συνθήκες πολιτικού
φανατισμού. Πάντως, το Κόμμα των
Φιλελευθέρων απέσπασε μαζί με τους
Κοινωνιολόγους (ομάδα του Αλεξ. Παπαναστασίου, που συμπορευόταν με το Βενιζέλο την ώρα εκείνη) 151 έδρες του Κοινοβουλίου (από σύνολο 181 εδρών)50.
Και
ενώ συντελούνταν αυτά στην
εσωτερική πολιτική, νέφη πολέμου
εμφανίζονταν στο βαλκανικό και ευρωπαϊκό
ορίζοντα. Ο Βενιζέλος έκρινε ότι έπρεπε να ασχοληθεί
πιο εντατικά με τη στρατιωτική και διπλωματική προετοιμασία της χώρας. Σε αυτά τα πλαίσια δράσης του παραθέτουμε δυο λεπτομέρειες: Ο Βενιζέλος
επανέφερε στο Στρατό το Διάδοχο
Κωνσταντίνο και τους πρώην «επιτελικούς» του, όχι όμως ως ομάδα των εκλεκτών
και ευνοουμένων του Διαδόχου, αλλά ως πειθαρχικούς στρατιωτικούς στα έργα της ειδικότητάς
τους. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Ιω. Μεταξάς, που χρησιμοποιήθηκε και για τις διπλωματικές επαφές με γείτονες Βαλκάνιους. Παράλληλα
προωθούσε τα σχέδια συμπλήρωσης και ανανέωσης εξοπλισμού και οργάνωσης του Στρατού ξηράς και του Ναυτικού.
Ι΄. Προσπάθειες για αναδιοργάνωση του Κράτους και ειδικά του Στρατού. Βήματα διπλωματικά προς Σερβία –Βουλγαρία
Η χρονική περίοδος στην οποία αναφερόμαστε εκτείνεται από την 8η Αυγούστου 1910 ( ημέρα εκλογής της Α΄ Αναθεωρητικής Βουλής, η οποία
ανανεώθηκε
ουσιαστικά με νέες εκλογές ως Β΄ Αναθεωρητική
Βουλή, στις 28 Νοέμβρη 1910) ως τις παραμονές
του Α΄ Βαλκανοτουρκικού Πολέμου
(Οκτώβριο 1912), που ήταν ορατός από καιρό και επηρέαζε ως προσδοκία
την εσωτερική πολιτική
της χώρας. Κατά την περίοδο
αυτή δέσποζε, όπως είδαμε παραπάνω, στην πολιτική σκηνή
ο Ελ.
Βενιζέλος:
Πρώτα ως πολιτικός
σύμβουλος
του Στρατιωτικού Συνδέσμου,
που οδήγησε σε εκλογές για την Α΄ Αναθεωρητική Βουλή (8 Αυγούστου 1910). Έπειτα (από 8 Αυγούστου
1910) ως πρώτος βουλευτής Αττικο-βοιωτίας,
ο οποίος λίγες μέρες αργότερα (22 Αυγούστου 1910) ίδρυσε
το Κόμμα των Φιλελευθέρων και φρόντισε με δημόσιες
ομιλίες να κερδίσει την εμπιστοσύνη του βασιλιά Γεώργιου
Α΄, μολονότι αρχικά είχε εμφανιστεί ή θεωρηθεί αντιδυναστικός από τη δράση του στην Κρήτη.
Ύστερα (από αρχές Οκτωβρίου
1910) ως εντολοδόχος πρωθυπουργός, ο οποίος εισηγήθηκε νέες εκλογές (για τη Β΄ Αναθεωρητική Βουλή, στις 28 Νοεμβρίου 1910) και κέρδισε υπεραπόλυτη πλειοψηφία γι’αυτή την Αναθεωρητική Βουλή (307 έδρες από σύνολο 362 !).
Τέλος, ως
απόλυτος
κύριος
στην
πολιτική
σκηνή
της
χώρας,
ο
οποίος κατηύθυνε το έργο της Αναθεώρησης του Συντάγματος (από Ιανουάριο
ως Μάιο του 1911).
Και κυβερνούσε τη χώρα με κύριους στόχους δύο: την αναδιοργάνωση του Κράτους,
ειδικά του Στρατού, και τη διπλωματική προετοιμασία της χώρας για τον
πόλεμο, που φαινόταν στον ορίζοντα.
Με την παρουσία του Βενιζέλου
στο κυβερνητικό πηδάλιο της χώρας
εδραιώθηκε και η επικράτηση
της αστικής τάξης στην Ελλάδα,
όπως διαπιστώνουν οι μελετητές της ιστορίας
της εποχής εκείνης51.
Πολύ πριν αναλάβει εξουσία πολιτική
στην Ελλάδα ο Βενιζέλος είχε εκφράσει τη γνώμη ότι μόνο ως σύμμαχοι οι Βαλκάνιοι
θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τους Οθωμανούς52. Η ανάγκη
τέτοιας σύμπραξης φάνηκε στον ορίζοντα
επιτακτική ύστερα από το Κίνημα των Νεοτούρκων (1908). Άρχισαν
από τότε διερευνητικές συζητήσεις, μολονότι είχε
προηγηθεί η ένταση των ελληνοβουλγαρικών σχέσεων
κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908). Η πρώτη επαφή με τους Βουλγάρους αποκάλυπτε ότι επιθυμούσαν τη σύμπραξη με την Ελλάδα, για να επιτηρεί ο ελληνικός στόλος το Αιγαίο σε περίπτωση πολέμου κατά των
Τούρκων, αλλά διεκδικούσαν για λογαριασμό τους Θράκη και Μακεδονία (θυμούνταν τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, 1878, που τους έφερνε ως τη Θεσσαλονίκη). Είναι χαρακτηριστική μια στιχομυθία στο ελληνικό
Υπουργείο των Εξωτερικών (τον Ιούλιο
του 1909): Ο πρεσβευτής της Βουλγαρίας στην Αθήνα ρωτούσε
τον Έλληνα Υπουργό
των Εξωτερικών Γ. Χριστάκη- Ζωγράφο αν η Ελλάδα ήθελε να συνεργαστεί με τη Βουλγαρία για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ο υπουργός τον ρώτησε: «Ποια ανταλλάγματα θα λάβει
η Ελλάς»; Ο Βούλγαρος διπλωμάτης
απάντησε:
«Την διπλωματικήν μας υποστήριξιν, δια να σας δοθεί η γραμμή της
Βερολινείου Συνθήκης» (δηλ. η Ελασσόνα
και τμήμα της Ηπείρου, όπως είχε αποφασιστεί
στο Βερολίνο, το 1878)53.
Η συνομιλία
αυτή και άλλη παραπλήσια
του Έλληνα πρεσβευτή
στη Σόφια αποκάλυπταν τις προθέσεις της Βουλγαρίας: Ναι, για συμμαχία
με την Ελλάδα, αλλά η διανομή
των εδαφών να γίνει με κριτήρια βουλγαρικά. Άλλωστε, η Βουλγαρία
έκανε
λόγο
για ετοιμοπόλεμη δύναμη 300.000 ανδρών, ενώ ο Βενιζέλος
στις πιο αισιόδοξες συνομιλίες του έκανε λόγο για 120.00054.
Και σε κάθε ενέργεια και συνομιλία του εκείνη την περίοδο ο Βενιζέλος
δικαιολογούσε τη στάση του (βήματα
προς μία Βαλκανική Συμμαχία χωρίς συνοδευτική συμφωνία διανομής) λέγοντας: αυτή η πτυχή (η διανομή) θα αποκαλυφθεί στην πράξη, δηλ. καθένας θα καταλάβει όποια εδάφη μπορεί με τη στρατιωτική
του δύναμη / δράση. Και περιέγραφε ένα σχέδιο
που θα έφερνε τους Έλληνες
πρώτους ως τη Θεσσαλονίκη – Σέρρες – Χαλκιδική, τους Βουλγάρους από το Νέστο ως την Έβρο και την
Αδριανούπολη, τους Σέρβους ως τα
Σκόπια.
Και έσπευδε παράλληλα προς την κατεύθυνση οργάνωσης – προετοιμασίας
στρατού. Συγκεκριμένα, αγωνιζόταν για:
Εκγύμναση στρατού και ναυτικού
με πρόσκληση δυο ειδικών στρατιωτικών αποστολών από Γαλλία και Αγγλία, αντίστοιχα, παρά το ότι ο βασιλιάς
προσπάθησε να τον αποτρέψει από την πρόσκληση Αγγλογάλλων, για να μη δυσαρεστήσει το γερμανολάτρη γιο του, το διάδοχο
Κωνσταντίνο, που ήθελε Γερμανική στρατιωτική αποστολή. (Οι Άγγλοι – Γάλλοι στρατιωτικοί έφτασαν στην Ελλάδα τον Ιανουάριο
του 1911 και ανέλαβαν έργο).
Ενίσχυση του Στρατού ξηράς με νέα όπλα, με νέο τύπο τουφεκιών, με πυροβόλα και του Στόλου με νέες μονάδες. Τότε αγοράστηκε το θωρηκτό «Αβέρωφ». Και οι δυο αυτές ενέργειες είχαν δρομολογηθεί
και πριν από την Πρωθυπουργία του Βενιζέλου, υπό την πίεση
του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», ο οποίος και είχε απομακρύνει από την
ηγεσία του Στρατού το Διάδοχο,
τους πρίγκιπες και τους ευνοούμενος «επιτελικούς» (Μεταξά,
Εξαδάκτυλο κ.λπ.).
Η πιο ακανθώδης κίνηση
του Βενιζέλου προς την κατεύθυνση
της Οργάνωσης του Στρατού ήταν η τοποθέτηση Αρχηγού. Ο βασιλιάς φαίνεται ότι θύμιζε τακτικά στον Πρωθυπουργό το γεγονός ότι τόσοι αξιωματικοί με λαμπρές σπουδές
στο Βερολίνο (!) έμεναν αναξιοποίητοι (Κωνσταντίνος και λοιποί). Ο Βενιζέλος
έλεγε ότι είναι πρόωρη τέτοια κίνηση (νωπές οι αναμνήσεις για τους νικημένους ανίκανους του ’97, που δεν είχαν και καμία σχέση με το πεδίο μάχης παρά μόνο
με επιτελικά γραφεία και ασκούνταν
κυρίως σε υποκλίσεις).
Αλλά, μόλις έκλεισε
το θέμα της Αναθεώρησης (Μάη του 1911), ο Βενιζέλος ενδιαφέρθηκε άμεσα για τη ρύθμιση
αυτού του υπαρκτού προβλήματος. Τον Ιούνιο
του 1911 εισηγήθηκε στη Βουλή ειδικό νόμο για τη δημιουργία θέσης Γενικού Επιθεωρητή του Στρατού, για την οποία πρότεινε
τον Διάδοχο. Και φυσικά συνάντησε θύελλα αντιδράσεων από τους δικούς του, κυρίως από τους παλιούς «Συνδεσμικούς».
Αλλά δεν υποχώρησε55.
Εύλογα γεννιούνται τα ακόλουθα ερωτήματα :
Ήταν υποχώρηση του Βενιζέλου στις υπομνήσεις του Γεωργίου;
Ήταν εκτίμηση του Βενιζέλου
για τα «προσόντα» του Κωνσταντίνου, έστω, σε ώρα που δεν είχε κάποιο αδιαφιλονίκητο υποψήφιο Αρχηγό για το Στρατό Ξηράς;
Ήταν αποτέλεσμα κάποιας πεποίθησης ότι ο λαός θέλει
βασιλιά στρατιώτη; (Αυτή την εκδοχή είπε
ο Βενιζέλος στη Βουλή). Νομίζω ότι η απόφαση του Βενιζέλου για «αποκατάσταση» του Κωνσταντίνου και των παραμερισμένων «επιτελικών» του είχε αξία διπλωματική και οι σκέψεις του διαφαίνονται μέσα στις παράλληλες ενέργειές του. Συγκεκριμένα:
Είχε εμπιστευθεί την οργάνωση
του Στρατού και του Στόλου
στις
δυο Στρατιωτικές Αποστολές (Άγγλων – Γάλλων).
Ήταν και διπλωματικά ήσυχος, κατά τις εκτιμήσεις και επιλογές του.
Δίνοντας μια θέση Γενικού Επιθεωρητή για
αποκατάσταση
του
Κωνσταντίνου ησύχαζε από αυτόν, εξασφάλιζε συναίνεση
του πατέρα του (του βασιλιά) για τα ποικίλα Βασιλικά Διατάγματα, που χρειαζόταν ο Βενιζέλος
ως Πρωθυπουργός να έχει τη βασιλική υπογραφή
χωρίς καμιά καθυστέρηση, απνευστί.
Επαναφέροντας τους «επιτελικούς» (Μεταξά,
Δούσμανη κ.λπ.) σε θέσεις αντίστοιχες προς το βαθμό και την ειδικότητά τους είχε κέρδος για το Στρατό. Αυτοί δεν αμφισβητούνταν ως σπουδασμένοι, αλλά ως ευνοούμενοι.
Παίρνοντας ο Βενιζέλος ειδικά το Μεταξά κοντά του ως στρατιωτικό
σύμβουλο / υπασπιστή (αφού πραγματικά είχε και πολύ καλές σπουδές αναγνωρισμένες ο Μεταξάς) εξασφάλιζε βέβαια προσωπικόν διαγγελέα, όχι, νομίζω, για να μαθαίνει τι συζητούσαν οι ανακτορικοί,
αλλά για να διοχετεύει έντεχνα τους δικούς του λογισμούς – διαμέσου ευφυούς
ανθρώπου – με την προσδοκία ότι ίσως να επηρέαζε
έμμεσα τους προσανατολισμούς τού ως τότε γερμανόπληκτου Διαδόχου.
Σε τελευταία ανάλυση ο Βενιζέλος
κρατούσε
προσωπικά
το
Υπουργείο
Στρατιωτικών και γνώριζε,
αν χρειαζόταν, την κρίσιμη
ώρα να μιλήσει
ως προϊστάμενος στο Διάδοχο ως υφιστάμενό του.
Έτσι κι έγινε. Ουσιαστικά την Αρχιστρατηγία από Ελασσόνα προς Κοζάνη – Γιαννιτσά – Θεσσαλονίκη, όταν άρχισε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος, δεν την είχε ο στρατηγικά
μυωπικός56 Κωνσταντίνος, αλλά την
ασκούσε δυναμικά ο διπλωματικά ενήμερος και πολιτικά
ιδιοφυής Βενιζέλος.
ΙΑ΄. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13)
α΄ Ο Α΄ Βαλκανικός (Βαλκανοτουρκικός) Πόλεμος
Την άνοιξη
του 1912 ( από αρχές Φεβρουαρίου ως τον Απρίλη)
η Βουλγαρία και η Σερβία υπέγραψαν
Συνθήκες αμοιβαίας βοήθειας,
φιλίας και συνεργασίας
για περίπτωση πολέμου κατά της Τουρκίας, προχώρησαν και σε διανομή
των βαλκανικών εδαφών της, χωρίς να ενημερώσουν ούτε την Ελλάδα
ούτε το Μαυροβούνιο. Με ελληνική πρωτοβουλία η Βουλγαρία δέχτηκε
(το Μάιο του 1912) Συνθήκη αμοιβαίας βοήθειας με την Ελλάδα, χωρίς λέξη όμως περί της διανομής εδαφών.
Μέσα του Σεπτέμβρη του 1912 η Τουρκία κήρυξε γενική
επιστράτευση και ακολούθησαν Βουλγαρία – Σερβία – Μαυροβούνιο. Στην Ελλάδα το
σχετικό διάταγμα δημοσιεύτηκε στις 17 Σεπτέμβρη
και πέντε μέρες αργότερα ο πρεσβευτής της Ελλάδας Δημ. Πανάς και ο λοχαγός Ι. Μεταξάς (ως στρατιωτικός ακόλουθος)
υπέγραψαν
στη
Σόφια
με
τον
Πρωθυπουργό Γκέσωφ και τον Επιτελάρχη
του
βουλγαρικού
Στρατηγείου στρατιωτική σύμβαση, της οποίας το 6ο άρθρο όριζε ότι «αν η Ελλάδα έκανε
δεκτούς τους βουλευτές
Κρήτης και για το λόγο αυτό δεχόταν επίθεση από την Τουρκία, τότε η Βουλγαρία θα βοηθούσε την Ελλάδα
με όλες τις δυνάμεις της»57. (Για διανομή εδαφών στη Μακεδονία, ούτε μνεία).
Με αυτά τα διπλωματικά δεδομένα οι τέσσερις
βαλκανικές χώρες, Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα, Μαυροβούνιο, επέδωσαν τελεσίγραφο στην Τουρκική
Κυβέρνηση (30 Σεπτεμβρίου 1912)
ζητώντας ευρύτατες
μεταρρυθμίσεις (κυριότατα
για σεβασμό των βαλκανικών πληθυσμών)
στις βαλκανικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η απάντηση
ήταν κήρυξη πολέμου μέσα στις επόμενες μέρες.
Ο Βενιζέλος
μιλώντας στη Βουλή την 1-10-1912
είπε: «Τα 4 χριστιανικά κράτη της Ιλλυρικής
(Βαλκανικής) ηνώθησαν, δια να αποσπάσουν εκ του τουρκικού ζυγού τους τυραννουμένους ομοεθνείς των. Η Κρήτη αποτελεί από της στιγμής
αυτής αναπόσπαστον και αδιαίρετον τμήμα του Ελληνικού Βασιλείου». (Και ευθύς έγιναν δεκτοί στην Ελληνική
Βουλή οι βουλευτές της Κρήτης).
Από τις λεπτομέρειες των στρατιωτικών επιχειρήσεων αναγκαία είναι στην αφήγηση
τούτη τα παρακάτω:58
Η κύρια στρατιωτική δύναμη της χώρας (περίπου 85.000
άνδρες) υπό την αρχηγία του Διαδόχου Κωνσταντίνου κινήθηκε
από Θεσσαλία (Ελασσόνα –
Σαραντάπορο) προς Μακεδονία (Σέρβια
–Κοζάνη).
Από εκεί και πέρα εκδηλώθηκε
διάσταση απόψεων ανάμεσα στο
Στρατηγείο του Κωνσταντίνου, που σχεδίαζε
κίνηση προς τη Φλώρινα - Μοναστήρι για εκκαθάριση του εδάφους από τουρκικές φρουρές,
και τον Υπουργό Στρατιωτικών Ελ. Βενιζέλο, που με κριτήρια διπλωματικά (πληροφορίες από τον πρεσβευτή στη Σόφια Δημ.Πανά) επέβαλε
ταχεία κίνηση προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία παρέλαβε
η ελληνική στρατιωτική
ηγεσία ύστερα από βιαστική συμφωνία με τον Τούρκο
διοικητή στις 26 Οκτωβρίου
1912. Την επόμενη μέρα έφτανε ασθμαίνοντας η προφυλακή των
Βουλγάρων…δεύτερη.
Στο μέτωπο της
Ηπείρου η ελληνική Κυβέρνηση
έστειλε μέσω Άρτας - Πρέβεζας μικρή στρατιωτική δύναμη υπό τον στρατηγό Σαπουντζάκη,
περισσότερο για επιτήρηση - δέσμευση της τουρκικής Φρουράς Ιωαννίνων παρά για επίθεση εναντίον της.
Παράλληλα ο ελληνικός στόλος πέτυχε
από την αρχή του πολέμου
πρωτοβουλία κινήσεων στο Αιγαίο και ελευθέρωσε τα νησιά του βορείου
και ανατολικού Αιγαίου.
Από τους Βαλκάνιους γείτονες :
Οι Μαυροβούνιοι κινήθηκαν
προς την περιοχή Κοσσυφοπεδίου.
Οι Σέρβοι προς Σκόπια – Μοναστήρι.
Οι Βούλγαροι προς Θράκη, Ανατολική
Μακεδονία και έφτασαν βιαστικοί αλλά δεύτεροι στη Θεσσαλονίκη (27 – 10- 1912). Τους επόμενους
μήνες οι Βαλκάνιοι
εδραίωσαν τη θέση τους ως ελευθερωτές των Βαλκάνιων αδερφών,
αλλά με πολύ αόριστα και αμφισβητούμενα
μεταξύ τους τα όρια των διεκδικήσεών τους. Οι Τούρκοι
ζήτησαν ανακωχή για διαπραγματεύσεις.
β΄. Ο διπλωματικός Πόλεμος
Συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί Διάσκεψη Ειρήνης στο Λονδίνο. Η πρώτη συνεδρίαση των εκπροσώπων των εμπολέμων πραγματοποιήθηκε στο ανάκτορο του Αγίου Ιακώβου,
στις 3/16 Δεκεμβρίου του 1912.
Οι διαπραγματεύσεις προχωρούσαν με αργό ρυθμό. Πάντως, οι Βαλκάνιοι ομόφωνα απαιτούσαν η Οθωμανική Κυβέρνηση να παραιτηθεί από όλα τα βαλκανικά
εδάφη εκτεινόμενα δυτικά της γραμμής Αίνου–
Μηδείας (με προοπτική τη δημιουργία και Αλβανικού Κράτους). 59
Προς το τέλος Ιανουαρίου 1913 επήλθε κυβερνητική ανατροπή στην Τουρκία
και ξανάρχισαν οι εχθροπραξίες. Στο διάστημα που ακολούθησε οι Βαλκάνιοι ολοκλήρωσαν τις επιχειρήσεις
τους. Οι Έλληνες προχώρησαν στην Ήπειρο
(21 Φεβρουαρίου κατάληψη
των Ιωαννίνων) και στο ανατολικό Αιγαίο (3 του Μάρτη αποβιβάστηκαν στη Σάμο)60.
Παράλληλα προς τη Διάσκεψη των Εμπολέμων
λειτουργούσε και Πρεσβευτική Διάσκεψη, υπό την προεδρία
το βρετανού Υπουργού
Εξωτερικών, όπου μετείχαν οι υπηρετούντες στο Λονδίνο Πρεσβευτές
των Μεγάλων
Δυνάμεων της εποχής: Αγγλίας,
Αυστροουγγαρίας, Γαλλίας,
Γερμανίας, Ιταλίας, Ρωσίας.
Αυτονόητο το κύριο
ενδιαφέρον καιέργο τους: να ελέγχουν αυτοί τις εξελίξεις που συντελούνταν και ενδεχόμενα να παρέμβουν στην πορεία των διαπραγματεύσεων. Αυτοί λ.χ. επέβαλαν στο βασιλιά του Μαυροβουνίου Νικόλαο να αποσύρει τις δυνάμεις του από το Σκούταρι, γιατί
αυτή η περιοχή προοριζόταν για το κράτος
της Αλβανίας. Επίσης, κρατούσαν
σε εκκρεμότητα την τύχη των νησιών του Αιγαίου, μολονότι
είχαν ελευθερωθεί από τον ελληνικό στόλο, ο οποίος υπό την αρχηγία
του Λάζαρου Κουντουριώτη είχε κερδίσει αρχές του Μάρτη του 1913 και τη ναυμαχία της Λήμνου61.
Μέσα σε αυτές τις περιστάσεις και αντικρουόμενες επιδιώξεις υπογράφτηκε (στις 17/30
Μάη 1913) η Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου62 με πολλές εκκρεμότητες, που περιέκλειαν ίσως και τα σπέρματα νέου πολέμου μεταξύ των σύμμαχων χωρών.
Οι
όροι της:
Ο Σουλτάνος παραιτούνταν από όλα τα εδάφη δυτικά της γραμμής Αίνου – Μηδείας (δηλ. κρατούσε από τις Βαλκανικές κτήσεις μόνο το τρίγωνο εδάφους όπου η
Κωνσταντινούπολη).
Παραιτούνταν από όλα τα νησιά του Αιγαίου πλην Ίμβρου – Τενέδου
(που είναι στην έξοδο των Δαρδανελίων). Αλλά η τύχη όλων αυτών των
νησιών του Αιγαίου έμενε σε εκκρεμότητα (άρθρο.5), εκτός της Κρήτης
(άρθρο 4).
Τα εδάφη από το Σκούταρι στο βορρά ως τη Β.
Ήπειρο προορίζονταν για το Αλβανικό
Κράτος, με απροσδιόριστα ακόμη τα σύνορά του, που θα τα όριζαν αργότερα οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις.
Έμενε σε εκκρεμότητα η διανομή
των μακεδονικών εδαφών
που είχαν ελευθερωθεί από τους Βαλκάνιους συμμάχους. Έτσι
τερματιζόταν ο –κατά τους Άγγλους
- β΄ Βαλκανικός Πόλεμος (ο διπλωματικός) αφήνοντας άλυτο το κύριο πρόβλημα,
της διανομής, που θα φέρει τον επόμενο πόλεμο
των όπλων: Βουλγαρίας εναντίον όλων των γύρω
της.
γ΄. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος: η Βουλγαρία εναντίον όλων
1. Οι υπερβολικές απαιτήσεις των Βουλγάρων και η υπερεκτίμηση της
δικής τους στρατιωτικής συμβολής στον
κοινό
αγώνα
κατά
των
Τούρκων οδήγησε τους Έλληνες και τους Σέρβους σε προληπτική
συμφωνία ότι: δε θα συμμαχήσουν χωριστά με τους Βουλγάρους και
ότι μαζί θα αντιμετωπίσουν την οποιαδήποτε εξέλιξη. Τη νύχτα της 29ης προς 30ή Ιουνίου του 1913 οι Βούλγαροι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά εναντίον των πρώην συμμάχων
τους. Έτσι άρχισε ο Β΄ Βαλκανικός
Πόλεμος με υπαιτιότητα
των Βουλγάρων, οι οποίοι
δέχτηκαν επιπλέον επίθεση από τους Τούρκους,
που ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη, και από τους Ρουμάνους, που προέλασαν στη Δοβρουτσά και κινούνταν προς τη Σόφια.
Την 31η Ιουλίου οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να ζητήσουν ανακωχή.
Οι πληρεξούσιοι των εμπολέμων συναντήθηκαν αυτή τη φορά στο Βουκουρέστι, όπου υπογράφτηκε η ομώνυμη
Συνθήκη του
Βουκουρεστίου (10 Αυγούστου 1913). Σύμφωνα με αυτήν: Περιορίζονταν πολύ οι απαιτήσεις των Βουλγάρων
σε όλα τα μέτωπα. Διατήρησαν, πάντως, στην Ανατολική Μακεδονία – Θράκη
μια ζώνη εδάφους
που εκτείνεται από τα ανατολικά της Καβάλας (ποταμό Νέστο) ως τον ποταμό Έβρο.
2. Οι Τούρκοι ανακατέλαβαν την Αδριανούπολη και γενικότερα την περιοχή της Ανατολικής Θράκης .
3. Οι Ρουμάνοι εδραιώθηκαν
στην περιοχή Δοβρουτσάς.
4. Οι Σέρβοι βελτίωσαν τις θέσεις τους στην άνω Μακεδονία
(περιοχή Σκοπίων) και στην περιοχή
Κοσσυφοπεδίου.
5. Η Ελλάδα διατηρούσε
τα εδάφη που είχε απελευθερώσει στην Ήπειρο, Μακεδονία (από
Φλώρινα – Καστοριά ως την Καβάλα). Ακαθόριστα
παρέμεναν ακόμη τα σύνορα Μαυροβουνίου – Σερβίας – Ελλάδας προς το νεοσύστατο τότε Αλβανικό Κράτος (για το οποίο η επόμενη
παράγραφος).
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
1. Ιω. Γ. Καταπόδη, Τέσσερις Αιώνες διπλωματικής δραστηριότητας, (1996), σσ. 555-573.
2. Ζωρζ Καστελλάν, Ιστορία των Βαλκανίων,
μετ. Βασιλικής Αλιφέρη, εκδ. «Γκοβόστη».
δ΄. Πρεσβευτική Διάσκεψη
Παράλληλα προς αυτές τις εξελίξεις συνέχιζε
τις εργασίες της η Πρεσβευτική Διάσκεψη στο Λονδίνο,
στην οποία μετείχαν, όπως προσημειώσαμε, οι Πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων
της εποχής (Αγγλίας,
Γαλλίας, Ρωσίας, Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας, Ιταλίας)
υπό την προεδρία του
Υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας.
Αυτονόητο είναι ότι παρακολουθούσαν τη Διάσκεψη με κύριο σκοπό
τον έλεγχο των εξελίξεων για την προστασία
των συμφερόντων τους.
Ένα καινούργιο ζήτημα ήταν η πορεία των εξελίξεων στα αλβανικά
εδάφη, όπου:
Ανεξάρτητο Κράτος ακόμη δεν υπήρχε.
Συνεχιζόταν η Οθωμανική εξουσία.
Δεν υπήρχε
συμμετοχή στον ενιαίο πόλεμο κατά του
Οθωμανικού
Κράτους.
Είχε εκδηλωθεί
κίνημα ανεξαρτησίας63.
Δεν υπήρχαν όρια αλβανικών
διεκδικήσεων, αλλά έφταναν ως τα αλβανικά εδάφη οι στρατοί των εμπολέμων (Μαυροβούνιοι από βορρά, Σέρβοι από βορειοανατολικά, περιοχή Σκοπίων,
Έλληνες από το νότο,
από την Ήπειρο). Η κατάσταση ήταν ρευστή, γιατί στο εσωτερικό
της χώρας δεν υπήρχε ούτε κεντρική
εξουσία Οθωμανική
ούτε επαναστατική Κυβέρνηση
αναγνωρισμένη από όλους, ενώ υπήρχαν
περιοχές με μικτούς
πληθυσμούς, π.χ. αλβανοφώνων και ελληνοφώνων στη νότια Αλβανία, που για
τους Έλληνες ήταν Βόρεια Ήπειρος.
Επιπλέον, συναντιούνταν εκεί τα ενδιαφέροντα κάποιων Δυνάμεων:
οι Αυστριακοί δεν ήθελαν να επεκταθεί προς την Αλβανία
η Σερβία, οι
Ιταλοί ήθελαν εκεί ένα Αλβανικό
Κράτος υπό την επιρροή και την προστασία τους, για να
έχουν
αφετηρία
γενικότερων
παρεμβάσεων στη Βαλκανική.
Μέσα στο πλέγμα όλων αυτών των εξελίξεων και βλέψεων διαμορφώθηκαν οι διεκδικήσεις των διπλωματών στην Πρεσβευτική Διάσκεψη του Λονδίνου. Την άνοιξη του 1913 άρχισε
και εκεί συζήτηση για πιθανή
αναγνώριση αυτόνομου Αλβανικού
Κράτους, ανεξάρτητου πια από την
Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και ανατέθηκε σε μια μικτή Επιτροπή
(αποτελούμενη από έναν Αλβανό και 6 αντιπροσώπους των Δυνάμεων που μετείχαν στην Πρεσβευτική Διάσκεψη) η εκπόνηση σχεδίου για:
Συγκρότηση Κεντρικής Εξουσίας
του νεοσύστατου Κράτους και
Προσδιορισμό των συνόρων του.
Η Επιτροπή
κατέληξε στις αποφάσεις της με το Πρωτόκολλο της
Φλωρεντίας (17 Σεπτέμβρη 1913). Αλλά σε λίγο εκδηλώθηκε αυτονομιστικό κίνημα της ελληνικής
μειονότητας στο νότιο τμήμα της χώρας
(Χιμάρα – Αργυρόκαστρο - Άγιους Σαράντα - Δέλβινο) και σχηματίστηκε Προσωρινή Κυβέρνηση με προσωρινό Πρόεδρο το Γεώργιο Χρηστάκη - Ζωγράφο. Όταν όμως υπογράφηκε
το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας (17 του Μάη του 1914) τερματίστηκε η επιχείρηση αυτή, αφού αναγνωρίστηκαν τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, η οποία παρέμενε μέσα στα όρια του Αλβανικού Κράτους
(στη νότια Αλβανία κατά τους
Αλβανούς, Βόρεια Ήπειρο κατά τους
Έλληνες).
Σχετικά με το όλο ζήτημα
καθορισμού των συνόρων αλβανικό
βιβλίο Ιστορίας
της
Αλβανίας64 περιλαμβάνει και την ακόλουθη διατύπωση, την οποία αντιγράφω, για να κρίνει ο αναγνώστης: «Στο Νότο η περιοχή της Τσαμουριάς65 πέρασε στην Ελλάδα, ενώ μια μικρή ελληνική
μειοψηφία συμπεριλήφθηκε στα σύνορα του αλβανικού κράτους».
Πάντως το ανεξάρτητο Αλβανικό Κράτος
που
δημιουργήθηκε
το
1914 είχε έκταση 28.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, όπου κατοικούσαν
περί τις 800.000 Αλβανοί πλέον υπήκοοι.
Σημειώσεις:
26 Γ. Φιλάρετου, Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι, Αθήνα, 1905.
27 Αυτή ήταν τότε η κριτική για την αγγλική πολιτική, ότι:
Παραχώρησε στην Ελλάδα τα Επτάνησα, όπου δεν μπορούσε η Αγγλία να μείνει λόγω του κινήματος των Ριζοσπαστών και γιατί δεν τα χρειαζόταν
πια στην πολιτική της.
Αλλά είχε φροντίσει να προωθήσει στον ελληνικό θρόνο τον άνθρωπό της, το Γεώργιο Α΄ (1863-1913), για να ασκεί τη δική της πολιτική. Έτσι, ουσιαστικά μετακίνησε το «Λόρδο – Αρμοστή» από την Κέρκυρα (πρωτεύουσα των Ιονίων Νήσων, ως το 1864)
στην Αθήνα.
28 Το 1864 η Αγγλία
υποχρεώθηκε να αποχωρήσει από τα Επτάνησα. Παράλληλα πέτυχε να προωθήσει
ως βασιλιά στην Αθήνα τον ευνοούμενό της.
29 Λεπτομέρειες στα: Τάσου Βουρνά, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. Α΄, σσ. 424-26, Σπ. Λουκάτου, Ρόκκος Χοϊδάς, σσ. 115-172, Φ. Κ.Βώρου, «Το διπλωματικό παρασκήνιο της εκλογής του Γεωργίου Α΄» (στο Διαδίκτυο, web- site, www.voros.gr).
30 Σπύρου Λουκάτου, Ρόκκος Χοϊδάς: ο κήρυκας του ελληνικού Σοσιαλισμού, έκδοση
της «Αδελφότητας Κεφαλλήνων και Ιθακησίων του Πειραιά».
31 Γιάννη Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της
Ελλάδας, τ. ΧΙΙ, σσ. 514-524: «Τα Παρασκήνια της Χρεωκοπίας».
32 Ο πόλεμος
εκείνος αποκάλυψε την πλήρη ανικανότητα του Επιτελείου, το οποίο είχε συγκροτήσει ο Διάδοχος με τους ευνοούμενούς του, και αποτέλεσε σκληρό
πλήγμα για το γόητρο του ελληνικού Στρατού.
Υπάρχει και η εκδοχή
ότι
ήταν πόλεμος υποκινημένος από τους τραπεζικούς κύκλους
- δανειστές του
Ελληνικού Κράτους, που είχε «σχεδιαστεί» έτσι, ώστε:
Η Ελλάδα να αισθανθεί την ήττα και
την ταπείνωση,
Να ζητήσει παρέμβαση σωτηρίας,
Να υποχρεωθεί να καταβάλει πολεμική αποζημίωση,
Να ζητήσει νέο δάνειο,
Να δεχτεί κατ’ ανάγκην πια τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (Δ.Ο.Ε.), ώστε οι ληστρικοί
δανειστές της να ελέγχουν τα οικονομικά της και να ξεχωρίζουν τα ποσοστά
τους.
33 Τάσου Βουρνά,
Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τ. 1ος , σσ. 576-77 και 593.
Γ. Ρούσσου, Ιστορία
της Νεότερης Ελλάδας,
τ. 4ος , σσ. 101-130.
34 Σπ. Μαρκεζίνη,
Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος,
τ. 3ος , σσ. 28-
44: «Το Κρητικόν» (από όπου και το Κίνημα
του Θερίσου).
35 Εκείνη την εποχή είχαν εκπλήξει την παγκόσμια
κοινή γνώμη οι Ιάπωνες για τις
προόδους τους γενικά και την επιτυχία τους στο Ρωσο-ιαπωνικό Πόλεμο (1904-05) ειδικά.
36 Ν. Σβορώνος, Επισκόπηση της
Νεοελληνικής Ιστορίας
(εκδ. «Θεμέλιο»), σσ.
100-105: «Νίκη της αστικής
τάξης, 1875 -1909».
37 Χάρη Τσιρκινίδη, Σύννεφα
στη Μακεδονία…(εκδ. «Γράμματα», Θεσσαλονίκη, 1944), ειδικά
το 4ο κεφάλαιο (1896-1920).
38 Γιάννη Κορδάτου,
Μεγάλη
Ιστορία της Ελλάδας, τ.ΧΙΙΙ, σσ. 92-102: «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», Σπ. Μαρκεζίνη, ό.π., 73-82.
39 Γ. Δερτιλής, Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση του 1909),
σ. 173.
40 Οι μελετητές έχουν χρησιμοποιήσει κατά καιρούς
διάφορους όρους: Κίνημα, Στάση στο Γουδί, Επέμβαση
του Στρατού (π.χ. Θάνος Βερέμης, Επέμβαση του Στρατού
στην Πολιτική…, Γ.
Δερτιλής,….Στρατιωτική Επέμβαση του
1909). Τα Πρακτικά των συνεδριάσεων του «Συνδέσμου» έχουν εκδοθεί σε βιβλίο
με τίτλο: Επανάστασις 1909: Το Αρχείον του Στρατιωτικού Συνδέσμου, εκδ. «Κέδρος»,1972.
41Γ. Δερτιλής, ό.π.,
σ. 194.
42 Γ. Δερτιλής, ό.π., σ. 174.
43 Λεπτομέρειες για το Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου στου Γουδή και για
τις διεργασίες που έφεραν τον Ελ. Βενιζέλο πρωταγωνιστή στην ελλαδική πολιτική σκηνή υπάρχουν
σε όλα τα βιβλία Πολιτικής Ιστορίας
που έχουμε μνημονεύσει:
Τ. Βουρνά,
Ιστορία Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τ.Α΄, σσ. 595-608 και
τ. Β΄, σσ.7-53.
Σπ. Μαρκεζίνη, Ιστορία της Νεωτέρας
Ελλάδος, τ. Γ΄σσ.114-128: Η Αναθεωρητική Βουλή.
Γιάννη Κορδάτου, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τ. ΧΙΙΙ, σσ.205-257 (κεφ. ΙΘ΄, Κ΄, ΚΑ΄), Η Αναθεωρητική Βουλή. Εκδοτικής Αθηνών, Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΔ΄, σσ. 258-279.
Γ. Δερτιλή,
Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση
του 1909, (εκδ. «Εξάντας», 1977), ειδικά
το κεφ. Δ΄, σσ. 172 κ.π.
Ειδικά για τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, όπου αναμετρήθηκαν οι παλαιοκομματικοί με τις δυνάμεις ανανέωσης της πολιτικής ζωής (από τον Αύγουστο 1910 ως το Μάρτη του 1912) κατατοπιστικές είναι οι σελίδες
του Γιώργου Αναστασιάδη, Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία
της Ελλάδας (1821-1941) (εκδόσεις
Σάκκουλα), σσ. 112-118. Για το θέμα αυτό και η παράγραφος Θ΄ που ακολουθεί.
44Γ. Αναστασιάδης, ό.π., σσ. 320-22, όπου παραθέτει και γνώμες άλλων (Ν.
Αλιβιζάτου, Αριστόβ. Μάνεση,
Γρ. Δαφνή).
45 Στο κεφάλαιο
«Η Ελληνική Εμπλοκή / Περιπλοκή κατά τον Α΄ Μεγάλο Πόλεμο» γίνεται
αναφορά στο Διχασμό, σσ.79-80.
46 Τ. Βουρνά, ό.π., τ. Β΄, σσ. 32 κ.π.
47 Γ. Αναστασιάδης, Πολιτική και Συνταγματική
Ιστορία της
Ελλάδας (1821-1941), σ. 113. Διευκρινίζουμε ότι η τακτική Νομοθετική Βουλή είχε 181 έδρες·η έκτακτη (Αναθεωρητική ή Συντακτική) είχε διπλάσιο
αριθμό εδρών – βουλευτών (362). Η Αναθεωρητική μπορούσε να ασχοληθεί με αναθεώρηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος, η Συντακτική μπορούσε να προχωρήσει
και σε αλλαγή του Πολιτεύματος ή περιορισμό των αρμοδιοτήτων τουβασιλιά.
48 Το πλήρες κείμενο της ομιλίας
εκείνης παραθέτουν
οι ιστορικοί, π.χ. Γ. Βεντήρης, Τ. Βουρνάς (ό.π., τ.Β΄, σσ. 38-45)· από αυτόν αντιγράφω:
«...όπως αναθεωρηθώσιν…διατάξεις του Συντάγματος μη θίγουσαι ούτε την μορφήν της Πολιτείας, ούτε την εξουσίαν
ή το πρόσωπον του Βασιλέως, ούτε την τάξιν της διαδοχής….».
49 Γ. Αναστασιάδης, ό.π., σ. 117.
50 Γ. Αναστασιάδη, ό.π., σσ. 118-124.
51 Γ. Βεντήρης, Η Ελλάς
του 1910-1920. τ. Α΄, κεφ. 4ο: «Το αστικόν εθνικόν
κράτος».
52 Τέτοια
πολιτική είχε οραματιστεί ο Ρήγας Βελεστινλής, μέσα σε άλλες συνθήκες. Την είχε δοκιμάσει ως εξωτερική πολιτική
το 1868 ο Χαρίλαος Τρικούπης
προσεγγίζοντας τη Σερβία, αλλά τον είχε αναχαιτίσει τότε ο Γεώργιος, κρυφός εκφραστής της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής: «Ακεραιότητα της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας». (Σπύρου
Μαρκεζίνη,
Πολιτική Ιστορία
της
Νεωτέρας Ελλάδος, τ. Β΄, σ. 77. Επίσης, Φ. Κ.Βώρου, το «Διπλωματικό Παρασκήνιο της Ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα», www.voros.gr).
53 Κάπου είχε τροποποιηθεί, στην περιοχή
Ελασσόνας, η οριοθέτηση των συνόρων εις βάρος της χώρας μας μετά τον «ατυχή» πόλεμο
του 1897.
54 Γ. Βεντήρη, ό.π., κεφ. Α΄: «Η Εξόρμησις».
Γ. Κορδάτου,
ό.π., τ. ΧΙΙΙ, κεφ. ΚΕ΄: «Τα Παρασκήνια της Βαλκανικής Συμμαχίας».
55 Γ. Βεντήρη, ό.π. ,σσ. 81-89.
56 Δε γράφουμε τον
όρο για μείωση του προσώπου
του Κωνσταντίνου χωρίς τεκμήρια. Ο χαρακτηρισμός αναδύεται αβίαστα
από τα κείμενα που έγραφε ο ίδιος
ο Κωνσταντίνος ως αιτιολογικό των στρατηγικών αποφάσεών του από το
μέτωπο (Κοζάνη – Γιαννιτσά), όταν εκείνος έβλεπε πίσω προς Φλώρινα, ενώ ο
Βενιζέλος του συνιστούσε να κινηθεί επειγόντως προς τα εμπρός,
ανατολικά, Θεσσαλονίκη. (Γ. Βεντήρης, ό.π.,
Α΄, σσ. 114-124).
57 Γ. Βεντήρη, ό.π., σσ. 103-104, Ιω. Καταπόδης, Τέσσερις Αιώνες Διπλωματικής Δραστηριότητας,
σσ. 557-58, Γ. Κορδάτος, ό.π., τ. ΧΙΙΙ, σσ. 268-288.
58 Γ. Βεντήρης, ό.π., σσ. 109 κ.π., Γ. Κορδάτος, ό.π.,σσ. 289 κ.π., Σπ. Μαρκεζίνης,
τ. 3ος, πέμπτο μέρος: Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι.
59 Ήταν
απαίτηση, όπως θα δούμε παρακάτω, της Αυστροουγγαρίας και της
Ιταλίας, για λόγους δικούς τους: να μη δουν τυχόν επέκταση της Σερβίας προς
την Αδριατική.
60 Αυτή
ήταν η τελευταία ευχάριστη είδηση
που έμαθε ο Βασιλιάς Γεώργιος στη Θεσσαλονίκη, ύστερα από δυο μέρες δολοφονήθηκε
από κάποιον Αλ. Σχινά (Σπ. Μαρκεζίνης, τ. Γ΄, σ. 200). Τεκμηριωμένες θέσεις για τα κίνητρα του
δράστη δεν υπάρχουν. Εικάζεται ότι η δολοφονία ήταν έργο πρακτόρων
της Γερμανίας, που ήθελε να απομακρύνει τον αγγλόφιλο Γεώργιο, ώστε να προωθηθεί στο βασιλικό
θρόνο ο γερμανόπληκτος γιος του. (Λεπτομέρειες στα: Σπ.
Μαρκεζίνη, ό.π., Γ΄, σ. 200, Γ. Βεντήρη, ό.π., τ. Α΄, σσ. 140-42. Επίσης, Γ. Κορδάτου, ό.π., τ. ΧΙΙΙ, σσ. 305-316: δολοφονία του Γεωργίου.).
61 Σπ. Μαρκεζίνη, ό.π., Γ΄,σσ. 190-4.
62 Σπ. Μαρκεζίνη, ό.π.,
Γ΄,
σσ. 203-207. Επίσης: Ιω. Γ. Καταπόδη, Τέσσερις
Αιώνες διπλωματικής δραστηριότητας, (1996), σσ. 555-82.
63 Δείτε την επόμενη σημείωση
– παραπομπή σε βιβλίο αλβανικής
ιστορίας.
64 S. Pollo – A.Puto, Ιστορία
της Αλβανίας,
(μετ. Μπάμπης Ακτσόγλου, εκδ.
«Εκδοτική Ομάδα», Θεσσαλονίκη),
σσ. 210 κ.π.
65 S. Pollo – A.Puto, ό.π.,
σ. 213. Διευκρινίζουμε: Η περιοχή Τσαμουριάς είναι στο νομό Θεσπρωτίας. Και παραθέτουμε
κάποιες πληροφορίες: Ζήτημα
των Τσάμηδων
επικαλέστηκε το 1940 ο Μουσολίνι στο
τελεσίγραφό του, όταν κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα. (Διον.
Κόκκινου, Ιστορία
της Νεωτέρας
Ελλάδος,
τ. Β΄, σσ. 1413-1414, όπου το κείμενο
του ιταλικού τελεσιγράφου της 28–10-1940). Οι Τσάμηδες κατά την Κατοχή συνεργάστηκαν με τους Ιταλούς
(ως
το 1943) και τους Γερμανούς
(1944). Όταν έληξε η Κατοχή, τους αναζήτησε
η Ελληνική Δικαιοσύνη ως συνεργάτες των κατακτητών. Προτίμησαν να φύγουν
κρυφά προς την Αλβανία.
(Σχετική βιβλιογραφία
υπάρχει στο άρθρο Φ.
Κ. Βώρου, Οι Τσάμηδες, περιοδικό «Εκπαιδευτικά» τευχ. 27-28).
Άλλη βιβλιογραφία γενικά για την Αλβανία:
(Πλην του βιβλίου των Pollo – Puto, που προσημειώσαμε):
Ζωρζ Καστελλάν, Ιστορία των Βαλκανίων, μετ. Βασιλικής Αλιφέρη, εκδ. «Γκοβόστη», σσ. 522-26 (ίδρυση του Αλβανικού Κράτους).
Ι.Ε.Ε. τ. ΙΕ΄, σσ. 9-15.
Barbara Jelavich, History of the Balkans (eighteenth and nineteenth
centu- ries).
Ιω. Καταπόδης, ό.π., σσ. 562-63,
576-80.
...............................................................
Β´ ΜΕΡΟΣ
B΄.4. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ / ΠΕΡΙΠΛΟΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Α΄
ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΛΕΜΟ (1914-18) ΚΑΙ ΜΕΤΑ
ΑΠΟ
ΑΥΤΟΝ
(1919-22)
Α΄. Το δίλημμα
Όταν κηρύχτηκε ο Α΄ Μεγάλος Πόλεμος
(1914), είχαν αλυσιδωτά
εμπλακεί σ’ αυτόν σχεδόν άμεσα:
Η Αυστρία κατά της Σερβίας
(για τη δολοφονία που διαπράχτηκε από Σέρβο πατριώτη στο Σεράγεβο στις 28 Ιουνίου
1914, με θύμα τον
αρχιδούκα του Αυστριακού θρόνου).
Η Ρωσία υπέρ
της Σερβίας (ως χώρας σλαβικής).
Η Γερμανία υπέρ της Αυστροουγγαρίας1 και εναντίον της Ρωσίας
μέσω Πολωνίας αλλά και εναντίον
της Γαλλίας διαμέσου
του ουδέτερου Βελγίου.
Η Αγγλία ως χώρα εγγυήτρια της ουδετερότητας2 του Βελγίου και σύμμαχος της Γαλλίας και της Ρωσίας,
που μαζί της συναποτελούσαν
την Entente (Τριπλή Συνεννόηση: Αγγλία – Γαλλία – Ρωσία).
Σε λίγο (Οκτώβριος
του 1914) προσχώρησε στην Τριπλή Συμμαχία (Αυστροουγγαρία – Γερμανία
-
Ιταλία)
και
η
Οθωμανική
Αυτοκρατορία, που πρόσφατα
είχε νικηθεί από τους Βαλκάνιους και είχε αναγκαστεί να αποσυρθεί από τη Βαλκανική Χερσόνησο (δυτικά του Έβρου) και από τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Τον Οκτώβριο του 1915 προσχώρησε στην Τριπλή Συμμαχία
και η Βουλγαρία, η οποία είχε ιδιαίτερα οχληθεί από την επικράτηση των ελληνικών απόψεων
στην πρόσφατη συνθήκη του
Βουκουρεστίου (Αύγουστος 1913),
γιατί έχασε (η Βουλγαρία) όσα διεκδικούσε στο Μακεδονικό
χώρο από Καβάλα ως Θεσσαλονίκη.
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις η Ελλάδα δεν μπορούσε να μείνει ουδέτερη, αφού γείτονες
αντίπαλοί
της
εντάχθηκαν
διαδοχικά
στην
Τριπλή Συμμαχία και, αν νικούσαν, αυτονόητο ήταν ότι θα ρίχνονταν
στα εδάφη που η Ελλάδα είχε πρόσφατα απελευθερώσει (Μακεδονία – νησιά
του Αιγαίου). Επιπλέον, η Συμμαχία
των Κεντρικών Αυτόκρατοριών ή Τριπλή
Συμμαχία δεν μπορούσε να υποσχεθεί
στην Ελλάδα κέρδη, αφού είχε μαζί της δυο εταίρους (Βουλγαρία, Τουρκία)
με προφανείς βλέψεις
αντίθετες προς τα ελληνικά συμφέροντα. Ενώ, αντίθετα, από την Τριπλή Συνεννόηση, η Αγγλία έφτασε να υποσχεθεί (το 1915)
και παραχώρηση της Κύπρου, αν η Ελλάδα δεχόταν να συμπολεμήσει με την Αγγλία στο Βαλκανικό Μέτωπο ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (εδώ διακυβεύονταν πολύ μεγάλα βρετανικά συμφέροντα, κυρίως αφότου άρχισε η ιστορία
των πετρελαίων Μοσούλης, τότε Οθωμανικής
επαρχίας). Και γενικότερα: η Ελλάδα,
χώρα μεσογειακή – ναυτική, είχε λόγους να επιδιώξει σύμπραξη
με τη θαλασσοκράτειρα Βρετανία.
Για την Ελληνική πολιτική, λοιπόν, έμπαινε επιτακτικά
το ερώτημα:
Να ενεργήσουμε με ποιους, με ποιες προσδοκίες και με ποιες εγγυήσεις
και πιθανότητες.
Β΄. Οι πρωταγωνιστές της
ελληνικής
πολιτικής ζωής και οι συμπεριφορές τους
Σύμφωνα με τα συνταγματικά πλαίσια και τη διαμορφωμένη πρακτική
τότε, την εξωτερική πολιτική εισηγείται ο Πρωθυπουργός, αλλά τα συναφή
Διατάγματα υπογράφει
ο βασιλιάς, άρα έμμεσα ο βασιλιάς
ελέγχει την εξωτερική πολιτική,
αφού μπορεί να μην υπογράψει
τα Διατάγματα. Μέσα σε αυτά τα συνταγματικά πλαίσια
(άρθρα 32, 38):
Ο Πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος εκτιμούσε
ότι οι περιστάσεις όλες
συνηγορούσαν για σύμπραξη
με την Αντάντ (Entente,
Τριπλή Συνεννόηση), γιατί προβλεπόταν τελική
επικράτηση της Αντάντ·
ειδικότερα για την Ελλάδα, χώρα μεσογειακή,
η σύμπραξη με τη θαλασσοκράτειρα Αγγλία ήταν ανάγκη.
Σκόπιμο να θυμίσουμε ότι ο Βενιζέλος είχε επικρατήσει στην ελλαδική
πολιτική σκηνή από τις αρχές του 1910: αρχικά θεωρούμενος αντιδυναστικός, έπειτα προς το βασιλιά Γεώργιο διαλλακτικός και προς τον αποτυχημένο
- από το 1897 και ύστερα - Διάδοχο θωπευτικός, ώσπου τον επανέφερε και στο Στράτευμα ως Γενικό
Επιθεωρητή. Και συνέβαλε πολύ με τους χειρισμούς του (ο Βενιζέλος) για την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε ήρωα, θρύλο, μολονότι όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι
ο Κωνσταντίνος ήταν μια μετριότητα, την οποία
ο Βενιζέλος αξιοποιούσε για προώθηση της εθνικής πολιτικής του, ενώ οι κόλακες του βασιλικού περιβάλλοντος πότιζαν με κολακείες
περί στρατηγικής ιδιοφυΐας
την ίδια μετριότητα ως δύναμη αντίπαλη
στο φωτεινό ήλιο Βενιζέλο.
Ο Κωνσταντίνος είχε όλες τις προϋποθέσεις (καταγωγής, παιδείας, αυλοκολακίας), ώστε να εκτρέφει αυτοθαυμασμό και ενδεχόμενα να ζηλεύει τον ιδιοφυή ευεργέτη
του, διπλωμάτη, οικοδόμο
της θριαμβικής πορείας του
ελληνικού Στρατού–Στόλου κατά το
1912-13.
Επιπλέον, είχε ο Κωνσταντίνος
συγγενικό δεσμό με τον αυτοκράτορα της Γερμανίας και πρωταγωνιστή της Τριπλής Συμμαχίας (είχε νυμφευτεί την αδελφή του αυτοκράτορα Σοφία) και είχε δεχτεί από τον ίδιο την
πολύ κολακευτική διάκριση του στρατάρχη. Όταν έφτασε η κρίσιμη
ώρα του πολέμου, ο Κωνσταντίνος πίστευε ότι ο πρωσικός (γερμανικός) στρατός ήταν ανίκητος και ένιωθε και προσωπική ευγνωμοσύνη προς τον γυναικάδερφό του και είχε ίσως καθημερινή υπόμνηση
της συγγενικής σχέσης τους από τη σύζυγο3.
Γ΄. Τα γεγονότα του
Πολέμου
και
οι
προστριβές
ανάμεσα στους Πρωταγωνιστές. Βήματα προς Εθνικό
Διχασμό
Με αυτές τις νοοτροπίες ο Κωνσταντίνος και οι σύμβουλοί
του αντιμετώπιζαν και τις πολεμικές εξελίξεις, που άμεσα ή έμμεσα
ενδιέφεραν και την
Ελλάδα. Έτσι:
Όταν οι Αγγλογάλλοι, με ορμητήριο τα ελληνικά εδάφη και λιμάνια, πραγματοποίησαν επιχείρηση κατά των Τούρκων
στην Καλλίπολη (άνοιξη του 1915), ο Βενιζέλος ως Πρωθυπουργός εισηγήθηκε
συμμετοχή της Ελλάδας, ο βασιλιάς τον οδήγησε σε παραίτηση και διόρισε Πρωθυπουργό τον κορυφαίο
αντιβενιζελικό Δ. Γούναρη και προκήρυξε
εκλογές για την 31 του Μάη (13 Ιουνίου)
1915, σύμφωνα βέβαια
με το συνταγματικό δικαίωμα που είχε.
Όταν η Αυστροουγγαρία (με τη Βουλγαρία) επιτέθηκαν κατά της Σερβίας, ο Βενιζέλος εισηγήθηκε συμπαράσταση προς τη Σερβία, γιατί είχαμε συμβατική υποχρέωση από τον καιρό του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (1913). Ο Κωνσταντίνος υποστήριζε
Ουδετερότητα (η οποία ουσιαστικά εξυπηρετούσε τη Γερμανία–Αυστροουγγαρία).
Όταν οι Αγγλογάλλοι αποβίβασαν στρατιωτικές δυνάμεις
δικές τους (και τα απομεινάρια του Σερβικού στρατού)
σε εδάφη ελληνικά
(Θεσσαλονίκη-Δυτική Μακεδονία) οι βενιζελικοί έβλεπαν απλή εξυπηρέτηση
εμπολέμων, που τους θεωρούσαν
δυνητικά συμμάχους. Οι κωνσταντινικοί μέμφονταν τους Αγγλογάλλους ότι παραβίαζαν την ελληνική ουδετερότητα και τους βενιζελικούς ότι
ανέχονταν τέτοια παραβίαση.
Δ΄. Προς ανορθόδοξη συνταγματική πορεία
Εύλογο ήταν οι εκλογές
να διεξαχθούν με κύριο θέμα το αν ήταν σωστή η άποψη / επιλογή τούτου ή εκείνου του πολιτειακού παράγοντα: του βασιλιά, που εισηγούμενος
ουδετερότητα εξυπηρετούσε έμμεσα τη Γερμανία και τους συμμάχους
της, ή του Βενιζέλου, που απέβλεπε
άμεσα στην απελευθέρωση αλύτρωτων αδελφών με τη βοήθεια
της Αντάντ.
Παρόλο που είχε προφανή τη βασιλική εύνοια ο αντιβενιζελικός Γούναρης -ίσως και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο- ο λαός υπερψήφισε το Βενιζέλο. Ράπισμα για το Βασιλιά και καταδίκη
για τους χειρισμούς του (ειδικά
για κατάχρηση αρμοδιοτήτων που προσγράφονταν στον Κωνσταντίνο με το άρθρο 32 του Συντάγματος
1911). «Ο λαός δεν εδίστασε να αποφανθεί πανηγυρικώς …. ότι προκρίνει την πολιτικήν των Φιλελευθέρων»4. Αλλά λόγω ασθένειας του βασιλιά (κατά τη γνώμη μου πρόσχημα) η ορκωμοσία της νέας Κυβέρνησης αναβάλλονταν από τις 31 του Μάη που έγιναν οι εκλογές ως τις …17 Αυγούστου
1915!5
Μόλις ανέλαβε
την Πρωθυπουργία ξανά ο Βενιζέλος, ανέκυψε νέο πρόβλημα τριβής
στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής:
η Βουλγαρία (ως
σύμμαχος της Αυστροουγγαρίας) κήρυξε γενική επιστράτευση, για να επιτεθεί κατά της Σερβίας, με την οποία η Ελλάδα είχε αμυντική συμμαχία.
Ο Βενιζέλος θεώρησε χρέος να κηρύξει και εδώ γενική επιστράτευση, αλλά ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε
να υπογράψει το σχετικό
Βασιλικό Διάταγμα. Ο Βενιζέλος
υποχρεώθηκε σε παραίτηση (22 Σεπτ. 1915).
Ο Κωνσταντίνος προκήρυξε νέες εκλογές, από τις οποίες
ο Βενιζέλος κήρυξε αποχή των Φιλελευθέρων, με το αιτιολογικό ότι δεύτερη διάλυση της Βουλής μέσα σε μερικούς μήνες είναι κατάχρηση δικαιώματος
από την πλευρά του βασιλιά. Τη χώρα κυβερνούν πλέον βασιλικές Κυβερνήσεις (Αλεξ. Ζαΐμη, Στέφανου Σκουλούδη
….)6 με Βουλή μη αναγνωριζόμενη από το μισό εκλογικό σώμα.
Ε΄. Περιπλοκές με τους Εμπόλεμους
Παράλληλα οι Αγγλογάλλοι, αφού απέτυχαν
στην επιχείρηση κατά της
Καλλίπολης, αποβίβασαν τα στρατεύματά τους στη Θεσσαλονίκη παραβιάζοντας έτσι την ελληνική
κυριαρχία και ουδετερότητα. Κήρυξαν επίσης ναυτικό αποκλεισμό
στη χώρα, για να πιέσουν την Ελλάδα να
προσχωρήσει στην Αντάντ. Τον επόμενο χρόνο (Μάη του 1916) οι γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις εισέβαλαν
στο
ελληνικό
έδαφος
«περνώντας» από το οχυρό Ρούπελ και έφτασαν ως την Καβάλα, όπου είχε καταλήξει και το Δ΄ Σώμα Στρατού. Στόχος των Βουλγάρων
ήταν η κατάληψη της πόλης. Ο διοικητής του Δ Σώματος
συνταγματάρχης Χατζόπουλος αντιμετώπιζε την εξής κατάσταση: διαταγές της βασιλικής Κυβέρνησης των Αθηνών, που συνιστούσαν παροχή διευκολύνσεων στους Βουλγάρους και αποφυγή κάθε πράξης που θα δημιουργούσε ένταση, και άρνηση της Κυβέρνησης αυτής να δεχτεί την έκκλησή του να μετακινηθεί ο στρατός με ασφάλεια σε μέρος της Στερεάς Ελλάδας. Όταν οι Γερμανοβούλγαροι τελεσιγραφικά
ζήτησαν την παράδοση της πόλης, είχε
δυο επιλογές: ή την παράδοση
ή την καταφυγή του στη βενιζελική
Εθνική Άμυνα. Προτίμησε την αμαχητί
παράδοση. Για να αποφύγει όμως την αιχμαλωσία του Σώματος από τους Βουλγάρους,
με προσωπικές διαπραγματεύσεις με το Γερμανό
στρατηγό
Χιντεμπούργκ κατέφυγε στην προστασία των Γερμανών. 6.100 στρατιώτες, 430 αξιωματικοί και χωροφύλακες, 93 γυναίκες και 5 παιδιά μεταφέρθηκαν από αυτούς
ως αιχμάλωτοι πολέμου στο Γκαίρλιτς (Görlitz)
πόλη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας
όπου παρέμειναν στην παράξενη
αυτή «φιλική αιχμαλωσία», μοναδική στην
παγκόσμια
ιστορία,
περίπου
δυόμισι
χρόνια
ως
«internée», (=υπό επιτήρηση), υπό περιορισμό και κατά παράβαση
των κανόνων του πολέμου, γιατί ούτε εμπόλεμοι
ήταν, ούτε είχαν αιχμαλωτιστεί. Ένα μέρος του στρατού του Δ΄ Σώματος, 3.500 στρατιώτες
και 150 αξιωματικοί υπό τον συνταγματάρχη Χριστόπουλο αγνόησαν τη διαταγή του Χατζόπουλου και κατάφεραν να διαφύγουν στη Θάσο και ενώθηκαν με
τις δυνάμεις Εθνικής Άμυνας7.
Με αυτές τις εξελίξεις δεν μπορούσαν πια ούτε προσχηματικά οι κωνσταντινικοί να μιλούν
για ουδετερότητα, αφού αποδέχονταν κατάληψη εθνικού εδάφους
όχι απλά από διερχόμενους εμπόλεμους, αλλά από διεκδικητές ελληνικών
εδαφών, που είχαν νικηθεί
πριν από τρία χρόνια και επανέρχονταν (30 Αυγούστου / 12 Σεπτεμβρίου 1916) για να
μείνουν. Και η υπομονή των επικριτών του βασιλιά έφτασε σε ένα όριο:
εκδηλώθηκε φιλοανταντικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη, το
Κίνημα της
Εθνικής Άμυνας,
από βενιζελικούς αξιωματικούς. Ο Βενιζέλος
έφυγε από την Αθήνα για τα Χανιά και από εκεί για Θεσσαλονίκη, όπου αρχές Οκτώβρη 1916 σχηματίζει Κυβέρνηση
και -όπου επικρατεί- κινεί τις αναγκαίες διαδικασίες για επιστράτευση με διακηρυγμένη πρόθεση
για συμμαχία
με την Αντάντ. Έχει
επίνευση της Αντάντ και αντιμετωπίζει
βέβαια την αντίδραση του Βασιλικού
Κράτους της Αθήνας. Η χώρα έχει δυο
Κυβερνήσεις, που οι οπαδοί τους μισούνται αμοιβαία. Ο εθνικός Διχασμός δεν είναι πια μια προσωπική
διαφωνία, είναι βαθύς διχασμός μιας κοινωνίας,
με δυο αντίπαλες Κυβερνήσεις, με ουσιώδεις διαφορές σε σοβαρά ζητήματα εξωτερικής πολιτικής8.
Στ΄. Εξελίξεις στην Ελλάδα των δύο Κυβερνήσεων
Βασιλική Κυβέρνηση
στην Αθήνα, με όλη τη δόξα του «στρατηλάτη» (για την οποία είχε εργαστεί και ο Βενιζέλος)
και με το βάρος και τις
σκιές που δημιούργησε
ύστερα ο Κωνσταντίνος ως ….την παράδοση του
Δ΄ Σώματος Στρατού σε αιχμαλωσία!…
Προσωρινή
(Επαναστατική) Κυβέρνηση
της Θεσσαλονίκης (από τον Οκτώβριο
του 1916 ως τον Ιούλιο
του 1917), με επείγον έργο τη
συγκρότηση στρατού, αλλά χωρίς κυβερνητικό οργανισμό και χωρίς οργανωμένη
οικονομία. Μόνο με πολλούς
αξιωματούχους, που έφταναν συνεχώς από το νότο ως εθελοντές πρόθυμοι να υπηρετήσουν.
Οι δυνάμεις της Αντάντ διατηρούσαν διπλωματικές επαφές και με τις
δυο κυβερνήσεις, ώστε:
Να μπορούν να εποπτεύουν τη μία, στο νότο, και ενδεχόμενα να την ελέγξουν. (Τελικά δεν απέφυγαν τις προστριβές μαζί της. Το Νοέμβρη
του 1916 δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν ασχημίες από κωνσταντινικούς κατά των βενιζελικών– τα Νοεμβριανά9 – όταν αποβίβασαν στρατιωτικό άγημα στον Πειραιά
και έφτασαν σε αψιμαχίες προς τους υποστηρικτές
του Κωνσταντίνου στην Αθήνα).
Να βοηθήσουν την άλλη, στο βορρά, με οικονομικά
μέσα και όπλα, για να μπορεί έπειτα να τους ενισχύσει στρατιωτικά στα μέτωπα του πολέμου.
Αυτή η Κυβέρνηση (της Θεσσαλονίκης) προωθούσε νομοθετικό έργο χωρίς Βουλή, με νομοθετικά διατάγματα, που δημοσιεύονταν στην «Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης». Για τη συγκρότηση Στρατού, εκτός από οικονομικά μέσα και
όπλα, χρειαζόταν λαϊκή υποστήριξη.
Είχε βέβαια τη συμπαράσταση εκείνων που είχαν οργανώσει
το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας. Είχε και τη συμπάθεια
των οπαδών του Κόμματος
των Φιλελευθέρων. Χρειαζόταν όμως γενικότερη λαϊκή υποστήριξη. Ίσως γι’ αυτόν το λόγο η Προσωρινή Κυβέρνηση
ξεκίνησε μια νομοθεσία κοινωνικής
πολιτικής για απαλλοτρίωση μεγάλων τσιφλικιών10 και αποκατάσταση ακτημόνων, αλλά στην εφαρμογή
της προχώρησε άτολμα και αναβλητικά. Ουσιαστικά το θέμα αυτό επρόκειτο να προωθηθεί υπό
την πίεση άλλων αναγκών μετά το 1922,
όταν η κοινωνία είχε να περιθάλψει
και αποκαταστήσει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες.
Επίσης, την ίδια εποχή προωθήθηκε η πρώτη ουσιαστική
Εκπαιδευτική
(Γλωσσοεκπαιδευτική, ακριβέστερα) Μεταρρύθμιση11, με την οποία προβλεπόταν γλώσσα δημοτική για το Δημοτικό Σχολείο,
κάτι που φαινόταν απίστευτο ύστερα
από την περί γλώσσας ρήτρα
του Συντάγματος του 1911
- σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1911 επίσημη γλώσσα οριζόταν η καθαρεύουσα!! (Δικά
μου τα θαυμαστικά).
Τελικά, η Προσωρινή
Κυβέρνηση
της Θεσσαλονίκης, για να αποδώσει το αναμενόμενο έργο ως σύμμαχος της Αντάντ, χρειαζόταν να απαλλαγεί
από την αρνητική παρουσία
του Κωνσταντίνου στο νότο και να επιστρέψει στην Αθήνα ως Κυβέρνηση της Ελλάδας, προκειμένου και να αξιοποιήσει τη συνολική στρατιωτική προετοιμασία της χώρας.
Αυτά προκύπτουν και από τις συζητήσεις και εκτιμήσεις που έκανε (με γραπτά
Υπομνήματά του στο Βενιζέλο)
ένας έκτακτος διπλωματικός εκπρόσωπός του, ο Αλέξανδρος Ν. Διομήδης, ο οποίος είχε αποστολή να συναντήσει στο Παρίσι
και στο Λονδίνο
διάφορους κυβερνητικούς παράγοντες της Αγγλίας
και της Γαλλίας, ως το επίπεδο των Πρωθυπουργών12.
Οι δυο δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία) τερμάτισαν τις προσπάθειες συνεννόησης με τις βασιλικές Κυβερνήσεις της Αθήνας και ζήτησαν
τηλεγραφικά
την
παραίτηση του Κωνσταντίνου
(2/15 Ιουνίου 1917), ώστε να ανοίξει ο δρόμος για Ενοποίηση της Ελληνικής παρουσίας
στην πολεμική προσπάθεια της Αντάντ, με μια Ελληνική Κυβέρνηση, αυτή που ήταν προσανατολισμένη προς την Αντάντ. Πράγματι
ο Κωνσταντίνος με τη βασιλική οικογένεια
έφυγαν για το εξωτερικό αφήνοντας τοποτηρητή του θρόνου το γιο τους Αλέξανδρο,
ο οποίος ανέθεσε (προφανώς υπό την πίεση της Αντάντ) την πρωθυπουργία στο Βενιζέλο.
Και ο Βενιζέλος με τη σειρά του κάλεσε τους Υπουργούς του από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας ενωμένης
πια ( 13 Ιουνίου 1917).
Ζ΄. Η Ελλάδα σύμμαχος
της Αντάντ (Entente). Αναβίωση της Βουλής των «Λαζάρων»
Για να παράγει
νομοθετικό έργο η Κυβέρνηση Βενιζέλου
χρειαζόταν Βουλή, όχι βέβαια την κωνσταντινική, την οποία είχε χαρακτηρίσει ο Βενιζέλος ως παράνομο
γέννημα καταχρηστικής διάλυσης
της προηγούμενης Βουλής, της νόμιμης,
η οποία είχε προκύψει από εκλογές συνταγματικά νόμιμες
(της 31 Μαΐου 1915) και ο Κωνσταντίνος την οδήγησε σε διάλυση 2-3 μήνες αργότερα13. Αυτήν επανέφερε στην Κοινοβουλευτική ζωή ο Βενιζέλος
το 1917 (γι’ αυτό ονομάστηκε Βουλή των «Λαζάρων»), με την προοπτική
να ολοκληρώσει τη θητεία της, πλήρη τετραετία (αφού
είχε βίο μόλις
τριών μηνών και η διάλυσή
της το Σεπτέμβριο/Οκτώβριο 1915 είχε χαρακτηριστεί εξωσυνταγματική). Και αμέσως η Ελληνική Κυβέρνηση κινητοποιεί τις στρατιωτικές δυνάμεις της στο
Μακεδονικό Μέτωπο για το συμμαχικό αγώνα κατά των Γερμανοβουλγάρων
και μετέχει θριαμβικά στη μάχη του
Σκρα (17/30 του Μάη 1918).
Η Βουλγαρία συνθηκολογεί (το Σεπτέμβρη του 1918), ακολουθεί στη συνθηκολόγηση και η Οθωμανική Αυτοκρατορία (και οι Κεντρικές Αυτοκρατορίες, Αυστροουγγαρία
και Γερμανία, το Νοέμβριο του 1918).
Μαζί με τους Συμμάχους ο ελληνικός στρατός προχωρεί
στην Ανατολική Θράκη και ο ελληνικός στόλος αναπλέει τα Στενά ως το Βόσπορο.
Ώρες θριάμβου
για την πολιτική
Βενιζέλου. Αλλά υπάρχει
απόσταση ως την τελική έκβαση, με
απρόβλεπτες εξελίξεις. Προς το τέλος του 1918 οι νικητές συνέρχονται στο Παρίσι, για να συζητήσουν τους όρους που επρόκειτο να επιβάλουν στους νικημένους.
Γράψαμε τα δέοντα σε προηγούμενο κεφάλαιο
(όπου αφηγηθήκαμε την
πορεία όλη του Α΄ Μεγάλου Πολέμου
σσ. 55 - 65), εδώ θυμίζουμε τις δυο συνθήκες που αφορούσαν άμεσα τη χώρα μας. Με τη συνθήκη του
Neilly (Νοέμβρης του 1919) η Βουλγαρία εκχωρούσε
στην Ελλάδα την περιοχή από το Νέστο ως τον Έβρο (Νομούς Καβάλας, Δράμας, Έβρου), την οποία είχε καταλάβει κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (συνθήκη του
Βουκουρεστίου, Αύγουστος 1913).
Δυσκολότερες ήταν οι διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των
Σεβρών (1920,
διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), γιατί κρίνονταν με αυτήν κολοσσιαία συμφέροντα Άγγλων, Γάλλων,
Ιταλών, Αμερικανών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, όπου είχε αρχίσει η εκμετάλλευση
πετρελαίων (π.χ. στη Μοσούλη).
Ο Βενιζέλος
είχε υποβάλει (στο Συνέδριο των Συμμάχων, που είχαν
συνέλθει από το Δεκέμβριο
του 1918 στο Παρίσι) το Υπόμνημα
των ελληνικών διεκδικήσεων. Με το αιτιολογικό ότι στη Δυτική Μικρασία
ζούσαν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και συνέρρεαν εκεί και άλλοι πολυάριθμοι από το εσωτερικό της Μικρασίας, ο Βενιζέλος
διεκδικούσε μία ζώνη που εκτεινόταν από το νότο (περιοχή της Μάκρης) ως το βορρά (περιοχή Πανόρμου
στην Προποντίδα), αφού οι νικητές
κινούνταν προς διανομή ζωνών επιρροής με κίνητρο / κριτήριο τους την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου. Ο Βενιζέλος επικαλούνταν κριτήριο ιστορικό:
προστασία ελληνικών πληθυσμών, που ζούσαν εκεί από πολλούς αιώνες
και αποτελούσαν κάπου και την πλειοψηφία (π.χ. στη
Σμύρνη).
Με τη Συνθήκη των Σεβρών (καλοκαίρι του 1920):
Η Ελλάδα έπαιρνε την ανατολική
Θράκη πλην Κωνσταντινούπολης.
Έπαιρνε οριστικά τα νησιά του Αιγαίου (με αναγνώριση και από την Τουρκία) πλην Δωδεκανήσου (που είχε κατακτηθεί από την Ιταλία
το 1911) και Ίμβρου και Τενέδου, που είναι στην έξοδο των Δαρδανελίων,
και παρέμεναν στην κατοχή της
Τουρκίας.
Επιπλέον, αναλάμβανε
την
επιτήρηση μιας εδαφικής περιοχής 17.400 τετρ. χιλιομέτρων στην ενδοχώρα της Σμύρνης, με την πρόνοια ότι μετά πενταετία
επρόκειτο να κριθεί με δημοψήφισμα η τελική τύχη της περιοχής (άρθρα 68-73)14.
Η΄. Μικρασιατική περιπέτεια –
Προσφυγιά
Μέσα στα επόμενα δυο χρόνια οι προοπτικές αυτές ανατράπηκαν
από τα θεμέλια. Γιατί: Ο Βενιζέλος
παρουσίασε το έργο του στη Βουλή και αμέσως προκήρυξε
εκλογές, αφού είχε λήξει η θητεία εκείνης της «Βουλής των Λαζάρων», (για τις οποίες, άλλωστε,
και επανειλημμένα είχε υποσχεθεί ότι επρόκειτο να
γίνουν μόλις θα είχε υπογραφεί
συνθήκη ειρήνης)15. Στην περίσταση εκείνη η ειρήνη ήταν θρίαμβος.
Η Βουλή τίμησε το Βενιζέλο ως «Άξιον της Πατρίδος». Αλλά και ο θρίαμβος αυτός είχε σκιαστεί
από ένα νέφος βασιλικής μισαλλοδοξίας: δυο βασιλόφρονες απότακτοι αξιωματικοί είχαν επιχειρήσει δολοφονική
απόπειρα κατά του Βενιζέλου, όταν είχε πάει στο σταθμό του τρένου Λυών (Gare
de Lyon=σταθμός της Λυών) στο Παρίσι,
για την επιστροφή του στην Αθήνα.
Το κλίμα της μισαλλοδοξίας είχε ενταθεί και επικράτησε
κατά τη δίμηνη προεκλογική περίοδο
που ακολούθησε. [Oι εκλογές είχαν
προκηρυχτεί για τον Οκτώβρη του 1920, και πραγματοποιήθηκαν την 1-11-1920, γιατί είχε παρεμβληθεί ο αδόκητος θάνατος
του βασιλιά Αλέξανδρου από δήγμα (δάγκωμα)
πιθήκου]. Κατά τις εκλογές εκείνες φαίνεται ότι λιγότεροι είχαν επηρεαστεί από το θρίαμβο της πολιτικής
Βενιζέλου και πολλοί ήταν οι δυσαρεστημένοι ή κουρασμένοι από τη μακροχρόνια πολεμική προσπάθεια και τις κυβερνητικές
βιαιότητες ή και ατασθαλίες
που είχαν σημειωθεί
από τους βενιζελικούς ως κυβερνώντες, ιδιαίτερα την τριετία 1917-1920. Και – με τη βοήθεια και του εκλογικού συστήματος16- κέρδισαν τις εκλογές οι αντιβενιζελικοί, χρησιμοποιώντας και ένα συγκινησιακά ελκυστικό αλλά πολιτικά
απατηλό προεκλογικό σύνθημα, το «Οίκαδε» (=
επιστροφή των παιδιών από το μέτωπο το μικρασιατικό
στην Πατρίδα, στο σπίτι). Μόλις κέρδισαν τις εκλογές οι αντιβενιζελικοί, αμέσως
άλλαξαν πολιτική
λέγοντας: η εκστρατεία (στο μικρασιατικό
μέτωπο) συνεχίζεται! Και αμέσως ανήγγειλαν δημοψήφισμα για την παλινόρθωση του Κων/νου. Την ενέργεια αυτή κατήγγειλαν οι φιλελεύθεροι.
Δήλωσαν ότι «δεν θα
θεωρήσουν
τα
αποτελέσματα του δημοψηφίσματος ως την ανόθευτον
και ειλικρινή
γνώμην του
Λαού, αλλ’ ως προϊόν νοθείας
και αποτέλεσμα ψυχολογικής
βίας υφ’ ούς
όρους θα τελεσθή»17 και αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους σ’ αυτό. Και ο Π. Πετρίδης συνεχίζει:
«Με δεδομένη την αποχή των δημοκρατικών ψηφοφόρων το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 22ας Νοεμβρίου απέφερε
ποσοστό 98%
υπέρ του εκπτώτου….».18
Και το πιο δυσάρεστο
ήταν ότι η ελληνική κοινωνία
φέρνοντας πίσω ένα βασιλιά ανίκανο και πεισματάρη και γνωστό γερμανόφιλο έχασε τη διπλωματική στήριξη της Αντάντ
(αντικωνσταντινικής) την ώρα που τη
χρειαζόταν.
Οι συνέπειες: Η
εκστρατεία στη Μικρασία συνεχιζόταν, ο στρατός
εκεί δεν περιοριζόταν στο να θωρακίσει
αμυντικά την περιοχή
της Σμύρνης (17.400
τετρ. χιλιόμ.) σύμφωνα
με τη συνθήκη των Σεβρών (άρθρα 59,70,71) αλλά κυνηγούσε τους τούρκους Τσέτες (αντάρτες
του Κεμάλ) στο εσωτερικό της Μικρασίας,
περίπου ως την Άγκυρα. Και ήταν βέβαιο
ότι έτσι αδυνάτιζε καθημερινά η θέση του, κάθε βήμα «προέλασης» στο εσωτερικό ήταν κίνηση πιο μέσα στην παγίδα. Και είναι να απορεί
κανείς πώς μπόρεσαν οι στρατιωτικοί χωρίς αντιπρόταση στρατιωτική να προχωρούν σε βέβαιη αυτοπαγίδευση. Αλλά είχαν
«ιδιοφυή» βασιλιά
αρχιστράτηγο (!), που κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψής του στο μικρασιατικό μέτωπο ζήτησε και αναδρομική απόδοση της βασιλικής χορηγίας για την περίοδο της εξορίας του (1917-20)19!
Η αθέατη πλευρά της ιστορίας αυτής είναι τούτη: όσο προχωρούσε
ο ελληνικός στρατός από τη Σμύρνη προς το εσωτερικό
απασχολούνταν και οι Τούρκοι
του Κεμάλ με τους Έλληνες
«εισβολείς» και άφηναν
αφύλακτη την άλλη πλευρά του Κράτους τους στον Ευφράτη.
Εκεί Βρετανικά στρατεύματα προωθούνταν από τον Περσικό
Κόλπο προς …τα
πετρέλαια της Μοσούλης! Και …συμπτωματικά, όταν οι Βρετανοί έφτασαν εκεί, κατέρρευσε το ελληνικό μέτωπο στο Σαγγάριο
και βρέθηκε η Σμύρνη
στις φλόγες (Αύγουστο –
Σεπτέμβριο 1922)20! Στις εργασίες
Συνδιάσκεψης για τη νέα Συνθήκη Ειρήνης (στη Λοζάνη, 1923) βασικοί αντίπαλοι ήταν Έλληνες – Τούρκοι και διαιτητής ο Βρετανός Κώρζον, ο οποίος βέβαια
φρόντισε ειδικά για την τύχη της Μοσούλης,
να μείνει βρετανική21.
Κλείνω αυτή την παράγραφο
με τον ορισμό της λέξης «περιπέτεια»:
στη γλώσσα το θεάτρου από τα παλιά χρόνια «περιπέτεια» σημαίνει:
«την εις το εναντίον των πραττομένων μεταβολήν» (= περιπέτεια είναι η
μεταβολή μιας κατάστασης / εξέλιξης σε κάτι αντίθετο προς τα πραττόμενα, προς τα επιδιωκόμενα, προς τα προσδοκώμενα από την πλευρά των δρώντων προσώπων). Με αυτό το νόημα ήταν μια τραγική περιπέτεια για τον Ελληνισμό η επιχείρηση (διπλωματική – στρατιωτική) στο
μικρασιατικό έδαφος από την απόβαση στη Σμύρνη (Μάη του 1919) ως την πυρπόληση της Σμύρνης (το Σεπτέμβριο
του 1922).
Σημειώσεις:
1 Αποτελούσαν η Γερμανία και Αυστροουγγαρία την καρδιά της Τριπλής
Συμμαχίας μαζί
με την Ιταλία, η οποία τελικά δε συμπορεύτηκε μαζί τους, γιατί
είχε εδαφικές διαφορές με την Αυστρία στην περιοχή Τεργέστης και Τυρόλου
(ΒΑ Ιταλία).
2 Από το
1838
η Αγγλία είχε εγγυηθεί την ουδετερότητα
του Βελγίου, γιατί δεν επιθυμούσε να βλέπει άλλη μεγάλη δύναμη απέναντι από τα νότια παράλιά της
(στενό της Μάγχης). Προτιμούσε να βλέπει εκεί το μικρό
Βέλγιο και δίπλα την, επίσης μικρή, Ολλανδία.
3 Για όλα όσα γράψαμε παραπάνω αφθονούν οι πληροφορίες που έχουμε από πολλά
πρόσωπα που έζησαν τα γεγονότα
εκείνης της εποχής, είχαν ρόλους σημαντικούς, γνώριζαν τα πρόσωπα κι έγραψαν Απομνημονεύματα ή
Ιστορία ή γνώριζαν τα πιο επίσημα έγγραφα, λ.χ. Υπομνήματα του Πρωθυπουργού προς τον Εξοχώτατον, απαντητικά κείμενα του βασιλιά (και Αρχιστράτηγου το 1912-13) και άλλα παραπλήσια.
Ενδεικτικά βοηθήματα:
Γ. Βεντήρη,
Η Ελλάς του 1910-1920 (τόμοι 2).
Πολύδωρου Ενεπεκίδη, Η δόξα και ο
Διχασμός.
Παύλου Πετρίδη,
Βασιλική Προδοσία (1915-17): Οι συγκλονιστικές αποκαλύψεις της Κυβέρνησης Βενιζέλου στη Βουλή.
Σπ. Μαρκεζίνη, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος,
τ. Γ΄, Μέρος Έκτον: Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
και η Ελλάς (και συνοδευτικά πρωτογενή κείμενα στο Παράρτημα του τόμου).
Ενδεικτικά αποσπάσματα από τις πρωτογενείς
πηγές περιλαμβάνονται στο (από
1983 ως 2003) σχολικό
βιβλίο των: Β. Σκουλάτου - Ν. Δημακόπουλου – Σ. Κόνδη, Ιστορία
Νεότερη και Σύγχρονη,
τ. 3ος (20ός αι.) για την γ΄ τάξη Λυκείου.
4 Παύλου Πετρίδη, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία, τ.3ος, σ. 21.
5Μπορείτε να φανταστείτε μετεκλογική ατμόσφαιρα όπου ένας πολιτικός σχηματισμός κέρδισε την εκλογική μάχη, αλλά δεν μπορεί να αναλάβει διακυβέρνηση, γιατί ασθενεί
ο βασιλιάς;
6 Βαρύτατες αποκαλύψεις και κρίσεις ακούστηκαν
γι’ αυτές, όταν τον επόμενο χρόνο έγινε σχετική συζήτηση στη Βουλή. Σχετικά:
Παύλου Πετρίδη, Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική Ιστορία, τ.3ος, κεφάλαιο πρώτο. Με επιμέλεια
του ίδιου: Βασιλική
Προδοσία, εκδόσεις
«Προσκήνιο».
7 Παύλου
Πετρίδη, Βασιλική
Προδοσία (1915-17) σσ. 174-179, Εκδοτικής Αθηνών,
Ι.Ε.Ε. τ. ΙΕ΄,σσ.35,38-39.
8 Ν. Πετσάλη – Διομήδη, Η Ελλάδα των δυο Κυβερνήσεων (1916-1917).
9 Νοεμβριανά έχουν αποκληθεί: η σύγκρουση των «επιστράτων» με τις συμμαχικές δυνάμεις στις 18-19 Νοέμβρη
1916, μετά την απόβαση του στρατιωτικού αγήματος
της Αντάντ στον
Πειραιά, καθώς και τα επεισόδια
βίας, που ακολούθησαν
στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της χώρας από τους κωνσταντινικούς, κυρίως επίστρατους, κατά των βενιζελικών.
10 Γ. Λεονταρίτη, «Το Ελληνικό
Εργατικό Κίνημα και το Αστικό Κράτος» (στον τόμο: Μελετήματα
γύρω από το Βενιζέλο και την εποχή του). Επίσης, Ι.Ε.Ε., τ. ΙΕ΄, σσ. 74-86, 296-303.
11 Νομοθετικό Διάταγμα
2585/11-5-1917 (Εφημ.
της Προσωρινής Κυβέρνησης, αριθμός φύλλου
96/30-5-1917).
12 Ν. Πετσάλη – Διομήδη, Η Ελλάδα
των
δύο Κυβερνήσεων (1916-1917), εκδόσεις «Φιλιππότη».
13 Δείτε
το ιστορικό τους στη σελίδα 78 (Προς ανορθόδοξη συνταγματική πορεία).
14 Διον. Κόκκινου, Ιστορία της
Νεωτέρας Ελλάδος, τ. Β΄, σσ. 1250-1334: «Η
Ελλάς εις την Μικράν Ασίαν».
15 Παύλου Πετρίδη,
Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική
Ιστορία, γ΄ τόμος, σσ. 34-38.
Επίσης Σπ. Μαρκεζίνη, Ιστορία Πολιτική της Νεωτέρας Ελλάδος, τ. 4ος, σσ. 224 κ.π. 304 κ.π.
16 Ήταν
πλειοψηφικό με ευρεία περιφέρεια. Οι Βενιζελικοί κέρδισαν με συντριπτική πλειοψηφία τις τρεις από τις δέκα εκλογικές περιφέρειες, έχασαν με μικρή
διαφορά τις άλλες επτά, κέρδισαν έτσι περί τα 3/10 των εδρών, οι αντίπαλοι τα 7/10. Οι ψήφοι στις εκλογές ήταν: Φιλελεύθεροι
375.803, (ποσοστό 50,23%), ενωμένη
αντιπολίτευση 368.678
(ποσοστό 49,23%). Έδρες: οι πρώτοι πήραν 118, οι δεύτεροι 251. Ερμηνεία
του φαινομένου φαίνεται
στην προηγούμενη διευκρίνιση: οι Βενιζελικοί κέρδισαν με μεγάλη πλειοψηφία σε 3 μόνο ευρείες εκλογικές περιφέρειες, οι αντίπαλοι με μικρότερη
πλειοψηφία κέρδισαν σε 7. Και από αυτό καθορίστηκε και ο αριθμός των εδρών που πήραν.
17 ο.π. σ. 57.
18 Το δημοψήφισμα της 22 Νοεμβρίου
1920 έδωσε σε ψήφους: 999,960 υπέρ του Κωνσταντίνου, 10,383 εναντίον
του. Ερωτήματα:
Αν τα παραπάνω νούμερα ευσταθούν, τι έγιναν στο δημοψήφισμα οι βενιζελικοί ψήφοι των
εκλογών της 1ης Νοέμβρη 1920 με δεδομένη
τη δήλωση αποχής τους; Και πώς βρέθηκαν περισσότεροι ψήφοι από εκείνες των εκλογών της 1ης Νοέμβρη 1920;
Για την όλη ατμόσφαιρα
εκλογών και δημοψηφίσματος: Φ.Κ.Βώρου Μικρασιατικός Πόλεμος στο σχολικό βιβλίο: Θέματα
Νεότερης και Σύγχρονης
Ιστορίας από τις Πηγές
σ. 328 κ.π. και σ. 348.
Για παραπέρα επιβεβαίωση
των συνθηκών διεξαγωγής του δημοψηφίσματος προσθέτουμε κάποιες βιβλιογραφικές πληροφορίες: Εκδοτικής Αθηνών, Ιστορία του Ελληνικού
Έθνους, τ. ΙΕ΄(1913-1941), σσ.146-150.
19 Ν. Αλιβιζάτου, Η Βασιλική Περιουσία
(2003), εισαγωγικό κεφάλαιο.
20 Νομίζω
ότι οφείλω εδώ να θυμίσω μια ενδιαφέρουσα επιστολή που έστειλε από το
Μικρασιατικό Μέτωπο ο πρίγκιπας Ανδρέας στον Ιω. Μεταξά, φίλο της βασιλικής
οικογένειας πολύ στενό. Ο πρίγκιπας υπηρετούσε εκεί ως υψηλόβαθμος αξιωματικός.
Και στις 15 Δεκεμβρίου 1921 ενοχλήθηκε που οι εκεί Έλληνες εκδήλωσαν αισθήματα
φιλικά προς το πρόσωπο του Ελ. Βενιζέλου (που δεν ήταν πια Πρωθυπουργός) με την
ευκαιρία της ονομαστικής εορτής του (15 Δεκεμβρίου). Ενοχλημένος ο πρίγκιπας έγραψε
στην επιστολή του και τα ακόλουθα ευγενικά λόγια: «απαίσιοι πραγματικώς είναι
οι εδώ Έλληνες πλην ελαχίστων….θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις
τον Κεμάλ, δια να τους πετσοκόψη όλους αυτούς τους αχρείους»! Ο Μεταξάς
εγγράφει την επιστολή του πρίγκιπα στο Ημερολόγιό του, το οποίο αργότερα έχει
εκδώσει η κόρη του. Από αυτό αντιγράφει ο συγγραφέας του σχολικού βιβλίου
Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία από τις πηγές (γ΄ Λυκείου, «Δέσμη Γ΄») σ. 367,
όπου το απόσπασμα 15α με τη σχετική παραπομπή.
21
Νομίζω ότι το πιο κατατοπιστικό μελέτημα γι’ αυτή τη μικρασιατική περιπέτεια
είναι το (από 1983 ως 2002) σχολικό βιβλίο για την Γ΄ Λυκείου, Θεωρητική
Κατεύθυνση: Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις πηγές. Κεφ. 7ο
«Μικρασιατικός Πόλεμος 1918-23».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου