ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Γκαγκστερικός Καπιταλισμός στην Ρωσία και στην Κίνα


Γκαγκστερικός Καπιταλισμός

Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΓΚΑΝΓΚΣΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ: H ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΗ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ

Άρδην τ. 25 - 26 (έτος 2000)

Συγγραφείς:  N. Holmstrom - R. Smith

Το σκάνδαλο της τράπεζας της Ρωσίας με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος που εμφανίστηκε πρόσφατα στις εφημερίδες είναι μόνο το τελευταίο επεισόδιο στο ογκούμενο κύμα της διαφθοράς που σαρώνει τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Το σημαντικότερο όμως ζήτημα είναι πού βρέθηκαν αυτά τα χρήματα. Πώς, για παράδειγμα, κατάφερε ο πρώην πρωθυπουργός της Ουκρανίας να αγοράσει ένα μέγαρο επτά εκατομμυρίων δολαρίων στο Μάριν Κάουντυ της Καλιφόρνιας με επίσημο μισθό λίγων χιλιάδων δολαρίων ετησίως.
Η απάντηση είναι ολοφάνερη: Η κυριαρχία των γκάνγκστερς στη Μόσχα έχει γίνει πια τόσο γνωστή ώστε η λέξη Μαφία έχασε την αποκλειστικά ιταλική της συνδήλωση. Η Κίνα δεν βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Δέκα χρόνια μετά την Τιεναμέν οι διαδηλώσεις πλέον στρέφονται κατά της επίσημης διαφθοράς, η διαφθορά παραμένει το υπ’ αριθμόν ένα παράπονο του Κινέζου, σύμφωνα με πρόσφατο τίτλο της εφημερίδας New York Times. Οι Δυτικοί οικονομικοί εμπειρογνώμονες, οι οποίοι ήταν οι αρχιτέκτονες της μετάβασης των πρώην κομμουνιστικών χωρών στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, έχουν εκφράσει έκπληξη και απογοήτευση για την έκταση της διαφθοράς, την εγκληματικότητα και την κοινωνική αποσύνθεση που έχουν συνοδεύσει τις αλλαγές της αγοράς που οι ίδιοι σχεδίασαν. Όπως είπε ένας αξιωματούχος του υπουργείου οικονομικών των ΗΠΑ: «Εμείς πιστεύαμε ότι η πρώτη γενιά καπιταλιστών θα ήταν ωραίοι τύποι, αλλά αυτοί είναι ανελέητοι παλιάνθρωποι».

Στο συγκεκριμένο άρθρο θα υποστηρίξουμε ότι η έκπληξη των Δυτικών οικονομολόγων πηγάζει από την φαντασιακή ιστορική εικόνα του κόσμου, όπως διαμορφώνεται από το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο. Η εμφάνιση του γκανγκστερικού καπιταλισμού και της γενικευμένης διαφθοράς στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στην Κίνα θα έπρεπε να ήταν εντελώς αναμενόμενη σε οποιονδήποτε γνωρίζει τις ιστορικές καταβολές του καπιταλισμού στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και αλλού και σε όποιον έχει έστω και μια επιφανειακή γνώση της Μαρξιστικής θέσης για την «πρωταρχική συσσώρευση».

Ο καλύτερος και ικανότερος του Χάρβαρντ «Δημιούργησε τη Ρωσία»

Ο κατήφορος της Ρωσίας προς τον γκανγκστερικό καπιταλισμό ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν οι Ρώσοι μεταρρυθμιστές της αγοράς αποπειράθηκαν να εισαγάγουν τον καπιταλισμό με μια άγρια και αιφνιδιαστική επίθεση – σύμφωνα με τις συμβουλές των δυτικών συμβούλων, ιδιαίτερα του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ για μια «θεραπεία σοκ» και κυρίως του καθηγητή Τζέφρεϊ Ζακς και των οπαδών του καπιταλισμού του Ινστιτούτου για την Διεθνή Ανάπτυξη του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
Το 1990 και το 1991, καθώς το πρόγραμμα αλλαγών του Γκορμπατσόφ απέτυχε και η κυβέρνησή του κατέρρευσε ο Ζακς και οι συνάδελφοί του από το Ινστιτούτο συμβούλεψαν τον Γιεγκόρ Γκαϊντάρ, τον πρώτο τσάρο της οικονομίας του Γέλτσιν, να εξαφανίσει τάχιστα τα περισσότερα μέτρα ελέγχου και επιδοτήσεων που αποτέλεσαν δομικά στοιχεία της ζωής των Σοβιετικών πολιτών για ένα σχεδόν αιώνα.
Ο Ζακς προέβλεπε μια λιγότερο ή περισσότερο ομαλή μετάβαση σε ένα φυσιολογικό, δυτικότροπο καπιταλισμό από την στιγμή που το αρχικό σοκ από την απελευθέρωση των τιμών θα έπαυε. Στις αρχές του ’90 καυχιόταν για την συνταγή της θεραπείας σοκ που εξαφάνισε τον υπερπληθωρισμό της Βολιβίας σε 9 ημέρες. Στην Ανατολική Ευρώπη και στην Ρωσία παραδέχτηκε ότι θα χρειαστεί περισσότερο διάστημα.
Ο Ζακς σκέφτονταν με τέτοιο τρόπο επειδή, όπως και οι περισσότεροι οικονομολόγοι της κυρίαρχης σκέψης, έχει μια εντελώς ανιστόρητη αντίληψη της οικονομίας. Όπως ο Άνταμ Σμιθ, ο Ζακς πιστεύει ότι η τάση για εμπόριο και ανταλλαγή είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Έτσι υποθέτει ότι η μετάβαση στον καπιταλισμό θα ήταν μια φυσική, πρακτικά αυτόματη, οικονομική διαδικασία: ξεκινώντας από την κατάργηση του κρατικού σχεδιασμού, την απελευθέρωση των τιμών, την προώθηση του ανταγωνισμού με την άμεση ιδιωτικοποίηση, η οικονομική ανάπτυξη και ευημερία θα ακολουθούσαν. Όπως έγραφε το 1990: «Όλα αυτά (η θεραπεία σοκ) θα μειώσουν δραστικά τους πραγματικούς μισθούς το 1990, σε ποσοστό 20%, σε σχέση με αυτούς του 1989. Αυτό είναι ένα θαρραλέο βήμα. Αυτή η πτώση όμως δεν σημαίνει και μία ανάλογη πτώση και στο επίπεδο διαβίωσης. Αυτή θα είναι λιγότερο οξεία, υποστηριζόμενη από το τέλος των ελλείψεων και του 'φόρου του πληθωρισμού' που τώρα κατατρώγει το οικογενειακό εισόδημα και τα αληθινά κέρδη δεν θα αντανακλώνται στους δείχτες των πραγματικών μισθών.»[1]
Το κρίσιμο σημείο, στο οποίο επέμενε ο Ζακς, είναι ότι δεν επρόκειτο να δαπανηθεί χρόνος για ημίμετρα ή ανέλπιδους «τρίτους δρόμους», όπως ο «χιμαιρικός σοσιαλισμός της αγοράς», αλλά θα επέμενε για την μετάβαση σε δυτικού τύπου οικονομία της αγοράς.
Έτσι ο Γκαϊντάρ και ο διάδοχος του Τσουμπάις δεν έχασαν χρόνο και προχώρησαν τάχιστα προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ρωσία δέχτηκε το σοκ. Στις 2 Ιανουαρίου του 1992 οι έλεγχοι των τιμών στα εμπορεύσιμα αγαθά ήρθησαν κατά 90% και μέχρι το τέλος του 1994, τα τρία τέταρτα της μεσαίας και μεγάλης βιομηχανίας ιδιωτικοποιήθηκαν, πουλήθηκαν (κλάπηκαν είναι ο πιο σωστός όρος) σε κακοποιούς του υποκόσμου και ο ιδιωτικός τομέας παρήγαγε το 62% του επίσημου ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος.

Η οπισθοδρόμηση της Ρωσίας

Το αποτέλεσμα ήταν μια απίστευτη καταστροφή. Τον πρώτο χρόνο των αλλαγών το βιομηχανικό προϊόν κατέρρευσε κατά 26%. Από το 1992 ως το 1995 το ρωσικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 42% και η βιομηχανική παραγωγή κατά 46%- πολύ περισσότερο και από την κρίση στις ΗΠΑ την εποχή της μεγάλης ύφεσης. Το χειρότερο ήταν ότι το πρόγραμμα του δρ. Ζακς συνεχιζόταν. Από το 1989 η ρωσική οικονομία συρρικνώθηκε κατά το ήμισυ και συνεχίζει να πέφτει. Το πραγματικό εισόδημα έχει βυθιστεί κατά 40% από το 1991. Το 80% των Ρώσων δεν διαθέτουν πια καθόλου οικονομίες. Η ρωσική κυβέρνηση, χρεοκοπημένη από την κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας, έπαψε να πληρώνει τους μισθούς σε εκατομμύρια εργαζόμενους και συνταξιούχους. Η ανεργία και ιδιαίτερα αυτή των γυναικών εκτινάχθηκε στα ύψη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 περισσότερα από 44 εκατομμύρια ανθρώπων στην Ρωσία των 148 εκατομμυρίων ζούσαν κάτω από το επίπεδο της φτώχειας (με εισόδημα κάτω από 32 δολάρια τον μήνα). Τα τρία τέταρτα του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 100 δολάρια τον μήνα. Οι αυτοκτονίες διπλασιάστηκαν και οι θάνατοι από αλκοόλ τριπλασιάστηκαν στα μισά της δεκαετίας. Η παιδική θνησιμότητα έφτασε στα επίπεδα του Τρίτου Κόσμου και οι γεννήσεις μειώθηκαν δραματικά.
Μετά από τα πέντε χρόνια των αλλαγών, το προσδοκώμενο επίπεδο ζωής έπεσε για τις γυναίκες δύο χρόνια, φτάνοντας τα εβδομήντα δύο χρόνια και για τους άνδρες τα πενήντα οκτώ, μειωμένο κατά τέσσερα χρόνια που είναι χαμηλότερο και από εκείνο του τέλους του περασμένου αιώνα. Οι θάνατοι στην Ρωσία υπερέχουν σε τέτοιο ποσοστό ώστε ο ρωσικός πληθυσμός μειώνεται κατά ένα εκατομμύριο ανά έτος. Αν αυτή η τάση διατηρηθεί για τα επόμενα τριάντα χρόνια τότε η Ρωσία θα έχει πληθυσμό 123 εκατομμύρια έναντι 147 σήμερα, μια δημογραφική καταστροφή που έχει να συμβεί από τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.[2]
«Οι οικονομικές αλλαγές» επέφεραν και την μαζική εγκατάλειψη παιδιών. Ως το τέλος του 1998, τουλάχιστον δύο εκατομμύρια παιδιά ήσαν ορφανά, περισσότερα και από εκείνα του τέλους του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, από αυτά μόνο τα 650.000 είναι σε ορφανοτροφεία. Τα υπόλοιπα είναι άστεγα. Ένα χρόνο μετά την εγκατάλειψη του ορφανοτροφείου ένα στα τρία γίνεται αλκοολικό, ένα στα δέκα κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Στην χώρα που ήταν κάποτε η δεύτερη βιομηχανική δύναμη στον κόσμο και όπου τα εκπαιδευτικά ιδρύματα έβγαζαν περισσότερους επιστήμονες και μηχανικούς κάθε χρόνο από ότι οι ΗΠΑ, δέκα εκατομμύρια παιδιά δεν πηγαίνουν σχολείο.
Αυτή η ανθρώπινη καταστροφή, που οι οικονομολόγοι της επίσημης σκέψης αποκαλούν, «αναταράξεις στον δρόμο για την οικονομία της αγοράς», είναι πιο εύστοχα διατυπωμένη από τον καθηγητή Στέφεν Κοέν του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης ως η "χωρίς τέλος καταστροφή, ο,τιδήποτε αναγκαίου για μια ευπρεπή διαβίωση".

Ο ρόλος της Δύναμης και της Βίας στην θεσμοθέτηση του καπιταλισμού

Οι μεταρρυθμίσεις του Ζακς έδωσαν, χωρίς αμφιβολία, την ελευθερία τους στους επιχειρηματίες της «Νέας Ρωσίας». Αλλά αντί οι επενδύσεις να εξορθολογίσουν την οικονομία, σύμφωνα με τις καπιταλιστικές αρχές, η νέα ρωσική μπουρζουαζία βυθίστηκε σε μια καταχθόνια, ελεύθερη σε όλα, αρπαγή – μια κτηνώδη επιδίωξη καταλήστευσης ο,τιδήποτε πέφτει στα χέρια τους. Λεηλάτησαν την κρατική περιουσία, τον φυσικό πλούτο, τον κρατικό χρυσό, τα διαμάντια, το πετρέλαιο, το αέριο, τα δάση της Σιβηρίας, ακόμη και το πλουτώνιο και τα παρέδωσαν στην Δύση για να δημιουργήσουν την προσωπική τους περιουσία. Και όπως είδαμε στα σκάνδαλα ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, ιδιοποιήθηκαν δισεκατομμύρια δολλάρια με την δυτική βοήθεια.
Αντί να προωθήσουν τον κλεμμένο τους πλούτο σε παραγωγικές-αναπτυξιακές επενδύσεις, όπως είχαν ελπίσει οι μεταρρυθμιστές του Ζακς, το μεγαλύτερο μέρος της λείας μεταφέρθηκε σε μυστικούς τραπεζικούς λογαριασμούς της Δύσης ή σπαταλήθηκε σε γιοτ και βίλες στην γαλλική Ριβιέρα.
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η κόκκινη ρωσική μπουρζουαζία είχε διοχετεύσει πάνω από 150 δισεκατομμύρια δολάρια, σε τραπεζικούς λογαριασμούς του εξωτερικού, σε επενδύσεις και αγορές ακίνητης περιουσίας. Στην χώρα έχουν «επενδύσει» σε γούνες, λιμουζίνες και πολυτελή ζωή. Έχουν προσλάβει ιδιωτικούς στρατούς για να προστατεύουν τον κλεμμένο πλούτο και ιδιοκτησία (ο ένας από τον άλλο).
Αλλά αυτό μόνο έως ότου, όπως ειλικρινά αναγνώρισε ο θατσερικός 'Εκόνομιστ', η «νομιμοποίηση» των κλεμμένων περιουσιών μπορέσει να εγκριθεί από ενδοτικές κυβερνήσεις, όπως έγινε με τις περιφραγμένες εκτάσεις[3] στην Αγγλία ή με τις τεράστιες εκτάσεις που αρπάχτηκαν στις ΗΠΑ τον περασμένο αιώνα. Το 1994 ένας αξιωματούχος του υπουργείου οικονομικών των ΗΠΑ είπε στον δημοσιογράφο Σέιμουρ Χερς ότι οι αμερικανοί οικονομολόγοι της «θεραπείας σοκ», απέτυχαν να προβλέψουν σε όλο της το μέγεθος την φαυλότητα και την αρπακτικότητα των νεο-μαφιόζων καπιταλιστών. «Πολύ χειρότεροι από τους βαρόνους της αρπαγής στις ΗΠΑ αυτοί οι τύποι αφαιρούν τα σφραγίσματα από τα δόντια μετά από κάθε φόνο. Πρόκειται για εφιάλτη.»[4]
Ποιος ήταν δυνατό να γίνει καπιταλιστής στη Νέα Ρωσία; Ο Ζακς εύκολα ξεμπέρδεψε με τους εργάτες: "Ο στόχος θα έπρεπε να είναι η μετατροπή των κρατικών επιχειρήσεων σε ιδιωτικές εταιρείες με μεταβιβαζόμενες ιδιόκτητες μετοχές και όχι σε συνεταιρισμούς ή εταιρείες αυτοδιοικούμενες από τους εργαζόμενους." Ο Ζακς επιμένει επίσης ότι "η κυβέρνηση πρέπει να εμποδίσει τους διευθυντές να υπεξαίρουν την κρατική περιουσία". Αν δεν είναι οι εργάτες, ούτε οι διευθυντές, τότε ποιοι θα γινόταν καπιταλιστές, ιδιοκτήτες των ιδιωτικών επιχειρήσεων; Πώς θα μπορούσαν οι μεταρρυθμιστές να προχωρήσουν στην οικοδόμηση ενός δυτικού τύπου καπιταλισμού χωρίς καπιταλιστές;
Για να στηθεί η βάση για "φυσιολογική" καπιταλιστική συσσώρευση, έπρεπε να προηγηθεί μια "πρωταρχική συσσώρευση"- θα έπρεπε να δημιουργηθούν οι καπιταλιστές. Θα έπρεπε να υπάρχουν άτομα τα οποία να κατέχουν κτήματα, ιδιωτική περιουσία, εργοστάσια, ορυχεία, πετρελαιοπηγές και δάση. Αλλά από την στιγμή που δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν την κρατική περιουσία από την κυβέρνηση, δεν ήταν δυνατή μια ιδιωτικοποίηση νόμιμη, θεσμοθετημένη ή ηθική. Και δεδομένης της επιμονής του Ζακς για την ανάγκη μιας ταχύτατης μετάβασης, δεν υπήρχε χρόνος για την δημιουργία μιας ντόπιας καπιταλιστικής τάξης από μικρούς επιχειρηματίες που θα αναπτύσσονταν σε δεκαετίες ή αιώνες σε μεγάλες εταιρείες. Αυτή η τάξη έπρεπε να δημιουργηθεί σε θερμοκήπιο πρακτικά μέσα σε μια νύχτα. Και δημιουργήθηκε.
Στο τέλος, με ένα συνδυασμό στοιχείων του υποκόσμου της Μαφίας, της νομενκλατούρας και ιδιαίτερα των διευθυντών συγκεκριμένων επιχειρήσεων, καθώς και μερίδων της διανόησης, ιδιωτικοποιήθηκε η οικονομία, με εγκληματικό τρόπο.
Στην πραγματικότητα ο Ζακς και το Ινστιτούτο του Χάρβαρντ φέρουν μεγάλη ευθύνη για την δημιουργία της ρωσικής εγκληματικής καπιταλιστικής τάξης. Επειδή αυτοί ήσαν που σχεδίασαν πολλά από τα διατάγματα των ιδιωτικοποιήσεων. Στις ΗΠΑ αυτή την στιγμή βρίσκεται σε διαδικασία έρευνα που αναζητά τις ευθύνες του Ινστιτούτου για την Διεθνή Ανάπτυξη, του Χάρβαρντ, σε ποια έκταση και βαθμό παραβίασαν τους νόμους της χώρας, διοχετεύοντας εκατοντάδες χιλιάδες δολλάρια του Κέντρου για την Διεθνή Ανάπτυξη των ΗΠΑ στα χέρια των διεφθαρμένων ατόμων που προώθησαν τις ιδιωτικοποιήσεις, όπως ο Τσουμπάις και οι φίλοι του και σε ποια έκταση οι ίδιοι οι σύμβουλοι του Ινστιτούτου επωφελήθηκαν από αυτές τις διαδικασίες.
Συνολικά, μια δεκαετία μετά την παρέμβαση των φωστήρων της τελευταίας γενιάς του Χάρβαρντ που ανέλαβαν την ανοικοδόμηση της Ρωσίας, η άλλοτε υπερδύναμη έχει εντυπωσιακά οπισθοδρομήσει. Η οικονομία είναι συντρίμμια. Η χώρα έχει φορτωθεί με ένα χρέος που ξεπερνά τα 150 δισεκατομμύρια δολάρια, οι κοινωνικές υπηρεσίες και η Υγεία έχουν εξαρθρωθεί, 70 με 80% του πληθυσμού επιβιώνει στα όρια της απλής συντήρησης. Το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας ζει σε ακραία φτώχια., πολλοί στο χείλος της λιμοκτονίας. Και μια τάξη καπιταλιστών γκάνγκστερς υποκατέστησε τη σταλινική γραφειοκρατία. Και αυτό οι Αμερικανοί οικονομολόγοι αποκαλούν μια «ορθολογική», «φυσιολογική» οικονομία.4[5]
Οι θεμελιακές συνθήκες της καπιταλιστικής παραγωγής πραγματοποιήθηκαν στην Ρωσία πολύ σύντομα: από την μια πλευρά οι μάζες των Ρώσων που έχουν χάσει όλες τις εγγυήσεις της διαβίωσής τους, που παρέχονταν από το παλιό σοβιετικό καθεστώς, και από την άλλη πλευρά οι πλούσιοι, πάντα πρόθυμοι να ενισχύσουν την περιουσία τους. Παρόλα αυτά, το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας αμφισβητείται σφοδρά και δεν είναι καθόλου εδραιωμένο στην Ρωσία. Η κατοχή ιδιοκτησίας δεν είναι ακόμη απόλυτα νόμιμη και δεν υπάρχει ανεξάρτητη δικαιοσύνη ούτε αστικό κράτος να την στηρίξει. Η λαϊκή αντίσταση στην νομιμοποίηση της «αρπαγής» της κρατικής περιουσίας παραμένει ισχυρή. Επί πλέον, χωρίς αυτές τις εγγυήσεις οι περισσότεροι ρώσοι καπιταλιστές παραμένουν απρόθυμοι να επενδύσουν χρήματα για επενδύσεις στην χώρα τους. Έτσι πραγματοποιείται ένας πολύ μικρός αριθμός παραγωγικών επενδύσεων, η ανάπτυξη είναι ελάχιστη και η οικονομία συνεχίζει να βυθίζεται ενώ συνεχίζονται οι ιδιωτικοποιήσεις και προωθείται η αγορά.

«Το να γίνεις πλούσιος είναι λαμπρό»

Το πέρασμα της Κίνας στον καπιταλισμό ακολούθησε ένα τελείως διαφορετικό δρόμο, μα είχε ένα ίδιο τελικό αποτέλεσμα.[6] Από την μια μεριά η μετακομμουνιστική ιθύνουσα τάξη της Κίνας αγωνίζεται να απαλλοτριώσει το προλεταριάτο και να σπάσει "τα σιδερένια πιάτα του ρυζιού" (την εγγυημένη εργασία, την επιδοτούμενη από το κράτος κατοικία, την δωρεάν περίθαλψη) και να τους υποτάξει στην πειθαρχία της αγοράς χτυπώντας την σοσιαλιστική "νωθρότητα" και αυξάνοντας την εργατική παραγωγικότητα (σύμφωνα με την οργάνωση Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Κίνα, που εδρεύει στη Νέα Υόρκη, αναπαράγοντας, ακόμη και τα φτωχοκομεία της εποχής του Ντίκενς στην Αγγλία).
Από την άλλη προσπαθούν να επιταχύνουν την ιδιωτικοποίηση των κερδών και, πρακτικά, την κατοχή των κρατικών μέσων παραγωγής. Πολλά στελέχη «δανείζονται» από τα κρατικά κεφάλαια και τα σπρώχνουν στην θάλασσα της αγοράς. Αυτή η κατεύθυνση έχει ενθαρρυνθεί από τα ανώτερα στελέχη του κόμματος, ξεκινώντας από τον Ντεγκ Ξιάο Πιγκ και τα παιδιά του. Από την έναρξη των μεταρρυθμίσεων στις αρχές του ’80, αυτοί οι μετακομμουνιστές βαρόνοι της αρπαγής έχουν επιδοθεί σε ένα όργιο διαφθοράς, χρηματισμού, καταχρήσεων, λαθρεμπορίου, υπεξαίρεσης συναλλάγματος, δωροδοκιών, προμηθειών, πώληση επιρροής και ιδιοποίησης της κρατικής περιουσίας για τη δημιουργία προσωπικών περιουσιών και την υπεξαίρεση των κρατικών αποθεμάτων, επιχειρήσεων και ιδιοκτησίας. Αυτή η «επίσημη διαφθορά» υπήρξε και το κύριο αίτιο διαμαρτυρίας για τους συγκεντρωμένους της εξέγερσης της πλατείας Τιενανμέν το 1989. Η δυσαρέσκεια σήμερα είναι ακόμα πιο βαθιά.
Η μετάβαση της Κίνας στον καπιταλισμό διαφέρει από την ρωσική περίπτωση για δύο λόγους: πρώτον, στην Κίνα, ξεκινώντας από το 1978 έσπασαν τις λαϊκές κομμούνες τους και ιδιωτικοποίησαν σε μεγάλο ποσοστό τον αγροτικό τομέα (ενώ στην Ρωσία αυτός ο τομέας αποτελείται ακόμα από μεγάλες κρατικές αγροτικές επιχειρήσεις). Αν και ακόμη το κράτος εξακολουθεί τυπικά να διατηρεί την νομική ιδιοκτησία της γης ωστόσο προώθησε την μακροπρόθεσμη ενοικίαση της γης που επιτρέπει στους καλλιεργητές να κάνουν επενδύσεις για την βελτίωση της παραγωγής. Αν και ακόμη επιβάλλει ποσοστώσεις για την παραγωγή των σημαντικότερων προϊόντων, όπως τα σιτηρά, τα έλαια, ή το βαμβάκι, η κυβέρνηση επέτρεψε στους αγρότες να οργανώνουν ελεύθερα την παραγωγή και να πωλούν το πλεόνασμα στην ελεύθερη αγορά. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις μεταμόρφωσαν τον κινεζικό αγροτικό τομέα, παράγοντας φυσιολογικές και παρατεταμένες αυξήσεις στο αγροτικό εισόδημα που εξυπηρέτησαν την υποστήριξη του συνόλου των μεταρρυθμιστικών διαδικασιών.
Δεύτερον, ενώ οι Ρώσοι ταχύτατα (και εγκληματικά) ιδιωτικοποίησαν μεγάλους τομείς της κρατικής βιομηχανίας στην αρχή της διαδικασίας των μεταρρυθμίσεων, οι Κινέζοι μέχρι τώρα διατήρησαν την κρατική ιδιοκτησία στην διεύθυνση και τον σχεδιασμό στον κύριο όγκο της βιομηχανίας. Παράλληλα με τον κρατικό τομέα, όμως, η Κίνα προώθησε ταυτόχρονα την ανάπτυξη μιας ιδιωτικής και ημι-ιδιωτικής οικονομίας, κυρίως με ξένα κεφάλαια και εξαγωγικά προσανατολισμένης.
Αυτή η οικονομία αποτελείται κυρίως από νέες αγροτικές βιομηχανίες και «ειδικές οικονομικές ζώνες», που εγκαταστάθηκαν στην Γκουαγκντόγκ και σε άλλες παραλιακές επαρχίες το 1980.
Σε αντίθεση με τις κρατικές βιομηχανίες που συνεχίζουν να κινούνται με βάση τον σχεδιασμό, αυτές οι νέες βιομηχανίες παράγουν για την αγορά και έχουν ελάχιστους ή κανέναν από τους περιορισμούς και τις κοινωνικές υποχρεώσεις των κρατικών επιχειρήσεων. Έτσι οι Κινέζοι δημιούργησαν στην ουσία μια οικονομία μέσα στην οικονομία. Αυτό έγινε κατορθωτό επειδή μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τον τεράστιο πλούτο του Χονγκ Κονγκ και των Κινέζων του εξωτερικού για να χρηματοδοτήσουν την ιδιωτική και ημι-ιδιωτική ανάπτυξη.
Η Κινεζική ηγεσία, επιπλέον, κάλεσε τους δυτικούς και ιδιαίτερα τους Αμερικανούς να επενδύσουν στις ειδικές οικονομικές ζώνες, πράγμα που έκαναν μαζικά από τα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Έτσι, πάλι σε αντίθεση με την Ρωσία, οι ξένοι επενδυτές χρηματοδότησαν την ανάπτυξη του μη κρατικού τομέα της βιομηχανίας στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Με αυτό τον τρόπο, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, η μετάβαση στον καπιταλισμό ήταν λιγότερο τραυματική από την θεραπεία σοκ που επιβλήθηκε στην Ρωσία από τον δρ. Ζακς και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Επιπλέον, με την διατήρηση της κρατικής ιδιοκτησίας στην βιομηχανία, η διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης στην Κίνα απλά καθυστέρησε…
Για χρόνια μετά την έναρξη των μεταρρυθμίσεων το 1978, η κυβέρνηση φαινόταν ότι επιθυμούσε να περιορίσει την ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς στην παράλληλη αγροτική παραγωγή, στις μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις, και στο μικρό εμπόριο. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες, όσο εφαρμόστηκαν. Αλλά ο αγροτικός τομέας, η μικρή βιομηχανία και οι αγροτικές αγορές δεν μπορούσαν να παράγουν το κεφάλαιο για την ανανέωση της κινεζικής οικονομίας και δεν μπορούσαν να απασχολήσουν τον αυξανόμενο πληθυσμό της χώρας.
Στα μισά της δεκαετίας του ’80, ο Ντεγκ έδωσε την δυνατότητα στα στελέχη του κόμματος να ασχοληθούν με τις επιχειρήσεις σε μεγάλη κλίμακα. Τα στελέχη απέκτησαν την ελευθερία να εγκαθιδρύουν μεικτές επιχειρήσεις με ξένους καπιταλιστές και ιδιωτικές επιχειρήσεις με στόχο να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, εισοδήματα από φόρους και να προσελκύσουν ξένα κεφάλαια. Ωστόσο τα στελέχη, όπως και στην Ρωσία, δεν διέθεταν προσωπικό κεφάλαιο ώστε να δημιουργήσουν ιδιωτικές επιχειρήσεις και δεν είχαν υπό την ιδιοκτησία τους τις επιχειρήσεις που διηύθυναν. Έτσι, χωρίς την ύπαρξη ενός "νόμιμου" δρόμου για την δημιουργία μιας αστικής τάξης, η κόκκινη μπουρζουαζία της Κίνας άρχισε να χτίζει την περιουσία της μέσα από τη διαφθορά. Στην αρχή πλούτισαν, εμπορευόμενοι μέσα από τις θέσεις που κατείχαν, στην συνέχεια άρχισαν σταδιακά να μεταφέρουν κρατικά κεφάλαια στις ιδιωτικές επιχειρήσεις τους. Τα αγροτικά στελέχη εισέπρατταν ανεπίσημα μεγάλα ποσά από τους αγρότες.
Στην προοδευτική κατάρρευση της κοινωνικής ευταξίας της Κίνας προς έναν φύρδην-μίγδην καπιταλισμό δεν είναι πλέον καθαρό ποιος κατέχει τι. Όπως και στην περίπτωση της Ρωσίας, η μετάβαση σε μια οικονομία της αγοράς χωρίς ένα αστικό νομικό πλαίσιο, γρήγορα οδηγεί στην διαφθορά, στο έγκλημα, στον γκανγκστερικό καπιταλισμό και στην βία, σε κοινωνική διαπάλη για τον έλεγχο της ιδιοκτησίας που αγκαλιάζει ολόκληρη την κοινωνία.
Στις πόλεις, οι διευθυντές επιδιώκουν να περιορίσουν τα δικαιώματα των εργατών και δεκάδες χιλιάδες βιομηχανικοί εργάτες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εργασίες τους στον κρατικό τομέα και να καταφύγουν στον ιδιωτικό. Τα στελέχη-καπιταλιστές προσπαθούν να ιδιωτικοποιήσουν τις επιχειρήσεις «τους» μέσα από απάτες στις προμήθειες, κρυφές συμφωνίες, εξαπατώντας τις κρατικές υπηρεσίες και ανοικτή αρπαγή. Τα αφεντικά των εργοστασίων απομυζούν τους εργάτες και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απομυζούν τους καπιταλιστές. Δημόσιοι τομείς όπως ο στρατός και η παιδεία έχουν μπει στις επιχειρήσεις.
Στην επαρχία, εκατομμύρια Κινέζων αγροτών έχουν διωχθεί από τον τόπο τους, λόγω οικονομικών αναγκών. Το κράτος αρνείται να τους πληρώσει ικανοποιητικά για τις καλλιέργειές τους ώστε να μπορούν να επιβιώσουν, η γη τους καταστρέφεται από την υπερκαλλιέργεια ή την ξηρασία, δεδομενου ότι τα πολύτιμα υδατικά αποθέματα διοχετεύονται σε κυβερνητικά ή σε μεικτές βιομηχανικές επιχειρήσεις, ή, τέλος, υποχρεώνονται να φύγουν από τοπικούς αξιωματούχους, οι οποίοι δημεύουν την γη τους, για την δημιουργία μεικτών επιχειρήσεων, την κατασκευή δρόμων ή για την αστική επέκταση.[7]
Τον Μάρτιο του 1998 η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ξεκινήσει την ιδιωτικοποίηση των προβληματικών κρατικών επιχειρήσεων ξεπουλώντας χιλιάδες μικρές κρατικές βιομηχανίες. Αλλά σε λίγους μόνο μήνες το πρόγραμμα κατέρρευσε εξ αιτίας της διαφθοράς, όπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ζου Ρογκζί παραδέχτηκε στον λόγο του στο Εθνικό Συνέδριο του Λαού τον Μάρτιο του 1999. Ο Ζου, προσπαθούσε, εν μέρει, να απαντήσει στην αυξανόμενη οργή του κινεζικού λαού για την ογκούμενη διαφθορά. Η απειλή από την αυξανόμενη ανεργία που αναπόφευκτα επιφέρει η ιδιωτικοποίηση (και την οποία δύσκολα μπορεί να ανεχθεί η Κίνα ) ανάγκασε τους Κινέζους μεταρρυθμιστές να συγκρατηθούν. Για την ώρα η εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση αναβάλλεται.
Το τελικό αποτέλεσμα της διαδικασίας της πρωταρχικής συσσώρευσης δεν μπορεί να προβλεφθεί. Αλλά είναι απολύτως βέβαιο ότι παρά τις φαντασιώσεις των Αμερικανών ακαδημαϊκών οικονομολόγων, για μια σταδιακή και εύκολη μετάβαση στον καπιταλισμό, αυτός μπορεί να γεννηθεί μόνο σε συνθήκες έντονης ταξικής πάλης, σε όλες της τις μορφές. Και αντί ενός τεράστιου καταναλωτικού κέρατος της Αμάλθειας για όλους, μπορούμε μάλλον να περιμένουμε εκτεταμένη φτώχεια και αναβρασμό, καθώς εκατομμύρια άνθρωποι χάνουν την γη και τις εργασίες τους.
Υπάρχει ήδη ένας «πλεονάζων πληθυσμός» στην Κίνα, πάνω από εκατό εκατομμύρια άστεγων και άνεργων μεταναστών. Αλλά όπως αποδεικνύουν οι αναφορές, όπως του Παρατηρητηρίου για την Ασία, στο Asia Labor Update, μεγάλες τμήματα του κινεζικού λαού δεν αντιδρούν παθητικά στον βίαιο μετασχηματισμό τους.
Από τις αρχές της δεκαετίας του '990, η δυσαρέσκεια από τον πληθωρισμό, την μη καταβολή των δεδουλευμένων, τις απολύσεις, τις επικίνδυνες συνθήκες εργασίας και την διαφθορά της γραφειοκρατίας, έχει τροφοδοτήσει χιλιάδες απεργίες, στάσεις και διαμαρτυρίες κατά των κρατικών και των ξένων εταιρειών. Παράλληλα, οι αγρότες διαμαρτύρονται για την μεγάλη φορολογία, την διαφθορά και την απαλλοτρίωση της γης τους. Και παρά την άγρια κρατική καταστολή, οι εργάτες έχουν επανειλημμένα δοκιμάσει να δημιουργήσουν τα δικά τους ανεξάρτητα συνδικάτα. Οι δυνάμεις της εργασίας στην Κίνα που γίνονται όλο και πιο μαχητικές και ανυπότακτες, μένει ακόμη να βρουν την φωνή τους, αλλά όταν θα το κάνουν μπορούν να δώσουν ένα ισχυρό πλήγμα στα σχέδια της Διεθνούς Τράπεζας και των ντόπιων γραφειοκρατών για το πέρασμα στον καπιταλισμό. Η κυβερνητική αντίδραση στις εκδηλώσεις των οπαδών του Φαλούν Γκονγκ,[8] δείχνει πόσο απελπισμένα φοβάται τις ανεξάρτητες οργανώσεις.

Συμπέρασμα

Ο καπιταλισμός απαιτεί μια τάξη καπιταλιστών και μια τάξη προλετάριων. Αυτές οι τάξεις δεν δημιουργούνται φυσικά και αυθόρμητα. Όπως έχει αποδειχτεί στην πρωταρχική μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό και όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε από τις ραγδαίες αλλαγές στο πρώην σοβιετικό μπλοκ, τα τελευταία είκοσι χρόνια ο πλουτισμός λίγων και η εκπτώχευση των πολλών, αναπόφευκτα είναι μια διαδικασία που προϋποθέτει βία και διαφθορά. Το περίεργο δεν είναι ότι η εισαγωγή του καπιταλισμού προκαλεί τόσες καταστροφές αλλά το ότι οι φημισμένοι δυτικοί οικονομολόγοι ως οι αρχιτέκτονες αυτής της μετάβασης περίμεναν κάτι διαφορετικό.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.The Economist (13 Ιανουαρίου, 1990), σελ.23. Οι ακόλουθες παραθέσεις του Ζακς είναι από το ίδιο άρθρο.
2. Michael Specter, “Η επιδείνωση της υγείας στην Ρωσία, αυξανόμενη νοσηρότητα συντομότερη διάρκεια ζωής”, New York Times, 19 Φεβρουαρίου 1995.
3. Οι enclosures στην Αγγλία, όπως περιγράφονται από τον Μαρξ, στο Κεφάλαιο, ήταν περιφραγμένες εκτάσεις όπου οι ιδιοκτήτες της γης εξέτρεφαν πρόβατα, εκδιώκοντας τους παλιούς ιδιοκτήτες (Σ.τ.μ.)
4. Atlantic Monthly, Ιούνιος 1994, σελ. 79.
5. Ο βαθμός της απελπισίας των θυμάτων της μετάβασης στον καπιταλισμό αποδεικνύεται και από πρόσφατες δημοσκοπήσεις σχετικές με την στάση απέναντι στις μεταρρυθμίσεις. Στην ερώτηση, “τι οικονομικό σύστημα θα προτιμούσατε”, το 48% των Ρώσων απάντησε ότι προτιμούσε το κρατικό σύστημα σχεδιασμού και διανομής ενώ μόνο το 35% προτιμούσε “την ιδιωτική ιδιοκτησία και την αγορά”. Στην ερώτηση αν προτιμούσαν το προηγούμενο σύστημα απάντησε καταφατικά το 58% και αρνητικά μόνο το 27%.
6. Richard SmithΟ κινέζικος δρόμος για τον καπιταλισμό” New Left Review (Μάιος-Ιούνιος 1993), σελ. 55-99.
7. Οι μέθοδοι και το μέγεθος της διαφθοράς έχει καταγραφεί επανειλημμένα τόσο στην Κίνα όσο και στην Δύση. Μία από τις καλύτερες πηγές είναι το ευρύτατα γνωστό πρόσφατο βιβλίο Zhongguo de xianjihg (Η παγίδα της Κίνας) από τον δημοσιογράφο και πρώην οικονομολόγο He Qinglian, που έθεσε σε δοκιμασία την κρατική ανοχή. Ακόμη υπάρχει και η αναφορά των Liu Binyan και Perry Link στο New York Review of Books.
(8 Οκτωβρίου 1998).
8. Η Φαλούν Γκονγκ είναι μια αίρεση, με δεκάδες εκατομμύρια μέλη που υφίσταται εκτεταμένες διώξεις από τις κινεζικές αρχές.

Η Nancy Holmstrom είναι καθηγήτρια της Φιλοσοφίας στο Rutgers University στο Νιούαρκ, με ειδίκευση στην Κοινωνική Φιλοσοφία και ειδικά στην μαρξιστική και φεμινιστική θεωρία. Είναι συνεκδότρια στο Not for Sale: In defense of Public Goods (Westview Press, 2.000).
Ο Richard Smith έχει διδάξει Ιστορία στο Rutgers University στο Νιού Μπρούνσγουικ και έχει γράψει για τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες της μετάβασης στον καπιταλισμό στην Κίνα, στο New Left Review, τον Ecologist και άλλα περιοδικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes