ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

Από την Oθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος (1908-1923)


Από την Oθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος (1908-1923)
4/07/2013

του Βλάση Αγτζίδη
Στη σειρά των βιβλίων “Ε-Ιστορικά” της Κυριακάτικης  Ελευθεροτυπίας, επιμελήθηκα ενός τόμου που δόθηκε στις 19 Μαϊου 2013 με την εφημερίδα και είχε ως τίτλο:  Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος (1908-1923). Η Γενοκτονία στην ΑνατολήΣυμπεριελήφθησαν και άρθρα σημαντικών Τούρκων αντιεθνικιστών ιστορικών και κοινωνικών επιστημόνων. Κάποια απ’ αυτά είχαν δημοσιευτεί  στην εφημερίδα “Δρόμος της Αριστεράς” (Taner Akçam, Fikret Baskaya, Ahmet Oral, Dogan Akanli, Attila Tuygan, Pervin Erbil) κάποια για πρώτη φορά (Fuat Dundar, Μehmet Akyol, Izmail Besiktzi, Sait Çetinoğlu, Sibel Ozbundan). Παρουσιάζονται επίσης οι απόψεις της Ayse Hour και του Halil Berktay. Συμμετείχε επίσης με κείμενο ο ερευνητής Θεόδωρος Παυλίδης και την αποτίμηση έκανε ο ιστορικός Γιάννης Σκαλιδάκης.
Το δικό μου εισαγωγικό κείμενο έχει ως τίτλο “Από την Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος (1908 – 1923)”.  Παρατίθεται στη συνέχεια:


Προσεγγίζοντας την ιστορία  με μια νέα ματιά

       «Someone winner takes it all, and one loses has to fall» τραγουδούσε κάποια χρόνια πριν το συγκρότημα των Abba. Μπορεί ο στίχος τους αυτός να αφορούσε τον χαμένο στο παιχνίδι του έρωτα, αλλά με τη φράση αυτή αποτυπωνόταν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που συμβαίνει στο χώρο της Ιστορίας.
Την επίσημη Ιστορία τη γράφουν πάντα οι νικητές, και η προσπάθεια των ηττημένων να αναδείξουν και αυτοί τη δική τους ιστορική εμπειρία αποτελεί τις περισσότερες φορές μια επώδυνη περιπέτεια.
Η σχετικά πρόσφατη δημόσια και επιστημονική αντιπαράθεση για τα σχολικά βιβλία και τον τρόπο που αντιμετωπίζονται συγκεκριμένα ιστορικά θέματα δίχασε με πρωτοφανή τρόπο την ελληνική κοινωνία. Η διεκδίκηση της ιστορικής ορθότητας και της κυριαρχίας μιας συγκεκριμένης ερευνητικής ματιάς φαίνεται ότι αποκτά πλέον κεντρική θέση στις ιδεολογικές διεργασίες. Αντιμαχόμενες κοινωνικοπολιτικές ομάδες δίνουν το δικό τους νόημα σε ιδέες και ιστορικά γεγονότα. Οι κατεστημένες κυρίαρχες απόψεις αμφισβητούνται και το ιστορικό παρελθόν διεκδικείται πλέον από τις πάλαι ποτέ αποκλεισμένες κοινωνικές ομάδες. Η διαμόρφωση ενιαίου ιστορικού αφηγήματος μετατρέπεται σε κοινωνικό κίνημα που επιδιώκει την ενσωμάτωση κάθε ιδιαίτερης ιστορικής εμπειρίας.

«Αντι-μνήμη»

Το ιστορικό παρελθόν φαίνεται να υπόκειται σε πολλαπλές αναγνώσεις. Η «αντι-μνήμη», δηλαδή ο χώρος της μνήμης που διαμορφώνεται από τα κάτω, αμφισβητεί τα κυρίαρχα αφηγήματα. Το μεγαλύτερο παράδειγμα αυτής της περίπτωσης αποτελεί η μνήμη των προσφύγων του ’22, απαγορευμένη έως τη δεκαετία του ’80, όσον αφορά τις πολιτικές ερμηνείες. Με το αίτημα που διατυπώθηκε από τις προσφυγικές οργανώσεις για την αναγνώριση της Γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό την περίοδο 1914-1923, αλλά και με την κριτική που άσκησαν, τόσο προς τις ελλαδικές ελίτ για την αρνητική τους στάση όσο και προς το σταλινισμό για τη μεταχείριση αυτών που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, αμφισβήτησαν το σύνολο των κυρίαρχων ιδεολογημάτων και την απαίτηση για επιλεκτική λήθη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πάλη των ιδεών στην Ελλάδα της μεταπολιτευτικής περιόδου και η προσπάθεια των αποκλεισμένων ερμηνειών να εδραιώσουν την παρουσία τους στο χώρο των ιστορικών αφηγημάτων. Η προσπάθεια των οργανώσεων των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής να προτείνουν ένα άλλο ερμηνευτικό μοντέλο για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου θα συναντήσει σφοδρή αντίδραση, αρχικά από το συντηρητικό φιλονατοϊκό πολιτικό χώρο και στη συνέχεια από τον παραδοσιακό αριστερό. Η καθιέρωση κατά τη δεκαετία του ’90 των Ημερών Μνήμης για τις Γενοκτονίες που διέπραξαν οι Νεότουρκοι εθνικιστές κατά τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ελάχιστα άλλαξε τα φιλοκεμαλικά ελλαδικά στερεότυπα, ενώ αντίθετα παρατηρήθηκε η εμφάνιση ενός μεγάλου ρεύματος αρνητών της Γενοκτονίας. Οι διαφωνίες αυτές και οι σκληροί πόλεμοι για τη Μνήμη και την Ιστορία, αγγίζουν τον πυρήνα διαμόρφωσης της νεοελληνικής ιδεολογίας.[1]

 Ψάχνοντας την αλήθεια: Η συμβολή των μη κεμαλιστών Τούρκων ιστορικών

Διαβάζοντας τα κείμενα των αυτών των Τούρκων ιστορικών[2], συναντούμε και πάλι το οργανωμένο σχέδιο του νεοτουρκικού εθνικισμού. Ενός εθνικισμού, που γεννήθηκε στους κόλπους του οθωμανικού στρατεύματος,  επηρεάστηκε βαθύτατα από το γερμανικό μιλιταρισμό και προσπάθησε να δημιουργήσει μηχανισμούς ελέγχου της σύνθεσης των πληθυσμών που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία την περίοδο 1913-1918.
Τα κείμενα αυτά αποκαλύπτουν τις κρυμμένες παραμέτρους της δύσκολης εξίσωσης και επιτρέπουν την κατανόηση εκείνης της κρίσιμης περιόδου. Αποδεικνύουν ότι οι Νεότουρκοι είχαν εμπνευστεί μια ιδεολογία περιθωριοποίησης και αποκλεισμού των στοχοποιημένων ομάδων του οθωμανικού πληθυσμού και είχαν εκπονήσει με λεπτομέρειες, από το 1913, ένα οργανωμένο σχέδιο, με βάση το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι εθνικές εκκαθαρίσεις κατά των Ελλήνων στην αρχή και των Αρμενίων στη συνέχεια. Εκκαθαρίσεις που κατά περιοχές έλαβαν διαφορετική μορφή και ολοκληρώθηκαν με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Μέσα από τη μελέτη των πηγών, οθωμανικών και άλλων, αναδεικνύεται αυτό που απεκρύβη συστηματικά από την ελλαδική ιστοριογραφία. Δηλαδή το ότι η επιχείρηση εθνικής ομογενοποίησης της Μικράς Ασίας με τη βία, τα πογκρόμ και τις μετακινήσεις πληθυσμών απηχούσε εσωτερικές λειτουργίες της οθωμανικής κοινωνίας, είχε λάβει ασύλληπτες διαστάσεις και έγινε βάσει επίσημων κωδικοποιημένων οδηγιών που έστελνε η νεοτουρκική διοίκηση.
Με την πλήρη επικράτηση του τουρκικού εθνικισμού το 1922, η πολιτική αυτή των Νεότουρκων θα εξαγνιστεί, θα αποτελέσει τη βάση της νεοδημιουργημένης τουρκικής δημοκρατίας και θα τύχει ιδεολογικής επεξεργασίας από τουςΤούρκους εθνικιστές κεμαλικούς ιστορικούς. Άξονες της κεμαλικής «κατασκευαστικής» ιστοριογραφίας  είναι η διαχρονική ανάδειξη του τουρκικού εθνικού παράγοντα εις βάρος της οθωμανικής οικουμενικότητας και η εξάλειψη των ιστορικών ερεισμάτων στη Μικρά Ασία και την Ανατολία των κληρονομικών εχθρών, των Ελλήνων και των Αρμενίων.   Βασικός στόχος ήταν να αποδειχθεί ότι αφενός από τους προϊστορικούς χρόνους η Ανατολία κατοικιόταν από τουρκικά φύλα και αφετέρου ότι οι περιοχές αυτές την εποχή του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1922) συγκροτούσαν την αδιαφιλονίκητη τουρκική πατρίδα, που επιβουλεύτηκαν οι«ξένοι ιμπεριαλιστές».
            Φυσικά το ζήτημα του ιστορικού μεταίχμιου, με το πέρασμα από την εποχή της πολυεθνικής θρησκευτικής Αυτοκρατορίας στην εποχή των εθνών-κρατών, όπως και η παρουσία μεγάλων αριθμών Ελλήνων, Αρμενίων, Ασσυροχαλδαίων κ.ά. ουδόλως θεωρείται ως ζήτημα άξιο λόγου. Ο Etienne Copaux, εθνολόγος στο CNRS, αναφέρει ότι: «…οι κεμαλικοί ιστορικοί σφυρηλατούν ένα ‘νέο παρελθόν’. Απαντώντας έτσι στην αδήριτη γι αυτούς ανάγκη να συστήσουν ένα ένδοξο τουρκικό- και όχι πια οθωμανικό- παρελθόν».
            Μελετώντας τον τρόπο πρόσληψης των συγκεκριμένων γεγονότων, παρατηρούμε ότι παρόμοια ζητήματα ενυπάρχουν και στην ελληνική ιστοριογραφία.[3] Το πρόβλημα αποκαλύπτεται με μεγαλύτερη σαφήνεια όταν ουδέτεροι ξένοι μελετητές περιγράφουν τα ίδια γεγονότα  και ένα από τα πλέον συμβολικά και τραγικά σημεία αυτής της ιδεολογικής αποτελεί η καταστροφή της Σμύρνης μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου (1919-1923). Ο Βρετανός Giles Milton, του οποίου το βιβλίο με τίτλο «Χαμένος παράδεισος: Σμύρνη 1922. Η καταστροφή της μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού» εκδόθηκε και στην Ελλάδα, αναφέρεται με τελείως διαφορετικό τρόπο στη Σμύρνη απ’ ό,τι η κυρίαρχη ιστοριογραφική προσέγγιση θέλει. Κατ’ αρχάς θεωρεί αυτονόητο ότι ήταν μια κοσμοπολίτικη «ελληνική πόλη». Θεωρεί ότι η καταστροφή της «είναι από τις στιγμές που άλλαξαν τον ρουν της Ιστορίας της Ελλάδας, αλλά ήταν εξίσου σημαντική και για τη Δύση». Ξαφνιάζεται επίσης για το γεγονός ότι «ΟιΕυρωπαίοι δεν διδάσκονται στα σχολεία τους την Ιστορία της Μικράς Ασίας» και θεωρεί ότι είναι «άδικο να έχει παραλειφθεί τόσο σημαντικό κεφάλαιο από τη διδασκαλία». Τονίζει επίσης ότι «Στη Μικρά Ασία είχαμε μια γενοκτονία, εθνική εκκαθάριση, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμού, ανάμειξη πολλών κυβερνήσεων».
            Η αντίληψη ότι η καταστροφή της Σμύρνης δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός αλλά αποτέλεσμα επιλογής των νικητών για την ολοκλήρωση της εθνικής εκκαθάρισης προκύπτει και από κείμενα κεμαλικών συγγραφέων που φέρνουν στο φως Τούρκοι μελετητές. Tην διαπίστωση του Falih Rifki Atay, κορυφαίου στελέχους του κεμαλικού εθνικιστικου κινήματος, ανέδειξε ο δημοσιογράφος Emre Akyoz.[4] Ο Falih Rifki Atay στο βιβλίο του«Çankaya» (α’ έκδοση, γιατί στις επόμενες θα απαλειφθεί το συγκεκριμένο σημείο) ρωτά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: «Γιατί κάψαμε τη Σμύρνη;» Και απαντά: «Γιατί φοβηθήκαμε ότι αν έμεναν τα κτίρια στη θέση τους δεν θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τις μειονότητες…. Η Σμύρνη κάηκε συνειδητά από τον διοικητή Νουρεντίν πασα. Ήταν παρόμοιας έμπνευσης με τις εξορίες των Αρμενίων του 1915». Ο Akyoz σχολιάζει το γεγονός ότι ο επικεφαλής των τουρκικών εθνικιστικών δυνάμεων Μουσταφά Κεμάλ θα μπορούσε να σταματήσει τη διαδικασία, αλλά δεν το έκανε και καταλήγει «Δεν ξέρω αν ήταν γενοκτονία, αλλά σίγουρα ήταν εθνοκάθαρση».[5]

Ο αυτοπεριορισμός της ελληνικής ιστοριογραφίας 

            Σε αντίθεση με τους αντιεθνικιστές Τούρκους μελετητές, ο τρόπος πρόσληψης της σύγχρονης ιστορίας και ειδικά του συγκεκριμένου ιστορικού μεταίχμιου από μεγάλο τμήμα των Ελλήνων ιστορικών φαίνεται να επηρεάζεται έντονα από τις συμβατικές τουρκικές απόψεις. Υπάρχει μια παράδοξη ελληνική εκδοχή του κεμαλικού ερμηνευτικού σχήματος: Στη νεοελληνική ιστοριογραφία δεν υπάρχει ρήξη μεταξύ οθωμανικού και τουρκικού χώρου, αλλά αντιθέτως υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη και ενιαία τουρκική εθνική κυριαρχία στη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολία, την οποία έρχονται να αμφισβητήσουν έξωθεν οι Έλληνες. Δεν υπάρχει γενοκτονία και οργανωμένο σχέδιο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων από τους Νεότουρκους, γιατί απλώς η πολιτική των Νεότουρκων συγκροτούσε «νόμιμη αντίδραση». Δεν αντιμετωπίζεται η επόμενη μέρα της οθωμανικής κατάρρευσης ως ευκαιρία επίλυσης του εσωτερικού εθνικού ζητήματος, γιατί απλώς οι χριστιανικές κοινότητες δεν αντιμετωπίζονται ως συλλογικά υποκείμενα με πολιτικά δικαιώματα. Ακόμα και η καταστροφή και η σφαγή της Σμύρνης αντιμετωπίζεται ως ένα ανεξιχνίαστο γεγονός της Ιστορίας και στη χειρότερη περίπτωση ως «θεία Δίκη» και κατανοητή «ανταπόδοση».
            Με τον τρόπο αυτό, η αντίληψη της νεοελληνικής ιστοριογραφίας και το ερευνητικό της πεδίο, περιορίστηκε απελπιστικά. Σημαντικά τμήματα της νεότερης ελληνικής ιστορίας έμειναν στο σκοτάδι ως άγραφες Λευκές Σελίδες. Κι αυτό γιατί η ιστοριογραφία μας καθορίστηκε από τα  στενά συμφέροντα του έθνους-κράτους και των διαφόρων πολιτικών εκδοχών που εμφανίστηκαν αποκλειστικά στα όριά του. Αναπαρήγαγε έτσι πιστά την αντιμικρασιατική πολιτική, που χαρακτήρισε  τις πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας που διαχειρίστηκαν τη μικρασιατική πρόκληση. Η συνάντηση της ακροδεξιάς άποψης του Ιωάννη Μεταξά με την πρώιμη κομμουνιστική του ΣΕΚΕ, καθόρισε και την ματιά της νεοελληνικής ιστοριογραφίας. Ο περιορισμός παράλληλα του βενιζελισμού στην κρατική εκπροσώπηση και μόνο, συνέβαλε στο να μετατραπεί η συγκεκριμένη ματιά σε καθολική. Η νομιμοποίηση των εθνικών εκκαθαρίσεων που διέπραξε ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε στη συνέχεια κοινός τόπος. Ως εξέλιξη της ίδια πολιτικής μπορεί να θεωρηθεί η αποσιώπηση και η απουσία κάθε ερευνητικής απόπειρας, για τις σταλινικές διώξεις που πραγματοποιήθηκαν εναντίον των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης από το 1937.
            Η πραγματικότητα αυτή θα αμφισβητηθεί μόνο μετά τη δεκαετία του ’90, όταν θα προβάλλει –με όχι επιτυχημένο πάντα τρόπο- μια ιστοριογραφική σχολή που θα γεννηθεί στους κόλπους των προσφυγικών οργανώσεων.  Το γεγονός αυτό θα προκαλέσει την αντίδραση της παραδοσιακής ιστοριογραφίας – συμπεριλαμβανομένων των «νέων ιστορικών», των αποκαλούμενων «μεταμοντέρνων»- οι οποίοι θα κινηθούν μ’ ένα σπασμωδικό τρόπο καταγγελίας και αμφισβήτησης της νέας αυτής τάσης. Η ενόχλησή τους θα είναι τόσο έντονη, ώστε θα καταφύγουν και σε μεθόδους συνειδητής παραχάραξης και παρανόησης, ακόμα και διεθνών νομικών όρων, όπως αυτός της «γενοκτονίας», προκειμένου να υποστηρίξουν την παραδοσιακή εκδοχή. Όπως επίσης και αποσιώπησης σημαντικών αποφάσεων διεθνών οργανισμών, όπως αυτό της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη Μελέτη των Γενοκτονιών (International Association of Genocide Scholars), που εντάσσει τις γενοκτονίες των Ελλήνων της Ανατολής στις μεγάλες γενοκτονίες του 20ου αιώνα.

Ταξικές και κοινωνικές διαστρωματώσεις
Μια ώριμη οθωμανική ελληνική αστική τάξη

Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν το 1914 φαίνεται ότι ήταν περί τα  2.2 εκατομμύρια (1.8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωσταντινούπολη) σ’ ένα συνολικό πληθυσμό 10 περίπου εκατομμυρίων. Η οικονομική τους ισχύ ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής τους αναλογίας. Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδεδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912, από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Έλληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.
Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49%  ανήκε σε  Οθωμανούς Έλληνες, ενώ Έλληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά, υπολογίζεται ότι Έλληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων  το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[6] Το 1921, στην Κωσταντινούπολη, τα 171 από τα 257 εστιατόρια ανήκαν σε Έλληνες, όπως και οι 444 από 471 ποτοποιίες και οι 528 από τις 654 επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου.[7] Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου ιδρύματα,  όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, την Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) κ.ά. Εντυπωσιακός είναι κι ο αριθμός των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν. Μόνο στη Σμύρνη, οι ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς ανέρχονται σε 135. Η μακροβιότερη ήταν η «Αμάλθεια»(1838-1922). Άλλες σημαντικές εφημερίδες η «Αρμονία» (1880-1922) και η σοσιαλιστική «Ο Εργάτης» (1908-1922).
Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση, απόρροια κυρίως του ρεύματος του νεοελληνικού διαφωτισμού που από την προεπαναστατική περίοδο είχε τα μεγάλα του κέντρα στην Κωσταντινούπολη, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη κ.ά. και της συνεχούς ύπαρξης λόγιας τάξης.[8] Η συγκρότηση της Ελλάδα ως έθνους-κράτους ενίσχυσε τις διαδικασίες συνειδητοποίησης των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εμπέδωση μιας ελληνικής ταυτότητας ως μετεξέλιξη της παλαιότερης ρωμαίικης. Η διαδικασία αυτή όμως δεν υπήρξε απόρροια μιας κρατικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά αφενός της δραστηριοποίησης των Μικρασιατών (κυρίως με το «Σύλλογος Μικρασιατών ‘Η Ανατολή΄) που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από την εποχή της Επανάστασης και εντεύθεν και αφετέρου της φυσιολογικής ιδεολογικής εξέλιξης που απορρέει από την ανάπτυξη αστικών σχέσεων και την επέκταση της οικονομίας της αγοράς.
Παρόλη όμως την εδραιωμένη εθνική ταυτότητα, οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέλεξαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες, αποφεύγοντας τις αποσχιστικές και διαλυτικές κινήσεις. Μόνο όταν η προοπτική της δημοκρατικής μετεξέλιξης ακυρώθηκε από το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και υπέστησαν την προαποφασισμένη Γενοκτονία από το 1914, αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση. Η αναγκαστική αυτή επιλογή θα εκφραστεί μετά το τέλος του Α’ παγκοσμίου Πολέμου με το αίτημα για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στο μικρασιατικό Βορρά, στον Πόντο και με την Ένωση με την Ελλάδα, ή την αυτονόμηση, της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης.

Στην Ελλάδα

Την ίδια εποχή, οι Έλληνες στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 4.5 εκατομμύρια και ζούσαν σε έναν τελείως διαφορετικό χώρο από κοινωνική και πολιτειακή άποψη. Ο γεωγραφικός χώρος  που αποτέλεσε το έδαφος του νεαρού Βασιλείου βρισκόταν στα όρια τις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ελάχιστα αναπτυγμένες  και οι υπόλοιπες δομές που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία ενός έθνους-κράτους. Οι πραγματικές δομικές αδυναμίες θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογική «υπεραναπλήρωση» βασισμένη στην αρχαιοελληνική ανάκληση, στην αναβίωση ενός νεκρού παρελθόντος ως αντιστάθμισμα στην υπαρκτή πολιτισμική ταυτότητα των εξωελλαδικών ελληνικών κέντρων. Παράλληλα θα εδραιωθεί μέσω της αυτοαναγνώρισης, η ιδεολογία της «μητρόπολης» ως συναίσθημα υπεροχής.
Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος, τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών, θα «καταλάβουν» την εξουσία στο Βασίλειο και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού που στις κρίσιμες εποχές της ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ελλαδικής κοινωνίας θα είναι η  απουσία σημαντικών αστικών στρωμάτων. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερλειτουργία του κρατικού μηχανισμού με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής-κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν.
Έτσι η μοναδική ελληνική αστική τάξη που είχε χαρακτηριστικά που αντιστοιχούσαν στην ευρωπαϊκή τυπολογία, βρισκόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η πολιτική που ακολουθήθηκε στο νεαρό κράτος ήταν αρκετά εσωστρεφής και αυτό είχε αντανάκλαση στην πολιτική  διαχείριση των επαναστατικών ελληνικών κινημάτων στα Βαλκάνια (Κρήτη 1866, Μακεδονία 1878). Μόνο η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού που διεκδικούσε προς όφελός του τις μακεδονικές και θρακικές  περιοχές της Αυτοκρατορίας κινητοποίησε δυνάμεις εντός της Ελλάδας. Ο στόχος ήταν η αποτροπή του νέου αυτού επιθετικού εθνικισμού. Όσον αφορά τις οθωμανικές εξελίξεις η Ελλάδα, μέχρι σχεδόν του πραξικοπήματος των Νεότουρκων (1908) ακολουθεί μια πολιτική που συμβαδίζει με τους στόχους των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[9]  Η «πολεμική έκρηξη» του 1897 υπήρξε μια μάλλον τυχαία παρέκβαση της πορείας που είχε χαραχθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα στις αρχές του 20ου αι. θα καθοριστούν από τις οθωμανικές εξελίξεις και από το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908. Το στρατιωτικό κίνημα του 1909 (Γουδί) ευνόησε την άνοδο στην εξουσία των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων αναθέτοντας στον Ελ. Βενιζέλο τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Βενιζέλος, προερχόμενος από την επαναστατημένη λίγο καιρό πριν Κρήτη, αντιλαμβάνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια την ιστορική καμπή που διάβαινε ο χώρος της Εγγύς Ανατολής με τη νίκη των ακραίων Τούρκων εθνικιστών και την ήττα των μεταρρυθμιστικών οθωμανικών δυνάμεων.

Η εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού

Η εμφάνιση του επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα και η αυτονόμηση του νησιού, όπως επίσης οι ελληνικές και βουλγαρικές επαναστάσεις  στη Μακεδονία, θα ευνοήσουν την ισχυροποίηση των εθνικιστικών απόψεων στο εσωτερικό του οθωμανικού στρατού. Παράλληλα, η κοινωνική θέση των αστών των ραγιάδων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα τροφοδοτήσει με ανασφάλεια και μίσος τα παραδοσιακά μουσουλμανικά κυρίαρχα στρώματα της. Έτσι θα εμφανιστεί ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός στο πρόσωπο των Νεότουρκων στρατιωτικών.[10] Το ενδιαφέρον στην τουρκική περίπτωση είναι ότι εξ αιτίας της απουσίας σημαντικών μουσουλμανικών αστικών στρωμάτων, οι στρατιωτικοί επιφορτίστηκαν το ρόλο της αστικής τάξης. Η διεκδίκηση της οικονομικής ισχύος από τους αστούς των ραγιάδων ήταν μια από τις βασικές αιτίες της στρατιωτικής παρέμβασης στην πολιτική ζωή της Αυτοκρατορίας.
            Ο τουρκικός εθνικισμός υπήρξε ο καταλύτης των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή της Εγγύς Ανατολής. Ήταν ο κύριος παράγοντας που εμπόδισε την πραγματοποίηση πραγματικών μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απόδοσης ίσων δικαιωμάτων σ’ όλους τους πολίτες, ανεξαρτήτως θρησκεύματος και εθνικής καταγωγής.[11]Με την εμφάνισή του ο όρος «Τούρκος» άρχισε να αποκτά θετική σήμανση, ενώ για πρώτη φορά ο χώρος που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να περιγράφεται ως «Τουρκία».[12] Ο νέες εθνικιστικές απόψεις που εμφανίζονται καθορίζουν ως εθνικό χώρο των Τούρκων μια εκτεταμένη περιοχή από το Αιγαίο έως τη θάλασσα της Κίνας. Το παντουρκιστικό κίνημα στοχεύει ακριβώς στη δημιουργία αυτής της νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δεν θα υπάρχει θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός απ’ αυτό των Τούρκων. Κύριοι υποστηρικτές των τάσεων αυτών θα είναι οι Γερμανοί, οι οποίοι, με μια  προνομιακή συμμαχία με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, θα επιδιώξουν αφενός το ξαναμοίρασμα του παλιού κόσμου των αγορών και των αποικιών με και αφετέρου, την οικονομική τους κυριαρχία στην Εγγύς Ανατολή με την εξαφάνιση των μόνων ανταγωνιστών τους, των Ελλήνων και των Αρμενίων.[13]
            Η περίπτωση του Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gökalp) αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ενός διανοούμενου, επηρεασμένου από το ρομαντικό και φυλετικό εθνικισμό. Υπήρξε ο πατέρας του ιδεολογικού ρεύματος του παντουρκισμού, ως Νεότουρκος συνέβαλε διοικητικά στην οργάνωση του σχεδίου εθνικής εκκαθάρισης των χριστιανικών λαών μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και στο τέλος ανέλαβε την ιδεολογική ανασυγκρότηση της εθνικιστικής Τουρκίας μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο Ziya Gökalp πρότεινε ανοιχτά την υπέρβαση της χαλαρής, πολυεθνικής και θρησκευτικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μετατροπή των ομάδων που ζούσαν σ’ αυτήν σ’ ένα συμπαγές ομοιόμορφο τουρκικό σώμα (compact body).[14] Ο Τούρκος ιστορικός Taner Aksam στο βιβλίο του A Shameful Act, υποστηρίζει ότι ο Gökalp, επηρεασμένος από τον γερμανικό εθνικισμό, διαμόρφωσε ένα θεωρητικό πλαίσιο, το οποίο παρείχε την ιδεολογική βάση για την επίδειξη της συγκεκριμένης βίαιης πολιτικής συμπεριφοράς. Στόχος του Gökalp ήταν η διαμόρφωση «εθνικής οικονομίας», η οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο με την «εθνική ομοιογένεια». Χρησιμοποίησε τη λογοτεχνία για να μετακενώσει τις ιδέες του στο μουσουλμανικό οθωμανικό πληθυσμό και ενσωμάτωσε με ένα ακραία εργαλειακό τρόπο τα σχήματα του Νίτσε. Όπως γράφει σε ποίημά του: «Ο ύψιστος Θεός έπλασε τον Τούρκο ανώτερο..» Παράλληλα τονίζει την υπερηφάνεια την θρησκευτικής ομολογίας, ενσωματώνοντας το Ισλάμ στην εξυπηρέτηση του εθνικιστικού φαντασιακού:  «Κι αν δεν έχουμε επιστήμη, έχουμε το  Κοράνι..»[15]
Στην περίπτωση του Gökalp συναντούμε μια πρωτόλεια εκδοχή της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, όπου βασικό ρόλο στην τελική διαμόρφωσή της -όπως και της νεοτουρκικής βεβαίως σε πολύ απλοϊκότερη εκδοχή- έχουν οι απόψεις του Νίτσε, οι οποίες εκχυδαϊστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν εργαλειακά. Στη ναζιστική ρητορική εντάσσεται ο θαυμασμός του Νίτσε για τη σκληρότητα, τη δύναμη, τον υπεράνθρωπο, όπως και η λατρεία του για τον ανώτερο άνθρωπο που συμβαδίζει με την επιθυμία εξαφάνισης των ξεπεσμένων φύλων. Ακριβώς το  ίδιο παρατηρείται στο έργο του  Χαρακτηριστική είναι η παραδοχή του ιδίου στο περιοδικό  «Yeni Hayat» τo 1911, όπου περιέγραφε το νέο άνθρωπο της νεοτουρκικής Νέας Τάξης: «Οι Τούρκοι ήταν οι “υπεράνθρωποι” που είχε φανταστεί ο Γερμανός φιλόσοφος Nietzsche… Από την τουρκότητα θα γεννηθεί η νέα ζωή…» Ακριβώς έναν τέτοιο «υπεράνθρωπο», Γερμανό αυτή τη φορά, θα ονειρευτεί ο Αδόλφος Χίτλερ 15 χρόνια αργότερα. Όπως η προπαγάνδα του Χίτλερ είχε βασιστεί σε κώδικες με τους οποίους οι γερμανικές μάζες ήταν απολύτως συμφιλιωμένες, έτσι και ο τουρκικός εθνικισμός θα βασιστεί στους θρησκευτικούς κώδικες με τους οποίους αποδέχονταν οι μουσουλμανικές μάζες. Ο φυλετισμός, που βρήκε το αποκορύφωμά του στη ναζιστική ρητορική, ενυπήρχε στην κουλτούρα της γερμανικής Δεξιάς καλλιεργήθηκε συστηματικά από τους Νεότουρκους εθνικιστές.[16]
            Tις απόψεις αυτές υλοποίησαν οι Οθωμανοί αξιωματικοί που είχαν εκπαιδευτεί στις δυτικές χώρες και προσπάθησαν να ντύσουν με τις αξίες του διαφωτισμού τις ρατσιστικές επιδιώξεις του παντουρκισμού.[17] Ο Τζελάλ Μπαγιάρ (Celal Bayar) αναφέρει ότι οι Νεότουρκοι αντιμετώπιζαν τους Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «εσωτερικά καρκινώματα».[18] Η αντίληψη που διαμόρφωσε η νεοτουρκική ηγεσία στους αξιωματικούς που προσχώρησαν στο κίνημα, εμπεριείχε την επιφύλαξη, αν όχι και την εχθρότητα απέναντι στο λαό.[19] Το αντιχριστιανικό κλίμα και η τάση για ισλαμικό Τζιχάντ (Ιερό πόλεμο κατά των μη μουσουλμάνων) που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται.[20]

Εσωτερική καταστολή και εθνικές εκκαθαρίσεις

            Τον Οκτώβριο του 1911 αποφασίστηκε και επισήμως, σε συνέδριο των Νεότουρκων που έγινε στην οθωμανική Θεσσαλονίκη,[21] η εξόντωση των μη τουρκικών εθνοτήτων. Σε μια ανταπόκριση του περιοδικού «The Times of  London» με τίτλο «Οι Νεότουρκοι και το πρόγραμμά τους», παρακολουθούμε την επικράτηση των ακραίων σοβινιστικών επιλογών στο συνέδριο του κομιτάτου “Ένωση και Πρόοδος” που βρισκόταν ήδη στην εξουσία. Η αφομοίωση δια της βίας όλων των κατοίκων, αποφασίζεται τελεσίδικα. Το μέσο θα ήταν οι εξοπλισμένοι Μουσουλμάνοι.[22] Bασικό στοιχείο της οικονομικής πολιτικής των Νεότουρκων υπήρξε το μποϊκοτάζ κατά των ελληνικών επιχειρήσεων, που στη συνέχεια θα επεκταθεί και κατά των Αρμενίων και των υπόλοιπων χριστιανικών κοινοτήτων.[23] Την κατάσταση που επικρατούσε στη Μικρά Ασία περιγράφει γλαφυρά το 1909 η σοσιαλιστική εφημερίδα “Ο Λαός”, που εκδιδόταν στην Κωνσταντινούπολη.[24]
            Mετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η γραμμή του 1911 εκφράστηκε με τη δημιουργία συγκεκριμένων θεσμών, όπως το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών. Ο Taner Aksam γράφει: «Υπάρχουν αποδείξεις ότι ο Gokalp συνέταξε ειδικές μελέτες για τις μειονότητες της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων και των Αρμενίων. Αυτές ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου να συγκεντρωθεί λεπτομερής γνώση για την εθνικοθρησκευτική δομή της Ανατολίας. Ενα ειδικό τμήμα, το Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών, το οποίο συστάθηκε το 1913, ασχολούνταν ειδικά με ζητήματα διασκορπισμού και επανεγκατάστασης πληθυσμών».[25]
Υπάρχουν καταγγελίες ότι από το 1913 ξεκίνησαν οι μαζικές εκτοπίσεις από την περιοχή των Δαρδανελίων. Ο John Williams  γράφει ότι μια αποστολή ανέφερε ότι στις 7 του Ιουλίου του 1913 τα οθωμανικά στρατεύματα συνέλαβαν τους Έλληνες της Καλλίπολης με βίαιο τρόπο και  ότι «καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν και κάηκαν όλα τα ελληνικά χωριά κοντά στην Καλλίπολη.»[26]
Για την υλοποίηση των σχεδιασμών είχε δημιουργηθεί μια παρακρατική οργάνωση με την επονομασία Ειδική Επιτροπή (Teskilat i Mahsusa), για να φέρει εις πέρας τις εκτοπίσεις. Η δράση της Επιτροπής θα ξεκινήσει τη δράση της με τους Ελληνες της Ιωνίας. Ο Taner Aksam γράφει: «Η δράση της εναντίον του “εσωτερικού εχθρού” είχε αρχίσει πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η εκτόπιση του ελληνικού πληθυσμού του Αιγαίου, μέσω τρομοκρατίας και απαλλοτρίωσης των ιδιοκτησιών του, είχε πραγματοποιηθεί ως μέρος του σχεδίου για την ομογενοποίηση της Ανατολίας».
            Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου άρχισε η «εκκαθάριση θυλάκων μη τουρκικών πληθυσμών που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατηγικά σημεία» (Celal Bayar, “Ben Yazdim”). Το σχέδιο είχε την απόλυτη υποστήριξη των Γερμανών συμμάχων των Νεότουρκων και κάποια σημεία του υλοποιήθηκαν από κοινού.[27] O Taner Aksam αναφέρει:«Συντάχθηκαν λεπτομερή σχέδια για τον εκτουρκισμό της Ανατολίας μέσω της εκκαθάρισης των χριστιανικών πληθυσμών. Τα ίδια μέτρα εφαρμόστηκαν στην περιοχή του Αιγαίου από την άνοιξη του 1914. Η Επιτροπή Ενωση και Πρόοδος πήρε μια ξεκάθαρη απόφαση. Η πηγή των προβλημάτων στη δυτική Ανατολία θα απομακρυνόταν, οι Ελληνες θα εκδιώκονταν με πολιτικά και οικονομικά μέτρα. Πριν από οτιδήποτε άλλο ήταν ανάγκη να αποδυναμωθούν οι οικονομικά ισχυροί Ελληνες…. Αποφασίστηκε να επικεντρωθούν οι δραστηριότητες γύρω από τη Σμύρνη που θεωρείτο κέντρο της υπονομευτικής δραστηριότητας».
Ο δρ.  Sakir, ηγετικό στέλεχος της Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» ΕΚ, διακήρυσσε  το Φεβρουάριο του 1916: «Είναι επιτακτική η ανάγκη να υπάρχει μόνο ένας μουσουλμανικός πληθυσμός από την Κωνσταντινούπολη προς την Ινδία και την Κίνα, με τη Συρία να χρησιμεύει ως σύνδεσμος μεταξύ των ισλαμικών κόσμων της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό το τεράστιο έργο θα επιτευχθεί μέσα από την επιστημονική ιδιοφυΐα και οργανωτικό ταλέντο των Γερμανών και το γενναίο χέρι των Τούρκων.»[28]
Η πολιτική αυτή θα αποδώσει άμεσα: «Αυστραλοί στρατιώτες, ναύτες και πιλότοι είδαν πορείες των Αρμενίων, Ασσυρίων και των Ελληνίδων γυναικών και παιδιών που αναγκάζονται σε πορείες θανάτου κατά μήκος της υπαίθρου. Είδαν σε ποια  θλιβερή και ταλαιπωρημένη κατάσταση ήταν. Τα σπίτια, οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και τα σχολεία αυτών των ανθρώπων έγιναν τα στρατόπεδα κράτησης των συλληφθέντων Αυστραλών στρατιωτών (Anzacs) και των συμμάχων τους.[29]
            Από το 1916 η πολιτική αυτή θα εφαρμοστεί με ιδιαίτερη ένταση στον Δυτικό Πόντο.[30] Ήταν τέτοια η ένταση και η έκταση των διωγμών, ώστε ακόμη και οι σύμμαχοι των Τούρκων διατύπωσαν εγγράφως τις αντιρρήσεις τους. Ο μαρκήσιος Pallavicini (Παλαβιτσίνι) έγραφε τον Ιανουάριο του 1918: “Είναι σαφές ότι οι εκτοπισμοί του ελληνικού στοιχείου δεν υπαγορεύονται ουδαμώς από στρατιωτικούς λόγους και επιδιώκουν κακώς εννοουμένως πολιτικούςσκοπούς.”[31] Την ίδια άποψη εξέφραζαν και σώφρονες Τούρκοι, όπως ο Βεχίπ πασά (Vehib pacha), ο οποίος υποστήριζε ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων ήταν περιττός από στρατιωτικής άποψης.[32] Σχεδόν συγχρόνως ο Αυστριακός πρόξενος της Αμισού Κβιατόφσκι (Kwiatkowski) ανέφερε σε υπηρεσιακή επιστολή του ότι ο εκτοπισμός των Ελλήνων της ποντιακής παραλίας βρισκόταν στο πλαίσιο του προγράμματος των Νεότουρκων, με το οποίο επιδιωκόταν η εξασθέ­νηση του χριστιανικού στοιχείου. Θεωρούσε ο ίδιος ότι η καταστροφή αυτή θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στην Ευρώπη απ’ ότι οι σφαγές που είχαν διαπράξει κατά των Αρμενίων.[33]
            Oι φόβοι του Κβιατόφσκι εδράζονταν στη διαπίστωσή του ότι η καθολική εξόντωση του ελληνικού στοιχείου ήταν επιθυμία του τουρκικού λαού.[34] Εξάλλου του είχε ειπωθεί από υψηλόβαθμους αξιωματούχους ότι: “Τελικά πρέπει να κάνουμε με τους Έλληνες ό,τι κάναμε με τους Αρμένιους… Πρέπει με τους Έλληνες, τώρα να τελειώνουμε.”[35] Και ο ίδιος ο Tαλαάτ (ο οποίος είχε λάβει τους τίτλους του πασά και του μεγάλου βεζύρη) είχε αναφέρει ότι:“βλέπει να πλησιάζει η αναγκαιότητα, να ξοφλήσει με τους Έλληνες, ακριβώς όπως παλαιότερα και με τους Αρμένιους.”[36] Οι Αυστρογερμανοί διαπίστωναν ότι η πολιτική της γενικευμένης εθνικής εκκαθάρισης υπαγορεύτηκε από την παντουρκιστική ιδεολογία που τότε κυριαρχούσε στους τουρκικούς πληθυσμούς, καθώς και από “… τη βουλιμία των Τούρκων για την πλούσια ελληνική περιουσία.”[37]
            Έτσι θα πραγματοποιηθεί η πρώτη φάση της γενοκτονίας. Στο τέλος του Πολέμου θα επιχειρηθεί η καταγραφή των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα εκδώσει το 1919 τον απολογισμό με τίτλο «Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυριών του εν Τουρκία Ελληνισμού (1914-1918)». Η «Μαύρη Βίβλος», συντάχθηκε από την Κεντρική Επιτροπή υπέρ των Μετατοπισθέντων Ελληνικών Πληθυσμών. Εκδόθηκε στα ελληνικά και στα γαλλικά.[38]

Λούξεμπουργκ VS Λένιν

        Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιμετώπιση του τουρκικού εθνικισμού από το σοσιαλδημοκρατικό (κομμουνιστικό) κίνημα και τους πολιτικούς του ηγέτες.  Η Ρόζα Λούξεμπουργκ υποστήριζε ότι η «Τουρκία» δεν μπορούσε να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελούνταν από διαφορετικές χώρες. Η Λούξεμπουργκ κατέληγε με τη διαπίστωση: “Η κρίση της ιστορίας για την Τουρκία είχε βγει: βάδιζε πια προς τη διάλυση…” Καλούσε τους σοσιαλιστές να υποστηρίξουν τα χριστιανικά κινήματα που διεκδικούσαν την πολιτική τους χειραφέτηση με την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. [39]
Η Λούξεμπουργκ είχε καταγγείλει “την εσωτερική κοινωνική ανωριμότητα της νεοτουρκικής κυβέρνησης και τον αντεπαναστατικό της χαρακτήρα.”[40] 
Σε αντίθεση με τη Λούξεμπουργκ, ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν θεωρούσε τους Νεότουρκους υπόδειγμα επαναστατών. Έγραφε ότι οι μπολσεβίκοι είναι “οι νεότουρκοι της σοβιετικής επανάστασης…”[41] Αλλά και οι σοβιετικοί θα αλλάξουν αργότερα άποψη. Στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια θα καταχωρηθούν, μερικές δεκαετίες αργότερα, ως “πλαστογράφοι της ιστορίας” και εμπνευστές του “σωβινιστικού δόγματος” του παντουρκισμού.[42]
            Η σκλήρυνση της πολιτικής των Νεότουρκων εξαφάνισε κάθε αυταπάτη για δυνατότητα ειρηνικής μετεξέλιξης σ’ ένα νέο δημοκρατικό κράτος. Η συνεννόηση των   βαλκανικών λαών και η καλή πολεμική προετοιμασία της Ελλάδας -λόγω της ανάληψης της εξουσίας από τον Βενιζέλο, που ερχόταν από τον επαναστατημένο εξωελλαδικό ελληνισμό- θα οδηγήσει στη συντριπτική ήττα των Νεότουρκων, οι οποίοι θα επιχειρήσουν να πάρουν τη ρεβάνς με τη συμμετοχή τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων.  Πίστεψαν ότι με την τουρκογερμανική συμμαχία ήρθε η ώρα για την υλοποίηση των παντουρανικών τους σχεδίων. Ενδιαφέρον έχουν οι γαλλικές εκτιμήσεις για τη συμμαχία αυτή και για τις αιτίες της γενοκτονίας: «…το κυριότερο κίνητρο που η Τουρκία βγήκε στον πόλεμο είναι ότι η Γερμανία της υποσχέθηκε να επανακτήσει Αίγυπτο, Λιβύη και Σουδάν. Όταν οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν ήταν ευνοϊκές, κυρίως λόγω της ρωσικής προέλασης στην Τουρκία, τότε οι Γερμανοί, για να συγκρατήσουν την τουρκική αγανάκτηση, τους έστρεψαν εναντίον των Αρμενίων και Ελλήνων, των οποίων άρχισαν τη συστηματική εξόντωση με κατασχέσεις, βιασμούς, εξορίες, σφαγές…»[43].

Μικρασιάτες σοσιαλιστές VS Βαλκάνιοι εθνικιστές

Αντίστοιχο ενδιαφέρον έχει και η μεγάλη απόκλιση των εκτιμήσεων που χαρακτήριζε την τότε ελληνική διανόηση, ως αντανάκλαση των διαφορετικών συνθηκών που ζούσε και αναπτυσσόταν κάθε τμήμα του ελληνισμού. Η ξαφνική είσοδος στην ελλαδική πολιτική ζωή της κρητικής ομάδας μετά το 1909 προκάλεσε, όπως φαίνεται τις παραδοσιακές δυνάμεις της Παλαιάς Ελλάδας, οι οποίες βαθμιαία θα αποστασιοποιηθούν και θα περιχαρακωθούν στην ανάμνηση της μοναδικής τους κυριαρχίας. Παράλληλα δεν θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν τις απότομες γεωπολιτικές αλλαγές που θα επιφέρει.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος θα παραμείνει προσκολλημένος στο όραμα της αντισλαβικής ελληνοοθωμανικής συνεννόησης, ακόμα και στην εποχή που οι Νεότουρκοι αποφάσισαν και επισήμως την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών.[44] Ο Δραγούμης θα παραγνωρίσει πλήρως τη νέα αποφασιστική παράμετρο που προστίθεται στη δύσκολη εξίσωση των διαδικασιών μετασχηματισμού της περιοχής μας: τον τουρκικό εθνικισμό, όπως θα εκφραστεί στο πρόσωπο των Νεότουρκων με το στρατιωτικό κίνημα του 1908. Θα παρασυρθεί και ο ίδιος από τις πλαστές επικλήσεις των συνθημάτων του γαλλικού Διαφωτισμού και θα επενδύσει στη νεοτουρκική πολιτική πρόταση. Ακριβώς γι αυτό θα αντιταχθεί στη νέα πολιτική παμβαλκανικής αντι-νεοτουρκικής συμμαχίας που θα εγκαινιάσει ο Βενιζέλος –ο οποίος ως προερχόμενος από την πρόσφατα απελευθερωμένη Κρήτη κατανοεί καλύτερα τις πραγματικές αντιθέσεις.[45]
Σε αντίθεση με τον Δραγούμη, οι Έλληνες διανοούμενοι που κατάγονταν από τις ελληνικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποδεικνύονται πολύ πιο ρεαλιστές και καίριοι στις επισημάνσεις τους. Το νεοτουρκικό κίνημα του 1908 αντιμετωπίστηκε από τον Γ. Σκληρό -που γεννήθηκε στην Τραπεζούντα του Πόντου- και τον Δ. Γληνό -από τη Σμύρνη της Ιωνίας- ως ένα απειλητικό εθνικιστικό κίνημα μιας στρατιωτικής γραφειοκρατίας, η οποία απειλούσε τα ζωτικά συμφέροντα των υπόδουλων λαών. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι και οι δύο προέρχονται από το μικρασιατικό σοσιαλιστικό κίνημα, το οποίο ανδρώθηκε συγκρουόμενο με την αυταρχική Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Γ. Σκληρός θεωρούσε ότι ο ιστορικός ρόλος της Ελλάδας ήταν η απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων: “…Μόνο μια γενική ένωση όλων των μη τουρκικών στοιχείων σε ένα πολιτικό συνασπισμό και μια ανάλογη πανβαλκανική συμμαχία και επιμαχία των κρατών του Αίμου, θα μπορέσει να ισοφαρίση τις δυνάμεις του μουσουλμανικού τουρκικού όγκου, και να βάλη από τη μια τις σωβινιστικές υπερβολές των Νεότουρκων σε ομαλά όρια, και από την άλλη να υποδείξη σε μερικές μεγάλες Δυνάμεις, πώς το ζήτημα της Ανατολής είναι μονάχα ζήτημα των λαών της, που έχουν πια αρκετά χειραφετηθή, ώστε να βρουν μόνοι τους τα κατάλληλα μέσα για την περιφρούρηση των εθνικών τους δικαιωμάτων, δηλαδή αυτού του πολιτισμού ολάκερης της Ανατολής.” [46]
Ο Δ. Γληνός γράφει με εξαιρετική οξυδέρκεια: “Εύρομεν ότι ο μόνος τρόπος αμύνης των μη Τούρκων κατά του επιδιωχθησομένου αμειλίκτως εκτουρκισμού είνε η συστηματική διοργάνωσίς των ως πολιτικών παραγόντων…η μόνη ultima ratio κατά του εσχάτου κινδύνου των εν Τουρκία Χριστιανών… είνε η στρατιωτική και ναυτική οργάνωσις η σκόπιμος και τελεία και επί ωρισμένου σχεδίου προπαρασκευή προς δράσιν των περί την Τουρκία χριστιανικών κρατών… Η τουρκική αστική τάξις θα φανή συμβιβαστική μόνον, εάν γνωρίζει ότι απέναντί της έχει ωργανωμένους και ισχυρούς αντιπάλους, έτοιμους να αναλάβωσι τον περί πάντων αγώνα.»[47] 
Η άποψη αυτή των Μικρασιατών σοσιαλιστών βρίσκεται σε απόλυτη αντιστοίχηση με την ανάλυση της Ρόζας Λούξεμπουργκ για το μέλλον του οθωμανικού χώρου:
«  “Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελείται από διαφορετικές χώρες. Κανένα υλικό συμφέρον, καμιά κοινή εξέλιξη που θα μπορούσε να τις συνδέσει δεν είχε δημιουργηθεί! Αντίθετα, η καταπίεση και η αθλιότητα της κοινής υπαγωγής στο τουρκικό κράτος γίνονται όλο και μεγαλύτερες! Έτσι δημιουργήθηκε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να αποσπαστούν από το σύνολο και να αναζητήσουν μέσα από μια αυτόνομη ύπαρξη το δρόμο για μια καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Η κρίση της Ιστορίας για την Τουρκία είχε πια βγει: βάδιζε προς την διάλυση…. Για όσον καιρό μια χώρα μένει κάτω απ’ την τουρκική κυριαρχία δεν μπορεί  να γίνεται λόγος για εξέλιξη σ’ αυτήν…. Η σημερινή θέση μας στο Ανατολικό Ζήτημα είναι ν’ αποδεχτούμε τη διαδικασία διάλυσης της Τουρκίας σαν μια υπαρκτή πραγματικότητα και να  μην κάνουμε την σκέψη ότι θα μπορούσε ή έπρεπε να τη σταματήσουμε και να εκδηλώσουμε στους αγώνες για αυτοδιάθεση των χριστιανικών εθνών την απεριόριστη συμπαράστασή μας[48]

Το τέλος

            Η συνέχεια θα καθοριστεί στα Συνέδρια Ειρήνης των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά  και στις εσωτερικές αντιδικίες της Αθήνας. Η εμπλοκή της Ελλάδας με την Μικρασιατική Εκστρατεία θα διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο. Με τη Συνθήκη των Σεβρών στους  Έλληνες -που το 1914 το ποσοστό τους με τις διάφορες εκτιμήσεις κυμαινόταν από το 13% έως 25% -  θα αποδοθεί το 6% περίπου του πάλαι ποτέ κοινού οθωμανικού εδάφους. Σημαντικά εδάφη της Ανατολίας θα αποδοθούν στους Αρμένιους, ενώ θα υπάρξει και κουρδική αυτονομία. Οι Τούρκοι διατηρούσαν την κυριαρχία τους στο μεγαλύτερο μέρος του παλιού οθωμανικού εδάφους, καθώς και στην έδρα του ισλαμικού Χαλιφάτου, την Κωσταντινούπολη. Με τον τρόπο αυτό διαμορφωνόταν ο γεωπολιτικός χάρης της επόμενης μέρας και στη θέση της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που πλέον διαλυόταν οριστικά, δημιουργούνταν εθνικά κράτη με τη γνωστή επώδυνη διαδικασία που είχε γνωρίσει η Ανατολή  από το 1821 και εντεύθεν.
Η περίοδος που ακολούθησε την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων ήταν η πλέον αποφασιστική ιστορική στιγμή για τη διαμόρφωση του μεταοθωμανικού γεωπολιτικού κόσμου. Η ήττα των Γερμανο-αυστριακών, των Νεότουρκων κ.ά. στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα επιφέρει τη ρύθμιση των μεταπολεμικών γεωπολιτικών και οικονομικών ισορροπιών και σχέσεων με δύο σημαντικές συνθήκες:  των Βερσαλλιών και των Σεβρών. Στις ηττημένες χώρες θα εμφανιστούν, σχεδόν άμεσα, ακροδεξιά κινήματα αναθεώρησης. Στην Γερμανία, οι ναζιστές θα εκφράσουν τελικά το κίνημα δυσαρέσκειας που επεδίωκε την ανατροπή των όρων της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Στην υπό διάλυση Οθωμανική Αυτοκρατορία, το αντίστοιχο κίνημα θα εκφραστεί από τους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ Πασά. Στο πλαίσιο των προσπαθειών αναθεώρησης θα εμφανιστούν ακραίες ρατσιστικές ιδεολογίες: οι Τούρκοι εθνικιστές θα εξοντώσουν ολοκληρωτικά τις χριστιανικές κοινότητες, ενώ οι Ναζί τους Εβραίους και τις άλλες ‘ανεπιθύμητες’ εθνικές ή φυλετικές ομάδες. Ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ πασά θα κηρύξει τον Ιερό Πόλεμο κατά των «απίστων» (jihad) και ο ίδιος θα αυτοανακηρυχθεί Gazi, δηλαδή «Ιερός Πολεμιστής για τη διάδοση του ισλάμ».[49]
Η τοποθέτηση των Τούρκων ιστορικών και ερευνητών, και κυρίως του Attila Tuygan, του Ali Sait Çetinoğlu και του Recep Maraşlı,  για το περιεχόμενο του κεμαλικού κινήματος επιτρέπει την αποκωδικοποίησή του και την απαλλαγή από τους μύθους  που το ακολουθούν και αποτελούν την κυρίαρχη εκδοχή της νεοελληνικής ιστοριογραφίας, ειδικά αυτής που μελετά τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες και τις διαδικασίες του μεγάλου γεωπολιτικού μετασχηματισμού (1908-1923).
Το τελευταίο στάδιο αυτού του μετασχηματισμού θα ταυτιστεί με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922. Το στάδιο αυτό θα χαρακτηριστεί από τη ραγδαία αλλαγή του διεθνούς περιβάλλοντος, την επικράτηση των απομονωτιστικών απόψεων στο μπολσεβικικό κίνημα[50], τα αποκλίνοντα συμφέροντα των Ιταλών και των Γάλλων, την αποστασιοποίηση των ΗΠΑ και την ουδετεροποίηση της Μεγάλης Βρετανίας[51]. Αυτά, συνδυασμένα με τον ελληνικό Διχασμό (δηλαδή τον πρώτο εμφύλιο πόλεμο), την αντίδραση και το αντιμικρασιατικό πνεύμα που κυριαρχούσαν στο Λαϊκό Κόμμα και τη φιλομοναρχική παράταξη, μαζί με την ασυνέπεια του βενιζελισμού, που προκήρυξε εκλογές εν μέσω του μικρασιατικού πολέμου και τη διαμόρφωση μιας μικρής παλαιοελλαδικής ντεφετιστικής Αριστεράς (ΣΕΚΕ)[52] που συνεργάστηκε με τους μοναρχικούς σε μια αντιπολεμική, αντιμικρασιατική πλατφόρμα στις παραμονές των μοιραίων εκλογών του 1920, οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή και την κυριαρχία του τουρκικού εθνικισμού στο σύνολο των παλιών οθωμανικών πολυεθνικών εδαφών.

Οι πρόσφυγες στην Ελλάδα [53]

Ως αποτέλεσμα της πολιτικής εθνικής εκκαθάρισης που επέλεξαν οι νικητές και εκφράστηκε, πραγματικά αλλά και συμβολικά, με τη σφαγή και την πυρπόληση  της Σμύρνης, οι ακτές της Ελλάδας γέμισαν από τους δεκάδες χιλιάδες απόκληρους πρόσφυγες της Καταστροφής.[54]Η παρακάτω εικόνα από τις πρώτες μέρες της ήττας, είναι χαρακτηριστική: «Δεν άκουγε κανείς εκείνες τις μέρες τίποτα άλλο από τα στόματα όλων αυτών παρά κατάρες στο Βενιζέλο και βλαστήμιες: «Αχ αυτοί οι τουρκοσπορίτες Έλληνες της Μικράς Ασίας μας πήραν στο λαιμό τους. Μακάρι να τους σφάξει όλους ο Κεμάλ και να μη μείνει ούτε ποδάρι από δαύτους…»[55]  Η μοναρχική παράταξη θεωρούσε τους πρόσφυγες «ξένο σώμα» στην Ελλάδα.[56]
            Η ελλαδική κοινωνία είχε ήδη διαμορφώσει τις εικόνες της για τους ομοεθνείς της απ’ την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Και οι εικόνες αυτές ήταν ήδη αρνητικές απ΄ την εποχή του ’16, που απ’ τη μια το Εργατικό Κέντρο Αθηνών ζητούσε να απαγορευτεί η πρόσληψη προσφύγων εργατών[57] και απ’ την άλλη οι πρωτοφασιστικές ομάδες των «Επίστρατων» του Δ. Γούναρη και του Ι. Μεταξά οργάνωναν το  πογκρόμ κατά των προσφύγων ως βενιζελικών.[58] Το αρνητικό στερεότυπο που είχε δημιουργηθεί στην ελλαδική κοινωνία από τη φιλομοναρχική προπαγάνδα θα επιβεβαιωθεί πλήρως από έναν κορυφαίο διανοούμενο, εκφραστή του βαλκανικού ελληνικού εθνικισμού, τον Ίωνα Δραγούμη, ο οποίος το 1919 θεωρούσε ότι οι Μικρασιάτες, όπως και οι Κρητικοί, ήταν τα όργανα υποταγής της Παλαιάς Ελλάδας στον «αγγλογαλλικό ιμπεριαλισμό».[59]
Ο αρχικός εκνευρισμός που ένοιωσαν οι ντόπιοι για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής πήρε σύντομα τη μορφή εχθρότητας.[60] Η ρατσιστική συμπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά, τόσο των ελλαδιτών Ελλήνων, όσο και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα. Δεν θα υπάρξουν σημαντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης.[61] «Η βρισιά ΄΄τουρκόσπορος΄΄ μαζί με σωρό ανάλογες βρισιές, όπως ΄΄σκατοουγλούδες΄΄, ΄΄παληοαούτηδες΄΄ κ.λπ. ήταν στην ημερήσια διάταξη, από ανώτερα και κατώτερα κυβερνητικά όργανα…»[62] Το συναίσθημα αυτό περιγράφεται από τον Π. Κανελλόπουλο: «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρυσε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.».[63]Για τους ίδιους τους πρόσφυγες, η επαφή με τους γηγενείς υπήρξε ένα τραυματικό πολιτισμικό σοκ.[64]

Η άρνηση της γενοκτονίας [65]

Η προσφυγική Μνήμη θα αντιμετωπιστεί εξ αρχής από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις ως άχθος και εμπόδιο στην εξωτερική, αλλά και στην εσωτερική πολιτική.[66] Χαρακτηριστικά σημεία αυτής της ενιαίας στάσης θα είναι:
α) Η ελληνοτουρκική Συνθήκη  της Άγκυρας του 1930, με την οποία αντιμετωπίζονταν οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούνταν οριστικά οι περιουσίες των προσφύγων στο νέο τουρκικό κράτος, αφού πρώτα εξισώνονταν με τις υποδεκαπλάσιες περιουσίες που εγκατέλειψαν οι μουσουλμάνοι Ανταλλάξιμοι στην Ελλάδα.[67]
β) Η υποβολή πρότασης του πρωθυπουργού της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλου προς την Επιτροπή του Νόμπελ για την βράβευση του Μουσταφά Κεμάλ Πασά -που είχε ήδη λάβει το προσωνύμιο Ατατούρκ (Πατέρας των Τούρκων)- με το Νόμπελ Ειρήνης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το κείμενο που στάλθηκε στην Επιτροπή, στο οποίο ο Κεμάλ χαρακτηριζόταν ως: “πραγματικός στυλοβάτης της ειρήνης”.[68]
γ) Η αντιπροσφυγική στάση του Μεταξά, που θα αποτυπωθεί και συμβολικά το 1938, όταν θα δωρίσει στο τουρκικό κράτος το σπίτι όπου υποτίθετο ότι γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ πασά και στην καρδιά της «πρωτεύουσας των προσφύγων», δηλαδή των θυμάτων του τουρκικού εθνικισμού, θα μετονομάσει την Οδό Αποστόλου Παύλου σε Οδό Κεμάλ Ατατούρκ.[69]
δ)  Η ξεκάθαρη αναφορά του Νίκου Ζαχαριάδη σε άρθρο του στο Ριζοσπάστη δεκατρία χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή επιβεβαίωνε μια δογματική πρόσληψη των ιστορικών γεγονότων: «Η Μικρασιατική εκστρατεία δεν χτυπούσε  μόνο τη νέα Τουρκία, μα στρεφότανε και ενάντια στα ζωτικότατα συμφέροντα του Ελληνικού λαού. Γι αυτό εμείς όχι μόνο δεν λυπηθήκαμε για την αστικοτσιφλικάδικη ήττα στη Μικρασία  μα και τη επιδιώξαμε».[70]
Αυτή η απόρριψη της ιστορικής εμπειρίας των Ελλήνων στη Μικρά Ασία και στον Πόντο θα διαμορφώσει μια εντυπωσιακά ενιαία αντίληψη για τα γεγονότα που συνέβησαν στην Ανατολή κατά τον οριστικό γεωπολιτικό μετασχηματισμό (1908-1923). Μια ενιαία αντίληψη που συμβολοποιήθηκε κατά καιρούς με ενδιαφέροντες παραλληλισμούς: η Μικρά Ασία υπήρξε για την ομάδα του «Ιού» «το Βιετνάμ των Ελλήνων»[71], για το Δίκτυο ΄21 «η Κορέα των Ελλήνων»[72], ενώ στο σκεπτικό του Άρειου Πάγου για «αθώωση» των υπευθύνων για τη Μικρασιατική Καταστροφή, η Μικρά Ασία θεωρείται «η Ινδοκίνα των Ελλήνων» και «η Σμύρνη για τους Έλληνες ήταν ότι το Ντιεν Μπιεν Φου για τους Γάλλους».[73]
Η παράδοση αυτή και η απόρριψη της προσφυγικής ιστορικής εμπειρίας θα ενσωματωθεί στο ελλαδικό συλλογικό υποσυνείδητο και θα επιστρέψει επιθετικά στο προσκήνιο μετά τη δεκαετία  του ’80, όταν οι προσφυγικές οργανώσεις θα διατυπώσουν έναν πολιτικό διεκδικητικό λόγο –για πρώτη φορά μετά το ’22- που αποσκοπούσε στην ένταξη των ιστορικών γεγονότων στο εθνικό αφήγημα ως ερμηνευόμενα γεγονότα με βάση τις σύγχρονες δικονομικές κατακτήσεις για τα δικαιώματα των λαών.  Η πρώτη ουσιαστική διαφοροποίηση του προσφυγικού λόγου, η ρήξη με το κλίμα συναίνεσης που είχε δημιουργηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες και η αμφισβήτηση της επικυριαρχίας των κυρίαρχων ερμηνειών -τόσο των καθεστωτικών όσο και αυτών της Αριστεράς- θα εμφανιστεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και θα οδηγήσει στη διατύπωση του αιτήματος για την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν οι Πόντιοι από τον τουρκικό εθνικισμό. Στη συνέχεια θα επεκταθεί και θα συμπεριλάβει το σύνολο των ρωμαίικων κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[74]
            Το σύστημα ερμηνείας που είχε εμπεδωθεί και επανήλθε στην επικαιρότητα με αφορμή τη σύγκρουση με τις προσφυγικές οργανώσεις, δεν εμπεριέχει καμιά ταξική ανάλυση της οθωμανικής κοινωνίας, ούτε οι εκφραστές του έχουν καμιά επιθυμία να διερευνήσουν ποιες τάξεις συγκρούστηκαν λόγω ανταγωνιστικών συμφερόντων. Επί πλέον παρακάμπτεται πλήρως το γεγονός ότι με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ηττήθηκε η φεουδαρχική πολυεθνική μουσουλμανική Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία υπό το έλεγχο του εθνικιστικού μιλιταριστικού κινήματος των Νεότουρκων συμμετείχε στον πόλεμο για λόγους ρεβανσιστικούς και υλοποίησης των παντουρκιστικών οραμάτων τους. Ότι φυσιολογική εξέλιξη της κατάρρευσης της πολυεθνικής ισλαμικής Αυτοκρατορίας ήταν η αντικατάστασή της από εθνικά κράτη. Ότι την περίοδο 1919-1922 δεν υπήρχε τουρκικό κράτος, το οποίο ιδρύθηκε το 1923. Ότι και η ίδια η επίσημη τουρκική εθνικιστική ιδεολογία δεν θεωρεί το εθνικό τουρκικό κράτος, τη σύγχρονη Τουρκία, ως συνέχεια της πολυεθνικής μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ότι το κεμαλικό κίνημα δεν εξέφρασε την ανύπαρκτη τουρκική αστική τάξη, αλλά τα στρατιωτικά και γραφειοκρατικά στρώματα τα οποία οικειοποιήθηκαν τα εδάφη και τον πλούτο των χριστιανικών ομάδων που υπέστησαν τη γενοκτονία.
Μετά το 2001, η παραδοσιακή ελλαδική ερμηνεία και στάση απέναντι στον προσφυγικό χώρο θα επανέλθει με ιδιαίτερη σφοδρότητα. Η αμφισβήτηση της γενοκτονίας θα γενικευτεί και εκ νέου θα επιβεβαιωθεί ότι αποτελεί μέρος της καθεστωτικής ιδεολογίας.  Στις αναλύσεις που άρχισαν να κυριαρχούν απουσιάζει η κοινωνία, είτε ως μέσο πραγματoποίησης της εθνικής οντότητας, είτε ως συμμετέχουσα σε σκληρότατες ιστoρικές διεργασίες. Όλα  διαδραματίζονται σε μια σκηνή θεάτρου, όπου αντιπαλεύουν προκατασκευασμένοι εθνικισμοί. Στα κείμενα αυτά:
           -Δεν αναφέρονται καθόλου οι επίσημες αποφάσεις που είχαν ήδη ληφθεί από το 1911, από το κόμμα ‘Ενωση και Πρόοδος” που διαχειριζόταν την εξουσία.
            -Αγνοείται συστηματικά το γεγονός ότι από το 1913 οργανώνονται, όπως έχoυν αποκαλύψει οι ιστορικοί Taner Aksam, Fuat Dundar κ.ά., οι μηχανισμοί που θα αναλάβουν δράση κατά των κοινοτήτων που έχουν προγραφεί από τους εθνικιστές
            -Αποκρύπτεται ότι από το 1914 ξεκινούν οι εθνικές εκκαθαρίσεις κατά των Ελλήνων στην Ιωνία και την Ανατολική Θράκη με βάση οργανωμένο σχέδιο
            -Συσκοτίζεται το γεγονός ότι η ιστορική στιγμή συγκροτεί ένα μεταίχμιο, το οποίο σηματοδοτεί τη μετάβαση από την πολυεθνική προνεωτερική Αυτοκρατορία (που διαλύεται και αποχωρεί από την Ιστορία) στο έθνος-κράτος.
            -Παρουσιάζεται η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως το φυσικό έδαφος της εθνικιστικής Τουρκίας[75]
            -Δεν αναφέρονται οι εναλλακτικές λύσεις που είχε η ελληνική πλευρά την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ηττήθηκαν οι Νεότουρκοι εθνικιστές που είχαν ήδη ξεκινήσει τις γενοκτονίες από το 1914.
            -Δεν αναγνωρίζονται πολιτικά δικαιώματα σ΄ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του οθωμανικού πληθυσμού που ήταν οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας (Πόντος, Ιωνία, Βιθυνία, Καππαδοκία κ.ά.)
            -Θεωρείται ότι η μόνη φυσική λύση θα ήταν η εκ νέου υπαγωγή τους στην τουρκική διοίκηση.
            -Αποκρύπτεται το γεγονός ότι την περίοδο 1914-1923 από τον ελληνικό πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διασώθηκε το 60% περίπου, δεδομένου ότι οι πρόσφυγες που καταμετρήθηκαν στην Ελλάδα το 1928 ανέρχονταν σε 1.250.000 άτομα.
            - Ο Μουσταφά Κεμάλ, που τα στρατεύματά του συγκροτήθηκαν με βάση τους παρακρατικούς ακροδεξιούς πυρήνες των Νεότουρκων (Teskilat I Mahsusa),αντιμετωπίζεται ως ο επαναστάτης και ο απελευθερωτής της περιοχής.
            -Επιχειρείται μια «εξίσωση του αίματος», αφού τα εγκλήματα του διαλυμένου ελληνικού στρατού που υποχωρούσε συγκρίνονται με την ψυχρή και προαποφασισμένη εξόντωση των Ελλήνων και των Αρμενίων. Δομικά επαναλαμβάνεται αυτό ακριβώς που κάνουν οι ρατσιστές αντισημίτες, οι οποίοι δικαιολογούν το Ολοκαύτωμα επικαλούμενοι τη δράση του ισραηλινού στρατού κατά των Παλαιστινίων.
Σχηματοποιώντας τις κύριες τάσεις που εκφράζουν το ρεύμα του αντιπροσφυγικού αναθεωρητισμού, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις κατηγορίες. Πρώτα την απλοϊκή[76], μετά  την στρατευμένη-ιστοριοδιφική[77] και τέλος βρίσκεται στο χώρο της  «ακαδημαϊκής ιστορίας»[78]
            Η αντιπροσφυγική φιλολογία θα γενικευτεί με την οργανωμένη πλέον αμφισβήτηση της γενοκτονίας.[79] Θα εκδοθούν βιβλία που θα ενοχοποιούν πολιτικά και ιδεολογικά το κίνημα για την αναγνώριση της γενοκτονίας, τοποθετώντας το στο χώρο του εθνικισμού και της Δεξιάς. Αποκρύπτοντας παράλληλα το γεγονός ότι οι δυνάμεις που οδήγησαν τον ποντιακό χώρο στη ριζοσπαστικοποίηση προέρχονταν εξ ολοκλήρου από την Αριστερά, καθώς και ότι το αίτημα για αναγνώριση της γενοκτονίας συνάντησε στην αρχή την αντίθεση της τότε Δεξιάς, η οποία προσπαθούσε να αποτρέψει το γεγονός της αναγνώρισης.

Ένας  νέος «αυτοχθονισμός»

Ουσιαστικά μετά το 2001 διαμορφώθηκαν δύο διαφορετικά συστήματα ερμηνείας, χωρίς καμιά δυνατότητα επικοινωνίας των φορέων τους. Η βιαιότητα της απόρριψης των προσφυγικών απόψεων ανέδειξε τη διαιώνιση της αντίθεσης των «αυτοχθόνων» με τους «πρόσφυγες» και την ανθεκτικότητα των ερμηνειών που διαμορφώθηκαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, τόσο από τους φορείς του κράτους όσο και της παραδοσιακής Αριστεράς. Η τάση αυτή θα είναι ιδιαιτέρως έντονη στο χώρο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας.[80] Ζητήματα όπως η πολιτική του τουρκικού εθνικισμού στην Ανατολή και οι γενοκτονίες των χριστιανικών λαών, καθώς και οι σταλινικές διώξεις δεν θα απασχολήσουν ούτε κατ’ ελάχιστον τους κυρίαρχους ελλαδικούς ιστοριογραφικούς  προσανατολισμούς. Η αναγνώριση του γεγονότος ότι διεπράχθη γενοκτονία κατά των ελληνικών πληθυσμών στην Ανατολή από τον καθ’ ύλιν αρμόδιο διεθνή ακαδημαϊκό οργανισμό, τον International Association of Genocide Scholars -I.A.G.S., ή η παραδοχή του ιστορικού αυτού γεγονότος από σημαντικούς Τούρκους ιστορικούς, ελάχιστα άλλαξε τα παραδοσιακά αρνητικά στερεότυπα της ιστοριογραφίας μας.[81] Αντίθετα, θα εμφανιστούν απόψεις που αιτιολογούν την πολιτική που επεξεργάστηκαν και υλοποίησαν οι Νεότουρκοι: «Η τουρκοποίηση του κράτους, της κοινωνίας και του εδαφικού χώρου αναδεικνύεται σε μοναδική λύση σωτηρίας για το κράτος. …όσο η τουρκοποίηση της «οθωμανικής εξουσίας νομιμοποιεί την πολιτική του ελληνικού κράτους, άλλο τόσο και η ελληνοποίηση των Ρωμιών νομιμοποιεί την πολιτική των Νεότουρκων.»[82] Μια άλλη συνηθισμένη αιτιολογία απόρριψης της ερμηνείας ότι στην Ανατολή συνέβη Γενοκτονία των χριστιανικών λαών από τον τουρκικό εθνικισμό, προέρχεται από την αντίληψη της μοναδικότητας του Ολοκαυτώματος.[83]
            Στην ουσία, δεν επιτράπηκε  στους πρόσφυγες να επαναδιαπραγματευτούν την συλλογική ιστορική αφήγηση στο κοινό έθνος-κράτος, ώστε να συμμετάσχουν και αυτοί στο εθνικό αφήγημα. Αυτή η άρνηση είχε ορισμένα ανελαστικά χαρακτηριστικά και πήρε ιδιαίτερα έντονες μορφές, οι οποίες δε συνάδουν με τον τρόπο διαμόρφωσης της συλλογικής εικόνας. Είναι γνωστό ότι στην περίπτωση της ελληνικής εθνικής ιστορίας έχει υπάρξει έως τώρα  μια σύνθεση και αρκετοί συμβιβασμοί οι οποίοι «επιτρέπουν σε όλες τις τοπικές κοινότητες… να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους».[84] Εξαιρετικά διατυπώνεται αυτή η σχέση στο παρακάτω απόσπασμα, με αφορμή την εμφάνιση ενός Δεξιού αναθεωρητισμού που αποσκοπούσε  στην αποκατάσταση των υπαιτίων της Μικρασιατικής Καταστροφής με την αναψηλάφηση της Δίκης των Έξ: «…ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη σύγκρουση Ελλαδιτών και προσφύγων, μια σύγκρουση που έχει καθορίσει την προσφυγική μνήμη, καθώς και το αίσθημα αποκλεισμού της προσφυγικής μνήμης από την επίσημη ιστορία.»[85]
Συμπερασματικά μπορούμε να ισχυριστούμε ότι βρισκόμαστε σε μια ενδιαφέρουσα εποχή, όπου για πρώτη φορά οι βασικές αρχές της νεοελληνικής ιστοριογραφίας για τη μελέτη των γεγονότων που συνέβησαν στην Ανατολή κατά την οριστική μετάβαση από την πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία στο έθνος-κράτος (1908-1923) αμφισβητούνται. Αμφισβήτηση που προέρχεται από μια αποδομητική επίδραση επί της διαρκώς εμπειρικά αναπαραγόμενης –έστω και υπό την κάλυψη της επίκλησης περί «ακαδημαϊκής ιστορίας»- κοινότοπης ιστορικής ματιάς. Και ως γνωστόν, η αποδόμηση (deconstruction), «είναι ένα μεγάλο θεωρητικό ρεύμα, που διέτρεξε όλες τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, θέτοντας εν αμφιβόλω συμβάσεις οι οποίες κάλυπταν βεβαιότητες και αγκυλώσεις».[86]
Η επαναδιατύπωση των κριτηρίων που επιχειρεί η προσφυγική ιστοριογραφία –και αποτελούν επίσης τη βάση της ερμηνευτικής λειτουργίας των αριστερών Τούρκων ιστορικών- για την προσέγγιση της νεότερης Ιστορίας δεν σημαίνει «καταστροφή και ξεθεμελίωμα». Αντιθέτως, είναι έρευνα επί της ιστορικότητας των εννοιών, γίνεται αυτοψία στα δομικά υλικά που συγκρότησαν το εγχείρημα των εθνών-κρατών στις δύο πλευρές του Αιγαίου και οδήγησαν στις γενοκτονίες των χριστιανικών πληθυσμών της νεοτουρκικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συγκεκριμένης λειτουργία της αποδόμησης του παραδοσιακού σχήματος, που προέκυψε με την εμφάνιση της προσφυγικής ιστοριογραφίας, ολοκληρώνεται με τη συνάντηση με το έργο των Τούρκων αντικεμαλικών ιστορικών και ερευνητών. Ορίζοντας έτσι με μια νέα ματιά τις διαχωριστικές γραμμές, τις σχολές και τα  ρεύματα.
Η αμφισβήτηση των παραδεδεγμένων θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως ευκαιρία και πρόκληση για αναστοχασμό πάνω στα βασικά ζητήματα του νεότερου ελληνισμού.

 Ο παρών τόμος: Από τη Μνήμη-εκδίκηση στη Μνήμη-κατανόηση!

Ο τόμος αυτός αποσκοπεί στο να φέρει σε επαφή το ελληνικό κοινό και ειδικά τους μελετητές εκείνης της κρίσιμης περιόδου με το συγκεκριμένο ρεύμα της τουρκικής ιστοριογραφίας. Ένα μέρος των κειμένων των Τούρκων ιστορικών και κοινωνικών επιστημόνων (Fikret Baskaya, Ahmet Oral, Dogan Akanli, Attila Tuygan, Taner Akçam,  Sait Çetinoğlu,  Pervin Erbil) είχε φιλοξενηθεί σε αφιέρωμα στο   διμηνιαίο ιστορικό ένθετο «Οι Δρόμοι της Ιστορίας» της εφημερίδας Δρόμος της Αριστεράς. Δημοσιεύονται ακόμη κείμενα των Fuat Dundar, Izmail Besiktzi, Mehmet Akyol,  Recep Maraşlı, Sibel Özbudun, Siar Rizvanoglu. Επίσης, παρουσιάζεται το άρθρο της Ayse Hour, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Taraf  για να κατανοηθεί καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο βλέπουν το Ποντιακό Ζήτημα προοδευτικοί Τούρκοι διανοούμενοι και συμπληρώνει με μια έννοια το κείμενου  του ερευνητή Θεόδωρου Παυλίδη, ο οποίος παραθέτει αναλυτικά την τουρκική εθνικιστική άποψη για το Ζήτημα αυτό. Παρατίθεται η άποψη του Halil Berktay για τη Γενοκτονία και παρουσιάζεται το βιβλίοPontos Kültürü του Ömer  Asan. Αναδημοσιεύεται ένα δικό μου άρθρο με τον τίτλο «Samsun’dan, Srebrenitsa’ya» («Από τη Σαμψούντα στην Σρεμπρένιτσα»), από την εφημερίδαNewroz, που εκδίδεται στην Πόλη.  Ως επίλογος δημοσιεύεται η αποτίμηση από τον ιστορικό Γιάννη Σκαλιδάκη της σημασίας που έχει για την πλήρη διευκρίνιση ενός ιστορικού ζητήματος που ακόμα διχάζει, η ανάδυση μιας προοδευτικής ριζοσπαστικής θεώρησης στους κόλπους της τουρκικής ιστοριογραφίας.
——————————————————

(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός. Βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για τη συγγραφή της ιστορίας του παρευξείνιου ελληνισμού. Το παρόν κείμενο βασίζεται:
-σε μελέτη που δημοσιεύτηκε στο συλλογικό:  Γιώργος Κόκκινος – Έλλη Λεμονίδου – Βλάσης Αγτζίδης, Tο τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία  και τη Μνήμη, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2010,
-Βλάσης Αγτζίδης, «Η εμφάνιση του τουρκικού εθνικισμού», εφημ. Αγγελιοφόρος, 16 Ιουνίου 2010
-του ίδιου, «Κεμαλισμός και νεοελληνική ιστοριογραφία», ένθετο “Ιστορία” (τεύχ. 3, Μάϊος 2009) εφημ. Έθνος, σελ. 70-71, και τη μονογραφία
-του ίδιου, Έλληνες του Πόντου. Η γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό, Αθήνα, 2005.


Παραπομπές

[1] Βλάσης Αγτζίδης, «Ιδεολογικοί πόλεμοι για την ορθότητα. Όταν ο νικητής τα παίρνει όλα», εφημ. Ελευθεροτυπία, ένθ. Plus, 14 Απριλίου 2013. Για τη σχέση Ιστορίας, Τραύματος και Μνήμης βλ. Γιώργος Κόκκινος, «Η σκουριά και το πυρ», εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2012.
[2] Το διδακτορικό του Τούρκου ιστoρικού Fuat Dundar  με τίτλο «Modern Turkiye’nin Sifresi»  [«Ο Κώδικας της Σύγχρονης Τουρκίας» με υπότιτλο: Η Μηχανική των Εθνοτήτων της (οργάνωσης) Ένωσης και Πρόοδος (1913-1918)»] που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Iletisim, καθώς και το, βασικό πλέον, βιβλίο  του Taner Aksam  με τίτλο  «A Shameful Act: The Armenian Genocide and the Question of Turkish Responsibility»είναι κάποια από τα βιβλία των Τούρκων ιστορικών που αποτελούν σταθμό στην ακαδημαϊκή ιστορία
 [3] Αντίστοιχα προβλήματα συναντιούνται και στην ελληνική ιστοριογραφία, όπως αυτή αναπτύσσεται στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Βασικός της στόχος ήταν η δημιουργία μιας συνεκτικής ιδεολογίας,  βασισμένης σε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του νεοελληνικού βίου, αποσιωπώντας όσα υπονόμευαν το κυρίαρχο μοντέλο. Η αντιμετώπιση του Βυζαντίου και της ρωμιοσύνης προς όφελος του αρχαιοελληνικού ιδεολογήματος, ή η αντιμετώπιση του ’22 και της μικρασιατικής προσφυγιάς, είναι χαρακτηριστικά αυτής της τάσης. Φυσικά η στάση αυτή ερμηνεύεται από τις ανάγκες της εποχής. «Θα ήταν τουλάχιστον ανιστόρητο επιχείρημα η απαξίωση της εθνικής ιστοριογραφίας, αφού υπήρξε και η ίδια φορέας, και παράγωγο ταυτόχρονα, των ιδεών του εθνικισμού και της κατίσχυσής τους στο σύγχρονο κόσμο.» (Ν. Ροτζώκος, Εθναφύπνιση και εθνογένεση. Ορλωφικά και ελληνική ιστοριογραφία, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2007, σελ. 19-20).
[4] Emre Akyoz, “Bir kemalist’in itiraflari: Izmir’I nicin yakiyorduk?”, εφημ. Sabah, 8 Απρλίου 2010.
[5] H άποψη του Akyoz υιοθετείται απολύτως και στο Orhan Kemal Cengiz, «Who burned down İzmir?», εφημ. Today’s Zaman, 19 Mαϊου 2010
[6] Βλέπε το: D. Gontikas, Ch. Issawi, Ottoman Greeks in the age of nationalism, Darwin Press, 1999.
[7] Βασίλης Νότης, Εκβιομηχάνιση και οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία, εκδ. Ίδρυμα Μεσογειακών μελετών, Αθήνα, 1986, σελ. 39.
[8] Για τον ιδεολογικό μετασχηματισμό βλ.: Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Οι νοερές κοινότητες και η αφετηρία του εθνικού ζητήματος», Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, επιμ. Θ. Βερέμης, Αθήνα, 1997, Γιώργος Καραμπελιάς, Κοραής και Γρηγόριος Ε’. Κοινωνικές συγκρούσεις και διαφωτισμός στην προεπαναστατική Σμύρνη 1788-1821, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2009,   Σταύρος Ανεστίδης, Η εθναρχική παράδοση της Μεγάλης Εκκλησίας και ο Μανουήλ Γεδεών, διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1993.
[9] To πνεύμα αυτό αποτυπώνεται με σαφήνεια στην αρθρογραφία της της εφημ. Νεολόγοςτης Κωσταντινούπολης, όπου προτάσσεται η αποτελεσματική  «ανάσχεση του σλαυισμού» και η υποχρέωση  όπως «…ασφαλίσωσιν αδιάσπαστον ένωσιν, ότι Έλληνες και Τούρκοι εν Ελλάδι και εν Τουρκία εισί τέκνα της αυτής χώρας» (Ανδρέας Αθ. Αντωνόπουλος, Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το Ανατολικό Ζήτημα 1866-1881. Η μαρτυρία τουΝεολόγου της Κωσταντινούπολης, έκδ. Τσουκάτου, Αθήνα, 2007, σελ. 350.)
[10] Μια αναλυτική παραδοσιακή παρουσίαση της ανόδου των Νεότουρκων στην εξουσία υπάρχει στο Erik J. Zurcher, Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004.  Βέβαια, το βιβλίο του Zurcher, παρότι θεωρείται κλασικό για τη μελέτη της τουρκικής ιστορίας είναι σε κάποια σημεία  αρκετά ξεπερασμένο πλέον με ορατές ελλείψεις τις οποίες αναγνωρίζει και κατά καιρούς έχει αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας.  Κατ’ αρχάς παρουσιάζει την ιστορία με μια παράθεση γεγονότων  που σε βοηθά να παρακολουθήσεις την εξέλιξη των πραγμάτων, δεν διευκολύνει όμως την πλήρη κατανόηση των αιτιών. Επίσης, είναι πολύ αδύναμο στο μέρος που διαπραγματεύεται τον 19ο αιώνα, όπως και στην ανάλυση των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών, που οδήγησαν στην υιοθέτηση συγκεκριμένων πολιτικών από την πλευρά των Νεότουρκων. Η αντίληψη που έχει για εκείνη την εποχή είναι απολύτως συμβατή με την επίσημη γραμμική καθεστωτική αντίληψη. Παρουσιάζει όμως λεπτομερειακά τα γεγονότα.
[11]     Τα γεγονότα παρουσιάζονται αναλυτικά στο: Βλάσης Αγτζίδης, «Έλληνες του Πόντου. Η γενοκτονία απ’ τον τουρκικό εθνικισμό», Αθηνα, 2005 (επανεκδόθηκε το 2009 απ’ τον Σκάι)
[12]    Τεκίν Αλπ, Το τουρκικό και παντουρκιστικό ιδεώδες, έκδ. Αρμενικοί Ορίζοντες, Αθήνα, 1992, σελ. 78-79.
[13] Για τη γερμανική στάση βλέπε: Γ. Μικρασιανός, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον ελληνισμόν της Τουρκίας, εκδ. Πετράκου, Αθήνα, 1916, Μιχαήλ Ροδά, Πώς η Γερμανία κατεέστρεψε τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας, εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 1995. Εξαιρετικά σημαντική είναι η μελέτη της Ρόζας Λούξεμπουργκ με τίτλο «Oι δραστηριότητες των Γερμανών ιμπεριαλιστών στηνΤουρκία» (περ. «Οι Λαοί», τεύχ.1 , Μάϊος ’87, σελ. 61.)
[14]     Dimitris A. Zeginis, Nationalism and the reality of the nation-state: The case of Greece and Turkey in relation to the european orientation in the two countries”, Ph.D. Thesis, University of Essex, 1993, σελ. 195-203.
[15] Aριστοτέλης Μητράρας, Το εθνικιστικό τρίπτυχο. Εκτουρκισμός-εξισλαμισμός-εκσυγχρονισμός στην ποίηση του Ζιγιά Γκιοκάλπ, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2012.
[16] Η πολιτική της γερμανικής Δεξιάς εντάσσεται σε μια προαστική προσπάθεια κυριαρχίας των  τοπικών φεουδαρχών και γαιοκτημόνων και στο σημείο αυτό συναντά και συμπορεύεται με το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα, το οποίο επίσης είχε προαστικά, αντιεκσυγχρονιστικά και φεουδαρχικά χαρακτηριστικά και βάσιζε την πολιτική του σε έναν ακραίο ρατσιστικό λόγο κατά των χριστιανικών κοινοτήτων της Ανατολής επιδιώκοντας την καταστροφή των αστικών στρωμάτων και την ιδιοποίηση του πλούτου που αυτά είχαν παράγει. Αυτή ήταν η ιστορική βάση που με καταλύτη τις μεταπολεμικές εξελίξεις οδήγησε στην εμφάνιση του Ναζισμού. Το φαινόμενο αυτό, η έρευνα για τις πνευματικές ρίζες της ακροδεξιάς πολιτικής, η διαμόρφωση της γερμανικής ιδεολογίας και την προϊστορία της σχέσης της άκρας Δεξιάς με τη μεταμοντέρνα σκέψη αναπτύσσεται υποδειγματικά στο: Richard Wolin, Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό. Από τον Νίτσε στον Μεταμοντερνισμό (πρωτότυπ. τίτλος The Seduction of Unreason), εκδ. Πόλις, 2007.
[17]     Για τον παντουρκισμό δες το βιβλίο ενός από τους ιδεολογικούς εκπροσώπους του: Tekin Alp, Τhe turkish and pan-turkish ideal,  επανέκδοση, Λονδίνο, εκδ. Liberty Press, χ.χ. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Κωσταντινούπολη το 1915. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 1992. Το παντουρκιστικό φαινόμενο παρουσιάζεται  αναλυτικά στη μελέτη : Jacob M. Landau, Ο παντουρκισμός. Το δόγμα του τουρκικού επεκτατισμού, Αθήνα, εκδ. Θετίλη, 1985.
[18]     Celal Bayar, Ben de yazdim. Milli mucadeleye giris, τόμ. 5, Κωνσταντινούπολη, εκδ. Baha, 1967, σελ. 1572-82. Η εφημερίδα Ο Λαός της Πόλης προειδοποιούσε τους Τούρκους ηγέτες:“Σήμερα με το τουρκικό σύνταγμα, αν έχετε ακόμα τα ίδια μυαλά, αν προσπαθάτε με το φανατισμό και με τον τουρκισμό να πνίξετε κάθε ξέχωρη εθνική ζωή, θα χυθεί αίμα πολύ κι από τα δύο μέρη και η Ευρώπη θα σας καθήσει στο σβέρκο. Τούρκοι που τυραννάτε τους λαούς της Αυτοκρατορίας, να μάθετε πως κανένας λαός δεν είναι τόσο πρόστυχος, τόσο ελεεινός, που να δέχεται να τυραννιέται και να κυβερνιέται από τον τύραννό του, τον ξένο, τον αλλόφυλο. Και τότες πια, σα δε σωφρονιστείτε, θα διαλυθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Και η Τουρκία θα σβήσει.”(Κεντρικό άρθρο,  Λαός, Κωνσταντινούπολη,18 Ιανουαρίου 1909.)
[19]     Χαρακτηριστική είναι μια σύσταση του Ισμέτ Ινονού προς τους νέους αξιωματικούς: «Ο σουλτάνος είναι εχθρός σας. Είναι επτά γενεών εχθρός σας. Ας μείνει όμως μεταξύ μας, ακόμα και ο λαός είναι εχθρός σας» (Βασίλης Νότης, ό.π., σελ. 36.)
[20]     Στο άρθρο με τίτλο “Οθωμανοί εις τα όπλα” που δημοσιεύτηκε στις 13 Οκτωβρίου 1911 στην τουρκική εφημερίδα της Σαμψούντας Ηχώ διακηρύσσεται: “Ο ιερός πόλεμος είναι θεία εντολή, της οποίας η εγκατάλειψις εις τοιαύτην εποχήν είναι αδύνατος… Εμπρός αδελφοί, ας ετοιμασθώμεν από σήμερον να συγκρουσθώμεν μετά των εχθρών, να πίωμεν το αίμα των.» (AYE, 1911/Β/53, αριθ. 440.)
[21]     Για τη σημασία της Θεσσαλονίκης ως κέντρου του τουρκικού εθνικισμού και για το κίνημα των Νεότουρκων βλ. Γιάννης Μέγας, Η επανάσταση των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2003.
[22]     Στην απόφαση αναγραφόταν: «Οι Μουσουλμάνοι γενικά πρέπει να κρατήσουν τα όπλα τους και όπου υπήρχαν ως μειονότητα, οι αρχές πρέπει να τους εξοπλίσουν…. Η Τουρκία είναι πρωτίστως μια μουσουλμανική χώρα και οι ιδέες του μουσουλμανισμού και η επιρροή του πρέπει να κυριαρχούν. Κάθε άλλη θρησκευτική προπαγάνδα πρέπει να κατασταλεί αφού δεν μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τους Χριστιανούς, οι οποίοι πάντα δούλευαν για την κατάρρευση του νέου καθεστώτος… Αργά ή γρήγορα η πλήρης οθωμανοποίηση πρέπει να επιτευχθεί αλλά είναι πλέον καθαρό ότι αυτό δε θα μπορούσε να γίνει με την πειθώ αλλά με τη δύναμη των όπλων. Η μουσουλμανική κυριαρχία είναι αναπόφευκτη  και μόνο στους μουσουλμανικούς θεσμούς και παραδόσεις οφείλεται σεβασμός.Το δικαίωμα της οργάνωσης, αποκέντρωσης και αυτονομίας δεν υπάρχει για τις υπόλοιπες εθνικότητες, οι οποίες μπορούν να κρατήσουν τις θρησκείες τους αλλά όχι τις γλώσσες τους. Η επικράτηση της τουρκικής γλώσσας αποτελεί ένα από τα βασικά μέσα για τη διατήρηση της μουσουλμανικής κυριαρχίας»  (“The Salonica Congress. Young Turks and their programme”, εφημ. The Times, Λονδίνο, 3 Οκτωβρίου 1911.)
[23]    Τεκίν Αλπ, ό.π., σελ. 50.
[24]     “Τουρκικός λαός λογιούνταν όλοι οι μουσουλμάνοι, δηλαδή οι πιστοί καθώς ονομαζόντουσαν μόνοι τους… Όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν ίσοι αναμεταξύ τους. Όλοι μπορούσαν να γίνουν πασάδες ή στρατηγοί. Μα δεν παραδέχονταν για ίσους με τον εαυτό τους τους χριστιανούς και τους εβραίους παρά τους ονομάζανε γκιαούρηδες. Τους απογόνους των παλαιών κατοίκων τους ματαχειρίζονταν σαν ξένους. Δεν τους επέτρεπαν να γίνουν αξιωματικοί ή υπάλληλοι. Δεν τους δέχονταν για μάρτυρες στα τουρκικά δικαστήρια. Η τουρκική κυβέρνηση τους ανέχονταν μόνο, βάζοντάς τους να πληρώνουν ένα χωριστό φόρο, το χαράτσι. Τους ονόμαζαν ραγιάδες (κοπάδια) και δεν τους ήθελαν για άλλο τίποτα παρά για να τρέφουν το μουσουλμανικό λαό. Στις επαρχίες μόνο οι μουσουλ­μάνοι ήτανε γεωχτήμονες. Οι χριστιανοί ήταν αγρότες, απαράλ­λαχτα όπως οι δούλοι στο μεσαίωνα. Πριν την κατοχή, οι χριστιανοί αυτοί ήσαν έθνη ανεξάρτητα και πάντα είχαν βαστάξει τη γλώσσα, τη φορεσιά τους και τις συνήθειές τους…” (Κεντρικό άρθρο της εφημερίδας Ο Λαός, Κωνσταντινούπολη, 30 Νοεμβρίου 1908.)
[25]     Taner Aksam, Mια επαίσχυντη πράξη, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα,  2007, σελ. 141.
[26] John Williams,  «The Ethnic Cleansing of Greeks from Gallipol April  1915»,http://www.quadrant.org.au/magazine/issue/2013/4/the-ethnic-cleansing-of-greeks-from-gallipoli-april-1915
[27]   Ο Tekin Alp, γράφει με σαφήνεια ότι η νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων σήμαινε «δικαίωση του εθνικού ιδανικού», δηλαδή τη δημιουργία μιας μεγάλης παντουρκιστικής αυτοκρατορίας που θα περιλάμβανε και τους Τούρκους της Κεντρικής Ασίας. (Τεκίν Αλπ, ό.π., σελ. 67).
[28]     John Williams,  «The Ethnic Cleansing of Greeks from Gallipol April  1915»,  ό.π.
[29]     Αναφορά του Cherie Burton, μέλους της Νομοθετικής Συνέλευσης της Νέας Νότιας Ουαλίας, (30 Νοεμβρίου 2010), από John Williams, όπ.
[30]     Ο Ανατολικός Πόντος από την Άνοιξη του 1916 καταλήφθηκε από το ρωσικό στρατό. Στην Τραπεζούντα δημιουργήθηκε η ελληνική Προσωρινή Κυβέρνηση.  Μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 στη Ρωσία δημιουργήθηκε το Σοβιέτ Τραπεζούντας με τη συμμετοχή Ελλήνων. Ο ρωσικός στρατός αποχώρησε το Μάρτιο του 1918, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ Λιτόφσκ, ακολουθούμενος από δεκάδες χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες.
[31]     Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, “Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918), βάσει των Ανεκδότων Εγγράφων και Κρατικών Αρχείων της Αυστροουγγαρίας”, ό.π., σελ. 13.
[32]     Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά Έγγραφα από τη Βιέννη (1909-1918), ό.π., σελ. 161.
[33]     Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, “Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918), βάσει των Ανεκδότων Εγγράφων και Κρατικών Αρχείων της Αυστροουγγαρίας”, ό.π.
[34]     Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, Γενοκτονία στον Εύξεινο Πόντο. Διπλωματικά Έγγραφα από τη Βιέννη (1909-1918), ό.π., σελ. 158.
[35]     Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, ό.π., σελ. 139-140.
[36]     Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, ό.π., σελ. 115.
[37]     Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, ό.π., σελ. 140.
[38]     Στον Πρόλογο αναφέρονται μεταξύ άλλων: «Το κακόν εκορυφώθη κατά τον παγκόσμιον πόλεμον, ότε πλείσται ελληνικαί επαρχίαι της αυτοκρατορίας εκλονίσθησαν εκ θεμελίων ή και εντελώς κατεστράφησαν. Είνε ανεκδιήγητα τα δεινοπαθήματα, τα οποία υπέστησαν οι εκδιωχθέντες εκ των εστιών αυτών Ελληνες. Διεσκορπίζοντο οι δυστυχείς ούτοι εις χωρία καθαρώς τουρκικά, ημποδίζετο εις αυτούς η εκ μέρους των Πατριαρχείων διανομή βοηθημάτων, εστερούντο εκκλησιών και ιερέων… και εξηναγκάζοντο διά τοιούτων και άλλων μέσων εις εξισλάμισιν. Τοιουτοτρόπως δε, πληθυσμός ομογενής εκ 490.063 ψυχών, διασπαρείς ανά τα όρη, τας χαράδρας και τα τουρκικά χωρία, υπέστη εν τοις πλείστοις τον εξ ασιτίας, του ψύχους και των στερήσεων θάνατον».
[39]     Ρόζα Λούξεμπουργκ, “Οι αγώνες στην Τουρκία και η σοσιαλδημοκρατία”, περ. Οι λαοί,τεύχ. 1, Μάιος 1987, σελ. 44-49, Ρόζα Λούξεμπουργκ, “Η δραστηριότητα των Γερμανών Ιμπεριαλιστών στην Τουρκία”, περ. Οι λαοί, τεύχ. 1, σελ. 61, Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, Αθήνα, εκδ. Κομμούνα, σελ. 27.
[40]     Ρόζα Λούξεμπουργκ, “Η δραστηριότητα των Γερμανών Ιμπεριαλιστών στην Τουρκία”, ό.π., σελ. 61.
[41]     Κώστας Παπαϊωάννου, Η ψυχρή ιδεολογία, χ.χ.,  σελ. 27.
[42]     Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τομ. Η1Η2, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, σελ 637-650.
[43]     Γαλλικό Γενικό Επιτελείο/2ο επιτ. Γραφείο/1-10-1918, αναφ. Χ. Τσιρκινίδης, Επιτέλους τους ξεριζώσαμε, έκδ. Παναγία Σουμελά, Θεσσαλονίκη, 1993, σελ. 93.
[44] Ίων Δραγούμης, Φύλλα Ημερολογίου, τόμ. 6ος, εκδ. Ερμής, Αθήνα, 1987, σελ. 63.
[45] Βλάσης Αγτζίδης, «Ίων Δραγούμης: Αντινομίες και ανορθολογισμοί στο βωμό της Μικράς πλην Εντίμου Ελλάδος», εφημ. Αγγελιοφόρος, 1 Αυγούστου 2010, Θεσσαλονίκη, σελ. 38-39.
[46]  Γεώργιος Σκληρός, «Το Ζήτημα της Ανατολής», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 77-99.
[47] Δημήτρης Γληνός, «Η τουρκική μεταπολίτευσις και αι συνέπειαι αυτής», στοΑριστερά και Ανατολικό Ζήτημα εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 101-134.
[48]  «Social Democracy and the National Struggles in Turkey», δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα ως «Οι αγώνες στην Τουρκία και η σοσιαλδημοκρατία», περ. Οι λαοί, τεύχ. 1, Μάιος 1987.
[49] Ενώ ο Μουσταφά Κεμάλ ανήκει στην κατηγορία των μεσοπολεμικών ακροδεξιών ηγετών-δικτατόρων, που εμφορούνταν από αντιθρησκευτικές απόψεις, εν τούτοις υιοθετεί τα μουσουλμανικά σύμβολα και τις σχετικές τελετουργίες προσπαθώντας να γίνει το εθνικιστικό του κίνημα αποδεκτό από τον πληθυσμό που ολοκληρωτικά ήταν θρησκευόμενος. (Paul Dumont, Μustafa Κemal.1919-1924 la memoire du siege, εκδ. Editions Complexe, Βρυξέλες, 1983, σελ. 55-60).
[50] Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η επαναστατική κυβέρνηση των μπολσεβίκων και των αριστερών Εσέρων ήταν η διαχείριση του πολέμου. Ήδη, με την επικράτηση της Επανάστασης είχαν ξεκινήσει οι συνομιλίες με τους Γερμανούς και είχε επιτευχθεί μια κατ’ αρχάς παύση των εχθροπραξιών. Οι συνομιλίες έγιναν στην πολωνική πόλη Μπρεστ Λιτόφσκ (Brześć Litewski). Παράλληλα στη Γερμανία άρχισαν να ξεσπούν οι πρώτες επαναστατικές κινήσεις. Toν Ιανουάριο του ’18 ξέσπασαν οι πρώτες απεργίες των εργατών σε Γερμανία και Αυστρία.  Ειδικά στο Βερολίνο, το απεργιακό κίνημα απλώθηκε στα μεγαλύτερα εργοστάσια και υποστηρίχθηκε από κίνημα εκατοντάδων χιλιάδων εργατών. Στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης εμφανίζονται τρεις διαφορετικές απόψεις. Η κατ’ αρχάς κυρίαρχη άποψη του Μπουχάριν και των Αριστερών Κομμουνιστών για συνέχισης του πολέμου και τη μετατροπή του σε επαναστατικό, η  άποψη του Τρότσκι «ούτε ειρήνη, ούτε πόλεμος», που ήταν κοντύτερα στην άποψη του Μπουχάριν  και τέλος η άποψη του Λένιν για ειρήνη με Γερμανούς και Νεότουρκους με κάθε τίμημα. Η  άποψη του Λένιν αρχικά είχε την υποστήριξη μόνο του ενός τετάρτου των μπολσεβικικών οργανώσεων και είχε την υποστήριξη μόνο 2 από τα 230 Σοβιέτ,  ενώ οι  Αριστεροί Κομμουνιστές του Μπουχάριν κυριαρχούσαν στις οργανώσεις του κόμματος. Ο Λένιν κατηγορήθηκε ανοιχτά στην εφημερίδα «Κομμουνίστ» των Αριστερών Κομμουνιστών, που κυκλοφορούσε σε ένα εκατομμύριο αντίτυπα, ότι εγκατέλειψε τις διεθνιστικές αρχές της επανάστασης. Θεωρούσαν ότι η μόνη πραγματική ελπίδα θα ήταν η γερμανική επανάσταση, η οποία όντως εκδηλώθηκε λίγους μήνες μετά τον συμβιβασμό των μπολσεβίκων. Τελικά ο Λένιν κατάφερε να «περάσει» την άποψή του στην Κεντρική Επιτροπή, παρότι ήταν μειοψηφούσα, με την ανοχή των οπαδών του Τρότσκι.  Οι συνέπειες της Συνθήκες του Μπρεστ Λιτόφσκ θα είναι καταλυτικές τόσο για το ευρωπαϊκό επαναστατικό κίνημα, όσο και για  μοίρα των Λαών της Ανατολής. Επίσης, η ίδια τη Σοβιετική Ένωση θα μπει σε μια διαδικασία εσωστρέφειας και βίαιης επίλυσης των εκκρεμών αντιθέσεων που υπήρχαν και εντός του επαναστατικού στρατοπέδου και εντός της ρωσικής κοινωνίας. (Βλάσης Αγτζίδης, «Λένιν 1918: η συνθήκη μεταξύ Γερμανών και μπολσεβίκων», εφημ. Ελευθεροτυπία, 24 Φεβρουαρίου 2013.)
[51] Η άνοδος του ισλαμιστικού κινήματος στη Ρωσία και ο  φόβος της μπολσεβικοποίησης του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος είχε καθοριστική σημασία στην αλλαγή των διαθέσεων των συμμάχων. Οι μπολσεβίκοι ηγέτες της Ρωσίας είχαν ελπίσει στην φιλοκομμουνιστική μετεξέλιξη του κεμαλικού κινήματος και είχαν επενδύσει στην πρόσκαιρα διαμορφωμένη συμμαχία ισλαμιστών-μπολσεβίκων στην Κεντρική Ασία. Ο φιλοϊσλαμισμός θα εμφανιστεί αποφασιστικά στην μεταΚλεμανσώ εποχή και μαζί με την προσπάθεια αποτροπής  της βρετανικής επιρροής,  θα διαμορφώσει την γαλλική πολιτική στάση.  Βλ. Paul Dumont, ό.π. σελ. 55-88. Επίσης, Patrick Kinross, Ataturk.The rebirth og a nation,  εκδ. Phoenix, 2002.
[52] Χαρακτηριστικό είναι το κοινό βασιλοκομμουνιστικό προεκλογικό σύνθημα των μοιραίων εκλογών του Νοεμβρίου του 1920, «Σφυρί δρεπάνι / ελιά στεφάνι». (βλέπε: Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τομ. 13, εκδ. 20ος Αιώνας, 1958, σελ. 543-544, Ελευθέριος Σταυρίδης, Τα παρασκήνια του ΚΚΕ, Αθήνα, 1953). Τελικά, η συγκεκριμένη εκδοχή της Αριστεράς θα επικρατήσει ως ΚΚΕ και θα επικαλύψει κάθε άλλη εκδοχή της Αριστεράς, που διαμορφώθηκε στη Μικρά Ασία, στην Κωσταντινούπολη και τελικά συντρίφτηκε από τις μεγάλες ιστορικές ανατροπές. Απωθήθηκε επίσης από την ελλαδική Μνήμη περί Αριστεράς και η σημαντικότατη σελίδα του σοβιετικού ελληνισμού και της μεσοπολεμικής του παρουσίας (βλ. Βλάσης Αγτζίδης, Η εφημερίδα Κόκινος Καπνας και ο ελληνισμός του Καυκάσου, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 2010. Επίσης βλ.του ιδίου «Όταν οι Έλληνες κομμουνιστές πήραν την εξουσία», περ. Μαρξιστική Σκέψη, τόμ 8, Ιανουάριος-Μάρτιος 2013).
[53] Το θέμα αυτό αναπτύσσεται αναλυτικά στο: Γιώργος Κόκκινος – Έλλη Λεμονίδου – Βλάσης Αγτζίδης Tο τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2010, στο κεφάλαιο «Πρόσφυγες του ’22 στη ‘μητέρα-πατρίδα’», σελ. 223-250.
[54]  Κώστας Μισαηλίδης, “Η καταστροφή και οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης», Αθήνα 1925, Β’ έκδοση, σελ. 25-26. Για την μεταχείριση του άμαχου πληθυσμού της Ιωνίας από τους Κεμαλικούς μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου δες: Ηλία Βενέζη, Το νούμερο Το νούμερο 31328. Το βιβλίο της σκλαβιάς, Αθήνα, εκδ. Εστία, 1931,  «Η ιστορία της Αγγελικής Ματθαίου», Ελευθεροτυπία, 17 Σεπτεμβρίου 2011. Για το Διάταγμα Νουρεντίν κατά αμάχων δες: Βλάσης Αγτζίδης, «Η ολοκλήρωση της Γενοκτονίας», Ελευθεροτυπία, 17 Σεπτεμβρίου 2011.
[55]     Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Ελλάδας, τομ. 13, εκδ. 20ος Αιώνας, 1958, σελ. 36.
[56]     Πρωτοσέλιδο στο περ. Κοινότης, αρ. φ. 50, Αθήνα, 1923.
[57] Σε  Ψήφισμα της 21 Αυγούστου 1914 του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στο οποίο ανήκαν περισσότερα από είκοσι εργατικά σωματεία, στο άρθρο 7 απευθύνεται σε όλα τα εργατικά σωματεία της Ελλαδος στα οποία και ανακοινώνει “να μην επιτρέπηται εις τους πρόσφυγας να εργάζωνται εις τας εργασίας εντοπίων εργατών…» (Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και Μικρασία : Αυθεντικαί εκθέσεις και επίσημα κείμενα : Έκκλησις προς το ελληνικόν γένος και την δημοσίαν Γνώμην του πεπολιτισμένου κόσμου / Εκδίδεται υπό των Επιτροπών των εν Μυτιλήνη Μικρασιατών προσφύγων, Αθήνα, Τύποις «Πανελληνίου κράτους», 1915)
[58]     Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, «Οι διαστάσεις του κομματικού φαινομένου στην Ελλάδα. Παραδείγματα απ’ το Μεσοπόλεμο», στο Κοντογιώργης (επιμ), 1977, σελ. 164. Βλέπε και στο Γιώργος Μαυρογορδάτος, Εθνικός διχασμός και μαζική οργάνωση. Οι επίστρατοι του 1916, εκδ. Αλεξάνδρεια, 1996. Υπήρξε αληθινό πογκρόμ με προγραφή σπιτιών και καταταστημάτων με σημάδεμα με κόκκινη μπογιά. Οι «τίμιοι» βασιλικοί ανέλαβαν να μολύνουν με το αίμα των«προδοτών» βενιζελικών τα όπλα τους. Το σύνθημα των παρακρατικών ήταν: «Ο βασιλιάς μας θα ζώσει το σπαθί, θα σφάξει Αγγλογάλλους και βενιζελικούς μαζί». Ο Γεώργιος Βεντήρης γράφει: από της 19 μέχρι 23 Νοεμβρίου, ωδηγούντο πλησίον του φθισιατρείου «Σωτηρία» Μικρασιάται κυρίως πρόσφυγες και εθανατώνοντο ως κατάσκοποι των Αγγλογάλλων»( Γ. Βεντήρης, στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 9 Μαρτίου 1931. Αργότερα η σειρά αυτή των άρθρων εκδόθηκε σε βιβλίο με τίτλο: «Η Ελλάς του 1910-1920 – Ιστορική μελέτη», εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1970). «Τότε, οι βενιζελικοί πολίτες –κατά τεκμήριον φίλοι της Συνεννόησης– εγκαταλείφθηκαν στην τρομοκρατία των Επιστράτων, οι οποίοι έκαψαν, λεηλάτησαν και σκότωσαν 35.» (Μιχάλης Κατσίγερας, εφημ. Καθημερινή, 18-11-2006.)
[59]     Ίων Δραγούμης, «Ο Βενιζέλος και ο ιμπεριαλισμός», στο Αριστερά και Ανατολικό Ζήτημα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα, 1998, σελ. 156, 157.
[60]  Βλέπε το κεφάλαιο για τους πρόσφυγες στην Ελλάδα, την πολιτική του κράτους και της Αριστεράς στο: Γιώργος Κόκκινος– Έλλη Λεμονίδου–Βλάσης Αγτζίδης Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη. Αθήνα: Ταξιδευτής, 2010.
[61]     Ο Μάρκος Βαμβακάρης, Συριανός στην καταγωγή, περιέγραψε θαυμάσια την κατάσταση αυτή: “Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Άσε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου… Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δυό. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, εγώ δηλαδή τι είδα. Μπορεί αλλού. Ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες.” (Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 1978, σελ. 94.)
[62]      Δημήτρης Λιβιεράτος, Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1923-27), τόμ. β’, εκδ. Κομμούνα, Αθήνα, 1985, σελ. 27-30. Δες επίσης: Πασχάλης Κιτρομηλίδης, «Ιδεολογικές πτυχές του προσφυγικού φαινομένου», στο Η Αττική υποδέχεται τους πρόσφυγες του ’22, Αθήνα, 2006, σ. 38-43.
[63] Άλκης Ρήγος, Η Β’ Ελληνική Δημοκρατία 1924-1935: Οι κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1999, σελ. 277.
[64] George Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social coalitions and Party Strategies in Greece 1922-1936, έκδ. University of California Press, Berkeley, 1983, σελ. 193. Μια προσφυγική μαρτυρία: «Εδώ στην Ελλάδα… τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα και από την Τουρκία. Εδώ μας μισούσαν ακόμη περισσότερο και χωρίς να τους κάνουμε τίποτα. Τουλάχιστον οι Τούρκοι μας μισούσαν και μας πολεμούσαν και μεις το ίδιο τους κάναμε.» (Νίκος Μαραντζίδης, Γιασασίν Μιλέτ-Ζήτω το Έθνος, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2001, σελ. 89.)
[65] Το θέμα αυτό αναπτύσσεται αναλυτικά στο: Γιώργος Κόκκινος – Έλλη Λεμονίδου – Βλάσης Αγτζίδης , Tο τραύμα και οι πολιτικές της Μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2010, στις σελίδες 260-285.
[66] Η αντιμετώπιση αυτή είναι απόρροια αφενός των νέων στρατηγικών επιλογών των ελλαδικών ελίτ και αφετέρου της   σκέψης που τελικά εξέφρασε τα κύρια πολιτικά ρεύματ της Ελλάδας –και κυρίως τα αντιβενιζελικά- ότι  η Μικρά Ασία είναι ένας απόμακρος χώρος. Αυτό ισχυρίστηκε ο Μεταξάς του 1915, το ίδιο ο πρίγκηπας Ανδρέας και άλλοι φιλομοναρχικοί αξιωματικοί που ζητούσαν μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 «να αποκοπεί η γάγγραινα της Μικρά Ασίας από την Ελλάδα», το ίδιο ο Ευ. Αβέρωφ μεταπολεμικά. Αλλά και σήμερα ως “υπερπόντια περιοχή” την αναφέρει το ΚΚΕ στα επετειακά του κείμενα, στην οποία έκαναν “ιμπεριαλισμό” οι “Έλληνες”. “Αποικιοκρατική πράξη” το αποκαλούσε και ο Ιωάννης Μεταξάς από άλλο σημείο του πολιτικού φάσματος. Υπήρξαν εκείνη την κρίσιμη περίοδο δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις για τη σημασία της ιστορικής στιγμής. Αυτή των Μικρασιατών (συμπεριλαμβανομένων και των σοσιαλιστών της Ανατολής) και αυτή των πολιτικών δυνάμεων της παλαιάς Ελλάδας με την πρόσφατη ένταξη και κάποιων εκ των Νέων Χωρών. Τη διαφορά αυτή που επιβιώνει έως σήμερα εντονότατα και στο χώρο της ιστοριογραφίας (βλ. το άρθρο: “Kεμαλισμός και νεοελληνική ιστοριογραφία” http://kars1918.wordpress.com/2009/06/09/9-6-2009/.)
[67] Υπολογίστηκε ότι οι ελληνικές περιουσίες ήταν δεκαπλάσιες των αντίστοιχων μουσουλμανικών που εγκαταλείφθηκαν στην Ελλάδα.  (Γιώργος Λαμψίδης, Οι πρόσφυγες του 1922, Αθήνα, έκδ. Ελληνική Φωνή, Αθήνα, 1982, σελ. 59.)
[69]     Στο πρωτοσέλιδο, όπου εκτός από τα ιδιαιτέρως συγκινητικά συλλυπητήρια του Ι. Μεταξά, περιέχεται και μια ιδιαιτέρως κολακευτική βιογραφία του Ισμέτ Ινονού, ανακοινώνεται η επικείμενη μετονομασία της οδού. («Το πένθος δια τον θάνατον του Κεμάλ Ατατούρκ. Εκδηλώσεις ελληνικής θλίψεως», εφημ. Ελεύθερον Βήμα, 12-11-1938.)
[70]     «Μια επιφύλαξη», εφημ. Ριζοσπάστης, 12 Ιουλίου 1935.
[71]  «Ο Ιός της Κυριακής», «Ethnic cleansing. Το ελληνικό Βιετναμ», εφημ. Eλευθεροτυπία, 11 Οκτωβρίου 1992.
[72] «Γιατί πάντα εμείς», πρωτοσέλιδο, περ. Ομάδα 21. Ελληνικό Παρατηρητηριο, τεχ. 36, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2007.
[73] Η πρόταση του αρμόδιου αντεισαγγελέως-εισηγητή του Αρείου Πάγου, που έγινε αποδεκτή με 3 ψήφους έναντι 2 αρνητικών ανάφερε: «Η Μικρά Ασία είναι όπως η κινούμενη άμμος. Όσο περισσότερο προσπαθεί κάποιος να σωθεί, τόσο περισσότερο βυθίζεται. Ο πόλεμος θα μετετρέπετο σε πόλεμο φθοράς. Η Ελλάδα θα πάθαινε ό,τι ακριβώς έπαθε η Γαλλία στην Ινδοκίνα την δεκαετία του 1950 με τους Βιέτ Μινχ του στρατηγού Γκιαπ και του ηγέτη τους Χο Τσι Μιν. Είναι γνωστή σε όλους η καταστροφή των Γάλλων στο Ντιέν Μπιέν Φου. ‘Η ό,τι έπαθε η Γαλλία επίσης το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 στην Αλγερία, στη προσπάθειά της να καταστείλει το Εθνικό Επαναστατικό Κίνημα των Αλγερινών. ‘Η ό,τι έπαθαν αργότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής στο πόλεμο του Βιετνάμ. ‘Η ότι έπαθαν οι Ρώσοι την δεκαετία του 1980 στο πόλεμο του Αφγανιστάν…»
[74] Η γενοκτονία των ελληνικών πληθυσμών στον Πόντο και σ’ όλη τη Μικρά Ασία θα αναγνωριστεί ως μια από τις μεγάλες γενοκτονίες του 20ου αιώνα από τον καθ’ ύλιν διεθνή ακαδημαϊκό οργανισμό IAGS. (http://www.genocidetext.net). H απόφαση αναφέρεται στη Γενοκτονία που υπέστησαν οι χριστιανικές μειονότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι οποίες περιγράφονται αναλυτικά: Αρμένιοι, Ασσύριοι, Χαλδαίοι, Νεστοριανοί, Σύριοι, Αραμαίοι, Ιακωβίτες, Ορθόδοξοι Σύριοι), Έλληνες [Πόντιοι, (ανατολικο)Θράκες, Ίωνες]. Μεταξύ άλλων στην απόφαση της IAGS αναγράφεται: “BE IT RESOLVED that it is the conviction of the International Association of Genocide Scholars that the Ottoman campaign against Christian minorities of the Empire between 1914 and 1923 constituted a genocide against Armenians, Assyrians, and Pontian and Anatolian Greeks….”
Μια πρόσφατη (2012) έκδοση για το θέμα αυτό έχει ως τίτλο  “The Genocide of the Ottoman Greeks: Studies on the State-Sponsored Campaign of Extermination of the Christians of Asia Minor (1912-1922) and Its Aftermath: History, Law, Memory” όπου γράφουν πολλοί ιστορικοί και άλλοι επιστήμονες για το θέμα αυτό, όπως: Tessa Hofmann, Matthias Bjornlund, Israel W. Charny, Racho Donef, Matthew Stewart, Harry J. Psomiades, Afred de Zayas, Ronald Levitsky, Michel Bruneau, Donald Wallace, Abraham D. Krikorian, EugeneL Taylor κ.ά.
[75] Η θέση αυτή είναι πολύ πιο «πατριωτική» απ’ τις θέσεις του ίδιου του τουρκικού εθνικισμού, ο οποίος δεν θεωρεί το έθνος-κράτος της Τουρκίας ως συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του πολιτισμού της. Η άποψη των Τούρκων εθνικιστών ήταν ότι η οθωμανική κληρονομιά έπρεπε να εξοβελιστεί και στη θέση της να αναπτυχθεί ένας καινούργιος αμιγώς τουρκικός πολιτισμός, που θα συνέδεε την κεντροασιατική καταγωγή με την ευρωπαϊκή προοπτική. Αυτή η θέση αναπτύχθηκε υποδειγματικά από τον Ziya Gökalp (1876-1924), που θεωρείται ο πατέρας του τουρκικού εθνικισμού. Για τους Τούρκους εθνικιστές, οι Αρχές Τουρκισμού του Ζιγιά Γκιοκάλπ είναι το ιδεολογικό τους Ευαγγέλιο. Ο Γκιοκάλπ λοιπόν θεωρεί ότι ο οθωμανικός πολιτισμός είναι βαθύτατα επηρεασμένος και αποτελεί συνέχεια του «ρωμαίικου». Και ακριβώς γι αυτό το λόγο θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί και να καταστραφεί. [Ziya Gökalp, Αρχές τουρκισμού (Türkçülügün esaslari),μετ. Άρης Αμπατζής, εκδ. Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα, 2005.]
[76] Η άποψη αυτή αναπαράγει μηχανιστικά τις βασικές απόψεις του τουρκικού εθνικισμού, όπως τυποποιήθηκαν στο βιβλίο Pontus Meselesi ( Ποντιακό Ζήτημα), Γενική-Δ/νση Τύπου της κεμαλικής κυβέρνησης, Άγκυρα, 1922. Ο βασικός εκφραστής της κατηγορίας αυτής είναι ο γιατρός Γιώργος Νακρατζάς.
[77] Οι ανήκοντες στην κατηγορία αυτή, αμφισβητούν πρωτίστως ότι διαπράχθηκε στην Ανατολή γενοκτονία από τον τουρκικό εθνικισμό. Έχουν μια ωραιοποιημένη εικόνα για το νεοτουρκικό και το κεμαλικό κίνημα. Ασκούν κριτική ακόμα και στον ΟΗΕ, με την κατηγορία της ελαστικής διατύπωσης του διεθνούς νομικού όρου για το έγκλημα της «Γενοκτονίας». (βλ. Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση, εκδ. Βιβλιόραμα, 2007, Αθήνα). Χαρακτηριστικό του τρόπου που προσεγγίζονται τα γεγονότα εκείνης της εποχής, είναι το αφιέρωμα που του έγινε στη τουρκική κεντροδεξιά και αρκετά εθνικιστική εφημερίδαSabah, όπου παρουσιάστηκε το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου και οι απόψεις του συγγραφέα. Σύμφωνα μ’ αυτές, στην Ανατολή τα μόνα σοβαρά εγκλήματα τα έκανε ο ελληνικός στρατός μετά την ήττα του τον Αύγουστο του ‘22. Ο Κωστόπουλος δήλωσε -διά του δημοσιογράφου που παρουσίασε το έργο του-  ότι δεν έγινε  καμιά γενοκτονία στον Πόντο ούτε βέβαια και στην Ιωνία, όπου τα μόνα εγκλήματα διαπράχτηκαν από τον ελληνικό στρατό (Stelyo Berberakis, «Pontus’ta soykırım yok ama çok kan döküldü», εφημ.  Sabah,  31 Δεκεμβρίου 2008).  Στην ίδια κατηγορία μπορούν να ενταχθούν και οι νέοι ιστορικοί του Τμήματος Ιστορίας του Κομουνιστικού Κόμματος, που αναπαράγουν την κλασική φιλοκεμαλική-αντιμικρασιατική άποψη, όπως αυτή διατυπώθηκε από το Νίκο Ζαχαριάδη του 1935 και κωδικοποιήθηκε στις εκδόσεις του ΚΜΕ-Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών («O Νίκος Ζαχαριάδης για τη Μικρασιατική Καταστροφή», http://kars1918.wordpress.com/2012/10/06/zahariadis-theodoridis/).
[78]  Η κατηγορία αυτή εκπροσωπείται από Νεοέλληνες ιστορικούς που διακρίνονται για τη σημαντική τους συμβολή σε ζητήματα θεωρίας. Όμως στα ζητήματα της συγκεκριμένης ιστορικής εμπειρίας αναπαράγουν, μενέα φρασεολογία, τα παραδοσιακά σχήματα. Εκτός από τη διατυπωμένη από το 2001 άποψη ότι μόνο το Ολοκαύτωμα αποτελεί γενοκτονία, χαρακτηριστική ήταν η αδιάφορη και ουδέτερη παρουσίαση του φαινομένου της νέας ποντιακής προσφυγιάς μετά τη σοβιετική κατάρρευση. Με τις προσεγγίσεις τους, το κράτος απαλλάσσεται από τις ιστορικές του υποχρεώσεις, ενώ το φαινόμενο της ύπαρξης νέων Ποντίων προσφύγων από την ΕΣΣΔ (Μικρασιάτες πρόσφυγες που καλύπτονται από τη Συνθήκη της Λωζάννης) μετατίθεται στην κατηγορία των αλλοεθνών μεταναστών: «…οι Ινδοί και οι Πακιστανοί της Βρετανίας, οι Ινδονήσιοι της Ολλανδίας, οι Αιθίοπες της Ιταλίας, οι Αλβανοί και οι Ρωσοπόντιοι της  Ελλάδας κ.τ.λ. αποτελούν σημερινούς ή αυριανούς πολίτες της Ευρώπης απέναντι στους οποίους οι θεσμοί οφείλουν να συμπεριφέρονται ουδέτερα.» (Αντ. Λιάκος, «Νέες Εποχές», εφημ. Το Βήμα,  22 Οκτωβρίου 2000).  Παρατηρείται εμμονή σε προκατασκευασμένα σχήματα –που στην καλύτερη των περιπτώσεων χαρακτηρίζονται από αγνωστικιστική προδιάθεση- για  τα γεγονότα που συνέβησαν στην Ανατολή (1908-1923). Ακόμα και το τεκμηριωτικό υλικό, προέρχεται από τις αποδεδειγμένα προκατειλημμένες γαλλικές πηγές εκείνης της εποχής. Η αμφιβολία έως σήμερα -σε αντίθεση με τους Τούρκους αντιεθνικιστές μελετητές- για το «ποιος έκαψε τη Σμύρνη», όπως και η αποσιώπηση των ακαδημαϊκών εργασιών που τεκμηριώνουν το ιστορικό γεγονός της Γενοκτονίας, είναι τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα μιας ρεβιζιονιστικής επιστημονικής στάσης. (βλ.: Αντώνης Λιάκος, «Εισαγωγή» στο Το 1922 και οι πρόσφυγες, μια νέα ματιά, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2011. Επίσης βλ. τα σημεία που αφορούν το ποντιακό ζήτημα και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο στη Μικρά Ασία στο: Αναστάσης Γκίκας, Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2007.) Στην τελευταία κατηγορία  εντάσσεται και η άποψη του ιστορικού Θάνου Βερέμη, όπως διατυπώθηκε στο ντοκιμαντέρ της Μαρίας Ηλιού με τίτλο «Σμύρνη – Η Καταστροφή μιας Κοσμοπολίτικης Πόλης 1900-1922». Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και μια φαινομενικά ενδιάμεση στάση, που προέρχεται κυρίως από τον φιλοσταλινικό χώρο και προσεγγίζει το θέμα αυτό με ειρωνικό τρόπο, τοποθετώντας την ανάδειξη του ιστορικού γεγονότος της Γενοκτονίας στην υπερβολή των  υποστηρικτών (βλ.  «Μια “συζήτηση” με τον Γιώργο Μαργαρίτη», http://kars1918.wordpress.com/2010/10/28/margaritis/).
[79] Πολλές φορές αποδίδεται στον όρο «γενοκτονία» ένα περιεχόμενο διαφορετικό απ αυτό που όρισε ο νομοθέτης με αποτέλεσμα να απορρίπτεται συχνά αυτό το αυθαίρετο περιεχόμενο. Το μεθοδολογικό λάθος προέρχεται από μια παρανόηση: οι έννοιες «εθνοκάθαρση», «έγκλημα πολέμου», «μαζικές σφαγές», «εξόντωση», «καταστροφή» ανήκουν σε άλλη κατηγορία από τον όρο “γενοκτονία”. Ο όρος «γενοκτονία» αποτελεί νομικό όρο του Διεθνούς Δικαίου για να χαρακτηριστεί μια συγκεκριμένη βίαιη πράξη και όχι λέξη της καθομιλουμένης. Η «εθνοκάθαρση» ή το «έγκλημα πολέμου» ή η «καταστροφή» ή η «μαζική σφαγή» μπορεί να χαρακτηριστεί γενοκτονία μόνο εάν υπακούει στα σχετικά κριτήρια , όπως ορίστηκαν από τον ΟΗΕ με τη Σύμβαση του 1948.
Σύμφωνα με τη σχετική Σύμβαση, γενοκτονία είναι:
«η εσκεμμένη προσπάθεια καταστροφής εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας», με έναν από τους παρακάτω τρόπους:
α) τον φόνο μελών της ομάδας,
β) την πρόκληση σοβαρής σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας,
γ) τη σκόπιμη επιβολή στην ομάδα συνθηκών ζωής υπολογισμένων, έτσι ώστε να επιφέρουν τη φυσική τους καταστροφή, εν όλω ή εν μέρει,
δ) την επιβολή μέτρων που αποσκοπούν στην αποτροπή γεννήσεων στο εσωτερικό της ομάδας καιε) την υποχρεωτική μεταφορά των παιδιών της ομάδας σε κάποια άλλη»….
[80] Σε συμβολικό επίπεδο, χαρακτηριστική θα είναι η αδιάφορη αντιμετώπιση του Les Grecs pontiques. Diaspora, identite, territories, σε επιμέλεια Michel Bruneau,  εκδ. CNRS, Παρίσι, 1998. Η έκδοσή του στα ελληνικά θα γίνει τελικά από έναν μικρό, περιφερειακό εκδοτικό οίκο. Αντίστοιχη αδιαφορία θα υπάρξει και για το διεθνές επιστημονικό συμπόσιο που διοργανώθηκε στην Αθήνα με αφορμή την επέτειο της γενοκτονίας των Ποντίων (Μάιος 2009), όπου συμμετείχαν επιστήμονες όπως ο σημαντικός Τούρκος ιστορικός  Taner Aksam, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο  Clark  της Μασαχουσέτης, με θέμα «Ottoman Documents and Expulsion of Greeks from Asia Minor in 1913-1914», ο Roger Smith ομότιμος καθηγητής πολιτικών επιστημών και πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Ακαδημαϊκών για τη μελέτη των Γενοκτονιών  (IAGS) με θέμα  «The Concept of Genocide: origin, meaning, related concepts, denial» και ο George Shirinian, διευθυντής του    Zoryan Intitute στο Τορόντο του Καναδά με θέμα: «Ottoman Documents and Expulsion of Greeks from Asia Minor in 1913-1914».
[81] H παραγνώριση της ιστορίας των Eλλήνων της Mικράς Aσίας δεν είχε περάσει απαρατήρητη από σημαντικούς ξένους ελληνιστές. O ιστορικός Richard Clogg, καθηγητής στην Oξφόρδη, διαπιστώνει: «…τάση παραμέλησης της ιστορίας έχει υπάρξει και σε σχέση με την ιστορία της ελληνικής Aνατολής. Yπήρχαν πολύ μεγάλοι ελληνικοί πληθυσμοί εκτός των περιοχών που απαρτίζουν σήμερα το ελληνικό κράτος, στα Bαλκάνια, στην Kωνσταντινούπολη, στη Mικρά Aσία και ειδικά στις δυτικές ακτές, στα παράλια της Θάλασσας του Mαρμαρά και στη Mαύρη Θάλασσα, στην Kαππαδοκία και στον Πόντο… Aυτός ο κόσμος με είχε συνεπάρει ήδη από το καλοκαίρι του 1960, όταν είχα μείνει για δύο μήνες στην Tραπεζούντα του Πόντου… Eκεί, τα τεκμήρια της ελληνικής παρουσίας, που είχε σβήσει μόλις 40 χρόνια πιο πριν, ήταν αναρίθμητα… Eνας ολόκληρος ελληνικός κόσμος είχε χαθεί μόλις πρόσφατα. Yπήρξε κάτι που με συνεπήρε από τότε, ειδικά επειδή μέχρι τότε δεν είχα ακούσει τίποτε γι’ αυτόν τον κόσμο». (Richard Clogg, «Η Ελληνική Διασπορά: Μια εισαγωγή», στο Άτλας της Ελληνικής Διασποράς, τόμ. 1, εκδ. Αλέξανδρος, Αθήνα, 2001, σελ. 35-45)
[82] Α. Αναγνωστοπούλου, Μικρά Ασία 19οςαι.-1919, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1997, σελ. 523 από το: Ευ. Λούβη, κ.ά. Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία Γ’ Γυμνασίου, εκδ. ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2009.
[83] Στη θεώρηση αυτή απάντησε ο Israel Charny, Executive Director, Institute on the Holocaust and Genocide, Jerusalem με μια εισήγησή του σε συνέδριο που έλαβε χώρα στις 19 Σεπτεμβρίου 2010 στην Αθήνα. Η εισήγηση του Charny είχε τον εξής τίτλο: «The Psychology of Denying Other Victims: The Quest for Exclusivity and Superiority (disturbingly, not unlike similar motives in those who commit Genocide)» [Η Ψυχολογία της άρνησης ύπαρξης άλλων θυμάτων: Η απαίτηση της αποκλειστικότητας και της υπεροχής (ανησυχητικά, περί των ανόμοιων κινήτρων αυτών που διέπραξαν Γενοκτονία)] http://webtv.pontos.gr/video/2413
[84]  Χριστίνα Κουλούρη, «Η Δίκη  των  Έξι  και  ο  Κολοκοτρώνης», εφημ. Το Βήμα,  14 Φεβρουαρίου 2010.
[85]  Χριστίνα Κουλούρη, ό.π. Για την απόφαση του Άρειου Πάγου βλ.: Τάκης Α. Σαλκιτζόγλου, «Σχόλιο στην Απόφαση 1675/2010 του Άρειου Πάγου», εφημ. Μικρασιατική Ηχώ, νο. 409, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2011, σελ. 9-12, Βλάσης Αγτζίδης, «Γιασασίν (ζήτω) ο Γούναρης», εφημ. Ελευθεροτυπία, 30 Οκτωβρίου 2011.
[86]  Αντώνης Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία, εκδ. Πόλις, 2007, σελ. 22.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes