ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Τρίτη 23 Απριλίου 2013

ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ - ΑΠΟΨΕΙΣ


Η διαχρονικότητα της Ελληνικής συνείδησης και η ψευδεπίγραφη "ρωμαϊκότητα" των Βυζαντινών

7 Ιανουαρίου 2012

κ. Κυριάκος Κατσιμάνης

(Docteur d' Etat του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, Επίκ. Καθηγητής Φιλοσοφιας του Πανεπιστημίου Αθηνών)

 1. Η κυρίαρχη ελληνικότητα

Τον τελευταίο καιρό κυκλοφορούν, ιδιαίτερα μέσω του διαδικτύου, ιστορικού περιεχομένου μελέτες και επισημάνσεις με αντικείμενο το Βυζάντιο, από την ανάγνωσή των οποίων προκύπτει η ακόλουθη διαπίστωση: άλλος είναι ο φαινομενικός σκοπός των συντακτών τους και αλλού κατατείνουν συνειδητά και εμπρόθετα χωρίς όμως να το ομολογούν. Ενώ δηλαδή η προβαλλόμενη επιδίωξή τους είναι να αποδείξουν ότι  ο όρος «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι ιστορικώς αδόκιμος, το κύριο βάρος της επιχειρηματολογίας τους επικεντρώνεται υπόρρητα στη θεμελίωση των ακόλουθων θέσεών τους:
1.      Οι υπήκοοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως την πτώση της, το 15. αιώνα, ήταν ελληνόφωνοι Ρωμαίοι και τίποτα περισσότερο. Επομένως,
2.     Η συνείδησή τους ήταν αποκλειστικά και μόνο ρωμαϊκή[1].
Οι παραπάνω θέσειςαπόλυτα σεβαστές καθαυτές-- εντάσσονται πιθανώς στις «παρενέργειες» του μεταμοντερνισμού και ενδεχομένως ευνοούνται από την υπερατλαντικής προέλευσης αντίθεση προς το εθνικό κράτος, καθώς και από την ταυτόχρονη προβολή του πολυεθνικού κρατικού «μοντέλου» made in USA. Οι θέσεις, λοιπόν, αυτές υιοθετούνται στη χώρα μας από τους εκπροσώπους του ιστοριογραφικού αναθεωρητισμού και παίρνουν κάποτε τη μορφή ενός ανιστόρητου ελληνομηδενισμού που θεμελιώνεται στις ακόλουθες δύο κυρίαρχες συνιστώσες:
1.      Η δήθεν ελληνικότητα του Βυζαντίου πρέπει να απορριφθεί, άρα,
2.     Η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού αποτελεί μύθο.

Δεν αγνοώ ότι οι παραπάνω ελληνομηδενιστικές τάσεις τροφοδοτούνται και διαιωνίζονται, εκτός των άλλων, και από την απογοήτευση που προκαλείται εξαιτίας της γενικευμένης και παρατεταμένης παρακμήςγια να μην πω αποσύνθεσης-- της πατρίδας μας σε κοινωνικό, ηθικό, διοικητικό, κρατικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ωστόσο, ούτε η αποκαρδιωτική αυτή διαπίστωση ούτε η διαχρονική ανεπάρκεια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας έχουν σχέση με το θέμα που συζητάμε εδώ. Μπορεί αυτά όλα να ευνοούν μια τάση απαξίωσης παντός του ελληνικού, τα αίτια, όμως, της κακοδαιμονίας δεν τα αντιμετωπίζουμε ακρωτηριάζοντας το εθνικό παρελθόν μας με τον αποκλεισμό από αυτό της Αρχαίας Ελλάδας ούτε αμφισβητώντας την ιστορική «νομιμότητα» της παραδοχής ότι ο ελληνισμός επιβιώνει ως τις μέρες μας
Η ριζική διαφωνία μου με τις παραπάνω θέσεις έγκειται στην επιμονή των εκπροσώπων τους (ή, καλύτερα, στον ένθεο ζήλο και στο «ιερό» πάθος τους) να ταυτίσουν στην προκειμένη περίπτωση την έννοια της μεταβολής με την έννοια της οριστικής ρήξης, με σκοπό να αποδείξουν πως η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους δεν είναι παρά ένας μύθος και ένα ιδεολόγημα. [2]. Κατά τη γνώμη μου, η διαδρομή του ιστορικού χρόνου συνεπάγεται μεταβολές αλλά όχι πάντοτε και υποχρεωτικά ριζικές τομές. Ειδικότερα, πιστεύω πως η κάθε αλλαγή στην Ελληνική Ιστορία --και αυτό ισχύει και για τη Βυζαντινή περίοδο-- εμπεριέχει και ενσωματώνει το παλιό συνθέτοντάς το με το καινούργιο σε μια σειρά διαδοχικών πραγματοποιήσεων, στις οποίες οι έννοιες της μεταβολής και της συνακόλουθης διαφοράς δεν είναι ασυμβίβαστες με την έννοια της συνέχειας. Χωρίς αμφιβολία, το ιστορικό γεγονός του εκχριστιανισμού των Βυζαντινών Ελλήνων, καθώς και η προβληματική συμβίωση του ελληνικού με το χριστιανικό στοιχείο δεν είναι δυνατόν να παραθεωρηθούν. Πιστεύω, όμως, πως η εξέλιξη του ελληνισμού από την αρχαιότητα ως τους τελευταίους Βυζαντινούς αιώνες και από εκεί και πέρα ως το 19. αιώνα ήταν αδιάσπαστη και, άρα, το να μιλάμε για διαφορετικές φάσεις του ίδιου λαού, όπως έδειξε πολύ εύστοχα ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος[3], αποτελεί τεκμηριωμένη επιστημονική αλήθεια. Ειδικότερα, τους ισχυρισμούς, σύμφωνα με τους οποίους η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και, επομένως, η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διακοπεί, τους θεωρώ επιστημονικώς αθεμελίωτους και ανυπόστατους για τους ακόλουθους λόγους:
1.   Στην Ανατολική Αυτοκρατορία το κρατικά κυρίαρχο ρωμαϊκό στοιχείο βρισκόταν σε μεγάλη μειοψηφία, ενώ το στοιχείο που δημογραφικά/εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ σε σύγκριση με αυτό ήταν το ελληνικό. Όσο για τις ζώνες πολιτιστικής επιρροής, μόνο βορείως της ιδεατής «Γραμμής Jirecek» (από το όνομα του Τσέχου ιστορικού Konstantin Jirecek), η οποία εκτείνεται από την πόλη Laçi της σημερινής Αλβανίας και περνώντας από τη Σόφια καταλήγει στον Εύξεινο Πόντο, έχουμε έντονη ρωμαϊκή παρουσία. Αντίθετα, νοτίως της γραμμής αυτής ο ελληνισμός επικρατεί από τον 4. κιόλας αιώνα. Ό,τι «ρωμαϊκό» είχε απομείνει στο Βυζάντιο ήταν η κρατική συγκρότηση, η οποία, όμως, όφειλε πολλά στα ελληνικά δάνεια, καθώς οι Ρωμαίοι Καίσαρες είχαν υποστεί μεγάλη επίδραση από τις ελληνιστικές μοναρχίες, στη βάση των οποίων υπήρχαν θεσμοί ελληνικοί[4]. Πέρα τούτου, η ρωμαϊκή παράδοση είχε αρχίσει από τον 7. κιόλας αιώνα να καταρρέει (εξαιτίας της de facto «εθνολογικής κάθαρσης» λόγω των αραβικών κατακτήσεων και, γενικότερα, του σταδιακού περιορισμού της Αυτοκρατορίας σε προαιώνια ελληνικά εδάφη) και να παραχωρεί πλέον τη θέση της στον Ελληνισμό και στην Εκκλησία, που θα συσπειρώσουν και θα ανασυγκροτήσουν όσα στοιχεία της Αυτοκρατορίας είχαν απομείνει[5]. Γράφει χαρακτηριστικά ο H. G. Wells: «Περί του Ανατολικού ή Βυζαντινού αυτού κράτους ομιλούν γενικώς ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα αυτό ήτο ανανέωσις της παραδόσεως του Αλεξάνδρου[6]. (…) Το Ανατολικόν κράτος, αφότου εχωρίσθη από το Δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν γλώσσαν, αποτελούσε δε συνέχειαν, αν και όχι εντελώς αγνήν, της ελληνικής παραδόσεως (…). Tο κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν. Oι Ρωμαίοι είχον έλθει και είχον φύγει πάλιν»[7]
2.   Εξάλλου, η επίσημη γλώσσα  της Ανατολικής Αυτοκρατορίας ήταν από τον 7ο κιόλας αιώνα η ελληνική, ενώ η κυριαρχία της είχε αναγνωριστεί έναν αιώνα νωρίτερα, όταν ο Ιουστινιανός, στο προοίμιο μιας «Νεαράς», ομολογούσε με βαριά καρδιά ότι η ελληνική προτιμήθηκε έναντι της λατινικής ως περισσότερο κατανοητή από τους υπηκόους (534 μ.Χ.)[8]. Τοποθετημένη ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη, η Κωνσταντινούπολη ενσωματώνει και αφομοιώνει ετερόκλιτους τυχοδιώκτες από Δύση και Ανατολή, για να τους μεταμορφώσει μέσα σε λίγο χρόνο σε Έλληνες και να τους κάνει να εγκαταλείψουν τα βάρβαρα ιδιώματα τους, γράφει ο Α. Rambaud, ώστε να μιλήσουν την καλλιεργημένη και εξελιγμένη γλώσσα της Βασιλεύουσας[9]. Η επικράτηση της ελληνικής δεν είναι απλή λεπτομέρεια, όπως επιμένουν να την παρουσιάζουν ορισμένοι… «Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια του κόσμου μου», σύμφωνα με τον Wittgenstein[10]. Με άλλα λόγια, η γλώσσα πλαισιοθετεί/οριοθετεί τον κόσμο του ομιλούντος, με την έννοια ότι η ιδιαιτερότητα, η λειτουργία και οι δυνατότητές της είναι ακριβώς τα μέσα και τα «σχήματα», χάρη στα οποία ο ομιλών, ως έλλογο ον, αντιλαμβάνεται, «ιδρύει», κατανοεί, μορφοποιεί και σημασιοδοτεί  τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αυτό κατά μείζονα λόγο ισχύει για την ελληνική, που υπήρξε ανέκαθεν το όργανο διαμόρφωσης, αφομοίωσης, διατήρησης και διάδοσης «της παιδεύσεως της ημετέρας», σύμφωνα με την έκφραση του Ισοκράτη[11], δηλαδή μιας τεράστιας πνευματικής παράδοσης και μιας  υπέρτερης πολιτιστικής πρότασης, που δεν είχαν μόνο κατακτήσει τους Βυζαντινούς, αλλά και ασκούσαν ακατανίκητη έλξη στους λαούς και εκτός των συνόρων της Αυτοκρατορίας. Όσο για τη λατινική, αυτή μετά τους πρώτους αιώνες είχε τελείως εξαφανιστεί και το μόνο που της είχε απομείνει ήταν κάποιες στερεότυπες φράσεις, γραμμένες με ελληνικούς χαρακτήρες και ακατάληπτες από τους πάντας, αλλά εκφωνούμενες κατά την άφιξη των επισήμων στην εκκλησία για λόγους παράδοσης. Για παράδειγμα, «Κρίστους. Δέους. Νοστερ. κουμ. σερβετ. ιμπεριουμ. βεστρουμ. περ. μουλτοσαννος. ετ. βόνος» (=Christus Deus noster conservet imperium vestrum per multos annos et bonos) (Περί Βασιλείου Τάξεως, 10. αιώνας μ.Χ.).[12] -- Όσο αυτό το λατινο-greeklish είναι «ζωντανά» λατινικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς με αρκετή, βέβαια, δόση υπερβολής, άλλο τόσο ο όρος «Ρωμαίοι» αποδίδει αυθεντικά τους Βυζαντινούς Έλληνες

3.    Και το πιο σημαντικό: όπως γράφει ο Διον Ζακυθηνός, «Τα ονόματα του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος και του Ευκλείδου ήσαν γνώριμα εις ευρυτάτας μάζας του πληθυσμού του (Βυζαντίου ), η παιδεία του ήτο αποκλειστικώς ελληνική, όλαι δε αι πνευματικαί του εκδηλώσεις, ταπειναί ή γενναιότεραι, υπεβλήθησαν μονομερώς είς την πειθαρχίαν των Ελλήνων»[13]. Κατά τους Ν. H. Baynes-H.St.L.B. Moss «Η παιδεία του ελληνιστικού κόσμου που αναπτύχθηκε στα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί. Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα˙ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια, το θαυμασμό για το μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος, χαρακτηριστικά που διέκριναν τους μελετητές της εποχής του βασιλείου των Πτολεμαίων»[14]. Με αυτά τα δεδομένα, μόνο τυχαίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν οι τάσεις «μιας γενικευμένηςεπιστροφήςστους αρχαίους Έλληνες και την κλασική παιδεία, που ξεκινούν ήδη από την εποχή του Φωτίου και του Αρέθα και συστηματοποιούνται μετά τη δημιουργία του Πανεπιστημίου από τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο, το 1054, και την επίδραση του Μιχαήλ Ψελλού και του Ιωάννη Ιταλού κατά τον 11ο αιώνα. Μετα τον 13ο αιώνα, αναπτύσσεται η μεγάληΠαλαιολόγεια Αναγέννησηστα γράμματα και τις τέχνες, ιδιαίτερα στη ζωγραφική και τη μουσική, που συνιστούν μια κατεξοχήν ελληνική πνευματική Αναγέννηση, η οποία προηγείται και τροφοδοτεί την ιταλική, και η οποία θα ανακοπεί βίαια μετά τον 15ο αιώνα»[15]. -- Στα παραπάνω δεδομένα θα μπορούσε να προστεθεί η μαρτυρία του Δημητρίου Κυδώνη και του Νικόλαου Καβάσιλα, σύμφωνα με την οποία η Θεσσαλονίκη, στις αρχές του 14. αιώνα, φιλοδοξούσε να μιμηθεί την Αρχαία Αθήνα και αναδεικνυόταν κέντρο ελληνικών σπουδών, οι οποίες κατακτούσαν ευρύτατα στρώματα του λαού[16].
Με την ευκαιρία, δυσκολεύομαι να κατανοήσω την αβασάνιστη απόρριψη των αναρίθμητων αναφορών στον ελληνικό χαρακτήρα του Βυζαντίου, στην οποία προβαίνουν οι ρωμαιολάτρες και οι λοιποί ελληνομηδενιστές, με την αιτιολογία ότι αυτές εντοπίζονται τάχα σε λόγια κείμενα. Οι λόγιοι, όμως, δε ζουν και δε δραστηριοποιούνται ερήμην του λαού. Ανήκουν σε αυτόν, προέρχονται από αυτόν και επηρεάζονται από αυτόν. Και επειδή οι διανοητικές «κεραίες» τους είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες και η παιδεία τους ευρύτερη και πιο βαθιά, επιστρέφουν στο λαό και, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, γίνονται δικαιωματικά οι πνευματικοί ηγέτες του και καθοδηγητές του. Έχοντας αποκτήσει μάλιστα, χάρη στις ενοράσεις και την ακονισμένη κρίση τους, οξεία συνείδηση καταστάσεων, τολμούν κάποτε, αψηφώντας τους κινδύνους, να βροντοφωνάξουν τα πράγματα με το αληθινό τους όνομα. Όπως έκανε ο Ψελλός, όταν απάντησε στις επικρίσεις του παλιού φίλου του Ιωάννη Ξιφιλίνου, που καταμαρτυρούσε στον Ψελλό υπερβολική προσήλωση στον Πλάτωνα και ανεπίτρεπτη ελευθερία σκέψης. Στην απάντησή του, λοιπόν, αυτή, στην οποία υπολανθάνει ένα δύσκολα συγκαλυπτόμενο πνεύμα εξέγερσης, ο Ψελλός  θα διαδηλώσει την προσήλωσή του στον Αθηναίο φιλόσοφοΕμός ο Πλάτων, αγιώτατε και σοφώτατε, εμός, ω γη και ήλιε»)[17] και θα υπεραμυνθεί της λογικής σκέψης ως  πολύτιμου οργάνου για την αναζήτηση και εύρεση της αλήθειαςτο γαρ συλλογίζεσθαι, αδελφέ, ούτε δόγμα εστί της Εκκλησίας αλλότριον ούτε θέσις τις των κατά φιλοσοφίαν παράδοξος, αλλ' ή μόνον όργανον αληθείας και ζητουμένου πράγματος εύρεσις»)[18]. Είναι κάτι σαν ένα πρώιμο μανιφέστο ελληνικότητας, που σε μια περισσότερο απερίφραστη μορφή του θα το βρούμε στο «Εσμέν γαρ ουν (…) Έλληνες το γένος, ως ή τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»[19] του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα, μερικούς αιώνες αργότερα.
Είναι επιεικώς κουτοπόνηρο να θεωρούμε τη δυσφήμηση, το διασυρμό και ουσιαστικά την απαγόρευση του όρου «Έλληνας» στο Βυζάντιο κάτι το φυσιολογικό και το αποδεκτό και την ίδια στιγμή να «βυζαντινολογούμε» για το αν και κατά πόσο ο όρος «Έλληνας» ήταν σε χρήση στους βυζαντινούς ή τους μεταβυζαντινούς χρόνους, καθώς και για το αν ο όρος αυτός είχε στη γλώσσα του λαού εθνολογική υποδήλωση ή παρέπεμπε απλώς σε όντα με υπερφυσικές δυνάμεις και εξαιρετική γενναιότητα. Και είναι τουλάχιστον υποκριτικό να αντιπαρερχόμαστε τη «συνειδησιακή εθνοκάθαρση», στην οποία είχε υποβληθεί ο ελληνισμός επί σειρά αιώνων προκειμένου να ενστερνιστεί την καθεστωτική «ρωμαϊκότητα», και την ίδια στιγμή όχι μόνο να υπεραμυνόμαστε αυτής της «ρωμαϊκότητας» θεωρώντας την κάτι το λογικό, το αυτονόητο και το ιστορικά «καθαγιασμένο», όχι μόνο να  αποσιωπούμε το ότι η εν λόγω ρωμαϊκότητα συγκάλυπτε απλώς την πανταχού παρούσα βυζαντινή ελληνικότητα, αλλά και με ένα μορφασμό βαθιάς περιφρόνησης να απορρίπτουμε ως «λόγιες» τις πάμπολλες μαρτυρίες, όπου διατρανώνεται η παρουσία και η συνέχεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Λες και είναι πρωτόγνωρο να φωτίζεται ένας λαός από τους πνευματικούς ηγέτες του, οι οποίοι οραματίζονται και επισπεύδουν τις εξελίξεις μόνο όταν έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ανατολή των καινούργιων ιδεών. Λες και οι εθνικές συνειδήσεις προκύπτουν δια παρθενογενέσεως και δεν απορρέουν από το υπόγειο ρεύμα πεποιθήσεων, παραδοχών, αξιών, ηθών και εθίμων, το οποίο παρακολουθεί ένα λαό στις διαδοχικές φάσεις της ιστορικής διαδρομής του!

2. «Ένα πουκάμισο αδειανό»

Αν, λοιπόν, μετά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το ελληνικό στοιχείο εθνολογικά υπερτερούσε κατά πολύ, ενώ το ρωμαϊκό ήταν από ανύπαρκτο έως αμελητέο, αν η γλώσσα και η παιδεία αυτών των «χριστιανών Αλεξανδρινών» του Βυζαντίου ήταν, όπως είπαμε, αμιγώς ελληνικές, αν τα ήθη και τα έθιμά τους ήταν επίσης ακραιφνώς ελληνικά, αν ο πολιτισμός που τους διαπερνούσε είχε ως σταθερή βάση αναφοράς του την κλασική Ελλάδα  και, επιπλέον: αν οι άνθρωποι αυτοί στην πολύ μεγάλη αν όχι και τη συντριπτική πλειονότητά τους (από την οποία πρέπει να εξαιρέσουμε ασφαλώς τους αυλικούς αγορητές και τους καθεστωτικούς «υμνωδούς»[20]) δεν ήξεραν ούτε μια λέξη λατινική, δεν είχαν διαβάσει ποτέ τους ούτε ένα στίχο από Λατίνο συγγραφέα και --πιθανότατα-- δεν είχαν ακούσει το παραμικρό για Καρχηδονιακούς Πολέμους ή για κοινωνικούς αγώνες στη Ρώμη, τότε ποια ήταν επί τέλους εκείνα τα γνωρίσματα που τους έκαναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι»; Η ζωηρή ή η θολή ανάμνηση της μεταφοράς της πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην παλαιά αποικία των Μεγαρέων Βυζάντιο (τη «Νέα Ρώμη») εκ μέρους του Μ. Κωνσταντίνου, το 330 μ.Χ., θα μπορούσε άραγε να αποτελέσει «αποχρώσα αιτία» ικανή να δημιουργήσει τη συνείδηση «ρωμαϊκότητας»;[21]
Πριν δοθεί απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, επιβάλλονται κάποιες διευκρινίσεις: ουδείς ασφαλώς θα διενοείτο να αμφισβητήσει το αυτονόητο και το πανθομολογούμενο, ότι δηλαδή η χριστιανική ρωμαϊκή ιδέα είχε κατακτήσει ευρύτατα πλήθη αποτελώντας ένα είδος κυρίαρχης ιδεολογίας, με αποτέλεσμα οι Βυζαντινοί Έλληνες να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι». Στη συνείδηση των υπηκόων/πιστών της Αυτοκρατορίας η ιδέα αυτή αποτελούσε μια μεγαλειώδη σύνθεση της ρωμαϊκής πολιτικο-στρατιωτικής οικουμενικότητας και της πανανθρώπινης  εξ Αποκαλύψεως αλήθειας σχετικά με τον αληθινό Θεόμια σύνθεση προορισμένη να παγιώσει την ειρήνη μεταξύ των εθνών και να οδηγήσει τους ανθρώπους στην ηθική αναγέννησή τους. Ωστόσο, εκείνο που υποστηρίζεται εδώ είναι το εξής: με αφετηρία την παραπάνω παραδοχή, δε «νομιμοποιείται» κανείς ιστορικά να συναγάγει ότι η ελληνική συνείδηση κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ανύπαρκτη και ότι η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού είχε διασπαστεί. Το αντίθετο μάλιστα. Η ρωμαϊκότητα των Βυζαντινών μπορεί να ανταποκρινόταν αρχικά στα ιστορικά δεδομένα της εποχής και στη συνέχεια να διατηρήθηκε ακόμη και μετά την Άλωση, ωστόσο, μετά τους πρώτους αιώνες της Αυτοκρατορίας, είχε καταντήσει ένας απλός τύπος, ένας λόγος κενός. Οπότε «Ρωμαίος», στην πραγματικότητα, σήμαινε «Έλληνας»[22]
Ας επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο θέμα: ο προσδιορισμός των Ελλήνων ως «Ρωμαίων» τι ακριβώς θα μπορούσε να σημαίνει; Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα τρία: είτε ότι οι Έλληνες ως έθνος ταυτίζονταν με τους Ρωμαίους είτε ότι ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε απλώς υπηκοότητα και όχι εθνικότητα είτε, τέλος, ότι ο όρος «Ρωμαίοι» εχρησιμοποιείτο απλώς αντί του όρου «Έλληνες». Αν ίσχυε το πρώτο, τότε έχουμε παραβίαση της λογικής αρχής της ταυτότητας, σύμφωνα με την οποία κάθε έννοια ισούται με τον εαυτό της ή με το σύνολο των γνωρισμάτων της. Να σημειωθεί πως οι Έλληνες είχαν «ενιαία ιστορική παράδοση» και «συνολική πολιτισμική συνείδηση» όταν υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους[23] και ότι οι Ρωμαίοι έδωσαν, βέβαια, το 212 μ.Χ. στους Έλληνες τη ρωμαϊκή υπηκοότητα και την προσωνυμία «Ρωμαίοι» για λόγους φορολογικούς και στρατολογικούς, σεβάστηκαν, όμως, την ελληνική τους συνείδηση που ήταν αλληλένδετη με το εθνικό τους όνομα και δεν επιχείρησαν να την αλλοιώσουν
Άλλωστε, η άρση των διωγμών κατά χριστιανών και, πολύ περισσότερο, η αρνητική νοηματική φόρτιση των λέξεων «Έλλην» / «ελληνισμός» λόγω της ταύτισής τους με την ειδωλολατρία θα συντελεσθούν αργότερα. Αν, πάλι, ίσχυε το δεύτερο, δηλαδή αν ο όρος «Ρωμαίοι» δήλωνε υπηκοότητα και όχι εθνικότητα και, άρα, οι Έλληνες δεν ταυτίζονταν ως έθνος με τους Ρωμαίους, τότε αναπόφευκτα οδηγούμαστε στην τρίτη και επικρατέστερη εκδοχή: από κάποια χρονική περίοδο και μετά, λόγω του ουσιαστικού εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, ο ήδη καθιερωμένος όρος «Ρωμαίοι» χρησιμοποιήθηκε στην πραγματικότητα ως ένας εύσχημος τρόπος για να πει κανείς «Έλληνες» χωρίς όμως να προφέρει την κακόσημη λέξη. Οπότε η «ρωμαϊκότητα» των Ελλήνων, ανεξαρτήτως των συνθηκών της προέλευσής της, κατέληξε να είναι σταλήθεια μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη. Όχι γιατί έλειπαν οι τυπικοί όροι της γνησιότητας (αυτοί υπήρχαν και με το παραπάνω), αλλά γιατί, λόγω της ριζικής αλλαγής των δεδομένων και συγκεκριμένα της de facto μετατροπής του κράτους σε ελληνικό μετά τους πρώτους αιώνες, οι ουσιαστικοί όροι της γνησιότητας ήταν πλέον ανύπαρκτοι.
Επομένως, αν, παρόλα αυτά, οι Βυζαντινοί επέμεναν να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι, πρέπει να θεωρήσουμε την επιμονή αυτή ως το προϊόν της συστηματικής καθοδήγησης και «κατήχησης» --αν όχι και της «πλύσης εγκεφάλου»-- στις οποίες το Κράτος και η Εκκλησία είχαν υποβάλει επί αιώνες τους υπηκόους/πιστούς για κάποιους από τους παρακάτω  λόγους ή και για όλους μαζί
1. Απέχθεια προς τον αρνητικά φορτισμένο όρο «Έλληνας». -- Σημειωτέον ότι το φόβητρο της «ειδωλολατρίας» δεν έπαψε ποτέ να κατατρύχει τους εκπροσώπους της Εκκλησίας. Ακόμη και το 18. αιώνα θα βρούμε μια εξέχουσα φυσιογνωμία σαν τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό να διδάσκει τον απλό λαό: «Δεν είσθενε Έλληνες, δεν είσθενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλείσθενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί». Αυτό που συνέβη στο Βυζάντιο και που το χαρακτηρίσαμε παραπάνω «συνειδησιακή εθνοκάθαρση» του ελληνισμού είναι σταλήθεια κάτι το πρωτοφανές. Οι Βυζαντινοί (και ήδη χριστιανοί) Έλληνες να είναι από κάθε άποψη Έλληνες, αλλά να υποχρεώνονται να αυτοπροσδιορίζονται «Ρωμαίοι», επειδή το αληθινό τους όνομα είχε διασυρθεί σημασιολογικά, με αποτέλεσμα να δηλώνει το μη χριστιανό και συγκεκριμένα τον «ειδωλολάτρη»[24]. Για την ιστορία μάλιστα προσθέτω ότι στην Αρχαία Ελλάδα ποτέ δε λατρεύτηκαν είδωλα. Οι Έλληνες υπήρξαν ασφαλώς παγανιστές πριν εκχριστιανισθούν, δεν υπήρξαν, όμως, ποτέ ειδωλολάτρες[25] -– τουλάχιστον περισσότερο ειδωλολάτρες από τους εικονολάτρες χριστιανούς και κατά τα άλλα, βέβαια, διώκτες των «ειδώλων» !... 
2. Εξυπηρέτηση εξωτερικών σχέσεων και διπλωματικών σκοπιμοτήτων στο πλαίσιο της οικονομικοπολιτικής διαμάχης με το λατινικό στοιχείο και, παράλληλα, σκληρές αντιπαραθέσεις με τον παπισμό με αφετηρία τη δογματική διελκυστίνδα και τα υποκρυπτόμενα σαυτήν κρατικά συμφέροντα. -- Πραγματικά, πίσω από την εμμονή στη «ρωμαϊκότητα» υπήρχαν θρησκευτικές σκοπιμότητες και κρατικά συμφέροντα που διαπλέκονταν μεταξύ τους και υποστηρίζονταν αμοιβαία. Σημείο, μάλιστα, σύγκλισής τους ήταν ο αδιάλλακτος αποκλεισμός του ονόματος «Έλλην» ως όρου που θα μπορούσε να υποκαταστήσει τον όρο «Ρωμαίος». Ο επίσκοπος Κρεμώνας Λιουτπράνδος διηγείται ότι κατά την πρεσβεία του προς τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά (963-969) του είχε μεταφέρει μια επιστολή του πάπα, στην οποία ο Νικηφόρος ονομαζόταν «Αυτοκράτωρ των Ελλήνων» και ο Όθων ο Α’ «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων». Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί στο Βυζάντιο κάτι σαν νευρική κρίση. Οι «Γραικοί», γράφει ο Λιουτπράνδος, καταριόνταν τη θάλασσα, που, αντί να βυθίσει το πλοίο του πάπα, το άφησε να φτάσει σώο στην Κωνσταντινούπολη και να μεταφέρει τόση ανοσιότητα![26]. Πανικός, λοιπόν, στο Κράτος και στην Εκκλησία, επειδή, μεταξύ άλλων, οι Έλληνες ονομάστηκαν με το αληθινό τους όνομα και όχι «Ρωμαίοι» από τον πάπα, ο οποίος, ακόμη και αν εξυπηρετούσε σκοπιμότητες (και πιθανότατα εξυπηρετούσε), στήριξε αυτή την ονομασία σε ακλόνητη ιστορική βάση[27]. Σε επίσης ακλόνητη ιστορική βάση στηριζόταν και το περιεχόμενο της επιστολής του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου του Β΄ στον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Α΄, έναν αιώνα νωρίτερα (το 871 μ.Χ.). Εκεί τονιζόταν ότι πραγματικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας είναι όποιος κατέχει την παλαιά Ρώμη. Και ότι οι Έλληνες δεν είχαν το δικαίωμα να εμφανίζονται ως αυτοκράτορες της Ρώμης όχι μόνο γιατί ήταν κακόδοξοι, αλλά και γιατί: α) Εγκατέλειψαν την παλαιά Ρώμη. β) Αντικατέστησαν τη λατινική γλώσσα με κάποια άλλη (την ελληνική.). Και γ) Απεμπόλησαν τη ρωμαϊκή εθνικότητα και απέκτησαν μια εθνικότητα τελείως διαφορετική (την ελληνική)[28]
3. Ανάγκη διατήρησης και διεύρυνσης της ορθόδοξης χριστιανικής επιρροής μέσα από την προβολή μιας «ξεθυμασμένης», έστω, ρωμαϊκής οικουμενικότητας. Και, αντιστρόφως, αγώνας για διάσωση και ενίσχυση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας με τη βοήθεια της χριστιανικής πίστης και της πνευματικής ακτινοβολίας της Εκκλησίας.-- Για τους Βυζαντινούς Έλληνες η αποκλειστική και καθολικώς αναγνωριζόμενη επίγεια βασιλεία είναι η εκχριστιανισθείσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία –- γιαυτό και ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης, σε επιστολή του προς τον ηγεμόνα της Ρωσίας, το 1393, θα τονίσει το εξής: οποιοσδήποτε άλλος χριστιανός ηγεμόνας εκτός από το Βυζαντινό αυτοκράτορα αποδίδει στον εαυτό του την ιδιότητα του βασιλέα, ουσιαστικά προβαίνει σε ενέργεια βίαιη, παράνομη και αντίθετη προς τη φυσική τάξη των πραγμάτων[29]. Σε τελευταία ανάλυση, η περιφρούρηση της ρωμαϊκής οικουμενικότητας αποτέλεσε υπέρτατη κρατική προτεραιότητα, αφού μέσω αυτής είχαν επί αιώνες αναχαιτιστεί και τεθεί υπό έλεγχο κεντρόφυγες και διασπαστικές τάσεις στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας λόγω ιδεολογικών, εθνικών και θρησκευτικών αντιθέσεων. «Το γένος των Ρωμαίων ήταν μια αναλυτική κατηγορία που έχανε τη λειτουργικότητά της. Έμοιαζε με ψεύτικη ταυτότητα, ήταν μια δυσεξήγητη ονομασία. (…) Η πολιτική σκοπιμότητα της ψεύτικης καταγωγής μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση, όμως η  προσωνυμία Ρωμαίοι διατηρήθηκε όσο και το Βυζαντινό Κράτος, χάρη στην ιδεολογία της οικουμένης»[30].
4. Αυτόβουλη και ολόψυχη ταύτιση του χριστιανισμού με την ανάμνηση του ρωμαϊκού imperium, χάρη στο οποίο η Εκκλησία, από θύμα διωγμών που ήταν αρχικά, είχε τελικά μετατραπεί σε διώκτη... -- Μακρύς και θλιβερός είναι ο κατάλογος των διωγμών που ασκήθηκαν από τη συντονισμένη δράση της Εκκλησίας και του κράτους εναντίον των υπολειμμάτων της αρχαίας θρησκείας. Από την εποχή του Θεοδοσιανού Κώδικα, τον 4. αιώνα, ως και τον 6. αιώνα τα στίφη των φανατισμένων πιστών, με την ανοχή ή και την ενθάρρυνση των μηχανισμών της εξουσίας, θα προβούν σε καταστροφές μνημείων και έργων τέχνης, ακόμη και σε θανατώσεις αντιφρονούντων[31], ενώ το ελληνικό πνεύμα, ανεξαρτήτως ή και σε πείσμα των τιμών που απολάμβανε στο χώρο της παιδείας --και παρά τη συμβολή του χριστιανισμού στον εξελληνισμό της αυτοκρατορίας[32]-- θα αποτελέσει θύμα των παλινωδιών της εκκλησιαστικής αδιαλλαξίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «αναθέματα» κατά της Ελληνικής Φιλοσοφίας που διαβάζονταν παλαιότερα την Κυριακή της Ορθοδοξίας και περιέχονται στο «Συνοδικό» της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.). Ενδεικτικά παραθέτω ένα από αυτά: «Τοις τα Ελληνικά διεξιούσι μαθήματα, και μη δια παίδευσιν μόνον ταύτα παιδευομένοις, αλλά και ταις δόξαις αυτών ταις ματαίαις επομένοις, και ως αληθέσι πιστεύουσι (…) Ανάθεμα». Και, τέλος,
5. Αδιάλλακτη προσκόλληση, λόγω κεκτημένης ταχύτητας και παράδοσης, σε ένα κενό περιεχομένου ρωμαϊκό γόητρο, στενά συνδεδεμένο με το στοιχείο της μεγαλομανίας και της ματαιοδοξίας, που είχαν αμετακίνητα εδραιωθεί στον εσώτατο ψυχισμό του διοικητικού και τού εκκλησιαστικού κατεστημένου. -- Εύγλωττα είναι όσα παρατηρούσε ο Κ. Κούμας για τους κληρονόμους και τους διαπρύσιους ζηλωτές της αντίληψης αυτής Φαναριώτες: «Ονομάσαντες εαυτούς περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων (βλασφημίαν ήκουαν, αν τους ονόμαζέ τις Γραικούς ή Έλληνας) δεν ήθελαν να έχουν κοινωνίαν με τους αναξίους της συγγενείας των πραγματευτάς ή τεχνίτας»[33]. Γιαυτό και ο Φαναριώτης Καταρτζής θα διεξαγάγει αγώνα εναντίον του ονόματος «Έλλην», χαρακτηρίζοντας τη ροπή προς την «ελληνική παιδεία και γλώσσα που μερικοί σπουδαίοι μας ακολουθούν, ώστε που τοχουν τιμή τους να επιγράφουνται κΈλληνες, (…) ανάξιο πράγμα σέναν Ρωμηό χριστιανό»[34].
Επομένως, η δήθεν ρωμαϊκή συνείδηση ήταν στην πραγματικότητα μια συνείδηση ελληνική με ρωμαϊκό όνομα -- μια ελληνική συνείδηση που σιγόκαιγε και που, όταν το επέτρεψαν οι συνθήκες, έλαμψε με εκθαμβωτικό φως[35]. Το «Γένος Ρωμαίων» ήταν ένα γένος χωρίς Ρωμαίους, το οποίο είχε συγκροτηθείαπό Έλληνες! Ας το επαναλάβουμε: ο όρος «Ρωμαίος» μόνο κατά τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχε ουσιαστικό νοηματικό περιεχόμενο. Αντίθετα, από κάποια χρονική περίοδο και μετά ο αυτοπροσδιορισμός ενός Βυζαντινού ως «Ρωμαίου» ήταν ένας τρόπος για να δηλώσει όχι τι είναι αλλά τι ΔΕΝ είναι, δεδομένου ότι η λέξη αυτή παρέπεμπε νοηματικά στη λέξη «Έλληνας» και ήταν ταυτόσημη με αυτήν. Τα γνωρίσματα της έννοιας του «Ρωμαίου» ήταν δάνεια που προέρχονταν από την ανάλυση της έννοιας του «Έλληνα» και  αυτήν ακριβώς την έννοια του Έλληνα προσδιόριζαν κατά τρόπο καίριο και ολοσχερή. Σε τελευταία ανάλυση, δε θα ήταν υπερβολικό να υποστηριχτεί πως η «ρωμαϊκότητα» των Βυζαντινών ήταν απλώς μια ιδιότητα ψευδεπίγραφη, «ένα πουκάμισο αδειανό».-- «Ο όρος Ρωμαίος (...) δεν σημαίνει ότι οι Βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απογόνους των Λατίνων. Αντιθέτως, είχαν απόλυτη συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής (…).Υπάρχουν (…) επιστήμονες που συνεχίζουν να υιοθετούν ακραίες απόψεις, υποστηρίζοντας ότι οι Βυζαντινοί ήταν μάλλον "ελληνόφωνοι Ρωμαίοι" (…). Προφανώς, αυτοί οι επιστήμονες δεν έχουν κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο όρος "Ρωμαίος" και τα παράγωγά του χρησιμοποιούνταν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία»[36].

3. Παραδείγματα και μαρτυρίες

Πρέπει να σημειωθεί πως οι φράσεις «ψευδεπίγραφη ρωμαϊκότητα», «ένα πουκάμισο αδειανό» ή «ένας άλλος τρόπος για να πεις ή να μην πεις Έλληνας/Ελληνισμός», τις οποίες χρησιμοποιώ εδώ, δεν είναι σχήματα λόγου, αλλά ανταποκρίνονται κατά τη γνώμη μου στην ιστορική πραγματικότητα. Ιδού ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Τον 9. αιώνα ο χαλίφης Αλ-Μαμούν πρόσφερε στον αυτοκράτορα Θεόφιλο μεγάλες ποσότητες χρυσού και αιώνια ειρήνη με ένα και μόνο αντάλλαγμα: να επιτρέψει ο τελευταίος στο Λέοντα το Μαθηματικό να μεταβεί για λίγο στην αυλή του Άραβα ηγεμόνα, ώστε να μεταδώσει εκεί κάποια στοιχεία από τις γνώσεις του στα μαθηματικά, στην αστρονομία και στις άλλες επιστήμες. Μιλάμε για πολιτιστικά επιτεύγματα όχι, βέβαια, ρωμαϊκά αλλά ακραιφνώς ελληνικά. Άλλωστε ο Λέων ο Μαθηματικός, χάρη στη μεγάλη αναστροφή και τη βαθιά εξοικείωσή του με την ελληνική επιστήμη και τα ελληνικά γράμματα, είχε αξιωθεί το παρωνύμιο «Έλλην». Ο Θεόφιλος απέρριψε την προσφορά με την ακόλουθη αιτιολογία: θα ήταν παράλογο, είπε, να δώσει κανείς το δικό του αγαθό σε άλλους και να παραδώσει σε ξένους τη γνώση των όντων, χάρη στην οποία οι πάντες τιμούν και θαυμάζουν το Γένος των Ρωμαίων! («αλλ’ ο Θεόφιλος ανταποκρίνας και άλογον το οικείον δούναι ετέροις καλόν και την των όντων γνώσιν έκδοτον ποιήσαι τοις έθνεσι δι’ ης το των Ρωμαίων γένος θαυμάζεταί τε και τιμάται παρά πάσιν»)[37]
Ναι, διαβάσατε σωστά. Τα μαθηματικά και η αστρονομία είναι το καύχημα του «Γένους των Ρωμαίων»! Και να σκεφτεί κανείς ότι στην κλασική περίοδο της λατινικής γραμματείας, τότε που διαμορφωνόταν πρωθύστερα η ιδεολογία του ιστορικού προορισμού της Ρώμης ως κοσμοκράτειρας, η αποστολή του ρωμαϊκού λαού προδιαγράφεται με σαφήνεια. Εκείνο στο οποίο οφείλει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον του δεν είναι τα γράμματα, οι τέχνες και οι επιστήμες, είναι το imperium! O Αγχίσης, συγκεκριμένα, τονίζει στο γιο του Αινεία, όταν ο τελευταίος τον συναντά στον κάτω κόσμο, πως η μετάδοση ζωής στο χαλκό, η σμίλευση ζωντανών μορφών στο μάρμαρο, οι εύστοχες δικανικές ομιλίες αλλά και η μέτρηση με το διαβήτη της κίνησης του ουρανού και της τροχιάς των αστέρων, αυτά όλα είναι επιδόσεις, στις οποίες κάποιοι άλλοι (εννοεί τους Έλληνες) θα αποδειχτούν περισσότερο ικανοί. Και του δηλώνει εμφατικά ότι ο ίδιος, ως Ρωμαίος, πρέπει να θυμάται πως οι δικές του οι «τέχνες» είναι κάτι το διαφορετικό: να επιβάλλει στους άλλους λαούς την κυριαρχία του, να θεσπίζει τους νόμους της ειρήνης μεταξύ των εθνών, να δείχνει επιείκεια προς τους ηττημένους και να κατανικά τους αλαζόνεςexcudent alii spirantia mollius aera/(credo equidem), vivos ducent de marmore voltus,/orabunt causas melius, caelique meatus /describent radio et surgentia sidera dicent: /tu regere imperio populos, Romane, memento/(hae tibi erunt artes), pacisque imponere morem,/parcere subiectis et debellare superbos»)[38]
Ο Θεόφιλος δεν αμφισβητεί προφανώς την ελληνική πατρότητα των επιστημών ούτε, βέβαια, τη διεκδικεί για λογαριασμό των «Ρωμαίων». Απλούστατα, αντί να αναφερθεί ονομαστικά στους Έλληνες, θεωρεί αυτονόητο ότι μπορεί να τους αποκαλέσει «Ρωμαίους» ακολουθώντας την αυτονόητη χρήση της εποχής. Και είναι χαρακτηριστικό το ότι αμέσως μετά την λέξη «Rwma…wn», στη φράση «tο tωn Rwma…wn gšnoj» του παραπάνω χωρίου, ο Διον. Ζακυθηνός επεξηγεί μέσα σε παρένθεση: «(των Βυζαντινών, των Ελλήνων)»[39]. Ενώ ο Paul Lemerle, αποδίδοντας ελεύθερα το ίδιο χωρίο, τονίζει ευθέως πως η γνώση των όντων «αποτελούσε παντού τη δόξα των Ελλήνων»[40]. Προφανώς, τον ισχυρισμό ότι η χρήση του όρου «Ρωμαίος» ήταν ένας άλλος τρόπος για να πεις (ή για να μην πεις) «Έλληνας» τον υιοθετούν και οι δύο διαπρεπείς αυτοί βυζαντινολόγοι, αλλά τον εκφράζουν με το δικό τους έμμεσο και περισσότερο κομψό τρόπο
Στο σημείο αυτό οι μεγάλοι (και όχι οι «αγνώστων λοιπών στοιχείων») Βυζαντινολόγοι, στη συντριπτική πλειονότητά τους, είναι κατηγορηματικοί: «Το Βυζάντιο, αν και παραμένει πάντα σταθερά προσκολλημένο στις ρωμαϊκές πολιτικές ιδέες και παραδόσεις, μεταβάλλεται σε ένα μεσαιωνικό ελληνικό κράτος», γράφει ο Ostrogorsky. «Βυζαντινό είναι το εκχριστανισθέν ρωμαϊκό κράτος του ελληνικού έθνους» θα πει ο Aug. Heisenberg. «Ελληνική Αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής», θα χαρακτηρίσει το Βυζάντιο η Γλύκατζη-Αρβελέρ. «Ρωμαίος εσήμαινε, εν τέλει τον Έλληνα» και «Την ηγεμονία διετήρησαν τα ελληνικήν έχοντα την γλώσσαν εθνικά στοιχεία, αδιάφορον αν εις τας φλέβας των έρρεε μία σταγών περισσότερο ή ολιγώτερον αίματος αρχαίου ελληνικού», θα τονίσει ο Krumbacher. «Υπάρχει συνέχεια (στην ελληνική ιστορία) τόσο στο θέμα της φυλετικής καταγωγής, όσο και σε ό,τι αφορά τη γλώσσα και τον πολιτισμό. (...) Παρά το γεγονός ότι οι κάτοικοι έφτασαν στο σημείο να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι, παρέμειναν αναμφισβήτητα Έλληνες», θα προσθέσει ο Dοuglas Dakin. Και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό!... Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο το ότι καθόλη τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, από τους Λατίνους, τους Σλάβους και τους Βουλγάρουςσυχνά ή κατά κανόνα--  η Ελλάδα ονομαζόταν «Γραικία» (Graecia=Ελλάδα) και οι Έλληνες «Γραικοί» (Graeci=΄Ελληνες).
Με την ευκαιρία, παραθέτουμε τα εμπνευσμένα λόγια ενός ιεράρχη, που αποτελούν ύμνο για την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, ο οποίος κατά τους βυζαντινούς χρόνους ενσωμάτωσε το χριστιανισμό και συνυφάνθηκε αζί του. Πρόκειται για τον Πενταπόλεως Νεκτάριο Κεφαλά -- τον Άγιο Νεκτάριο:  «Η δράσις του Ελληνισμού εν τω Βυζαντίω εστίν η δράσις της Ελλάδος εν τη Ανατολή, ο κρίκος της αλύσεως , ο συνδέων την αρχαίαν μετά της νεωτέρας Ελλάδος, η συνέχεια της ελληνικής Ιστορίας» (…) «Το ελληνικόν έθνος (…) ου μόνον δεν εξηφανίσθη, αλλά και τους επιδρομείς (…) αφομοίωσε και υπό το όνομα του Έλληνος Ρωμαίου Χριστιανού σωτηρίως και επωφελώς έδρασε»». (…) «[Το] ελληνικόν βυζαντινόν κράτος (…) και την παιδείαν και τας επιστήμας και τας τέχνας εκαλλιέργει και (…) ουδέν απέβαλε της κληροδοτηθείσης αυτώ πνευματικής κληρονομίας»[41]
Επομένως, το να αρνείται κανείς να θεωρήσει το Βυζάντιο ως το συνεκτικό δεσμό που ενώνει την Αρχαία με τη Νέα Ελλάδα και το να επιβάλλει τη «Ρωμιοσύνη»[42] ως απαρχή της εθνικής μας ιστορίας με ταυτόχρονο αποκλεισμό της Αρχαίας Ελλάδας από το ενιαίο και αδιάσπαστο ελληνικό τρίπτυχο: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Νέοι Χρόνοι αποτελεί επιεικώς ιστορικό ατόπημα. Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση προκρούστειας προσαρμογής των ιστορικών δεδομένων σε ιδεολογικές επιλογές και σκοπιμότητες.

4. Η ελληνικότητα ως αγώνισμα

Αναφέρθηκα παραπάνω στο ρεύμα της ελληνικότητας, που δεν είχε πάψει ποτέ να κυλά υπόγεια στη συνείδησή του απλού Έλληνα. Στους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όχι μόνο στον ελλαδικό χώρο αλλά και στις παροικίες του εξωτερικού η ελληνική συνείδηση, με όχημα τη γλώσσα, ήταν πανταχού παρούσα. Μπορεί επί αιώνες η Εκκλησία στη θέση του Έθνους να τοποθετούσε συστηματικά το Γένος, στη θέση της πατρίδας αποκλειστικά και μόνο την πίστη και στη θέση του Ελληνισμού τη Ρωμιοσύνη και μόνο. Παρόλα αυτά, η διαχρονική Ελλάδα δεν έσβησε. Παρέμεινε ακμαία στη σκέψη, στα λόγια και στα κείμενα των πνευματικών ηγετών του Έθνους, που φώτιζαν το μυαλό και πυρπολούσαν την ψυχή του απλού λαού (προς μεγάλο σκανδαλισμό, εννοείται, των καθημάς νεοφαναριωτών και «λοιπών ρωμαιόπληκτων δυνάμεων», που θα επιθυμούσαν διακαώς η επίδραση στον απλό λαό να ήταν μονόπλευρα εκκλησιαστική…). Προ πάντων, όμως, η Ελλάδα παρέμενε ολοζώντανη στις ίδιες τις ψυχές των Ελλήνων. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, με αφετηρία το ’21, ξεχύθηκε σαν ορμητική λάβα ηφαιστείου που παρασύρει στο διάβα της τα πάντα
«Και ξαφνικά, γράφει ο Ιω. Κακριδής, από την πρώτη κιόλας μέρα, ακούει (ο λαός) πως και αυτός είναι Έλληνας. Τον βεβαιώνουν οι αρχηγοί του, το βροντοφωνάζει κάθε στιγμή ο Κολοκοτρώνης, οι ξένοι από τα πέρατα του κόσμου μιλούν για τη νεκρανάσταση των Ελλήνων. Ο ταπεινωμένος αιώνες τώρα ραγιάς είναι λοιπόν, ίδια φυλή και φύτρα με τους αντρειωμένους Έλληνες; Αυτός ο μυθικός κόσμος των αθάνατων Ελλήνων ήταν λοιπόν τόσο δικός του και δεν το ήξερε; Η ψυχή του απλού, ταπεινού αγωνιστή βρίσκει ξαφνικά ένα στήριγμα από τα πιο μεγάλαέναν μύθο»[43].-- Ούτε, όμως, ο Κολοκοτρώνης, θα πρόσθετε η ταπεινότητά μου, ούτε «οι ξένοι από τα πέρατα του κόσμου» ούτε ο ουρανοκατέβατος «μύθος» θα μπορούσαν ποτέ να μετατρέψουν «εν ριπή οφθαλμού» τους αγράμματους φουστανελάδες σε «Έλληνες», αν η ίδια η διαχρονική ελληνικότητα δεν ήταν πανταχού παρούσα και παντοδύναμη στη συνείδησή τους. Εύγλωττη στο σημείο αυτό είναι η μαρτυρία του πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Πολίτη: «Αμιγές αντί του αίματος διετηρήθη εν τη γλώσση, τω βίω και τω χαρακτήρι του λαού το ελληνικόν πνεύμα διαδιασπάστου αλύσεως παραδόσεων, ης ένα προς ένα τους κρίκους ανευρίσκομεν εν τοις διαφόροις σταδίοις και ταις περιπετείαις της ελληνικής εθνότητος»[44]
Το ότι, πάντως, όπως ισχυρίζεται ο Ιω. Κακριδής, «διαβάζοντας τα κείμενα του Αγώνα βλέπουμε ότι την εποχή εκείνη το όνομα Έλληνες χαρακτηρίζει μόνο τον επαναστατημένο λαό», το ότι δηλαδή μόνο οι αγωνιζόμενοι κατά των Τούρκων ανακτούν το όνομα των μυθικών ηρώων που φάνταζαν στη λαϊκή αντίληψη σαν όντα υπερφυσικά –-και ανεξαρτήτως του αν και κατά πόσο αυτό αληθεύει-- μοιάζει να περικλείει έναν βαθύτερο συμβολισμό. Ότι δηλαδή η ελληνικότητα δεν είναι κάτι το δεδομένο, το εύκολο και το ανέξοδο, αλλά συνυφαίνεται με τον αγώνα, ξεπροβάλλει από τον αγώνα και κατακτάται χάρη στον αγώνα. «Το εύδαιμον το ελεύθερον, το δελεύθερον το εύψυχον», φέρεται από το Θουκυδίδη να διακηρύσσει ο Περικλής στον «Επιτάφιό» του[45]. Αυτό επιβεβαιώθηκε με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Οι ήρωες του ’21 κέρδισαν με το σπαθί τους όχι μόνο την ανεξαρτησία τους από τον Τούρκο αλλά και την ίδια την ελληνικότητά τους, που την επέβαλαν σε εχθρούς και φίλους, μολονότι επί αιώνες η κρατική εξουσία και η Εκκλησία την  είχαν συγκαλύψει κάτω από μια ψευδεπίγραφη «ρωμαϊκότητα».
Θα ήταν, ωστόσο, ανιστόρητο και άδικο να αποσιωπήσει κανείς το ότι η Ορθοδοξία, σε χαλεπούς καιρούς, περιέθαλψε, στήριξε και κράτησε ζωντανό τον ελληνισμό προστατεύοντας τον υπό την σκέπην των πτερύγων της έστω και αν τον αντιμετώπιζε ως Ρωμιοσύνη, καθώς και το ότι από τους κόλπους της αναδείχτηκαν ιεράρχες με ακμαίο ελληνικό φρόνημα, οι οποίοι φώτισαν το χειμαζόμενο Γένος καθόλη τη διάρκεια της ιστορικής δοκιμασίας του[46]. Δεν πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι στην ορθόδοξη χριστιανική μας ταυτότητα η Ελλάδα είχε εναποθέσει ανεξίτηλα τη σφραγίδα της. Βαρυσήμαντη επί του προκειμένου είναι η μαρτυρία του Ευσεβίου, του επισκόπου Καισαρείας επί Μεγάλου Κωνσταντίνου: «Μόνη γαρ η Ελλάς αψευδώς ανθρωπογονεί 'φυτόν ουράνιον' και βλάστημα θείον ηκριβωμένον, λογισμόν αποτίκτουσα οικειούμενον επιστήμηι»[47]
Το γεγονός είναι ότι μέσα από την πάλη κατά του εχθρού το Γένος γίνεται πανηγυρικά Έθνος και οι ραγιάδες Ρωμιοί, που αγωνίζονται ταυτόχρονα και για «του Χριστού την πίστη», αναδεικνύονται ελεύθεροι Έλληνες με δική τους πλέον ανεξάρτητη πατρίδα. Και ο αγράμματος Μακρυγιάννης, που ούτε σε σχολείο είχε ποτέ του πατήσει ούτε είχε ακούσει ποτέ τι θα πει Διαφωτισμός, θα αντιταχτεί σθεναρά στο ενδεχόμενο να πουληθούν σε ξένους δύο αρχαία αγάλματα: «Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γιαυτά πολεμήσαμε», θα πει. Οπότε κατάπληκτος ο Σεφέρης θα παρατηρήσει: «Δε μιλά ο Λόρδος Βύρων, μήτε ο λογιότατος, μήτε ο αρχαιολόγος˙ μιλά ένας γιος τσοπάνηδων της Ρούμελης με το σώμα γεμάτο πληγές.Γιαυτά πολεμήσαμε’. Δεκαπέντε χρυσοποίκιλτες ακαδημίες δεν αξίζουν την κουβέντα αυτού του ανθρώπου (…)». Και συμπληρώνει: «‘Απτα κόκαλα βγαλμένητραγουδούσε ο Σολωμός. Η ιδέα του ήταν αληθινή. Η ελληνική επανάσταση ήταν βγαλμένη από το μεδούλι των κοκάλων των ζωντανών Ελλήνων. Και γιαυτό πέτυχε, και γιαυτό δε σταμάτησε και πραγματοποιείται σόλο τo ΙΘ' αιώνα, και γιαυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της»[48].
Αυτό το τελευταίο («…και γιαυτό δεν τέλειωσε ακόμη η πραγματοποίησή της») ας το κρατήσουμε βαθιά μέσα μας στους δύσκολους καιρούς που περνάμε.


Υποσημειώσεις:

[1] Για παράδειγμα, Clifton R. Fox,  Τι είναι, αν είναι κάτι, ένας Βυζαντινός; http://www.romanity.org/htm/fox.e.01.ti_einai_an_einai_kati_enas_buzantinos.01.htm
[2] Και αυτό συνήθως το κάνουν σε λαθρόβιες ιστοσελίδες, στις οποίες αρθρογραφούν κατά κανόνα οι ίδιοι και οι οποίες έχουν δημιουργηθεί με μοναδικό σκοπό να υπηρετήσουν τη «μεγάλη ιδέα» του ελληνομηδενισμού. Tη διάδοση της ιδέας αυτής την έχουν αναλάβει περίπου εργολαβικά με τις θεματικά μονότονες καταχωρίσεις τους αλλά και με τη συστηματική διαδικτυακή μετακίνησή τους «από αναρτήσεως εις ανάρτησιν», όπου, λειτουργώντας κάθε φορά ως «ουρά», επαναλαμβάνουν και διαχέουν στερεότυπα τις γνωστές θέσεις τους. Και αυτά όλα, βέβαια, με τη γενναιότητα και τη λεβεντιά των ανθρώπων που κρύβονται πίσω από ψευδώνυμα!...
[3] Το Ελληνικό Έθνος, γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, 2004.
[4] ΔιονΖακυθηνού, Το Βυζάντιον, Κράτος και Κοινωνία. Ιστορική ανασκόπησις, Αθήναι, 1951, σελ. 39.
[5] Όπ. παρ., σελ. 25.
[6] Η επισήμανση με έντονα γράμματα σε αυτό το άρθρο κάποιων φράσεων σε εντός εισαγωγικών παραθέματα  είναι δική μου και δεν υπάρχει στα κείμενα των συγγραφέων.
[7] Παγκόσμιος Ιστορία, Βίβλος, Αθήναι 1952, τόμος Α΄, σσ. 636-637.
[8] «Και ου τη πατρίω φωνή τον νόμον συνεγράψαμεν, αλλά ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι, ώστε άπασιν αυτόν είναι γνώριμον δια το πρόχειρον της ερμηνείας», Ιουστινιανού, Νεαραί, 52, 32-35. Πόση απέχθεια σε εκείνο το «ταύτη δη τη κοινή τε και Ελλάδι», ιδιαίτερα όταν η αναφορά στην ελληνική γίνεται καταντιπαράθεση προς την πατροπαράδοτη γλώσσα του αυτοκράτορα («ου τη πατρίω φωνή») !...Να σημειωθεί ότι από το 397 είχε ήδη επιτραπεί να εκδίδουν τα δικαστήρια αποφάσεις στα ελληνικά και από το 439 να συντάσσονται στα  ελληνικά οι διαθήκες, Κωνσταντίνου Αμάντου,  Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τόμος Α΄, ΟΕΔΒ, 19633 σελ. 52.
[9] Α. Rambaud, L’ Empire grec au Xe  siècle, Παρίσι, 1870, σελ. 539.
[10]  Tractatus Logico-Philosophicus, 5,6.
[11] Πανηγυρικός, 50, 1-8.
[12] Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 1999, σελ.137.
[13] Διον. Ζακυθηνού, όπ. παρ., σελ.73. Πρβλ. και σσ. 64-65.
[14] Byzantium, An Introduction to East Roman Civilization, (ελλ. μτφρ.Δ. Σακκά,  Βυζάντιο, Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό), εκδ. Δ. Παπαδήμας, Αθήνα, 1988, σελ. 23.
[15] Γ. Καραμπελιά, 1204, η διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού, Εισαγωγή.
[16] Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, Νέος ελληνισμός. Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του Έθνους, [1204 - μέσα 15ου αιώνα], Εκδ. Οίκος Αντωνίου Σταμούλη, 2008, σσ.98-99.
[17] . Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμ. 5, σελ. 444
[18] Όπ. παρ., σελ. 447.
[19] Σπυρίδωνος Λάμπρου,  Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, τόμ. Γ΄, σελ. 247.
[20] Πολύ περισσότερο: η επίκληση και η παράθεση εντελώς ανεπεξέργαστων «σεντονιών» με κείμενα αυλικών αγορητών ή καθεστωτικών «υμνωδών», τα οποία ανασύρονται από τον TLG με κατάχρηση της διαδικασίας «αντιγραφή - επικόλληση» δεν είναι ο καλύτερος τρόπος για να υποστηρίξει κανείς τη ρωμαϊκότητα  των Βυζαντινών…
[21] Η αμφισβήτηση της ρωμαϊκότητας των Βυζαντινών δεν έχει καμιά σχέση με αξιολογικές αποτιμήσεις, αλλά σχετίζεται με την επεξεργασία των ιστορικών δεδομένων. Κατά τα άλλα, ο υπογραφόμενος, ο οποίος έχει γνωρίσει τους Ρωμαίους μέσα από την Ιστορία και τη Γραμματεία τους, τρέφει απεριόριστο θαυμασμό για αυτούς τους σοβαρούς, πειθαρχημένους, πρακτικούς, ουσιαστικούς και αποτελεσματικούς ανθρώπους, οι οποίοι, επιπλέον, υπήρξαν λαμπροί μαθητές των ΕλλήνωνΓια τους ανθρώπους που αναδείχτηκαν κοσμοκράτορες, επειδή διέπρεψαν στον τομέα της κρατικής συγκρότησης, της διοικητικής οργάνωσης και της νομοθεσίας και τοποθέτησαν στο κέντρο του πολιτισμού τους ιδέες/αξίες όπως η gravitas, η  auctoritas και η constantia, στις οποίες ο ελληνικός πολιτισμός δεν έχει να επιδείξει, δυστυχώς. ιδιαίτερη προσήλωση… (Εννοείται ότι μιλάμε για τους αληθινούς Ρωμαίους, όχι για τα μεταλλαγμένα ιδεοληπτικά υποκατάστατα στη σκέψη των ρωμαιόπληκτων εκπροσώπων του καθημάς νεοφαναριωτισμού!).
[22] Κατά τον Sture Linnér, μολονότι οι Βυζαντινοί ένιωθαν υπερήφανοι ως κληρονόμοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,  «είχαν πάντοτε συνείδηση του ελληνικού τους παρελθόντος». Επίσης: «Την ώρα που η πολιτική εξουσία κατέρρεε, οι Βυζαντινοί κρατιούνταν γερά  από τη μεγάλη τους πολιτιστική περιουσία. Σε έναν κόσμο που θαύμαζε όλο και περισσότερο την αρχαία ελληνική παιδεία, εκείνοι διεκδικούσαν το δικαίωμα να είναι Έλληνες, άμεσοι κληρονόμοι των ποιητών και των φιλοσόφων, των ιστορικών και των επιστημόνων της Ελλάδας των περασμένων αιώνων», Bysantinsk Kulturhistoria (ελλ. μτφρ. Ζαννή Ψάλτη, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού), Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1999, σσ. 219-220.
[23] Φ. Κ. Βώρου, Δοκίμιο ανίχνευσης της διαμορφούμενης  κατά το 18ο αιώνα εθνικής συνείδησης των Ελλήνων στο έργο του Ρήγα ΦεραίουΒελεστινλή (αναβίωση των όρων αυτοπροσδιορισμού των ΕλλήνωνΓραικών), Εισήγηση σε συνέδριο για το έργο του Ρήγα Βελεστινλή με πρωτοβουλία του  Δημητρίου Καραμπερόπουλου ως Προέδρου της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης ΦερώνΒελεστίνουΡήγα.
[24] Με αφετηρία μάλιστα τον 5. με 6. μ.Χ. αιώνα, οι Έλληνες θα χρησιμοποιήσουν επιπροσθέτως την ονομασία «Γραικοί», σε μια προσπάθεια να υπογραμμίσουν την ιστορική τους ιδιαιτερότητα και να αντιδιασταλούν από τους υπόλοιπους «Ρωμαίους» της αυτοκρατορίας. Ο ιστορικός Πρίσκος αφηγείται ότι ως μέλος μιας διπλωματικής αποστολής εκ μέρους του Θεοδοσίου του Β΄ είχε βρεθεί στην αυλή του Αττίλα, λίγο πριν από το 450. Εκεί συνάντησε κάποιον, ο οποίος έμοιαζε με Σκύθη ευγενή και ο οποίος τον χαιρέτησε στα ελληνικά. Ο Πρίσκος, από περιέργεια για τα ελληνικά του συνομιλητή του, ζήτησε από αυτόν λεπτομέρειες σχετικά με το ποιος είναι, οπότε γελώντας ο τελευταίος του δήλωσε «Γραικός μεν είναι το γένος, κατεμπορίαν δε ες το Βιμινάκιον εληλυθέναι την προς τω Ίστρω Μυσών πόλιν» (Απόσπασμα 8, 458-479).  Ωστόσο, το όνομα Γραικοί ήταν πανάρχαιο, όπως φαίνεται και από τη σχετική αναφορά του Αριστοτέλη:  «αύτη δ’ εστίν (η Ελλάς η Αρχαία) η περί Δωδώνην και τον Αχελώον˙ ούτος γαρ πολλαχού το ρεύμα μεταβέβληκεν˙ ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νυν δ’ ΄Ελληνες» (Μετεωρολογικά,  352 α 35 – b 3).
[25] «Η μεγαλυτέρα διαβολή την οποίαν ενήργησε (ο Χριστιανισμόςκατά του κλασσικού κόσμου ήτο η εμφάνισις αυτού ως ειδωλολατρικού.  Λατρείαν των ειδώλων, διην κατηγορούν τα συναξάρια τους μη χριστιανούς συχνότατα, δεν εγνώρισαν οι Έλληνες», Νκολάου Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν , τόμος Α 2, Αθήναι, 1956, σελ. 24.
[26] Διον. Ζακυθηνού, όπ. παρ., σσ. 30-31
[27] Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά τη «ρωμαιοπληξία» του Κράτους και της Εκκλησίας, ο αποδιοπομπαίος όρος «Έλλην» εμφανίζεται προς το τέλος ως ισότιμος προς τον όρο «Ρωμαίος» και μάλιστα σε επίπεδο επίσημου Βυζαντίου, το οποίο, «την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενον», στέργει σε ένα συγκερασμό του Ρωμαϊκού και του Ελληνικού στοιχείου στη λέξη «Ρωμέλληνες»:  ο ανώνυμος συντάκτης του Πανηγυρικού εις Μανουήλ και Ιωάννην Παλαιολόγους αναφέρεται σε «γένος  έν το επισημότατόν τε και κάλλιστον, ους και ει τις Ρωμέλληνας είποι, καλώς αν είποι»  (Σπ. Λάμπρου,  Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, , τόμ. Γ’, 1926, σελ. 152).  Βέβαια, το στοιχείο στην πραγματικότητα ήταν πριν από αιώνες ήδη μόνο ένα, δηλαδή το ελληνικό. Το να ακουστεί, όμως, και να προβληθεί επισήμως ο όρος «Ρωμέλληνες» εκεί όπου, παλιότερα, είχαν προηγηθεί τα γνωστά κωμικοτραγικά επεισόδια με την πρεσβεία του Λιουτπράνδου σημαίνει ότι η πίεση τον πραγμάτων για την αποκατάσταση και τυπικά του Ελληνισμού  ήταν τη φορά ετούτη πολύ ισχυρότερη από τις σκοπιμότητες και τις ιδεοληπτικές προσκολλήσεις στην καθεστωτική «ρωμαϊκότητα».
[28] Ιωάννη Ρωμανίδη, Φράγκοι, Ρωμαίοι, Φεουδαλισμός και Δόγμα, http://www.romanity.org/htm/rom.e.04.fragkoi_romaioi_feoudalismos_kai_dogma.01.htm
[29] Δ. Ζακυθηνός, όπ. παρ., σελ. 31
[30] ΠάριΓουναρίδη, Γένος Ρωμαίων: Βυζαντινές και Νεοελληνικές Ερμηνείες, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα, 1996, σελ. 14.
[31] Βλ. Λιβανίου, Προς Θεοδόσιον τον Βασιλέα υπέρ των Ιερών (κυρίως 6 κ. εξ. όπου, μεταξύ άλλων, διεκτραγωδούνται οι επιδόσεις των «μελανειμονούντων»!), in Διον. Ζακυθηνού, Βυζαντινά Κείμενα, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι, 1957, σσ. 1-14.
[32] Κατά τoν Jorga ο χριστιανισμός υπήρξε ο κυριότερος παράγοντας του εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, (in Κωνσταντίνου Αμάντου,  όπ. παρ., σελ. 58, υποσημ.2)
[33] Κ. Κούμας, Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, τόμος 12ος, Βιέννη, σελ. 535 (in Φ. Κ. Βώρου, όπ. παρ.).
[34] Δ. Καταρτζής, Τα Ευρισκόμενα, Επιμέλεια Κ. Θ. Δημαράς, Αθήναι, Ερμής 1970, σελ. 49.
[35] Κυριάκου ΚατσιμάνηΗ ελληνική συνείδηση κατά τους βυζαντινούς  χρόνους, «Αντίβαρο», 30/4/2011 και «Φιλολογική»,  τεύχος 115,  Απρίλιος-Ιούνιος 2011, σσ. 3-5.
[36]Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης & Βenjamin Ηendrickx, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Ιστορία.
[37] Τα μετά τον Θεοφάνη, 190, 18-21.
[38] Αινειάδα, VI, 847-853.
[39] Όπ. παρ., σελ. 72.
[40] Le premier humanisme byzantin (ελλ. μτφρ. Μαρίας ΝυσταζοπούλουΠελεκίδου, Ο πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2007, σελ. 132.
[41] Ιn Πάρις Γουναρίδης, όπ. παρ., σελ. 33.
[42] Όπως έκανε ο Εφταλιώτης με την Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Αθήνα, 1901. Το όλο θέμα θα αποτελέσει αντικείμενο ειδικού άρθρου μου.
[43]  Ιωάννης Κακριδής, Αρχαίοι Έλληνες και Έλληνες του Εικοσιένα, στον τόμο Φως Ελληνικό, Εστία, 1963.
[44] In Απόστ. Ε. Βακαλόπουλου, όπ. παρ., σελ. 45.
[45]  Θουκ., II, 43,4.
[46]Πρβλ. Dοuglas Dakin, «αντί να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στη διαμάχη ανάμεσα στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη, πρέπει να δούμε το θέμα ξεκινώντας από τη βάση ότι υπήρχαν δύο μορφές "Ελληνισμού", ο εθνικός "Ελληνισμός" και ο εκκλησιαστικός "Ελληνισμός", και οι δύο με κοινές σε μεγάλο βαθμό, αν και κάπως ακαθόριστες επιδιώξεις», The Unification of Greece, 1770-1923 (ελλ. μτφρ. Α. Ξανθόπουλου, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1779-1923, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2009, σελ. 26).
[47] Ευαγγελική Προπαρασκευή, βιβλ. 8, κεφ. 14, παράγρ. 66, στ. 6-8).
[48] Γιώργου Σεφέρη, Ένας ΈλληναςΟ Μακρυγιάννης,  από τις «Δοκιμές».



11 σχόλια:


ALEMAO είπε...
Ένα μεγάλο μπράβο για την ανάρτηση.αν και λίγο μεγάλη την διάβασα με τεράστιο ενδιαφέρον.συνέχισε έτσι να δημοσιεύεις όλα αυτά τα τόσο χρήσιμα και ενδιαφέροντα θέματα.Θοδωρης

Ανώνυμος είπε...
Ποιος βρήκε το άρθρο αυτό βαρετό; Κουραστικό ίσως, λόγω του όγκου και του περιεχομένου του (που ενίοτε χρειάζεται και δεύτερη ανάγνωση), βαρετό όμως, σε καμία περίπτωση. Αντιθέτως μάλιστα, συγκεντρώνει μια σειρά από επιστημονικές απαντήσεις σε ερωτήματα τα οποία θέτονται συχνά όταν βρίσκεσαι σε παρέες με αριστεριστές (όχι αριστερούς). Συγχαρητήρια στον συγγραφέα και στον συντάκτη του blog.

Λινάρδος Κωνσταντίνος είπε...
Ενδιαφέρον το άρθρο του Κου Κατσιμάνη αλλά κάπου τα έχει μπερδέψει τα πράγματα…
Καταρχάς όποια δικαιολογία και να βρει, η πραγματικότητα ήταν ότι την βυζαντινή εποχή το όνομα Έλλην θεωρείτο ύβρις και αυτό δεν αλλάζει.. .
Ιστορική συνέχεια μπορεί να υπήρξε φυλετικά αλλά όχι και πολιτικά ,οι Έλληνες μετά το 146π.χ. ξαναέγιναν κυρίαρχη και ανεξάρτητη κρατική οντότητα το 1821μ.χ. (Άρα από πολιτικής άποψης σαφώς και δεν υπήρχε ιστορική συνέχεια).
Εκεί όμως που η άποψη του συγγραφέα είναι για γέλια είναι όταν εμφανίζει τον βυζαντινό πολιτισμό ως συνέχεια του ελληνικού , επειδή οι άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά και επειδή ορισμένοι όπως ο Μιχαήλ Ψελλός (που τόσο αυτός όσο και ο μαθητής του Ιωάννης Ιταλός απειλήθηκαν ακριβώς για το λόγο αυτό)είχαν λάβει ελληνικής παιδείας. …
Δεν αναφέρει όμως ο συγγραφέας ότι τόσο η (στερημένη από τα βαθύτερα νοήματα της ) ελληνική παιδεία όσο και η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιήθηκαν γιατί κρίνονταν ως απαραίτητες τόσο για την εξάπλωση του Χριστιανισμού, όσο και για την καλύτερη φιλοσοφική εκπαίδευση των πατέρων της εκκλησίας , τη καλύτερη κατανόηση της Θεολογίας και την τελειοποίηση των δογμάτων.
Δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν από ανάγκη και όχι από αγάπη κάτι που φαίνεται και από τα λεγόμενα πολλών , όπως του Ιωάννη Χρυσόστομου που δεν έχανε ευκαιρία να καθυβρίζει την Αθήνα και τους Έλληνες με τον χειρότερο τρόπο…
( Αυτά γέννησαν και αύξησαν οι Έλληνες από των φιλοσόφων λαβόντες . Ημείς δε ου παραιτούμεθα της κατ’ αυτών μάχης , Αν μάλιστα στα ενδότερα κοιτάξεις θα δεις τέφρα και σκόνη και υγιές ουδέν , αλλά τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών , τα πάντα ακαθαρσίες γεμάτα και ιχώρ και τα δόγματα πάντα σκωλήκων βρίθουν ). 
Και οι απόψεις αυτές δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας…
Άλλωστε η διαφορετική κοσμοθεωρία των Ελλήνων και η αγάπη τους για την φιλοσοφία και τη δημοκρατία μπορούσε να οδηγήσει σε αμφισβήτηση τόσο του πολιτικού συστήματος της απόλυτης μοναρχίας , όσο και της ίδιας της Ορθοδοξίας για αυτό και κυνηγήθηκε ανηλεώς.
Για το λόγο αυτό και όλες οι συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων είτε καταργήθηκαν (αθλητισμός , φιλοσοφικές σχολές, θέατρο κλπ) είτε διατηρήθηκαν τελείως αλλοιωμένες και ελεγχόμενες.
Προσωπικά θεωρώ ότι η ελληνική εθνική συνείδηση όντως αρχίζει να ισχυροποιείται από τον 13ο αιώνα , είτε εξαιτίας της Λατινοκρατίας είτε επειδή το κράτος είχε περιορισθεί στα καθαρά ελληνικά εδάφη όπου πράγματι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Έλληνες.
Μάλιστα ο Κωνσταντίνος Σάθας ( Μεσαιωνική βιβλιοθήκη τόμος ζ , Σελ.κθ από επιστολή εν τη Λαυρεντιανή βιβλιοθήκη Pluters LIX κώδικας 45) αναφέρει ότι λίγο πριν τον θάνατο του το 1258 και ο ίδιος ο Αυτοκράτορας ο Λάσκαρις Β’ εκμυστηρεύτηκε στο πατριάρχη ότι κατά την διάρκεια της ζωής του είχε απαρνηθεί και τον χριστιανισμό έχοντας ασπασθεί την αρχαία πατρώα θρησκεία.
( Και ούτω την των εσφαλμένων αυτό εξαγορείαν πεποίηκε το , εγκατέλιπόν σε Χριστέ , συχνάκις επιφωνών ). 
Πράγματι οι Αυτοκράτορες της Νίκαιας προσπάθησαν να δημιουργήσουν εθνική συνείδηση και να πετύχουν μια γόνιμη και ειρηνική συνύπαρξη Ορθοδοξίας –Ελληνισμού, όμως το πολιτικό και το θρησκευτικό κατεστημένο είχε διαφορετική άποψη , με αποτέλεσμα την επιστροφή στην παλαιά πολιτική και τις πρακτικές της ,γεγονός που βοήθησε τα μέγιστα στην τελική συρρίκνωση και πτώση του 1453 … (θα έχουμε να πούμε πάρα πολλά στα αντίστοιχα αφιερώματα…).
Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ότι ο Κολοκοτρώνης , ο Μακρυγιάννης και η συντριπτική πλειοψηφία των αγωνιστών της επανάστασης δεν κάνει ούτε μία αναφορά σε ονόματα …Ελλήνων του Βυζαντίου όπως Βελισάριος ,Ηράκλειος, Φωκάς , Τσιμισκής , Κομνηνός κλπ ούτε καν στον ηρωικό και τιμημένο Κωνσταντίνο Παλαιολόγο , αλλά αναφέρουν αποκλειστικά ονόματα από την Αρχαία Ελλάδα … (Τυχαίο δεν νομίζω… Κύριε Κατσιμάνη…).

φιλίστωρ είπε...
Κατ΄ αρχάς δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω τον κ. Κατσιμάνη που επέλεξε και το ιστολόγιο μας για να δημοσιεύσει το συγκεκριμένο άρθρο του.

Κατά δεύτερον οφείλω να παραδεχτώ ότι δεν γνωρίζω το θέμα στις απόλυτες διαστάσεις του, γιατί βρίσκεται έξω από τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα. Θα ήθελα όμως να καταθέσω την άποψη μου.

Κατά την γνώμη μου στην συγκεκριμένη ιστορική περίοδο η διαμάχη δεν ήταν ανάμεσα σε Ελληνισμό-Βυζαντινισμό, αλλά ανάμεσα στην Ορθοδοξία και στο Δωδεκάθεο. Η διαμάχη αυτή βέβαια ήταν μέχρι θανάτου και αναμφίβολα έγιναν ακρότητες (Υπατία, ολυμπιακοί αγώνες, διώξεις φιλοσόφων, ύβρεις κατά των "Ελλήνων" κτλ)

Από κάποιο σημείο και μετά όμως, όταν ο Χριστιανισμός επικράτησε πλήρως, προσεταιρίστηκε πολλά στοιχεία και εκφράσεις πολιτισμού (γλώσσα, τέχνες, λογοτεχνία κτλ) ώστε να συνεχιστεί ομαλά η διαδοχή. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει. Έχω την εντύπωση πως οι διαφορές Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, ακριβώς υπογραμμίζουν την μετάβαση αυτή. 

Επίσης μου είναι πολύ δύσκολο να φανταστώ την κοινή συνείδηση ενός λαού ξαφνικά να εξαφανίζεται κυριολεκτικά στον 4ο αιώνα και να επανεμφανίζεται 10 αιώνες μετά!

Ας υποθέσουμε (χάριν υπόθεσης εργασίας)πως ο Πλήθων Γεμιστός πλησιάζει έναν Βυζαντινό πολίτη και προσπαθεί να τον πείσει ότι είναι Έλληνας. Αν δεν είχε κανένα επιχείρημα (γλώσσα, γεωγραφικός χώρος, αρχαία ερείπια) πως θα τον έπειθε;

η τελική μου θέση είναι οτι το Βυζάντιο ήταν αναμφίβολα μια πολυφυλετική θεοκρατική ορθόδοξη ένωση, με βασικότερη συνιστώσα τον Ελληνισμό (αν όχι μιλάμε για μια συνειδησιακή ασυνέχεια 10 αιώνων!!)

υ.γ. στο θέμα φυσικά θα επανέλθουμε και θα παρουσιάσουμε και αντίθετες απόψεις στο μέλλον. Απλώς θα ήθελα να παρατηρήσω στον κ. Λινάρδο (ενός γνώστη της Ιστορίας τον οποίο γενικώς σέβομαι) πως η έκφραση του "για γέλια" για την τοποθέτηση του κ. Κατσιμάνη σχετικά με τον Ψελλό, είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ και τον παρακαλώ πολύ στο μέλλον να μην καταφεύγει σε χαρακτηρισμούς τέτοιου είδους.

Λινάρδος Κωνσταντίνος είπε...
Αν ο οικοδεσπότης θεωρεί ότι η έκφραση ‘’ για γέλια’’ είναι απαράδεκτη κανένα πρόβλημα την ανακαλώ , προσθέτοντας όμως δύο επισημάνσεις .
Καταρχάς το να χαρακτηρίζει κανείς όσους πιστεύουν στην πατρώα θρησκεία (δεν αναφέρομαι στον εαυτό μου) ως Δωδεκαθειστές ή ειδωλολάτρες είναι επίσης λανθασμένη και προσβλητική.
Επίσης εκείνο το οποίο σχολίασα ήταν το ότι ο βυζαντινός πολιτισμός εμφανίζεται ως συνέχεια του ελληνικού και όχι τις απόψεις για τον Ψελλό. 
Βεβαίως ο κάθε άνθρωπος δικαιούται να έχει τις απόψεις του που φυσικά για ένα τέτοιο ζήτημα είναι αδύνατο να εξαντληθούν σε ορισμένες σειρές.
Παρόλα αυτά θεωρώ ότι το Βυζάντιο ήταν ένα πολυφυλετικό κράτος , βασική συνιστώσα του οποίου ήταν η Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία και ο εκπρόσωπος του Θεού στη Γη Αυτοκράτορας και όχι ο ελληνισμός.
Επίσης δεν ανήκω σε αυτούς που θα ισχυριστούν ότι τίποτα θετικό δεν υπήρξε στα χρόνια του Βυζαντίου , όμως ο πολιτισμός αυτός όχι μόνο σε κάθε περίπτωση ήταν υποδεέστερος αλλά και εκ διαμέτρου αντίθετος με τον ελληνικό πολιτισμό.
Πραγματικά εκπλήσσομαι ποια είναι τα σημεία που οι δύο πολιτισμοί συμπίπτουν.
Για τον Έλληνα η αλήθεια είναι εύρημα της ανθρώπινης διάνοιας για αυτό και δεν είναι σταθερή (φιλοσοφία –έρευνα). Για τον Βυζαντινό η αλήθεια είναι εξ αποκαλύψεως , άρα σταθερή και αμετάβλητη(θεολογία). Η πόλη κράτος μετατρέπεται σε αυτοκρατορία , ο πολίτης μετατρέπεται σε υπήκοο, ο έλεγχος της εξουσίας διαμέσου θεσμικών οργάνων (Σύγκλητος, Ηλιαία, Απέλλα κλπ) σε υποταγή στον ελέω Θεού Αυτοκράτορα, η ανεκτικότητα των διαφόρων απόψεων σε αυστηρά επιβαλλόμενο δόγμα και ανηλεή διωγμό των αντιφρονούντων , ο γυμνός αθλητής πρότυπο των αρχαίων χρόνων από τον ντυμένο από την κορφή έως τα νύχια καλόγερο , τα αγάλματα (βασικός σκοπός των οποίων ήταν η ανάδειξη της συμμετρίας και της καλαισθησίας) από τις εικόνες κλπ.
Πραγματικά η ομοιότητα των δύο πολιτισμών είναι πασιφανής…
Ευτυχώς που τεράστιου βεληνεκούς ποιητές όπως ο Κωστής Παλαμάς βάζουν τα πράγματα στην σωστή τους διάσταση.
Κάμποι , βουνά και πέλαγα λάμπουν μαζί σου
Σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός
Και φτάνει στο ναό εδώ προσκυνητής σου
Αρχαίο πνεύμα Αθάνατο , κάθε λαός.

Ανώνυμος είπε...
1. Ἡ γενιὰ τοῦ κ. Κατσιμάνη ἔχει δώσει τὶς ``ἐξετάσεις'' της στὴν ζωή, κι ἔχει ἀποτύχει. Παρέλαβε Κράτος, κουτσὸ-στραβό, ἀλλὰ Κράτος, καὶ ξεπουλᾶ αὐτὴ τὴν στιγμὴ κάθε σπιθαμὴ γῆς.

Ὁ κ. Κατσιμάνης γεννήθηκε στὴν δεκαετία τοῦ '30. Τί τὸν ἐνοχλεῖ τόσο πολὺ στὰ γραπτὰ τῶν σημερινῶν τριαντάρηδων; Μήπως τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γενιά του ἔχει ἐντελῶς ἀπομυθοποιηθεῖ;

κ. Κατσιμάνη, θέλετε δὲν θέλετε νὰ τὸ κατανοήσετε, ἐμεῖς θὰ πάρουμε τὸ μέλλον στὰ χέρια μας. Δὲν μᾶς χρειάζονται ὑποδείξεις, ἀπὸ τὶς ὁποίες βρίθει τὸ κείμενό σας.

Κηνυγάτε φαντάσματα: τὸ κείμενο στάζει συνομοσιολογία! Μιλάτε γιὰ ἀνωνύμους, ὑπονοεῖτε τὴν ὕπαρξη συμφερόντων: ἔλεος πιά! Τί νοοτροπία εἶναι αὐτή, ποὺ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ἀντίθετες ἀπόψεις ἀπὸ τὶς δικές σας; 

Στὸ τέλος-τέλος, ἐσεῖς εἶστε Πελοποννήσιος: ἀφήστε κι ἐμᾶς ποὺ καταγόμαστε ἀπὸ Πρόσφυγες Τραπεζουντίους καὶ Κων/πολίτες νὰ ἔχουμε τὴν δική μας ἀντίληψη γιὰ τὰ πράγματα!


2. Δὲν χρησιμοποιεῖτε πρωτογενεῖς πηγές, παρὰ μόνο μὶα, καὶ αὐτὴν ἀπὸ τὸν Θουκυδίδη.

Τὸ γραπτό σας εἶναι γεμάτο ὑποκειμένικὲς ἀπόψεις.

Ἔχω ἤδη ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν ἰδιοκτήτη τοῦ ἱστοτόπου, καὶ τὸν καλῶ νὰ δημοσιεύσει καὶ τὸν ἀντίλογο:


http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Ελλάδα-Ιστορία-ΓεωΠολιτική/Άρθρα/3304-Πρόταση-γιe1bdb0-μιe1bdb0-Διαφορετικe1bdb4-Παγκοσμιοποίηση.html


Κυριάκος Παπαδόπουλος

sapphire είπε...
Καλά Παπαδόπουλε το ότι θες να πεις ότι όλοι οι προσφυγικής καταγωγής είναι ανθέλληνες όπως εσύ είναι γελοίο!Ναι κάτι απόψεις στελαγμένες από το ανθελληνικό φαρμάκι φαναριώτικων κύκλων υπάρχουν σε διάφορους και για λόγους κόμπλεξ αλλά όχι όμως έτσι όπως το παρουσιάζεις εσύ,ο γνωστός υβριστής όποιου δεν είναι προσφυγικής καταγωγής...

Ανώνυμος είπε...
δε μπορω να παρακολουθησω το αρθρο, σα να προκειται για προσωπικη διαμαχη με καποιον και βγαζει απωθημενα

ΑΡΚΟΛΕΟΝ είπε...
Ομολογώ πως πρόκειται περί μιας εκ των πληρέστερων αναλύσεων, αν και ορισμένες συμπληρώσεις θα ήταν αναγκαίες. Παρόλα αυτά θα είχα να παρατηρήσω ό,τι ορισμένα σχόλια χρήζουν ιδιαίτερης εμπάθειας όσον αφορά τον "Ελληνισμό" της "Ρωμανίας" (Βυζαντίου). Δεν μπορεί να γίνει καμμιά ουσιώδη ανάλυση εάν δεν έχει ο μελετητής μιά πλήρη σφαιρική εικόνα των Γεωπολιτικών χαρακτηριστικών της μεταβατικής περιόδου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των αιώνων 3ος - 5ος, αλλά και του θρησκευτικού γίγνεσθαι των ετών της ύστερης Ελληνιστικής περιόδου, αλλά και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής περιόδου. Τότε μόνο θα αντιληφθεί περί πιάς θρησκευτικότητας θα πρέπει να μιλούν οι υποστηρικτές των παγανιστικών και άλλου είδους θρησκευτικών δοξασιών. Το θέμα είναι μεγάλο και χρήζει αβυσσαλέας ανάλυσης. Πάντως δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση ορισμένοι με ελαφράτη καρδίαν να απαρνούνται και να αναθεματίζουν μία περίοδο την οποία σημειωτέον ουδεμία εθνότητα της περιοχής της Βαλκανικής δεν διεκδική την πατρώτητα της. Εκ αυτού και μόνο πολλά συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν.
Τέτοιες αναφορές και διχασμοί ουδεμία θέση θα πρέπει να έχουν σε μία περίοδος όπου η εθνική ομοψυχία και άμυλλα είναι αναγκαία μπροστά στον αδίστακτο επερχόμενο οικονομικό κατακτητή!

Αρκολέων

Λινάρδος Κωνσταντίνος είπε...
Αγαπητέ Αρκολέων το επιχείρημα ότι η ελληνικότητα του Βυζαντίου αποδεικνύεται επειδή δεν διεκδικεί κάποιος άλλος την πατρότητα του είναι όντως αποστομωτικό…
(Δηλαδή η ελληνικότητα της Μακεδονίας εξαρτάται από το αν κάποιος άλλος λαός διεκδικεί την πατρότητα του ονόματος της ; ).
Ούτως ή άλλως όμως η άποψη είναι εν μέρει λανθασμένη αφού τόσο οι Οθωμανοί , όσο και οι Ρώσοι επιχείρησαν να εμφανιστούν και ως συνεχιστές του. 
Το άρθρο του Κου Κατσιμάνη (κατά την δική μου εκτίμηση) είναι μνημείο εμπάθειας και διάτρητων επιχειρημάτων (Για παράδειγμα αφήνει να εννοηθεί ότι όταν ό Σολωμός έγραφε τον μετέπειτα εθνικό ύμνο γράφοντας ‘’απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά ‘’ είχε υπόψη του και το …Βυζάντιο ) . Ένας άνθρωπος που ασκεί το λειτούργημα του καθηγητή θα έπρεπε να έχει ως ύψιστη προτεραιότητα την διδαχή (με την αρχαιοελληνική της σημασία) και όχι την προπαγάνδα.
Για παράδειγμα ο Κος Κατσιμάνης σίγουρα γνωρίζει ότι στην Αρχαία Ελλάδα , οι Θεοί είναι δυνάμεις και έννοιες και όχι εξανθρωπισμένα πρόσωπα. Το ότι απέκτησαν ανθρώπινα ονόματα δεν τους καθιστά αυτομάτως και ενανθρωπισμένες οντότητες, και κατ’ επέκταση η ελληνική θρησκεία δεν μπορεί να θεωρηθεί ειδωλολατρική.
Επίσης σίγουρα γνωρίζει ότι η ελληνικότητα των ύστερων βυζαντινών χρόνων (που ακόμη και εσύ αναφέρεις) δεν ήταν επιθυμία επιστροφής στις …χλαμύδες , αλλά κυρίως μια πράξη αντίστασης ενάντια στην επερχόμενη ασιατική λαίλαπα και την άρνηση ανθρώπων να αποδεχτούν την ίδια τους την καταγωγή … 
Αναφέρει ότι η παιδεία ήταν ελληνική, ενώ γνωρίζει ότι το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι δεν έχουν καμία σχέση με την Μουσική, Ζωγραφική , Άθληση και την διαλεκτική συζήτηση βασικά συστατικά της ελληνικής παιδείας , αλλά και το ότι η έννοια μόρφωση στο Βυζάντιο αφορούσε το 1% του πληθυσμού.
Γνωρίζει επίσης τους βαθύτερους λόγους για τους οποίους κυνηγήθηκε το ελληνικό πνεύμα αλλά και τις αιτίες που ανάγκασαν την εξουσία να αποδεχτεί τελικά την ελληνική γλώσσα (αποστεωμένη και αλλοιωμένη) διαχωρίζοντας την από τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού.
Γνωρίζει επίσης αλλά σιωπά ότι παρά το ανηλεές κυνήγι των Ελλήνων , υπάρχουν απτά δείγματα ελληνικότητας π.χ. ευρήματα που αποδεικνύουν ότι έγιναν Ολυμπιακοί αγώνες το 744 μ.χ. αλλά και το 1048 μ.χ…. και ότι αρκετές επαναστάσεις ή εξεγέρσεις ίσως και να είχαν σχέση με την Ελλάδα ή την επικράτηση του φιλελληνικού ρεύματος στο κράτος π.χ. η στάση του Νίκα ή η επανάσταση του 726μ.χ. (χρονικό του Νικηφόρου Βρυέννιου ‘’Ύλη Ιστορίας’’ ). 
Ενώ όμως τα γνωρίζει αυτά αλλά και πολλά άλλα , αυτός ως σύγχρονος ιεραπόστολος προτιμά να αναμασά την επίσημη και φιλτραρισμένη άποψη επιθυμώντας την διαιώνιση της και στον 21ο αιώνα.
Σε ότι αφορά την αρραγή ενότητα συμφωνώ , με την απαραίτητη προϋπόθεση να αποβάλλει η εκκλησία της Ελλάδας όλα τα ανθελληνικά κείμενα από τα ιερά της κείμενα αλλά και να ζητήσει μια συγνώμη για τα εγκλήματα κατά του ελληνισμού.
Η ίδια άλλωστε το απαιτεί από την Καθολική εκκλησία για μικρότερης χρονικής διάρκειας και έντασης ενέργειες ( μάλιστα όταν ο Πάπας ζήτησε συγνώμη για την Δ’Σταυροφορία κάποιοι είτε δεν το θεώρησαν αρκετό ,είτε λοιδόρησαν αυτή την ενέργεια). Αυτό λοιπόν που απαιτεί από τους άλλους ως απαραίτητο πρώτο βήμα για την ενότητα θα πρέπει να έχει το θάρρος να το κάνει και η ίδια…

οσον αφορά τη συνέχεια του ελληνισμού κύριοι είμαστε Έλληνες και είμαστε εδώ. Για την εχθρικότητα του Βυζαντίου (που οι Έλληνες ιστορικοί θα έπρεπε να ντρέπονται όταν χρησιμοποιούν τον όρο μιας και τίποτε άλλο δεν υπήρξε παρά η ανατολική Ρωμαϊκή Ααυτοκρατορία) εναντίον πάσης φύσεως ελληνικών στοιχείων θα πίστευε κανείς πως όλοι οι σημερινοί Έλληνες μαρμαρώσαμε κατα κάποιο τρόπο και ξυπνήσαμε λίγο πριν το 1821. Ο Ελληνισμός μέχρι την υποταγή του στους Ρωμαίους αφομοίωνε ξένα στοιχεία και μεγαλουργούσε πολιτιστικά. Μέσα στα πλαίσια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διαχύθηκε και κυριάρχησε πολιτιστικά. 
Επειδή και εγώ είμαι πρόσφυγας, με αυτή την ιδιότητα θα θυμίσω απλώς πως η Ελληνικότητα μέχρι και το τέλος της οθωμανικής αυτοκρατορίας δηλώνονταν με τον όρο Ρωμιός δηλαδή Ρωμαίος. 
Το γεγονός ότι οι Σκοπιανοί δηλώνουν Μακεδόνες δεν κάνει κιόλας.
Αλλά το ότι κανείς άλλος δεν διεκδικεί τη Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για δική του κάτι σημαίνει. 
Γιατί πέρασαν λαοί και λαοί από αυτήν αλλά κανείς δεν διεκδίκησε την ουσία της.
Όπως πολύ εύστοχα αναφέρθηκε διεκδικήθηκε η διαδοχή της είτε από τους Ρώσους που βρίσκονταν πάντοτε εκτός αυτής, είτε από τους κλέφτες και καταστροφείς της τούρκους.
Λυπούμαι πολύ που διάβασα τόσο αργά ένα τέτοιο άρθρο.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes