ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Τρίτη 30 Απριλίου 2013

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ


Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Ή καλή μόρφωση ήταν το ιδανικό κάθε Βυζαντινού. Την α π α ι δ ε υ σ ι α, την έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας, την θεωρούσαν ατύχημα και συμφορά, σχεδόν έγκλημα. Τούς άμαθες συνεχώς τούς κορόιδευαν — τον αγροίκο αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’, πού ήταν θύμα αναρίθμητων σατιρών, το Σλάβο πατριάρχη Νικήτα, πού ό Κωνσταντίνος Ζ’ τον περιγελούσε, το φιλόσοφο Ιωάννη Ιταλό, πού δεν έχασε ποτέ την ιταλική προφορά του, και τον Κωνσταντίνο Μαργαρίτη, πού ή φρασεολογία του ήταν τόσο χυδαία πού θα νόμιζε κανείς πώς είχε μεγαλώσει τρώγοντας κριθάρι και πίτουρα. Και συγγραφείς, όπως ή Άννα Κομνηνή, συνεχώς εγκωμιάζουν αυτούς πού το πνεύμα τους είναι καλλιεργημένο και έχουν πολλές γνώσεις.

Σε όλη την βυζαντινή ιστορία ή ύλη και ό τρόπος της διδασκαλίας δεν ποικίλλουν και πολύ. Το πρώτο πράγμα πού διδασκόταν ένα παιδί, όταν γινόταν έξι χρονών, ήταν ή γραμματική ή «το ελληνίζειν την γλώσσαν». Μ’ αυτό, εκτός από το διάβασμα και το γράψιμο και την γραμματική και το συντακτικό, όπως τα εννοούμε σήμερα, εξυπακουόταν επίσης μιά γνώση των κλασικών, καθώς και σχόλια στους κλασικούς, ιδίως στον Όμηρο, πού τα έργα του τα μάθαιναν απ’ έξω. Ο Συνέσιος τον 5ο αιώνα μιλάει για την ικανότητα του ανιψιού του να αποστηθίζει τον Όμηρο (μάθαινε πενήντα στίχους την ημέρα ), ενώ ό Ψελλός, από πολύ μικρός, ήξερε ολόκληρη την Ιλιάδα απ’ έξω. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι οι Βυζαντινοί ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν στίχους το Ομήρου. Η Άννα, πού εξηνταέξι φορές στην «Αλεξιάδα» της αναφέρει στίχους του, σπάνια προσθέτει «το ομηρικόν εκείνο». Ήταν τελείως περιττό. Και τούς άλλους ποιητές τούς διάβαζαν και τούς μάθαιναν, κανένας όμως δεν είχε την ανώτατη αυτή θέση πού διατήρησε ως το τέλος ό Όμηρος. Σε ηλικία δεκατεσσάρων περίπου χρονών ό μαθητής περνούσε στη ρητορική, μάθαινε δηλαδή ορθή προφορά και μελετούσε συγγραφείς όπως τον Δημοσθένη και πολλούς άλλους πεζογράφους. Μετά ή ρητορική έπρεπε να σπουδάσει την τρίτη επιστήμη, την φιλοσοφία, και τις τέσσερεις τέχνες, την αριθμητική, την γεωμετρία, την μουσική και την αστρονομία. Μπορούσε επίσης να διδαχτεί νομικά, ιατρική και φυσική. Παράλληλα με τα μαθήματα αυτά έδιναν στο παιδί και θρησκευτική μόρφωση. Τα θρησκευτικά όμως τα δίδασκαν χωριστά και οι διδάσκαλοι ήταν κληρικοί. Τα παιδιά μάθαιναν ολόκληρη την Βίβλο. Μετά τον Όμηρο, ή Βίβλος είναι ή κυριότερη πηγή νύξεων και παραπομπών στην βυζαντινή λογοτεχνία.
Οι δάσκαλοι ανήκαν σε σχολές ή πανεπιστήμια ή ήταν οικοδιδάσκαλοι. Το θέμα γενικά των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων τής Κωνσταντινούπολης είναι μάλλον σκοτεινό. Πιθανόν στις αρχές τής Αυτοκρατορίας τα πρώτα μαθήματα τής ανάγνωσης να τα έκανε κάποιος μοναχός, πολύ γρήγορα όμως ό μαθητής πήγαινε σε κάποιο σχολείο, όπου έπαιρνε όλη την υπόλοιπη λαϊκή του μόρφωση. Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε μιά σχολή στη Στοά και ό Κωνστάντιος την μετέφερε στο Καπιτώλιο. Ο Ιουλιανός ό Παραβάτης απαγόρευσε να διδάσκουν εκεί χριστιανοί παρ’ όλο πού ή απαγόρευση ανακλήθηκε, οι κυριότεροι καθηγητές τού 5ου αιώνα φαίνεται ότι ήταν εθνικοί. Ο Θεοδόσιος Β’ διόρισε στη Σχολή δέκα Έλληνες και δέκα Λατίνους για να διδάσκουν γραμματική, πέντε Έλληνας και τρεις Λατίνους σοφιστές, δύο νομοδιδασκάλους και ένα φιλόσοφο. Στη Σχολή ήταν προσαρτημένη και μιά δημόσια βιβλιοθήκη πού την είχε ιδρύσει ό Ιουλιανός και είχε 120.000 τόμους. Κάηκε όμως το 476 επί Βασιλίσκου. Εκτός απ’ το πανεπιστήμιο τής Κωνσταντινούπολης υπήρχαν και άλλα — στην Αντιόχεια όπου δίδασκε ό Λιβάνιος, στην Αλεξάνδρεια, την πατρίδα της Υπατίας, στη Βηρυττό με τις νομικές του σχολές, στην Αθήνα, πού ήταν ονομαστό για την φιλοσοφία, όπως στη Γάζα για την ρητορική.
Μετά τον Ιουστινιανό ή Σχολή σπάνια αναφέρεται. Ξέρουμε ότι με το πάθος του για τον χριστιανισμό και την ομοιομορφία έκλεισε ή Σχολή των Αθηνών, δημεύοντας τα κεφάλαια πού είχε από διάφορες δωρεές, και απαγόρευσε να διδάσκονται τα νομικά σε άλλες σχολές εκτός απ’ τής Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας και της Βηρυττού. Και όλοι οι καθηγητές των πανεπιστημίων έπρεπε να είναι χριστιανοί. Αργότερα εμείωσε και τούς μισθούς τους. Λέγεται ότι τελικά το πανεπιστήμιο το έκλεισε ό Φωκάς. Στη σκοτεινή περίοδο τού 7ου αιώνα ή παιδεία δεν είχε τόση διάδοση και τούς επόμενους αιώνες τα παιδιά τα δίδασκαν δάσκαλοι κυρίως ιδιωτικοί. Ο Θεόδωρος Στουδίτης και ό πατριάρχης Νικηφόρος, όταν άρχισαν να μαθαίνουν γράμματα, είχαν και οι δύο το γραμματοδιδάσκαλό τους και αργότερα πήγαν σε μιά εκκλησιαστική θεολογική σχολή. Ο Ανανίας ό Σιρακούνιος, πού έζησε γύρω στο 600 - 650, είχε έναν καθηγητή πού ήταν πολύ της μόδας τότε, τον Τυχικό τον Βυζάντιο, πού είχε σπουδάσει φιλοσοφία στην Αθήνα και αργότερα εγκαταστάθηκε στην Τραπεζούντα, όπου ή μεγάλη του βιβλιοθήκη ήταν ένα θέλγητρο επιπλέον. Στο μεταξύ όμως πήρε στα χέρια της την εκπαίδευση ή εκκλησία. Ο Ηράκλειος ίδρυσε μιά σχολή στην εκκλησία των Χαλκοπρατείων πού την επόπτευε ό πατριάρχης, και υπήρχαν και άλλες σχολές προσαρτημένες στη Μονή του Στουδίου και στην εκκλησία των Σαράντα Μαρτύρων και μιά μεγάλη στους Αγίους Αποστόλους όπου, τον 11ο  αιώνα, έδιναν μιά πολύ γενική λαϊκή παιδεία. Ακόμα και τούς νέους πού πήγαιναν να σπουδάσουν στην Τραπεζούντα με τον Τυχικό, τούς συνόδευε ως εκεί ένας διάκονος τού πατριάρχη.
Ο έλεγχος της εκκλησίας συνέργησε κι’ αυτός στις συμφορές της Αυτοκρατορίας γιατί εμπόδισε την μεγάλη μόρφωση. Την λαϊκή παιδεία, με το ειδωλολατρικό της παρελθόν, ή εκκλησία την έβλεπε με κάποια δυσπιστία. Ο Παχώμιος, τον 8ο αιώνα, υπογραμμίζει την αντίθεση ανάμεσα στην αληθινή γνώση της θεολογίας και την γνώση την κοσμική, «αυτή γάρ εστίν ότ’ εν πολλοίς αμαρτάνουσα», και ό Πατριάρχης Νικηφόρος παρομοιάζει τη δεύτερη με την Άγαρ και την πρώτη με την Σάρα. Και οι ταλαιπωρίες τής εκκλησίας την εποχή τής εικονομαχίας μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο αυτή ή δυσπιστία. Τον 9ο αιώνα όμως ή κατάσταση ήταν πιο ήρεμη και οι εκκλησιαστικές αρχές λιγότερο δύσπιστες. Όταν καλυτέρεψαν οι σχέσεις με τούς Άραβες άρχισαν να μελετούν και τον πολιτισμό τού Ισλάμ. Την εποχή εκείνη έχουμε μιά μεγάλη αναγέννηση των γραμμάτων, παρ’ όλο πού τούς πρωτοπόρους της, ανθρώπους σαν τον Φώτιο και τον Ιωάννη Γραμματικό, ό όχλος τούς θεωρούσε μάγους. Ο θείος και υπουργός τού Μιχαήλ Γ’, ό καίσαρ Βάρδας, ίδρυσε ένα νέο κρατικό πανεπιστήμιο στη Μαγναύρα. Επί κεφαλής ήταν ό καθηγητής τής φιλοσοφίας — ό οικουμενικός διδάσκαλος — και ύστερα απ’ αυτόν οι καθηγητές της γραμματικής, της γεωμετρίας και της αστρονομίας. Στη θέση αυτή διόρισαν τον Λέοντα τον Φιλόσοφο, πού δίδασκε ως τότε στην εκκλησιαστική σχολή των Σαράντα Μαρτύρων. Ένα μέρος όμως τού κλήρου — οι εχθροί του σοφού Φωτίου — εξακολούθησαν να είναι
αντίθετοι. Ένας από τούς μαθητές του Λέοντος, ένας μοναχός πού τον έλεγαν Κωνσταντίνο, έγραψε ένα φαρμακερό ποίημα για το δάσκαλό του, και εκεί αναφέρει τούς κινδύνους απ’ τον ελληνισμό, όπως λεγόταν τότε ό ειδωλολατρικός πνευματικός πολιτισμός της Ελλάδας.
Τον 10ο  αιώνα ό συγγραφέας του Φιλοπάτριδος κοροϊδεύει τούς σπουδαστές τού πλατωνισμού και ακόμα και τον 11ο  ό Κεκαυμένος δηλώνει ότι ή γνώση της Βίβλου, λίγη λογική και θεωρητικός λογισμός ήταν όλα όσα χρειαζόταν ένα παιδί. Η παιδεία ωστόσο συνεχώς εξαπλωνόταν. Πραγματικά, επί Κωνσταντίνου Ζ’ ή αυλή ήταν σχεδόν μιά ακαδημία, όπου όλοι μελετούσαν ιστορία. Τον 10ο  αιώνα ένας άγιος, πού καταγόταν από γονείς πού ανήκαν στη μεγαλοαστική ή στη μεσαία αστική τάξη, το πρώτο πού μάθαινε ήταν το «ελληνίζειν την γλώσσαν», αν και βέβαια ή ευσέβεια θα τον έκανε, από πολύ μικρή ηλικία, να ειδικευθεί στη θεολογία. Κάποτε ωστόσο το πανεπιστήμιο πού ίδρυσε ό Βάρδας έκλεισε. Πιθανόν αυτό να το έκαμε ό Βασίλειος Β’ πού πίστευε, όπως και ό συγγραφέας του Φ ι λ ο π ά τ ρ ι δ ο ς, ότι τα πολλά γράμματα δεν ωφελούσαν το κράτος και ήταν επιπλέον και μιά τρέλα πού κόστιζε πολύ. Όταν ό Ψελλός και οι άλλοι σύγχρονοί του, πού γεννήθηκαν στις αρχές του 11ου  αιώνα, θέλησαν να μορφωθούν, έπρεπε ή να μελετήσουν μόνοι τους ή να πάρουν οικοδιδασκάλους ή να πάνε στα σχολεία της εκκλησίας.
Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ’, παρ’ όλο πού ό ίδιος υπερηφανευόταν για την καλλιέργειά του, δεν έκαμε τίποτα για να διορθώσει τα πράγματα. Ο Κωνσταντίνος Θ’ όμως εξαναγκάστηκε από τη φοβερή κατάσταση της νομικής επιστήμης — οι δικηγόροι ήταν όλοι αυτοδίδακτοι και με τρόπο ανεπαρκή — να ιδρύσει το 1045 μιά νομική σχολή, όπου όλοι οι νομικοί ήταν υποχρεωμένοι να φοιτήσουν πριν αρχίσουν να εξασκούν. Συγχρόνως ίδρυσε και μιά έδρα φιλοσοφίας όπου διδασκόταν επίσης και ή θεολογία και οι κλασικοί. Ο καθηγητής της νομικής, ό  ν ο μ ο φ ό λ α ξ, ήταν ό πρύτανις αυτού τού πανεπιστημίου. Ο Κωνσταντίνος διόρισε σ’ αυτή την θέση ένα διακεκριμένο δικαστικό, τον Ιωάννη Ξιφιλίνο, ενώ ό Ψελλός διορίστηκε καθηγητής της φιλοσοφίας. Φαίνεται ότι αυτή ή διοργάνωση διατηρήθηκε ως το 1204. Η εκπαίδευση έγινε ακόμα πιο προσιτή όταν ό Αλέξιος Α’ άνοιξε και πάλι τις σχολές των ορφανοτροφείων. Το κρατικό πανεπιστήμιο και οι σχολές υπάγονταν απ’ ευθείας στον αυτοκράτορα. Εκείνος διόριζε, πλήρωνε και έπαυε τούς καθηγητές, επιθεωρούσε συχνά τις τάξεις, έκανε ερωτήσεις στους μαθητές και παρακολουθούσε τα μαθήματα — σώζεται μιά εικόνα τού Μιχαήλ Γ’ πού παρακολουθεί τη διδασκαλία τού Ψελλού. Ο Αλέξιος Α’ πάνω από όλα τοποθετούσε τη μελέτη τής Βίβλου. Οι κλασικές σπουδές ωστόσο ποτέ δεν είχαν τόση διάδοση όσο επί Κομνηνών. Είναι πάντως δύσκολο να πούμε ως ποιά τάξη της κοινωνίας έφτανε ή μόρφωση. Ο πάμπτωχος ποιητής Πρόδρομος είχε μάθει γραμματική και ρητορική και είχε μελετήσει τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, παραπονιόταν όμως ότι ή τραχιά προφορά τής αγοράς είχε παραμερίσει την λεπτή ομιλία και ότι δεν υπήρχαν βιβλιοθήκες πού να μπορούν να τις χρησιμοποιούν οι φτωχοί. Πραγματικά, ή έλλειψη των βιβλιοθηκών φαίνεται ότι δημιουργούσε συνεχώς δυσκολίες. Από το 476 δημόσια βιβλιοθήκη δεν υπήρχε. Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες είχαν συχνά τις βιβλιοθήκες τους, αν όμως ή συλλογή των βιβλίων της μονής του Αγίου Χριστοδούλου στην Πάτμο ήταν τυπική, τα βιβλία τους ήταν κυρίως θεολογικά. Από τα 330 βιβλία της Πάτμου τα 129 ήταν λειτουργικά και μόνο 15 λαϊκά. Μεγάλες ιδιωτικές βιβλιοθήκες όπου, χωρίς αμφιβολία, επιτρεπόταν να πηγαίνουν οι λόγιοι, ασφαλώς υπήρχαν, και υπήρχε και ένα πλήθος από γραφείς — κυρίως λαϊκούς, αν και ένας αριθμός μοναχών ήταν κι’ εκείνοι αντιγραφείς — πού αντιγράφανε χειρόγραφα. Ένα από τα είδη πού πουλούσε το Βυζάντιο στο εξωτερικό ήταν και τα ωραία βιβλία. Τα βιβλία όμως ήτανε πάντα ακριβά. Στις αρχές του 10ου  αιώνα ό Αρέθας, ό βιβλιόφιλος επίσκοπος Καισαρείας, πλήρωσε τέσσερα νομίσματα — πού είχαν αγοραστική αξία δώδεκα περίπου σημερινών λιρών — για μιά καλή έκδοση του Εύκλείδη1.
Η λεηλασία τού 1204 αναστάτωσε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα. Ο ελληνισμός βρισκόταν τότε στο ύψος του. Ο Μιχαήλ Ακομινάτος μόλις είχε πάει στην Αθήνα γεμάτος ενθουσιασμό για το κλασικό της παρελθόν και ό μεγάλος κληρικός Ευστάθιος Θεσσαλονίκης μόλις πριν από λίγο είχε τελειώσει τα σχόλιά του στον Πίνδαρο. Τώρα οι λόγιοι σκορπίστηκαν, οι σχολές τους εξαφανίστηκαν και τα βιβλία τους καταστράφηκαν από τις φλόγες των Λατίνων. Η λογιοσύνη ωστόσο δεν χάθηκε και, πολύ γρήγορα, κέντρο της έγινε ή εξόριστη αυλή τής Νικαίας. Εκεί εγκαταστάθηκε ό σοφός Βλεμμύδης. Ο πατέρας του ήταν γιατρός στην Κωνσταντινούπολη και το 1204 αποσύρθηκε στην Προύσα. Στο χάος πού επακολούθησε μετά την καταστροφή, ό Βλεμμύδης δυσκολεύτηκε να βρει δασκάλους και τελικά τα περισσότερα τα έμαθε από έναν ερημίτη στα βουνά τής Βιθυνίας που τον έλεγαν Πρόδρομο, και πού του δίδαξε αριθμητική, γεωμετρία και αστρονομία. Το 1238 ό Βλεμμύδης περιόδευσε τον παλιό βυζαντινό κόσμο και συγκέντρωσε χειρόγραφα, εφοδιασμένος με συστατικά γράμματα από τον αυτοκράτορα τής Νικαίας. Χάρη κυρίως στις δικές του προσπάθειες ή παιδεία στη Νίκαια έφτασε σε ένα επίπεδο υψηλό. Εκεί εσπούδασαν και εδίδαξαν ό Παχυμέρης και ό Άκροπολίτης. Και ή αυλή της Νικαίας, ιδίως την εποχή τής αυτοκράτειρας Ειρήνης, τής γυναίκας του Ιωάννου Βατάτζη, και του γιου της του Θεοδώρου, προστάτεψε ιδιαίτερα τα γράμματα. Η Ειρήνη είπε μιά φορά τον Άκροπολίτη ανόητο γιατί έλεγε ότι ή έκλειψη γίνεται επειδή ή σελήνη μπαίνει ανάμεσα στη γη και στον ήλιο, ύστερα όμως του ζήτησε συγγνώμη και είπε στον άντρα της, πού τής έλεγε να μη στενοχωριέται — ό Άκροπολίτης ήταν ακόμα παιδί — «ου χρεών τον φιλοσόφους λόγους προφέροντα ουτωσί γε προσαγορευθήναι παρ’ ημών». Παρ’ όλη όμως αυτή τη στάση, οργανωμένη σχολή ή πανεπιστήμιο δεν φαίνεται να υπήρχε στη Νίκαια. Πιθανόν ή κυβέρνηση να μην είχε τις δυνατότητες να το χρηματοδοτήσει.
Οι ημέρες των Παλαιολόγων, όταν το Βυζάντιο αργά αλλά αναπόφευκτα πέθαινε, ήταν, σε αντίθεση με τη γενική παρακμή, ή λαμπρότερη περίοδος της βυζαντινής παιδείας. Κυκλωμένοι από βάσανα, με το μέλλον σκοτεινό μπροστά τους, οι Βυζαντινοί το 14ου  και του 15ου  αιώνα έστρεφαν τα βλέμματά τους με μεγαλύτερο από κάθε άλλη φορά πόθο προς τις δόξες του παρελθόντος. Συγγραφείς όπως ό Θεόδωρος Μετοχίτης ό πολιτικός ή ό Νικηφόρος Γρηγοράς ή οι τελευταίες μεγάλες μορφές, ό Γεμιστός Πλήθων, ό Γεννάδιος και ό Βησσαρίων, ήταν βαθιά ποτισμένοι από την κλασική παιδεία, παρ’ όλη τη μελέτη των χριστιανών θεολόγων. Οι καθηγητές της εποχής αυτής, όπως ό Πλανούδης, ό Μοσχόπουλος ή ό Τρικλίνιος, ήξεραν κατά βάθος όλη τη φιλολογία και τη λογοτεχνία. Ο Χρυσολωράς, πού ή μόρφωσή του κατέπληξε τούς μαθητές του στην Ιταλία, δεν ήταν ωστόσο παρά ένας μέτριος εκπρόσωπος της βυζαντινής παιδείας τής εποχής. Μελετούσαν επίσης και την δυτική σκέψη. Ο Ακίνδυνος και ό Κυδώνης ήταν και οι δύο επηρεασμένοι από το σχολαστικισμό του Θωμά Άκινάτου. Και στη Θεσσαλονίκη επίσης υπήρχαν κύκλοι ανθρώπων μορφωμένων πού συζητούσαν για τα καλύτερα λογοτεχνικά έργα. Και ή Τραπεζούς ήταν ονομαστή για τα αστρονομικά της ιδρύματα. Οι μορφωμένοι γιατροί της, όπως ό Γεώργιος Χωνιάδης και ό Γεώργιος Χρυσοκόκκης, είχαν σπουδάσει στην Περσία και είχαν φέρει στην πατρίδα τους μυστικά τής σοφίας της Ανατολής.
Δεν ξέρουμε αν επί Παλαιολόγων υπήρχε καμιά κρατική σχολή. Έλληνες απ’ όλο τον κόσμο, προπαντός από την Κύπρο, εξακολουθούσαν ακόμα να έρχονται στην Κωνσταντινούπολη για να μορφωθούν, πιθανόν όμως να σπούδαζαν στις ιδιωτικές Ακαδημίες των διαφόρων διδασκάλων. Και τα σχολεία της εκκλησίας πιθανόν να εξακολουθούσαν κι αυτά να υπάρχουν, το πρόγραμμά τους όμως την εποχή εκείνη θα περιοριζόταν, χωρίς αμφιβολία, στη θεολογία. Παρ’ όλ’ αυτά ή έκταση της παιδείας ήταν ασφαλώς πολύ μεγάλη, και στους ξένους ταξιδιώτες έκανε βαθιά εντύπωση ή καθαρότητα των ελληνικών πού μιλούσαν, ακόμα και την παραμονή της πτώσης της, οι κάτοικοι τής Πόλης, πού μέρα με την ημέρα λιγοστεύανε.
Δεν γνωρίζουμε καθόλου τι δυνατότητες υπήρχαν για την μόρφωση των γυναικών. Στην βυζαντινή ιστορία αναφέρονται πολλές μορφωμένες γυναίκες, από την φιλόσοφο Υπατία ή την Αθηναϊδα, την γυναίκα τού Θεοδοσίου Β’, πού είχε σπουδάσει όλες τις επιστήμες, έγραφε ποιήματα και έβγαζε λόγους, ως την Κασσιανή, την έξυπνη υμνωδό πού ή απάντησή της της κόστισε ένα θρόνο, ή την μεγάλη ιστορικό Άννα Κομνηνή και τις άλλες μορφωμένες πριγκίπισσες του οίκου των Κομνηνών και των Παλαιολόγων. Υπήρχαν ασφαλώς γυναίκες γιατροί, και οι γυναίκες πού αλληλογραφούσαν με τούς μεγάλους επιστολογράφους φαίνεται ότι είχαν πολύ καλή μόρφωση. Η μητέρα όμως του Ψελλού δεν είχε μάθει τίποτα, παρ’ όλο πού το είχε παράπονο και έβρισκε ότι τής ήταν μεγάλο εμπόδιο στη ζωή της. Σε όλη την βυζαντινή ιστορία δεν αναφέρονται πουθενά σχολές για τα κορίτσια. Ασφαλώς δεν είναι λάθος αν πούμε ότι τα κορίτσια πού ανήκαν στις πλουσιότερες τάξεις έπαιρναν την ίδια περίπου μόρφωση με τούς αδελφούς τους, παρ’ όλο πού ή διδασκαλία θα γινόταν στο σπίτι από δασκάλους ιδιωτικούς. Στις μεσαίες όμως τάξεις μάθαιναν απλώς να γράφουν και να διαβάζουν και τίποτα περισσότερο.
Ή μόρφωση ήταν κάτι πού το επιθυμούσαν όλοι όσο τίποτα άλλο. Ένα μεγάλο μέρος όμως από τις βυζαντινές γνώσεις μας φαίνονται απλοϊκές ή περίεργες. Εδίδασκαν φυσικά τέλεια την ελληνική γλώσσα. Τούς κλασικούς συγγραφείς, και τούς πεζογράφους και τούς ποιητές, τούς διάβαζαν και τούς εκτιμούσαν. Στη Μυριόβιβλο ή Βιβλιοθήκη του, πού είναι ό κατάλογος των αρχαίων συγγραφέων πού διάβασε μέσα σ’ ένα χρόνο, ό Φώτιος αναφέρει έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό από συγγραφείς, από τον Ηρόδοτο ως τον Συνέσιο, με σχόλια πολύ έξυπνα, ενώ ή Άννα Κομνηνή ήξερε αρκετά καλά τούς ποιητές ώστε να αναφέρει στίχους των τραγικών, παρ’ όλο πού αποδίδει στη Σαπφώ ένα στίχο πού συνήθως αποδίδεται στον Αλκαίο. Οι Βυζαντινοί όμως δυστυχώς είχαν ένα πάθος για τις επιτομές, τις διορθώσεις και τα σχόλια. Ο Κομητάς τον 10ο  αιώνα διόρθωσε τον Όμηρο και του έβαλε νέα στίξη, ενώ ό Κωνσταντίνος Έρμονιακός τον 15ο  αιώνα έκαμε μιά περίληψη τής Ίλιάδας. Τον 11ο  αιώνα ό καθηγητής Νικήτας έβλεπε αλληγορίες σε κάθε στίχο πού είχε γράψει ό Όμηρος. Ο ψελλός υπερηφανεύεται ότι ανανέωσε την επιστήμη της σχεδογραφίας, — ήταν ή λεπτομερής γραμματική ανάλυση εκλεκτών κειμένων, — ό,τι αποστρεφόταν περισσότερο ή Άννα Κομνηνή, γιατί κατά την γνώμη της αυτό έβαζε την γραμματική παραπάνω απ’ τη λογοτεχνία. Η σχεδογραφία ήταν ακόμα πολύ δημοφιλής και επί Παλαιολόγων. Ο Μοσχόπουλος έγραψε ένα σχεδογραφικό γλωσσάριο. Οι Βυζαντινοί έβρισκαν δύσκολη την μελέτη της ελληνικής κλασικής ποίησης γιατί πρόφεραν αλλιώς τις λέξεις και έπρεπε να μάθουν την αρχαία προφορά για να εκτιμήσουν το μέτρο της και τον ρυθμό της.
Η μελέτη των λατινικών είχε αρχίσει να σβήνει από την εποχή ακόμα του Ιουστινιανού, παρ’ όλο πού εκείνος μιλούσε λατινικά. Τον 8ο αιώνα ή γλώσσα των Ρωμαίων ήταν τα ελληνικά. Στην Κωνσταντινούπολη, που και πού, βρισκόταν κάποιος που μιλούσε λατινικά, ενώ στη Ρώμη κανένας απολύτως, ούτε στις ημέρες τού Γρηγορίου του Μεγάλου, δεν μιλούσε ελληνικά. Τον 9ο  αιώνα και ό ίδιος ό σοφός Φώτιος δεν ήξερε λατινικά. Εξακολουθούσαν ωστόσο, ακόμα και επί Αλεξάνδρου, να χρησιμοποιούν τα λατινικά γράμματα στα νομίσματα, και στις επίσημες τελετές φώναζαν επευφημίες σε παραεφθαρμένα λατινικά. Το 10ο  αιώνα έχουμε μιά αναγέννηση των λατινικών σπουδών πού συμπίπτει με αναγέννηση των ελληνικών στην Ρώμη — τα ελληνικά χριστιανικά ονόματα, όπως Θεοφύλακτος και Θεοδώρα, έγιναν τότε πολύ τής μόδας. Τον 11ο  αιώνα δεν ήταν σπάνιοι στην Κωνσταντινούπολη εκείνοι πού ήξεραν λατινικά. Ο Ρωμανός Γ’ μιλούσε λατινικά. Ο Ψελλός ισχυριζόταν ότι τα μιλούσε κι εκείνος και ήταν υποχρεωτικό ό καθηγητής της νομικής του πανεπιστημίου του Κωνσταντίνου Θ’ να ξέρει λατινικά. Οι επιστολές τού Αλεξίου Α’ πρός τον Monte Cassino είναι γραμμένες σε απίστευτα κακά λατινικά, — ίσως όμως αυτά πού έχουμε να είναι τα πρόχειρα. Η Άννα Κομνηνή φαίνεται ότι δεν ήξερε λατινικά, ούτε ασφαλώς ό μορφωμένος ανιψιός της ό Μανουήλ Α’, παρ’ όλο πού ή μητέρα του ήταν Ουγγρίδα. Η γυναίκα του όμως, μιά Γαλλίδα πριγκίπισσα από την Αντιόχεια, ήξερε και τις δύο γλώσσες και κατάλαβε ένα διερμηνέα πού προσπαθούσε να γελάσει τον άντρα της. Με την λατινική κατάκτηση υποχρεώθηκαν να μαθαίνουν περισσότερα λατινικά, και επί Παλαιολόγων πολλοί Έλληνες όπως ό Λέων ό Κορίνθιος, μεταφράσανε έργα ελληνικά — κυρίως αγιογραφικά — στα λατινικά.
Πολύ λίγες άλλες γλώσσες μαθαίνανε. Υπήρχαν ασφαλώς αρκετοί λόγιοι πού ήξεραν εβραϊκά και ή αυλή είχε τούς διερμηνείς της για τις διπλωματικές της ανάγκες. Είναι επίσης αυτονόητο ότι στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν πολλοί πού μιλούσαν αραβικά, καθώς και Αρμένιοι πού δεν είχαν ξεχάσει ή γλώσσα της πατρίδας τους. Φιλόλογοι όμως, όπως ό Άγιος Κύριλλος, ό Ιεραπόστολος πού ασφαλώς ήξερε εβραϊκά και έμαθε μόνος του την γλώσσα των Χαζάρων και είναι ό ιδρυτής των σλαβονικών σπουδών, ήταν, χωρίς αμφιβολία, σπάνιοι. Το Βυζάντιο είχε κληρονομήσει απέναντι των βαρβάρων την αλαζονεία της αρχαίας Ελλάδας Η Άννα φτάνει στο σημείο ακόμα και να ζητάει συγγνώμη πού παρεμβάλλει στην ιστορία της τραχιά βαρβαρικά ονόματα. Παρ’ όλη τη μεγάλη τους φιλομάθεια, οι Βυζαντινοί δεν ήταν δυνατόν να φτάσουν στο σημείο να παραδεχτούν ότι οι βαρβαρικές γλώσσες ήτανε κάτι πού μπορούσε να το σπουδάζει κανείς στα σοβαρά.
Πολύ σπάνια επίσης σπούδαζαν ιστορία. Αν όμως κρίνει κανείς από τον αριθμό των ιστορικών και, ακόμα περισσότερο, των λαϊκών χρονογράφων, και από τις συχνές εκδόσεις των χρονικών, φαίνεται ότι ό πολύς κόσμος ενδιαφερόταν πάρα πολύ για την ιστορία. Άρεσε πολύ στους Βυζαντινούς να διαβάζουν για τις παλιές δόξες της αυτοκρατορίας. Και τα χρονικά πού τούς άρεσαν περισσότερο ήταν εκείνα πού άρχιζαν με τη δημιουργία του Αδάμ και της Εύας και μιλούσαν και για τον Τρωικό Πόλεμο. Οι αυτοκράτορες και οι Άγιοι του παλιού καιρού ήταν ζωντανοί μπρος στα μάτια τους. Όταν ανακτήθηκε ή Κωνσταντινούπολη το 1261, μιά από τις πιο συνταρακτικές στιγμές ήταν όταν ό Μιχαήλ Παλαιολόγος βρήκε σε μιά μικρή εκκλησία μπροστά στα τείχη το σώμα του μεγάλου προκατόχου του, το Βασιλείου Βουλγαροκτόνου. Ο πεθαμένος πριν από τόσα χρόνια αυτοκράτορας ξαναθάφτηκε και πάλι μέσα σε ατμόσφαιρα μεγάλου ενθουσιασμού. Και ό Κωνσταντίνος ΙΑ’, όταν ή Πόλη έπεφτε, μπόρεσε να ξεσηκώσει τούς συμπατριώτες του για την τελική τους προσπάθεια, μιλώντας τους για την ανδρεία των προγόνων τους της αρχαίας Ελλάδος και της Ρώμης.
Η φιλοσοφία ήταν πάντα πολύ αγαπητή στους Βυζαντινούς. Οι πατέρες τής εκκλησίας ήξεραν τούς εθνικούς φιλοσόφους και χρωστούσαν πολλά στο νεοπλατωνισμό. Τον 7ο  και τον 8ο  αιώνα ή παρακμή των γραμμάτων περιόρισε την μελέτη της φιλοσοφίας, — αν και ό μοναχός Κοσμάς το 710 είχε διαβάσει τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, — τον 9ο  όμως αιώνα έχουμε μιά αναγέννηση. Ο Λέων ό Φιλόσοφος είχε ιδιαίτερη αγάπη για τον Αριστοτέλη, με τη δική του παρότρυνση όμως διάβαζαν και τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο και τούς νεοπλατωνικούς. Τον 11ο  αιώνα έχουμε μιά μεγάλη αναζωογόνηση του πλατωνισμού, πού την κατευθύνει ό ψελλός, παρ’ όλο πού ή αξίωσή του ότι τον είχε τελείως αποκαταστήσει είναι λίγο αλαζονική.
Ο Ρωμανός Γ’ και οι αυλικοί του έκαναν ό,τι μπορούσαν για να καταλάβουν τον Πλάτωνα — χωρίς όμως επιτυχία, όπως λέει ό Ψελλός — και ή εικόνα πού δίνει για τον εαυτό του ό αυτοκράτορας, πού παρουσιάζεται σαν δεύτερος Μάρκος Αυρήλιος, είναι συγκινητική. Ο Ιωάννης Μαυρόπους, ό επίσκοπος Ευχαϊτων και σύγχρονος του ψελλού, ήταν αφοσιωμένος στον Πλάτωνα, ενώ ό μαθητής του Ψελλού, ό Ιωάννης Ιταλός, άφησε την φιλοσοφία του Πυθαγόρα να τον παρασύρει σε μεγάλη αίρεση. Τον επόμενο αιώνα ό Μιχαήλ Ακομινάτος προτιμούσε την φιλοσοφία των Στωικών από τον Αριστοτέλη. Την εποχή εκείνη είχαν πια παραδεχτεί την μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας στην εκπαίδευση και επί Παλαιολόγων πολλές φορές προσθέτανε και την μελέτη του δυτικού σχολαστικισμού. Κανένας όμως από τούς Βυζαντινούς φιλοσόφους δεν έδωσε σοβαρό πρωτότυπο έργο, εκτός από τον τελευταίο απ’ όλους, τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, τον τελευταίο μεγάλο νεοπλατωνικό, πού την ελεύθερη σκέψη του την βοηθούσε ή αδιαφορία του για τον χριστιανισμό. Γιατί παρ’ όλο πού ή εκκλησία δεν αποδοκίμαζε την μελέτη της φιλοσοφίας, ό συνδυασμός ενός φιλοσοφικού συστήματος και της ορθοδοξίας ήταν συχνά κάπως δύσκολος.
Ή θεολογία έμεινε πάντα μιά επιστήμη χωριστή, πού την επόπτευε ή εκκλησία. Ήταν όμως μιά πολύ περίπλοκη επιστήμη και ή λεπτολογία και οι γνώσεις των μεγάλων θεολόγων, του Ιωάννου Δαμασκηνού ή του Φωτίου ή του Μάρκου της Εφέσου ή του Βησσαρίωνος, ήταν εξαιρετικά μεγάλες. Στούς μορφωμένους ανθρώπους άρεσε πολύ να ανακατεύονται και με την θεολογία, — ό Φώτιος τις απέραντες γνώσεις του πρέπει να τις απόκτησε όταν ακόμα ήταν λαϊκός, — και ιδίως στούς αυτοκράτορες, πού ήταν ή ανώτατη κεφαλή της εκκλησίας. Αυτοί όμως οι αυτοκρατορικοί ερασιτέχνες σπάνια ήταν αρκετά καλοί θεολόγοι. Πραγματικά οι Ίσαυροι παρασύρανε την Αυτοκρατορία σε φοβερές αιρέσεις. Ο Ιουστινιανός και ό Ηράκλειος, παρ’ όλη την αξιοθαύμαστη ευλάβειά τους, δεν ακολούθησαν το σωστό δρόμο, και ό Μανουήλ Α’ προσπάθησε να φανεί πολύ έξυπνος στο ζήτημα του ολοφυρισμού, ενώ πολλοί από τούς Παλαιολόγους εξαπατήθηκαν από τις πλάνες των Λατίνων. Ακόμα και ό μορφωμένος Θεόδωρος Βατάτζης αγνοούσε με τρόπο θλιβερό την διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη λατρείας, την προσκύνηση και την λατρεία. Ήταν φρονιμότερο να θαυμάζει κανείς την θεολογία από μακριά. Η Άννα Κομνηνή κατατρόμαξε όταν είδε ότι τα βιβλία πού προτιμούσε να διαβάζει ή μητέρα της ήταν τα έργα του Μαξίμου του Ομολογητού, του μυστικού τού 7ου  αιώνα.
Οι γνώσεις των Βυζαντινών στα μαθηματικά, παρ’ όλο πού ήταν πολύ υπερήφανοι γι’ αυτές, δεν ξεπερνούσαν ασφαλώς τις γνώσεις των αρχαίων ‘Ελλήνων. Στην αριθμητική
τούς ήταν μεγάλο εμπόδιο οι άβολοι αριθμοί τους. Οι Έλληνες είχαν προχωρήσει όσο ήταν δυνατόν να προχωρήσουν άνθρωποι πού αντί για αριθμούς χρησιμοποιούσαν γράμματα του αλφαβήτου και δεν είχαν δεκαδικό σύστημα. Το επόμενο βήμα έμεινε να το κάμουν οι Άραβες. Στη γεωμετρία, παρ’ όλο πού οι Άραβες μελετούσαν κι’ αυτοί τον Ευκλείδη, οι Βυζαντινοί έλεγαν διάφορες ιστορίες για να δείξουν ότι εκείνοι καταλάβαιναν καλύτερα τούς γεωμετρικούς συλλογισμούς. Ο μαθητής του Λέοντος του Φιλοσόφου, πού ήταν δούλος στη Βαγδάτη, προκάλεσε κατάπληξη στούς σοφούς τής αυλής του μορφωμένου χαλίφη Μαμούν με την υπεροχή του σ’ αυτό το πεδίο. Ο Ευκλείδης ωστόσο έμεινε πάντα, όπως άλλωστε και ως τα πρόσφατα χρόνια, το ακραίο όριο των γεωμετρικών γνώσεων.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ξεπεράστηκαν και σε άλλους κλάδους. Ο Πτολεμαίος εξακολουθούσε να είναι ακόμα αυθεντία στην αστρονομία. Η Άννα Κομνηνή φαίνεται να παραδέχεται την θεωρία των περιστρεφομένων σφαιρών με την γη κέντρο ενός ομόκεντρου συστήματος από σφαίρες σαν εξήγηση του σύμπαντος — μια θεωρία πού την είχε διατυπώσει ό Αναξίμανδρος τον 5ο  αιώνα π.Χ.. Πότε - πότε παρουσιάζεται και κάποια επανάσταση εναντίον της θεωρίας τού Πτολεμαίου. Ο Κοσμάς ό Ίνδικοπλεύστης έγραψε τις αναμνήσεις του από την εποχή πού εμπορευόταν με τις Ινδίες, για να δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία να αποδείξει ότι ή ή ήταν επίπεδη σαν ισόγειο δωμάτιο, με τον ουρανό για οροφή και τον παράδεισο στο πρώτο πάτωμα — ό Μωυσής είχε χρησιμοποιήσει αυτή την εικόνα για ή σκηνή πού περιείχε την κιβωτό τής Διαθήκης. Ο ήλιος ήταν πολύ πιο μικρός από τη γη και την νύχτα τον έκρυβε ένα ψηλό κωνικό βουνό πού βρισκόταν στην δυτική άκρη. Γύρω από την γη ήταν ό ωκεανός και πέρα από τον ωκεανό ή χώρα όπου ζούσαν οι άνθρωποι πριν απ’ τον κατακλυσμό.
Οι γεωγραφικές γνώσεις των Βυζαντινών ήταν καλές. Οι χάρτες τους δε σώθηκαν και δεν θα ήταν σωστό να τους κρίνουμε από τον ψηφιδωτό χάρτη της Παλαιστίνης πού έγινε στη Madaba τον 6ο  αιώνα, παρ’ όλο πού έχει κι’ αυτός την αξία του. Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος χάνει εξαιρετικά λίγα γεωγραφικά λάθη, παρ’ όλο πού είναι συχνά σκοτεινός. Η Άννα Κομνηνή είναι γεμάτη πληροφορίες, συνήθως σωστές, για τα ρεύματα και τούς ανέμους πού επικρατούν. Μας λέει ότι ό Αλέξιος Α’ έβαλε και έκαμαν ένα χάρτη της Αδριατικής όπου ήταν σημειωμένοι οι άνεμοι. Τα διάφορα φαινόμενα όμως τής φύσεως δεν τα καταλάβαιναν σωστά. Ο Κεκαυμένος προσπαθεί να εξηγήσει τον κεραυνό και αντιλαμβάνεται ότι ό κρότος και ή αστραπή γίνονται συγχρόνως. Και ό Άκροπολίτης ξέρει την αιτία των εκλείψεων. Η αντίληψη όμως ότι τα φαινόμενα αυτά ήταν προειδοποιήσεις ή τιμωρίες πού έρχονταν από ψηλά ήταν τόσο διαδεδομένη — ακόμα και ό ‘Αλέξιος Α’, ενώ πίστευε ότι οι κομήτες «εξαρτώνται από κάποιο φυσικό αίτιο», συμβουλευόταν ωστόσο τούς μάντεις όποτε παρουσιαζόταν κανένας
— ώστε ή εξήγησή τους φαινόταν να είναι περισσότερο ηθική παρά φυσική.
Στη χημεία ή μεγάλη συμβολή του Βυζαντίου ήταν το υγρόν πυρ, το εύφλεκτο αυτό υγρό πού του έδινε ή δυνατότητα να κερδίζει τις μάχες του. Τη συνταγή του όμως την κρατούσαν τόσο κρυφή ώστε δεν ήταν δυνατόν να γίνει αφετηρία για νέα πειράματα. Ως μηχανικοί οι Βυζαντινοί αφήνουν να εκδηλωθεί ελεύθερα το πρακτικό τους πνεύμα. Τα αρχιτεκτονικά τους επιτεύγματα είναι σημαντικά, κυρίως ή τελειότητα τού θόλου. Διατηρήσανε και αναπτύξανε περισσότερο το ρωμαϊκό σύστημα για την ύδρευση και τούς υπονόμους και έκαμαν πολλά εξαιρετικά μηχανήματα. Τα ρολόγια και τα παιχνίδια, τα λιοντάρια πού βρυχόνταν και ό θρόνος πού σηκωνόταν ψηλά, με τα οποία το παλάτι έκανε τέτοια εντύπωση στούς βαρβάρους, ήταν όλα δείγματα μιας επιδεξιότητας με τα μηχανήματα πού συνεχώς γινόταν μεγαλύτερη.
Η Ιατρική ήταν μιά επιστήμη πού ενδιέφερε πάρα πολύ τούς Βυζαντινούς. Η Ιατρική εκπαίδευση όμως δεν περιοριζόταν μόνο στούς μελλοντικούς γιατρούς, με αποτέλεσμα ερασιτέχνες, όπως ό Ψελλός και ή Άννα Κομνηνή, να είναι απολύτως βέβαιοι ότι ξέρουν τόσα πολλά όσα και οι επαγγελματίες, ενώ ό Μανουήλ Α’ είχε την ικανότητα να θεραπεύσει τον φιλοξενούμενό του τον αυτοκράτορα Κορράδο. Ήταν ένα επάγγελμα πού είχε μεγάλη πελατεία. Υποχόνδριοι, όπως ό Ρωμανός Γ’, δεν έκαναν τίποτα χωρίς να συμβουλευτούν πρώτα τούς γιατρούς. Ο Κεκαυμένος όμως λέει ότι όλοι τους είναι πάρα πολύ επικίνδυνοι, και ότι δημιουργούν μόνοι τους τις αρρώστιες για να πλουτίζουν. Να παίρνεις πιπέρι για το σηκότι, να κάνεις αφαιμάξεις τρεις φορές το χρόνο, και, άμα είσαι άρρωστος, να αναπαύεσαι, να νηστεύεις και να μένεις στη ζεστασιά, και τότε, λέει, δεν τούς έχεις ανάγκη. Και πραγματικά, ή υγεία και τα νεύρα τού Θεοδοσίου Β’ καταστράφηκαν από τις πολλές ιατρικές φροντίδες. Στο σύνολό της ωστόσο ή βυζαντινή ιατρική ήταν αξιοθαύμαστη περισσότερο για τον κοινό νου πού τη χαρακτήριζε παρά για τις θεωρίες της, πού δεν είχαν προχωρήσει πέρα από τον Ιπποκράτη. Η βάση των θεωριών ήταν οι τέσσερεις χυμοί τού σώματος, το αίμα, το φλέγμα, ή κίτρινη χολή και ή μαύρη χολή, και οι τέσσερεις βαθμοί, το ξηρό και το υγρό, το θερμό και το ψυχρό. Τα πάντα εξαρτιόταν από την καλή τους αναλογία. Όλοι οι μεγάλοι ιατρικοί συγγραφείς τού Βυζαντίου, ό Όρειβάσιος, ό Άέτιος ό Άμιδηνός, ό Παύλος ό Αιγινήτης, ό Συμεών Σήθ και ό ‘Αγάπιος ό Κρής πάνω σ’ αυτή την βάση εργάστηκαν. Και τα δημοφιλή διαιτητικά ημερολόγια, πού συμβουλεύανε τι έπρεπε να τρώει κανείς κάθε εποχή του έτους, αναπτύχθηκαν με βάση μιά στοιχειώδη ερμηνεία των βαθμών. Το κυριότερο αποτέλεσμά τους ήταν να δημιουργήσουν μιά τάση πρός την αρθρίτιδα, μιά αρρώστια δυστυχώς πολύ διαδεδομένη στο Βυζάντιο. Οι θεραπείες όμως φαίνεται ότι ήταν το ίδιο συνετές όπως και οι θεραπείες πού έκαναν στην Ευρώπη ως τα σχετικώς πρόσφατα χρόνια. Οι αφαιμάξεις και οι καυτηριάσεις ήταν ίσως πολύ έντονες και δεν είχαν πάντα καλά αποτελέσματα, στην αρθρίτιδα όμως έκαναν λογικές προσπάθειες να καθαρίσουν τον οργανισμό απ’ τα οξέα και έκαναν και χειρομάλαξη. Για όλες τις αρρώστιες ορίζανε ανάπαυση και ομοιόμορφη θερμοκρασία και, με καλά αποτελέσματα, ορίζανε φάρμακα από βότανα. Η Άννα Κομνηνή, σαν προληπτικό για τις αρρώστιες, συμβουλεύει να γυμνάζεται κανείς ταχτικά και πιθανόν να επαναλαμβάνει μιά τρέχουσα γνώμη της εποχής της — αν και ή εξαιρετικά ζωντανή και ακριβής περιγραφή της τελευταίας αρρώστειας και το θανάτου τού πατέρα της δείχνουν ένα σπάνιο ενδιαφέρον και ταλέντο για ό,τι αφορά την ιατρική. ‘Ο,τι καλύτερο όμως έχει να επιδείξει ή βυζαντινή ιατρική ήταν ή οργάνωση των νοσοκομείων. Δεν διέθετε μόνο ό στρατός Ικανό Ιατρικό σώμα· Ικανότατο νοσηλευτικό προσωπικό είχαν και όλα τα μεγάλα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στο νοσοκομείο της μονής τού Παντοκράτορος πού το είχε ιδρύσει το 1112 ό Ιωάννης Β’, υπηρετούσαν δέκα άντρες και μία γυναίκα γιατροί, δώδεκα άντρες και τέσσερεις γυναίκες βοηθοί, οκτώ άντρες και δύο γυναίκες αναπληρωματικοί βοηθοί, οκτώ άντρες και δύο γυναίκες υπηρέτες, τρεις χειρούργοι και δύο παθολόγοι πού έκαναν τις διαγνώσεις σε μιά ειδική αίθουσα για τις εξετάσεις των ασθενών. Τα μικρότερα νοσοκομεία ήταν κι’ εκείνα με τον ίδιο τρόπο οργανωμένα, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Την περιποίηση των ασθενών την αναλαμβάνανε οι πιο γεροί από τούς τροφίμους τού ιδρύματος — γιατί τα νοσοκομεία ήταν πάντα προσαρτημένα σε μοναστήρια αντρών ή γυναικών ή σε πτωχοκομεία. Δεν μπορούμε να πούμε πόσα τέτοια νοσοκομεία υπήρχαν, ευσεβείς όμως αυτοκράτορες και ευγενείς είχαν ή συνήθεια να προικίζουν τέτοια ιδρύματα. Και, παρ’
όλο πού δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα μεγάλο μέρος απ’ τούς ανθρώπους τού όχλου θα υποφέρανε χωρίς καμιά φροντίδα στα καλύβια τους, υπήρχε ωστόσο για όλους ή πιθανότητα να μπουν σ’ ένα νοσοκομείο. Πιθανόν οι γυναίκες γιατροί να εργάζονταν μόνο στα νοσοκομεία, γιατί οι γιατροί των κοσμικών κυριών ήταν συνήθως ευνούχοι, πού υπηρετούσαν και σε πολλά μοναστήρια.
Από όλα αυτά φαίνεται ότι ή ιατρική αποτελεί ένα τυπικό παράδειγμα των βυζαντινών γνώσεων. Γιατί ή αγάπη των Βυζαντινών για τη θεωρία και την μόρφωση, όσο μεγάλη κι’ αν ήταν κι’ όσο και αν την εγκωμιάζουν, ήτανε στείρα.
Εντελώς απροσδόκητα, ή μεγαλοφυΐα τους φαινόταν στην πράξη.


Πηγή: Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας – Ερμείας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes